fbpx
Religious

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 69

ΨΑΛΜΟΣ 69 - ΕΛΑ, ΚΥΡΙΕ, ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ

1 Εἰς τὸ τέλος· τῷ Δαυΐδ, εἰς ἀνάμνησιν, εἰς τὸ σῶσαί με Κύριον.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· του Δαβίδ. Αναμνηστικός.
2 Ὁ Θεὸς, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον.
2 Ω Θεέ μου, δώσε προσοχήν εις την κατάστασίν μου και έλα εις βοήθειάν μου. Ναι, Κυριε, σπεύσε να με βοηθήσης.
2 Κύριε, στέρξε να με σώσεις· τάχυνε, Κύριε, να με βοηθήσεις.
3 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου· ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ βουλόμενοί μου κακά·
3 Ας εντραπούν και ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ζητούν να μου αφαιρέσουν την ζωήν. Ας στραφούν εις τα οπίσω και ας εντροπιασθούν όσοι θέλουν τα κακά μου.
3 Ας ντροπιαστούν κι ας εξουθενωθούν αυτοί που θέλουν ν' αφαιρέσουν τη ζωή μου· ατιμασμένοι ας πισωστρέψουν αυτοί που με τη δυστυχία μου χαίρονται.
4 ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε εὖγε.
4 Ας γυρίσουν αμέσως προς τα οπίσω κατεντροπιασμένοι αυτοί, οι οποίοι χαιρεκακούν εις την δυστυχίαν μου και λέγουν ειρωνικώς· Ωραία, ωραία!
4 Ας πισωστρέψουν καταντροπιασμένοι όσοι για μένα λέν': «Καλά να πάθει».
5 ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε, ὁ Θεός, καὶ λεγέτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου.
5 Ολοι δε όσοι βλέπουν την βοήθειαν και προστασίαν, την οποίαν συ προσφέρεις προς τους πιστούς, ας σκιρτήσουν από αγαλλίασιν. Και ας ευφρανθούν, ω Θεέ μου, όλοι αυτοί, οι οποίοι ζητούν και επικαλούνται σέ· όλοι όσοι ποθούν την σωτηρίαν, που συ προσφέρεις, ας λέγουν πάντοτε ακαταπαύστως· Ας δοξάζεται και ας μεγαλύνεται ο Κυριος.
5 Ας ευφρανθούν και ας χαρούν κοντά σου όλοι, όσοι σε ζητάνε, Κύριε, και πάντα ας λένε: «Μεγάλος είναι ο Θεός!» όσοι αγαπούν τη σωτηρία που χαρίζεις.
6 ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ῥύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς.
6 Εγώ δε είμαι πτωχός και άθλιος. Βοήθησέ με, Θεέ μου. Βοηθός μου και λυτρωτής μου είσαι συ, Κυριε, μη βραδύνης, μη αργοπορήσης.
6 Εγώ όμως είμαι άθλιος και φτωχός, Θεέ, για μένα πρόφτασε! Εσύ 'σαι βοηθός μου κι ελευθερωτής, Κύριε, μην αργήσεις.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ δοκιμασία.
α2 Ὅταν γίνονται μεγάλες καταστροφές.
β Ὅταν καταδιώκεσαι σέ ἔρημο μή φοβηθεῖς, ψάλλε τόν παρόντα Ψ. κατά τόν ὄρθρον.
γ Γιά εὐαίσθητους ἀνθρώπους πού θλίβονται γιά τό παραμικρό, καί ἔρχονται σέ ἀπόγνωση νά τούς ἐνισχύει ὁ Θεός.

ΨΑΛΜΟΣ 51

ΨΑΛΜΟΣ 51 - ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΤΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· συνέσεως τῷ Δαυΐδ·
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· Μασχίλ του Δαβίδ.
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν Δωὴκ τὸν Ἰδουμαῖον καὶ ἀναγγεῖλαι τῷ Σαοὺλ καὶ εἰπεῖν αὐτῷ· ἦλθε Δαυΐδ εἰς τὸν οἶκον Ἀβιμέλεχ.
2 -
2 Την εποχή που ήρθε στο Σαούλ ο Δωέγ ο Εδωμίτης και του κατέδωσε το Δαβίδ, ότι κρυβόταν στο σπίτι του Αχιμέλεχ.
3 Τί ἐγκαυχᾷ ἐν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τὴν ἡμέραν;
3 Διατί αλαζονεύεσαι δια την κακίαν σου συ, ω δυνατέ, ώστε να διαπράττης ανομίας με θρασύτητα και να παραβαίνης όλην την ημέραν τον νόμον του Θεού;
3 Γιατί καυχιέσαι, δυνατέ, για το κακό; Η καλοσύνη του Θεού υπάρχει όλη μέρα.
4 ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου· ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον.
4 Αδίκους λογισμούς της καρδίας σου ελάλησε το απύλωτον στόμα σου· ώσαν με ξυράφι ακονισμένον δια της γλώσσης σου ειργάσθης δολίως προς καταστροφήν του πλησίον.
4 Κακία μελετά η γλώσσα σου, δολερή σαν μαχαίρι κοφτερό, μάστορας είσαι στην απάτη.
5 ἠγάπησας κακίαν ὑπὲρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπὲρ τοῦ λαλῆσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα).
5 Ηγάπησες την κακίαν και όχι την αγαθότητα. Επροτίμησες την δολιότητα και συκοφαντίαν από του να λαλής την αλήθειαν και την δικαιοσύνην.
5 Αντί για το καλό, το κακό αγάπησες, αντί για την ευθύτητα το ψέμα. (Διάψαλμα)
6 ἠγάπησας πάντα τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν.
6 Επροτίμησες να λέγης λόγους, οι οποίοι φέρουν καταποντισμόν και όλεθρον, και να έχης γλώσσαν δολίαν και συκοφαντικήν εναντίον των άλλων.
6 Όλα τα λόγια της φθοράς τ' αγάπησες· τη γλώσσα της απάτης.
7 διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς καθέλοι σε εἰς τέλος· ἐκτίλαι σε καὶ μεταναστεύσαι σε ἀπὸ σκηνώματός σου καὶ τὸ ῥίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων. (διάψαλμα).
7 Δια τούτο ο Θεός θα σε κατακρημνίση, θα σε ξερριζώση εντελώς, θα σε μαδήση και θα σε γυμνώση από όλα όσα έχεις. Θα σε εκδιώξη και θα σε εξορίση από την πατρίδα σου, και αυτάς ακόμη τας ρίζας των απογόνων σου θα εξαφανίση εκ μέσου των ζώντων.
7 Για τούτο και θα σε γκρεμίσει για πάντα ο Θεός, θα σε τραβήξει κι έξω θα σε πετάξει απ' τη σκηνή του· και θα σε ξεριζώσει από τη χώρα της ζωής. (Διάψαλμα)
8 ὄψονται δίκαιοι καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν γελάσονται καὶ ἐροῦσιν·
8 Θα ίδουν οι δίκαιοι την δικαίαν εκ μέρους του Θεού τιμωρίαν σου και θα φοβηθούν. Κατόπιν όμως θα γελάσουν με ικανοποίησιν και χαράν, διότι απεδόθη η πρέπουσα δικαιοσύνη και θα είπουν·
8 Οι δίκαιοι θα τα δουν αυτά και θα τους πιάσει τρόμος· ύστερα θα γελάσουνε μαζί σου και θα πουν:
9 ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐπήλπισεν ἐπὶ τὸ πλῆθος τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ.
9 Ιδού ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος δεν ηθέλησε τον Θεόν ως συμπαραστάτην και βοηθόν του, αλλά ήλπισεν στον πολύν πλούτον του. Εστήριξε και εμεγάλωσε την δύναμίν του επί ματαίων και εφημέρων πραγμάτων.
9 «Να, ο άνθρωπος που δεν έβαλε για στήριγμά του το Θεό, αλλά έλπισε στον άφθονό του πλούτο· νιώθει ισχυρός με τις απάτες του».
10 ἐγὼ δὲ ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ· ἤλπισα ἐπὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
10 Εγώ όμως αντιθέτως θα είμαι μέσα στον οίκον του Κυρίου, όπως η κατάκαρπος ελαία. Εγώ εστήριξα τας ελπίδας μου στο έλεος του Θεού μου πάντοτε, στους αιώνας των αιώνων.
10 Αλλά εγώ σαν την ελιά που θάλλει στον οίκο του Θεού· έλπισα στου Θεού το έλεος, αιώνια και παντοτινά.
11 ἐξομολογήσομαί σοι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἐποίησας, καὶ ὑπομενῶ τὸ ὄνομά σου, ὅτι χρηστὸν ἐναντίον τῶν ὁσίων σου.
11 Κυριε, σε δοξολογώ και θα σε δοξολογώ πάντοτε, διότι έκαμες και θα κάμης δεκτά τα αιτήματά μου. Εις κάθε δε δυσκολίαν της ζωής μου θα περιμένω την ιδικήν σου επέμβασιν, διότι αυτή είναι πάντοτε αγαθοποιός και ευεργετική στους αφωσιωμένους προς σέ.
11 Αιώνια θα σε υμνολογώ, Θεέ, για όλα όσα έκανες· μπροστά σ' εκείνους που σου μένουνε πιστοί θα διακηρύττω πόσο είσαι καλός.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ παράκληση γιά τήν ἀναγνώριση
α2 Γιά τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἐξομολογητικός ψαλμός.
β Ὅταν συκοφαντῆσαι καί ὁ συκοφάντης καυχᾶται ἀλαζονικῶς.
γ Γιά νά μετανοήσουν οἱ σκληροκάρδιοι ἄρχοντες καί νά γίνουν εὐσπλαχνικοί, γιά νά μή βασανίζουν τόν λαό.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 52

ΨΑΛΜΟΣ 52 - ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ Σ' ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Μαελέθ· συνέσεως τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «μαχαλάθ». Μασχίλ του Δαβίδ.
2 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν.
2 Σκοτισμένος μέχρις αφροσύνης από τας πολλάς του αμαρτίας ο ασεβής λέγει από μέσα του· Δεν υπάρχει Θεός. Αυτός και οι όμοιοί του διεφθάρησαν από την κακίαν των. Εγιναν αηδιαστικοί και συχαμεροί με τας παρανομίας των. Κανείς από αυτούς δεν σκέπτεται και δεν πράττει το αγαθόν.
2 Είπε μες στην καρδιά του ο ασύνετος: «Δεν υπάρχει Θεός που να ενεργεί». Φθαρμένα είναι τα έργα τους κι ανόσια, κανείς δεν πράττει το αγαθό.
3 ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
3 Ο Θεός έσκυψεν από τον ουρανόν, δια να ίδη τους υιούς των ανθρώπων· εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη σύνεσιν και γνώσιν Θεού η να αναζητή και να προσεύχεται προς τον Θεόν.
3 Παρατηρεί απ' τους ουρανούς ο Κύριος τους ανθρώπους, να δει αν υπάρχει συνετός κανείς, που το Θεό γυρεύει.
4 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
4 Είδεν ότι όλοι έχουν παρεκκλίνει από την ορθήν οδόν. Εγιναν διεφθαρμένοι και αχρείοι. Δεν υπάρχει κανείς, που να ζητή το αγαθόν, δεν υπάρχει ούτε ενας.
4 Όλοι απομακρύνθηκαν, όλοι μαζί φθαρήκαν. Κανείς δεν πράττει το καλό, έστω κι ένας μονάχος.
5 οὐχί γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ κατεσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
5 Δεν θα βάλουν επί τέλους ποτέ γνώσιν και δεν θα συνετισθούν όλοι αυτοί, οι οποίοι διαπράττουν τας παρανομίας; Αυτοί, οι οποίοι κατατρώγουν τον λαόν μου με τόσην ευκολίαν και χαράν, με όσην τρώγουν το ψωμί των, ουδέποτε εστράφησαν προς τον Θεόν, ουδέποτε επεκαλέσθησαν τον Κυριον.
5 «Δεν έχουνε», ρωτάει ο Θεός, «επίγνωση οι δράστες όλοι του κακού; Κατασπαράζουν το λαό μου, έτσι όπως τρώνε το ψωμί· σ' εμένα δεν προσεύχονται».
6 ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς διεσπόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς.
6 Αυτοί εφοβήθησαν και επανικοβλήθησαν εκεί, όπου δεν υπήρχε φόβος. Συνετρίβησαν, διότι, ο Θεός συνέτριψε και διεσκόρπισε τα οστά των ανθρώπων εκείνων, που θέλουν να αρέσουν στους άλλους και όχι στον Θεόν. Αυτοί κατεξηυτελίσθησαν, διότι ο Θεός τους εξουθένωσε.
6 Θα πέσει μέγας φόβος εκεί που φόβος δεν υπήρχε, γιατί διασκόρπισε ο Θεός τα κόκαλα των πολιορκητών σου, λαέ μου· τους ντρόπιασε, γιατί ο Θεός τούς είχε απορρίψει.
7 τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν Θεὸν τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.
7 Ποίος άλλος εκτός από τον Κυριον ζεκινών από την Ιερουσαλήμ θα προσφέρη σωτηρίαν και ασφάλειαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Κανείς άλλος, παρά ο Θεός. Οταν ο Κυριος επαναφέρη τους εξορίστους του λαού του από την αιχμαλωσίαν, θα πλημμυρίσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι του Ιακώβ, θα ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών.
7 Ποιος θα χαρίσει απ' τη Σιών τη σωτηρία του Ισραήλ; Όταν ο Κύριος ξαναφέρει το λαό του στην πρωτινή ευτυχία του, οι απόγονοι του Ιακώβ θ' αγάλλονται, όλος ο Ισραήλ θα χαίρεται.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ καταδίκη τοῦ πονηροῦ
α2 Γιά νά τιμωρηθοῦν οἱ μάγοι καί αὐτοί πού καταφεύγουν σέ αὐτούς.
Γιά τήν τιμωρία τῶν ὑποχθόνιων ἀνθρώπων.
β Ὅταν βλασφημεῖται ἡ θεία Πρόνοια.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τά δίχτυα νά γεμίσουν ψάρια.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 53

ΨΑΛΜΟΣ 53 - ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη, με λαούτα. Μασχίλ του Δαβίδ,
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν τοὺς Ζιφαίους καὶ εἰπεῖν τῷ Σαούλ· οὐκ ἰδοὺ Δαυΐδ κέκρυπται παρ᾿ ἡμῖν;
2 -
2 την εποχή που ήρθαν στο Σαούλ οι Ζιφίτες και του κατέδωσαν ότι ο Δαβίδ κρυβόταν στην περιοχή τους.
3 Ὁ Θεὸς, ἐν τῷ ὀνόματί σου σῶσόν με καὶ ἐν τῇ δυνάμει σου κρῖνόν με.
3 Θεέ μου, συ που το όνομά σου είναι ευσπλαγχνία και αγαθότης, σώσε με και με την παντοδύναμον δικαιοσύνην σου κρίνε την υπόθεσίν μου.
3 Θεέ, με τη δική σου ύπαρξη σώσε με· και με τη δύναμή σου απόδωσε το δίκιο μου.
4 ὁ Θεός, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου.
4 Ω Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Βαλε εις τα αυτιά σου τα λόγια του στόματός μου.
4 Θεέ, την προσευχή μου άκουσε, και πρόσεξε τα λόγια που σου λέω.
5 ὅτι ἀλλότριοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ κραταιοὶ ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου καὶ οὐ προέθεντο τὸν Θεὸν ἐνώπιον αὐτῶν. (διάψαλμα).
5 Διότι ιδού, άνθρωποι ξένοι και εχθροί προς εμέ επανεστάτησαν εναντίον μου, και ισχυροί επεδίωξαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου και δεν έλαβον υπ' όψιν των τον δίκαιον Θεόν.
5 Γιατί αλλοεθνείς ξεσηκωθήκαν εναντίον μου, και τύραννοι γυρεύουν τη ζωή μου· και το Θεό δεν τον υπολογίζουνε. (Διάψαλμα)
6 ἰδοὺ γὰρ ὁ Θεὸς βοηθεῖ μοι, καὶ ὁ Κύριος ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου.
6 Αυτοί με ενόμισαν εγκαταλελειμμένον από σέ. Ηπατήθησαν όμως, διότι ιδού, ο Θεός απ' αρχής και μέχρι σήμερον με βοηθεί. Ο Κυριος απ' αρχής και μέχρι τώρα είναι ο υπερασπιστής και προστάτης της ζωής μου.
6 Να όμως που ο Θεός είναι βοηθός μου· ο Κύριος είναι της ζωής μου στήριγμα.
7 ἀποστρέψει τὰ κακὰ τοῖς ἐχθροῖς μου· ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου ἐξολόθρευσον αὐτούς.
7 Αυτός και τα κακά της παρούσης περιόδου θα τα επιστρέψη και θα τα ρίψη επάνω εις τας κεφαλάς των εχθρών μου. Συ, Κυριε, ως αξιόπιστος, που είσαι εις τας υποσχέσεις σου, εξολόθρευσε τους εχθρούς μου.
7 Θα στρέψει στους εχθρούς μου το κακό! Εξόντωσέ τους, Κύριε, γιατί κρατάς το λόγο σου.
8 ἑκουσίως θύσω σοι, ἐξομολογήσομαι τῷ ὀνόματί σου, Κύριε, ὅτι ἀγαθόν·
8 Εγώ δε με όλην μου την θέλησιν και την καρδίαν θα προσφέρω εις σε την θυσίαν μου και με ευγνωμοσύνην θα σε δοξολογήσω, διότι είσαι πανάγαθος.
8 Αυθόρμητα θυσία θα σου προσφέρω· την ύπαρξή σου, Κύριε, θα υμνώ, γιατ' είσαι όλος καλοσύνη.
9 ὅτι ἐκ πάσης θλίψεως ἐῤῥύσω με, καὶ ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου.
9 Διότι και στο παρελθόν με εγλύτωσες από κάθε θλίψιν, τα δε μάτια μου είδον τον εξευτελισμόν των εχθρών μου. Πιστεύω ότι αυτό θα γίνη και τώρα, Κυριε.
9 Γιατί με λύτρωσες από τις θλίψεις μου όλες, κι είδαν τα μάτια μου τι πάθαν οι εχθροί μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀνοησία τοῦ ἄθεου.
β Ὅταν σέ καταδιώκουν καί σέ διαβάλλουν, ἐσύ νά ἐμπιστεύεσαι στόν Κύριο.
γ Γιά νά φωτίση ὁ Θεός τούς πλούσιους πού ἔχουν ἀγορασμένους δούλους, νά τούς ἐλευθερώσουν.
ε "....ὅτι συνετοῦ ἀνδρός εἶναι ἴδιον τό εἰς τοῦτον καιρόν κινδύνων νά ὑμνῇ καί νά εὐχαριστῇ τόν Θεόν καί τοῦτον νά ἐπικαλῆται ὡς κριτήν καί ἐκδικητήν τῶν αὐτῶν ἐπικαλουμένων".
στ Ὅταν μᾶς καταδιώκουν οἱ ἰσχυροί τοῦ παρόντος αἰῶνος.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν, περιπετειῶν καί θλίψεων".

ΨΑΛΜΟΣ 54

ΨΑΛΜΟΣ 54 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· με λαούτα, μασχίλ του Δαβίδ.
2 Ἐνώτισαι, ὁ Θεός, τὴν προσευχήν μου καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν δέησίν μου,
2 Ακουσε, ω Θεέ μου, την προσευχήν μου, μη καταφρόνησης την δέησίν μου.
2 Πρόσεξε, Θεέ, την προσευχή μου· μην αποφύγεις την παράκλησή μου.
3 πρόσχες μοι καὶ εἰσάκουσόν μου. ἐλυπήθην ἐν τῇ ἀδολεσχίᾳ μου καὶ ἐταράχθην
3 Δώσε εις εμέ προσοχήν και άκουσέ με. Η συνεχής σκέψις και μελέτη της θλιβεράς μου καταστάσεως με έχει γεμίσει, από λύπην.
3 'Aκου με κι αποκρίσου μου! Περιπλανιέται η σκέψη μου στη θλίψη μου έγνοιες γεμάτη,
4 ἀπὸ φωνῆς ἐχθροῦ καὶ ἀπὸ θλίψεως ἁμαρτωλοῦ, ὅτι ἐξέκλιναν ἐπ᾿ ἐμὲ ἀνομίαν καὶ ἐν ὀργῇ ἐνεκότουν μοι.
4 Συνεκλονίσθην και εταράχθην από τας απειλητικάς κραυγάς των εχθρών μου, από την κατάθλιψιν και καταπίεσιν, που οι αμαρτωλοί ασκούν εναντίον μου. Διότι αυτοί έρριψαν και επεσώρευσαν εναντίον μου κάθε παρανομίαν των και κυριευμένοι από μοχθηράν οργήν έτρεφαν και τρέφουν φοβερόν μίσος εναντίον μου.
4 απ' τις κραυγές του εχθρού κι από του μοχθηρού την καταπίεση. Μου αποδίδουν ανομίες και με κατηγορούν με οργή.
5 ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ·
5 Η καρδία μου συνεταράχθη εντός μου. Ανίκητος φόβος θανάτου έπεσεν επάνω μου.
5 Σπαράζει μέσα μου η καρδιά μου· κι ο φόβος του θανάτου έπεσε πάνω μου.
6 φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος.
6 Φοβος και τρόμος επλημμύρισε το εσωτερικόν μου και σκοτάδι αθυμίας και απογοητεύσεως με εσκέπασεν ολόκληρον.
6 Φόβος και τρόμος με κατέχουν· και ρίγος με διαπερνά.
7 καὶ εἶπα· τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;
7 Και είπα από μέσα μου· ποιός ημπορεί να μου δώση πτέρυγας ώσαν αυτάς της αγρίας περιστεράς, δια να πετάξω ταχέως και να φύγω αμέσως εις τόπον ήσυχον και ασφαλή;
7 Και σκέφτομαι: «Ποιος θα μου δώσει φτερά σαν του περιστεριού;» Τότε θα πέταγα να βρω την ησυχία μου.
8 ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. (διάψαλμα).
8 Ιδού, εάν είχα τέτοιες πτέρυγες, θα απεμακρυνόμην από τον τόπον αυτόν, θα έφευγα· θα κατοικούσα εις ένα έρημον και ήσυχον τόπον.
8 Ναι, θα 'φευγα μακριά· στην έρημο θα κατοικούσα. (Διάψαλμα)
9 προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σῴζοντά με, ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος.
9 Εκεί θα επερίμενα τον σωτήρα και Θεόν μου, δια να με απαλλάξη από την λιποψυχίαν μου αυτήν και από την μαινομένην εναντίον μου καταιγίδα των εχθρών μου.
9 Με βιάση θα 'τρεχα να βρω ένα καταφύγιο για την ανεμοθύελλα και για την καταιγίδα.
10 καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει.
10 Καταπόντισέ τους και εξαφάνισέ τους, Κυριε, εις τα βάθη της θαλάσσης. Φέρε σύγχυσιν και αντιλογίαν εις τας γλώσσας των, διότι εγώ είδα ότι εξ αιτίας των εις την Ιερουσαλήμ υπάρχουν παρανομίαι, φιλονεικίαι και διαπληκτισμοί.
10 Μπέρδεψε, Κύριε, και κομμάτιασε τη γλώσσα τους· γιατί είδα τη βιαιότητα και τη διχόνοια μες στην πόλη,
11 ἡμέρας καὶ νυκτὸς κυκλώσει αὐτὴν ἐπὶ τὰ τείχη αὐτῆς, καὶ ἀνομία καὶ κόπος ἐν μέσῳ αὐτῆς
11 Ημέραν και νύκτα μαίνεται η παρανομία γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Εντός δε της πόλεως επικρατεί τέτοια καταπίεσις και μόχθος και παρανομία
11 μερόνυχτα να τριγυρνούν ψηλά πάνω στα τείχη της. Μέσα της μόχθος κι ανομία·
12 καὶ ἀδικία, καὶ οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος.
12 και αδικία, ώστε και εις αυτάς τας δημοσίας πλατείας δεν έλειψεν ο παράνομος τόκος και η δολιότης, αλλά διενεργείται με θρασύτητα.
12 μέσα της η διαφθορά. Η βία κι η απάτη ποτέ δε λείπουν από τις πλατείες της.
13 ὅτι εἰ ἐχθρὸς ὠνείδισέ με, ὑπήνεγκα ἄν, καὶ εἰ ὁ μισῶν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησεν, ἐκρύβην ἂν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
13 Η κατάθλιψίς μου είναι πολύ μεγάλη, διότι εάν επί τέλους ένας από τους εχθρούς μου με ύβριζε, θα υπέφερα με υπομονήν την ύβριν. Και αν άνθρωπος, ο οποίος με μισεί, εξανίστατο με θρασύτητα εναντίον μου και εκομπορρημονούσε, εγώ θα εκρυπτόμην από αυτόν.
13 Δεν είν' ένας εχθρός που με προσβάλλει· αυτό θα το υπέφερα. Δεν είν' ένας αντίπαλος που θριαμβεύει εναντίον μου· μπροστά του θα κρυβόμουν.
14 σὺ δέ, ἄνθρωπε ἰσόψυχε, ἡγεμών μου καὶ γνωστέ μου,
14 Αυτοί είναι εχθροί μου. Συ όμως, ω άνθρωπε, τον οποίον εθεωρούσα και αγαπούσα ωσάν τον εαυτόν μου, άρχοντά μου και σύμβουλέ μου, φίλε μου και γνωστέ μου,
14 Αλλά είσ' εσύ, άνθρωπος της σειράς μου, ο έμπιστος κι ο φίλος μου.
15 ὃς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐγλύκανάς μοι ἐδέσματα, ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθην ἐν ὁμονοίᾳ.
15 συ ο οποίος συνέτρωγες μαζή μου και με την παρουσίαν σου εγλύκαινες τα φαγητά μου, συ με τον οποίον ανέβαινα στον οίκον του Θεού με τόσην αγάπτην και ομόνοιαν, έπραξες αυτό;
15 Που μεταξύ μας φιλικά μιλούσαμε κι αρμονικά βαδίζαμε στον οίκο του Θεού.
16 ἐλθέτω δὴ θάνατος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς ᾅδου ζῶντες· ὅτι πονηρία ἐν ταῖς παροικίαις αὐτῶν ἐν μέσῳ αὐτῶν.
16 Ας πέση, λοιπόν, εναντίον αυτών ο θάνατος. Ας ανοίξη ο άδης το στόμα του και ας καταβούν, και αυτοί και ο προδότης, ζωντανοί στον τάφον. Διότι μόνον πονηρία και κακία υπάρχει ανάμεσά των και εις τας κατοικίας των.
16 Ας ήταν να τους βρει θανατικό αναπάντεχο κι ας κατεβούνε ζωντανοί στον άδη· γιατί η κακία βρίσκεται στα σπίτια τους και μέσα τους.
17 ἐγὼ πρὸς τὸν Θεὸν ἐκέκραξα, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσέ μου.
17 Εγώ όμως προς τον Θεόν με πίστιν έκραξα και ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου.
17 Εγώ φωνάζω στο Θεό· κι ο Κύριος θα με σώσει.
18 ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας διηγήσομαι καὶ ἀπαγγελῶ, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου.
18 Την εσπέραν και το πρωϊ και την μεσημβρίαν, καθ' όλην την ημέραν, εγώ θα διηγούμαι προς τον Κυριον τας συμφοράς μου. Θα αναγγέλλω εις αυτόν την θλιβεράν κατάστασίν μου με την προσευχήν μου και πιστεύω ότι θα προσέξη την φωνήν μου.
18 Βράδυ, πρωί και μεσημέρι θρηνώ κι αναστενάζω· κι αυτός ακούει τη φωνή μου.
19 λυτρώσεται ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῶν ἐγγιζόντων μοι, ὅτι ἐν πολλοῖς ἦσαν σὺν ἐμοί.
19 Πιστεύω δε απολύτως, ότι ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν μου από τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι με πλησιάζουν με εχθρικάς διαθέσεις, όσον πολλοί και αν είναι εναντίον μου και θα μου χαρίση ειρήνην και ασφάλειαν.
19 Μ' ελευθερώνει απ' τις επιθέσεις των εχθρών μου και ασφαλή με διατηρεί, γιατί πολλοί θα 'ναι μαζί μου.
20 εἰσακούσεται ὁ Θεὸς καὶ ταπεινώσει αὐτοὺς ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων. (διάψαλμα). οὐ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἀντάλλαγμα, ὅτι οὐκ ἐφοβήθησαν τὸν Θεόν.
20 Ο Θεός θα μ' ακούσει και θα τους ταπεινώσει -αυτός που προαιώνια κυβερνά- γιατί μεταστροφή δεν έχουν και δεν φοβούνται το Θεό.
20 Ο Θεός θα ακούση με ευμένειαν την δέησίν μου. Αυτός ο προαιώνιος Κυριος, θα κατεξευτελίση τους εχθρούς μου, θα τους ταπεινώση, διότι καμμία αλλαγή και μεταβολή προς το καλύτερον δεν υπάρχει εις αυτούς. Καμμία διόρθωσις δεν παρατηρείται, διότι δεν εφοβήθησαν ούτε και φοβούνται τον Κυριον.
21 ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐν τῷ ἀποδιδόναι· ἐβεβήλωσαν τὴν διαθήκην αὐτοῦ.
21 Ο Κυριος άπλωσε την παντοδύναμον δεξιάν του, δια να αποδώση εις αυτούς την δικαίαν τιμωρίαν, διότι κατεφρόνησαν και κατεπάτησαν αναιδώς την διαθήκην του.
21 Καθένας τους το χέρι του σηκώνει ενάντια στους φίλους του· τη συμφωνία του αθετεί.
22 διεμερίσθησαν ἀπὸ ὀργῆς τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἤγγισαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπὲρ ἔλαιον, καὶ αὐτοί εἰσι βολίδες.
22 Εξέσπασεν όμως η οργή του προσώπου του Κυρίου εναντίον των. Διεμελίσθησαν και εξεσχίσθησαν εις κομμάτια εκείνοι, των οποίων η καρδία είχεν ενωθή εις συνωμοσίαν εναντίον μου. Οι λόγοι του αρχηγού των και προδότου ήσαν γλυκείς, απαλοί περισσότερον από το έλαιον. Εις την πραγματικότητα όμως ήσαν φαρμακερά βέλη.
22 Τα λόγια τους πιο μαλακά είναι κι απ' το βούτυρο, μα έχουν τον πόλεμο μες στην καρδιά τους· είν' οι κουβέντες τους κι απ' το λάδι απαλότερες κι ωστόσο είναι γυμνά σπαθιά.
23 ἐπίῤῥιψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν αἰῶνα σάλον τῷ δικαίῳ.
23 Ριψε, ω ψυχή μου, την φροντίδα σου και την μέριμνάν σου δια την σωτηρίαν και ασφάλειάν σου στον Κυριον και αυτός θα σε διαθρέψη και θα συντηρήση την ζωήν σου. Αυτός δεν θα επιτρέψη να επιπέση στον δίκαιον αδιάκοπος και συνεχής ταραχή σαν τα κύματα της τρικυμισμένης θαλάσσης. Αλλά θα δώση αισίαν έκβασιν εις την περιπέτειάν του.
23 «ʼσε στον Κύριο τις έγνοιες σου κι αυτός θα σε φροντίσει· δε θα επιτρέψει στον αιώνα να κλονιστεί ο ευσεβής».
24 σὺ δέ, ὁ Θεός, κατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς· ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος οὐ μὴ ἡμισεύσωσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν, ἐγὼ δέ, Κύριε, ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
24 Συ δέ, ω Θεέ μου, θα κατακρημνίσης και θα καταθάψης τους δολίους εχθρούς μου εις φρέαρ καταστροφής και αφανισμού. Ανθρωποι, που χύνουν αίματα αθώων και σκέπτονται συνεχώς δολιότητας εις βάρος των άλλων, δεν θα φθάσουν ούτε στο ήμισυ των ημερών της ζωής των. Εγώ όμως, Κυριε, έχω και θα έχω στηριγμένας εις σε τας ελπίδας μου πάντοτε.
24 Όμως εσύ, Θεέ, εκείνους θα τους ρίξεις στο λάκκο της καταστροφής. Απατεώνες είναι και φονιάδες, που δε θα ζήσουν ούτε τις μισές από τις μέρες της ζωής τους. Αλλά σ' εσένα ελπίζω εγώ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ κραυγή γιά βοήθεια.
α2 Γιά νά μή προδίδονται μυστικά.
β Ἄν σέ θλίβουν καί σέ ὑβρίζουν καί σέ συκοφαντοῦν, νά παρηγορηθῆς ἀπό τόν Θεό.
γ Γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑπόληψη τῆς δυσφημισμένης οἰκογένειας πού ἔχει συκοφαντηθεῖ.
θ " Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 55

ΨΑΛΜΟΣ 55 - ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπὸ τῶν ἁγίων μεμακρυμμένου· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι ἐν Γέθ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «Μακρινό περιστέρι της σιωπής». Μικτάμ του Δαβίδ, όταν τον είχαν συλλάβει οι Φιλισταίοι στη Γαθ.
2 Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με.
2 Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Ολας τας ημέρας με κατέθλιψε με τον πόλεμον, που εξήγειρεν εναντίον μου.
2 Δώσ' μου το έλεός σου, Θεέ, γιατί με κατατρέχουν· όλη τη μέρα με συνθλίβουν οι πολιορκητές.
3 κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους.
3 Με καταπατούν οι εχθροί μου όλας τας ημέρας, διότι οι πολεμούντες με είναι ισχυροί, και με πολεμούν από υψηλόν, ασφαλές και απρόσβλητον μέρος.
3 Οι εχθροί μου απάνω μου χυμούν όλη τη μέρα· γιατί πολλοί με πολεμάνε, Ύψιστε.
4 ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
4 Εγώ όμως όλας αυτάς τας ημέρας του πολέμου των δεν τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
4 Όταν με πιάνει τρόμος σ' εσένα εγκαταλείπομαι.
5 ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς λόγους μου, ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ.
5 Με την βοήθειαν του Θεού μου οι λόγοι αυτοί θα αποδειχθούν πραγματικώς έπαινός μου. Εις τον Θεόν μου εστήριξα τας ελπίδας μου. Δεν θα φοβηθώ, τι θα σκεφθή και θα πράξη εναντίον μου φθαρτή ανθρωπίνη σαρξ.
5 Στο Θεό που το λόγο του εξυμνώ, στο Θεό ελπίζω, δε φοβάμαι· τι θα μου κάνει ένας θνητός;
6 ὅλην τὴν ἡμέραν τοὺς λόγους μου ἐβδελύσσοντο, κατ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν εἰς κακόν.
6 Ολην την ημέραν εκείνοι αηδίαζαν και απεστρέφοντο τους λόγους μου. Αι δε σκέψεις και αι αποφάσεις των εστρέφοντο εναντίον μου, δια να μου κάμουν κακόν.
6 Ολημερίς διαστρέφουνε τα λόγια μου· εναντίον μου οι σκέψεις τους όλες για το κακό.
7 παροικήσουσι καὶ κατακρύψουσιν· αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ ὑπέμειναν τῇ ψυχῇ μου.
7 Συναθροίζονται εις συνωμοσίαν, παραμονεύουν, προσπαθούν να κρύψουν τα πονηρά των σχέδια. Αυτοί παρακολουθούν τα ίχνη μου, όπως οι κυνηγοί τα ίχνη των θηραμάτων, δια να με εξοντώσουν, με την ιδίαν επιμονήν, με όσην εγώ επιμένω και επιζητώ την σωτηρίαν μου από σέ.
7 Κρύβονται, καιροφυλακτούν, κατασκοπεύουνε τα βήματά μου· τη ζωή μου επιβουλεύονται.
8 ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς, ἐν ὀργῇ λαοὺς κατάξεις. ὁ Θεός,
8 Μηδενικά και αρνητικά στοιχεία είναι εις την ζωήν των. Συ, λοιπόν, θα τους σώσης; Οχι βέβαια. Αλλά και λαούς ακόμη ολοκλήρους θα οδηγήσης στον άδην, ω Θεέ μου, εν τη δικαία σου οργή.
8 Γι' αυτήν την ανομία τους πώς θα ξεφύγουν την οργή σου; Θεέ, ρίξε στο χώμα τους λαούς!
9 τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου ὡς καὶ ἐν τῇ ἐπαγγελίᾳ σου.
9 Σου εξέθεσα, Κυριε, ολόκληρον την πολυβασανισμένην μου ζωήν. Συ δε έλαβες υπ' όψιν σου τα δάκρυά μου, σύμφωνα και με την υπόσχεσίν σου.
9 Ξέρεις εσύ πόσες φορές πήρα το δρόμο της φυγής. Μάζεψε τα δάκρυά μου μες στο ασκί σου· δεν τα 'χεις ένα ένα μετρημένα;
10 ἐπιστρέψουσιν οἱ ἐχθροί μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε· ἰδοὺ ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ σύ.
10 Οι εχθροί μου πανικόβλητοι θα τραπούν εις φυγήν εις ημέραν, κατά την οποίαν εγώ θα επικαλεσθώ την βοήθειάν σου. Ιδού, εγνώρισα και επείσθην μέχρι σήμερον, ότι συ είσαι ο Θεός μου.
10 Πισωδρομούν οι εχθροί μου, κάθε φορά που σου ζητώ βοήθεια· το ξέρω ότι ο Θεός είναι μαζί μου.
11 ἐπὶ τῷ Θεῷ αἰνέσω ῥῆμα, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ αἰνέσω λόγον.
11 Εις δόξαν του Θεού μου θα μελοποιήσω τον ύμνον μου. Θα ψάλλω προς τον Κυριον εκτενή δοξολογίαν.
11 Στο Θεό που το λόγο του εξυμνώ· στον Κύριο, που εξυμνώ το λόγο του,
12 ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.
12 Εις τον Θεόν μου ήλπισα και δεν έχω να φοβηθώ, τι σκέπτεται να μου κάμη ο οιοσδήποτε άνθρωπος.
12 σ' αυτόν έλπισα, και δε φοβάμαι πια· ο άνθρωπος τι μπορεί να μου κάνει;
13 ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου,
13 Εχω κάμει, Κυριε, τάματα, τα οποία με όλην μου την καρδίαν και δοξάζων το άγιον Ονομά σου θα εκπληρώσω,
13 Τα τάματα που σου 'κανα θα τα εκπληρώσω, Θεέ· σ' εσένα θα προσφέρω τις ευχαριστήριες θυσίες μου.
14 ὅτι ἐῤῥύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων.
14 διότι συ εγλύτωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, διεφυλαξες τους πόδας μου από θανατηφόρον ολίσθημα. Θα πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, εφ' όσον ευρίσκομαι υπό το φως του ηλίου εν μέσω των ζώντων ανθρώπων εις την γην.
14 Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου απ' το θάνατο, δεν άφησες τα πόδια μου στο λάκκο να γλιστρήσουν· για να μπορώ μπρος στο Θεό μου να πορεύομαι μες στης ζωής το φως.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ δυσκολία.
α2 Γιά ξεκαθάρισμα τῶν συναισθημάτων καί νά ἰδωθοῦν καθαρά τά πράγματα.
Γιά νά φανῆ ἡ καθαρή ἀλήθεια χωρίς συναισθηματισμό.
β Ὅταν σέ καταδιώκουν καί σέ διαβάλλουν, ἐσύ νά ἐμπιστεύεσαι στόν Κύριο.
γ Γιά εὐαίσθητους πού ἔχουν πληγωθεῖ ψυχικά ἀπό τούς συνανθρώπους τους.
στ Προσευχή ἐλπίδος πρός τόν Θεό νά μᾶς προστατεύει ἀπό κάθε κακό καί ἐπίβουλο ἐχθρό μας.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.

ΨΑΛΜΟΣ 56

ΨΑΛΜΟΣ 56 - ΠΡΟΣΦΕΥΓΩ ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΟΝ ΥΨΙΣΤΟ

1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν ἐν τῷ αὐτὸν ἀποδιδράσκειν ἀπὸ προσώπου Σαοὺλ εἰς τὸ σπήλαιον.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Μικτάμ του Δαβίδ, στο σπήλαιο, όταν προσπαθούσε να ξεφύγει από το Σαούλ.
2 Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπὶ σοὶ πέποιθεν ἡ ψυχή μου καὶ ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων σου ἐλπιῶ, ἕως οὗ παρέλθῃ ἡ ἀνομία.
2 Ελέησέ με, Κυριε και Θεέ μου. Δείξε την ευσπλαγχνίαν σου και το έλεός σου εις εμέ, διότι εγώ εις σε έχώ στηρίξει την πεποίθησίν μου και κάτω από την προστατευτικήν σκιαν των παντοδυνάμων πτερύγων σου ελπίζω ότι θα διαφυλαχθώ ασφαλής, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος, τον οποίον οι άνομοι έχουν στήσει εναντίον μου.
2 Σπλαχνίσου με, Θεέ, σπλαχνίσου με, γιατί σ' εσένα ζήτησε η ψυχή μου καταφύγιο· γυρεύει προστασία στον ίσκιο απ' τις φτερούγες σου, ώσπου να φύγει ο κίνδυνος.
3 κεκράξομαι πρὸς τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον, τὸν Θεὸν τὸν εὐεργετήσαντά με.
3 Εκραξα και κράζω από τα βάθη της ψυχής μου προς τον Θεόν τον ύψιστον, ο οποίος πολλές φορές έως τώρα με έχει ευεργετήσει.
3 Φωνάζω στο Θεό τον ύψιστο· στο Θεό που όλα τα φρόντισε για μένα.
4 ἐξαπέστειλεν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔσωσέ με, ἔδωκεν εἰς ὄνειδος τοὺς καταπατοῦντάς με. (διάψαλμα). ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ ἔλεος αὐτοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ
4 Εστειλεν από τον ουρανόν την βοήθειάν του και με έσωσε. Θα κατεντροπιάση και θα κατεξευτελίση και τώρα εκείνους, οι οποίοι θέλουν να με ποδοπατήσουν ως σκουλήκι. Ο Κυριος έστειλε και θα στείλη το έλεός του εις εμέ και θα φανή κατά πάντα αληθής και αξιόπιστος εις τας υποσχέσστου.
4 Απ' τα ουράνια στέλνει και με σώζει, ενώ ντροπιάζει τους διώκτες μου. (Διάψαλμα) Στέλνει ο Θεός το έλεος και την αλήθεια του.
5 καὶ ἐῤῥύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένος· υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα.
5 Εγλύτωσε και θα γλυτώση την ζωήν μου από εχθρούς, οι οποίοι ομοιάζουν με αγρίους νεαρούς λέοντας. Εκοιμήθην με φόβον και ταραχήν, διότι οι άνθρωποι αυτοί, οι εχθροί μου, έχουν, ωσάν δόντια λεόντων, όπλα και βέλη και η γλώσσα των είναι ακονισμένη, κοπτερή μάχαιρα εναντίον μου.
5 Πλαγιάζει σε λιοντάρια ανάμεσα η ψυχή μου, έτοιμα να κατασπαράξουν· τα δόντια τους ακόντια είν' και βέλη και κοφτερό η γλώσσα τους σπαθί.
6 ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου.
6 Ας φανή και πάλιν το μεγαλείον σου, Κυριε, στον ουρανόν άνω και η δόξα σου κάτω εις όλην την γην.
6 Υψώσου, Θεέ, πάνω στους ουρανούς, και σ' όλη τη γη πάνω ας φανεί η δόξα σου.
7 παγίδα ἡτοίμασαν τοῖς ποσί μου καὶ κατέκαμψαν τὴν ψυχήν μου· ὤρυξαν πρὸ προσώπου μου βόθρον καὶ ἐνέπεσαν εἰς αὐτόν. (διάψαλμα).
7 Οι εχθροί μου έστησαν παγίδα στον δρόμον μου και με τας επιβουλάς των κατέκαμψαν και απεθάρρυναν την ψυχήν μου. Ηνοιξαν ενώπιόν μου βορβορώδη λάκκον, δια να πέσω εις αυτόν. Αλλά έπεσαν οι ίδιοι εντός αυτού.
7 Δίχτυ άπλωσαν στο διάβα μου -λύγισε η ψυχή μου- λάκκο μπροστά μου έσκαψαν, μα πέσαν οι ίδιοι μέσα. (Διάψαλμα)
8 ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου.
8 Και τώρα η καρδία μου με την πίστιν και το θάρρος της εις σέ, είναι ετοίμη να νικήση τους πειρασμούς, να αντιμετωπίση τους κινδύνους. Εγώ θα σε δοξολογώ με το στόμα μου και θα συνθέτω ύμνους με τα μουσικά όργανα εις δόξαν σου.
8 Ψυχώθηκε η καρδιά μου, Θεέ μου, ψυχώθηκε η καρδιά μου· θα ψάλω και θα παίξω μουσική.
9 ἐξεγέρθητι, ἡ δόξα μου· ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα· ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου.
9 Σηκω επάνω, ω ψυχή μου. Σηκωθήτε και σεις τα μουσικά όργανα, ψαλτήριον και κιθάρα. Πολύ πρωϊ θα σηκωθώ, θα σε δοξολογήσω, Κυριε,
9 Ξύπνα άρπα και κιθάρα μου, θέλω εγώ τον ήλιο να ξυπνήσω. Θα την ξυπνήσω την αυγή.
10 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν λαοῖς, Κύριε, ψαλῶ σοι ἐν ἔθνεσι,
10 ανάμεσα εις πολλούς λαούς, θα ψάλλω εις σε ανάμεσα εις πολλά έθνη,
10 Θα σε δοξολογήσω στους λαούς μέσα, Κύριε· στα έθνη ανάμεσα ύμνους θα σου ψάλω.
11 ὅτι ἐμεγαλύνθη ἕως τῶν οὐρανῶν τὸ ἔλεός σου καὶ ἕως τῶν νεφελῶν ἡ ἀλήθειά σου.
11 διότι η ευσπλαγχνία σου και το έλεός σου εμεγαλύνθησαν και υψώθησαν έως στους ουρανούς, και η αξιοπιστία των υποσχέσεών σου και η αλήθειά σου ανέβη έως τα νέφη του ουρανού.
11 Γιατί ως τους ουρανούς φτάνει η αγάπη σου και ως τα σύννεφα η πιστότητά σου.
12 ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου.
12 Ας υψωθή και ας λάμψη το μεγαλείον σου, ω Θεέ, υπεράνω από τους ουρανούς και η δόξα σου ας απλωθή εις όλην την γην.
12 Θεέ, δείξε το μεγαλείο σου πάνω στους ουρανούς· πάνω σ' ολόκληρη τη γη η δόξα σου ας είναι!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Στόν Θεόν ἤλπισα"
α2 Κατά τῶν δαιμονικῶν ἐπιβουλῶν πού προέρχονται ἀπό ἀπόσταση καί ταράζουν τήν γαλήνη.
β Ὅταν διώκεσαι καί κρύπτεσαι νά μήν ταραχθῆς.
γ Γιά ἀνθρώπους πού ὑποφέρουν ἀπό πονοκεφάλους ἀπό τήν πολλή στενοχώρια.
ε "Διά νά διδάξῃ (ὁ Δαβίδ) μέ ποῖον τρόπον αὐτός ἐκράτησε τόν θυμόν του, καί ἄλλο δέ διά νά συμβουλεύσῃ τόν κάθε ἕνα μέ αὐτό νά μή διαφθείρῃ τήν ἀνεξικακίαν καί μακροθυμίαν του".
στ Ἡ προσευχή τῆς ἐλπίδος πρός τόν Θεό νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό καί ἐπίβουλο ἐχθρό μας.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων".

ΨΑΛΜΟΣ 57

ΨΑΛΜΟΣ 57 - ΕΔΩ ΣΤΗ ΓΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΚΡΙΝΕΙ

1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Μικτάμ του Δαβίδ.
2 Εἰ ἀληθῶς ἄρα δικαιοσύνην λαλεῖτε; εὐθείας κρίνετε οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων;
2 Λαλείτε πράγματι και αληθεία, ω κριταί του Ισραήλ, και εφαρμόζετε δικαιοσύνην; Εκδίδετε σεις, υιοί των ανθρώπων, δικαίας αποφάσεις;
2 Εσείς οι ισχυροί όταν δικάζετε βγάζετε δίκαιες για τους ανθρώπους αποφάσεις ή κάνετε το δίκιο να σωπάσει;
3 καὶ γὰρ ἐν καρδίᾳ ἀνομίαν ἐργάζεσθε ἐν τῇ γῇ, ἀδικίαν αἱ χεῖρες ὑμῶν συμπλέκουσιν.
3 Οχι. Διότι με την καρδίαν και τον νουν σας επεξεργάζεσθε την αδικίαν εις την ιεράν χώραν της Παλαιστίνης. Τα δε χέρια σας εξυφαίνουν δολίας αδικίας εις βάρος των άλλων.
3 Συνειδητά και με τη θέλησή σας το άδικο εφαρμόζετε.
4 ἀπηλλοτριώθησαν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ μήτρας, ἐπλανήθησαν ἀπὸ γαστρός, ἐλάλησαν ψευδῆ.
4 Οι αμαρτωλοί αυτοί δικασταί απεξενώθησαν από τον Θεόν, από την εποχήν ακόμη κατά την οποίαν συνελήφθησαν έμβρυα εις την μήτραν. Επλανήθησαν εκ κοιλίας μητρός, ελάλησαν και λαλούν συνεχώς ψέματα.
4 Από τη μήτρα παραστρατήσαν οι άπιστοι· πλανήθηκαν απ' την κοιλιά της μάνας τους οι ρήτορες του ψεύδους.
5 θυμὸς αὐτοῖς κατὰ τὴν ὁμοίωσιν τοῦ ὄφεως, ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς,
5 Αγρία μανία τους κατέχει δια το κακόν, ώστε να ομοιάζουν με φίδια, με ασπίδα κωφήν,
5 Έχουν φαρμάκι, σαν το φαρμάκι του φιδιού· της όχεντρας που 'χει κλειστά τ' αυτιά της.
6 ἥτις οὐκ εἰσακούσεται φωνῆς ἐπᾳδόντων, φαρμάκου τε φαρμακευομένου παρὰ σοφοῦ.
6 που κλείει τα αυτιά της και δεν θέλει να ακούση τας γοητευτικάς ωδάς των μάγων, με τας οποίας ο πεπειραμένος γόης προσπαθεί να την καταπραΰνη.
6 Και δεν ακούει των μάγων τη φωνή, του γητευτή, του μάστορη στα μάγια.
7 ὁ Θεὸς συντρίψει τοὺς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, τὰς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος·
7 Ο Θεός θα συντρίψη τα δόντια των ασεβών αυτών δικαστών μέσα στο στόμα των. Θα καταθρυμματίση τους οδόντας αυτών, οι οποίοι ώσαν άγριοι λέοντες επιζητούν να κατασπαράξουν και να αλέσουν τα θύματά των.
7 Σύντριψέ τους, Θεέ, τα δόντια μες στο στόμα τους· σπάσε, Κύριε, τα σαγόνια των λιονταριών.
8 ἐξουδενωθήσονται ὡσεὶ ὕδωρ διαπορευόμενον· ἐντενεῖ τὸ τόξον αὐτοῦ ἕως οὗ ἀσθενήσουσιν.
8 Θα σβήσουν, θα περάσουν, θα εξαφανισθούν σαν το νερό, το οποίον τρέχει ταχέως και δεν επιστρέφει. Ο Κυριος θα τεντώση το τόξον του, και θα ρίψη εναντίον αυτών τα βέλη του, μέχρις ότου εξασθενήσουν τελείως.
8 Ας σκορπιστούν σαν τα νερά που τρέχουν· κι όταν σκοπεύουνε, τα βέλη τους ας είναι στομωμένα.
9 ὡσεὶ κηρὸς τακεὶς ἀνταναιρεθήσονται· ἔπεσε πῦρ ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οὐκ εἶδον τὸν ἥλιον.
9 Οπως λυώνει το κερί, έτσι και αυτοί θα λυώσουν, θα διαλυθούν και θα εξαφανισθούν. Φωτιά της οργής του Κυρίου θα πέση επάνω τους, θα κατακαούν και έτσι δεν θα ιδούν ποτέ το φως του ηλίου, θα παύσουν να υπάρχουν μεταξύ των ζώντων ανθρώπων.
9 Όπως το σαλιγγάρι, πάνω στη βλέννα ας περπατούν, ή σαν γυναίκας έκτρωμα, που δεν το είδε ο ήλιος.
10 πρὸ τοῦ συνιέναι τὰς ἀκάνθας αὐτῶν τὴν ῥάμνον, ὡσεὶ ζῶντας, ὡσεὶ ἐν ὀργῇ καταπίεται αὐτούς.
10 Προτού αυξηθούν αι άκανθαι, ώστε να γίνουν ακανθώδεις θάμνοι, πριν εξανθίση και καρποφορήση εις κακά έργα η πονηρία αυτών, σαν με ασυγκράτητον κύμα οργής θα τους καταπίη η θεία δικαιοσύνη.
10 Τ' αγκάθια πριν βλαστήσουνε και γίνουν σαν τα βάτα κι ενώ είν' ακόμα θαλερά, η θύελλα σαν ξερά κλαδιά θα τ' ανεμοσκορπίσει.
11 εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν· τὰς χεῖρας αὐτοῦ νίψεται ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
11 Θα ευφρανθή ο δίκαιος όταν ίδη την θείαν αυτήν εκδίκησιν. Τοσον άφθονον θα χυθή το αίμα των αδίκων κριτών, ώστε εις αυτό θα νίψη τα χέρια του ο δίκαιος, ικανοποιημένος από την θείαν δικαιοσύνην.
11 Θα χαίρεται ο δίκαιος που είδε την ανταπόδοση· τα πόδια του θα πλένει στο αίμα των ασεβών.
12 καὶ ἐρεῖ ἄνθρωπος· εἰ ἄρα ἐστὶ καρπὸς τῷ δικαίῳ, ἄρα ἐστὶν ὁ Θεὸς κρίνων αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ.
12 Και τότε κάθε άνθρωπος θα πη· Πράγματι υπάρχει στον δίκαιον η αμοιβή δια τα καλά του έργα. Πράγματι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος κρίνει και κατακρίνει τους αδίκους κριτάς επάνω εις την γην.
12 Θα πουν οι άνθρωποι: «Αλήθεια, υπάρχει για τον δίκαιο αμοιβή· αλήθεια, εδώ στη γη υπάρχει Θεός που κρίνει».

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἀνάμεσα σέ ἄγριους ἐχθρούς.
α2 Γιά νά μήν βλάπτουν οἱ ἐχθροί μέ τά ἔργα τους.
β Γιά τούς ἐπικριτές καί καυχωμένους.
γ Γιά νά ἔλθουν εὐνοϊκά τά πράγματα σ' ἐκείνους πού ἐνεργοῦν γιά τό καλό, νά ἐμποδίση ὁ Θεός κάθε πονηρή ἐνέργεια τῶν δαιμόνων ἤ τῶν φθονερῶν ἀνθρώπων.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 58

ΨΑΛΜΟΣ 58 - ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΛΙΤΩΣΕ ΜΕ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἀπέστειλε Σαοὺλ καὶ ἐφύλαξε τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Μικτάμ του Δαβίδ, όταν έστειλε ο Σαούλ να επιτηρούν το σπίτι του για να τον θανατώσει.
2 Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Θεός, καὶ ἐκ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ λύτρωσαί με·
2 Ω Θεέ μου, βγάλε με από τα χέρια των εχθρών μου. Γλύτωσέ με από την επιβουλήν εκείνων, οι οποίοι έχουν εξεγερθή εναντίον μου.
2 Θεέ μου, γλίτωσέ με απ' τους εχθρούς μου, προφύλαξέ με απ' αυτούς που μ' απειλούν.
3 ῥῦσαί με ἐκ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ ἐξ ἀνδρῶν αἱμάτων σῶσόν με.
3 Γλύτωσέ με από τους ανθρώπους, που εργάζονται την ανομίαν. Σώσε με από ανθρώπους αιμοβόρους, που σκέπτονται και διαπράττουν εγκλήματα.
3 Σώσε με απ' της ανομίας τους εργάτες και λύτρωσέ με απ' τους αιμοχαρείς.
4 ὅτι ἰδοὺ ἐθήρευσαν τὴν ψυχήν μου, ἐπέθεντο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιοί. οὔτε ἡ ἀνομία μου οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε·
4 Διότι ιδού, έστησαν ενέδρας, δια να μου πάρουν την ζωήν. Επετέθησαν εναντίον μου οι ισχυροί της εποχής αυτής. Ούτε η παρανομία μου, ούτε η αμαρτία μου υπήρξαν, Κυριε, αιτία της καταφοράς των αυτής.
4 Γιατ' είν' αυτοί που ενεδρεύουν τη ζωή μου, οι βίαιοι συνάζονται εναντίον μου, χωρίς, Κύριε, να 'μαι ένοχος ούτε να 'χω αμαρτία.
5 ἄνευ ἀνομίας ἔδραμον καὶ κατεύθυνα· ἐξεγέρθητι εἰς συνάντησίν μου καὶ ἴδε.
5 Μέχρι σήμερον επέρασα τας ημέρας της ζωής μου χωρίς παρανομία. Εξ αντιθέτου συμπεριεφέρθην με ευθύτητα. Σηκω, λοιπόν, Κυριε, και έλα εις συνάντησίν μου και ίδε τον κίνδυνον, που με απειλεί.
5 Παρ' όλο που 'μαι αθώος, εκείνοι τρέχουν κι ετοιμάζονται. Ξύπνησε, Κύριε, έλα κοντά μου, κοίταξε.
6 καὶ σύ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, πρόσχες τοῦ ἐπισκέψασθαι πάντα τὰ ἔθνη, μὴ οἰκτειρήσῃς πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν. (διάψαλμα).
6 Συ, Κυριε, ο Θεός των επουρανίων και επιγείων δυνάμεων, συ ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, σπεύσε εν τη δικαιοσύνη σου να επισκεφθής με την τιμωρόν ράβδον σου όλα τα αμαρτωλά έθνη. Μη δείξης ευσπλαγχνίαν προς εκείνους, οι οποίοι εργάζονται την παρανομίαν.
6 Κύριε, εσύ, Θεέ πανίσχυρε, Θεέ του Ισραήλ, σήκω να τιμωρήσεις όλα τα έθνη· μη λυπηθείς κανέναν απ' αυτούς τους άθλιους προδότες. (Διάψαλμα)
7 ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν.
7 Οπως ο κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται αναζητών τροφήν εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί, διψασμένοι και πεινασμένοι δι' ανθρώπινον αίμα, θα περιέλθουν την πόλιν αναζητούντες τα θύματά των.
7 Το βράδυ επιστρέφουνε ουρλιάζοντας σαν τα σκυλιά, στην πόλη τριγυρνάνε.
8 ἰδοὺ ἀποφθέγξονται ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ῥομφαία ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν, ὅτι τίς ἤκουσε;
8 Ιδού, αυτοί εκτοξεύουν από το στόμα τους φαρμακερούς και υβριστικούς λόγους. Κοφτερή ρομφαία τα χείλη των. Με θρασύτητα λέγουν· Ποιός μας ακούει; Και αν μας ακούη, άνθρωπος η Θεός, μήπως και θα δώσωμεν λόγον;
8 'Aκου, κακό που βγαίνει από το στόμα τους, από τα χείλη τους δόρατα ξεπετιούνται. «Γιατί;» -λένε- «ποιος μας ακούει;»
9 καὶ σύ, Κύριε, ἐκγελάσῃ αὐτούς, ἐξουδενώσεις πάντα τὰ ἔθνη.
9 Συ όμως, Κυριε, θα τους περιγελάσης. Θα εκμηδενίσης γενικώς όλα τα ειδωλολατρικά αμαρτωλά έθνη.
9 Αλλά συ, Κύριε, γελάς μ' αυτούς· χλευάζεις όλα τα έθνη.
10 τὸ κράτος μου, πρὸς σὲ φυλάξω, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ.
10 Την δύναμίν μου, Κυριε, την σωτηρίαν και ασφάλειάν μου, θα αναθέσω εις σέ, διότι συ είσαι ο Θεός μου, ο προστάτης και υπερασπιστής μου.
10 Ω, δύναμή μου, σ' εσένα αποβλέπω· γιατί εσύ, Θεέ, είσαι το κάστρο μου.
11 ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός σου προφθάσει με· ὁ Θεός μου δείξει μοι ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου.
11 Ω Θεέ μου, πιστεύω απολύτως, ότι θα έλθη προς εμέ το έλεός σου στον κατάλληλον καιρόν, δια να με προφθάση, πριν πάθω τι. Συ, ο Θεός μου, θα μου δείξης το έργον της δικαιοσύνης σου εναντίον των εχθρών μου.
11 Θεέ μου, απ' την αγάπη σου έρχεσαι να με προϋπαντήσεις· και θα μου δείξεις, Θεέ μου, οι εχθροί μου τι θα πάθουν.
12 μὴ ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου· διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ κατάγαγε αὐτούς, ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε.
12 Μη τους θανατώσης όμως, Κυριε, αλλά τιμώρησέ τους κατ' άλλον τρόπον, δια να βλέπη το έθνος μου την τιμωρίαν αυτήν και μη λησμονή τον Νομον σου. Διασκόρπισέ τους εν τη παντοδυναμία σου μακράν από την πατρίδα των. Ριψε τους ταπεινωμένους και εξευτελισμένους κάτω στο χώμα, συ Κυριε, που είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μου.
12 Μην τους σκοτώσεις μήπως και λησμονήσει ο λαός μου· κάνε τους, με τη δύναμή σου, πλάνητες και καταδιωγμένους, Κύριε, προστασία μου.
13 ἁμαρτία στόματος αὐτῶν, λόγος χειλέων αὐτῶν, καὶ συλληφθήτωσαν ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ αὐτῶν· καὶ ἐξ ἀρᾶς καὶ ψεύδους διαγγελήσονται ἐν συντελείᾳ,
13 Ποσον αηδιαστική ήτο η αμαρτία, που εξεμούσε το στόμα αυτών! Ποσον πονηρός και δόλιος ο λόγος των χειλέων των! Ας συλληφθούν αυτοί μέσα εις τα δίκτυα των εγωπαθών και φθονερών σχεδίων των. Τα αμαρτωλά λόγια, με τα οποία αυτοί με κατηρώντο και εψεύδοντο εις βάρος μου, θα διαλαληθούν εις όλους έπειτα από την συντριβήν των.
13 Αμαρτωλά τα στόματά τους, τα λόγια καθώς βγαίνουν απ' τα χείλη τους. Στην ίδια τους την έπαρση ας πιαστούνε για την κατάρα και για το ψέμα που αραδιάζουν.
14 ἐν ὀργῇ συντελείας, καὶ οὐ μὴ ὑπάρξουσι· καὶ γνώσονται, ὅτι Θεὸς δεσπόζει τοῦ Ἰακὼβ τῶν περάτων τῆς γῆς. (διάψαλμα).
14 Η τιμωρία των, εν τη δικαία σου οργή, θα είναι πλήρης και δεν θα υπάρχουν πλέον. Τοτε θα μάθουν όλοι, ότι ο Θεός είναι ο Κυριος και προστάτης των Ισραηλιτών, μέχρι και των περάτων της γης.
14 Με την οργή σου αποτέλειωσέ τους, αποτέλειωσέ τους, ώστε να μην υπάρχουν πια· κι έτσι θα μάθουν ότι ο Θεός στον Ιακώβ δεσπόζει, μέχρι τα πέρατα της γης. (Διάψαλμα)
15 ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν, καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν.
15 Αυτοί, όπως ο πεινασμένος κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται τους δρόμους εις αναζήτησιν τροφής του μέσα εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί πεινασμένοι και διψασμένοι δι' αίμα ανθρώπων, θα περιτριγυρίζουν γύρω την πόλιν ζητούντες θύματα.
15 Το βράδυ επιστρέφουνε ουρλιάζοντας σαν τα σκυλιά, στην πόλη τριγυρνάνε.
16 αὐτοὶ διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν· ἐὰν δὲ μὴ χορτασθῶσι, καὶ γογγύσουσιν.
16 Αυτοί θα διασκορπισθούν από έδω και από εκεί, δια να φάγουν κάποιον. Εάν δε και δεν κορέσουν τα αιμοβόρα ένστικτά των, θα γογγύζουν και θα γαυγίζουν.
16 Εδώ κι εκεί σκορπίζονται γυρεύοντας να φάνε· αν δεν χορτάσουν περνούν τη νύχτα τους γαυγίζοντας.
17 ἐγὼ δὲ ᾄσομαι τῇ δυνάμει σου καὶ ἀγαλλιάσομαι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου.
17 Εγώ όμως θα ψάλλω δοξολογίαν προς σέ, τον παντοδύναμον Θεόν. Θα πλημμυρίσω από αγαλλίασιν την πμωΐαν, που θα ίδω το έλεός σου, διότι συ υπήρξες προστάτης μου και καταφύγιόν μου εις περίοδον θλίψεων και κινδύνων.
17 Αλλά εγώ θα τραγουδώ τη δύναμή σου και θα εξυμνώ το έλεός σου το πρωί, γιατί εσύ ήσουν τ' οχυρό μου, το καταφύγιό μου στης θλίψης μου τη μέρα.
18 βοηθός μου εἶ, σοὶ ψαλῶ· ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός μου.
18 Συ, Κυριε, είσαι βοηθός μου. Θα ψάλλω και θα υμνολογώ σέ, διότι συ ήσουνα και είσαι ο προστάτης μου, ο Θεός μου, γεμάτος έλεος και ευσπλαγχνίαν προς εμέ.
18 Ω, δύναμή μου, για σένα θα ψάλω· γιατί εσύ, Θεέ, είσαι το κάστρο μου, ο Θεός που μ' αγαπά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Ὑπάρχει ὁ Θεός πού κρίνει".
α2 Γιά νά διορθωθοῦν οἱ διεφθαρμένοι πολιτικοί, ὑπάλληλοι καί ἐργάτες.
β Ἐνῶ εἶσαι περικυκλωμένος καί διαφύγεις νά εὐχαριστῆς τόν Κύριο.
γ Γιά τούς βωβούς νά δώση ὁ Θεός λαλιά.
ε "Αὐτός διδάσκει ὅτι πρέπει νά μήν ἀποκάμνωμεν καί μικροψυχῶμεν εἰς τούς πειρασμούς, ἀλλά νά ἀποβλέπωμεν εἰς τό τέλος αὐτῶν, καί οὕτω νά μή διαφθείρωμεν τήν ὑπομονήν".
θ "Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 59

ΨΑΛΜΟΣ 59 - Ο ΘΕΟΣ ΑΠΑΝΤΑΕΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· τοῖς ἀλλοιωθησομένοις ἔτι, εἰς στηλογραφίαν τῷ Δαυΐδ, εἰς διδαχήν,
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «σουσάν-εδούθ» (το κρίνο είναι μάρτυρας). Μικτάμ του Δαβίδ -για διδασκαλία.
2 ὁπότε ἐνεπύρισε τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας καὶ τὴν Συρίαν Σοβάλ, καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωάβ, καὶ ἐπάταξε τὴν φάραγγα τῶν Ἁλῶν, δώδεκα χιλιάδας.
2 -
2 Την εποχή που ο Δαβίδ κίνησε εκστρατεία εναντίν των Συρίων της Μεσοποταμίας και της Σωβά. Τότε ο Ιωάβ γύρισε και νίκησε τους Εδωμίτες στην κοιλάδα του ʼλατος -δώδεκα χιλιάδες άντρες.
3 Ὁ Θεὸς, ἀπώσω ἡμᾶς καὶ καθεῖλες ἡμᾶς, ὠργίσθης καὶ ᾠκτείρησας ἡμᾶς.
3 Ω Θεέ, μας απώθησες και μας απεμάκρυνες από κοντά σου. Μας κατεκρήμνισες, ωργίσθης εναντίον μας. Και τώρα, Κυριε, μετά την τιμωρίαν μας, δείξε προς ημάς το έλεός σου και την ευσπλαγχνίαν σου.
3 Θεέ, μάς έριξες μακριά σου, μας διασκόρπισες· οργίστηκες, γύρνα πάλι σ' εμάς.
4 συνέσεισας τὴν γῆν καὶ συνετάραξας αὐτήν· ἴασαι τὰ συντρίμματα αὐτῆς ὅτι ἐσαλεύθη.
4 Συνεκλόνισες την χώραν της Παλαιστίνης με την επιδρομήν και τας δηώσεις των αλλοφύλων. Την συνετάραξες ωσάν με σεισμούς μεγάλους και καταστρεπτικούς. Θεράπευσε, Κυριε, τα συντρίμματα και τα ερείπιά της, διότι τα πάντα εις αυτήν εσαλεύθησαν.
4 Συντάραξες τη γη και τηνε ράγισες· γιάτρεψε τις ρωγμές της γιατί κλονίζεται.
5 ἔδειξας τῷ λαῷ σου σκληρά, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως.
5 Παρεχώρησες να ίδη ο λαός σου σκληράς δοκιμασίας. Μας επότισες με τον πικρόν οίνον της οργής σου.
5 Έκανες ο λαός σου να υποστεί τα πάνδεινα· μας πότισες του ιλίγγου το κρασί.
6 ἔδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου. (διάψαλμα).
6 Εδωκες όμως, εν τη ευσπλαγχνία και τη αγαθότητί σου, στους Ισραηλίτας, που ευλαβούνται το όνομά σου, σημείον, δια να αποφύγουν το εχθρικόν τόξον και διασωθούν.
6 Σημείο έδωσες σ' αυτούς που σε φοβούνται, για να ξεφύγουνε το βέλος του τοξότη. (Διάψαλμα)
7 ὅπως ἂν ῥυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί σου, σῶσον τῇ δεξιᾷ σου καὶ ἐπάκουσόν μου.
7 Δια να γλυτώσουν οι αγαπητοί σου και μη εξοντωθούν από τους εχθρούς, σώσε τους με την ακατανίκητον δεξιάν σου και κάμε δεκτήν ευμενώς την προσευχήν μου υπέρ του λαού.
7 Για να ελευθερωθούμ' εμείς, οι αγαπημένοι σου, σώσε μας με τη δύναμή σου κι αποκρίσου μας.
8 ὁ Θεὸς ἐλάλησεν ἐν τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· ἀγαλλιάσομαι καὶ διαμεριῶ Σίκιμα καὶ τὴν κοιλάδα τῶν σκηνῶν διαμετρήσω.
8 Ο Θεός, εν τη αγιότητι αυτού, μίλησε επισήμως και είπε· Με χαράν και αγαλλίασιν θα διαμοιράσω εις σας την πόλιν Συχέμ και θα καταμετρήσω την κοιλάδα των σκηνών, που εκτείνεται πέραν του Ιορδάνου, όλην αυτήν την χώραν, δια να την διαμοιράσω προς σας.
8 Μίλησε ο Θεός μες στο ναό του: «Θα θριαμβεύσω, θα σας μοιράσω τη Συχέμ· και την κοιλάδα της Σουκκώθ θα σας παραχωρήσω.
9 ἐμός ἐστι Γαλαάδ, καὶ ἐμός ἐστι Μανασσῆ, καὶ Ἐφραὶμ κραταίωσις τῆς κεφαλῆς μου, Ἰούδας βασιλεύς μου·
9 Διότι εις εμέ ανήκει η χώρα Γαλαάδ, ιδική μου είναι η περιοχή Μανασσή η πέραν του Ιορδάνου. Επίσης ιδική μου είναι και η εντεύθεν του Ιορδάνου περιοχή Εφραίμ, η κραταιά αυτή δύναμις περικεφαλαία μου, όπως επίσης και φυλή του Ιούδα, από την οποίαν προέρχονται οι βασιλείς του λαού μου.
9 Δικός μου είναι ο Γαλαάδ, δικός μου ο Μανασσής· ο Εφραΐμ, η περικεφαλαία μου και σκήπτρο μου ο Ιούδας.
10 Μωὰβ λέβης τῆς ἐλπίδος μου, ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου, ἐμοὶ ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν.
10 Η χώρα των Μωαβιτών θα γίνη λεκάνη, μέσα εις την οποίαν ο εκλεκτός μου λαός θα πλύνη τους πόδας του. Εις την χώραν της Ιδουμαίας θα εκτείνω το υπόδημά μου και θα την υποτάξω. Εις εμέ όλοι οι αλλόφυλοι υπετάγησαν και θα υποταχθούν.
10 Η Μωάβ είναι λεκάνη για να νίβομαι και ρίχνω το σανδάλι μου στη χώρα του Εδώμ· χώρα των Φιλισταίων, ζητωκραύγασέ με».
11 τίς ἀπάξει με εἰς πόλιν περιοχῆς; ἢ τίς ὁδηγήσει με ἕως τῆς Ἰδουμαίας;
11 Επειτα, λοιπόν, από τας μεγάλας αυτάς υποσχέσστου Κυρίου, ποίος θα με φέρη νικητήν εις την οχυράν πόλιν, που είναι πρωτεύουσα της Ιδουμαίας; Ποιός θα με οδηγήση το συντομώτερον μέχρι της χώρας Ιδουμαίας;
11 Ποιος θα με φέρει στην οχυρωμένη πόλη; και ποιος θα μ' οδηγήσει ως την Εδώμ;
12 οὐχὶ σύ, ὁ Θεός, ὁ ἀπωσάμενος ἡμᾶς; καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν;
12 Δεν θα μας οδηγήσης συ, ω Θεέ μου, ο οποίος προηγουμένως μας είχες απωθήσει από κοντά σου; Και συ δεν θα εκστρατεύσης μαζή με τας ιδικάς μας στρατιωτικάς δυνάμεις εναντίον των εχθρών μας;
12 Ποιος άλλος από σένα, Θεέ; Εσύ όμως μας απέρριψες! Δε βγαίνεις πια στον πόλεμο, Θεέ, μαζί με τις στρατιές μας.
13 δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως, καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου.
13 Δος μας βοήθειαν, δια να σωθώμεν από την δοκιμασίαν, η οποία μας συνέχει, διότι ματαία και άκαρπος εις σωτηρίαν είναι κάθε βοήθεια, που προέρχεται από άνθρωπον.
13 Δώσ' μας βοήθεια ενάντια στον εχθρό· ανώφελη η ανθρώπινη βοήθεια.
14 ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἡμᾶς.
14 Με την βοήθειαν σου του Θεού μας θα δράσωμεν αποτελεσματικώς και μετά δυνάμεως. Αυτός ο ίδιος θα εκμηδενίση εκείνους, οι οποίοι μας θλίβουν.
14 Με το Θεό μαζί μας θα κάνουμε σπουδαία κατορθώματα· εκείνος θα συντρίψει τους εχθρούς μας.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά προστασία καί τιμωρία.
α2 Ἀπογευματινή προσευχή γιά προστασία.
γ Γιά νά φανερώση ὁ Θεός τήν ἀλήθεια, ὅταν συκοφαντῆται σύνολον ἀνθρώπων.
ε "Διά ἐνθύμησιν τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, εἰς διδαχήν δέ, εὐχαριστίας δηλαδή καί ὑπομονῆς".
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

// Template Design © Joomla Templates | GavickPro. All rights reserved.