ΨΑΛΜΟΣ 76
- Hits: 48764
- Εκτύπωση
ΨΑΛΜΟΣ 76 - ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ ΑΝΑΘΥΜΑΜΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΟΥ ΕΡΓΑ
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Ἰδιθούν· ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως ο Ιεδουθούν. Ψαλμός του Ασάφ.
2 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ προσέσχε μοι.
2 Με φωνήν ισχυραν έκραξα προς τον Κυριον, με έντονον την φωνήν επεκαλέσθην τον Θεόν και εκείνος επρόσεξε την δέησίν μου.
2 Φωνάζω στο Θεό και κράζω· φωνάζω στο Θεό και θα μ’ ακούσει.
3 ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου τὸν Θεὸν ἐξεζήτησα, ταῖς χερσί μου νυκτὸς ἐναντίον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠπατήθην· ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου.
3 Εις περίοδον μεγάλης θλίψεώς μου με πόθον πολύν κατέφυγα προς τον Θεόν. Και κατά τας νύκτας ύψωνα ικετευτικώς τας χείρας μου προς αυτόν και δεν διεψεύσθην εις τας ελπίδας μου. Λογω της πολλής και βαρείας θλίψεώς μου, η ψυχή μου ηρνείτο και απεστρέφετο κάθε παρηγορίαν.
3 Στης θλίψης μου τη μέρα ζήτησα τον Κύριο· τη νύχτα ήταν τα χέρια μου απλωμένα και δεν κουράστηκαν· αρνήθηκε η ψυχή μου να παρηγορηθεί.
4 ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην· ἠδολέσχησα, καὶ ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμά μου. (διάψαλμα).
4 Καθε φοράν όμως που κατά το διάστημα της θλίψεώς μου ενεθυμούμην τον Κυριον, εύρισκα γαλήνην και χαράν. Αλλ' όταν ενέστρεφα το βλέμμα μου και ενεβάθυνα εις την συμφοράν μου, ελιποψυχούσε το πνεύμα μου.
4 Θυμάμαι το Θεό κι αναστενάζω· σκέφτομαι και λιγοψυχώ. (Διάψαλμα)
5 προκατελάβοντο φυλακὰς οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθην καὶ οὐκ ἐλάλησα.
5 Αγρυπνα έμεναν τα μάτια μου όλην την νύκτα και επρολάμβαναν τας αλλαγάς των νυκτερινών φρουρών. Κατά τας αϋπνίας μου αυτάς με ετάρασσεν η σκέψις της θλίψεώς μου και έμεινα σιωπηλός.
5 Κράτησες άγρυπνα των ματιών μου τα βλέφαρα· αναστατώθηκα και να μιλήσω δεν μπορώ.
6 διελογισάμην ἡμέρας ἀρχαίας, καὶ ἔτη αἰώνια ἐμνήσθην καὶ ἐμελέτησα·
6 Εσκέφθην έπειτα παλαιάς ενδόξους ημέρας του έθνους μας. Ενεθυμήθην αιώνια έτη, παναρχαίας εποχάς, και εβυθίσθην εις την μελέτην αυτών.
6 Μέρες στοχάστηκα παλιές, αιώνες, χρόνια·
7 νυκτὸς μετὰ τῆς καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλε τὸ πνεῦμά μου.
7 Κατά τας νύκτας της αυπνίας μου εσκεπτόμουν και εφιλοσοφούσα. Το πνεύμα μου εσκάλιζε παλαιά και σύγχρονα γεγονότα.
7 θυμήθηκα και συλλογίστηκα, μέσα στη νύχτα αναρωτιόμουν και σκεφτόμουνα:
8 μὴ εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπώσεται Κύριος καὶ οὐ προσθήσει τοῦ εὐδοκῆσαι ἔτι;
8 Εσκέφθην μεταξύ των άλλων, μήπως τάχα ο Κυριος θα μας απομακρύνη από κοντά του, θα μας εγκαταλείψη τελείως και δεν θα θελήση ποτέ πλέον να δείξη προς ημάς την ευμένειάν του και την προστασίαν του;
8 Αιώνια θα μας απορρίπτει ο Κύριος; δε θα μας είναι πια ευνοϊκός;
9 ἢ εἰς τέλος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀποκόψει; συνετέλεσε ῥῆμα ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν;
9 Μηπως έχει αποκόψει εξ ολοκλήρου το έλεός του από ημάς; Εθεσε τέρμα εις τας υποσχέσεις της διαθήκης του από τας αρχαίας γενεάς μέχρι της ιδικής μας, ώστε να παύσωμεν πλέον ημείς να είμεθα ο εκλεκτός και περιούσιος λαός του;
9 Σταμάτησε για πάντα η αγάπη του ή έληξε η επαγγελία του για όλες τις γενιές;
10 ἢ ἐπιλήσεται τοῦ οἰκτειρῆσαι ὁ Θεός; ἢ συνέξει ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ τοὺς οἰκτιρμοὺς αὐτοῦ; (διάψαλμα).
10 Μηπως ο Θεός θα λησμονήση την ευσπλαγχνίαν του προς ημάς; Μηπως θα συγκρατήση και θα αναστείλη με την οργήν του το έλεός του;
10 Λησμόνησε τους οικτιρμούς του ο Θεός; Απάνω στην οργή του μήπως τα σπλάχνα του έκλεισε; (Διάψαλμα)
11 καὶ εἶπα· νῦν ἠρξάμην, αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου.
11 Είπα εν συνεχεία από μέσα μου· Τωρα αρχίζω να εννοώ. Η μεταβολή αυτή της καταστάσεώς μας είναι έργον της δεξιάς του Υψίστου Θεού μας.
11 Κι είπα: «Αυτό είναι το πλήγμα μου: πως άλλαξε η εύνοια του Υψίστου».
12 ἐμνήσθην τῶν ἔργων Κυρίου, ὅτι μνησθήσομαι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῶν θαυμασίων σου
12 Διότι ενεθυμήθην από αρχαίων χρόνων τα έργα του Κυρίου. Τα επαναφέρω και θα επαναφέρω εις την μνήμην μου τα θαυμάσια έργα σου απ' αρχής.
12 Αναπολώ τ’ αξιοθαύμαστά σου έργα, Κύριε, αναθυμάμαι από παλιά τα θαύματά σου.
13 καὶ μελετήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασί σου ἀδολεσχήσω.
13 Θα μελετήσω με πολλήν προσοχήν και σύνεσιν όλα τα έργα σου. θα εμβαθύνω εις τα ολόλαμπρα και ένδοξα κατορθώματά σου.
13 Στοχάζομαι όλα τα έργα σου· και μελετώ τ’ ανδραγαθήματά σου.
14 ὁ Θεός, ἐν τῷ ἁγίῳ ἡ ὁδός σου· τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;
14 Ω Θεέ, άγιος είναι ο τρόπος της συμπεριφοράς σου προς ημάς. Ποιός άλλος θεός είναι μέγας, όπως είσαι συ ο Θεός μας;
14 Θεέ, άγια είναι η κάθε σου ενέργεια· ποιος Θεός είναι μέγας σαν το Θεό μας;
15 σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια, ἐγνώρισας ἐν τοῖς λαοῖς τὴν δύναμίν σου·
15 Συ είσαι ο Θεός μας, ο οποίος έκαμες και κάμνεις τόσον θαυμαστά έργα, ώστε και στους ειδωλολατρικούς ακόμη λαούς να καθιστάς γνωστήν την μεγάλην σου δύναμιν.
15 Εσύ ’σαι ο Θεός που κάνεις θαύματα· γνώρισαν οι λαοί τη δύναμή σου.
16 ἐλυτρώσω ἐν τῷ βραχίονί σου τὸν λαόν σου, τοὺς υἱοὺς Ἰακὼβ καὶ Ἰωσήφ. (διάψαλμα).
16 Συ, ηλευθέρωσες τον ισσραηλιτικόν λαόν σου, τους απογόνους του πατριάρχου Ιακώβ και Ιωσήφ, από την σκληράν δουλείαν των Αιγυπτίων.
16 Με την ισχύ σου το λαό σου λύτρωσες· τους απογόνους του Ιακώβ και του Ιωσήφ. (Διάψαλμα)
17 εἴδοσάν σε ὕδατα, ὁ Θεός, εἴδοσάν σε ὕδατα καὶ ἐφοβήθησαν, ἐταράχθησαν ἄβυσσοι,
17 Τα ύδατα της Ερυθράς Θαλάσσης σε είδαν, ω Θεέ, άλλοτε, σε είδαν αυτά τα ύδατα και ετρόμαξαν. Εταράχθησαν τα κατώτατα βάθη της θαλάσσης, ώστε μεγάλη να ακούεται η βοή των κυμάτων.
17 Σε είδαν τα νερά, Θεέ, τα νερά σε είδαν και φοβήθηκαν κι οι άβυσσοι ταράχτηκαν.
18 πλῆθος ἤχους ὑδάτων, φωνὴν ἔδωκαν αἱ νεφέλαι, καὶ γὰρ τὰ βέλη σου διαπορεύονται·
18 Βρονταί εξαπελύθησαν από τα σύννεφα, διότι αι αστραπαί εφαίνοντο σαν βέλη να διασχίζουν αυτά.
18 Κατακλυσμός νερών απ’ τα πυκνά τα σύννεφα, βροντή έδωσαν τα νέφη κι οι αστραπές σου σκόρπισαν παντού.
19 φωνὴ τῆς βροντῆς σου ἐν τῷ τροχῷ, ἔφαναν αἱ ἀστραπαί σου τῇ οἰκουμένῃ, ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ.
19 Η βροντερά φωνή σου, Κυριε, αντήχησεν ολόγυρα, αι αναρίθμητοι αστραπαί σου εφώτιζαν την οικουμένην, συνεκλονίσθη εκ θεμελίων και κατετρόμαξεν η γη.
19 Η φωνή της βροντής σου μες στον ανεμοστρόβιλο· φώτισαν οι αστραπές την οικουμένη, κλονίζεται και τρέμει η γη.
20 ἐν τῇ θαλάσσῃ αἱ ὁδοί σου, καὶ αἱ τρίβοι σου ἐν ὕδασι πολλοῖς, καὶ τὰ ἴχνη σου οὐ γνωσθήσονται.
20 Συ ήνοιξες δρόμους μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Ιδικαί σου είναι αι πορείαι του λαού σου δια μέσου των αναριθμήτων υδάτων της θαλάσσης αυτής. Συ επραγματοποίησας τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα, χωρίς να φαίνεσαι, διότι είσαι αόρατος, και ανεξιχνίαστοι είναι αι ενέργειαί σου.
20 Μέσ’ απ’ τη θάλασσα είναι ο δρόμος σου, τα μονοπάτια σου στην πλημμύρα· αλλά τα ίχνη σου δε φάνηκαν.
21 ὡδήγησας ὡς πρόβατα τὸν λαόν σου ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών.
21 Συ, δια του Μωϋσέως και του Ααρών ωδήγησες με ασφάλειαν και στοργήν, ωσάν πρόβατα, τον ισραηλιτικόν σου λαόν.
21 Οδήγησες καθώς κοπάδι το λαό σου με του Μωυσή το χέρι και του Ααρών.
Ερμηνείες Ψαλμού
α1 Ἕνας ὕμνος ἀπελευθέρωσης.
α2 Κατά ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς μαγείας.
β Ὅταν σέ στενοχωροῦν οἱ ἐχθροί μή ταραχθῆς ἀλλά νά προσεύχεσαι καί ἐάν εἰσακουσθῆς εὐχαρίστησε τόν Κύριο.
γ Ὅταν δέν ὑπάρχη κατανόηση μεταξύ γονέων καί παιδιῶν, νά τούς φωτίση ὁ Θεός, γιά νά ἀκοῦνε τά παιδιά τούς γονεῖς, καί οἱ γονεῖς νά δείχνουν ἀγάπη.
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
η "Ὁ Ψ, ἔχει σχέσιν μέ τόν πόνον τῆς ψυχῆς τῆς βιούσης τήν ἀπουσίαν τοῦ Θεοῦ".
θ "Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας".
"Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".