fbpx
Religious

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Επιλογές αποφθεγμάτων του Αγίου από το Βιβλίο "Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ"

Τι συμφορά!

Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή. Ένα αντίθετο παράδειγμα είναι με κάποιον, του οποίου την ψυχή απέσπασαν με τρίδοντο καμάκι οι μελανοί δαίμονες.

Τι συμφορά! Αυτός είχε μεγάλη φήμη και τόσο τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, ώστε θρήνησαν όλοι τον θάνατό του και θεώρησαν μεγάλη ζημία τη στέρησή του. Αλλά για την υπερηφάνεια που είχε κρυμμένη μέσα του, άκουσε κάποιος γι' αυτόν μια φωνή από τον ουρανό: «Μην τον αναπαύσετε, γιατί ούτε μία ώρα δεν με ανέπαυσε».

Αλοίμονο· εκείνος που τον έλεγαν άγιο και πολλοί ήλπιζαν να σωθούν με τις προσευχές του από κάθε λογής πειρασμό, είχε τέτοιο τέλος για την υψηλοφροσύνη του. Το ότι αυτή ήταν η αίτια, είναι ολοφάνερο. Γιατί αν ήταν άλλη αμαρτία, δε θα διέφευγε την προσοχή όλων, ούτε πάλι θα μπορούσε να τη διαπράττει κάθε ώρα.

Αν πούμε ότι ήταν αίρεση, ο αιρετικός παροργίζει βέβαια το Θεό κάθε ώρα με τη βλασφημία της γνώμης του, πλήν όμως ούτε αυτή μένει για πάντα αφανής, αλλά κατ' οικονομίαν Θεού φανερώνεται για τη διόρθωση του αιρετικού, αν θελήσει να μεταστραφεί, ή για την ασφάλεια των άλλων. Επομένως μόνο η υψηλοφροσύνη με την αυταρέσκεια μπορεί να διαφύγει την προσοχή όλων, σχεδόν και εκείνου που την έχει, ακόμη και αν δεν παραχωρείται να πέσει σε πειρασμούς, από τους οποίους έρχεται η ψυχή σε έλεγχο και γνωρίζει την αδυναμία και την άγνοιά της.

Γι' αυτό και το Άγιο Πνεύμα δεν είχε βρεί ούτε μία ώρα ανάπαυση στην άθλια εκείνη ψυχή, γιατί είχε πάντοτε τον ίδιο λογισμό και ένιωθε αγαλλίαση γι' αυτόν, σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα· γι' αυτό και σκοτίσθηκε όπως οι δαίμονες. Δεν φαινόταν βέβαια ποτέ να αμαρτάνει, επειδή ίσως έτρεφε το ένα αυτό πάθος, την υψηλοφροσύνη, αντί για όλα τ' άλλα, και ήταν αρκετό αυτό στους δαίμονες, αφού μπορεί να αναπληρώσει τον τόπο των άλλων κακών, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.

Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής.

Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει "πτερνιστής" επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως.

Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται.

Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το "άνω αθρέω" (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι' αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του.

Γι' αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ' αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ' εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου.

Και σ' εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ' εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ' εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.

Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή.

Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός

Ο γνωστικός τώρα, δεν πρέπει να στηρίξει ποτέ δικό του νόημα, αλλά να θέλει να έχει πάντοτε μάρτυρα τη θεία Γραφή ή τη φύση του πράγματος. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, δεν είναι αληθινή η γνώση, αλλά πονηρία και πλάνη, όπως λέει κάπου ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τα άστρα. Ότι η θεία Γραφή κάποια λίγα αναφέρει, ενώ οι Έλληνες πλανώμενοι απαριθμούν πολλά. Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός, να πει όσα συντελούν στο να σώσουν την ψυχή και να αποκαλύψουν σε μερικούς τα μυστήρια των θείων Γραφών και τους λόγους των όντων, δηλαδή το σκοπό, για τον οποίο έγινε κάθε πράγμα, για να φωτίζεται ο νους σχετικά με την αγάπη του Θεού και από την επιμέλειά Του για τα κτίσματα να γνωρίζει τη μεγαλοσύνη Του και την ανείπωτη σοφία και πρόνοιά Του.

Από την πίστη ...

Από την πίστη δηλαδή γεννιέται ο φόβος, από αυτόν το πένθος, μέσω αυτού έρχεται η ταπείνωση, από την οποία έρχεται η διάκριση, και από αυτήν, η διόραση και κατά χάρη η προόραση.

Τότε λέγεται κανείς πιστός

Τότε λέγεται κανείς πιστός, όταν από τα ορατά πιστεύει τα αόρατα. Όταν πιστεύει κανείς σ' αυτά που του φαίνονται, δεν πιστεύει σ' εκείνον που διδάσκει ή κηρύττει. Γι' αυτό, για να δοκιμαστεί η πίστη, οι πειρασμοί είναι φανεροί, ενώ οι ενέργειες της θείας βοήθειας αφανείς, για να βρίσκει ο πιστός μετά το τέλος του πειρασμού τη γνώση, και έτσι να μαθαίνει ότι είχε άγνοια και ότι ευεργετείται, και να κερδίζει την ταπείνωση και την αγάπη προς το Θεό ως Ευεργέτη, και προς τον πλησίον για την υπηρεσία του Θεού.

Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση

Και τότε αρχίζει με ταπείνωση ψυχής να ευχαριστεί και να τρέμει, από φόβο μήπως πάλι όπως πριν πέσει σε παρακοή του Θεού.

Και από τον αγνό αυτό φόβο, που δεν οφείλεται στην αμαρτία, και από την ευχαριστία, την υπομονή και την ταπείνωση που αξιώθηκε από τη γνώση, αρχίζει να ελπίζει ότι κατά χάρη θα βρει έλεος. Από την πείρα πάλι των ευεργεσιών που του γίνονται, περιμένει και φοβάται μήπως βρεθεί ανάξιος για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του Θεού.

 

Και απ' αυτό αυξάνονται μέσα του η ταπείνωση και η εγκάρδια προσευχή. Και όσο αυτές αυξάνονται μαζί με την ευχαριστία, δέχεται μεγαλύτερη γνώση. Και έτσι από τη γνώση έρχεται στο φόβο και από το φόβο στην ευχαριστία και στη γνώση που είναι πάνω απ' αυτά. Και απ' αυτό αγαπά τον Ευεργέτη φυσικά και με χαρά ποθεί να τον υπηρετήσει ως χρεώστης λόγω της γνώσεως.

Και αμέσως δέχεται αύξηση στη γνώση και, μαζί με τις ειδικές ευεργεσίες, θεωρεί και τις γενικές. Μην μπορώντας να ευχαριστεί γι' αυτές, πενθεί και, θαυμάζοντας πάλι τη χάρη του Θεού, παρηγορείται. Και άλλοτε έχει επίπονα δάκρυα, ενώ άλλοτε πάλι από την αγάπη χύνει δάκρυα γλυκύτερα και από το μέλι λόγω της πνευματικής χαράς, η οποία προέρχεται από την ανείπωτη ταπείνωση.

Όλα αυτά βέβαια, όταν αληθινά ποθεί κάθε θέλημα του Θεού και μισεί κάθε τιμή και ανάπαυση και έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους, ώστε διόλου να μη σκέφτεται ότι είναι κάποιος, και όταν πιστεύει ότι χρεωστεί τον εαυτό του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους, και γι' αυτό θεωρεί τους πειρασμούς και τις θλίψεις μεγάλη ευεργεσία, και τη χαρά και ανάπαυση μεγάλη ζημία. Και ποθεί τα πρώτα με όλη του την ψυχή, απ' όπου και αν έρχονται, ενώ φοβάται τα άλλα, ακόμη και αν από το Θεό γίνονται προς δοκιμήν. Και όσο βρίσκεται σ' αυτά τα δάκρυα, αρχίζει ο νους να αποκτά καθαρότητα και έρχεται στην αρχική του κατάσταση, δηλαδή στη φυσική γνώση, την οποία έχασε εξαιτίας των παθών.

Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση, γιατί βλέπει ο νους τα πράγματα όπως είναι φυσικά, και πάλι από άλλους λέγεται διόραση, γιατί αυτός που την έχει γνωρίζει ένα μέρος από τα κρυμμένα μυστήρια, δηλαδή το σκοπό του Θεού που βρίσκεται στις θείες Γραφές και σε κάθε κτίσμα. Αυτή γεννιέται από τη διάκριση και μπορεί να κατανοεί τους λόγους των αισθητών και νοητών. Γι' αυτό λέγεται θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων, αλλά αυτή είναι φυσική και προέρχεται από την καθαρότητα του νου.

... γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει ...

Σχετικά μ' αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως».

Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.

Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση.

Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος.

Και γι' αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει.

Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει (Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί (Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει.

Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι' αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη.

Γι' αυτό είναι καλό το "δεν γνωρίζω"

«Δεν αγνοούμε τις επιδιώξεις του εχθρού» (Β΄ Κορ. 2, 11), δηλαδή τα αφανή τεχνάσματά του, που οι πολλοί τα αγνοούν.

Γιατί ο εχθρός, όπως λέει ο Απόστολος, παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου (Β΄ Κορ. 11, 14), και τούτο δεν είναι παράδοξο· γιατί και οι λογισμοί που αυτός παρουσιάζει στην καρδιά, φαίνονται σαν λογισμοί δικαιοσύνης στους απείρους. Γι' αυτό είναι καλό το "δεν γνωρίζω".

Και έτσι κανείς ούτε στα λεγόμενα του Αγγέλου θα απιστεί, ούτε στις πανουργίες του εχθρού θα πιστεύει, αλλά θ' αποφεύγει με την υπομονή και τους δύο γκρεμούς και θα περιμένει να του δοθεί στην πράξη η απόκριση μετά πολλά χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος ή να το γνωρίζει (αντίστοιχα συμβαίνει, όπως είπε κάποιος, και με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων του Θεού) μέχρις ότου φτάσει σε κάποιο λιμάνι, δηλαδή στην έμπρακτη γνώση. Και όταν τη δει ότι παραμένει πολλά χρόνια, τότε θα μάθει ότι όντως εισακούστηκε η προσευχή του και έλαβε απόκριση αοράτως.

Για παράδειγμα, προσεύχεται κανείς να νικήσει τα πάθη που τον πολεμούν. Και δεν ακούει κανένα λόγο, ούτε βλέπει σχήμα παραπλανητικό. Αλλά και αν ίσως γίνει κάτι τέτοιο στον ύπνο ή και αισθητώς, δεν πιστεύει διόλου. Ύστερα λοιπόν από χρόνια βλέπει τον πόλεμο εκείνο να τερματίζεται από τη χάρη και έρχονται νοήματα που σύρουν το νου του στην ταπείνωση και στη γνώση της αδυναμίας του.

Μα ούτε έτσι δεν πιστεύει, αλλά περιμένει πολλά χρόνια, από φόβο μήπως και αυτό είναι απάτη των δαιμόνων. Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τους Αποστόλους, γι' αυτό ο Κύριος, αφού τους είπε εκείνα τα θλιβερά, στο τέλος πρόσθεσε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. 10, 22), για να μην ξενοιάσουν δηλαδή, αλλά να αγωνίζονται από φόβο μην πέσουν. Γιατί δεν ωφελείται κανείς από τις άλλες αρετές, ακόμη κι αν ζει με ουράνιο τρόπο, αν έχει την αλαζονεία, με την οποία ο διάβολος και ο Αδάμ και τόσοι άλλοι έχουν πέσει.

Πόσα δάκρυα μου χρειάζονται, όταν λίγο κοιτάξω τον εαυτό μου!

Πόσα δάκρυα μου χρειάζονται, όταν λίγο κοιτάξω τον εαυτό μου!

Γιατί αν δεν αμαρτήσω, υπερηφανεύομαι από αλαζονεία· αν αμαρτήσω και μπορέσω να δω την αμαρτία μου, μικροψυχώ από αμηχανία και απελπίζομαι. Αν καταφύγω στην ελπίδα, πάλι έρχεται η αλαζονεία. Αν κλάψω, αυτό μου φέρνει οίηση· αν δεν κλάψω, ξαναέρχονται τα πάθη. Η ζωή μου είναι θάνατος, και ο θάνατος χειρότερος, για το φόβο της κολάσεως.

Η προσευχή μου μου γίνεται πειρασμός και η απροσεξία, καταστροφή. «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο»(Εκκλ. 1, 18), λέει ο Σολομών. Απορώ και εξίσταμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Αν ίσως γνωρίζω και δεν κάνω, η γνώση συντελεί στην καταδίκη μου. Αλοίμονο, τι να διαλέξω; Από την άγνοιά μου, τα βλέπω όλα αντίθετα και δεν μπορώ να τα ταιριάσω.

Δε βρίσκω την αρετή και τη σοφία που κρύβονται στους πειρασμούς, γιατί δεν έχω υπομονή. Φεύγοντας από την ησυχία για τους λογισμούς, βρίσκω έξω τα πάθη στον πειρασμό μέσω των αισθήσεων. Αν θελήσω να ασκήσω νηστεία και αγρυπνία, βρίσκω εμπόδιο την οίηση και την ατονία.

Όταν τρώω και κοιμάμαι αφειδώς, έρχομαι στην αμαρτία χωρίς να θέλω. Απ' όλα αποσύρομαι και φεύγω για το φόβο της αμαρτίας, και η ακηδία πάλι με καταπονεί, αν και βλέπω πολλούς να στεφανώνονται από τέτοιους πολέμους και πειρασμούς, γιατί έχουν βέβαιη πίστη, με την οποία απέκτησαν το θείο φόβο, και με το φόβο έφτασαν στην εργασία των λοιπών αρετών.

Αν είχα και εγώ την πίστη όπως εκείνοι, θα αποκτούσα το φόβο, μέσω του οποίου έλαβαν την ευσέβεια και τη γνώση, κατά τον Προφήτη, από την οποία προέρχονται η ισχύς, η βουλή, η σύνεση και η σοφία του Πνεύματος(Ησ. 11, 2) για εκείνους που μένουν κοντά στο Θεό με αμεριμνία και μελέτη των θείων Γραφών με υπομονή, με την οποία εξισώνονται τα άνω και τα κάτω.

Όταν δηλαδή κάποιο πάθος παίρνει σχήμα αρετής, ο χρόνος και η πείρα το ξεσκεπάζουν. Όταν πάλι η αρετή παρεκκλίνει σε πάθος, ο χρόνος και η πείρα συνήθως την ξεχωρίζουν από αυτό με την υπομονή.

Γιατί αν η υπομονή δε γεννηθεί στην ψυχή από την πίστη, αυτή διόλου δεν μπορεί να έχει αρετή. «Με την υπομονή σας σώστε τις ψυχές σας»(Λουκ. 21, 19), λέει ο Κύριος, ο Οποίος μόνος Του έκτισε τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 32, 15), όπως λέει ο Ψαλμωδός.

Και από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνη της κτίζεται η καρδιά, δηλαδή ο νους, με την υπομονή στις θλίψεις.

... να νικά τα πάθη της ψυχής και του σώματος

Το ιδίωμα της ανδρείας δεν είναι να νικά κανείς και να καταπιέζει τον πλησίον. Αυτό είναι θρασύτητα και είναι πάνω από την ανδρεία. Ούτε πάλι από φόβο των πειρασμών να αποφεύγει τις κατά Θεόν εργασίες και τις αρετές, γιατί αυτό είναι δειλία και είναι κάτω από την ανδρεία. Αλλά, ανδρεία είναι το να υπομένει κανείς σε κάθε έργο αγαθό και να νικά τα πάθη της ψυχής και του σώματος

... αυξάνει τις δωρεές και τα χαρίσματα

Γιατί καθώς ευφραίνεται ο νους από τη μνήμη του Θεού, λησμονεί τις θλίψεις του κόσμου, και ελπίζει σ' Αυτόν, και γίνεται αμέριμνος. Και η αμεριμνία φέρνει χαρά και ευχαριστία. Η δε ευχαριστία που είναι ενωμένη με την ευγνωμοσύνη, αυξάνει τις δωρεές και τα χαρίσματα. Και όσο πληθαίνουν οι ευεργεσίες, αυξάνει η ευχαριστία και η καθαρή προσευχή μαζί με τα δάκρυα της χαράς, και σιγά-σιγά ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα δάκρυα της λύπης και των παθών και από τα πάθη. 

Κατόπιν με κάθε τρόπο φτάνει στην πνευματική χαρά. Για τα ευχάριστα ταπεινώνεται και ευχαριστεί· από τους πειρασμούς γίνεται μέσα του βέβαιη η ελπίδα του μέλλοντος. Και με τα δύο αυτά χαίρεται και αγαπά το Θεό και όλους με φυσικότητα σαν ευεργέτες. και δε βρίσκει σε όλη την κτίση τίποτε που μπορεί να τον βλάψει, αλλά φωτιζόμενος από τη γνώση του Θεού, από όλα τα κτίσματα παίρνει χαρά που εμπνέει ο Κύριος και θαυμάζει την επιμέλεια που έχει για τα κτίσματά Του

 

... όταν νομίζει ότι είναι δικά του τα κατορθώματα

Γιατί αδικεί τον εαυτό του και τον πλησίον, ή μάλλον το Θεό, όταν νομίζει ότι είναι δικά του τα κατορθώματα. Αλλά αν νομίζει ότι έχει από τον εαυτό του κάποιο αγαθό, θα του αφαιρεθεί και αυτό(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος.

Σωφροσύνη είναι "σώο φρόνημα", δηλαδή χωρίς έλλειψη

Σωφροσύνη είναι "σώο φρόνημα", δηλαδή χωρίς έλλειψη. Και ούτε στην ακολασία αφήνει να πέφτει εκείνον που την έχει, ούτε στην ηλιθιότητα· αλλά φυλάει τα καλά που συλλέγει η φρόνηση και αποβάλλει όλα τα χειρότερα και συγκεντρώνει στον εαυτό της το λογισμό, και διά μέσου της τον ανυψώνει στο Θεό. 

Σαν καλός ποιμένας περιφρουρεί τα πρόβατα, δηλαδή τα θεία νοήματα, και σκοτώνει την ακολασία, σαν λυσσασμένο σκύλο, με την αποχή των βλαβερών, ενώ την ηλιθιότητα την διώχνει σαν άγριο λύκο που δεν τον αφήνει να απομονώσει και να κατασπαράζει τα πρόβατα, αλλά τον παρατηρεί ακατάπαυστα και τον φανερώνει στο λογιστικό μέρος της ψυχής για να μην κρυφτεί στο σκοτάδι και συναγελάζεται με τα νοήματά του. Η σωφροσύνη γεννιέται από το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Χωρίς αυτήν δε διατηρείται κανένα αγαθό, ανίσως και πραγματοποιηθεί. 

Γιατί χωρίς σωφροσύνη, ή προς τα πάνω στρέφονται τα τρία μέρη της ψυχής, ή προς τα κάτω, δηλαδή προς την ηλιθιότητα ή την ακολασία. Ακολασία δεν εννοώ μόνο το να φροντίζει κανείς για την γαστριμαργία, αλλά για κάθε πάθος και λογισμό, που δε λογίζεται εκουσίως κατά Θεόν. Η σωφροσύνη τα τιμωρεί όλα αυτά και κυριαρχεί στις άλογες ορμές της ψυχής και του σώματος, και τις κατευθύνει προς το Θεό.

Γιατί πώς ο άνθρωπος, που ούτε τη δική του ψυχή δε βλέπει, θα ...

Η γνώση γίνεται νοητή μετά τον εθισμό στη θεωρία των αισθητών, αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο γνωστικός θα δει άγγελο. Γιατί πώς ο άνθρωπος, που ούτε τη δική του ψυχή δε βλέπει, θα μπορέσει να δει άυλη ουσία και γνωστή μόνο στον Ποιητή της; 

Για κοινή ωφέλεια και κατά πρόνοια του Θεού εμφανίζονταν πολλές φορές οι Άγγελοι στους πατέρες μας, σ' εμάς όμως ούτε αυτό γίνεται, γιατί το θέλομε από υπερηφάνεια, και ούτε για την κοινή ωφέλεια φροντίζομε, ούτε υποφέρομε τίποτε κατά Θεόν.

Γι' αυτό και εκείνος που επιθυμεί τέτοιο πράγμα, μάλλον επιθυμεί να δει δαίμονα, αφού αυτός παίρνει μορφή φωτεινού αγγέλου, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 11, 14). Είναι ενδεχόμενο να γίνει εμφάνιση αγγέλου, όταν όμως δε βάζει κανείς διόλου κάτι τέτοιο στο νου του, ούτε το πιστεύει, αν ίσως και γίνει· και τότε πάλι γίνεται αν κανείς το δέχεται για κοινή ωφέλεια. Τούτο λοιπόν αναγνωρίζεται από το να μη θέλομε ούτε στο όνειρό μας να το δεχόμαστε, ούτε να το λογαριάζομε αν γίνει, αλλά να είμαστε σαν να μη γνωρίζομε τίποτε. 

Γιατί αν είναι πράγματι άγγελος, έχει εξουσία από το Θεό να κάνει το νου να ειρηνεύει και να τον δέχεται, και χωρίς να θέλει. Ενώ ο δαίμονας δεν μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά αν δει το νου ότι τον δέχεται, εμφανίζεται κατά παραχώρηση. Διαφορετικά, φεύγει διωγμένος από τον φύλακα Άγγελο που έχομε από το βάπτισμα, επειδή ο νους δεν παρέδωσε το αυτεξούσιο.

... να λάβει ο νους ελευθερία κατά χάρη

Όπως λέει και ο Κύριος, οι άνθρωποι του κόσμου τούτου είναι πιο έξυπνοι στη γενιά τους από τα τέκνα της βασιλείας των ουρανών(Λουκ. 16, 8). Και πραγματικά. οι πρώτοι ποθούν να νικούν και να πλουτίζουν, να αλαζονεύονται και να δοξάζονται, να εξουσιάζουν και αλλά τέτοια· και αν ακόμη αποτύχουν και μένει ανώφελος ο κόπος τους, αλλά πάλι φροντίζουν περισσότερο από τη δύναμή τους γι' αυτά.

Ενώ τα "τέκνα της βασιλείας" θέλουν να έχουν τα αντίθετα από τα προηγούμενα, με τα οποία πολλές φορές από εδώ λαμβάνουν τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας και φροντίζουν πολύ, τουλάχιστον όσο οι προηγούμενοι, να λάβει ο νους ελευθερία κατά χάρη, με την οποία μπορεί να έχει τη μνήμη ανύστακτη και τα νοήματα, ή να γνωρίζει ότι τα νοήματά του μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές και από εκείνους που έχουν πείρα της πνευματικής γνώσεως, ή τουλάχιστον να αγνοεί με πολλή γνώση, λόγω απορίας.

Και να γνωρίζει ότι τα προηγούμενα νοήματα ήταν πειρασμοί για δοκιμή του αυτεξουσίου, ώστε ο ταπεινός να αποστρέφεται και να απιστεί στο δικό του λογισμό και σκοπό, ή μάλλον να φοβάται και να ερωτά με πολλά δάκρυα και να καταφεύγει στην ταπείνωση και στην αυτομεμψία, και να θεωρεί μεγάλη ζημία τη γνώση και τα χαρίσματα.

... και εισέρχεται από τη στενή πύλη

Ενώ ο βοσκός κακοπαθεί μαζί με τα νοήματα ως καλός στρατιώτης του Χριστού(Β΄ Τιμ. 2, 3) κατά τον Απόστολο, με τη φύλαξη των θείων εντολών, και εισέρχεται από τη στενή πύλη (Ματθ. 7, 13), δηλαδή την ταπεινοφροσύνη, η οποία είναι θύρα της απάθειας. Και πριν καταξιωθεί να λάβει τη θεία χάρη, σχολάζει και μαθαίνει για όλα εξ ακοής.

Αν έχει τώρα και οίηση, έστω και λίγη, εγκαταλείπεται από τη χάρη.

Αν δεν αποκτήσει ο νους νέκρωση των παθών, δεν τον συμφέρει να έρθει στη θεωρία των αισθητών. Όταν βρίσκεται σε περισπασμούς και δε σχολάζει στη μελέτη των θείων Γραφών με γνώση και ησυχία, σκοτίζεται περισσότερο ο άνθρωπος από τη λησμοσύνη και φτάνει σιγά - σιγά στην άγνοια

Αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν είχε φτάσει ίσως πρωτύτερα σε νοερή γνώση, και μάλιστα αν η γνώση του ήρθε όχι από τη χάρη, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος, αλλά έμαθε από την ανάγνωση και από τους έμπειρους τα μυστήρια αυτά.

Όπως δηλαδή όταν ο γεωργός δεν καλλιεργεί τη γη, αυτή χορταριάζει, και μάλιστα αν είναι γόνιμη, έτσι και ο νους αν δε σχολάζει στην προσευχή και στην ανάγνωση και δεν το έχει αυτό ως έργο, παχύνεται και φτάνει στην άγνοια. 

Και όπως όταν η γη δέχεται βροχές και ήλιο, δεν ωφελείται ο γεωργός αν δεν την σπείρει και δεν την παρακολουθεί, έτσι ούτε ο νους μπορεί να έχει τη γνώση χωρίς την ηθική πράξη, ακόμη και αν ίσως τα έλαβε αυτά από τη χάρη· αλλά μόλις στραφεί λίγο, από αμέλεια, προς τα πάθη, αμέσως πλανάται. Αν έχει τώρα και οίηση, έστω και λίγη, εγκαταλείπεται από τη χάρη

... και έτσι η γνώση του γίνεται πρόξενος ταπεινώσεως.

Η ταπείνωση είναι γέννημα της γνώσεως και η γνώση είναι γέννημα των πειρασμών. Σ' εκείνον που γνώρισε τον εαυτό του, δίνεται η γνώση των πάντων, και σ' εκείνον που υποτάχθηκε στο Θεό, θα υποταχθούν τα πάντα, όταν κυριαρχήσει η ταπείνωση στα μέλη του. Και είναι εύλογο. Από τους πολλούς πειρασμούς και την υπομονή σ' αυτούς γίνεται κανείς έμπειρος, και από αυτό γνωρίζει την αδυναμία του και τη δύναμη του Θεού. 

Και από τη γνώση της αδυναμίας του και της αγνωσίας που είχε άλλοτε ότι αγνοούσε εκείνα που έμαθε τώρα, καταλαβαίνει ότι όπως αυτά κάποτε τα αγνοούσε πραγματικά και δε γνώριζε ότι αγνοεί, έτσι είναι και άλλα πολλά, τα οποία ίσως μάθει αργότερα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτός λέει ότι αν δε γευθεί κανείς κάτι, δεν ξέρει τι στερείται. Εκείνος τώρα που γεύθηκε τη γνώση, γνωρίζει ότι είναι και άλλα που τα αγνοεί, και έτσι η γνώση του γίνεται πρόξενος ταπεινώσεως. 

Και πάλι, εκείνος που εννόησε τον εαυτό του ότι είναι κτίσμα μεταβλητό, ποτέ δεν υπερηφανεύεται σε τίποτε, γιατί κι αν ίσως έχει κάτι, το έχει από τον Κτίστη. Κανείς δεν επαινεί ένα σκεύος ότι αυτό έκανε τον εαυτό του εύχρηστο, αλλά επαινεί τον κατασκευαστή του. 

Κι όταν καταστραφεί το σκεύος, τότε κατηγορεί τον αίτιο της καταστροφής και όχι τον κατασκευαστή. Αν τώρα το σκεύος είναι λογικό, κατ' ανάγκην είναι και αυτεξούσιο. Άρα λοιπόν, των καλών χορηγητής είναι ο Ποιητής, όπως είναι αίτιος και της δημιουργίας· στην πτώση όμως και στην παρεκτροπή, αιτία είναι η προαίρεση του αυτεξουσίου

 

... γιατί η ταπεινοφροσύνη ξεπερνά όλες τις παγίδες τους.

Ας μη νομίζει όμως κανείς ότι απλώς και ως έτυχε μπορεί να αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι κάτι το υπερφυσικό και σχεδόν όσο μεγάλο είναι το χάρισμα, τόσο μεγαλύτερη δυσκολία έχει και χρειάζεται μεγάλη φρόνηση και υπομονή εναντίον των πειρασμών και των δαιμόνων που του εναντιώνονται· γιατί η ταπεινοφροσύνη ξεπερνά όλες τις παγίδες τους. 

... η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος

Γιατί ούτε χωρίς τη θεία βοήθεια μπορεί ποτέ να γίνει κάτι καλό, ούτε η θεία βοήθεια και η χάρη έρχεται σ' εκείνον που δεν έχει προαίρεση, λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όλα στη ζωή αυτή είναι διπλά: πράξη και γνώση, προαίρεση και χάρη, φόβος και ελπίδα, αγώνες και βραβεία. Τα δεύτερα όμως δε γίνονται, πριν γίνουν τα πρώτα.

Μπορεί ίσως να φαίνεται, αλλά αυτό είναι πλάνη. Όπως εκείνος που δεν γνωρίζει από γεωργία, όταν δει τα άνθη, νομίζοντάς τα για καρπούς, θα ορμήσει να τα μαζέψει, και δεν γνωρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τον καρπό, έτσι και εδώ· το να νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν επιτρέπει να γίνει αυτό που νομίζει, λέει ο άγιος Νείλος. Γι' αυτό πρέπει να μένει κανείς κοντά στο Θεό και να πράττει τα πάντα με διάκριση.

Η διάκριση προξενείται από το να ερωτά κανείς με ταπείνωση και από το να κατηγορεί τον εαυτό του, τις πράξεις του και τα νοήματά του. Γιατί ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14), και δεν είναι αυτό παράξενο. Αφού και οι λογισμοί που προέρχονται από αυτόν, φαίνονται σαν ενάρετα νοήματα στους άπειρους.

Η ταπείνωση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια, ενώ υλικό της ταπεινώσεως είναι η πραότητα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο να είναι όμοιος και στα δύσκολα και στα εύκολα πράγματα και νοήματα, και ούτε για τιμή ούτε για καταφρόνηση φροντίζει, αλλά δέχεται και τα ευχάριστα και τα κοπιαστικά με χαρά και δεν ταράζεται όπως η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.

Λέει συγκεκριμένα: «Κάποτε, ενώ βρισκόμουν στον τάδε αββά, ήρθε κάποια μοναχή και είπε στον γέροντα: "Αββά, τρώω κάθε έξι ημέρες και αποστηθίζω κάθε μέρα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη". Της αποκρίθηκε ο γέροντας: "Σου έγινε η στέρηση σαν αφθονία;" Αυτή απάντησε, όχι. "Ούτε η περιφρόνηση σαν έπαινος;" "Όχι Αββά". "Ούτε οι εχθροί όπως οι φίλοι;" Πάλι αυτή είπε όχι. Είπε τότε ο σοφός εκείνος γέροντας: "Πήγαινε να εργαστείς, γιατί δεν έκανες τίποτε".» Πολύ εύλογα. "Αν νήστευε τόσο πολύ, ώστε να τρώει μιά φορά την εβδομάδα, και αυτό λίγο, δεν έπρεπε να έχει τη στέρηση σαν την αφθονία; Και πάλι, αφού αποστήθιζε κάθε μέρα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δεν είχε μάθει την ταπείνωση; Και αφού δεν είχε τίποτε στη ζωή, δεν έπρεπε να τους έχει όλους φίλους; Ούτε τουλάχιστον τους εχθρούς δεν μπόρεσε να έχει σαν φίλους ύστερα από τόσους κόπους; Καλά λοιπόν της είπε ο γέροντας ότι δεν έκανε τίποτε.

Εγώ προσθέτω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιπλέον καταδικάζεται αυστηρά, όπως λέει ο Χρυσόστομος για τις πέντε μωρές παρθένες. Αυτές δηλαδή κατόρθωσαν να ασκήσουν το βαρύτερο, δηλαδή την παρθενία που υπερβαίνει τη φύση, και δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την ελεημοσύνη που είναι το ελαφρότερο, την οποία ως φυσική ασκούν και οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι μέχρι σήμερα.

... οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, ...

Αν δεν κάνει έτσι, θα πλανηθεί νομίζοντας ότι μέλλει να δει σε όραμα κάποιον από τους αγίους αγγέλους ή τον Χριστό, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος που θέλει να δει το Χριστό, δεν πρέπει να τον ζητά απ' έξω, αλλά μέσα του, με τη μίμηση της ζωής Του στον κόσμο και με το να γίνει αναμάρτητος στο σώμα και στην ψυχή, σαν το Χριστό.

Και να έχει νου που να νοεί πάντοτε για το Χριστό. Το να έχει όμως κάποιο σχήμα ή χρώμα ή λογισμό στον καιρό της προσευχής δεν είναι καλό, αλλά μάλλον υπερβολικά βλαβερό. Τι σημαίνει να βρίσκεται ο νους στον τόπο του Θεού, το εξήγησε ο άγιος Νείλος, παίρνοντας αφορμή από το ρητό του Ψαλτηρίου: «Στον τόπο Του επικρατεί η ειρήνη»(Ψαλμ. 75, 3).

Ειρήνη είναι το να μην έχει κανένα λογισμό, καλό ή κακό· γιατί, λέει, αν ο νους αισθανθεί κάτι τέτοιο, δε βρίσκεται μόνο στο Θεό, αλλά και στον εαυτό του. Και πολύ σωστά. Γιατί ο Θεός είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, χωρίς μορφή και χρώμα. Και εκείνος που λέει ότι είναι μόνο με το Θεό, πρέπει ομοίως να είναι άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος και απερίσπαστος. Το πέρα απ' αυτό είναι πλάνη δαιμονική.

Γι' αυτό οφείλει κανείς να προσέχει και, χωρίς ερώτηση των εμπείρων, να μη δεχτεί λογισμό καλό ή κακό, γιατί τ' αγνοούμε και τα δύο. Επειδή οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, όπως και ο ανθρώπινος νους σχηματίζεται και βάφεται ανάλογα με την όψη του πράγματος που αναλαμβάνει. Αλλά οι δαίμονες το κάνουν αυτό για παραπλάνησή μας, ενώ ο νους μας γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί πριν να φτάσει στην τελειότητα.

Η απροσπάθεια (ελευθερία από εμπαθείς κλίσεις) πηγάζει από την ελπίδα·

Η απροσπάθεια (ελευθερία από εμπαθείς κλίσεις) πηγάζει από την ελπίδα· επειδή εκείνος που ελπίζει να επιτύχει άλλου αιώνιο πλούτο, εύκολα περιφρονεί αυτόν που έχει στα χέρια του, και αν ακόμη μπορούσε να δώσει κάθε ανάπαυση ο πρόσκαιρος πλούτος.

Αφού όμως ο βίος είναι κοπιαστικός και γεμάτος βάσανα, ποιος πείθει τον λογικό άνθρωπο να προτιμά αυτόν από την αγάπη του Θεού, που δίνει και τον πρόσκαιρο και τον αιώνιο πλούτο σ' εκείνους που τον αγαπούν; Εκτός αν είναι τυφλός ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βλέπει από απιστία ή κακή προαίρεση και πονηρή συνήθεια.

Γιατί αν είχε πιστέψει, θα φωτιζόταν κι αν έπαιρνε λίγο φωτισμό από βέβαιη πίστη, θα είχε αγωνιστεί να εξαλείψει την κακίστη συνήθειά του. Και αν έπαιρνε σταθερή απόφαση, η χάρη θα συνεργούσε και θα αγωνιζόταν μαζί του.

 

... και θεωρεί τον εαυτό του αληθινά κάτω από όλα και όλους

Από το πένθος λοιπόν και την υπομονή γεννιούνται η ελπίδα και η απροσπάθεια, από τις οποίες έρχεται η νέκρωση του κόσμου. Αν τώρα κανείς υπομένει καλά χωρίς να απελπίζεται επειδή βλέπει παντού στενοχώριες και θανάτους, αλλά γνωρίζει ότι είναι δοκιμασία και φωτισμός, και αν πάλι δεν ξεθαρρέψει ότι έφτασε σε ψηλά επίπεδα, βλέποντας τα πολλά δάκρυα της λύπης, τότε φτάνει στο να βλέπει καθαρά τα άγια πάθη του Κυρίου, και παρηγορείται πολύ από αυτά και θεωρεί τον εαυτό του αληθινά κάτω από όλα και όλους, βλέποντας τόσα αγαθά να γίνονται σ' αυτόν από τη χάρη του Θεού.

Πιό καλό λοιπόν είναι να μην πέφτει κανείς, παρά να πέφτει και να σηκώνεται.

Εκείνος όμως που φωτίστηκε ώστε να βλέπει τις αμαρτίες του, δεν παύει να θρηνεί τον εαυτό του και όλους τους ανθρώπους, βλέποντας την τόση ανοχή του Θεού και τις τόσες αμαρτίες που από την αρχή κάναμε και εξακολουθούμε να κάνομε διαρκώς οι άθλιοι.

Απ' αυτό γίνεται ευγνώμων, μη τολμώντας να κατακρίνει κανένα, από ντροπή για τις πολλές ευεργεσίες του Θεού και τα δικά μας αμαρτήματα. Έτσι με χαρά εγκαταλείπει κάθε δικό του θέλημα που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, και επιμελείται τις αισθήσεις του να μην κάνουν τίποτε απολύτως που να είναι παραπάνω από την αναγκαία χρήση, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Δαβίδ: «Κύριε, δεν υψώθηκε η καρδιά μου, ούτε κοίταξαν αγέρωχα τα μάτια μου»(Ψαλμ. 130, 1).

Αλλά πρέπει να προσέχει, μήπως και αυτός, αφού φτάσει στο ύψος που έφτασε ο Δαβίδ, από αμέλεια ή υπερηφάνεια πάθει ό,τι έπαθε εκείνος, και ίσως δεν μπορέσει να μετανοήσει όπως εκείνος. Γιατί η αμαρτία είναι πρόχειρη και στους πολύ δικαίους, ενώ η μετάνοια δεν είναι σε όλους πρόχειρη, για το λόγο ότι είναι κοντά ο θάνατος, και πριν το θάνατο, η απόγνωση.

Πιό καλό λοιπόν είναι να μην πέφτει κανείς, παρά να πέφτει και να σηκώνεται. Αν όμως συμβεί να πέσομε, καλό είναι να μην απελπιζόμαστε και αποξενωνόμαστε από τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Γιατί και μπορεί και θέλει να δείξει έλεος στην ασθένειά μας.

Μόνο να μη φεύγομε από Αυτόν, ούτε να δυσφορούμε όταν πιεζόμαστε από τις εντολές Του και, καθώς δεν μπορούμε να τις φτάσομε, να αποκάμομε· αλλά να ξέρομε ότι χίλια χρόνια μπροστά στον Κύριο είναι σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4), και μία ημέρα σαν χίλια χρόνια. Ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να λυγίζομε, αλλά διαρκώς να βάζομε αρχή. Έπεσες; Σήκω. Και πάλι έπεσες; Σήκω πάλι.

Μόνον τον Γιατρό να μην αφήσεις και καταδικαστείς χειρότερα από τον αυτόχειρα λόγω της απογνώσεως. Μείνε κοντά Του και Αυτός θα δείξει έλεος, είτε με την επιστροφή σου, είτε διά μέσου πειρασμών, είτε με άλλο τρόπο της πρόνοιάς Του, χωρίς να το γνωρίζεις.

Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν

Γιατί εκείνο που βοηθεί ή εμποδίζει τη σωτηρία είναι η θέληση και τίποτε άλλο. Θέλησες κάποιο αγαθό; Πράξε το. Δεν μπορείς; Έχε τουλάχιστον την προαίρεση, και να, το έχεις, αν και δεν το έχεις. Και έτσι η συνήθεια σιγά-σιγά αυτόματα εργάζεται είτε το καλό, είτε το κακό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν.

Κι όμως, όχι μόνο σώθηκαν, αλλά και έλαμψαν πολλοί από τους ληστές. Κοίταξε πόσο μακρινή είναι η απόσταση από το ληστή στον άγιο· εντούτοις, δεν υπερίσχυσε η συνήθεια, αλλά νίκησε η προαίρεση. Εκείνον τώρα, που με τη χάρη του Χριστού είναι ευλαβής χριστιανός ή και μοναχός, τι τον εμποδίζει να γίνει όπως εκείνοι; Εκείνοι είναι μακριά, αυτός κοντά, και το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου το έλαβε κατά χάρη ή λόγω φυσικής κλίσεως ή επειδή από τους γονείς κληρονόμησε την ευσέβεια και την ευλάβεια.

Άραγε δεν είναι παράδοξο, όταν ληστές και τυμβωρύχοι γίνονται άγιοι, ενώ μοναχοί θα καταδικαστούν;

... να υπομείνουν τον πειρασμό για χάρη Του και να μην προδώσουν την αρετή ...

Η υπομονή προέρχεται από το φόβο και την πίστη, και αρχίζει από τη φρόνηση. Ο φρόνιμος δοκιμάζει τα πράγματα με το νου του και, βρίσκοντας τα αδιέξοδα, όπως η Σωσάννα(Δαν. 22), προτιμά τα ανώτερα, όπως εκείνη.

Συγκεκριμένα, η μακάρια Σωσάννα είπε προς το Θεό: «Παντού βρίσκω αδιέξοδο? αν κάνω το θέλημα των ανόμων πρεσβυτέρων, χάνεται η ψυχή μου με τη μοιχεία, ενώ αν τους παρακούσω, θα με κατηγορήσουν για μοιχεία και ως άρχοντες του λαού θα με καταδικάσουν σε θάνατο. Καλύτερα όμως να καταφύγω στον Παντοδύναμο, και αν ακόμη πρόκειται να θανατωθώ.»

Τι φρόνηση είχε η μακαρία! Γιατί διέκρινε σωστά και δεν έπεσε έξω στην ελπίδα της. Έτσι, όταν συγκεντρώθηκε ο λαός και κάθισαν οι άνομοι κριτές για να κατηγορήσουν την άμεμπτη και να την καταδικάσουν σε θάνατο ως μοιχαλίδα, ευθύς ο δωδεκάχρονος Δανιήλ αναδείχθηκε προφήτης από το Θεό(Δαν. 50) και την λύτρωσε από το θάνατο, στρέφοντας το θάνατο πάνω στους πρεσβυτέρους που θα την έκριναν άνομα(Δαν. 62). Με αυτήν έδειξε ο Θεός ότι είναι κοντά σ' εκείνους που προτιμούν να υπομείνουν τον πειρασμό για χάρη Του και να μην προδώσουν την αρετή από ολιγοψυχία για τον πόνο, αλλά να προτιμήσουν το νόμο του Θεού υπομένοντας τις συμφορές και να χαίρονται με την ελπίδα της σωτηρίας.

Και πολύ εύλογα. Γιατί αν αντιμετωπίζομε δύο κινδύνους, έναν πρόσκαιρο κι έναν αιώνιο, δεν είναι καλό να προτιμήσομε τον πρόσκαιρο; Γι' αυτό λέει ο άγιος Ισαάκ: «Καλύτερα να υπομείνει κανείς τους κινδύνους για την αγάπη του Θεού και να οδεύει προς Αυτόν με την ελπίδα της αιώνιας ζωής, παρά από το φόβο των πειρασμών να ξεπέσει από το Θεό στα χέρια του διαβόλου και μαζί με αυτόν να πάει στην κόλαση».

Καλό λοιπόν θα ήταν να χαίρεται κανείς στους πειρασμούς, όπως οι Άγιοι, για την αγάπη του Θεού. Αν όμως δεν είμαστε τέτοιοι, τουλάχιστον ας διαλέξομε το ελαφρότερο στην παρούσα ανάγκη? επειδή πρόκειται ή εδώ να υποστούμε σωματικούς κινδύνους και να συμβασιλεύσομε νοητά με το Χριστό, σ' αυτή τη ζωή με την απάθεια, αλλά και στη μέλλουσα, ή από το φόβο των πειρασμών να ξεπέσομε όπως είπαμε και να πάμε στην αιώνια κόλαση.

Από αυτήν είθε να μας λυτρώσει ο Θεός μέσω της υπομονής των δεινών. Η υπομονή είναι σαν ασάλευτη πέτρα απέναντι στους ανέμους και στα κύματα του βίου. Και όποιος την έχει, ούτε στην πλημμύρα ατονεί ή στρέφεται πίσω, ούτε στη γαλήνη και στη χαρά υπερηφανεύεται? αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην ευημερία και στη δυσκολία.

Γι' αυτό και μένει άτρωτος από τις παγίδες του εχθρού. Όταν συναντά τρικυμία, υπομένει με χαρά, περιμένοντας το τέλος της· όταν είναι καλός καιρός, περιμένει πειρασμό ως την έσχατη πνοή του, όπως είπε ο Μέγας Αντώνιος. Ο άνθρωπος αυτός γνωρίζει ότι τίποτε απολύτως στη ζωή δεν είναι αμετάβλητο, αλλά όλα περνούν. Γι' αυτό και δεν φροντίζει για τίποτε απ' αυτά, αλλά τα αφήνει στο Θεό, γιατί Αυτός φροντίζει για μάς(Α΄ Πέτρ. 5, 7).

Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω;

Εκείνος λοιπόν που με τη χάρη του Θεού έχει τη μεγάλη πίστη και τον αγνό και θείο φόβο και θελήσει έπειτα να έχει την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, οφείλει να κυριαρχεί στον εαυτό του εντελώς, και εσωτερικά και εξωτερικά, και να είναι σαν νεκρός στο σώμα και στην ψυχή προς αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους, λέγοντας για όλα στο λογισμό του: «Ποιος είμαι εγώ; Και τι είμαι στην πραγματικότητα, παρά ένα σίχαμα; Η αρχή μου είναι από το χώμα(Γεν. 3, 19), το τέλος μου στη σαπίλα, και το ενδιάμεσο είναι γεμάτο από κάθε θρασύτητα και κάτι περισσότερο. Τι είναι η ζωή μου; Και πόση είναι; Μία ώρα, και ύστερα, ο θάνατος. Τι με μέλλει για τούτο ή εκείνο; Όπου να είναι, πεθαίνω· γιατί ο Χριστός κανονίζει τη ζωή και το θάνατο. Εγώ γιατί μεριμνώ και φιλονεικώ μάταια; Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω; Αν έχω αυτό το λίγο, περιττεύει κάθε μέριμνα. "Αν δεν το έχω, ίσως μεριμνήσω μόνο γι' αυτό, από ατέλεια της γνώσεώς μου, αν και ο Θεός είναι εκείνος που προνοεί.»

Όλη λοιπόν η μέριμνα του ανθρώπου ας στρέφεται στη φύλαξη των αισθήσεων και των λογισμών, για να μην πιστέψει ή κάνει τίποτε που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού. Να ετοιμάζει επίσης τον εαυτό του για να υπομείνει όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα του προξενούν οι δαίμονες ή οι άνθρωποι, ώστε μήτε από αυτά, μήτε από εκείνα να ταραχθεί ή να δοκιμάσει άλογη χαρά και υπερηφάνεια, ή λύπη και απελπισία, και να μη δέχεται κανένα θρασύ λογισμό, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

 

Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται;

Ο θείος φόβος, που είναι η πρώτη εντολή, όλα τα νικά. Εκείνος που δεν έχει το θείο φόβο, ούτε άλλο καλό μπορεί να έχει. Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται; Εκτός και αν έχει φτάσει κανείς στην αγάπη. Αλλά και αυτός από το φόβο άρχισε, και αν ακόμη δεν γνωρίζει πώς πέρασε απ' αυτόν ο εισαγωγικός φόβος.

Αν τώρα λέει κανείς ότι από άλλο δρόμο βάδισε προς την αγάπη, αυτός ήταν αιχμάλωτος είτε της πνευματικής χαράς, είτε της αναισθησίας, όπως εκείνοι που τους πέρασαν από τον ποταμό κοιμισμένους, κατά τον άγιο Εφραίμ. 

Γιατί βλέποντας ο άνθρωπος αυτός τις πολλές ευεργεσίες που τον αξίωσε η χάρη του Θεού, κυριεύεται από έκπληξη και αγαπά τον Ευεργέτη. Όταν όμως ζει κανείς αναίσθητα με απολαύσεις και τιμές, όπως ο πλούσιος της παραβολής, νομίζει ότι εκείνοι που λιώνουν από το φόβο και περνούν δοκιμασίες πάσχουν λόγω των αμαρτιών τους, και υπερηφανεύεται εις βάρος τους με αλαζονεία, θεωρώντας τον εαυτό του άξιο γι' αυτή την ευμάρεια που έχει χωρίς να την αξίζει, αφού έκανε τον εαυτό του ανάξιο για τη μέλλουσα ζωή. 

Έτσι σκοτίζεται με την άλογη φιλία των πρόσκαιρων και νομίζει ίσως ότι έφτασε στην αγάπη και γι' αυτό ευεργετείται παραπάνω από εκείνους που υποφέρουν? και γι' αυτό αγνόησε τη συγκατάβαση του Θεού προς αυτόν. 

Γι' αυτό και θα βρεθεί αναπολόγητος στην κρίση και δικαίως θα ακούσει: «Εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου»(Λουκ. 16, 25). Αυτό είναι φανερό από το ότι πολλοί άπιστοι ευεργετούνται με αυτό τον τρόπο ανάξια, και κανένας από τους φρόνιμους δεν τους μακαρίζει, ούτε λέει ότι είναι άξιοι να τους αγαπά ο Θεός, ή ότι αγαπούν το Θεό και γι' αυτό ίσως ευημερούν στη ζωή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.

... να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα

Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, εκείνος που θέλει να έχει μέσα του τη μεγάλη πίστη, δεν πρέπει να φροντίζει διόλου για τη ζωή του ή τον θάνατό του, αλλά και αν δει θηρίο, ή εξεγέρσεις δαιμόνων ή κακών ανθρώπων, να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα, και δούλοι του Κυρίου όλα, όπως και αυτός, και δεν έχουν εξουσία εναντίον του, αν δεν επιτρέψει ο Θεός.

Το Θεό μόνο να φοβόμαστε, που έχει όλη την εξουσία, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Θα σας υποδείξω ποιόν να φοβηθείτε»(Λουκ. 12, 5), και πρόσθεσε: «Φοβηθείτε Αυτόν που έχει εξουσία να ρίξει στην κόλαση και την ψυχή και το σώμα». Και για να επιβεβαιώσει το λόγο, είπε: «Ναι, σας λέω, Αυτόν να φοβάστε». Και πολύ εύλογα.

Αν υπήρχε άλλος εκτός από το Θεό, που να έχει εξουσία, εκείνον έπρεπε να φοβόμαστε. Επειδή όμως μόνο Αυτός είναι ο Ποιητής και Κύριος των άνω και των κάτω, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς Αυτόν; Κι αν κανείς λέει ότι οι εχθροί μας είναι κτίσματα που έχουν αυτεξουσιότητα, θα απαντήσω ότι έχουν βέβαια οι νοερές δυνάμεις και οι άνθρωποι, καθώς και οι δαίμονες.

Αλλά οι τάξεις των ουρανίων ασωμάτων και οι αγαθοί άνθρωποι δεν ανέχονται να βλάψουν κανένα από τους συνδούλους τους, και ας είναι πολύ κακός? τον σπλαχνίζονται μάλλον και ικετεύουν γι' αυτόν το Θεό, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Οι κακοί όμως άνθρωποι και οι δάσκαλοί τους, οι πονηροί δαίμονες, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν κανένα, εκτός αν δώσει κανείς αφορμή να εγκαταλειφθεί από το Θεό με τα πονηρά έργα του.

Και αυτό όμως γίνεται για παιδαγωγία και σωτηρία του ανθρώπου αυτού από τον υπεράγαθο Θεό, αν βέβαια θέλει και ο ίδιος να διορθωθεί από την κακία του, με την υπομονή και την ευχαριστία προς το Θεό. Ειδεμή, γίνεται προς ωφέλεια άλλου, γιατί ο πανάγαθος Θεός θέλει να σωθούν όλοι(Α΄ Τιμ. 2, 4).

Οι δε πειρασμοί των δικαίων και των αγίων ανθρώπων γίνονται κατά την ευδοκία του Θεού, προς τελειοποίηση των ψυχών τους και αισχύνη των εχθρών τους δαιμόνων.

Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη του ο εργάτης των θείων εντολών του Χριστού, πιστεύει όχι απλώς ότι ο Χριστός είναι Θεός και ότι μπορεί — αυτό το είδαν στην πράξη και οι δαίμονες και έφριξαν(Ιακ. 2, 19)—, αλλά ότι όλα είναι δυνατά σ' Αυτόν και κάθε θέλημά Του είναι αγαθό, και χωρίς Αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα καλό.

Γι' αυτό ο άνθρωπος αυτός δε θέλει να κάνει κάτι έξω από το θείο θέλημα, ακόμη και αν αυτό το κάτι είναι ζωή. Αν και δεν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, γιατί μόνο το θέλημα του Θεού είναι ζωή αιώνια(Ιω. 12, 50) και εξαιρετικά αγαθή, και ας φαίνεται σε μερικούς κοπιαστική η εργασία αυτής της ζωής.

Γιατί το καλό δεν είναι καλό, αν δεν έχει σκοπό το θέλημα του Θεού

Οι λογισμοί έχουν διαφορές μεταξύ τους σε όλα, και άλλοι είναι αναμάρτητοι, ενώ άλλοι όχι. Για παράδειγμα, η λεγόμενη προσβολή, δηλαδή η ενθύμηση του καλού ή του κακού, η οποία ούτε αμοιβή, ούτε κατηγορία έχει. Την ακολουθεί ο λεγόμενος συνδυασμός, δηλαδή η συνομιλία με το λογισμό, ή για συγκατάθεση, ή για αποβολή του λογισμού. 

Αν ο λογισμός είναι θεάρεστος, έχει έπαινο, αλλά μικρό, όπως και αν είναι κακός, έχει κατηγορία. Έπειτα είναι η λεγόμενη πάλη με το λογισμό, που ή νικά, ή νικιέται από το νου και προξενεί στεφάνι ή κόλαση, όταν φτάσει στην πράξη.

Όμοια και η συγκατάθεση, που είναι ηδονική κλίση της ψυχής προς αυτό που της παρουσιάστηκε, από την οποία προξενείται η αιχμαλωσία, που οδηγεί με τη βία την καρδιά στην πράξη, χωρίς αυτή να θέλει.

Από το να χρονίζει τώρα ο εμπαθής λογισμός στην ψυχή, γίνεται το λεγόμενο πάθος, το οποίο με τη συνήθεια οδηγεί την ψυχή στην έξη και την κάνει να πηγαίνει από μόνη της προς την πράξη, με τρόπο εκούσιο και οικείο. 

Το πάθος σε κάθε περίπτωση, υπόκειται αναμφίβολα ή σε αντίστοιχη μετάνοια, ή στη μέλλουσα κόλαση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος· αυτό δηλαδή, όχι για τον πόλεμο, αλλά για την αμετανοησία. 

Γιατί αν δεν ήταν έτσι, λέει ο ίδιος άγιος, δε θα μπορούσαμε οι περισσότεροι να λάβομε άφεση δίχως τέλεια απάθεια∙ επειδή δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλοι απαθείς, δεν είναι όμως αδύνατο να σωθούν όλοι και να συμφιλιωθούν με το Θεό.

Όποιος λοιπόν είναι φρόνιμος, αποδιώχνει τη μητέρα του κακού, την πονηρή προσβολή, για να κόψει με μια όλα τα κακά που την ακολουθούν∙ είναι όμως πάντοτε προετοιμασμένος να δεχτεί την αγαθή προσβολή.

Έτσι η ψυχή και το σώμα αποκτούν έξη της αρετής και λυτρώνονται από τα πάθη με τη χάρη του Χριστού. Γιατί δεν έχομε απολύτως τίποτε, το οποίο δε λάβαμε από Αυτόν (Α΄ Κορ. 4, 7), ούτε τίποτε να του προσφέρομε, παρά μόνο προαίρεση, που αν αστοχήσομε σ' αυτήν, δε βρίσκομε ούτε γνώση, ούτε δύναμη να εργαστούμε το αγαθό.

Αυτό είναι έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, για να μην καταδικαστούμε ως αργοί, επειδή η αργία είναι αρχή κάθε κακίας. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και η ίδια η εργασία του αγαθού χρειάζεται διάκριση, όπως λέει το Γεροντικό.

Μια μοναχή που νήστευε τρώγοντας κάθε έξι μέρες και μελετούσε διαρκώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αν και κατόρθωνε τα δύσκολα, έπεσε στα εύκολα, μ' όλο που θα έπρεπε να είχε αποκτήσει απάθεια ύστερα από τόσους κόπους· αυτό όμως δεν έγινε. Γιατί το καλό δεν είναι καλό, αν δεν έχει σκοπό το θέλημα του Θεού.

Και να προσεύχομαι ...

Μετά την ακολουθία του αποδείπνου οφείλει να λέει το Πιστεύω, το Πάτερ ημών και το Κύριε ελέησον πολλές φορές. Έπειτα κάθεται προς ανατολάς και, όπως εκείνοι που πενθούν για νεκρό, κουνώντας το κεφάλι με πόνο ψυχής και στεναγμό από καρδιάς, λέει τα λόγια της γνώσεως που θα τύχει, αρχίζοντας από την πρώτη, μέχρις ότου φτάσει στην προσευχή.

 

Και τότε πέφτει με το πρόσωπο εμπρός στο Θεό με ανείπωτη φρίκη και προσεύχεται. Πρώτα λέει ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και τα λοιπά λόγια της προσευχής, όπως προειπώθηκε. Όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος, οφείλομε να εξομολογηθούμε για τις αμαρτίες μας που αγνοούμε και για όσες θα κάναμε, αν δε μας φύλαγε η χάρη του Θεού, για να μη μας ζητηθεί γι' αυτές λόγος στην ώρα του θανάτου.

 

Και ακόμη να προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο, κατά την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 22, 32) και του Αποστόλου(Ιάκ. 5, 16).

 

Ο σκοπός εκείνων που λέμε στην προσευχή είναι ο εξής. Η ευχαριστία μας για το ότι την ώρα εκείνη ευχαριστούμε το Θεό, είναι ομολογία της ανικανότητας για ευχαριστία και της αμέλειάς μας να ευχαριστούμε το Θεό σε άλλους καιρούς, και ότι η ώρα αυτή είναι χάρη του Θεού.

 

Η εξομολόγηση κηρύττει ότι όσα μου δώρισε ο Θεός, είναι αμέτρητα και δεν μπόρεσα να τα καταλάβω όλα, αλλά ούτε και να τα γνωρίζω, παρά μονάχα ακούγοντάς τα, και πάλι όχι όλα, αλλά μερικά· και ότι συνεχώς μας ευεργετεί ο Θεός φανερά και κρυφά, και είναι ανείπωτη η ανοχή Του για τις πολλές αμαρτίες μου· ακόμη ότι είμαι ανάξιος και να τον ατενίσω, όπως ο τελώνης(Λουκ. 18, 13), και ότι έχοντας θάρρος όχι σε τίποτε άλλο, αλλά στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, πέφτω μπροστά Του, όπως ο Δανιήλ μπροστά στον Άγγελο(Δαν. 8, 17) και όπως ο Απόστολος(Αποκ. 1, 17) και οι λοιποί Πατέρες, με όλη την ψυχή μου.

 

Μεγάλη τόλμη αυτό για μένα, γιατί είμαι ανάξιος να το πράξω και να εξομολογηθώ τα είδη των αμαρτιών μου με συντομία για να τα θυμούμαι και να πενθώ γι' αυτά, και να ομολογώ την ασθένειά μου, για να έρθει σε μένα η δύναμη του Χριστού, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 12, 9), και να συγχωρηθούν οι πολλές αμαρτίες μου.

 

Δεν τολμώ να προσεύχομαι για όλους, αλλά μόνο για τις πολλές μου αμαρτίες και για να χαλινωθεί κάθε κακία μου και πονηρή συνήθεια, γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ. Παρακαλώ τον Παντοδύναμο να σταματήσει τις ορμές των παθών μου και να μη με αφήσει να αμαρτήσω σ' Αυτόν ή σε κανένα άνθρωπο, για να λάβω από αυτό τουλάχιστον σωτηρία κατά χάρη.

 

Κι από τη θύμηση αυτή ν' αποκτήσω πόνο ψυχής και ικανότητα να προσεύχομαι για τους άλλους, εκπληρώνοντας την εντολή που λέει ο Απόστολος(Ιακ. 5, 16), και αγάπη προς όλους. Επίσης να λέω τα είδη των παθών ένα προς ένα, γιατί κυριαρχούμαι από αυτά, ώστε να καταφεύγω στον Κύριο και να αποκτήσω κατάνυξη.

 

Και να προσεύχομαι για εκείνους που λύπησα ή με λύπησαν ή θα με λυπήσουν στο μέλλον, γιατί δεν θέλω να έχω ούτε ίχνος μνησικακίας, αλλά φοβούμαι την αδυναμία μου, μήπως όταν μου τύχει κάτι λυπηρό δεν μπορέσω να υποφέρω με ανεξικακία ή να προσεύχομαι γι' αυτούς, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 6, 28).

 

Kαι γι' αυτό προλαβαίνω τον καιρό, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Πριν αρρωστήσεις ζήτησε τον γιατρό, και πριν από τον πειρασμό προσευχήσου». Και ακόμη προσεύχομαι για όσους έχουν φύγει από τη ζωή, ώστε να βρουν σωτηρία, αλλά και για να θυμηθώ το θάνατο, και γιατί το να προσεύχεται κανείς για όλους είναι ένδειξη αγάπης· ακόμη, επειδή έχω και εγώ ανάγκη από την προσευχή όλων.

 

Επίσης, για να καθοδηγηθώ από το Θεό και να γίνω όπως θέλει. Και έτσι να αναμιχθώ με τους άλλους στην προσευχή και να ελεηθώ με τις προσευχές τους· γιατί τους θεωρώ ανωτέρους μου.

 

Κατά την προσευχή όμως για τους άλλους, δεν τολμώ να ζητήσω συγχώρηση οποιουδήποτε αμαρτήματος, για να μη θεωρήσω τους άλλους ανάξιους για συγχώρηση, θέλοντας να ταπεινώνω τον εαυτό μου.

 

Και ως άνθρωπος που αγνοώ και δεν μπορώ τίποτε να κάνω, καταφεύγω στο Θεό και ζητώ να γίνει όπως ευδοκεί η φιλανθρωπία Του, επειδή είμαι αμαρτωλός και φοβούμαι τη δικαιοσύνη Του. Λέω σ' Αυτόν: «Μόνο να μη χάσω την θέση στα δεξιά Σου, και ας βρεθώ τελευταίος από όσους θα σωθούν, γιατί δεν είμαι άξιός τους».

 

Προσεύχομαι και για όλον τον κόσμο, όπως έχομε παράδοση από την Εκκλησία. Επίσης, για να καταξιωθώ τη θεία Μετάληψη, όπως έχω χρέος, ώστε με το να προσεύχομαι από πριν, να βρω έτοιμο το βοηθό, όταν θελήσω να μεταλάβω, αλλά και να θυμηθώ τα άχραντα Πάθη του Σωτήρα μας και ν' αγαπήσω τη θύμησή Του· ακόμη, για να γίνει η Μετάληψη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

 

Γιατί αυτός ο ίδιος ο Παράκλητος παρηγορεί όσους πενθούν κατά Θεόν, και σ' αυτόν τον κόσμο, και στον μέλλοντα, όπως και εκείνους που τον παρακαλούν με όλη τους την ψυχή και με πολλά δάκρυα και λένε: «Βασιλεύ ουράνιε κλπ.». Προσεύχομαι ακόμη, να μου γίνει η κοινωνία των αχράντων μυστηρίων αρραβώνας της αιώνιας ζωής που δίνει ο Χριστός, με τις πρεσβείες της Μητέρας Του και όλων των Αγίων.

 

Κατόπιν πέφτω μπροστά σε όλους τους Αγίους, παρακαλώντας τους να κάνουν ικεσία στον Κύριο για χάρη μου, γιατί μπορούν να την κάνουν. Στη συνέχεια, λέω τη συνηθισμένη προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου, επειδή περιέχει θαυμαστή θεολογία. και ζητώ μόνο το θείο έλεος και δοξολογώ το Θεό.

 

Και έπειτα αμέσως λέω στους λογισμούς μου με μεγάλη συγκέντρωση και προσοχή: «Δεύτε προσκυνήσωμεν...» τρεις φορές, και τα άλλα που γράφτηκαν πρωτύτερα. Και όλα αυτά, για να καθαίρεται ο νους με την καρδιακή προσευχή και τη μελέτη των θείων Γραφών και ν' αρχίσει να βλέπει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.

 

Πρέπει όμως η ψυχή να βρίσκεται μακριά από κάθε κακία, και προπαντός τη μνησικακία, στον καιρό της προσευχής, όπως λέει ο Κύριος(Μάρκ. 11, 25). Γι' αυτό και ο Μέγας Βασίλειος, θέλοντας να τιμωρήσει την αντιλογία, επειδή αυτή γεννά τη μνησικακία, λέει προς τον Ηγούμενο, να επιβάλλει σ' όποιον του αντιλέγει, πολλές μετάνοιες, μέχρι χίλιες.

 

Τον αριθμό τον ανεβάζει ή σε χίλιες ή σε μία. Δηλαδή εκείνος που αντιλέγει, να κάνει ή χίλιες μετάνοιες στο Θεό, η μία στον Ηγούμενο λέγοντας, «συγχώρησε με, πάτερ». Και συγχωρείται με τη μία, που είναι κυρίως μετάνοια και κόψιμο του πάθους της αντιλογίας. Ο άγιος Ισαάκ λέει ότι η αντιλογία δεν ανήκει στη χριστιανική ζωή· αυτό το πήρε από τον Απόστολο που λέει: «Αν κανείς επιχειρεί να αντιλέγει, ας μάθει ότι εμείς δεν έχομε τέτοια συνήθεια»(Α΄ Κορ. 11, 16).

 

Και για να μη φανεί ότι μόνο από τον εαυτό του διώχνει όποιον αντιλέγει, ο Απόστολος πρόσθεσε: «Ούτε οι Εκκλησίες του Θεού». Έτσι θ' αντιληφθεί o καθένας ότι, όταν αντιλέγει, βρίσκεται έξω από όλες τις Εκκλησίες και το Θεό.

 

Και χρειάζεται εκείνη τη μία θαυμαστή μετάνοια, που αν την παραλείψει, ούτε οι χίλιες δεν μπορούν να τον ωφελήσουν, αφού είναι αμετανόητος. Μετάνοια είναι η εκκοπή του κακού, λέει ο Χρυσόστομος.

 

Οι λεγόμενες μετάνοιες, είναι μάλλον γονυκλισίες και φανερώνουν ότι έχει σχήμα δουλικό εκείνος που πέφτει ταπεινά μπροστά στο Θεό και τους ανθρώπους, όταν φταίξει σε κάτι, για να γίνει δεκτή η απολογία του, αν διόλου δεν αντιλέγει, ούτε επιχειρήσει να δικαιώσει τον εαυτό του σαν τον Φαρισαίο.

 

Πρέπει μάλλον να μιμείται τον Τελώνη(Λουκ. 18, 11-13), θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο απ' όλους και ανάξιο να ατενίσει προς τα επάνω. Γιατί αν νομίζει ότι έχει μετάνοια και επιχειρεί να αντιλέγει σ' εκείνον που τον δικάζει ευλόγως ή αλόγως, δεν είναι άξιος της συγχωρήσεως κατά χάρη, γιατί ζητεί δικαστήριο και δικαιώματα και πιστεύει να κερδίσει κάτι από το δρόμο της δικαιοσύνης. Αυτό όμως είναι ξένο προς τις εντολές του Κυρίου.

 

Και πολύ εύλογα. Όπου υπάρχουν δικαιολογίες, εκεί ζητείται το δίκαιο και όχι η φιλανθρωπία. Και τότε παύει να ενεργεί η χάρη, η οποία δικαιώνει χωρίς έργα δικαιοσύνης τον ασεβή(Ρωμ. 4, 5), με μόνη την ευγνωμοσύνη και την υπομονή των ελέγχων, με ευχαριστία εκείνων που ελέγχουν και ανοχή εκείνων που κατηγορούν, με κάθε ανεξικακία, για να γίνει η προσευχή του καθαρή και η μετάνοια αποτελεσματική.

 

Όσο προσεύχεται κανείς για εκείνους που τον συκοφαντούν και τον κατηγορούν, τόσο ο Θεός πληροφορεί τους εχθρούς του και του χαρίζει ανάπαυση με την καθαρή και επίμονη προσευχή.

 

Στην προσευχή όμως, δεν αναφέρομε τα ζητήματά μας καταλεπτώς για να διδάξομε τάχα τον καρδιογνώστη Κύριο, αλλά για να κατανυγόμαστε εμείς από αυτά· και επειδή ποθούμε να μένομε όσο γίνεται περισσότερο κοντά Του, πληθαίνομε με επιμέλεια τα λόγια της προσευχής και τον ευχαριστούμε και του εξομολογούμαστε για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες Του, όσο μπορούμε.

 

Όπως λέει και ο Χρυσόστομος για τον μακάριο Δαβίδ, δεν είναι πολυλογία ή παλιλλογία το ότι έλεγε πολλές φορές το ίδιο ρητό ή το όμοιό του· αλλά από πόθο το έκανε ο Προφήτης, κι επίσης για να εντυπωθεί ο λόγος της θείας Γραφής στο νου εκείνου που προσεύχεται ή μελετά. Γιατί ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν, και δεν έχει ανάγκη να ακούσει τα λόγια μας.

Αλλά εμείς το έχομε ανάγκη αυτό, για να γνωρίζομε τι ζητούμε και για ποιο πράγμα να παρακαλέσομε, ώστε να έχομε ευγνωμοσύνη και να προσκολλόμαστε σ' Αυτόν με τις αιτήσεις μας. Και όταν μας ταλαιπωρούν οι λογισμοί, να μην νικιόμαστε από τους εχθρούς επειδή δε θα έχομε μέσα μας τη μνήμη του Θεού, αλλά να επιτύχομε, με τη βοήθεια της προσευχής και της μελέτης των θείων Γραφών, την απόκτηση των αρετών.

Γι' αυτές έγραψαν οι άγιοι Πατέρες σε διάφορα σημεία, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Από αυτούς τις έμαθα και εγώ και θα αναφέρω τα ονόματά τους, όσο μου είναι δυνατόν αν και όχι όλα, επειδή μου λείπει η γνώση.

 

... αν δεν γευθεί κανείς τη γνώση, δεν ξέρει πόσα στερείται.

Είπαμε επίσης ότι έχομε χρέος να ερευνούμε τις Γραφές κατά την εντολή του Κυρίου, για να βρούμε μέσα σ' αυτές την αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και να προσέχομε στο νόημα των ψαλμών και των τροπαρίων, και να γνωρίσομε με πολλή γνώση ότι έχομε άγνοια. Γιατί, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν γευθεί κανείς τη γνώση, δεν ξέρει πόσα στερείται.

Γράφτηκαν και οι αιτίες γενέσεως των αρετών και των παθών, για να αποκτήσομε πείρα και γνώση, ώστε να τα γνωρίζει κανείς αυτά και να αγωνιστεί για τους γεννήτορές τους· άλλους ν' αποκτήσει, άλλους να αποβάλλει και άλλους να νικά με την αντίθετη εργασία.

 

Και ότι τις μεν σωματικές πράξεις, σαν τα φυτά οφείλομε να τις συντηρούμε πάντοτε με την καλή εργασία, τις δε ψυχικές αρετές οφείλομε να προσέχομε πάντοτε, και να μελετούμε πώς να αποκτήσομε την κάθε μιά αρετή.

 

Και αφού μάθομε γι' αυτό από τις θείες Γραφές και τους Αγίους, να το τηρούμε με πόνο ψυχής σαν θησαυρό με την εργασία μας, μέχρις ότου φτάσομε στην έξη της κάθε αρετής. Και τότε με επιμέλεια να αρχίζομε την άλλη αρετή, για να μην καταπιαστούμε αμέσως με όλες και ίσως ατονήσομε, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.

 

Αλλά να αρχίζομε από την υπομονή όσων μας συμβαίνουν, και τότε να προχωρούμε με δύναμη και στις υπόλοιπες αρετές με κάθε προθυμία, έχοντας σκοπό να ευαρεστήσομε το Θεό. Όλοι χρεωστούμε να φυλάγομε τις εντολές του Θεού ως Χριστιανοί, επειδή δεν χρειαζόμαστε σωματικό κόπο για να αποκτήσομε τις ψυχικές αρετές, αλλά μονάχα προαίρεση και προθυμία για να λάβομε τη δωρεά, όπως λένε ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος και οι λοιποί.

 

Πλην όμως οι ψυχικές αρετές κατορθώνονται ευκολότερα διά μέσου των σωματικών πράξεων, και μάλιστα από τους ησυχαστές, λόγω της απερίσπαστης ζωής και της αμεριμνίας για όλα· γιατί δεν μπορεί κανείς να βλέπει τα ήθη του και να τα διορθώνει, εκτός αν σχολάζει και μεριμνά γι' αυτά.

 

Γι' αυτό οφείλει κανείς πρώτα να αποκτήσει απάθεια με την αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, και τότε, αν το καλέσει ο καιρός, να γίνει προϊστάμενος άλλων και να οικονομεί τα πράγματα χωρίς να επισύρει κατάκριση ή να βλάπτεται, καθώς με την έξη της ελευθερίας από εμπαθείς κλίσεις έφτασε σε τέλεια απάθεια, και μάλιστα αν έλαβε από το Θεό την κλήση —λέει ο Δαμασκηνός—, όπως ο Μωυσής(Έξ. 3, 4), ο Σαμουήλ(Α΄ Βασ. 3, 10) και οι λοιποί Προφήτες(Ησ. 6, 8· Ιερ. 1, 5) και οι άγιοι Απόστολοι(Ματθ. 4, 19 και 21), για να σωθούν πολλοί.

η ησυχία είναι μεγαλύτερη από όλα

Είπαμε ακόμη ότι η ησυχία είναι μεγαλύτερη από όλα και χωρίς αυτή δεν μπορούμε να καθαρθούμε από τα πάθη και να γνωρίσομε την αδυναμία μας και τις πανουργίες των δαιμόνων, αλλά ούτε και του Θεού τη δύναμη και την πρόνοια θα μπορέσομε να εννοήσομε από τα θεία λόγια που ψάλλονται και διαβάζονται.

Αυτή είναι χειρότερη από την τέλεια άγνοια

Η ψεύτικη γνώση είναι εκείνη που νομίζει ότι γνωρίζει εκείνα που ποτέ δεν έμαθε. Αυτή είναι χειρότερη από την τέλεια άγνοια, λέει ο Χρυσόστομος, γιατί δεν καταδέχεται να διδαχθεί από άλλον και να διορθωθεί, νομίζοντας η παγκάκιστη ότι είναι ορθή.

 

Γι' αυτό λένε οι Πατέρες ότι, εκείνα που βρίσκονται μέσα στις θείες Γραφές οφείλομε να τα ζητούμε με πόνο, με ταπείνωση και συμβουλή των εμπείρων, για να τα μάθομε με τα έργα μάλλον παρά με τα λόγια· εκείνα όμως για τα οποία σιωπούν οι Γραφές, να μην τα ζητούμε διόλου, γιατί αυτό είναι παράλογο, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος για εκείνους που ζητούν να προγνωρίζουν τα μέλλοντα και δε θέλουν να παραιτηθούν μάλλον από αυτό, ως ανάξιοι. 

 

Αν και κάποτε αυτό ίσως γίνεται όχι από δαιμονική ενέργεια, αλλά από τη θεία Πρόνοια για ωφέλεια των πολλών, όπως έγινε παλιά στο Ναβουχοδονόσορα(Δαν. 2, 31-35) και στον Βαλαάμ(Αριθ. 24), μ' όλο που οι ίδιοι ήταν ανάξιοι· και πολύ περισσότερο όταν γίνεται με όνειρα ή τίποτε φαντασίες.

 

Ο λόγος που αυτά δεν έχουν ειπωθεί είναι για να ερευνούμε τις Γραφές με πράξεις σωματικές και ηθικές, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ώστε να βρούμε αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και για να μην τα ζητούμε με το λογικό και από υπερηφάνεια νομίζομε ότι κάτι πετύχαμε, και μάλιστα εκείνα που είναι κρυμμένα από εμάς, για μεγαλύτερη ταπείνωση, και τέλος για να μην καταδικαστούμε παραβαίνοντάς τα με γνώση μας. 

 

Γιατί όποιος αξιώθηκε να αποκτήσει νοερή γνώση και δεν αγωνίζεται με πολλή σχολή και προσοχή στη μελέτη των θείων Γραφών και των γνώσεων που του δόθηκαν, με ταπείνωση και φόβο Θεού, νιώθοντας ανάξιος για όσα του δώρισε ο Θεός, αποδιώχνεται από τη γνώση με απειλές, όπως ο Σαούλ από το βασιλικό αξίωμα(Α΄ Βασ. 15, 28-29), λέει ο άγιος Μάξιμος. 

 

... κι έχομε ανάγκη να γράφομε για να θυμόμαστε.

... κι έχομε ανάγκη να γράφομε για να θυμόμαστε.

Πολλές φορές μου ήρθε αυθόρμητα κάποια σκέψη και την έγραψα να τη θυμάμαι· και σε καιρό πνευματικού πολέμου την είχα για βοήθεια και ανακούφιση ή ευχαριστία, όταν στηριζόταν στη θεία Γραφή. Αν όμως ήμουν αμελής σ' αυτά και δεν την έγραφα, δεν την είχα, όταν τη χρειαζόμουν, και ζημιωνόμουν από την παγκάκιστη λησμοσύνη.

 

υπενθύμιση

Γιατί εκείνος που θέλει να νουθετήσει και να δώσει συμβουλή σε κάποιον, ή μάλλον υπενθύμιση όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οφείλει πρώτα να καθαρθεί από τα πάθη, για να γνωρίζει χωρίς πλάνη το σκοπό του Θεού και την κατάσταση εκείνου που ζητεί συμβουλή. 

Γιατί δεν ταιριάζει σε όλους το ίδιο φάρμακο, και αν ακόμη πρόκειται για την ίδια ασθένεια. Έπειτα πρέπει να βεβαιωθεί για τη διάθεση εκείνου που ζητεί συμβουλή, βλέποντας είτε την ολική υποταγή του με την ψυχή και το σώμα, είτε ότι τον παρακάλεσε αυθόρμητα με θερμή πίστη και ότι ζήτησε συμβουλή χωρίς να παρακινηθεί από το διδάσκαλο και χωρίς να υπάρχει κάποια ανάγκη που να τον κάνει να υποκρίνεται, ότι τάχα έχει πόθο να ακούσει λόγο. 

Αλλιώς μπορεί να πέσουν και οι δύο σε ψεύδος, πολυλογία, πονηρία και πολλά άλλα. Αυτός που ερωτά, καθώς εξαναγκάζεται από τον δήθεν διδάσκαλο να πει παρά την προαίρεσή του, και ψεύδεται από ντροπή και υποκρίνεται ότι θέλει να κάνει καλό. 

 

... δεν είναι ο κάθε άνθρωπος αξιόπιστος να δώσει συμβουλή

Γιατί, λέει, υπάρχουν πράγματα που φαίνονται καλά, κρύβουν όμως όχι τυχαία ζημία· και είναι άλλα που φαίνονται κακά, και εντούτοις περιέχουν πολύ μεγάλο κέρδος. Γι' αυτό, λέει, δεν είναι ο κάθε άνθρωπος αξιόπιστος να δώσει συμβουλή, αλλά εκείνος που έλαβε από το Θεό χάρισμα διακρίσεως, και από την πολυκαιρία στην άσκηση απέκτησε διορατικό νου, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος.

Γιατί αν δεν συγκρατείται από όλα τα μέρη ο νους, σαν νερό μέσα στο σωλήνα

Γιατί αν δεν συγκρατείται από όλα τα μέρη ο νους, σαν νερό μέσα στο σωλήνα, δεν μπορεί η διάνοια να μαζευτεί στον εαυτό της για να ανεβεί και στο Θεό. Κι αν δεν ανεβεί κανείς νοερά και δεν γευθεί τα άνω, πώς μπορεί εύκολα να καταφρονήσει τα κάτω;

Κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη προπάντων από υπομονή, όπως η γη από βροχή

Κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη προπάντων από υπομονή, όπως η γη από βροχή, λέει ο Μέγας Βασίλειος, για να βάλει πάνω σ' αυτή το θεμέλιο, που λέει ο Απόστολος, δηλαδή την πίστη(Εβρ. 6, 1), και πάνω στην πίστη κτίζει σιγά-σιγά η διάκριση σαν έμπειρος οικοδόμος το σπίτι της ψυχής. 

Βάζει λοιπόν συνεχώς λάσπη από τη γη της ταπεινώσεως, για να δένει τη μιά πέτρα με την άλλη, δηλαδή τη μιά αρετή με την άλλη, μέχρις ότου τοποθετηθεί η στέγη, δηλαδή η τέλεια αγάπη.

 

Τότε μπαίνει ο νοικοκύρης και κατοικεί στην ψυχή, αν έχει βέβαια καλούς θυρωρούς, οπλισμένους πάντοτε, δηλαδή φωτεινά νοήματα και θεοπρεπείς εργασίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν ανενόχλητο τον βασιλιά.

 

Τι έχεις που δεν το έλαβες

Γιατί κανένα καλό δεν αποκτήσαμε ποτέ δικό μας, αλλά όλα τα αγαθά δίνονται σ' έμας από το Θεό κατά χάρη, όπως το είναι από το μη ον. «Τι έχεις που δεν το έλαβες δωρεάν από το Θεό;» λέει ο Απόστολος. Κι αφού όσα έχεις τα έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην τα έλαβες (Α΄ Κορ. 4,7), αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος —πράγμα αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15,5).

Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης.

Και όχι μόνον αυτό· αλλά και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο εκείνο λογισμό και να νικά τούτον.

Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στο Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του αναπνοή.

Και αυτή είναι η μεγάλη εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22).

Εκείνος όμως που θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ' αυτό κυριεύεται ολότελα.

Σαν δούλος φοβάται τα δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του.

Αυτό είναι που λέγεται αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος στη διήγηση για τον μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος.

Όπως λοιπόν οι υπερβολικά εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα του νου τους.

... και όλα όσα θεωρούνται καλά σ' αυτή τη ζωή

O Θεός έκανε όλα τα όντα προς ωφέλειά μας. Οι Άγγελοι μάς φυλάγουν και μας διδάσκουν, οι δαίμονες μας πειράζουν για να ταπεινωνόμαστε και να καταφεύγομε στο Θεό. Και με αυτά σωζόμαστε, και λυτρωνόμαστε από την έπαρση και την αμέλεια από το φόβο των πειρασμών. 

Και πάλι· από τα ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση, τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα θεωρούνται καλά σ' αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνομε το αγαθό όσο μπορούμε, ως φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψομε τάχα με την αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος.

 

... και ιδού, προσεύχεσαι αδιάλειπτα.

Ώστε οφείλομε να τον ευχαριστούμε όλοι οι άνθρωποι, όπως έχει λεχθεί: «Να ευχαριστείτε το Θεό για το κάθε τι»(Α΄ Θεσ. 5,18). Και από αυτό θα εκπληρωθεί άλλος λόγος του Αποστόλου: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα»(Α΄ Θεσ. 5,17), δηλαδή το να έχομε τη μνήμη του Θεού σε κάθε καιρό και τόπο και πράγμα. Ό,τι και να κάνει κανείς, χρεωστεί να θυμάται τον Ποιητή του κάθε πράγματος. Για παράδειγμα, βλέπεις το φως, μη λησμονήσεις Εκείνον που σου το χάρισε. Βλέπεις ουρανό και γη, θάλασσα και όλα τα δημιουργήματα, θαύμασε και δόξασε τον Δημιουργό τους. 

Φόρεσες ρούχο, γνώριζε Εκείνον που σου το χάρισε και ύμνησέ Τον που προνοεί για τη ζωή σου. Και γενικά, κάθε κίνηση να σου γίνεται αφορμή να δοξάζεις το Θεό, και ιδού, προσεύχεσαι αδιάλειπτα. Και από όλα αυτά χαίρεται πάντοτε η ψυχή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου(Α΄ Θεσ. 5,16). Γιατί η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή, λέει ο άγιος Δωρόθεος, φέρνοντας μάρτυρα και τον Δαβίδ που λέει: «Σκέφτηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76,4).

 

Γι' αυτό έχομε χρέος να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όλοι οι άνθρωποι

Γι' αυτό έχομε χρέος να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όλοι οι άνθρωποι, για τις ευεργεσίες Του, τις γενικές και τις ειδικές, τις ψυχικές και τις σωματικές. Οι γενικές είναι τα τέσσερα στοιχεία (ο αέρας, το χώμα, το νερό και η φωτιά) και όλα όσα προέρχονται από αυτά, και όλα τα θαυμάσια και εξαίσια πράγματα του Θεού που περιέχονται στις θείες Γραφές. 

Οι ειδικές είναι όσα έδωσε ο Θεός ιδιαιτέρως στον καθένα· είτε πλούτο για ελεημοσύνη, είτε φτώχεια για υπομονή με ευχαριστία, είτε εξουσία για απονομή δικαιοσύνης και ενίσχυση της αρετής, είτε υποταγή και δουλεία για άμεση σωτηρία ψυχής, είτε υγεία για βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη και για θεάρεστη εργασία, είτε ασθένεια για το στεφάνι της υπομονής, είτε γνώση και δύναμη για την απόκτηση αρετών, είτε αδυναμία και άγνοια για υποταγή με ησυχία και ταπείνωση και αποφυγή των πραγμάτων, είτε αθέλητη στέρηση της περιουσίας για θεληματική σωτηρία και βοήθεια προς εκείνους που δεν μπορούν να φτάσουν στην τελειότητα της ακτημοσύνης, ή τουλάχιστο για ελεημοσύνη, είτε άνεση και ευημερία, για εκούσιο αγώνα και κόπο στο στίβο των αρετών, ώστε να γίνομε απαθείς και να σώσομε και άλλες ψυχές, είτε πειρασμό και δυσκολία για να σωθούν και χωρίς να θέλουν όσοι δεν μπορούν να κόψουν τα θελήματά τους, ή για την τελειότητα εκείνων που μπορούν να κάνουν υπομονή με χαρά.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω, αν και είναι αντίθετα μεταξύ τους, είναι πάρα πολύ καλά όταν αντιμετωπισθούν σωστά· όταν όμως δεν αντιμετωπισθούν όπως πρέπει, δεν είναι καλά, αλλά μάλλον βλαβερά στην ψυχή και στο σώμα. 

Καλύτερο από όλα είναι η υπομονή στις θλίψεις. ...

Και πάλι σήκω, χωρίς να απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου ό,τι και να γίνει.

Αν όμως θελήσει κανείς, βάζει πάλι αρχή με τη μετάνοια. «Έπεσες;» λέει κάποιος άγιος· «Σήκω. Έπεσες πάλι; Και πάλι σήκω, χωρίς να απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου ό,τι και να γίνει. Ούτε να παραδίνεις τον εαυτό σου θεληματικά στον εχθρό· αρκεί η υπομονή σου αυτή και η αυτομεμψία για να σωθείς». «Ήμαστε, λέει ο Απόστολος, και εμείς κάποτε ανόητοι και βαδίζαμε κατά τις επιθυμίες μας κλπ.»(Τίτ. 3,3).

Και συ λοιπόν μην απελπιστείς καθόλου, αγνοώντας τη βοήθεια του Θεού, γιατί μπορεί να κάνει όσα θέλει. Αλλά έλπισε σ' Αυτόν και θα κάνει ένα από τα εξής: ή με πειρασμούς και άλλους τρόπους, που γνωρίζει Εκείνος, θα προξενήσει τη διόρθωσή σου, ή θα δεχτεί την υπομονή και την ταπείνωσή σου αντί για άλλη πνευματική εργασία, ή μέσω της ελπίδας θα βρει φιλάνθρωπα κάποιον άλλο τρόπο για να σώσει την ψυχή σου που δεν έχει παρρησία. Μονάχα μην αφήσεις το Γιατρό, γιατί τότε θα υποστείς κακώς το διπλό θάνατο, επειδή δεν γνωρίζεις τον κρυφό σκοπό του Θεού.

Σε τέσσερις θεωρίες, ή καταστάσεις κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι

Σε τέσσερις, όπως νομίζω, θεωρίες, ή καταστάσεις όπως τις λέει ο Θεολόγος, κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είναι καλά και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα, όπως όλοι οι Άγιοι και εκείνοι που έγιναν απαθείς. Άλλοι μόνον εδώ είναι καλά, γιατί ευεργετούνται ψυχικά ή σωματικά χωρίς να το αξίζουν, επειδή δεν έχουν ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη, όπως ο πλούσιος της παραβολής και οι όμοιοί του.

Άλλοι μόνον εδώ κολάζονται· εκείνοι δηλαδή που είναι πολύν καιρό άρρωστοι, όπως ο παράλυτος εκείνος και όσοι δέχονται αυτοπροαίρετα τους πειρασμούς ευχαριστώντας το Θεό. Άλλοι πάλι κολάζονται και εδώ και εκεί, όπως εκείνοι που πειράζονται εξαιτίας των δικών τους θελημάτων, όπως ο Ιούδας και οι όμοιοί του.

Και πάλι, τέσσερις διαθέσεις έχουν για τα αισθητά πράγματα. Άλλοι μισούν τα έργα του Θεού, όπως οι δαίμονες, και από την κακή τους προαίρεση τα κατηγορούν. Άλλοι τα αγαπούν σαν καλά, αλλά εμπαθώς, όπως τα άλογα ζώα, και δεν φροντίζουν διόλου για τη φυσική θεωρία ή την ευχαριστία του Θεού.

Άλλοι, σαν άνθρωποι, σύμφωνα με τη φύση και με γνώση πνευματική και ευχαριστία τα χρησιμοποιούν όλα με εγκράτεια. Άλλοι τέλος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση, σαν άγγελοι, τα θεωρούν όλα προς δόξαν του Δημιουργού και χρησιμοποιούν από αυτά μόνο τα αναγκαία για τη ζωή τους, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Τιμ.6,8).

Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ' αυτό

Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δε βαδίζομε με την αίσθηση, αλλά με την πίστη(Β΄ Κορ. 5,7). Γι' αυτό οφείλομε να κάνομε πολύν καιρό στην άσκηση, για να σύρεται ο νους από την πολυκαιρία με πόθο στα θεία εξαιτίας της συνήθειας. Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ' αυτό, και δεν αφήνει εκείνα που συνήθισε από την πολυκαιρία.

Η αληθινή πίστη είναι θεμέλιο όλων των αγαθών

Η αληθινή πίστη είναι θεμέλιο όλων των αγαθών και θύρα των μυστηρίων του Θεού και νίκη άκοπη των εχθρών, και πιο αναγκαία από κάθε άλλη αρετή, και φτερά της προσευχής, και κατοίκηση του Θεού μέσα στην ψυχή. Γι' αυτό όποιος ποθεί να την αποκτήσει, έχει χρέος να υπομένει κάθε δοκιμασία που θα του έρθει από τους εχθρούς και από τους πολλούς και ποικίλους λογισμούς, για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να εννοήσει τελείως, ούτε να μιλά γι' αυτούς, ή να τους βρεί, παρά μονάχα ο εφευρέτης της κακίας διάβολος.

Αλλά ας έχει θάρρος ο άνθρωπος αυτός· γιατί αν νικήσει τους πειρασμούς που έρχονται κατεπάνω του με τόση βία και συγκρατεί το νου του ώστε να μην υποχωρήσει στους λογισμούς που φυτρώνουν μέσα στην καρδιά του, θα νικήσει με μια όλα τα πάθη. Γιατί δεν είναι αυτός που νίκησε, αλλά ο Χριστός που ήρθε μέσα του με την πίστη. Γι' αυτούς τους ανθρώπους λέει ο Χριστός ότι «όποιος έχει πίστη σαν κόκκο σιναπιού κλπ.»(Λουκ. 17,6).

Αλλά και αν ο λογισμός του εξασθενήσει και υποχωρήσει, να μη δειλιάσει, ούτε να απελπιστεί, ούτε να νομίζει ότι προέρχονται από την ψυχή του εκείνα που λέγονται από τον αρχηγό του κακού, τον διάβολο. Αλλά να πράττει με επιμέλεια και υπομονή την κατά δύναμη εργασία των αρετών και τη φύλαξη των εντολών, με ησυχία και σχολή κατά Θεόν και αποχή από εκούσιους λογισμούς, ώστε αφού κινήσει ο εχθρός κάθε μηχανή και φαντασία νύχτα και ημέρα και δει ότι δεν προσέχει στα παιχνίδια και τα σχήματα και όλα τα νοήματα με τα οποία προσπαθεί να τον τρομάξει, ενώ δεν είναι άλλο παρά ψεύτικα παιχνίδια, να βαρεθεί και να φύγει.

Και αφού μάθει με την πείρα ο εργάτης των εντολών του Χριστού την αδυναμία του εχθρού, δεν φοβάται πλέον τις μηχανές του, αλλά κάνει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει κατά το θέλημα του Θεού, γιατί με την πίστη στερεώνεται και βοηθείται από το Θεό, στον οποίο πίστεψε, όπως είπε ο Κύριος: «Όλα είναι δυνατά σ' όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9,23). Επειδή δεν είναι αυτός που πολεμά τον εχθρό, αλλά ο Θεός που φροντίζει γι' αυτόν μέσω της πίστεως, όπως λέει και ο Προφήτης: «Έχεις τον Ύψιστο ως καταφύγιό σου κλπ.»(Ψαλμ. 90,9).

Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φροντίζει πλέον καθόλου για τίποτε, γιατί γνωρίζει ότι «το ιππικό ετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά από τον Κύριο θα έρθει η νίκη»(Παροιμ. 21,31), όπως λέει ο Σολομών.

Και με την πίστη έχει τόλμη και επιχειρεί τα πάντα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Απόκτησε πίστη και με αυτή θα καταπατήσεις τους εχθρούς σου». 

 

Ούτε υπάρχει μεγαλύτερη και τελειότερη μεταξύ των αρετών από την αγάπη του πλησίον.

Είναι σπουδαιότερο να ευεργετεί κανείς μιά ψυχή με το λόγο παρά με την προσευχή και να κάνει υπομονή όταν αδικείται από τον πλησίον του, για να μη στενοχωρείται αυτός που αδικεί, αλλά να του ικανοποιήσει το θέλημα στον καιρό της ταραχής του, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος, και έτσι να σηκώνει το βάρος του πλησίον από ευσπλαχνία για την ψυχή του και να προσεύχεται γι' αυτόν, ποθώντας τη σωτηρία του και οποιοδήποτε άλλο αγαθό, σωματικό και ψυχικό. 

Και αυτή είναι η καθαρή ανεξικακία, η οποία καθαρίζει την ψυχή και την ανυψώνει στο Θεό. Γιατί η θεραπεία του ανθρώπου είναι ανώτερη από κάθε εργασία και κάθε αρετή. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερη και τελειότερη μεταξύ των αρετών από την αγάπη του πλησίον. 

Σημάδι της αγάπης αυτής είναι όχι μόνο το να μην έχει κανείς κάτι που ο άλλος το έχει ανάγκη, αλλά και το θάνατο γι' αυτόν να υπομένει με χαρά, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Ιω. 15,13), και αυτά να τα θεωρεί σαν χρέος· και εύλογα. 

Γιατί καθένας χρεωστεί να αγαπά τον πλησίον μέχρι θανάτου όχι μόνο γιατί έχει την ίδια φύση μ' αυτόν, αλλά και για το υπέρτιμο αίμα που έχυσε για μας ο Χριστός, που έδωσε και την εντολή της αγάπης του πλησίον. Μην είσαι φίλαυτος, λέει ο άγιος Μάξιμος, και θα είσαι φιλόθεος· μη γίνεσαι αυτάρεσκος, και θα είσαι φιλάδελφος. 

 

Όση καθαρότητα έχει κανείς, τόσο φαίνεται ότι αμαρτάνει πιο πολύ

Όση καθαρότητα έχει κανείς, τόσο φαίνεται ότι αμαρτάνει πιο πολύ, γιατί βλέπει. Και όσο πιο πολύ αμαρτάνει, τόσο σκοτίζεται, και ας φαίνεται ότι έχει καθαρότητα. Και πάλι, όση γνώση έχει, τόσο φαίνεται σαν να μην έχει. Και όσο δε γνωρίζει την άγνοιά του και τη μερική πνευματική του γνώση, τόσο νομίζει πώς είναι γνωστικός.

Εκείνος που με τη χάρη του Θεού έλαβε χάρισμα διακρίσεως για τη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, έχει χρέος να φυλάει με όλη του τη δύναμη αυτό το χάρισμα

Εκείνος που με τη χάρη του Θεού έλαβε χάρισμα διακρίσεως για τη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, έχει χρέος να φυλάει με όλη του τη δύναμη αυτό το χάρισμα, ώστε να μην κάνει τίποτε χωρίς διάκριση, για να μην αμαρτάνει εν γνώσει του από αμέλεια και προξενεί μεγαλύτερη καταδίκη στον έαυτό του.

Εκείνος που δεν έλαβε ακόμη αυτό το χάρισμα, έχει χρέος να μην επιμείνει διόλου σε νόημα ή λόγο ή έργο χωρίς να ρωτήσει τους έμπειρους, και χωρίς βέβαιη πίστη και καθαρή προσευχή, δίχως τα οποία δεν μπορεί ν' ανεβεί αληθινά στη διάκριση.

Η διάκριση γεννιέται από την ταπεινοφροσύνη και γεννά τη διόραση, όπως λένε ο Μωυσής και ο Ιωάννης της Κλίμακος, ώστε αυτός που την έχει, να προβλέπει τις κρυφές δολοπλοκίες του διαβόλου και να κόβει τις αφορμές τους πριν εκδηλωθούν· όπως λέει ο Δαβίδ: «Τα μάτια μου παρατήρησαν τους εχθρούς μου»(Ψαλμ. 53,9). Σημάδια της διακρίσεως είναι το να γνωρίζει κανείς αληθινά τα καλά και τα κακά. Επίσης να γνωρίζει το θέλημα του Θεού σε όλα τα ζητήματα. Της διοράσεως σημάδια είναι το να γνωρίζει και τα σφάλματά του πριν φτάσουν στην πράξη, και εκείνα που γίνονται από εξαπάτηση των δαιμόνων. 

Έπειτα, να γνωρίζει και τα μυστήρια που κρύβονται στις θείες Γραφές και στα αισθητά κτίσματα. Σημάδι έχει και η μητέρα τους η ταπείνωση, όπως προειπώθηκε, και γνωρίζεται από αυτό. Αν είναι δηλαδή κανείς ταπεινόφρων, οφείλει να έχει κάθε αρετή και, νιώθοντας πως χρωστά περισσότερα, να πιστεύει ότι αληθινά είναι κατώτερος από όλη την κτίση. Αν όμως δεν αισθάνεται έτσι, τότε και μόνον αυτό είναι σημάδι ότι είναι χειρότερος από όλη την κτίση, και αν ακόμη φαίνεται να έχει ισάγγελη ζωή. 

Γιατί ο πραγματικός άγγελος, ύστερα από τόσες αρετές και τόση σοφία, δεν μπορούσε να αρέσει στον Ποιητή χωρίς ταπείνωση. Τι λοιπόν μπορεί να πει εκείνος που νομίζει ότι είναι άγγελος, χωρίς ταπείνωση, η οποία είναι αιτία όλων των αγαθών που υπάρχουν ή θα υπάρξουν; Από αυτήν γεννιέται η διάκριση που φωτίζει τα πέρατα και χωρίς την οποία όλα είναι σκοτεινά. 

Η διάκριση είναι και λέγεται φως, και γι' αυτό πριν από κάθε λόγο και έργο έχομε ανάγκη απ' αυτό το φως, για να βλέπομε τα λοιπά και να θαυμάζομε. Να θαυμάζομε και το Θεό, που την πρώτη και κύρια ημέρα δημιούργησε το φως(Γέν. 1,3), για να μη μείνουν όσα θα γίνονταν έπειτα σκοτεινά σαν να μην υπήρχαν, όπως λέει ο Δαμασκηνός.

Φως λοιπόν, όπως προειπώθηκε, είναι η διάκριση, από την οποία γεννιέται η διόραση, που είναι το αναγκαιότερο απ' όλα τα χαρίσματα. Τι είναι βέβαια πιο αναγκαίο από το να βλέπει κανείς τις απάτες των δαιμόνων και να φυλάει την ψυχή του με τη βοήθεια της χάρης; Πιο αναγκαία πάλι από όλες τις πνευματικές εργασίες είναι η καθαρότητα της συνειδήσεως, λέει ο άγιος Ισαάκ, και ο αγιασμός του σώματος, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο(Εβρ. 12,14), όπως λέει ο Απόστολος.

... ούτε πιο γελοίο από τη φιλαργυρία

Τίποτε άλλο δεν συμφέρει στον ασθενή όσο η φυγή στην ησυχία, ούτε στον εμπαθή και στερημένο από γνώση όσο η υποταγή. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο από το να γνωρίζει κανείς την αδυναμία και άγνοιά του, ούτε χειρότερο από το να τα αγνοεί. Δεν υπάρχει άλλο πάθος πιο μισητό από την υπερηφάνεια, ούτε πιο γελοίο από τη φιλαργυρία, η οποία είναι ρίζα όλων των κακών(Α΄ Τιμ. 6,10)· και είναι γελοίο, γιατί άνθρωποι που με πολύ κόπο απέκτησαν χρήματα φτιαγμένα από το μέταλλο της γης, τα ξανακρύβουν πάλι στη γη άπρακτα.

Γι' αυτό λέει ο Κύριος: «Μη μαζεύετε πλούτη στη γη κλπ.», και: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας»(Ματθ. 6,19 και 21). Γιατί σ' εκείνα που πολυκαιρίζει ο νους του ανθρώπου, σ' αυτά και σύρεται με πόθο από τη συνήθεια, είτε στα γήινα πράγματα, είτε στα πάθη, είτε στα ουράνια και αιώνια αγαθά.

Η συνήθεια όταν πολυκαιρίσει, αποκτά δύναμη φύσεως, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κι όταν είναι κανείς ασθενής, τότε οφείλει να προσέχει περισσότερο στη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να ελευθερώσει την ψυχή του από κάθε καταδίκη, μήπως φτάσει το τέλος της ζωής και μέλλει να μετανοεί ανώφελα και να θρηνεί αιώνια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να υποστεί για το Χριστό αισθητό θάνατο όπως Εκείνος, πρέπει να υπομένει τουλάχιστον τον κατά προαίρεση θάνατο νοητώς.

Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο που βλέπεις;

Δεν πρέπει όμως ν' απελπιζόμαστε, όταν δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε. Κακό είναι βέβαια, άνθρωπε, που αμάρτησες. Γιατί όμως αδικείς το Θεό και από άγνοιά σου τον νομίζεις αδύνατο;

Μήπως δεν μπορεί να σώσει την ψυχή σου Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο που βλέπεις; Κι αν πεις ότι "αυτό μάλλον καταδίκη μου είναι, όπως και η συγκατάβασή Του", μετανόησε και δέχεται τη μετάνοιά σου, όπως του ασώτου (Λουκ. 15,20) και της πόρνης (Λουκ. 7,47-48).

Αν ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από συνήθεια αμαρτάνεις σ' εκείνα που δεν θέλεις, έχε ταπείνωση σαν τον τελώνη (Λουκ. 18,13) και αυτό είναι αρκετό για τη σωτηρία σου. Γιατί εκείνος που αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί, αλλά δεν απελπίζεται, εξ ανάγκης βάζει τον εαυτό του κάτω απ' όλη την κτίση και δεν τολμά να κατακρίνει ή να κατηγορήσει κανένα άνθρωπο.

 

Δεν είναι κακό κανένα πράγμα που γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, με ταπείνωση

Δεν είναι κακό κανένα πράγμα που γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, με ταπείνωση. Αλλά έχουν διαφορές τα πράγματα και τα έργα. Κάθε τι λοιπόν που είναι παραπάνω από την ανάγκη, γίνεται εμπόδιο σ' εκείνον που θέλει να σωθεί, δηλαδή κάθε τι που δεν χρησιμεύει για τη σωτηρία της ψυχής, ή για τη σωματική ζωή. 

Δεν είναι τα φαγητά, αλλά η γαστριμαργία το κακό· ούτε τα χρήματα, αλλά η προσκόλληση σ' αυτά· ούτε ο λόγος, αλλά η αργολογία· ούτε τα ευχάριστα του κόσμου, αλλά η ακράτεια· ούτε η αγάπη στους δικούς μας, αλλά η προερχόμενη απ' αυτήν παραμέληση στην ευαρέστηση του Θεού· ούτε τα ενδύματα, όσα χρειάζονται να σκεπαστούμε και να αποφύγομε το κρύο και τη ζέστη, αλλά τα περιττά και πολυτελή· ούτε τα σπίτια για να αποφεύγομε το κρύο, τη ζέστη και τους εχθρούς, θηρία και ανθρώπους, αλλά τα διόροφα και τριόροφα, τα μεγάλα και πολυδάπανα· ούτε το να έχει κανείς κάτι, αλλά το να μην το έχει για αναγκαία χρήση· ούτε το να έχουν βιβλία οι πολύ ακτήμονες, αλλά το να μην τα έχουν για την κατά Θεόν ανάγνωση· ούτε οι φίλοι, αλλά οι φίλοι που δεν προξενούν ψυχική ωφέλεια. 

Ούτε η γυναίκα είναι κάτι κακό, αλλά η πορνεία· ούτε ο πλούτος, αλλά η φιλαργυρία· ούτε το κρασί, αλλά η μέθη· ούτε ο φυσικός θυμός που δόθηκε για τον κολασμό της αμαρτίας, αλλά η χρήση του κατά των συνανθρώπων· ούτε η εξουσία, αλλά η φιλαρχία· ούτε η δόξα, αλλά η φιλοδοξία και η χειρότερη απ' αυτήν, κενοδοξία· ούτε το ν' αποκτήσει κανείς αρετή, αλλά το να νομίζει ότι την έχει· ούτε η γνώση, αλλά το να νομίζει κανείς ότι είναι γνωστικός, και το χειρότερο, να μη γνωρίζει κανείς την άγνοιά του· ούτε η αληθινή γνώση, αλλά η ψεύτικη. 

Ούτε ο κόσμος είναι κακός, αλλά τα πάθη· ούτε η φύση, αλλά τα παρά φύση· ούτε η ομόνοια, αλλά εκείνη που γίνεται για κακό και όχι προς ψυχική σωτηρία· ούτε τα μέλη του σώματος, αλλά η παράχρησή τους. 

Η όραση δηλαδή δεν έγινε για να επιθυμούμε εκείνα που δεν πρέπει, αλλά για να βλέπομε τα κτίσματα και να δοξάζομε το Δημιουργό, ώστε να βαδίζομε σωστά προς τα συμφέροντα της ψυχής και του σώματός μας· ούτε τ' αυτιά για να ακούμε καταλαλιές και μωρολογίες, αλλά για να ακούμε το λόγο του Θεού και τις λαλιές των ανθρώπων, των πουλιών κλπ., και να δοξάζομε τον Ποιητή τους· ούτε η όσφρηση είναι για να εκθηλύνει την ψυχή και να τη χαλαρώνει από τα αρώματα, όπως λέει ο Θεολόγος, αλλά για να αναπνέομε και να δεχόμαστε τον αέρα που μας χαρίζει ο Θεός και να τον δοξάζομε γι' αυτό, γιατί χωρίς αέρα δεν μπορεί να ζήσει σωματικά ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο.

Και θαυμάζω τη σοφία του Ευεργέτη, πως τα πιο αναγκαία πράγματα βρίσκονται εύκολα από όλους, δηλαδή ο αέρας, η φωτιά, το νερό, το χώμα. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και εκείνα που μπορούν να σώσουν την ψυχή, τα έκανε ευκολότερα από τα άλλα πράγματα, ενώ εκείνα που κολάζουν την ψυχή, τα έκανε δυσκολότερα.

Η φτώχεια, για παράδειγμα, πιο εύκολα σώζει την ψυχή, ενώ ο πλούτος γίνεται εμπόδιο σωτηρίας σε πολλούς. Όμως τη φτώχεια τη βρίσκει όποιος να είναι, ενώ ο πλούτος δεν είναι στο χέρι μας να τον αποκτήσομε. Έπειτα η περιφρόνηση, η ταπείνωση, η υπομονή, η υπακοή, η υποταγή, η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, το κόψιμο του θελήματος, η σωματική ασθένεια, η ευχαριστία σε όλα αυτά, οι πειρασμοί, οι ζημίες, η στέρηση των αναγκαίων, η αποχή από τα ευχάριστα, η γύμνια, η μακροθυμία και γενικά όλα τα έργα που γίνονται για το Θεό, και ανεμπόδιστα είναι και κανείς δεν τα διεκδικεί, αλλά μάλλον τα παραχωρεί σ' εκείνους που θέλουν να τα έχουν, είτε θεληματικά έρχονται, είτε αθέλητα. 

Εκείνα που συντείνουν στην απώλεια της ψυχής είναι δυσεύρετα· όπως ο πλούτος, η δόξα, η υπερηφάνεια, η ακαταδεξία, η εξουσία, η αρχή, η ακράτεια, η πολυφαγία, η πολυυπνία, το να κάνει κανείς ό,τι θέλει, η υγεία και η δύναμη του σώματος, η δίχως δεινά ζωή, τα κέρδη, το να έχει κανείς όσα επιθυμεί, η απόλαυση εκείνων που φέρνουν ευχαρίστηση, τα πολλά και πολυτελή ρούχα και σκεπάσματα και τα όμοια, για τα οποία πολύς ο αγώνας, λιγοστή η απόκτηση και πρόσκαιρη η ωφέλεια

Και είναι μεγάλη η θλίψη γι' αυτά, αλλά μικρή η απόλαυση, γιατί και εκείνοι που τα έχουν και εκείνοι που δεν τα έχουν, αλλά τα επιθυμούν, δοκιμάζουν πολλή στενοχώρια, αν και κανένα δεν είναι κακό, αλλά κακό είναι η παράχρησή τους, όπως ειπώθηκε.

Έτσι τα χέρια και τα πόδια δε μας δόθηκαν για να κλέβομε και ν' αρπάζομε και να τα σηκώνομε εναντίον των άλλων, αλλά για να τα χρησιμοποιούμε κατά Θεόν, για ελεημοσύνη στους φτωχούς οι πιο ασθενείς ψυχικώς για τελειότητά μας και για βοήθεια όσων έχουν ανάγκη, οι δε πιο δυνατοί στην ψυχή και το σώμα με την ακτημοσύνη και τη μίμηση του Χριστού και των αγίων Του μαθητών, για να δοξάζομε το Θεό και να θαυμάζομε τη σοφία που είναι κρυμμένη στα μέλη μας. 

Πώς δηλαδή, αυτά τα χέρια μας και τα μικρά μας δάχτυλα είναι έτοιμα για κάθε επιστήμη και εργασία, γραφή και τέχνη με την πρόνοια του Θεού. Από τα οποία προέρχονται η γνώση των αναρίθμητων τεχνών και γραφών, της σοφίας και των θεραπευτικών φαρμάκων, των γλωσσών και των διαφόρων γραμμάτων. 

Και γενικά όλα όσα έχουν γίνει και γίνονται και θα γίνουν, μας έχουν χαριστεί από απέραντη αγαθότητα και πάντοτε μας δίνονται για να ζήσομε σωματικώς και να σωθούμε ψυχικώς, αν τα χρησιμοποιήσομε σύμφωνα με το σκοπό του Θεού και Τον δοξάζομε με όλη την ευγνωμοσύνη μας. Αλλιώς, ξεπέφτομε και χανόμαστε και όλα συντελούν σε θλίψη κατά την παρούσα ζωή, αλλά και σε αιώνια κόλαση κατά τη μέλλουσα, όπως προείπαμε.

Η κατά Θεόν ανάγνωση

Η κατά Θεόν ανάγνωση πρέπει να γίνεται για να μην περιπλανιέται ο νους εδώ και εκεί. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας, γιατί ο εχθρός μισεί, καθώς λέει ο Σολομών, τον ήχο που προειδοποιεί για τον ερχομό του(Παροιμ. 11,15)· όπως και ο ρεμβασμός της διάνοιας είναι η αρχή της αμαρτίας, καθώς λέει ο άγιος Ισαάκ. 

Εκείνος που θέλει να αποφύγει την αμαρτία τελείως, πρέπει το πιο πολύ να μένει στο κελί του. Αν τον κυριεύει η ακηδία, ας εργάζεται λίγο, όπως και ο απαθής και ο γνωστικός, για ωφέλεια άλλων και βοήθεια κάποιων ασθενών. 

Έτσι έκαναν οι μεγάλοι Πατέρες από συγκατάβαση και εξομοιώνονταν με τους εμπαθείς, από ταπεινοφροσύνη, γιατί μπορούσαν παντού να έχουν το Θεό μέσα τους και να σχολάζουν στην κατά Θεόν θεωρία, ακόμα και στο εργόχειρο και στην αγορά, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος για τους πάρα πολύ τέλειους, ότι «αυτοί και ανάμεσα στο πλήθος είναι πάντοτε σαν μόνοι στον εαυτό τους και στο Θεό».

Εκείνος τώρα που δεν τα έχει ακόμη αυτά, αλλά θέλει να δώσει διαζύγιο στην ακηδία, οφείλει να απορρίπτει κάθε συναναστροφή με τους ανθρώπους και τον υπέρμετρο ύπνο και να την αφήσει να του λιώσει το σώμα και την ψυχή, μέχρις ότου βαρεθεί και φύγει, διαπιστώνοντας την υπομονή του στην κατά Θεόν ακατάπαυστη σχολή και στην ανάγνωση και στην καθαρή προσευχή

Γιατί όταν ο εχθρός δει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, εξακολουθεί να πολεμά· αλλιώς, υποχωρεί, ή τελείως ή προσωρινά. Γι' αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να νικήσει τους εχθρούς, να έχει μεγάλη υπομονή· όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22). «Είναι δίκαιο για το Θεό, λέει ο Απόστολος, να ανταποδώσει θλίψη σ' όσους μας λυπούν, και σ' εμάς που θλιβόμαστε, ανακούφιση»(Β΄ Θεσ. 1, 6-7).

 

Σαν χρεώστης μεγάλου χρέους, δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για τίποτε

Και όσο περισσότερο αναθέτει στο Θεό την ελπίδα του σε όλα όσα τον αφορούν ψυχικά και σωματικά, τόσο περισσότερο ο Θεός προνοεί γι' αυτόν, ώστε να νομίζει τον εαυτό του κατώτερο απ' όλα τα κτίσματα, από τις πολλές δωρεές του Θεού, τις φανερές και τις αφανείς, τις ψυχικές και τις σωματικές.

Σαν χρεώστης μεγάλου χρέους, δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για τίποτε, από ντροπή μπροστά στις ευεργεσίες του Θεού. Και όσο ευχαριστεί το Θεό και αγωνίζεται να βιάζει τον εαυτό του για χάρη της αγάπης Του, τόσο τον πλησιάζει ο Θεός με τα χαρίσματά Του και επιθυμεί να τον αναπαύσει και να τον κάνει να προτιμά την ησυχία και την ακτημοσύνη παραπάνω από όλες τις βασιλείες της γης, ακόμη και χωρίς αμοιβή στο μέλλοντα αιώνα.

Γιατί και οι άγιοι Μάρτυρες πονούσαν στα χτυπήματα των εχθρών, αλλά ο πόθος της βασιλείας και η αγάπη του Θεού νικούσε τους πόνους, και το να λάβουν από το Θεό δύναμη να νικούν τους εχθρούς, το θεωρούσαν μεγάλη παρηγοριά και συνάμα χρέος στο Θεό, γιατί αξιώθηκαν να υποστούν θάνατο για το όνομα του Χριστού, ώστε απ' αυτό πολλές φορές γίνονταν αναίσθητοι στους πόνους.

Επίσης και οι άγιοι Πατέρες άσκησαν πολλή βία στους εαυτούς των στην αρχή με πολλών ειδών ασκήσεις και πολέμους που προκαλούν τα πονηρά πνεύματα, αλλά νικούσε ο πόθος και η ελπίδα της απάθειας.

Γιατί ο απαθής μετά τον κόπο γίνεται αμέριμνος, επειδή νίκησε τα πάθη. Και ο εμπαθής βέβαια νομίζει ότι είναι καλά, αλλ' αυτός το νομίζει από την τύφλωσή του. Μόνο αυτός που τον λέμε αγωνιστή έχει τον κόπο και τον πόλεμο, γιατί θέλει να νικήσει τα πάθη και δεν μπορεί, επειδή τον αφήνει κάποτε ο Θεός να νικηθεί από τους πολεμίους του, για ν' αποκτήσει ταπείνωση.

Γι' αυτό οφείλει να γνωρίσει την ασθένειά του και ν' αποφεύγει εκείνα που τον βλάπτουν, με όλη του τη δύναμη, για να ξεχάσει την παλιά του συνήθεια. Γιατί αν δεν αποφεύγει κανείς πρώτα τον περισπασμό και δεν αποκτήσει τέλεια σιωπή, δεν μπορεί να φτάσει να έχει κάτι απαθώς ή να λέει πάντοτε τα καλά.

Και γενικά σε κάθε πράγμα αρμόζει πρώτα η τέλεια αποφυγή του περισπασμού, για να μην έλκεται κανείς από προηγούμενη συνήθεια.

Αλλά κανείς ακούγοντας για ταπεινοφροσύνη, απάθεια και τα όμοια, να μη νομίσει από άγνοια ότι τα έχει αυτά, αλλά οφείλει να ζητά το σημάδι κάθε αρετής και να το βρει μέσα του.

... έχει χρέος να γνωρίζει με ταπείνωση ότι αγνοεί,

Εκείνος λοιπόν που πήρε από το Θεό χάρισμα πνευματικής γνώσεως, γνωρίζει ότι όλα είναι πολύ καλά(Γεν. 1,31), ενώ εκείνος που βρίσκεται στην αρχή της θεογνωσίας, έχει χρέος να γνωρίζει με ταπείνωση ότι αγνοεί, και να λέει για κάθε τι "δεν γνωρίζω", όπως συμβουλεύει ο Χρυσόστομος. Γιατί λέει: «Αν κάποιος πει για το ύψος του ουρανού ότι είναι τόσο, κι εγώ απαντήσω ότι δεν γνωρίζω, πάντως εγώ είπα την αλήθεια· και εκείνος πλανάται νομίζοντας ότι γνωρίζει, ή δε γνωρίζει όπως πρέπει, σύμφωνα με τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 8,2)».

Γιατί ο νους μετασχηματίζεται σε κάθε πράγμα και βάφεται σύμφωνα με τη μορφή κάθε πράγματος που εντυπώνει.

Γιατί ο νους μετασχηματίζεται σε κάθε πράγμα και βάφεται σύμφωνα με τη μορφή κάθε πράγματος που εντυπώνει. Όταν όμως καταξιωθεί να βρεθεί μέσα στον άμορφο και ασχημάτιστο Θεό, τότε κι αυτός γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος.

Έπειτα να θαυμάζει, πώς μπορεί ο νους να διατηρεί κάθε έννοια, και δεν μπορούν τα τελευταία νοήματα να αλλοιώσουν τα προηγούμενα, ούτε τα πρώτα νοήματα να φέρουν κάποια βλάβη στα τελευταία, αλλά όλα η διάνοια τα κατέχει άγρυπνα σαν θησαυρό; Και όταν θέλει ο νους φανερώνει με τη γλώσσα εκείνα που λογίζεται, όχι μόνο τα πρόσφατα, αλλά κι εκείνα που έχει αποθησαυρίσει από πολύ καιρό.

 

Και πώς πάλι, ενώ εξέρχονται τα λόγια διαρκώς, ο νους παραμένει ίδιος και αμείωτος; Και πάλι, παρατηρώντας το σώμα, θαυμάζει πώς τα μάτια, τα αυτιά και η γλώσσα δέχονται απ' έξω τα ερεθίσματα κατά πώς θέλει η ψυχή; Τα μάτια μέσω του φωτός, τα αυτιά μέσω του αέρα, και καμιά από τις αισθήσεις δεν παρεμποδίζει την άλλη, ούτε μπορεί να κάνει τίποτε έξω από το σκοπό της ψυχής. Και πώς το άψυχο σώμα κατά διαταγή του Θεού ενώθηκε με τη νοερή και λογική ψυχή;

Η οποία δημιουργήθηκε από το Άγιο Πνεύμα, όπως λέει ο Δαμασκηνός, με το εμφύσημα(Γεν. 2,7), αν και μερικοί, επειδή έχουν άγνοια, νομίζουν ότι από την υπερούσια θεότητα προέρχεται, πράγμα αδύνατο. Ο Χρυσόστομος λέει: «Για να μη νομίζει ο ανθρώπινος νους τον εαυτό του θεό, του έδωσε ο Θεός λησμοσύνη και άγνοια, για να αποκτήσει έτσι ταπείνωση».

Και πάλι: «Θέλησε ο Θεός να χωρίζει αυτή τη φυσική σύνθεση της ψυχής και του σώματος». Και όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, η ψυχή απέρχεται ή πάνω, δηλαδή στον ουρανό, ή, αλοίμονο, κάτω στον άδη, ενώ το γήινο σώμα επιστρέφει στη γη από την οποία έχει ληφθεί. Πάλι όμως, με τη χάρη του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, αυτά που χωρίστηκαν, στη δευτέρα παρουσία Του ενώνονται, για να αμοιφθεί καθένας μας σύμφωνα με τα έργα του.

Τι μεγάλο θαύμα! Ποιος θα σκεφτεί λίγο το μυστήριο αυτό και δε θα εκπλαγεί, που ο Θεός ανασταίνει πάλι τον άνθρωπο από τη γη ύστερα από τόσα κακά που έκανε καταφρονώντας τις εντολές Του, και που του χαρίζει την αθανασία, την οποία είχε αρχικά, μα καθώς δε φύλαξε την εντολή που τον φύλαγε από το θάνατο και τη φθορά, αλλά αυθαδίασε, τράβηξε πάνω του το θάνατο.

Θαυμάζοντας λοιπόν κανείς όλα αυτά σχετικά με τον άνθρωπο, που τα διδάσκεται από αγγελική επίδραση, καθώς και αλλά πολλά, κυριεύεται από έκπληξη. Και πάλι θεωρεί την ομορφιά και τη χρησιμότητα του χρυσού και θαυμάζει πώς έγινε από τη γη για μας τέτοιος που οι ασθενείς να ξοδεύουν με την ελεημοσύνη τα χρήματα, κι εκείνοι που δε θέλησαν να ελεούν, να βοηθούνται δίνοντάς τα χωρίς να θέλουν, έπειτα από κάποιους πειρασμούς, για να σωθούν, αν βέβαια υποφέρουν μ' ευχαριστία όσα τους βρίσκουν, και έτσι να σώζονται και οι δύο.

Εκείνοι πάλι που προτιμούν την ακτημοσύνη, θα στεφανωθούν, γιατί μ' αυτό που κάνουν υπερβαίνουν τη φύση, όπως και εκείνοι που ζουν με παρθενία. Και καθώς ο χρυσός είναι φθαρτό και γήινο πράγμα, δεν πρέπει κανείς να τον προτιμά από την εντολή του Θεού· ως δημιούργημα του Θεού όμως και χρήσιμο για τη σωματική ζωή και τη σωτηρία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μίσος, αλλά με εγκράτεια και αγάπη.

Γιατί υπάρχουν τριών ειδών λογισμοί: ο ανθρώπινος, ο δαιμονιώδης και ο αγγελικός.

Όταν αποκτήσει κανείς με την πέμπτη γνώση την έξη να μην προσκολλάται στα πράγματα, τότε του δίνεται η έκτη γνώση, η οποία λέγεται "ισχύς"(Ησ. 11,2), και αρχίζει να βλέπει με απάθεια τα κάλλη των αισθητών κτισμάτων. Γιατί υπάρχουν τριών ειδών λογισμοί: ο ανθρώπινος, ο δαιμονιώδης και ο αγγελικός.

Ο ανθρώπινος είναι η απλή έννοια που έρχεται στο νου, π.χ. άνθρωπος, χρυσάφι ή κάποιο άλλο αισθητό κτίσμα. Ο δαιμονιώδης είναι σύνθετος από νόημα και πάθος. Για παράδειγμα, η έννοια "άνθρωπος", όταν συνδέεται με παράλογη φιλία, δηλαδή σχέση που δεν είναι κατά Θεόν φιλία, αλλά στοχεύει στην πορνεία· ή πάλι, με άκριτο μίσος, δηλαδή μνησικακία ή κατάκριση.

Όμοια, η έννοια του χρυσού, όταν συνδέεται με τη φιλαργυρία, την κλοπή, την αρπαγή ή κάτι τέτοιο, ή όταν οδηγεί σε μίσος του χρυσού και βλασφημία εναντίον των έργων του Θεού, ώστε και με τα δύο να καταλήξει κανείς στην απώλεια. Επειδή αν δεν αγαπούμε τα πράγματα όσο τους πρέπει, αλλά τα προτιμούμε από την αγάπη του Θεού, δε διαφέρομε καθόλου από τους ειδωλολάτρες, λέει ο άγιος Μάξιμος.

Και πάλι· αν τα μισούμε, σαν να μην έχουν γίνει πολύ καλά(Γεν. 1,31), παροργίζομε το Θεό. Ο αγγελικός τέλος λογισμός είναι η απαθής θεωρία των πραγμάτων, δηλαδή η αληθινή γνώση, η οποία είναι εκείνη που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο γκρεμούς και φυλάγει το νου και χωρίζει τον ορθό σκοπό από τις έξι παγίδες που τον περικυκλώνουν.

Θέλω να πώ, από τις παγίδες που είναι από πάνω, από κάτω, από δεξιά, από αριστερά, μέσα και έξω από τον ορθό σκοπό. Είναι η αληθινή γνώση που στέκεται σαν κάποιο κέντρο στο μέσο των παραπάνω έξι παγίδων, την οποία διδάσκουν οι επίγειοι άγγελοι σ' όσους νέκρωσαν τον εαυτό τους για τον κόσμο, ώστε να γίνει ο νους τους απαθής και να βλέπει τα πράγματα όπως πρέπει.

Και μήτε από πάνω να ξεπεράσει τον ορθό σκοπό με την έπαρση, νομίζοντας ότι τα εννοεί με τη δική του φρόνηση, μήτε πάλι από κάτω με την άγνοια, νομίζοντας ότι δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα· μήτε δεξιά με την αποστροφή και το μίσος των πραγμάτων, μήτε αριστερά με την παράλογη φιλία, δηλαδή την εμπαθή προσκόλληση· μήτε μέσα από τον ορθό σκοπό με την άγνοια γενικά και την οκνηρία, μήτε έξω απ' αυτόν με την πολυπραγμοσύνη και την παράλογη επιμέλεια, από επιπολαιότητα και πονηρία.

Αλλά να δέχεται τη γνώση με υπομονή και ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα, η οποία πηγάζει από τη βέβαιη πίστη, για να ανυψώνεται με την μερική γνώση στο θείο έρωτα, με τη συνειδητή, λόγω αδυναμίας, άγνοια ν' αποκτήσει ταπεινοφροσύνη, και με την επίμονη ελπίδα και πίστη να επιτύχει το σκοπό του πράγματος που ζητεί.

Και μήτε να μισεί καθόλου κανένα πράγμα ως κακό, μήτε πάλι να το αγαπά παράλογα, αλλά να κατανοεί τον άνθρωπο και να θαυμάζει πως ο νους είναι εικόνα του αόρατου Θεού, και είναι απεριόριστος, παρόλο που περιορίζεται από το σώμα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Και πως φτάνει μέχρι τα πέρατα του σχήματος, όπως ο Θεός που προνοεί για τον κόσμο.

Ποια ωφέλεια έχει δηλαδή εκείνος που είναι τάχα βασιλιάς, μα εξουσιάζεται από το θυμό και την επιθυμία

Και γίνεται ανώτερος απ' όλα με το να καταφρονεί τα πάντα, και με το να μη θέλει να έχει κάτι για το οποίο άλλος μάχεται και λυπάται όταν δεν το πετυχαίνει, και κατακρίνεται ίσως όταν επιτύχει εκείνο που επιθυμεί. Εκείνος όμως που δεν ποθεί τίποτε, αυτός λυτρώνεται με την τήρηση της εντολής απ' όλα τα δεινά αυτού του αιώνα και του μελλοντικού. Επειδή το να μη θέλει κάποιος κάτι που δεν έχει, είναι ανώτερο από κάθε ανάπαυση και πλούτο, όπως αντίθετα το να επιθυμεί κανείς κάτι που δεν έχει, είναι κόλαση πολύ μεγάλη πριν από την αιώνια κόλαση· αυτός ο άνθρωπος είναι δούλος, ακόμη και αν είναι βασιλιάς ή πλούσιος. Και τι βάρος έχουν οι εντολές του Κυρίου(Α΄ Ιω.5,3) , ώστε δεν τις κάνομε οι άθλιοι χωρίς μισθό με μεγάλη προθυμία;

Εκείνος λοιπόν που μπόρεσε να κατανοεί εν μέρει τη χάρη του αγίου Ευαγγελίου και όσα αυτό περιέχει, δηλαδή τις πράξεις και τις διδασκαλίες του Κυρίου, τις εντολές και τα δόγματα, τις απειλές και τις υποσχέσεις, αυτός γνωρίζει τι ανεξάντλητους θησαυρούς βρήκε, αν και δεν μπορεί να τα διηγηθεί όπως πρέπει, γιατί τα ουράνια είναι ανέκφραστα. Ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στο Ευαγγέλιο και εκείνος που θέλει να Τον βρει, οφείλει πρώτα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του και να αγοράσει το Ευαγγέλιο, για να μπορέσει όχι μόνο να βρεί το Χριστό με την ανάγνωση, αλλά και να Τον πάρει στην ψυχή του με τη μίμηση της διαγωγής Του στον κόσμο.

Γιατί εκείνος που ζητά το Χριστό, λέει ο άγιος Μάξιμος, δεν πρέπει να Τον ζητά έξω, αλλά μέσα του, δηλαδή να γίνει στο σώμα και στην ψυχή αναμάρτητος σαν το Χριστό, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, και να διατηρεί πάντοτε με όλη του τη δύναμη καλή τη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να κυριαρχήσει πάνω σε κάθε θέλημά του και να το νικήσει με την καταφρόνηση, ακόμη και αν για τον κόσμο είναι φτωχός και άσημος. Ποια ωφέλεια έχει δηλαδή εκείνος που είναι τάχα βασιλιάς, μα εξουσιάζεται από το θυμό και την επιθυμία σ' αυτόν τον κόσμο, ενώ στον μέλλοντα θα βρει την αιώνια κόλαση, αν βέβαια δε θελήσει να φυλάξει τις θείες εντολές;

 

Αλλά πόσο μεγάλη είναι η ανοησία μας, γιατί δεν θέλομε με κάτι μικρά και πρόσκαιρα να αποκτήσομε τα μεγάλα και αιώνια αγαθά, αλλά απορρίπτομε τα αγαθά και επιθυμούμε τα αντίθετα; Τι είναι πιο λίγο από ένα ποτήρι νερό ή ένα κομμάτι ψωμί ή από την αποφυγή ενός θελήματος ή ενός μικρού νοήματός μας; Κι όμως αυτά θα μας φέρουν τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη Εκείνου που είπε: «Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας»(Λουκ. 17,21). Γιατί δεν είναι μακριά η βασιλεία των ουρανών, ούτε έξω, αλλά μέσα μας, λέει ο Δαμασκηνός· μόνο θέλησε να κυριαρχήσεις πάνω στα πάθη σου, και αμέσως την έχεις μέσα σου με το να ζεις θεάρεστα. Αν όμως δε θέλεις, δεν έχεις τίποτε. Επειδή βασιλεία του Θεού, λένε οι Πατέρες, λέγεται η θεάρεστη ζωή και η πρώτη παρουσία του Κυρίου και η δεύτερη.

Ο απόστολος Παύλος λέει τον εαυτό του "πρώτο από τους αμαρτωλούς"

Και ποιος είμαι λοιπόν εγώ, ο χειρότερος, ο πιο αναίσθητος και πιο αδύνατος από όλους; Τι να ονομάσω τον εαυτό μου; Ο Αβραάμ αποκαλεί τον εαυτό του "χώμα και στάχτη"· ο Δαβίδ, "ψόφιο σκύλο και ψύλλο μεταξύ των Ισραηλιτών"· ο Σολομών, "μικρό παιδί που δεν ξεχωρίζει δεξιά ή αριστερά". Οι τρεις παίδες λένε: "Γίναμε ντροπή κι ονειδισμός"· ο προφήτης Ησαΐας λέει: "Ταλαίπωρος που είμαι!"· ο προφήτης Αββακούμ λέει: "Εγώ είμαι μικρός στην ηλικία". Ο απόστολος Παύλος λέει τον εαυτό του "πρώτο από τους αμαρτωλούς"· και όλοι οι άλλοι Άγιοι λένε ότι δεν είναι τίποτε. Εγώ λοιπόν τι θα κάνω; Που θα κρυφτώ από τις πολλές μου αμαρτίες; Τι θα γίνω εγώ που είμαι μηδέν, και χειρότερος από το μηδέν; Γιατί το μηδέν δεν αμάρτησε, ούτε ευεργετήθηκε όπως εγώ. Αλοίμονο, πώς θα περάσω τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου; Πώς θα ξεφύγω τις παγίδες του διαβόλου; Οι δαίμονες είναι άγρυπνοι και άυλοι, κι ο θάνατος κοντά, κι εγώ αδύνατος. Κύριε βοήθησέ με, μην αφήσεις το πλάσμα σου να χαθεί, αφού Εσύ νοιάζεσαι για μένα τον άθλιο. Φανέρωσέ μου Κύριε, δρόμο να βαδίσω, γιατί σε Σένα ανύψωσα την ψυχή μου. Μη μ' εγκαταλείψεις Κύριε, Θεέ μου, μην απομακρυνθείς από μένα· πλησίασε και βοήθησέ με, Κύριε της σωτηρίας μου».

Και έτσι συντρίβεται η ψυχή από αυτά τα λόγια, αν έχει κάποια αίσθηση. Κι όταν πολυκαιρίσει κανείς σ' αυτά και αποκτήσει το θείο φόβο

αν ο πρόσκαιρος αυτός κόσμος, είναι τόσο ωραίος, πόσο περισσότερο είναι τα αιώνια και ακατανόητα αγαθά, που ο Θεός ετοίμασε για όσους Τον αγαπούν;

Κυριαρχώντας ο νους στις παράλογες ορμές, αρχίζει να διευθύνει σαν ηνίοχος τα σχετικά μ' αυτόν πάθη, θέλω να πω, το θυμό και την επιθυμία. Και άλλοτε το θυμό που αγριεύει, τον καταπραϋνει με την ηπιότητα της επιθυμίας, κι άλλοτε με την αυστηρότητα του θυμού κατευνάζει την επιθυμία. Και τότε ο νους, αναλογιζόμενος τον εαυτό του, καταλαβαίνει το αξίωμά του, ότι είναι κύριος του εαυτού του, και αποκτά την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Γιατί ανοίγει το αριστερό μάτι, που το τύφλωσε ο διάβολος με την επικράτηση των παθών, και καταξιώνεται ο άνθρωπος να ταφεί μαζί με το Χριστό νοερά σε σχέση με τα πράγματα του κόσμου. Δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ομορφιά, αλλά βλέπει το χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους και ξέρει ότι από τη γη βγαίνουν όπως τα λοιπά άψυχα, τα ξύλα και οι πέτρες. Ξέρει επίσης ότι ο άνθρωπος είναι σαν τη σαπίλα και λίγο χώμα μέσα στον τάφο μετά το θάνατο. Και όλα τα ευχάριστα του βίου τα θεωρεί μηδέν και βλέπει τις αλλοιώσεις τους πάντοτε με πολλή σκέψη που προέρχεται από τη γνώση. Και γίνεται με χαρά νεκρός για τον κόσμο και ο κόσμος νεκρώνεται γι' αυτόν, και δε δυσκολεύεται πλέον, αλλά μάλλον έχει ανάπαυση και έλλειψη εμπαθούς προσκολλήσεως σε ο,τιδήποτε.

Και έτσι με την καθαρότητα της ψυχής καταξιώνεται να αναστηθεί νοερά μαζί με το Χριστό και παίρνει δύναμη να βλέπει απαθώς και τις εξωτερικές ομορφιές των πραγμάτων και δια μέσου αυτών δοξάζει τον Ποιητή των όλων. Και θεωρώντας στα αισθητά κτίσματα τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού, την αγαθότητα και τη σοφία Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου, και βλέποντας τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, αξιώνεται να αναληφθεί ο νους του μαζί με το Χριστό με τη θεωρία των νοητών κτισμάτων, δηλαδή τη γνώση των νοερών δυνάμεων. Και κατανοώντας με τα πολλά δάκρυα της συνέσεως και της χαράς, από τα ορατά τα αόρατα και από τα πρόσκαιρα τα αιώνια, στοχάζεται ότι, αν ο πρόσκαιρος αυτός κόσμος, που λέγεται εξορία και καταδίκη εκείνων που έχουν παραβεί την εντολή του Θεού, είναι τόσο ωραίος, πόσο περισσότερο είναι τα αιώνια και ακατανόητα αγαθά, που ο Θεός ετοίμασε για όσους Τον αγαπούν; Και αν εκείνα τα αγαθά υπερβαίνουν κάθε κατανόηση, πόσο μάλλον ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν;

 

για να μην κάνουν τίποτε απολύτως πέρα απ' ότι χρειάζεται.

... ανακουφίζεται ο νους από τα πάθη, και συμφιλιώνεται με το Θεό για τις αμαρτίες του με τα πικρά και πολλά δάκρυα. Σταυρώνεται νοερά μαζί με το Χριστό με την ηθική ζωή, δηλαδή με την τήρηση των εντολών, όπως είπαμε, και τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων, για να μην κάνουν τίποτε απολύτως πέρα απ' ότι χρειάζεται.

Ελεήμων είναι εκείνος που ελεεί τον πλησίον από εκείνα που έλαβε από το Θεό

Και έτσι αξιώνεται του ελέους μέσω της πέμπτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες». Ελεήμων είναι εκείνος που ελεεί τον πλησίον από εκείνα που έλαβε από το Θεό, είτε χρήματα, είτε φαγητά, είτε δύναμη, είτε λόγο ωφέλιμο, είτε προσευχή, και γενικά από ό,τι έχει που μπορεί να δείξει ευσπλαχνία σ' εκείνον που έχει την ανάγκη του, πιστεύοντας πως είναι χρεώστης, γιατί έλαβε περισσότερα απ' όσα του ζητούνται και γιατί αξιώθηκε σαν το Θεό να ονομάζεται ελεήμων, και μάλιστα από το Χριστό σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, μπροστά σε όλη την κτίση. Σκέφτεται ότι μέσω του αδελφού, ζητεί τη βοήθειά του ο Θεός και γίνεται χρεωφειλέτης του, και ότι ο φτωχός μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτό που του ζητεί, ενώ αυτός, χωρίς να ελεεί κατά τη δύναμή του, δεν μπορεί να ζήσει, ούτε να σωθεί. Γιατί αν δε θέλει να σπλαχνιστεί το συνάνθρωπο, πως παρακαλεί το Θεό να σπλαχνιστεί αυτόν; Και άλλα πολλά συλλογιζόμενος έτσι εκείνος που αξιώθηκε να τηρήσει τις εντολές, δίνει όχι μόνο τα πράγματά του, αλλά και τη ζωή του ακόμη για χάρη του πλησίον. Αυτή είναι η τέλεια ελεημοσύνη. Όπως ο Χριστός υπέφερε το θάνατο για χάρη μας και έδωσε σε όλους παράδειγμα και τύπο, να πεθάνομε ο ένας για χάρη του άλλου, κι όχι μονάχα για τους φίλους μας, αλλά και για τους εχθρούς, όταν το καλεί η περίσταση.

Δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς, δήθεν για να ελεεί. Αυτό μάλλον είναι μεγάλη ασθένεια. Αλλά κι αν δε έχει κανείς κάτι για να ελεεί, να έχει ευσπλαχνία σε όλους και με ό,τι μπορεί, να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη, αφήνοντας κάθε εμπαθή προσκόλληση στα πράγματα του βίου και έχοντας συμπάθεια για τους ανθρώπους. Ούτε πρέπει να διδάσκει από κενοδοξία, για να ωφελήσει δήθεν ψυχές ασθενών, αυτός που δεν έκανε προηγουμένως πράξη τα λόγια του, αφού ο ίδιος είναι πιο ασθενής από εκείνους που νομίζει ότι θα ωφελήσει. Κάθε πράγμα χρειάζεται τον καιρό του και διάκριση, για να μη γίνει τίποτε χωρίς να είναι καιρός ή δίχως να χρειάζεται. Για τον αδύνατο προτιμότερο είναι η φυγή απ' όλα, και η ακτημοσύνη είναι υπερβολικά καλύτερη από την ελεημοσύνη.

 

σαν το πεινασμένο και διψασμένο για κάθε δικαιοσύνη, εννοώ κάθε αρετή σωματική και ηθική, δηλαδή ψυχική.

Και έτσι ο άνθρωπος αξιώνεται της τέταρτης εντολής, δηλαδή του πόθου της αποκτήσεως των αρετών, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη». Και γίνεται ο άνθρωπος σαν το πεινασμένο και διψασμένο για κάθε δικαιοσύνη, εννοώ κάθε αρετή σωματική και ηθική, δηλαδή ψυχική. Αν κανείς δε γευθεί κάποιο πράγμα, δεν γνωρίζει τι στερείται, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος όμως που γεύθηκε, το ποθεί πολύ. Έτσι και εκείνος που γεύθηκε λίγο τη γλυκύτητα των εντολών και κατάλαβε ότι οι εντολές τον φέρνουν σιγά-σιγά στη μίμηση του Χριστού, ποθεί την απόκτηση όλων, ώστε για χάρη τους και τον θάνατο πολλές φορές καταφρονεί. Κι αφού καταλάβει λίγο τα μυστήρια του Θεού που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, διψά πολύ να φτάσει σ' αυτά. Και όταν τα γνωρίσει, διψά περισσότερο και καίγεται, σαν να πίνει φλόγα. Επειδή όμως το θείο είναι ακατάληπτο για όλους, μένει πάντοτε διψασμένος. Ό,τι είναι για το σώμα η υγεία και η ασθένεια, αυτό είναι για την ψυχή η αρετή και η κακία, και για το νου η γνώση και η αγνωσία. Και όσο κανείς φροντίζει την ευσέβεια, δηλαδή την πρακτική αρετή, τόσο φωτίζεται ο νους στη γνώση.

... αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην αφθονία και στη φτώχεια

Και έτσι η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων μας, του χαρίζει την πραότητα, την αρχή της μιμήσεως του Χριστού, δηλαδή την τρίτη εντολή, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι πράοι». Και γίνεται σταθερός σαν βράχος που δεν σαλεύει διόλου από τον άνεμο ή τα κύματα του βίου, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην αφθονία και στη φτώχεια, και στην ευκολία και στη δυσκολία, στην τιμή και στην ατιμία. Και γενικά γνωρίζει σε κάθε περίσταση και κάθε πράξη με τη διάκριση, ότι όλα περνούν, και τα ευχάριστα και τα οδυνηρά, και ότι αυτός ο βίος είναι δρόμος προς τον μέλλοντα αιώνα. Και ότι ίσως και χωρίς να θέλομε, γίνονται εκείνα που γίνονται, ώστε μάταια ταραζόμαστε και χάνομε το στεφάνι της υπομονής και παρουσιαζόμαστε αντίθετοι στο θέλημα του Θεού. Γιατί όλα όσα κάνει ο Θεός είναι πολύ καλά, μα εμείς δεν το γνωρίζομε. Όπως λέει η Γραφή, Αυτός θα οδηγήσει τους πράους με κρίση, ή μάλλον, με τη διάκριση των πραγμάτων.

Αλλά και σε καιρό οργής, ο άνθρωπος αυτός δεν ταράζεται καθόλου. Μάλλον χαίρεται, γιατί βρήκε καιρό κέρδους και φιλοσοφίας, σκεπτόμενος ότι δεν έγινε ο πειρασμός χωρίς αιτία, αλλά θα λύπησε πρωτύτερα συνειδητά ή ασυνείδητα το Θεό ή τον αδελφό ή κανένα άλλο, και ότι μάλλον βρέθηκε αφορμή για τη συγχώρησή του, ώστε τουλάχιστον με την υπομονή να λάβει συγχώρηση των πολλών του αμαρτιών. Σκέφτεται ακόμη ότι αν δεν συγχωρήσει όσα του έφταιξαν οι άλλοι, ούτε ο ουράνιος Πατέρας θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά του, και ότι δεν υπάρχει από αυτήν πιο σύντομη αρετή, δηλαδή την εντολή για την συγχώρηση των άλλων. Γιατί ο Κύριος λέει: «Συγχωρήστε και θα συγχωρηθείτε». Χαίρεται και γιατί αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να τα πράττει κατά μίμηση του Χριστού και να γίνει με τη χάρη της εντολής πράος. Λυπάται όμως για τον αδελφό, επειδή με τις αμαρτίες του μπήκε σε πειρασμό ο αδελφός από τον κοινό εχθρό, το διάβολο, και έγινε φάρμακο για θεραπεία της δικής του ασθένειας. Γιατί κάθε πειρασμός παραχωρείται από το Θεό για τη θεραπεία της ψυχής του αρρώστου, επειδή χαρίζει τη συγχώρηση προηγουμένων και παρόντων κακών και γίνεται εμπόδιο για μελλοντικά. Δεν έχει όμως έπαινο ούτε ο διάβολος, ούτε ο αίτιος του πειρασμού, ούτε ο πειραζόμενος. Γιατί ο διάβολος είναι άξιος μίσους ως κακοποιός, αφού ό,τι κάνει δεν το κάνει για καλό. Ο αίτιος του πειρασμού είναι άξιος να τον ελεήσει ο πειραζόμενος, επειδή ενεργεί όχι από αγάπη, αλλά γιατί εμπαίζεται και ταλαιπωρείται από το διάβολο. Ο πειραζόμενος τέλος, υπομένει τις θλίψεις εξαιτίας των αμαρτιών του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, ώστε να έχει έπαινο- γιατί δεν είναι ο ίδιος αναμάρτητος. Αλλά και να είναι, πράγμα αδύνατο, και πάλι υπομένει με την ελπίδα της ανταποδόσεως και από φόβο κολάσεως. Έτσι είναι μ' αυτούς. Ο Θεός τώρα, επειδή δεν έχει καμιά ανάγκη ή έλλειψη, αλλά σε όλους οικονομεί το συμφέρον, είναι άξιος ευχαριστίας, αφού ανέχεται με μακροθυμία και το διάβολο και τη πονηρία των ανθρώπων, και παρέχει κάθε καλό, και πριν την αμαρτία και μετά την αμαρτία, σε όσους μετανοούν.

Αφού λοιπόν έμαθε κάθε διάκριση εκείνος που αξιώθηκε να γίνει τηρητής της τρίτης εντολής, της πραότητας, δε θα γελαστεί ποια είτε με γνώση του είτε με άγνοιά του, αλλά έχοντας λάβει το χάρισμα της ταπεινώσεως, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι μηδέν. Γιατί η πραότητα είναι το υλικό της ταπεινώσεως, κι αυτή είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια. Μέσω αυτής εισέρχεται στην άπτωτη και τέλεια αγάπη εκείνος που γνωρίζει τη φύση του, δηλαδή τι ήταν πριν γεννηθεί και τι θα γίνει μετά θάνατον. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε, παρά λίγη δυσωδία που χάνεται την ίδια στιγμή, κι απ' όλη την κτίση χειρότερος. Κι αυτό γιατί κανένα άλλο κτίσμα, άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε το θέλημα του Θεού ποτέ, παρά η ανθρώπινη φύση, που δέχεται πολλές ευεργεσίες από το Θεό, κι ωστόσο πάντοτε πού Τον παροργίζει.

 

Και τότε αρχίζει ο νους να βλέπει τα σφάλματά του

Έπειτα, μαζί με αυτές τις σωματικές πράξεις, πρέπει να έχει κανείς υπομονή σ' όλα τα λυπηρά, τα οποία παραχωρεί ο Θεός, για να μάθει και να αποκτήσει πείρα και γνώση της αδυναμίας του. Και μήτε να ξεθαρεύει, μήτε να απελπίζεται για ό,τι του συμβεί καλό ή κακό. Κάθε όνειρο και λόγο και έργο άχρηστο οφείλει να τ' αποστρέφεται. Επίσης να μελετά πάντοτε το όνομα του Θεού περισσότερο και από την αναπνοή του σε κάθε καιρό, τόπο και έργο, και να προσπίπτει σ' Αυτόν ολόψυχα, μαζεύοντας το νου από όλα τα νοήματα του κόσμου και μόνο να ζητεί να γίνει το θέλημά του Θεού. Και τότε αρχίζει ο νους να βλέπει τα σφάλματά του, που είναι σαν την άμμο της θάλασσας. Αυτή είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και τεκμήριο της υγείας του. Και γενικά συντρίβεται η ψυχή και ταπεινώνεται η καρδιά και νομίζει τον εαυτό της αληθινά κάτω απ' όλους. Αρχίζει τότε να κατανοεί τις ευεργεσίες του Θεού και τις ειδικές και τις ευρύτερες, που βρίσκονται στις θείες Γραφές, όπως και τα αμαρτήματά του, και να τηρεί τις εντολές με γνώση, από την πρώτη και τις λοιπές όλες. Επειδή ο Κύριος τις έβαλε όπως σε σκάλα και δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξεπεράσει τη μια για να ανεβεί στην άλλη, όπως και στα σκαλοπάτια, έτσι και από την πρώτη εντολή ανεβαίνομε στη δεύτερη, και από αυτή στη Τρίτη, ώσπου αυτές να κάνουν τον άνθρωπο θεό με τη χάρη Εκείνου που τις χάρισε σε όσους έχουν καλή προαίρεση.

η πνευματική προσευχή που γίνεται με το νου , μακριά από κάθε έννοια

Πέμπτη, η πνευματική προσευχή που γίνεται με το νου , μακριά από κάθε έννοια. Τότε ο νους, μένοντας στα λόγια της προσευχής και προσπίπτοντας στο Θεό με απερίγραπτη συντριβή, ζητεί μόνο να γίνει το θείο θέλημα σε όλα τα έργα και τα νοήματα, χωρίς να δέεται διόλου λογισμό ή σχήμα ή χρώμα ή φως ή φωτιά ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά καθώς βλέπεται από το Θεό και συνομιλεί με Αυτόν μόνον, να γίνεται άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος. Αυτή είναι η καθαρή προσευχή, που αρμόζει στον πρακτικό ακόμη. Στο θεωρητικό όμως πρέπουν άλλα, μεγαλύτερα απ' αυτά.

... απορρίπτοντας κακώς εκείνα που έγιναν από το Θεό πολύ καλά

Δεύτερη είναι η νηστεία με μέτρο, δηλαδή να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα και να μη χορταίνει, να τρώει ένα είδος από ευτελείς τροφές που βρίσκονται εύκολα και που δεν τις επιθυμεί η ψυχή, εκτός και δεν υπάρχει άλλο τίποτε. Αυτό για να νικήσει τη γαστριμαργία, τη λαιμαργία και την επιθυμία και να παραμένει χωρίς περισπασμούς, και ταυτόχρονα να μην απέχει από κανένα είδος τροφής, απορρίπτοντας κακώς εκείνα που έγιναν από το Θεό πολύ καλά. Ούτε πάλι να τα καταπίνει όλα χωρίς να κρατιέται από τη φιληδονία, αλλά να τρώει κάθε μέρα από ένα είδος με εγκράτεια και έτσι να τα μεταχειρίζεται όλα για τη δόξα του Θεού, χωρίς να απέχει από κανένα, θεωρώντας το κακό, όπως κάνουν οι καταραμένοι αιρετικοί. Κρασί μόνο στον κατάλληλο καιρό, γιατί στα γηρατειά, στην ασθένεια και στο κρύο το κρασί είναι πάρα πολύ χρήσιμο, αλλά και τότε λιγοστό. Στη νεότητα όμως στη ζέστη και στη υγεία, καλύτερο είναι το νερό αλλά και αυτό λίγο, όσο το δυνατόν, γιατί η δίψα είναι καλύτερη απ' όλες τις σωματικές πράξεις.

Αν προκαλεί ηδονή όταν γίνεται, και οδύνη όταν εμποδίζεται, είναι κακό

Αν τώρα κανείς δε γνωρίζει ποιο θέλημα και ποιο νόημα να παραμερίσει, ας δοκιμάζει κάθε πράγμα και κάθε νόημα, τι είδους αντίδραση του προκαλεί κατά την αποχή και την επικράτησή του. Αν προκαλεί ηδονή όταν γίνεται, και οδύνη όταν εμποδίζεται, είναι κακό και οφείλει να το καταφρονεί πριν πολυκαιρίσει, οπότε θα κοπιάσει να το νικήσει όταν καταλάβει ότι είναι βλαβερό. Αυτό το λέω για κάθε πράγμα και νόημα, χωρίς τα οποία μπορούμε να ζήσομε σωματικά και να ευαρεστήσομε το Θεό. Γιατί η συνήθεια, όταν πολυκαιρίσει, παίρνει δύναμη φυσικής ιδιότητας, ενώ αν δεν υποχωρείς σ' αυτήν αδυνατίζει και σιγά-σιγά χάνεται. Είτε καλή συνήθεια είναι, είτε κακή, ο χρόνος την τρέφει, όπως τα ξύλα τρέφουν τη φωτιά. Γι' αυτό οφείλομε να μελετούμε και να πράττομε το αγαθό με όλη μας τη δύναμη, για να μας γίνει έξη. Και τότε η συνήθεια εργάζεται αυτόματα το κάθε αγαθό χωρίς κόπο όπως οι Πατέρες νίκησαν με τα μικρά τα μεγάλα. Εκείνος π.χ. που δεν παραδέχεται ούτε τ' απαραίτητα για το σώμα, αλλά τα απορρίπτει για να βαδίζει τη στενή και γεμάτη δυσκολίες οδό, πότε θα πέσει στη φιλοκτημοσύνη;

Εκείνος λοιπόν που γνώρισε την ασθένειά του από τους πολλούς πειρασμούς

Εκείνος λοιπόν που γνώρισε την ασθένειά του από τους πολλούς πειρασμούς των ψυχικών και σωματικών παθών, αυτός είδε την άπειρη δύναμη του Θεού, πως λυτρώνει τους ταπεινούς που φωνάζουν προς Αυτόν με προσευχή γεμάτη πόνο από την καρδιά τους, και πλέον του γίνεται η προσευχή σαν απόλαυση, επειδή γνωρίζει ότι χωρίς το Θεό δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Και από φόβο να μην πέσει, από τη μία αγωνίζεται να μένει προσκολλημένος στο Θεό, κι από την άλλη θαυμάζει καθώς σκέφτεται πως ο Θεός τον λύτρωσε από τόσους πειρασμούς και πάθη και ευχαριστεί Εκείνον που μπορεί να τον λυτρώσει. Και μαζί με την ευχαριστία αποκτά την ταπείνωση και την αγάπη, και δεν τολμά να κρίνει κανένα, γνωρίζοντας ότι όπως ο Θεός βοήθησε τον ίδιο, έτσι και όλους μπορεί να τους βοηθήσει όταν θέλει όπως λέει ο άγιος Μάξιμος. Σκέφτεται ακόμη ότι ίσως μπορεί κανείς να παλεύει με πολλά πάθη και να νικά, ο ίδιος όμως είναι ασθενής και αδύνατος, και γι' αυτό τον βοήθησε γρήγορα ο Θεός για να μη χαθεί ολότελα η ψυχή του. Και άλλα περισσότερα σκέφτεται εκείνος που γνωρίζει την ασθένειά του, και μένει έτσι άπτωτος. Και είναι αδύνατο να φτάσει κανείς σ' αυτό, αν δεν πάθει πολλούς πειρασμούς ψυχικούς και σωματικούς και αν κάνοντας υπομονή με τη βοήθεια του Θεού δε λάβει την πείρα τους. Ο άνθρωπος αυτός δεν τολμά να κάνει καθόλου το δικό του θέλημα χωρίς να ρωτήσει εκείνους που έχουν πείρα, ούτε να προβάλει κάποιο δικό του νόημα. Γιατί ποια είναι η ανάγκη να κάνει ή να σκεφτεί κάτι που δεν χρειάζεται για τη ζωή ή για τη σωτηρία της ψυχής;

 

... αλλά και τις αρετές τις νομίζει σαν μεγαλύτερο χρέος

Γιατί από την ανοησία γεννιούνται η ηδονή και η οδύνη, όπως προείπαμε, και από αυτά, κάθε κακία. Ο ανόητος είναι φίλαυτος και δεν μπορεί να είναι φιλάδελφος, ούτε φιλόθεος, ούτε έχει εγκράτεια στις ηδονές, δηλαδή στα θελήματα που του αρέσουν, ούτε υπομονή στα οδυνηρά, αλλά άλλοτε επιτυγχάνει το θέλημά του και αυξάνεται η ηδονή και η έπαρσή του, κι άλλοτε αποτυγχάνει και πέφτει σε μικροψυχία και πνίξιμο της ψυχής, το οποίο είναι αρραβώνας της κολάσεως. Ενώ από τη γνώση, δηλαδή τη φρόνηση, γεννιούνται η εγκράτεια και η υπομονή, γιατί ο φρόνιμος κυριαρχεί στο θέλημά του και υπομένει την οδύνη απ' αυτό. Και πιστεύοντας ότι είναι ανάξιος για τα αγαθά, έχει διάθεση ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας προς τον Ευεργέτη και φοβάται μήπως από τα πολλά αγαθά που του έδωσε ο Θεός στη ζωή αυτή ζημιωθεί στον μέλλοντα αιώνα. Και έτσι με την εγκράτεια εργάζεται και τις άλλες αρετές και θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη σε όλα, χωρίς να βρίσκει τίποτε να αντιπροσφέρει στον Ευεργέτη, αλλά και τις αρετές τις νομίζει σαν μεγαλύτερο χρέος. Γιατί παίρνει και δε δίνει, και τούτο μόνο, το ότι αξιώθηκε να ευχαριστεί το Θεό και ότι δέχεται ο Θεός την ευχαριστία του, το θεωρεί μεγαλύτερο χρέος, και ευχαριστεί αδιάκοπα το Θεό πράττοντας πάντοτε το αγαθό. Και έχει πάντοτε τον εαυτό του περισσότερο χρεώστη και ταπεινοφρονώντας, τον θεωρεί κατώτερο απ' όλους, ευφραίνεται από το Θεό που τον ευεργετεί, και ενώπιόν Του νιώθει αγαλλίαση μαζί με τρόμο. Φτάνοντας στη θεία και αδιάπτωτη αγάπη με την ταπεινοφροσύνη, δέχεται τα λυπηρά σαν να είναι άξιος γι' αυτά. Ή μάλλον, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι άξιος και για περισσότερες θλίψεις, και χαίρεται γιατί αξιώθηκε έστω και λίγο να θλιβεί σ' αυτή τη ζωή και να ξελαφρωθεί λίγο από τις πολλές κολάσεις που προετοίμασε στον εαυτό του, για τη μέλλουσα ζωή, και γιατί έτσι γνωρίζει την ασθένειά του για να μην υπερηφανεύεται. Και επειδή αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να υπομένει με τη χάρη του Θεού, έρχεται σε θείο πόθο. Γιατί η ταπεινοφροσύνη γεννιέται από τη γνώση, και η γνώση από τους πειρασμούς. Σ' εκείνον που γνώρισε την εαυτό του, δίνεται η γνώση των πάντων. Και εκείνος που υποτάσσεται στο Θεό, υποτάσσει στον εαυτό του κάθε σαρκικό φρόνημα, και ύστερα θα υποταχθούν σ' αυτόν τα πάντα, όταν κυριαρχήσει η ταπείνωση πάνω στα μέλη του. Όπως λένε οι άγιοι Βασίλειος και Γρηγόριος, εκείνος που εννόησε ότι ο εαυτός του βρίσκεται μεταξύ μεγέθους και ταπεινότητας- επειδή έχει νοερή ψυχή και θνητό και γήινο σώμα-, ποτέ δεν υπερηφανεύεται, ούτε απελπίζεται, αλλά από σεβασμό στη νοερή φύση της ψυχής του αποστρέφεται όλα τα αισχρά, και γνωρίζοντας την ασθένειά του αποφεύγει κάθε υψηλοφροσύνη.

Ο άνθρωπος στέκεται ανάμεσα στους δύο αυτούς δρόμους, δηλαδή την αρετή και την αμαρτία

Ο άνθρωπος στέκεται ανάμεσα στους δύο αυτούς δρόμους, δηλαδή την αρετή και την αμαρτία, και σ' όποια θέλει βαδίζει και αυτήν πραγματοποιεί. Ο δρόμος τώρα που τον κέρδισε και οι οδηγοί του δρόμου, είτε Άγγελοι είτε δαίμονες και κακοί άνθρωποι, τον τραβούν μέχρι το τέλος και χωρίς να το θέλει. Οι αγαθοί στο Θεό και στη βασιλεία των ουρανών, οι αμαρτωλοί στον διάβολο και στην αιώνια κόλαση. Κανένας δεν είναι αίτιος της απώλειας, παρά το θέλημα του ανθρώπου. Ο Θεός είναι αίτιος της σωτηρίας, ο οποίος μας χάρισε τη ζωή και τη μακαριότητα, τη γνώση και τη δύναμη, τα οποία δεν μπορεί να τα έχει ο άνθρωπος χωρίς τη χάρη του Θεού. Αλλά ούτε και ο διάβολος μπορεί να κάνει τίποτε που να οδηγεί στην απώλεια, όπως λόγου χάρη να προκαλέσει αντίθετη προαίρεση ή αδυναμία ή αθέλητη άγνοια ή οτιδήποτε άλλο, ώστε να βιάσει τον άνθρωπο παρά μόνο βάζει στο νου ενθύμηση του κακού. Εκείνος λοιπόν που εργάζεται το αγαθό πρέπει να αποδώσει τη χάρη στο Θεό, γιατί μετά την ύπαρξη μας δώρισε τα πάντα. Εκείνος πάλι που κάνει το κακό, μόνο τον εαυτό του ας κατηγορεί, γιατί κανείς δεν τον τραβά δια της βίας. Ο Θεός τον έκανε αυτεξούσιο, ώστε να γίνει άξιος για επαίνους εκ μέρους Του, όταν παρουσιάζεται να προτιμά με τη θέλησή του το αγαθό και όχι να μετέχει σ' αυτό από ανάγκη της φύσεως, όπως τα άλογα ζώα και τα άψυχα, αλλά όπως ταιριάζει στο λογικό του, με το οποίο ο Θεός τον τίμησε. Εμείς όμως θεληματικά και με τη γνώμη μας προτιμούμε να κάνομε το κακό, που το μάθαμε από τον εφευρέτη του κακού, και δεν μας βιάζει ο υπεράγαθος Θεός, για να μην παρακούομε παρά τη βία και έχομε βαρύτερη τιμωρία. Ούτε και το αυτεξούσιο μας αφαιρεί, το οποίο καλώς μας χάρισε.

Εκείνος λοιπόν που θέλει να κάνει το καλό, ας ζητά με την προσευχή από το Θεό, και αμέσως του δίνεται η γνώση και η δύναμη, για να φαίνεται ότι δίκαια στέλνει ο Θεός τη χάρη. Γιατί χωρίς προσευχή μπορούσε να τη δωρίσει, όπως το κάμει και μετά την προσευχή. Εκείνος που αναπνέει τον αέρα, γνωρίζοντας ότι χωρίς αυτόν δεν μπορεί να ζήσει, δεν είναι άξιος επαίνου, αλλά μάλλον χρωστά πολλές ευχαριστίες σ' Εκείνον που έκανε τον αέρα και του χάρισε τη δύναμη της αναπνοής και την υγεία, ώστε να αναπνέει και να ζει. Έτσι κι εμείς έχομε χρέος μάλλον να ευχαριστούμε το Θεό, γιατί και την προσευχή και τη γνώση και τη δύναμη και τις αρετές κι εμάς τους ίδιους και τα γύρω μας, όλα τα έκανε κατά χάρη. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και τα πάντα δεν παύει να μηχανεύεται για να νικήσει την κακία τη δική μας και των εχθρών μας των δαιμόνων.

Ο διάβολος, επειδή έχασε τη γνώση του Θεού από αγνωμοσύνη και υπερηφάνεια, έμεινε αναγκαστικά χωρίς γνώση. Γι' αυτό δε γνωρίζει από μόνος του τι να κάνει, αλλά βλέπει τι κάνει ο Θεός για να μας σώσει και πονηρεύεται και κάνει τα αντίθετα για να χαθούμε. Γιατί μισεί το Θεό και μη μπορώντας να τον πολεμήσει, πολεμά εμάς που είμαστε «κατ' εικόνα Θεού», νομίζοντας ότι με αυτό θα εκδικηθεί το Θεό, και μας βρίσκει υπάκουους στο θέλημά του, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Αφού δηλαδή είδε το Θεό που έπλασε την Εύα για βοήθεια του Αδάμ, ο διάβολος την έκανε συνεργό της παρακοής και της παραβάσεως. Έδωσε ο Θεός εντολή στον Αδάμ, ώστε με την τήρησή της να θυμάται τις τόσες δωρεές και να ευγνωμονεί τον Ευεργέτη, κι ο διάβολος έκανε την εντολή να γίνει αφορμή παρακοής και θανάτου. Αντί προφήτες, ο διάβολος κάνει ψευδοπροφήτες. Αντί Αποστόλους, ψευδαποστόλους. Αντί νόμο, παρανομία. Αντί αρετές, κακίες. Αντί εντολές, παραβάσεις. Αντί δικαιοσύνη, σιχαμερές αιρέσεις. Και πάλι βλέποντας το Χριστό να δίνει συγκατάβαση, από άκρα αγαθότητα, και να εμφανίζεται στους αγίους Μάρτυρες και τους οσίους Πατέρες είτε ο ίδιος, είτε μέσω Αγγέλων, είτε με κάποια άλλη ανέκφραστη οικονομία, όπως είπε, άρχισε και ο διάβολος να δείχνει σε μερικούς πολλές πλάνες, για να τους οδηγήσει στην απώλεια. Και γι' αυτό έγραψαν οι Πατέρες που είχαν διάκριση, ότι αυτά δεν πρέπει να τα δεχόμαστε, είτε με εικόνες φανερώνονται, είτε με φως ή με φωτιά, είτε με άλλη πλάνη. Γιατί μηχανεύεται ο πονηρός να μας πλανήσει μ' αυτά είτε στον ύπνο, είτε στην εγρήγορση. Κι αν τα δεχόμαστε, τότε κάνει το νου από υπερηφάνεια και τέλεια αγνωσία να ζωγραφίσει σχήματα ή χρώματα, για να νομίσει ότι είναι φανερώσεις Θεού ή Άγγελου. Πολλές φορές πάλι δείχνει και δαίμονες στον ύπνο ή και στην εγρήγορση, να φεύγουν δήθεν νικημένοι, και γενικά μηχανεύεται τα πάντα για την απώλειά μας όταν πειθόμαστε σ' αυτόν.

Μπορεί να τα κάνει όλα αυτά ο διάβολος και ν' αποτύχει, αν ακούμε τους αγίους Πατέρες που λένε ότι στην ώρα της προσευχής πρέπει να έχομε το νου άμορφο, ασχημάτιστο, άχρωμο, να μη δέχεται τίποτε, είτε φως, είτε φωτιά, ή ο,τιδήποτε άλλο ολωσδιόλου, αλλά μ' όλη μας τη δύναμη να προσηλώνομε τη διάνοια σ' εκείνα που λέμε, γιατί εκείνος που προσεύχεται μόνο με το στόμα, προσεύχεται στον αέρα και όχι στο Θεό επειδή ο Θεός προσέχει στο νου και όχι στα λόγια όπως οι άνθρωποι. Όπως λέει και η Γραφή: «Πρέπει να προσκυνούμε το Θεό πνευματικά και αληθινά», και: «Προτιμώ να πω πέντε λόγια με το νου μου, παρά μύρια λίγα με τη γλώσσα». Όταν λοιπόν ο διάβολος αποτύχει, τότε, μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο μας φέρνει λογισμό απογνώσεως, ότι «Άλλοι καιροί ήταν εκείνοι και άλλοι οι άνθρωποι στους οποίους ο Θεός έδειξε θαύματα για να πιστέψουν. Τώρα δεν είναι ανάγκη να κοπιάσομε. Χριστιανοί είμαστε όλοι και έχομε βαπτιστεί, κι όπως λέει η Γραφή, όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί. Τι ανάγκη λοιπόν έχομε;» Αν πεισθούμε και μείνομε σ' αυτά, θα βρεθούμε έρημοι, έχοντας μόνο το όνομα του χριστιανού και αγνοώντας ότι αυτός που πίστεψε και βαπτίσθηκε, οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Χριστού και, όταν κατορθώσει τα πάντα, να λέει ότι «είμαι άχρηστος δούλος». Ο Κύριος είπε στους Αποστόλους, να διδάσκουν στους ανθρώπους να τηρούν όλα όσα τους διέταξε. Και καθένας που βαπτίζεται, λέει: «Αποτάσσομαι το σατανά και πάσι τοις έργοις αυτού και συντάσσομαι τω Χριστώ και πάσι τοις έργοις Αυτού». Πού είναι η αποταγή μας, αν δεν αφήσομε κάθε πάθος και κάθε αμαρτία που θέλει ο διάβολος; Ή μάλλον, αν δεν τον μισήσομε με την ψυχή μας και δεν αγαπήσομε το Χριστό με την τήρηση των εντολών Του; Και πως θα τηρήσομε τις εντολές Του, αν δεν αρνηθούμε κάθε δικό μας νόημα και θέλημα;

 

Πάθη

Επειδή όμως έγινε λόγος για τις αρετές, ας πούμε και για τα πάθη. Έρχεται η γνώση σαν ήλιος και ο ανόητος κλείνει θεληματικά τα μάτια, δηλαδή την προαίρεση, από απιστία ή οκνηρία, κι αμέσως στέλνει τη γνώση στη λησμοσύνη με την αργία, η οποία προέρχεται από ραθυμία. Γιατί η ανοησία γεννά τη ραθυμία, κι αυτή την αργία, από την οποία δημιουργείται η λησμοσύνη, και απ' αυτήν η φιλαυτία- δηλαδή το να αγαπά κανείς τα δικά του θελήματα και νοήματα-η φιληδονία και η φιλοδοξία. Από αυτές γεννιέται η φιλαργυρία, η ρίζα όλων των κακών. Αυτή φέρνει τον περισπασμό στα βιοτικά, κι αυτός την τέλεια αγνωσία των δωρεών του Θεού και των δικών μας αμαρτιών. Από αυτό επακολουθεί η κατοίκηση μέσα μας των λοιπών παθών. Εννοώ τα οχτώ πάθη-αρχηγούς, δηλαδή τη γαστριμαργία που φέρνει την πορνεία και μαζί της τη φιλαργυρία, από την οποία γεννιέται η οργή, όταν κανείς δεν πετυχαίνει αυτό που ποθεί, δηλαδή το θέλημά του. Από την οργή διαδοχικά γεννιούνται η λύπη, η ακηδία, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. Από τα οχτώ αυτά πάθη γεννιέται κάθε κακία, πάθος και αμαρτία. Κι εκείνος, που αυτά θα τον καταπιούν, καταντά στην απόγνωση, την τέλεια απώλεια, την έκπτωση από το Θεό και την ομοίωση με τους δαίμονες, όπως είπαμε.

Αρετές

Εκείνος λοιπόν που θέλει να λάβει βέβαιη τη γνώση δια μέσου της πίστεως φυλάγει με τα έργα τη μνήμη. Σ' αυτόν ο Θεός δίνει μεγαλύτερη προθυμία, γνώση και δύναμη. Από τη φυσική γνώση δηλαδή, γεννιέται προθυμία σ' εκείνον που την προτιμά, και από την προθυμία γεννιέται δύναμη να εργάζεται. Με την εργασία φυλάγεται η μνήμη , και από τη μνήμη προέρχεται μεγαλύτερη εργασία, και μέσω αυτής δίνεται μεγαλύτερη γνώση. Από αυτήν, που λέγεται φρόνηση, γεννιέται η εγκράτεια των παθών και η υπομονή στα οδυνηρά. Από αυτές γεννιέται η μελέτη των θείων και η επίγνωση των δωρεών του Θεού και των δικών μας αμαρτιών. Αυτές πάλι γεννούν την ευγνωμοσύνη, από την οποία προξενείται ο φόβος του Θεού, μέσα στον οποίο πραγματώνεται η τήρηση των εντολών. Θέλω να πω, το πένθος, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη. Από αυτά γεννιέται η διάκριση, κι από αυτήν η διόραση, δηλαδή η πρόβλεψη των μελλοντικών πταισμάτων και η εκκοπή τους πριν πραγματοποιηθούν, από πείρα και θύμηση με την καθαρότητα του νου των προηγουμένων και των τωρινών αμαρτιών και όσων γίνονται χωρίς να το νιώσομε. Από αυτές γεννιέται η ελπίδα, που φέρνει την αποσύνδεση από τα πάθη και την τέλεια αγάπη. Τότε λοιπόν ο άνθρωπος δε θέλει τίποτε άλλο παρά το θέλημα του Θεού, αλλά και αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με χαρά την αφήνει, ένεκα της αγάπης του Θεού και του πλησίον, γιατί έγινε σοφός και μέσα του κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και υιοθετήθηκε από το Θεό, επειδή έχει σταυρωθεί και ταφεί και αναστηθεί και αναληφθεί νοερά μαζί με το Χριστό με τη μίμησή Του, δηλαδή με τη διαγωγή Του στο κόσμο. Και γενικά γίνεται θέσει κατά χάρη, παίρνοντας τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας , όπως λέει ο Θεολόγος, και μ' αυτόν γινόμενος σχετικά με τους οχτώ λογισμούς απαθής, δίκαιος, αγαθός, και σοφός, έχοντας μέσα του το Θεό, όπως είπε ο Χριστός, με την τήρηση των εντολών Του με τη σειρά, από την πρώτη και τις λοιπές. Γι' αυτές θα μιλήσω παρακάτω, πως πρέπει να γίνεται η εργασία των εντολών.

Εκείνος που θέλει να τον βλέπει, φωτίζεται από αυτόν, ενώ εκείνος που δεν θέλει να τον βλέπει, δεν εξαναγκάζεται απ' αυτόν.

... ο Θεός δεν αναγκάζει κανένα από εμάς, αλλά είναι όπως ο ήλιος που στέλνει τις ακτίνες του και φωτίζει όλον τον κόσμο. Εκείνος που θέλει να τον βλέπει, φωτίζεται από αυτόν, ενώ εκείνος που δεν θέλει να τον βλέπει, δεν εξαναγκάζεται απ' αυτόν. Και κανένας άλλος δεν είναι αίτιος που στερείται κάποιος το φως, παρά ο ίδιος που δεν θέλει να το έχει. Γιατί ο Θεός έκανε τον ήλιο και τα μάτια, κι ο άνθρωπος έχει εξουσία να δει. Έτσι κι εδώ. Ο Θεός όλους τους καταφωτίζει με τις γνώσεις σαν ακτίνες, και μετά τη γνώση έδωσε και τη πίστη σαν μάτι.

... για να ξαναποκτήσομε την αρχική υγεία της ψυχής

Όπως οι άρρωστοι χρειάζονται τις εγχειρίσεις και τις καυτηριάσεις για την υγεία που έχασαν, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε τους πειρασμούς, τους κόπους της μετάνοιας και το φόβο του θανάτου και των κολάσεων για να ξαναποκτήσομε την αρχική υγεία της ψυχής και να διώξομε την αρρώστια που μας προξένησε η ανοησία μας. Όσο μάλιστα ο Γιατρός των ψυχών μας χαρίζει θεληματικό ή αθέλητο πόνο, τόσο περισσότερο να ευχαριστούμε τη φιλανθρωπία Του και να το δεχόμαστε με χαρά. Γιατί μας ευεργετεί όταν πληθαίνει τους πόνους, είτε τους θεληματικούς που συνδέονται με τη μετάνοια, είτε τους αθέλητους των πειρασμών και τιμωριών, ώστε εκείνοι που θέλουν να θλιβούν θεληματικά, να λυτρώνονται έτσι από την αρρώστια και τις μέλλουσες τιμωρίες, ίσως μάλιστα και από τις τωρινές, ενώ οι αγνώμονες, με τις τιμωρίες έστω και τους ποικίλους πειρασμούς να θεραπευθούν από ευεργεσία του Γιατρού. Εκείνοι όμως που αγαπούν την αρρώστια και μένουν σ' αυτή, προξενούν στον εαυτό τους τις αιώνιες τιμωρίες, αφού έγιναν όμοιοι με τους δαίμονες, και δικαίως θα απολαύσουν μαζί τους τις αιώνιες κολάσεις που είναι ετοιμασμένες για τους δαίμονες, επειδή θέλησαν μαζί με αυτούς να είναι αχάριστοι στον Ευεργέτη.

Γιατί χωρίς τη διάκριση δεν είναι καλά τα έργα μας

Αρχή κάθε αγαθού είναι η φυσική γνώση που δίνεται από το Θεό, είτε από τις Γραφές μέσω κάποιου ανθρώπου, είτε μέσω αγγέλου, είτε ως δωρεά που δίνεται κατά το άγιο βάπτισμα, η οποία λέγεται κατά συνείδηση, για φύλαξη της ψυχής κάθε πιστού και για υπενθύμιση των αγίων εντολών του Χριστού. Μ' αυτές, αν θελήσει να τις τηρήσει, φυλάγεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος στον βαπτιζόμενο. Υστερα από τη γνώση είναι η προαίρεση του ανθρώπου. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας. Αυτό θα πει, να εγκαταλείψει ο άνθρωπος τα δικά του θελήματα και νοήματα και να κάνει τα θελήματα και τα νοήματα του Θεού. Και αν μπορέσει να τα κάνει αυτά, δεν βρίσκεται σε όλη την κτίση πράγμα ή προσπάθεια ή τόπος που να μπορεί να τον εμποδίσει να γίνει όπως ο Θεός εξαρχής θέλησε να είναι, «κατ' εικόνα και κατ' ομοίωσιν Αυτού» και κατά χάρη θέσει θεός, απαθής, δίκαιος, αγαθός και σοφός, είτε πλούσιος είναι, είτε φτωχός, είτε ζει την παρθενική ζωή, είτε τη συζυγική, είτε είναι άρχοντας και ελεύθερος, είτε υποτακτικός και δούλος, γενικά σε κάθε περίσταση και τόπο και πράγμα. Γι' αυτό και υπάρχουν πολλοί δίκαιοι και στην περίοδο πριν δοθεί ο Νόμος, και κατά το Νόμο, και στην εποχή της χάρης, γιατί προτίμησαν τη γνώση του Θεού και το θέλημά Του, από τα δικά τους νοήματα και θελήματα. Και αντίθετα, πολλούς βρίσκομε στους ίδιους καιρούς και στα ίδια πράγματα να έχουν απωλεσθεί, γιατί προτίμησαν τα δικά τους νοήματα και θελήματα από αυτά του Θεού. Αυτά λοιπόν έτσι έχουν.

Έχουν όμως διαφορά οι τόποι και τα έργα, και καθένας οφείλει να έχει διάκριση, είτε αυτή που δίνει ο Θεός σ' όσους έχουν ταπεινοφροσύνη, είτε με ερώτηση εκείνων που έχουν τα χαρίσματα της διακρίσεως. Γιατί χωρίς τη διάκριση δεν είναι καλά τα έργα μας, και αν ακόμη από άγνοιά μας νομίζομε ότι είναι καλά. Κι αφού κανείς μάθει με τη διάκριση για τη δύναμή του σχετικά με αυτό που θέλει να κάνει, τότε κάνει αρχή να ευαρεστεί το Θεό. Αλλά όπως είπαμε, πρέπει σε όλα να αρνηθεί τα δικά του θελήματα για να επιτύχει το θεϊκό σκοπό και να εκτελέσει το έργο του όπως θέλει ο Θεός. Αν δεν κάνει έτσι, δεν μπορεί με τίποτε να σωθεί

 

πως ανάμεσα σε τόσα κακά πολλοί σώθηκαν, χωρίς τίποτε να μπορέσει να τους εμποδίσει και πολλοί χάθηκαν χωρίς να το θέλει ο Θεός.

Θαύμαζα επίσης πως, ενώ είναι αγαθός και υπεράγαθος και πολυεύσπλαχνος Θεός, παραχώρησε να έρθουν στον κόσμο οι πολλοί και ποικίλοι πειρασμοί και θλίψεις. Άλλους απ' αυτούς, ο Θεός τους παραχωρεί θέλοντας όπως είναι οι κόποι της μετάνοιας, δηλαδή η πείνα, η δίψα, το πένθος, η στέρηση των αναγκαίων, η εγκράτεια στα ευχάριστα, το λιώσιμο του σώματος στην άσκηση, οι αγρυπνίες, οι κόποι, οι πόνοι, τα πολλά και πικρά δάκρυα, οι στεναγμοί ο φόβος του θανάτου, της εξετάσεως, της απολογίας και της κατοικήσεως στον Άδη μαζί με τους δαίμονες, η φρικτή εκείνη ημέρα της κρίσεως, η μέλλουσα αισχύνη μπροστά σε όλη την κτίση, ο τρόμος ο πικρός έλεγχος για τις πράξεις, τους λόγους και τις σκέψεις, η απειλή, η οργή, η πολύτροπες και αιώνιες τιμωρίες, ο ανώφελος θρήνος και τα ακατάπαυστα δάκρυα, το άφεγγο σκοτάδι, ο φόβος, ο πόνος, ο ξεπεσμός, η λύπη, η στενοχώρια και το πνίξιμο της ψυχής και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα. Σ' αυτά ας προσθέσομε τους κινδύνους σ' αυτόν τον κόσμο, τα ναυάγια, τις ποικίλες ασθένειες, τις αστραπές, τις βροντές, το χαλάζι, τους σεισμούς, τους λιμούς, τους καταποντισμούς, τους πρόωρους θανάτους, και γενικά όλα τα λυπηρά που μας έρχονται χωρίς να θέλομε, κατά παραχώρηση του Θεού. Άλλους πάλι πειρασμούς δεν τους θέλει ο Θεός, αλλά εμείς και οι δαίμονες. Τέτοιοι είναι οι μάχες, τα πάθη, οι πολλών ειδών αμαρτίες-που προχωρώντας στο λόγο μας θα πούμε και τα ονόματά τους, από τη αφροσύνη μέχρι την απόγνωση και την τέλεια απώλεια-, η επιδρομή των δαιμόνων η τυραννία των παθών, οι εγκαταλείψεις, οι ταραχές και μεταβολές του βίου, οι θυμοί, οι συκοφαντίες, και κάθε θλίψη που εμείς θεληματικά προξενούμε ο ένας στον άλλον χωρίς να το θέλει ο Θεός. Και πάλι, πως ανάμεσα σε τόσα κακά πολλοί σώθηκαν, χωρίς τίποτε να μπορέσει να τους εμποδίσει και πολλοί χάθηκαν χωρίς να το θέλει ο Θεός.

// Template Design © Joomla Templates | GavickPro. All rights reserved.