fbpx
Religious

Main Menu Articles

Θρησκευτικά αναγνώσματα

Ορθόδοξα θρησκευτικά αναγνώσματα με δυνατότητα εκτύπωσης για μετέπειτα μελέτη, σταχυολογήματα από το βιβλίο "Η Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών" με ετικέτες, θρησκευτικά βιβλία με ηχογράφηση, η Καινή Διαθήκη με αρχαίο και νεοελληνικό κείμενο (σύντομα), οι Ψαλμοί του Δαυίδ, η "Κλίμακα" του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη (με ηχογράφηση), ο "Αόρατος Πόλεμος" του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, (με ηχογράφηση), "Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή" με ηχογραφημένο το κείμενο, και άλλα. Φωτογραφίες από ορθόδοξα μοναστήρια στην Ελλάδα. Βίοι κάποιων αγίων.

Διάφορα

Διάφορα ορθόδοξα με δυνατότητα εκτύπωσης για μετέπειτα μελέτη,

Λογιστικό Επιθυμητικό Θυμικό Ψυχή

Ψαλμοί του Δαυίδ - Εισαγωγικό σημείωμα

Οἱ ψαλμοί ἕνα θεόπνευστο βιβλίο γιά ὅλες τίς περιπτώσεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Οἱ ψαλμοί εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 


Ἕνας ἁγιορείτης Γέροντας κρατώντας τό ψαλτήρι ἔλεγε:"Ὁ Θεός ἔσκυψε καί εἶπε στό παιδί του τόν Δαβίδ αὐτά πού θέλει ν' ἀκούη"!

"Τά νοήματα τῶν ψαλμῶν ἀθόρυβα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τά ἀπο τυπώνει στά πιό βαθειά ἱερά βάθη τῆς καρδιᾶς. Ἔτσι ἡ καρδιά φωτίζεται καί μέ τή σειρά της θερμαίνει πνευματικά τό συναίσθημα, τή λογική καί τή θέληση, ἐνῶ παράλληλα ἐπηρεάζει θετικά τίς σχέσεις μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἔξω κόσμο, γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας, φιλάνθρωπα σκεπτόμενη περιέλαβε τούς ψαλμούς στίς καθημερινές προσευχές. Στίς Ἱερές Μονές μέσα στή ροή τῶν ἀκολουθιῶν  σ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἡμερονυκτίου, διαβάζονται περίπου ἑξήντα ψαλμοί.
Ἀνάλογα μέ τή θεολογική τους σύσταση καί τή θεολογική τους ἰδιομορφία διακρίνονται γενικά σέ δοξολογικούς, εὐχαριστίας, πένθους, μετανοίας, διδακτικούς, μεσσιακούς καί ἐσχατολικούς. Κέντρο τους εἶναι ὁ Ἅγιος Θεός, ἐνῶ στό φωτεινό ὁρίζοντα τῆς περιφερείας τους "ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατενώπιον τοῦ Θεοῦ". 

Σάν γλυκύς συνοδοιπόρος

Σάν γλυκύς συνοδοιπόρος, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὁ προφήτης Δαβίδ βρίσκεται σέ ὅλους τούς δρόμους τῆς ζωῆς καί ἀναστρέφεται πρόσφορα μέ ὅλες τίς πνευματικές ἡλικίες καί εἶναι κοντά σέ κάθε παράταξη πού προκόβει. Παίζει μέ ὅσους νηπιάζουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ τούς ἄνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεῖ τή νεότητα, ὑποστηρίζει τά γηρατειά, γίνεται στούς πάντες τά πάντα. Γίνεται τό ὅπλο τῶν στρατιωτῶν, ὁ προπονητής τῶν ἀθλητῶν, ἡ παλαίστρα ὅσων γυμνάζονται, τό στεφάνι τῶν νικητῶν, ἡ χαρά τοῦ τραπεζιοῦ, ἡ παρηγοριά στίς κηδεῖες. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό τή ζωή μας πού νά εἶναι ἀμέτοχο ἀπό αὐτή τή χάρη". 

Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι: "Ὁ ψαλμός ἀποκοιμίζει τήν ἀγριότητα τῆς ψυχῆς... εἶναι γαλήνη τῶν ψυχῶν μας· μᾶς δίδει ὡσάν ἕνα βραβεῖον τήν εἰρήνην, μέ τό νά καθησυχάζη τήν ταραχήν καί τά κύματα τῶν λογισμῶν μας. Διότι καταπραΰνη τόν θυμόν τῆς ψυχῆς καί χαλιναγωγεῖ τήν πρός τήν ἀσωτίαν καί ἀκολασίαν κλίσιν τοῦ ἀνθρώπου... Ὁ Ψαλμός εἶναι συμβοηθός τῆς φιλίας, ἕνωσις τῶν χωρισμένων, μέσον πρός συμφιλίωσιν τῶν ἐχθρευομένων. Μᾶς δίδει καί τό μέγιστον ἀπό ὅλα τά ἀγαθά, μᾶς δίδει τήν ἀγάπην. Διώκει τούς δαίμονας καί προσκαλεῖ τήν βοήθειαν τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι ὅπλον ἐναντίον τῶν νυκτερινῶν φόβων μας καί ἀνάπαυσις ἀπό τούς ἡμερινούς κόπους". 

Σέ αὐτό τό πόνημα καταχωροῦνται οἱ περιπτώσεις πού βασανίζουν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί οἱ ψαλμοί πού εἶναι ἡ καρδιά ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς καί ὁ ἀναγνώστης θά βρῆ ἀνάπαυση καί λύτρωση ἀνάλογα μέ τήν πίστη του.
Τά θέματα τά ὁποῖα διαπραγμνατεύονται εἶναι ἀπό κείμενα ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καταγράφονται σέ διάφορα ἔντυπα, τοῦ Πατριαρχείου Ἱερουσολήμων, Ἱερῶν Μητροπόλεων καί μεμονωμένα θρησκευτικά περιοδικά.

Ὁ κάθε ψαλμός διαπραγματεύεται πολλά θέματα καί ἐκτός αὐτοῦ μέσα του "κρύβει" καί τήν πνευματική ἑρμηνεία ἀναγωγική (ἀπό τά ὁρατά σέ ἀνεβάζει στά πνευματικά). 
Ὁ στάρετς τῆς Ὅπτινα Ὅσιος Νεκτάριος, ἑρμήνευε π.χ τά λόγια τοῦ πρώτου ψαλμοῦ· "Μακάριος ἀνήρ..." ὡς ἑξῆς: "Αὐτός ὁ ψαλμός κατά γράμμα σημαίνει πώς ἕνας ἄνθρωπος εἶναι μακάριος καί εὐλογημένος, ὅταν ἀποφεύγη τίς ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλές συ-ναθροίσεις καί δέν λαμβάνει μέρος σέ αἱρετικές ἤ ἀντιεκκλησιαστικές διδασκαλίες. 

Σύμφωνα μέ ἄλλη πνευματική ἑρμηνεία ὁ μακάριος ἄνθρωπος εἶναι ὁ νοῦς, πού δέν δέχεται τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς (σκέψεις μέ εἰκόνες). Βέβαια εἶναι ἀδύνατον νά ἐμποδίση κανείς τήν ἐπίθεση αὐτῶν τῶν λογισμῶν· εἶναι ὅμως δυνατόν νά μήν ἀσχολεῖται καί νά μή συζητῆ μαζί τους, ἀλλά νά λέη συνεχῶς: "Κύριε ἐλέησον". Καί τότε κάθε ὑλικό καί γήϊνο ἐξαφανίζεται. Αὐτός ἀκριβῶς πού ἐνεργεῖ ἔτσι ἀποκαλεῖται μακάριος ἄνθρωπος". 

Ὁ μακαρισμός γέροντας Παΐσιος ἔλεγε γιά τούς ψαλμούς: "Εὐλογημένη ψυχή, τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο στό Θεό. Ζήτα του μέ εὐγένεια αὐτό πού θέλεις. Ἐάν δυσκολεύεσαι, διάβασε τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Θά δῆς ἐκεῖνος μέ τί τρόπο ζητοῦσε ἀπό τό Θεό καί ἐλάμβανε αὐτό πού ποθοῦσε".
"Ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό τό Χριστό, στεροῦνται τόν θεῖο φωτισμό, γιατί ἄφησαν τό προσήλιο σάν τούς ἀνοήτους καί πηγαίνουν στό ἀνήλιο... Βλέπετε τό Ψαλτήρι πού εἶναι γραμμένο μέ θεῖο φωτισμό, τί βαθειά νοήματα ἔχει! Μάζεψε, ἄν θέλης ὅλους τούς θεολόγους, ὅλους τούς φιλολόγους, καί θά δῆς ὅτι ἕναν ψαλμό μέ τέτοι βάθος δέν μποροῦν νά φτιάξουν! Ἐνῶ ὁ Δαβίδ ἦταν ἀγράμματος, ἀλλά βλέπεις καθαρά πῶς τόν ὁδηγοῦσε τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ".

"Πῆγε κάποιος οἰκογενειάρχης στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπε γιά τίς κτηματικές ἀδικίες πού ἔγιναν εἰς βάρος του.:" Ἐγώ δέν στενοχωριέμαι γιά τήν ἀδικία γιατί δαβάζω τό Ψαλτήρι. Ἕνα Κάθισμα τό ἀπόγευμα καί δυό Καθίσματα πρίν ξημερώση. Σχεδόν τό ἔμαθα ἀπ' ἔξω. Κανένας Ψαλμός δέν λέει ὅτι οἱ ἄδικοι ἔκαναν προκοπή. Ἐνῶ τούς δικαίους τούς σκέφτεται ὁ Θεός. Ἐγώ Πάτερ μου δέν λυπᾶμαι τά κτήματα πού ἔχασα, ἀλλά λυπᾶμαι τά ἀδέλφια μου  πού χάνουν τήν ψυχή τους". 

Ὁ δέ Γέροντας Πορφύριος σέ ἐρώτηση ἑνός συνομιλητή του τί κάνει τίς νύκτες, ἀπάντησε:"Διαβάζω τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ, ἀλλά μέ πίστη στό νόημα τῶν λέξεων πού διαβάζω. Πῶς νά στό πῶ, ἔχουν δύναμη οἱ ψαλμοί, πολύ μεγάλη δύναμη, γιατί γράφτηκαν μέ πολλά δάκρυα καί πολλή ταπείνωση. Τέτοια ταπείνωση, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶπε: "βρῆκα ἀνάπαυση μόνο στήν καρδιά τοῦ Δαβίδ".

Γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν ἔλεγε ὁ Γέροντας:
"Ἡ μητέρα πρέπει νά προσεύχεται πολύ κατά τήν περίοδο τῆς κυήσεως καί ν' ἀγαπάη τό ἔμβρυο, νά χαϊδεύη τήν κοιλιά της, νά διαβάζη ψαλμούς, νά ψάλλη τροπάρια νά ζῆ ζωή ἁγία". 
Γιά τήν μεγάλη πνευματική ἀξία τῶν ψαλμῶν ὁ ἀναγνώστης θά τό διαπιστώση ὅταν τούς μελετᾶ, μέ ταπείνωση. Γιά τήν καλύτερη κατανόησή των σχολιάζουμε ψαλμούς σύμφωνα μέ τή γνώμη τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τι ώρα διαβάζονται οι Ψαλμοί

Η μεγαλόσχημη Γερόντισσα Αντωνία ΚΑVESHNIKOVA (1904-1996) έλεγε τι ώρα πρέπει να διαβάζουμε τους Ψαλμούς Από τα μεσάνυχτα μέχρι τις τρεις το πρωί ο ουρανός είναι ανοιχτός. Είναι πολύ πολύτιμη η προσευχή κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών. Μετά τα μεσάνυχτα, είναι καλό να βάλουμε τρεις μεγάλες μετάνοιες με προσευχή στον Σωτήρα, τη Θεοτόκο και τον Άγγελο τον Άγγελο φύλακα μας.

Ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν, -Ὅσιος Ἀρσένιος ο Καππαδόκης

Ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν, κατὰ τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη

Ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, σαν ιερέας που ήταν, χρειαζόταν να διαβάζει ευχές για διάφορες περιπτώσεις. Οι ευχές όμως του Ευχολογίου δεν αρκούσαν, επειδή υπήρχαν πολλές περιπτώσεις για τις οποίες δεν υπήρχε ανάλογη ευχή. Έτσι ο Όσιος Αρσένιος χρησιμοποιούσε όλους τους ψαλμούς του Ψαλτηρίου, ορίζοντας έναν ψαλμό, για καθεμιά περίπτωση. (Ο Όσιος Αρσένιος τους χρησιμοποιούσε και για ευχή).


Το Ψαλτήρι, με τη χρήση αυτή, το είχε και ο Γέροντας και το διάβαζε καθημερινά ολόκληρο. Μερικές φορές μάλιστα χώριζε τη νύχτα σε ώρες, από τις 9:00 ως τις 10:00 π.χ. διάβαζε την ευχή και ευχόταν για όσους τελειώνουν αργά από τις δουλειές τους και γυρίζουν στα σπίτια τους, για να τους φυλάει ο Θεός, από τις 11:00 ως τις 12:00 ευχόταν για όσους ταξιδεύουν τη νύχτα, να μην παθαίνουν ατυχήματα, από τις 12:00 ως τις 1:00 για όσους ξενυχτούν μέσα στα κακόφημα κέντρα, για να τους βοηθήσει ο Θεός να ξεφύγουν. Γενικά ευχόταν για όλες τις περιπτώσεις : για όσους ήταν μέσα στα νοσοκομεία, για τα ζευγάρια που μάλωναν, για να λυπηθεί ο Θεός τα παιδάκια κ.λ.π.


Αυτή τη χρήση του Ψαλτηρίου σύμφωνα με τον Όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, παραθέτουμε ως μια κατάσταση που εξηγεί σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται ο κάθε ψαλμός.

 

http://www.pigizois.net/vivlia/psalmoi_david/

ΚΛΙΜΑΞ - αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη

ΛΟΓΟΣ ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ
ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ «ΠΛΑΚΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑΙ»
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ

τὸν ὁποῖον ἀπέστειλε εἰς τὸν ἀββᾶν Ἰωάννην, καθηγούμενον τῆς Ῥαϊθοῦ.

Εἶναι διηρημένος εἰς τριάκοντα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα ὡσὰν βαθμίδες κλίμακος, ἀναβιβάζουν ὅσους τὰ ἀκολουθοῦν ἀπὸ τὰ χαμηλότερα εἰς τὰ ὑψηλότερα, ἐξ οὗ καὶ τὸ βιβλίον ὠνομάσθη

ΚΛΙΜΑΞ

Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ἡ πόλις ποὺ ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε τὸν θεῖον αὐτὸν ἄνδρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀθλητικὴ καὶ ἀσκητική του ζωὴ δὲν μπορῶ νὰ ἀναφέρω μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀσφάλεια. Τὴν πόλι ὅμως ὅπου τώρα ζῆ καὶ ἡ ὁποία τὸν τρέφει μὲ ἀμβροσία, τὴν ἐγνώρισε πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος· διότι ὁπωσδήποτε εὑρίσκεται τώρα καὶ αὐτὸς σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, τῶν ὁποίων «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».

Ἐκεῖ χορταίνοντας τὰ ἀχόρταστα μὲ ἄϋλη αἴσθησι καὶ βλέποντας τὰ ἀθέατα κάλλη, ἀπολαμβάνει τὶς ἀντάξιες ἀμοιβὲς τῶν ἱδρώτων του. Καὶ ἀφοῦ σὰν ἄκοπο βραβεῖο τῶν κόπων τοῦ ἐκέρδισε τὴν οὐράνιο κληρονομία, χορεύει αἰώνια μαζὶ μ᾿ ἐκείνους, τῶν ὁποίων πλέον «ὁ ποὺς ἔστη ἐν εὐθύτητι». Πῶς δὲ κέρδισε αὐτὴν τὴν μακαριότητα ὁ ἀοίδιμος, αὐτὸ θὰ τὸ ἐκθέσω στὴν συνέχεια.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὅσιος Πατὴρ σὲ ἡλικία περίπου δέκα ἓξ περίπου ἐτῶν προσέφερε τὸν ἑαυτόν του στὸν Χριστὸν ὡς «θυσίαν εὐάρεστον καὶ δεκτήν», μὲ τὸ νὰ εἰσέλθῃ στὸν ζυγὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἀπὸ αὐτὴ δὲ τὴν διαμονή του στὸν ὁρατὸ τόπο, πορευόταν καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸν ἀόρατο Θεόν. Καὶ τὴν μὲν ξενιτεία ἀκολούθησε σὰν προστάτιδα τῶν νοερῶν νεανίδων, δηλαδὴ τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Μὲ αὐτὴν τὴν ξενιτεία ἀπέβαλε ὅλη τὴν ἄσεμνη παρρησία καὶ ἐφόρεσε τὴν εὐπρεπῆ ταπείνωσι καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀκόμη ἀπεδίωξε τὸν δαίμονα τῆς αὐταρεσκείας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸν ἑαυτό του. Ὑπετάγη καὶ ἐμπιστεύθηκε τὴν ψυχή του ἐν Κυρίῳ στὸν πνευματικό του πατέρα σὰν σὲ ἕναν ἄριστο κυβερνήτη, καὶ ἔτσι ἀκίνδυνα ἐταξείδευε τὸ μεγάλο, ἐπικίνδυνο καὶ τρικυμιῶδες ταξείδι τῆς παρούσης ζωῆς.

Τόσο πολὺ δὲ ἀπέθανε γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ προσωπικά του θελήματα, σὰν νὰ εἶχε ψυχὴ χωρὶς λογικὴ καὶ χωρὶς θέλησι καὶ ἀποξενωμένη τελείως ἀπὸ τὶς φυσικὲς κλίσεις καὶ ἐπιθυμίες. Ἂν καὶ ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν οὐράνια τούτη «ἀμάθεια» εἶχε ἀποκτήσει καλὰ τὴν ἐγκύκλιο κοσμικὴ σοφία-πράγμα παράδοξο, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ ὑπερηφάνεια τῆς κοσμικῆς σοφίας ἐκφυλίζει τὴν ἐν Χριστῷ ταπείνωσι.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι ἐπολιτεύθηκε ἐπὶ δεκαεννέα χρόνια καὶ στολίσθηκε μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑποταγῆς, ὅταν πλέον ὁ ἅγιος Γέροντας ποὺ τὸν ἐπαιδαγώγησε εἶχε φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, τότε ἐξέρχεται καὶ ὁ ἴδιος στὸν ἀγώνα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, κρατώντας στὰ χέρια του, σὰν ὅπλα δυνατά, τὶς ἱερὲς εὐχὲς τοῦ Γέροντός του, γιὰ νὰ καταρρίψει μὲ αὐτὲς τὰ ὀχυρώματα τοῦ σατανᾶ.

Ἐκλέγει τὴν παλαίστρα τῆς ἐρημιτικῆς του ἀσκήσεως σὲ ἀπόστασι πέντε «σημείων» (δηλαδὴ ὀκτὼ χιλιομέτρων), ἀπὸ τὸ Κυριακὸ τῆς Μονῆς, στὴν τοποθεσία ποὺ λεγόταν Θολᾶς, καὶ διαβιοῖ ἐκεῖ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς ὀκνηρία καὶ ἀμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν διακαῆ ἔρωτα καὶ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης. – Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ περιγράψῃ καὶ νὰ ἐγκωμιάσῃ μὲ λόγια τους μόχθους ποὺ κατέβαλε στὸ μέρος αὐτὸ ὁ Ὅσιος; Πῶς δὲ νὰ ἔλθουν στὴν ἐπιφάνεια ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κόποι, οἱ ὁποῖοι ἐσπείροντο ἀφανῶς χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς βλέπει; Ὅμως παίρνοντας σὰν μικρὲς ἀφορμὲς μερικὰ ἀπὸ τὰ γνωστὰ κατορθώματά του, ἂς ἀκούσουμε τὴν ὁσιωτάτη ζωὴ τοῦ μεγάλου Ὁσίου.

* * *

Ἔτρωγε ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπονται στοὺς μοναχούς, πολὺ ὀλίγο ὅμως. Ἔτσι ὥστε μὲ μεγάλη σοφία νικοῦσε συγχρόνως τὸ κέρας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς οἰήσεως. Διότι μὲ ὀλίγη τροφὴ συνέθλιβε παντοιοτρόπως τὴν μανιώδη καὶ ἄπληστη δέσποινα, τὴν κοιλία, καὶ μαζὶ μὲ τὴν στέρησι τῆς ἔλεγε: «σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε δηλαδὴ τὸ στόμα σου. Καὶ μὲ τὸ ὅτι ἔτρωγε ὀλίγο καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ φαγητὰ νικοῦσε καὶ ὑπεδούλωνε τὴν τυραννία τῆς κενοδοξίας. Ἐπὶ πλέον δὲ μὲ τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ καὶ τὴν ἀποφυγὴ συναντήσεων μὲ ἄλλα πρόσωπα, ἔσβησε τὴν φλόγα καὶ τὴν κάμινο τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, μέχρι ποὺ τὴν ἔκανε ὁριστικὰ στάχτη καὶ τὴν ἀπεκοίμισε.

Ἀνδρείως ὁ ἀνδρεῖος ἀπέφυγε, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν στέρηση τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴν συντήρησή του, καὶ τὴν προσκύνησι τῶν εἰδώλων, (δηλαδὴ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλλησι στὰ ὑλικά).

Τὴν ψυχή του τὴν ἀνέστησε ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε κάθε στιγμή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἀδράνεια, κεντώντας την μὲ τὸ κεντρὶ τῆς μνήμης τοῦ θανάτου.

Μὲ τὴν ἀπονέκρωσι πάλι κάθε «προσπαθείας», ἴσως καὶ μὲ κάποια αἴσθησι τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἀγαθῶν, ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ἐνωρίτερα δὲ εἶχε θανατώσει μὲ τὸ ξίφος τῆς ὑπακοῆς, τὴν τυραννικὴ ὀργή.

Μὲ τὸ σῶμα ποὺ δὲν ἔβγαινε ἔξω καὶ μὲ τὸ λόγο ποὺ ἀκόμη περισσότερο δὲν ἐξερχόταν ἀπὸ τὸ στόμα του, ἐθανάτωσε τὴν βδέλλα τῆς κενοδοξίας ποὺ ἁπλώνει παντοῦ τὸν ἱστό της σὰν ἀράχνη.

Τί ἀπέμεινε λοιπόν; Ἡ νίκη καὶ τὸ βραβεῖο κατὰ τῆς ὀγδόης κακίας, ἡ τελεία δηλαδὴ κάθαρσις ἀπὸ τὴν ἀντίθεο ὑπερηφάνεια. Τὴν κάθαρσι αὐτὴ τὴν ἄρχισε μὲν ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπακοή, σὰν ἄλλος Βεσελεήλ, τὴν ἀπετελείωσε δὲ ὁ Κύριος της ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦλθε ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως καὶ ὕψωσε ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας τὴν ταπείνωσι, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθῆ ὁ διάβολος καὶ ἡ συμμορία του.

* * *

Ἀλλὰ καὶ σὲ ποιὸ μέρος τοῦ στεφάνου ποῦ πλέκω νὰ τοποθετήσω τὴν πηγὴ τῶν δακρύων τοῦ Ὁσίου; Χάρισμα ποὺ δὲν εὑρίσκεται σὲ πολλούς. Τῶν δακρύων αὐτῶν τὸ ἀπόκρυφο ἐργαστήριο σώζεται ἀκόμη μέχρι σήμερα καὶ εἶναι ἕνα πολὺ μικρὸ σπήλαιο ποὺ εὑρίσκεται σὲ κάποια ἄκρη, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους, καὶ σὲ τόση ἀπόστασι ἀπὸ τὸ ἰδικό του καὶ ἀπὸ κάθε κελλί, ὅση χρειαζόταν γιὰ νὰ φράξῃ τὰ αὐτιά του στὶς φωνὲς τῆς κενοδοξίας, νὰ φθάνῃ δὲ μέχρι τὸν οὐρανὸ μὲ τοὺς ὀλολυγμούς, μὲ τὶς κραυγὲς καὶ τὶς ἐπικλήσεις τῆς θείας βοηθείας καὶ ἄλλα παρόμοια, σὰν αὐτὰ ποὺ παρατηροῦνται σὲ ὅσους τοὺς κτυποῦν μὲ ξίφη καὶ πυρωμένα σίδερα καὶ τοὺς βγάζουν τὰ μάτια.

Ὁ ὕπνος ποὺ ἔπαιρνε ἦταν τόσος, ὅσος χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴ βλαφθῇ τὸ μυαλό του ἀπ᾿ τὴν ἀγρυπνία. Πρὸ τοῦ ὕπνου δέ, προσευχόταν πολὺ καὶ τακτοποιοῦσε τὰ κείμενα ποὺ ἔγραφε, διότι αὐτὸ εἶχε σὰν φίμωτρο τῆς ἀκηδίας. Ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν προσευχὴ ἀέναος καὶ ἔρως ἀνέκφραστος πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέρα ἐνατένιζε μέσα στὸν καθαρώτατο καθρέπτη τῆς ἁγνότητός του, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ χορτάσῃ, ἢ καλύτερα χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὸν χορτάσῃ.

* * *

Κάποιος μοναχὸς ὀνομαζόμενος Μωυσῆς, ἔνοιωσε στὴν καρδιά του νὰ ἀνάβῃ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν θεοφόρο αὐτὸν Πατέρα καὶ τὸν ἐκλιπάρησε πολύ, χρησιμοποιώντας γιὰ μεσίτες πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πατέρες, νὰ τὸν δεχθῇ σὰν μαθητή του, γιὰ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπὸν μὲ τὶς παρακλήσεις ἐκείνων, τὸν ἔκαμψε τὸν μακάριο, ὥστε νὰ τὸν προσλάβη κοντά του ὡς ὑποτακτικό.

Συνέβη δὲ κάποτε νὰ τὸν διατάξῃ ὁ ἅγιος Πατὴρ νὰ μεταφέρη κατάλληλο χῶμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουν λάχανα. Ὁ Μωυσῆς πράγματι ἔφθασε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε καὶ πρόθυμα ἐκτελοῦσε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε. Ὅταν ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καὶ ἦλθε τὸ καταμεσήμερο, ὅποτε ἡ ζέστη ἐφλόγιζε σὰν καμίνι τὸν τόπο, διότι ἦταν Αὔγουστος μήνας, ὁ Μωυσῆς ἐλύγισε καὶ κουρασμένος πολὺ ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ χώματος, σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε ὀλίγο νὰ ξεκουρασθῇ. (Γιὰ νὰ ἔχῃ δὲ σκιά), ξάπλωσε κάτω ἀπὸ ἕναν τεράστιο λίθο καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπεκοιμήθηκε. Ἀλλ᾿ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ πικραίνωνται μὲ τίποτα οἱ γνήσιοι δοῦλοι του, ἐπρόφθασε μὲ τὴ συνήθη εὐσπλαχνία του τὸ κακό, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ Μωυσῆ. Ἔγινε αὐτό, θὰ σᾶς τὸ διηγηθῶ ἀμέσως. Ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του, κατὰ τὴν συνήθειά του, μελετώντας καὶ συνομιλώντας μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεόν, ἔπεσε σ᾿ ἕναν ἐλαφρότατο ὕπνο, ὅποτε βλέπει κάποιον ἱεροπρεπῆ ἄνδρα, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξυπνήσῃ καὶ σὰν νὰ τὸν εἰρωνευόταν γιὰ τὸν ὕπνο, τοῦ ἔλεγε: «Ἰωάννη, πῶς κοιμᾶσαι ἀμέριμνος, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς εὑρίσκεται σὲ κίνδυνο»; Πετάχτηκε τότε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ προσεύχεται, χρησιμοποιώντας τὴν προσευχὴ σὰν ὅπλο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ μαθητοῦ του.

Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μωυσῆς, τὸν ἐρώτησε μήπως τοῦ συνέβη τίποτε τὸ φοβερὸ ἢ ἀνέλπιστο. «Ἕνας λίθος τεράστιος –τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος –κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας θὰ μὲ ἐπλάκωνε καὶ θὰ μὲ συνέτριβε, ἐνῶ κοιμώμουν βαθειὰ ἀπὸ κάτω του, ἐὰν δὲν ἄκουγα –ἔτσι μοῦ φάνηκε- τὴν φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ᾿ ἕνα ὁρμητικὸ καὶ ἀπότομο πήδημα καὶ ἀπομακρύνθηκα, ὁπότε τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδα τὸν βράχο νὰ ἀποσπᾶται καὶ νὰ πέφτει στὸ χῶμα». Ἀκούοντας τὸ αὐτὸ ὁ τόσο ταπεινὸς Ὅσιος, δὲν ἀνέφερε τίποτε ἀπὸ τὴν ὀπτασία του στὸν ὑποτακτικό του, μέσα του ὅμως μὲ ἔντονες κραυγὲς καὶ αἰσθήματα ἀγάπης ἀνυμνοῦσε καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεόν.

* * *

Ἦταν ἀκόμη καὶ ἰατρὸς τῶν κρυφῶν παθῶν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Κάποτε ἕνας μοναχὸς ποὺ ὠνομαζόταν Ἰσαὰκ δοκίμαζε δυνατὸ σαρκικὸ πόλεμο καὶ ἦταν γι᾿ αὐτὸ γεμάτος θλίψι καὶ ἀθυμία. Ἦλθε γρήγορα στὸν Ὅσιο καὶ μὲ δάκρυα καὶ ἀναστεναγμοὺς τοῦ φανέρωσε τὸν ἐσωτερικό του πόλεμο. Ὁ πανθαύμαστος ἀφοῦ ἐθαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωσί του, «Ἔλα, ἀδελφέ μου -τοῦ λέγει- νὰ προσευχηθοῦμε ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς δὲν θὰ παραβλέψῃ τὴν ἱκεσία μας». Δὲν εἶχαν τελειώσει ἀκόμη τὴν προσευχή τους. Ὁ ταλαιπωρημένος μοναχὸς ἐκείτετο μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τοῦ δούλου του, καὶ ἀπέδειξε ἔτσι ἀληθινὸ τὸν προφήτη Δαβίδ (πρβλ. Ψαλμ. ρμδ´ 19). Ὁ ὄφις δέ, ὁ δαίμων δηλαδὴ τοῦ σαρκικοῦ πολέμου, κτυπημένος μὲ τὸ μαστίγιο τῆς θερμῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου δραπέτευσε. Ὁ πρώην ἀσθενὴς ἀντελήφθηκε τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς θεραπευμένο καὶ ἀνενόχλητο πλέον. Ἐθαύμαζε γι᾿ αὐτὸ καὶ γεμάτος ἔκπληξι εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἐδόξασε τὸν δοῦλο του, καὶ τὸν δοῦλο του ποὺ ἐδοξάσθηκε.

Μερικοὶ δὲ πονηροὶ ἄνθρωποι κεντημένοι ἀπὸ φθόνο ἐναντίον τοῦ ἀειμνήστου Πατρός, ποὺ σκορποῦσε πλούσια τὸν λόγο τῆς χάριτος καὶ ἐπότιζε ὅλους ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν μὲ τὰ ἄφθονα νάματα τῆς διδασκαλίας του, τὸν κατηγοροῦσαν ὡς «λάλον καὶ φλύαρον», προσπαθώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, νὰ σταματήσουν τὴν τόση ὠφέλεια ποὺ προσέφερε.

Ἐκεῖνος δὲ γνωρίζοντας ὅτι «πάντα ἰσχύει ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ» καὶ μὴ θέλοντας νὰ παιδαγωγῇ μόνο μὲ τὰ λόγια ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν γιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ παραδείγματός του, ἐπὶ πλέον δὲ –καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴ-γιὰ νὰ κόψει τὴν ἀφορμὴ «τῶν ζητούντων ἀφορμήν», ἐσιώπησε γιὰ ὁρισμένο διάστημα καὶ σταμάτησε τὸ μελιστάλακτο ῥεῖθρο τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, διότι ἔκρινε καλύτερο νὰ ζημιώσῃ γιὰ ὀλίγο αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὰ καλά, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν σιωπὴ ἴσως θὰ ὠφελοῦσε, παρὰ νὰ ἐξερεθίσῃ περισσότερό τους ἀγνώμονας ἐκείνους ἐπικριτὰς καὶ νὰ αὐξήσῃ ἔτσι τὴν μανία τῆς κακίας τους. Ἐκεῖνοι τότε ἐσεβάσθηκαν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν μετριοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, συναισθάνθηκαν ὅτι ἔφραξαν μία πηγὴ τόσης ὠφελείας καὶ ἔγιναν αἴτιοι μεγάλης βλάβης σὲ ὅλους, καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἱκετεύουν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ συνεχίσῃ τὸν λόγο τῆς διδαχῆς του, ὥστε νὰ μὴν ζημιώνωνται μὲ τὴν σιωπή του, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὰ σωτήρια λόγια του.

Τότε ὑπεχώρησε ἀμέσως αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε μάθει νὰ ἀντιλέγῃ καὶ συνέχισε πάλι τὴν προηγούμενη τακτική του.

Ἐπειδὴ λοιπὸν τόσο πολὺ τὸν ἐθαύμαζαν, διότι ὑπερτεροῦσε ὅλους σὲ ὅλα, ὅλοι μαζὶ οἱ μοναχοὶ σὰν ἕνα νέο Μωυσῆ τὸν ἀνέβασαν διὰ τῆς βίας στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο. Ἔτσι αὐτοὶ ποὺ ἐγνώριζαν νὰ διακρίνουν καλὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ καθενός, ἐτοποθέτησαν τὸν λύχνο ἐπάνω στὴν λυχνία τῆς ἡγουμενίας καὶ δὲν διεψεύσθησαν στὶς ἐλπίδες τους. Διότι ἀνέβηκε καὶ αὐτὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος, (ὅπως ὁ Μωυσῆς), εἰσῆλθε στὸν ἄδυτο γνόφο καὶ ἔλαβε τὴν θεοτύπωτη νομοθεσία καὶ θεωρία, προχωρώντας ἐπάνω στὶς βαθμίδες τῆς νοητῆς ἀναβάσεως. Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τὸ στόμα του, προσείλκυσε τὸ Πνεῦμα καὶ ἄφησε νὰ ἐξέλθῃ λόγος ἀγαθὸς ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του.

Τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του τὸν εὑρῆκε ἐπάνω στὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν ὡμοίασε ὅμως στὸν Μωυσῆ σὲ ἕνα σημεῖο: Στὸ ὅτι αὐτὸς ἀσφαλῶς ἀνέβηκε εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐνῶ ἐκεῖνος –δὲν γνωρίζω πὼς –ἔχασε τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ.

* * *

Μάρτυρες αὐτῶν ποὺ λέγω εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀπήλαυσαν ἀπὸ αὐτὸν τὶς ἀπηχήσεις καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐσώθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη σώζονται. Ἄριστος μάρτυς τῆς σωτηρίας ποὺ προξενοῦσε καὶ τῆς διδασκαλικῆς σοφίας ποὺ εἶχε, εἶναι καὶ ὁ νέος Δαβίδ· ἐπὶ πλέον καὶ ὁ καλός μας ποιμὴν Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος παρεκάλεσε θερμὰ καὶ ἔπεισε τὸν Μέγα νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ Σινᾷ, νὰ ἔλθη νοερῶς πλησίον μας καὶ σὰν ἄλλος νέος Θεόπτης νὰ μᾶς φέρει τὶς θεογραφὲς πλάκες, οἱ ὁποῖες ἐξωτερικὰ μὲν περιέχουν τὰ πρακτικά, ἐσωτερικὰ δὲ τὰ θεωρητικὰ διδάγματα.

ΕΤΕΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΗΛΘΕ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββὰς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου, στὸν μέγα Ἀναστάσιο, καὶ ἐκεῖνος ὅταν τοὺς εἶδε λέγει στὸν ἀββᾶ Μαρτύριο: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ νέος καὶ ποιὸς τὸν ἔκειρε μοναχό»; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε: «Δοῦλός σου εἶναι, πάτερ, καὶ ἐγὼ τὸν ἔκειρα».«Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε –τοῦ λέγει μὲ θαυμασμὸ- ποιὸς νὰ τὸ εἰπῆ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες»! Καὶ δὲν διεψεύσθη ὁ Ἅγιος, διότι ὕστερα ἀπὸ σαράντα χρόνια ἔγινε Ἡγούμενός μας.

Ἄλλοτε πάλι τὸν ἴδιο Ἰωάννη τὸν ἐπῆρε μαζί του ὁ Γέροντας, τοῦ ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, καὶ ἐπῆγαν στὸν μέγα Ἰωάννη τὸν Σαββαΐτη ποὺ ἔμενε τότε στὴν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ.

Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδε ὁ Γέροντας, σηκώθηκε ἔβαλε νερό, ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ Ἰωάννου καὶ κατεφίλησε τὸ χέρι του, ἐνῶ τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου δὲν τοῦ ἔνιψε τὰ πόδια. Ὅταν δὲ τοῦ ἐζήτησε ἐξήγησι γι᾿ αὐτὸ ὁ μαθητής του Στέφανος, ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Πίστευσε, τέκνο μου ὅτι ἐγὼ δὲν γνωρίζω ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ νέος. Ἐγὼ τὸν ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ὑποδέχθηκα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα».

Καὶ ὁ ἀββᾶς Στρατήγιος, τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκάρη μοναχὸς ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, προεῖπε περὶ αὐτοῦ, ὅτι θὰ ἀναδειχθεῖ μεγάλος ἀστήρ.

Ἀλλὰ καὶ κάτι πιὸ θαυμαστὸ ἀκόμη: Τὴν ἡμέρα ποὺ ἐγκαθιδρύθη ὡς Ἡγούμενός μας καὶ εἶχαν ἔλθει στὸ Μοναστήρι μας ἑξακόσιοι περίπου ξένοι, ὅταν ἐκάθησαν στὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγαν, ἔβλεπε κάποιον μὲ κοντὰ μαλλιά, τυλιγμένο μὲ ἕνα σεντόνι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε ἐξουσιαστικὰ τοὺς μαγείρους, τοὺς οἰκονόμους, τοὺς κελλαρίτας, καὶ τοὺς ἄλλους διακονητάς. Ὅταν λοιπὸν ἔφυγε ὁ κόσμος καὶ ἐκάθησαν οἱ διακονηταὶ νὰ φάγουν, ἀνεζητεῖτο αὐτὸς ποὺ ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε, καὶ δὲν εὑρισκόταν. Τότε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, μᾶς εἶπε: «Ἀφῆστέ τον. Δὲν ἔκανε τίποτε τὸ παράξενο ὁ κύριος Μωυσῆς μὲ τὸ νὰ διακονήσῃ στὸν ἰδικό του τόπο»!

Σὲ κάποια ἄλλη περίστασι ὅταν εἶχε πέσει ξηρασία στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀφοῦ τὸν παρεκάλεσαν οἱ περίοικοι, προσευχήθηκε καὶ ἔπεσε πλούσια βροχή. Καὶ δὲν εἶναι ἀπίστευτο αὐτό, διότι «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται».

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε καὶ τοῦτο: ὅτι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶχε ἀδελφὸ κάποιον θαυμαστὸ ἀββᾶ Γεώργιο, τὸν ὁποῖον ζώντας ἀκόμη ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ, καὶ ὁ ἴδιος ἀπεσύρθη στὴν ἡσυχία, τὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ σοφὸς εἶχε λάβει ὡς σύζυγό του.

Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ πορευθεῖ στὸν Κύριον ὁ νέος μας Μωυσῆς, ὁ ὁσιώτατος Ἡγούμενος Ἰωάννης, εὑρισκόταν δίπλα του κλαίγοντας ὁ ἀββᾶς Γεώργιος, ὁ ἀδελφός του, καὶ τοῦ ἔλεγε: «Μὲ ἀφίνεις λοιπὸν καὶ φεύγεις; Ἐγὼ παρακαλοῦσα, ἐσὺ νὰ προπέμψης ἐμένα. Διότι ἐγὼ κύριέ μου δὲν μπορῶ χωρὶς ἐσένα νὰ ποιμάνω τὴν συνοδία. Καὶ τώρα ἀντίθετα προπέμπω ἐσένα»! Τοῦ ἀπήντησε τότε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Νὰ μὴ λυπῆσαι καὶ νὰ μὴν ἀνησυχῇς, διότι ἐὰν βρῶ παῤῥησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω πίσω μου νὰ συμπληρώσεις χρόνο». Μέσα σὲ δέκα μῆνες ἀπῆλθε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Κύριο.

ημένος μὲ τὸ μαστίγιο τῆς θερμῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου δραπέτευσε. Ὁ πρώην ἀσθενὴς ἀντελήφθηκε τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς θεραπευμένο καὶ ἀνενόχλητο πλέον. Ἐθαύμαζε γι᾿ αὐτὸ καὶ γεμάτος ἔκπληξι εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἐδόξασε τὸν δοῦλο του, καὶ τὸν δοῦλο του ποὺ ἐδοξάσθηκε. Μερικοὶ δὲ πονηροὶ ἄνθρωποι κεντημένοι ἀπὸ φθόνο ἐναντίον τοῦ ἀειμνήστου Πατρός, ποὺ σκορποῦσε πλούσια τὸν λόγο τῆς χάριτος καὶ ἐπότιζε ὅλους ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν μὲ τὰ ἄφθονα νάματα τῆς διδασκαλίας του, τὸν κατηγοροῦσαν ὡς «λάλον καὶ φλύαρον», προσπαθώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, νὰ σταματήσουν τὴν τόση ὠφέλεια ποὺ προσέφερε. Ἐκεῖνος δὲ γνωρίζοντας ὅτι «πάντα ἰσχύει ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ» καὶ μὴ θέλοντας νὰ παιδαγωγῇ μόνο μὲ τὰ λόγια ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν γιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ παραδείγματός του, ἐπὶ πλέον δὲ –καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴ-γιὰ νὰ κόψει τὴν ἀφορμὴ «τῶν ζητούντων ἀφορμήν», ἐσιώπησε γιὰ ὁρισμένο διάστημα καὶ σταμάτησε τὸ μελιστάλακτο ῥεῖθρο τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, διότι ἔκρινε καλύτερο νὰ ζημιώσῃ γιὰ ὀλίγο αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὰ καλά, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν σιωπὴ ἴσως θὰ ὠφελοῦσε, παρὰ νὰ ἐξερεθίσῃ περισσότερό τους ἀγνώμονας ἐκείνους ἐπικριτὰς καὶ νὰ αὐξήσῃ ἔτσι τὴν μανία τῆς κακίας τους. Ἐκεῖνοι τότε ἐσεβάσθηκαν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν μετριοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, συναισθάνθηκαν ὅτι ἔφραξαν μία πηγὴ τόσης ὠφελείας καὶ ἔγιναν αἴτιοι μεγάλης βλάβης σὲ ὅλους, καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἱκετεύουν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ συνεχίσῃ τὸν λόγο τῆς διδαχῆς του, ὥστε νὰ μὴν ζημιώνωνται μὲ τὴν σιωπή του, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὰ σωτήρια λόγια του. Τότε ὑπεχώρησε ἀμέσως αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε μάθει νὰ ἀντιλέγῃ καὶ συνέχισε πάλι τὴν προηγούμενη τακτική του. Ἐπειδὴ λοιπὸν τόσο πολὺ τὸν ἐθαύμαζαν, διότι ὑπερτεροῦσε ὅλους σὲ ὅλα, ὅλοι μαζὶ οἱ μοναχοὶ σὰν ἕνα νέο Μωυσῆ τὸν ἀνέβασαν διὰ τῆς βίας στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο. Ἔτσι αὐτοὶ ποὺ ἐγνώριζαν νὰ διακρίνουν καλὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ καθενός, ἐτοποθέτησαν τὸν λύχνο ἐπάνω στὴν λυχνία τῆς ἡγουμενίας καὶ δὲν διεψεύσθησαν στὶς ἐλπίδες τους. Διότι ἀνέβηκε καὶ αὐτὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος, (ὅπως ὁ Μωυσῆς), εἰσῆλθε στὸν ἄδυτο γνόφο καὶ ἔλαβε τὴν θεοτύπωτη νομοθεσία καὶ θεωρία, προχωρώντας ἐπάνω στὶς βαθμίδες τῆς νοητῆς ἀναβάσεως. Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τὸ στόμα του, προσείλκυσε τὸ Πνεῦμα καὶ ἄφησε νὰ ἐξέλθῃ λόγος ἀγαθὸς ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του. Τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του τὸν εὑρῆκε ἐπάνω στὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν ὡμοίασε ὅμως στὸν Μωυσῆ σὲ ἕνα σημεῖο: Στὸ ὅτι αὐτὸς ἀσφαλῶς ἀνέβηκε εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐνῶ ἐκεῖνος –δὲν γνωρίζω πὼς –ἔχασε τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ. * * * Μάρτυρες αὐτῶν ποὺ λέγω εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀπήλαυσαν ἀπὸ αὐτὸν τὶς ἀπηχήσεις καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐσώθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη σώζονται. Ἄριστος μάρτυς τῆς σωτηρίας ποὺ προξενοῦσε καὶ τῆς διδασκαλικῆς σοφίας ποὺ εἶχε, εἶναι καὶ ὁ νέος Δαβίδ· ἐπὶ πλέον καὶ ὁ καλός μας ποιμὴν Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος παρεκάλεσε θερμὰ καὶ ἔπεισε τὸν Μέγα νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ Σινᾷ, νὰ ἔλθη νοερῶς πλησίον μας καὶ σὰν ἄλλος νέος Θεόπτης νὰ μᾶς φέρει τὶς θεογραφὲς πλάκες, οἱ ὁποῖες ἐξωτερικὰ μὲν περιέχουν τὰ πρακτικά, ἐσωτερικὰ δὲ τὰ θεωρητικὰ διδάγματα. ΕΤΕΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΗΛΘΕ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββὰς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου, στὸν μέγα Ἀναστάσιο, καὶ ἐκεῖνος ὅταν τοὺς εἶδε λέγει στὸν ἀββᾶ Μαρτύριο: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ νέος καὶ ποιὸς τὸν ἔκειρε μοναχό»; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε: «Δοῦλός σου εἶναι, πάτερ, καὶ ἐγὼ τὸν ἔκειρα».«Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε –τοῦ λέγει μὲ θαυμασμὸ- ποιὸς νὰ τὸ εἰπῆ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες»! Καὶ δὲν διεψεύσθη ὁ Ἅγιος, διότι ὕστερα ἀπὸ σαράντα χρόνια ἔγινε Ἡγούμενός μας. Ἄλλοτε πάλι τὸν ἴδιο Ἰωάννη τὸν ἐπῆρε μαζί του ὁ Γέροντας, τοῦ ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, καὶ ἐπῆγαν στὸν μέγα Ἰωάννη τὸν Σαββαΐτη ποὺ ἔμενε τότε στὴν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ. Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδε ὁ Γέροντας, σηκώθηκε ἔβαλε νερό, ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ Ἰωάννου καὶ κατεφίλησε τὸ χέρι του, ἐνῶ τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου δὲν τοῦ ἔνιψε τὰ πόδια. Ὅταν δὲ τοῦ ἐζήτησε ἐξήγησι γι᾿ αὐτὸ ὁ μαθητής του Στέφανος, ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Πίστευσε, τέκνο μου ὅτι ἐγὼ δὲν γνωρίζω ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ νέος. Ἐγὼ τὸν ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ὑποδέχθηκα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα». Καὶ ὁ ἀββᾶς Στρατήγιος, τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκάρη μοναχὸς ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, προεῖπε περὶ αὐτοῦ, ὅτι θὰ ἀναδειχθεῖ μεγάλος ἀστήρ. Ἀλλὰ καὶ κάτι πιὸ θαυμαστὸ ἀκόμη: Τὴν ἡμέρα ποὺ ἐγκαθιδρύθη ὡς Ἡγούμενός μας καὶ εἶχαν ἔλθει στὸ Μοναστήρι μας ἑξακόσιοι περίπου ξένοι, ὅταν ἐκάθησαν στὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγαν, ἔβλεπε κάποιον μὲ κοντὰ μαλλιά, τυλιγμένο μὲ ἕνα σεντόνι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε ἐξουσιαστικὰ τοὺς μαγείρους, τοὺς οἰκονόμους, τοὺς κελλαρίτας, καὶ τοὺς ἄλλους διακονητάς. Ὅταν λοιπὸν ἔφυγε ὁ κόσμος καὶ ἐκάθησαν οἱ διακονηταὶ νὰ φάγουν, ἀνεζητεῖτο αὐτὸς ποὺ ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε, καὶ δὲν εὑρισκόταν. Τότε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, μᾶς εἶπε: «Ἀφῆστέ τον. Δὲν ἔκανε τίποτε τὸ παράξενο ὁ κύριος Μωυσῆς μὲ τὸ νὰ διακονήσῃ στὸν ἰδικό του τόπο»! Σὲ κάποια ἄλλη περίστασι ὅταν εἶχε πέσει ξηρασία στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀφοῦ τὸν παρεκάλεσαν οἱ περίοικοι, προσευχήθηκε καὶ ἔπεσε πλούσια βροχή. Καὶ δὲν εἶναι ἀπίστευτο αὐτό, διότι «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται». Πρέπει νὰ γνωρίζουμε καὶ τοῦτο: ὅτι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶχε ἀδελφὸ κάποιον θαυμαστὸ ἀββᾶ Γεώργιο, τὸν ὁποῖον ζώντας ἀκόμη ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ, καὶ ὁ ἴδιος ἀπεσύρθη στὴν ἡσυχία, τὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ σοφὸς εἶχε λάβει ὡς σύζυγό του. Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ πορευθεῖ στὸν Κύριον ὁ νέος μας Μωυσῆς, ὁ ὁσιώτατος Ἡγούμενος Ἰωάννης, εὑρισκόταν δίπλα του κλαίγοντας ὁ ἀββᾶς Γεώργιος, ὁ ἀδελφός του, καὶ τοῦ ἔλεγε: «Μὲ ἀφίνεις λοιπὸν καὶ φεύγεις; Ἐγὼ παρακαλοῦσα, ἐσὺ νὰ προπέμψης ἐμένα. Διότι ἐγὼ κύριέ μου δὲν μπορῶ χωρὶς ἐσένα νὰ ποιμάνω τὴν συνοδία. Καὶ τώρα ἀντίθετα προπέμπω ἐσένα»! Τοῦ ἀπήντησε τότε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Νὰ μὴ λυπῆσαι καὶ νὰ μὴν ἀνησυχῇς, διότι ἐὰν βρῶ παῤῥησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω πίσω μου νὰ συμπληρώσεις χρόνο». Μέσα σὲ δέκα μῆνες ἀπῆλθε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Κύριο.

Συναξάρι Αγίων

Ποιοι είναι άγιοι και ποια η διαφορά αγίων και οσίων, μαρτύρων, ομολογητών κτλ

Ἁγιοί εἶναι οἱ εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὅποιοι διά μέν τῆς τελείας ἀγάπης τους πρός τόν Θεό καί τῆς ἀκριβεστέρας ὑπακοῆς τῶν σ΄Ἐκεῖνον, εὐαρέστησαν ἐνώπιόν Του, διά δέ τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἅγιου Πνεύματος ἤγιασθησαν, ἐθεώθησαν καί ἐδοξάσθησαν ὑπό τοῦ Θεοῦ, καί ζῶντες καί μετά τήν κοίμησιν τῶν... καί διά τῆς δοθείσης σ’ αὐτούς παρρησίας πρεσβεύουν ὑπέρ ζώντων καί κεκοιμημένων» (Ἐπισκόπου Μελετίου, Ἁγιολογία).

Κατά τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας, Ἅγιοι εἶναι οἱ γνήσιοι θεράποντες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι κατατάσσονται στόν χῶρο τῶν Ἁγίων ἀπό τήν συνείδηση τῶν πιστῶν καί μνημονεύονται ἀπό τήν Ἐκκλησία κατά τόν χρόνο τῆς λατρείας.

Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέβονται καί τιμοῦν τούς Ἁγίους «ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασι (μέ ὕμνους καί τροπάρια), ἐν θυσίαις (θ. Λειτουργίες), ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι» (Συνοδικό Ζ Οἰκουμενικῆς Συνόδoυ), ἐπειδή αὐτοί ἀπολαμβάνουν τιμή καί δόξα στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχουν παρρησία στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί μεσιτεύουν ὑπέρ ἠμῶν.

Προσφέρουμε τήν τιμή μας σέ ὅλους τους, ἀλλά λατρεία προσφέρουμε μόνο στόν Τριαδικό Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἤ Ἐκκλησία μας τήν τιμή αὐτή στούς Ἅγιους τήν ἐκδηλώνει:

  • Μέ ἀνέγερση Ναῶν στό ὄνομά τους καί τήν τοποθέτηση ἱερῶν λειψάνων τους στήν Ἅγια Τράπεζα.
  • Μέ προσκύνηση τῶν Ἱερῶν εἰκόνων καί λειψάνων τους.
  • Μέ θέσπιση ἑορτῶν πρός τιμή τους.
  • Μέ συγγραφή ἀσματικῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἐγκωμίων κ.λπ. ποῦ ψάλλονται στούς Ναούς μας
  • Μέ ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τους καί πίστη στήν ἀποτελεσματικότητα τῆς μεσιτείας τους.

Συγχρόνως ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νά τούς μιμηθοῦμε στό φρόνημα καί τή ζωή τους, ὑπενθυμίζοντάς μας τό «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ Ἅγιος εἰμί» (Ἅ' Πέτρ. α', 16) καί ὅτι «Μνήμη Ἁγίου, μίμηση Ἁγίου» (Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας). Σ' αὐτή τή μίμηση διευκολύνει ἡ Ἐκκλησία τούς πιστούς μέ τήν καθιέρωση ἑορτῶν πρός τιμή τους. Καί ὑπάρχουν:

  • Ἐπέτειοι τοῦ Μαρτυρίου ἤ τῆς κοιμήσεως τῶν Ἁγίων. Ἤ ἥμερα αὐτή ὀνομάζεται «μνήμη Ἁγίου» ἤ «γενέθλιος ἥμερά» του Ἁγίου (εἰσῆλθε - γεννήθηκε στήν αἰώνια ζωή)
  • Συνάξεις. Πρόκειται γιά ἑορτές ποῦ τελοῦνται τήν ἑπόμενη ἥμερα μίας Δεσποτικῆς ἤ Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Συνάζονται οἱ πιστοί γιά νά τιμήσουν τό πρόσωπο τό ὅποιο συμμετεῖχε ἤ συνέβαλε στήν ἑορτή. Ἔτσι ἔχουμε τή Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στίς 26 Δεκεμβρίου, τή Σύναξη τοῦ Προδρόμου στίς 7 Ἰανουαρίου, τή Σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ στίς 26 Μαρτίου κ.λ.π.
  • Εὑρέσεις καί ἀνακομιδές ἤ μετακομιδές ἁγίων λειψάνων.
  • Ἐπέτειοι θαυμάτων καί σπουδαίων γεγονότων ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ τῶν Ἁγίων.

Ἐπί πλέον γιά νά τιμηθοῦν ὅλοι μαζί οἱ Ἅγιοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι, θεσπίστηκε καί ἡ ἑορτή «τῶν Ἁγίων Πάντων», πού τιμᾶται κάθε χρόνο τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή.

Τό Συναξάριον

Ὁ Συναξαριστής, δηλαδή τό Συναξάριον, ὅπως δηλώνει καί ἡ λέξη, προέρχεται ἀπό τήν λέξη Σύναξη. Στήν ὁρολογία τῆς Ἐκκλησίας, Σύναξη σημαίνει ἡ συγκέντρωση τῶν πιστῶν στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά τιμήσουν ἕναν Ἅγιο κλπ. Στήν Σύναξη λοιπόν αὐτή, ἀνάλογα μέ τόν ἑορταζόμενο Ἅγιο, διάβαζαν παλαιότερα καί τό «Συναξάρι» τοῦ Ἁγίου. Δηλαδή περιληπτικά στοιχεῖα τοῦ βίου του. Βασικό χαρακτηριστικό τῶν Συναξαριστῶν εἶναι νά ἀναδείξουν τό τέλος τοῦ Ἁγίου (τό μαρτύριο, τούς βασανισμούς κλπ) γιά νά συνειδητοποιήσουν οἱ ἀκροατές τήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς βίου τοῦ κάθε Ἁγίου.

Ποιοί Ἅγιοι εἶναι προστάτες συγκεκριμένων ὁμάδων προσώπων
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατατάσσει τούς Ἁγίους της σέ διάφορες κατηγορίες ἀνάλογα μέ τήν ἰδιότητά τους.
Οἱ κατηγορίες λοιπόν εἶναι οἱ ἑξῆς:

Προφῆτες: Ὀνομάζουμε ὅλους τους ἁγίους ἐκείνους ἄνδρες καί γυναῖκες πού κατά τήν πρό Χριστοῦ περίοδο μέχρι καί τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή κήρυξαν στόν Ἰουδαϊκό λαό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί προφήτευσαν τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Π.χ. Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί ἄλλοι.

Προπάτορες: Λέγονται κυρίως οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι καί τῶν ἀμέσων κατά σάρκα προγόνων Του καί εὐρύτερα καί ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό Χριστό, οἱ «Δίκαιοι» ὅπως ὁ Ἐνώχ, ὁ Νῶε, ὁ Ἔσδρας κλπ.

Ἀπόστολοι: Λέγονται οἱ ἄμεσοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα καί οἱ ἑβδομήκοντα, ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Κλεόπας, ἀλλά καί οἱ πρῶτοι μαθητές τῶν Ἀποστόλων πού κήρυξαν καί αὐτοί τό Εὐαγγέλιο, ὅπως ὁ Τίτος, ὁ Τιμόθεος ὁ Σίλας κ.α. Στήν ἴδια κατηγορία ἔχουμε τούς τέσσερεις

Εὐαγγελιστές (Ματθαῖος, Μάρκος, Λουκᾶς, Ἰωάννης) πού ἔγραψαν τά ἰσάριθμα εὐαγγέλια, καί οἱ Ἰσαπόστολοι, οἱ Ἅγιοι δηλαδή πού δέν ἦταν μέν Ἀπόστολοι ἀλλά προσέφεραν τόσες μεγάλες ὑπηρεσίες στόν Χριστιανισμό, πού ἀπό εὐγνωμοσύνη τούς ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἴση ἀξία μέ τούς Ἀποστόλους (ἅγιοι Κωνσταντῖνος καί ἡ μητέρα τοῦ Ἑλένη, Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα, Ὄλγα τῶν Ρώσων κ.α.).

Μάρτυρες εἶναι οἱ πιστοί ἐκεῖνοι χριστιανοί πού, ἀπό τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι καί τούς σύγχρονούς μας νεομάρτυρες, προτίμησαν τόν θάνατο καί τόν πιό φρικτό ἀκόμη ἀρκεῖ νά μήν ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί προδώσουν τήν πίστη Ἐκείνου, πού πρῶτος μαρτύρησε γιά τήν Σωτηρία ὅλων μας. Σ’ αὐτούς ὑπάγονται καί οἱ Ἱερομάρτυρες, οἱ κληρικοί δηλαδή μάρτυρες (ἅγιοι Χαραλάμπης, ὁ Βλάσιος, ὁ Ἐρμόλαος κ.α.), οἱ Ὁσιομάρτυρες, οἱ μοναχοί δηλαδή μάρτυρες, ὅπως ὁ Νίκων καί ἡ Εὐγενία, οἱ Μεγαλομάρτυρες πού ὑπέφεραν πρίν πεθάνουν τά πιό φρικτά βασανιστήρια γιά νά ξαναγυρίσουν στήν εἰδωλολατρία (ἅγιοι Γεώργιος, Δημήτριος, Θεοδωροι κ.α.), οἱ Παρθενομάρτυρες, οἱ γυναῖκες παρθένοι πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, (ἁγίες Βαρβάρα, Αἰκατερίνη κ.α.), οἱ Ὀσιοπαρθενομάρτυρες, οἱ μοναχές δηλαδή μάρτυρες, ὅπως ἡ Παρασκευή, καί τέλος οἱ Νεομάρτυρες, οἱ σύγχρονοί μας δηλαδή μάρτυρες, πού βασανίστηκαν καί θανατώθηκαν ἀπό τούς Τούρκους γιατί ἀρνήθηκαν νά ἀλλάξουν τήν πίστη τούς (κάπου ἀναφέρει ὁ Φώτης Κόντογλου ὅτι οἱ Νεομάρτυρες ἐκτιμῶνται περί τούς 35.000!), ὅπως ὁ Γεώργιος ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ Θεόδωρος Βυζάντιος, ὁ Γεώργιος Χιοπολίτης κ.α.

Ὁμολογητές: Λέγονται οἱ χριστιανοί πού στήν ἐποχή τῶν διωγμῶν σύρθηκαν στά εἰδωλολατρικά δικαστήρια, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, τούς ὑπέβαλλαν σέ μαρτύρια γιά νά Τόν ἀρνηθοῦν, ἀλλά γιά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο λόγο δέν θανατώθηκαν ὅπως οἱ μάρτυρες. Ὁμολογητές ἀνεδείχθησαν καί στήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, (ἅγιοι Μάξιμος, Μεθόδιος, Θεοφάνης, Χαρίτων κ.α.).

Ὅσιοι: Λέγονται οἱ μοναχοί καί ἀσκητές καί Ὁσίες οἱ μοναχές πού ἔζησαν ὑποδειγματική μοναχική ζωή καί δέν προσέφεραν μέν τό αἷμα τους, ἀλλά θυσίασαν τήν ζωή τους καί μέ καθημερινό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» κέρδισαν τόν οὐρανό, (ἅγιοι Ἀντώνιος, Εὐθύμιος, Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Εὐφροσύνη κ.α.).

Ἐδῶ ἀνήκουν καί οἱ Ἡσυχαστές, oι μοναχοί πού ἀσκοῦντο στόν ἡσυχασμό κατά τόν 14ο αἰώνα μ. Χ. στό Ἅγιον Ὅρος καί ἐπεδίωκαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί τῆς συνεχοῦς ἀσκήσεως. Ἐπίσης, οἱ Στυλίτες, οἱ μοναχοί πού ἐπέλεξαν ὡς τόπο ἀσκήσεως ἕναν στύλο. Ἡ ἄσκηση αὐτή συνηθιζόταν στόν χῶρο τῆς Συρίας.

Ἱεράρχες καί Διδάσκαλοι: Λέγονται οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι, πού μέ ἁγιότητα καί φρόνηση ποίμαναν τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί δίδαξαν γραπτά ἤ προφορικά τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ὅπως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες Βασίλειος, Γρηγόριος καί Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ Ἀθανάσιος κ.α.

Πατέρες: Λέγονται οἱ κληρικοί ἐκεῖνοι πού διακρίθηκαν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καί τήν ὀρθή τους διδασκαλία, τήν ὁποία διατύπωσαν στά σοφά τούς συγγράμματα, ἀλλά καί γενικά ὅλοι οἱ ἅγιοι κληρικοί καί μοναχοί.

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὀνόμασε Θαυματουργούς τους ἁγίους ἐκείνους, χάρις στή μεσιτεία τῶν ὁποίων ὁ Θεός θαυματουργεῖ. Καί Ἀναργύρους τους σοφούς θεραπευτές τῶν σωματικῶν καί πνευματικῶν ἀσθενειῶν, πού προσέφεραν τίς ὑπηρεσίες τους στούς συνανθρώπους τούς χωρίς νά ἐπιδιώξουν κανέναν ἀπολύτως οἰκονομικό ὄφελος.

Βασικό βοήθημα: "Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικᾶς Ἀπορίας", τοῦ (+) Ι. Μ. Φουντούλη


Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Αναγνώριση των αγίων στην Ανατολική Εκκλησία: Στην εκκλησία η κατάταξη κάποιου στην κατηγορία τον αγίου ακολουθεί μια μακροχρόνια διαδικασία που πραγματοποιείται από το πλήρωμά της. Γενικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η διοικούσα εκκλησιαστική αρχή δεν έχει το δικαίωμα να κατατάσσει στην τάξη των αγίων πρόσωπα με πράξεις της απλά διοικητικές. Το δικαίωμα αυτό ανήκε πάντοτε στη γνώμη του πληρώματός της. Για το λόγο αυτό στην πρώτη Εκκλησία η κατάταξη κάποιου στη χορεία των Αγίων θεωρούνταν ως απαραίτητο η ομολογία της χριστιανικής πίστεως που επισφραγιζόταν με το μαρτύριο ή το μαρτύριο της συνειδήσεως. Με τις προϋποθέσεις αυτές η ορολογία που επικράτησε στην Ανατολική Εκκλησία είναι "αναγνώριση" κάποιου ως αγίου και όχι η "ανακήρυξη" όπως επικράτησε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή αργότερα η "αγιοποίηση". Έτσι στην πρώτη Εκκλησία συναντούμε αγίους ακόμη και μη βαπτισμένους, πλην όμως είχαν μαρτυρήσει, γιατί το πλήρωμα της Εκκλησίας δέχθηκε ότι οι μη βαπτισμένοι μάρτυρες βαπτίσθηκαν με το αίμα τον μαρτυρίου τους στο "Πάθος τον Χριστού" επειδή τον μιμήθηκαν με το πάθος τους στο μαρτύριο του Γολγοθά. Στη συνείδηση της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων, επικράτησε η πρακτική του μαρτυρίου περισσότερο από την πρακτική τον ήθους. Την πρακτική αυτή συνεχίζει και σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Κλασικό παράδειγμα θεωρείται η πρακτική που εφαρμόζεται για την αναγνώριση των νεομαρτύρων.

Αργότερα η Εκκλησία θεώρησε προϋπόθεση αναγνωρίσεως κάποιου πιστού

  1. την ενάρετη χριστιανική ζωή,
  2. το μαρτύριο της συνειδήσεως που δέχθηκε για όλους που προέρχονταν από το μοναχισμό και
  3. τα θαύματα που επιτελούν και θεωρούνται ένδειξη της θείας χάριτος.

Πάντως η Εκκλησία έδειξε μια ελαστικότητα γύρω από το ζήτημα της "αναγνωρίσεως" των αγίων ώστε να βλέπουμε να κατατάσσονται στη χορεία των αγίων και πρόσωπα που δεν θαυματούργησαν ούτε κατά τη διάρκεια της ζωής τους ούτε μετά το θάνατό τους.

Αρχικά η αναγνώριση ενός μάρτυρα ήταν υπόθεση της τοπικής Εκκλησίας και ο άγιος εγγράφονταν στα Δίπτυχα ή το Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας αυτής. Όταν η φήμη του τοπικού αγίου ξεπερνούσε τα όρια της τοπικής Εκκλησίας, τότε η τιμή τον γενικεύονταν και εγγράφονταν τότε και στα Δίπτυχα ή τα Μαρτυρολόγια και των γειτονικών ή άλλων Εκκλησιών· έτσι η τιμή του γενικεύονταν. Για να αποφευχθούν καταχρήσεις ως προς την τιμή της γενικευομένης τιμής των αγίων παρενέβαινε η Εκκλησιαστική αρχή και με πράξεις της καθιέρωνε όχι, μόνο την εγγραφή του τιμωμένου αγίου στα Δίπτυχα, αλλά καθόριζε ακόμη και την ημέρα της μνήμης του μέσα στο λειτουργικό έτος. Η μνήμη του αγίου αυτού συνέπιπτε συνήθως με την ημέρα του μαρτυρίου ή του θανάτου του. Με την πάροδο τον χρόνου και όταν επικράτησε η συνήθεια της μετακομιδής των λειψάνων, τότε τα λείψανά τον εκτίθοντο σε προσκύνημα αν υπήρχαν, ή φιλοτεχνούνταν εικόνα του ή έκτιζαν προς τιμή του ναό και συνέτασσαν ειδική Ακολουθία που εξήρε ποιητικά τα χριστιανικά του προσόντα.

Μετά τον ΙΒ' μ.Χ. αι. παρατηρούμε ότι η "αναγνώριση" αγίων παίρνει κάποια διοικητική τυπικότητα, χωρίς να παραγνωρίζεται η προηγούμενη πρακτική συνήθεια της Εκκλησίας. Πάντως την περίοδο αυτή την καθιέρωση της τιμής ορισμένων αγίων αναλαμβάνουν είτε Σύνοδοι είτε επίσημες πράξεις της διοικούσας Εκκλησίας. Έκτοτε η πρακτική αυτή γίνεται εκκλησιαστική συνήθεια πού διαρκεί μέχρι σήμερα. Μετά το σχίσμα της Εκκλησίας η επίσημη τουλάχιστον αναγνώριση ενός αγίου απαιτούσε:

  1. το ορθόδοξο φρόνημα αυτού που πρόκειται να τιμηθεί,
  2. την ενάρετη χριστιανική ζωή,
  3. την παρά Θεού επίδειξη "σημείων υπερφυών και θαυμάτων".

Σήμερα το δικαίωμα της αναγνωρίσεως αγίων στο ελληνόφωνο Χριστιανισμό έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο τιμής ένεκεν.

Στη Ρωσική Εκκλησία από το έτος 1721 καθιερώθηκε ιδιαίτερη διαδικασία για την αναγνώριση των αγίων της δικαιοδοσίας της. Έτσι η Ρωσική Εκκλησία: 1) εξέταζε επισταμένως τα θαύματα και το άφθαρτο του σώματος του κοιμηθέντος χριστιανού, 2) ταυτόχρονα απαιτούνταν αυτοκρατορικό διάταγμα πού όριζε την τιμή και την ημέρα της μνήμης του, 3) πριν από την επίσημη "αναγνώριση" τον αγίου και επί τρεις συνεχείς ημέρες τελούνταν Λειτουργίες, για την ανάπαυση της ψυχής του τιμηθησομένου αγίου, 4) την ημέρα της επίσημης αναγνωρίσεως τον αγίου τα λείψανά του εκτίθοντο σε προσκύνημα.

Τίθεται όμως το ερώτημα· πότε χρονικά γινόταν η "αναγνώριση" ενός αγίου; Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ορθόδοξης Εκκλησίας η "αναγνώριση" γινόταν αμέσως μετά το θάνατο είτε μετά την πάροδο κάποιον χρονικού διαστήματος. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στους νεομάρτυρες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τελευταία όμως διαχέεται η γνώμη ότι η "αναγνώριση" ενός αγίου οφείλει να γίνεται έπειτα από πενήντα ή εκατό χρόνια από το θάνατο τον πιστού. Όμως η πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι κατά την παράδοση διάφορη και αυτό γιατί η αγιότητα κάποιου δεν είναι θέμα χρόνου αλλά πίστεως και θείας χάριτος.

από το βιβλίο του ΚΟΚΚΑΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, "ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ", εκδόσεις Στερέωμα

 

Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού

Οι Περιπέτειες ενός ΠροσκυνητούΤο βιβλίο αυτό, που ο συγγραφέας του είναι άγνωστος, γράφτηκε πρωτότυπα στη ρωσική γλώσσα, το 1853. Το πρωτότυπο βρέθηκε στο Άγιο Όρος, το 1884, και τυπώθηκε. Το αριστούργημα τούτο, όπως το χαρακτήρισαν στην Ευρώπη θεολόγοι που εντρύφησαν πνευματικά σ’ αυτό, μιλάει για έναν ορθόδοξο χριστιανό προσκυνητή που ταξιδεύει με τη δίψα να εμβαθύνει στη γνώση και στην εφαρμογή του ρητού του Αποστόλου Παύλου που λέει, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Τέλος, με τη βοήθεια ενός μοναχού και του βιβλίου «Φιλοκαλία των Νηπτικών Πατέρων», κατορθώνει να μάθει να εμβαθύνει και να εφαρμόζει την αδιάλειπτη προσευχή, που λέγεται και νοερά προσευχή ή προσευχή της καρδιάς και συνοψίζεται στη φράση, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με».

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από το Μητροπολίτη Κορίνθου, Παντελεήμονα Καρανικόλα, και έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών.

 

Τα Βιβλία της Καινής Διαθήκης

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Ευαγγέλια ονομάζονται τα τέσσερα θεόπνευστα βιβλία, τα οποία εξιστορούν και περιγράφουν την διδασκαλία και τα κυριότερα σωτηριώδη γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού.

Από τα τέσσερα Ευαγγέλια τα μεν δύο συνεγράφησαν από Αποστόλους (τον Ματθαίο και τον Ιωάννη), τα δε άλλα δύο από μαθητές και ακολούθους των Αποστόλων. Και ο μεν ευαγγελιστής Μάρκος στο Ευαγγέλιον του διέσωσε την περί του Χριστού διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου, ο δε Λουκάς συνέγραψε το Ευαγγέλιον του κατά το πλείστον σύμφωνα με την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου. Τα τρία πρώτα Ευαγγέλια, το κατά Ματθαίον δηλαδή, το κατά Μάρκου και το κατά Λουκά, κατά μέγα μέρας εξιστορούν τα ίδια γεγονότα και ακολουθούν το αυτό γενικό διάγραμμα εις την αφήγησή των. Επειδή δε οι αφηγήσεις των τριών αυτών Ευαγγελίων είναι δυνατόν να συνοιμισθούν σε μία, για αυτό τα τρία αυτά Ευαγγέλια ονομάσθηκαν Σ υ ν ο π τ ι κ ά. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος έγραψε το Ευαγγέλιο του τελευταίος από όλους, είχε ως σκοπό του και το να συμπληρώσει τους άλλους τρεις Ευαγγελιστές. Επειδή δε εκείνοι αναφέρουν κυρίως την δράση του Κυρίου στην Γαλιλαία, ο Ιωάννης ομιλεί περισσότερο για την διδασκαλία και τα Θαύματα του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα.

Τα Ευαγγέλια παρέλαβαν από την αρχή με κάθε ευλάβεια όλες οι ανά την οικουμένη Εκκλησίες και τα διάβαζαν κατά την ώρα της λατρείας, όπως εξακολουθείτε να γίνεται και μέχρι σήμερα, προσέλκυσαν δε και προσελκύουν όχι μόνο τον σεβασμό και την ευλάβεια όλων των πιστών χριστιανών, αλλά και το ενδιαφέρον και αυτών ακόμη των απίστων. Η προσωπικότητα του Κυρίου, η οποία τόσο αρμονική και υψηλή και πρωτότυπος παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια, και η ουράνια διδασκαλία Του, η οποία με τόση ακρίβεια και χωρίς πλάνην διαφυλαχθεί σ' αυτά, συντελούν ώστε τα Ευαγγέλια να 'ναι πηγή ηθικής αναγεννήσεως και εξύψωσης για ολόκληρο το κόσμο.

Έγιναν το μοναδικό βιβλίο της ανθρωπότητας, το οποίο μέσα σε λίγο χρόνο καταπλημμύρισε το κόσμο και έγινε η πνευματική εστία, η οποία ζωογονεί και θερμαίνει τον ηθικά νεκρό κόσμο. Κανένα άλλο βιβλίο δεν κυκλοφόρησε και δεν εξακολουθεί να κυκλοφορεί τόσο πολύ, όσο το Ευαγγέλιο. Τυπώνεται και κυκλοφορεί κατ' έτος σε εκατομμύρια αντιτύπων και έχει μεταφρασθεί σε χίλιες και πλέον γλώσσες, για να κυκλοφορεί και μεταξύ αυτών των άγριων και απολίτιστων λαών, και να συντελεί με αυτό το τρόπο στον εκπολιτισμό των και την εξημέρωση των. Κάθε γενεά των είκοσι και πλέον χριστιανικών αιώνων προσπαθεί να κατανοήσει βαθύτερα τους ουράνιους θησαυρούς των Ευαγγελίων. Γι' αυτό και υπάρχουν πάρα πολλοί ερμηνευτές των. Διότι πράγματι τα ιερά Ευαγγέλια είναι μεταλλείο ανεξάντλητο θείας γνώσεως και σοφίας και κρύβουν στις λίγες σελίδες τους πολύτιμο και ανεκτίμητου αξίας μαργαριτάρι, για το οποίο αξίζει να πουλήσει κανείς και να Θυσιάσει τα πάντα για να το αποκτήσει.


Η πηγή του παραπάνω κειμένου είναι από το βιβλίο "Η Καινή Διαθήκη" μετά Συντόμου Ερμηνείας
από τον Παν. Ν. Τρεμπέλα, έκδοση τεσσαρακοστή δευτέρα της Αδελφότης Θεολόγων "Ο ΣΩΤΗΡ", Αθήνα, Νοέμβριος 1997

Η Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών

Θεόκλητος Διονυσιάτης: Εισαγωγή στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών

Λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο Θεός ετοιμάζει «πόρρωθεν» τα μεγάλα έργα Του. Πραγματικά, προνοεί και παρασκευάζει την γνωριμία δύο κατάλληλων «σκευών» του Πνεύματος, για να προσφέρει στο λαό Του την αποθησαυρισμένη αγιοπνευματική σοφία των εκλεκτών τέκνων Του, που κινδύνευε να αφανιστεί μέσα στις «κονιοβριθείς» και «σητόβρωτες» χειρόγραφες βιβλιοθήκες των ιερών Μοναστηριών.

Πρόκειται για την γνωριμία, φιλία και συνεργασία μεταξύ του αγίου Μακαρίου Κορίνθου και του από της νήσου Νάξου αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη, που αποτελεί ευλογημένο σταθμό για την εκκλησιαστική γραμματεία, χάρη στον εμπλουτισμό της Εκκλησίας με ένα μεγάλο αριθμό πολύτιμων συγγραμμάτων, που προέκυψαν από την συνεργασία της ιερής αυτής «ξυνωρίδος».

Όπως προκύπτει από το βίο του αγίου Νικοδήμου, ύστερα από διετή παραμονή στη Μονή του αγίου Διονυσίου, αναχώρησε το 1777 για τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου συναντήθηκε με τον Άγιο Μακάριο επίσκοπο Κορίνθου, εκθρονισθέντα από τους Τούρκους για τη συμμετοχή της βυζαντινής προελεύσεώς οικογένειάς του των Νοταράδων, στην εξέγερση του 1770. Εκεί του παρέδωσε χειρόγραφα από ανθολογίες πατερικών κειμένων (μοναστικών, ασκητικών, ησυχαστικών, θεολογικών) για να τα επεξεργαστεί προς έκδοση.

Τα κείμενα αντεγράφησαν προφανώς από χειρόγραφους κώδικες των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να διαφωτίζουν, αν από τα επιλεγέντα αφαιρέθησαν ή προσετέθησαν από τον άγιο Νικόδημο. Πάντως, ο θείος Νικόδημος, αφού διόρθωσε φιλολογικώς τα κείμενα, τα παρέβαλλε κριτικώς με άλλους κώδικες, παρέθεσε στα παρασέλιδα μερικές παρατηρήσεις του, έγραψε το Προοίμιο και τις σύντομες βιογραφίες των συγγραφέων και παρέδωσε το όλο έργο ύστερα από μια διετία στον άγιο Μακάριο. Αυτός στην συνέχεια, κατέφυγε στον γνωστό «καλό καγαθόν» πρίγκιπα της Μολδοβλοχίας Ιωάννη Μαυρογορδάτο, που συνάντησε στην Σμύρνη, ο οποίος ανέλαβε τις δαπάνες της εκδόσεως.

Στα κείμενα αυτά, που στο σύνολό τους εκφράζουν την αγάπη του καλού με πνευματική έννοια, που ταυτίζεται με το αγαθό, δόθηκε ο τίτλος «Φιλοκαλία», με την επεξηγηματική δήλωση, ότι η φιλία αυτή του καλού, εις αυτά τα υψηλά πνευματικά επίπεδα, ανήκει στους «Ιερούς Νηπτικούς», δηλαδή στους ασκητικούς εκείνους αγίους Πατέρες, που έφτασαν στην θεία κατάσταση της αδιάλειπτης νήψεως και εγρηγόρσεως του θεωθέντος νου τους. Και σε ένα τόμο μεγάλου σχήματος είδε η Φιλοκαλία το φως της δημοσιότητος στην Βενετία το 1782, που έλαμψε σαν τηλαυγής πνευματικός φάρος σε όλη την ελληνόφωνη Ορθοδοξία.

Αργότερα, ο γνωστός ρώσος ιερομόναχος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, μετέφραση ολόκληρη την Φιλοκαλία στην Σλοβανική, που έγινε το εντρύφημα των Ορθοδόξων μοναχών και Σλαυικών λαών. Τον Παΐσιο ακολούθησε ο Θεοφάνης του Ταμπώφ, κατά το 1877, αλλά καινοτόμησε ο μεγάλος αυτός ασκητής, με την αφαίρεση ολοκλήρου του έργου του ιερομάρτυρος Πέτρου του Δαμασκηνού, των Κεφαλαίων του Καλλίστου Καταφυγιώτου και των Πρακτικών Κεφαλαίων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, την θέση των οποίων κάλυψε με πρακτικότερα κείμενα των αγίων Εφραίμ του Σύρου, Βαρσανουφίου, Ιωάννου της Κλίμακος και Κατηχήσεων του Θεοδώρου του Στουδίτου.

Την Φιλοκαλία, βάσει της εκδόσεως του 1782, τύπωσε στην Αθήνα σε δύο τόμους ο Παναγ. Τζελάτης το 1893, προσθέσας και τα «περί Προσευχής Κεφάλαια» του Πατριάρχου Αγίου Καλλίστου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταφράζονται στη Δύση αποσπάσματα της Φιλοκαλίας στα Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά, ενώ στη Ρουμανία μεταφράζεται ολόκληρο αυτό το μέγα έργο από τον γνωστό θεολόγο π. Δ. Στανιλοάε, διανθίσαντα με θεολογικά σχόλια τα μεταφρασθέντα κείμενα που τυπώθηκαν σε 10 τόμους.

Επίσης, για βιβλιογραφική ενήμερωση, πρέπει να λεχθεί, ότι εξέδωσαν στην Αγγλική γλώσσα δύο τόμους από τη ρωσική έκδοση, με κατ' επιλογήν κείμενα από τη Φιλοκαλία οι E. Kadloubovsky και G.E.H. Palmer, όπως παραλλήλως ο π. Jean Gouillard εξέδωσε ανθολογία, με θέματα αναφερόμενα στη νοερά προσευχή, μάλλον καρδιακή προσευχή, στη Γαλλική με τον τίτλο «Petite Philocalie de la Priere du Coeur», όλα παρμένα από το ελληνικό πρωτότυπο, που απετέλεσαν αφορμή να γίνει τόσο η νοερά προσευχή, όσο και η ασκητική και μυστική παράδοση της Ορθοδοξίας πιο γνωστές στο Δυτικό κόσμο, ώστε να καλλιεργείται σήμερα θερμό ενδιαφέρον για την ορθόδοξη πνευματική ζωή.

Στις εκδόσεις της Φιλοκαλίας στην ελληνική, πρέπει να προστεθεί και η έκδοση από τον εκδοτικό οίκο «Αστήρ», των αδελφών Αλ. Και Ευαγ. Παπαδημητρίου. Πρόκειται για ένα αληθινό εκδοτικό άθλο αγάπης και προσφοράς, που πρέπει να αναγνωρισθεί ως μία σημαντική προσφορά προς τον λαό του Θεού της ελληνόφωνης Ορθοδοξίας σε μια εποχή γεμάτη πνευματική σύγχυση από την εισβολή δυτικών ρευμάτων στον ορθόδοξο χώρο.

Προ εικοσαετίας σχεδόν ο εν λόγω εκδοτικός οίκος, ενθαρρυνόμενος από παράγοντες της Εκκλησίας, αποφάσισε την έκδοση, σύμφωνα με τα κείμενα της Βενετίας του 1782. Αλλά η έκδοση εκείνη είχε ατέλειες, κυρίως στη στίξη, σε τυπογραφικά αβλεπτήματα, αλλά δεν ήταν απαλλαγμένη και από ελάχιστα συντακτικά και λεκτικά λάθη. Επιστρατεύθηκε ο τότε διάκονος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και ανέλαβε την ευθύνη του επιμελητή της εκδόσεως. Έτσι η Φιλοκαλία αναδύθηκε «ιματισμένη», απαλλαγμένη από τα ποικίλα λάθη, αριθμήθηκαν τα κείμενα που δεν είχαν παραγράφους και το κυριώτερο, ανιχνεύθηκαν με πληρότητα σχεδόν οι αναφορές στις θείες Γραφές και καταχωρήθηκαν οι σχετικές παραπομπές. Η Φιλοκαλία έκτοτε προσφέρεται σε πέντε κομψούς τόμους, καλαίσθητους, με διχρωμία, ωραία βυζαντινά κοσμήματα, βιννιέτες, τους αγίους συγγραφείς αποδιδομένους σε γραμμικές ιχνογραφήσεις και στον πέμπτο τόμο παρατίθεται εκτεταμένο ευρετήριο. Ήδη η Φιλοκαλία του «Αστέρος» αριθμεί τέσσερις εκδόσεις, γεγονός που δίνει το μέτρο της απηχήσεώς της στον ορθόδοξο λαό μας.

Αλλά ο χρόνος, οι συνθήκες ακολουθούν τη νομοτέλειά τους, που συνοδεύεται από αλλαγές και μεταβολές. Ειδικότερα, έντονες μεταβολές έχουν σημειωθεί στη γλώσσα. Επόμενο λοιπόν είναι, η γλώσσα της Φιλοκαλίας να δημιουργεί πρόβλημα κατανοήσεώς της, ηπιότερο προ εικοσαετίας, οξύτερο τώρα και οξύτατο αργότερα. Από πολλά χρόνια είχε κατανοηθεί, ότι τα πατερικά κείμενα θα έπρεπε να καταστούν προσιτά στον πολύ ορθόδοξο λαό, με μια γλωσσική απλούστευση, πράγμα που συνεκίνησε αρκετούς για ένα τέτοιο έργο και συγκεκριμένως για ολόκληρη τη Φιλοκαλία. Αλλά το έργο απαιτούσε και χρόνο και ικανότητα και μια συγγενή γεύση προς τις πατερικές εμπειρίες. Εκείνος που αναδέχθηκε τον μόχθο του αθλήματος, ήταν ο ήδη μακαρίτης Εφέτης Αντ. Γ. Γαλίτης, πατέρας του πανεπιστημιακού καθηγητή της θεολογίας κ. Γεωργίου Γαλίτη, ο οποίος με αίσθηση ευθύνης, με αγάπη και γεύση των αγιοπνευματικών κειμένων, έφερε σε αίσιο πέρας το μέγα αυτό έργο. Ο υποφαινόμενος είχε την ευκαιρία να διαβάσει προ οκταετίας την θαυμάσια μεταφραστική εργασία του ανωτέρω δικαστικού, τον οποίο και προσωπικώς εγνώρισε, αλλά και να εξηγήσει, πως ένας λειτουργός της Θέμιδος κατόρθωσε να προσεγγίσει τον νου των αγίων Πατέρων και να αποδώσει με τόση ακρίβεια τα λεπτότατα εκ πνευματικής εμπειρίας νοήματά τους. Ο μακαρίτης ήταν από τη νεότητά του φιλομόναχος και εντρυφούσε πάντοτε στη Φιλοκαλία. Αυτό το στοιχείο, μαζί με την δεδομένη ορθόδοξη αίσθησή του, που του δωροφόρησε ο χριστιανικός πνευματικός του βίος, εξηγούν την επιτυχημένη απόδοση των φιλοκαλικών κειμένων σε μια σώφρονα ομιλουμένη γλώσσα, που επιχείρησε από αρκετά χρόνια, από την επιθυμία της μεταδόσεως στο ερύτερο ορθόδοξο κοινό των αγιοπνευματικών θησαυρών των Πατέρων.

Ο Θεός, στη συνέχεια, οικονόμησε και για την ωφέλεια των πιστών, δια της εκδόσεως της μεταφρασμένης σε απλούστερο γλωσσικό ιδίωμα Φιλοκαλίας. Την έτοιμη για την δημοσιότητα αυτή εργασία, ανέλαβε ο σχετικώς νέος εκδότης βιβλίων κ. Νικόλαος Χίτογλου. Ο οποίος από θείο ζήλο κινούμενος, θέλησε να προσφέρει το μνημειώδες αυτό απαύγασμα των υψηλοτέρων εν Αγίω Πνεύματι εμπειριών, στον ελληνόφωνο ορθόδοξο λαό μας, χωρίς εμπορικό υπολογισμό. Κι έτσι το μέγα αυτό έργο, που για πολλούς αδελφούς αποτελεί «κήπον κεκλεισμένον και πηγήν εσφραγισμένην», λόγω γλώσσας, θα γίνει κτήμα από το ευρύτερο κοινό.

Ως προς την σημασία των ανθολογημένων έργων των ιερών Νηπτικών, θα επαναλάβουμε, μαζί με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ότι η Φιλοκαλία είναι «...ταμείο της νήψεως, φυλακτήριο του νου, μυστικό σχολείο της νοεράς προσευχής, εξαίρετη υποτύπωση της πρακτικής αγωγής, απλανής οδηγός της πνευματικής θεωρίας, ο πατερικός Παράδεισος, η χρυσή αλυσίδα των αρετών, η συνεχής ενασχόληση με το όνομα του Ιησού, η σάλπιγγα που επαναφέρει τη χάρη και το μυριοπόθητο όργανο της θεώσεως...».

Οι χαρακτηρισμοί αυτοί αναφέρονται κυρίως στη νοερά προσευχή. Και όπως καταφαίνεται από όλο το Προοίμιο του Αγίου Νικοδήμου, σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας ήταν η προβολή της προσευχής αυτής, πράγμα πιστούμενο όχι μόνον από άλλα έργα του αγίου Νικοδήμου, αλλά και από την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, που ασκούσαν οι δύο αυτοί Όσιοι σε όλο το βίο τους. Έτσι βλέπουμε σε αυθεντικές εικόνες του αγίου Μακαρίου, να τον αποδίδουν, παρ' ότι ήταν ιεράρχης, με μοναχική αμφίεση, με το κομβοσχοίνι στο χέρι και με ελαφρώς στραμμένη την οσία κεφαλή του προς τα αριστερά, όπως συνηθίζουν οι εργάτες της νοεράς προσευχής. Ο δε άγιος Νικόδημος, στις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του, επανελάμβανε την μονολόγιστη ευχή εκφώνως, γιατί δεν μπορούσε πλέον να την λέγει μυστικά, επειδή ο νους του είχε εξασθενήσει, όπως έλεγε.

Όμως η Φιλοκαλία δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία της νοεράς προσευχής, αλλά και το σύνολο της πνευματικής εμπειρίας των αγίων Πατέρων, σε όλες τις διαστάσεις των κινήσεων του νου και της καρδιάς. Και αντιφεγγίζει τις αστραπές και τις ελλάμψεις του αγίου Πνεύματος επάνω στις καθαρές ψυχές των Αγίων, ως «καρπός του Πνεύματος», όπως και τα απηχήματα των πολέμων με τους αόρατους δαίμονες, τα ψεκτά πάθη και τις γοητείες του κόσμου.

Αν η Φιλοκαλία, ως συλλογή πατερικών κειμένων, δεν εξαντλεί όλο τον πλούτο της πατερικής γραμματείας, γίνεται φανερό, ότι αποτελεί ένα μόνο μέρος της και από ορισμένους μόνον αγίους Πατέρες. Αλλά πάντως εκπροσωπεί σε όλη την πληρότητά τους τις ποικίλες πνευματικές, ασκητικές, ησυχαστικές και θεολογικές εμπειρίες των θείων Πατέρων της Ορθοδοξίας, που διακρίνονται για την ενότητα στα ουσιώδη και την ιδιοτυπία τους, χάρη στην ιδιοπροσωπεία εκάστου. γι' αυτό και εμφανίζονται κάποιες ιδιομορφίες στα ασκητικά μέσα, στους τρόπους πνευματικής εργασίας, στον τονισμό ορισμένων αρετών και στην πνευματική και θεωρητική εμβέλεια εκάστου.

Πραγματικά, στο χώρο των Αγίων Πατέρων διαπιστώνουμε διακρίσεις, οφειλόμενες στη διαφορά φυσικής καταβολής, παιδείας, χαρακτήρα, δεκτικότητας χαρισμάτων, που προσδιορίζουν τις ιδιοτυπίες, αφού όπως λέγει ο Ομολογητής Μάξιμος, «το Άγιο Πνεύμα ενεργεί κατά την υποκειμένη διάθεση στην ψυχή» και ότι, «ούτε σοφία ενεργεί, ούτε λόγο στο μη δεκτικό σοφίας και λόγου νου», γεγονός που σημαίνει ότι αφήνει ανέπαφη την ελευθερία της ψυχής και ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί ανάλογα προς τα προϋπάρχοντα φυσικά και επίκτητα στοιχεία εκάστου.

Ήδη αυτά εξηγούν την ποικιλία, τις ιδιοτυπίες και τις διαφόρου αποκλίσεως κινήσεις του νου των αγίων Πατέρων, όπως καταφαίνεται στη Φιλοκαλία και σε μη περιληφθέντα στο σώμα αυτό κείμενα. Το Πνεύμα το Άγιο για την οικοδομή της Εκκλησίας επιμερίζει τα χαρίσματα κατά την αναλογία της δεκτικότητας των φορέων τους και των ιδιοτυπιών τους, όπως ελέχθη, χωρίς να αίρεται η ενότητα της διδασκαλίας τους στα ουσιώδη, ενώ παραλλήλως «αθλούν νομίμως», με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές, με βαθιά ταπείνωση, με δάκρυα μετάνοιας και αγάπης και «τοις εκ βάθους στεναγμοίς».

Ο γνησίως ορθόδοξος αυτός τρόπος ασκητικής αγωγής και πνευματικής αθλήσεως παράγει «γνώση» αληθινή, γιατί επάνω στην καθαιρόμενη ψυχή αναλάμπει το φως της χάρης του αγίου Βαπτίσματος και σκηνώνει ο Παράκλητος, που ενεργεί τις ελλάμψεις και την μυστική ένωση μετά του Θεού. Και επειδή το Πνεύμα είναι ενοποιόν, «διαιρούν τα χαρίσματα», η ενότητα στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι ψηλαφητή και διαφαίνεται και μέσα από την ποικιλία των χαρισμάτων και των προσωπικών ιδιοτυπιών.

Θα έπρεπε εδώ να σημειωθεί, ότι η πνευματική ενότητα των Αγίων, η λεγόμενη «συμφωνία των Πατέρων», αποτελεί το υπέρτατο κριτήριο της αλήθειας, με το οποίο ελέγχονται οι παραχαράξεις, οι ημιαλήθειες, που εισάγουν στον περίβολο της Εκκλησίας «οι έχοντες την μόρφωσιν της ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (β΄ Τιμ. 3,5) και προκαλούν σύγχυση μεταξύ των πιστών, που ακόμη δεν έχουν τα αισθητήρια γεγυμνασμένα προς διάκρισην του καλού». Η μεγάλη και παντοτεινή πληγή για την Εκκλησία, είναι ο λανθάνων ορθολογισμός, οι αυθαίρετες φαντασίες, οι ψυχικοί συλλογισμοί, που δεν προήλθαν από την «νόμιμη άθληση», δηλαδή από την «πράξη», που αποτελεί την προϋπόθεση της «επιβάσεως» στη θεωρία. Και η «αχαλίνωτος θεωρία ώσειεν αν κατά κρημνών» λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος.

Από την άποψη αυτή η Φιλοκαλία, σαν κωδικοποιημένη διδασκαλία των θείων Πατέρων σε όλες τις διαστάσεις της πνευματικής ζωής και θεολογίας, είναι μία αληθινή ευλογία του Θεού, γιατί φρονηματίζει θεοφρόνως, ελέγχει οσίως, δακτυλοδεικτεί τον «μετασχηματιζόμενον εις άγγελον φωτός», χαρίζει την βεβαιότητα της αλήθειας «εν χάριτι», οδηγεί στην μετάνοια, προκαλεί την ταπείνωση, καλλιεργεί την διπλή αγάπη, καθαρίζει την ψυχή, ελλάμπει την καρδιά, θεώνει τον νου και ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό σε μια ερωτική αλληλοπεριχώρηση κατά τον λόγο του Χριστού: «εγώ εν υμίν και υμείς εν εμοί» (Ιω. 14,20).

Ίσως παρατηρηθεί ότι η Φιλοκαλία απευθύνεται κυρίως σε μοναχούς, αλλά θα αντιπαρατηρήσουμε ότι είναι προσιτή και ωφέλιμη και σε μη μοναχούς. Γιατί συντελεί στη διαμόρφωση της ψυχής ορθοδόξως, κι επομένως την προστατεύει από ηθικισμούς, που γεννούν αυτάρκεια «εν τοις ελαχίστοις» και μάταιη οίηση. Αλλά επιπλέον παρέχει και πλούσια πνευματικά στοιχεία για βίωση μέσα στον κόσμο, αφού είναι δεδομένη η ιεράρχηση κατά το «Φως μεν μοναχοίς άγγελοι. φως δε λαϊκοίς μοναχοί».

Άξιο και δίκαιο είναι να κλείσουμε τις γραμμές αυτές με τα λόγια του αγίου Νικοδήμου: «...Ελάτε όλοι οι Ορθόδοξοι, λαϊκοί και μοναχοί, όσοι τρέχετε να βρείτε την βασιλεία του Θεού, που υπάρχει μέσα σας, και τον θησαυρό που είναι στον αγρό της καρδιάς σας, δηλαδή τον γλυκύ Ιησού Χριστό. με το σκοπό όπως, αφού ελευθερωθεί ο νους σας από την αιχμαλωσία στα γήινα και από την άτακτη περιφορά του και καθαρθεί από τα πάθη η καρδιά με την αδιάλειπτη και φοβερή επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη συνέργεια των άλλων αρετών, που διδάσκονται στο βιβλίο αυτό, ενωθείτε πρώτα με τον εαυτό σας και δια του εαυτού σας με τον Θεό, σύμφωνα με την παράκληση του Κυρίου Ιησού προς τον Πατέρα, που είπε: «ίνα ώσιν εν, ως ημείς εν εσμέν». Κι έτσι, ενωμένοι με το Θεό και τελείως αλλοιωμένοι από την ενέργεια και έκσταση του θείου έρωτα, θεωθείτε στο πιο υψηλό επίπεδο, με νοερή αίσθηση και αδίστακτη βεβαιότητα, επανερχόμενοι στον πρώτο σκοπό του Θεού – που ήταν η θέωση του ανθρώπου – να δοξάζετε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τη μία θεαρχικότατη Θεότητα, στην οποία πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».

// Template Design © Joomla Templates | GavickPro. All rights reserved.