fbpx

Χρονολόγιο Αγίων

Συναξάρι Αγίων

Ποιοι είναι άγιοι και ποια η διαφορά αγίων και οσίων, μαρτύρων, ομολογητών κτλ

Ἁγιοί εἶναι οἱ εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὅποιοι διά μέν τῆς τελείας ἀγάπης τους πρός τόν Θεό καί τῆς ἀκριβεστέρας ὑπακοῆς τῶν σ΄Ἐκεῖνον, εὐαρέστησαν ἐνώπιόν Του, διά δέ τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἅγιου Πνεύματος ἤγιασθησαν, ἐθεώθησαν καί ἐδοξάσθησαν ὑπό τοῦ Θεοῦ, καί ζῶντες καί μετά τήν κοίμησιν τῶν... καί διά τῆς δοθείσης σ’ αὐτούς παρρησίας πρεσβεύουν ὑπέρ ζώντων καί κεκοιμημένων» (Ἐπισκόπου Μελετίου, Ἁγιολογία).

Κατά τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας, Ἅγιοι εἶναι οἱ γνήσιοι θεράποντες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι κατατάσσονται στόν χῶρο τῶν Ἁγίων ἀπό τήν συνείδηση τῶν πιστῶν καί μνημονεύονται ἀπό τήν Ἐκκλησία κατά τόν χρόνο τῆς λατρείας.

Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέβονται καί τιμοῦν τούς Ἁγίους «ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασι (μέ ὕμνους καί τροπάρια), ἐν θυσίαις (θ. Λειτουργίες), ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι» (Συνοδικό Ζ Οἰκουμενικῆς Συνόδoυ), ἐπειδή αὐτοί ἀπολαμβάνουν τιμή καί δόξα στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχουν παρρησία στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί μεσιτεύουν ὑπέρ ἠμῶν.

Προσφέρουμε τήν τιμή μας σέ ὅλους τους, ἀλλά λατρεία προσφέρουμε μόνο στόν Τριαδικό Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἤ Ἐκκλησία μας τήν τιμή αὐτή στούς Ἅγιους τήν ἐκδηλώνει:

  • Μέ ἀνέγερση Ναῶν στό ὄνομά τους καί τήν τοποθέτηση ἱερῶν λειψάνων τους στήν Ἅγια Τράπεζα.
  • Μέ προσκύνηση τῶν Ἱερῶν εἰκόνων καί λειψάνων τους.
  • Μέ θέσπιση ἑορτῶν πρός τιμή τους.
  • Μέ συγγραφή ἀσματικῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἐγκωμίων κ.λπ. ποῦ ψάλλονται στούς Ναούς μας
  • Μέ ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τους καί πίστη στήν ἀποτελεσματικότητα τῆς μεσιτείας τους.

Συγχρόνως ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νά τούς μιμηθοῦμε στό φρόνημα καί τή ζωή τους, ὑπενθυμίζοντάς μας τό «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ Ἅγιος εἰμί» (Ἅ' Πέτρ. α', 16) καί ὅτι «Μνήμη Ἁγίου, μίμηση Ἁγίου» (Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας). Σ' αὐτή τή μίμηση διευκολύνει ἡ Ἐκκλησία τούς πιστούς μέ τήν καθιέρωση ἑορτῶν πρός τιμή τους. Καί ὑπάρχουν:

  • Ἐπέτειοι τοῦ Μαρτυρίου ἤ τῆς κοιμήσεως τῶν Ἁγίων. Ἤ ἥμερα αὐτή ὀνομάζεται «μνήμη Ἁγίου» ἤ «γενέθλιος ἥμερά» του Ἁγίου (εἰσῆλθε - γεννήθηκε στήν αἰώνια ζωή)
  • Συνάξεις. Πρόκειται γιά ἑορτές ποῦ τελοῦνται τήν ἑπόμενη ἥμερα μίας Δεσποτικῆς ἤ Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Συνάζονται οἱ πιστοί γιά νά τιμήσουν τό πρόσωπο τό ὅποιο συμμετεῖχε ἤ συνέβαλε στήν ἑορτή. Ἔτσι ἔχουμε τή Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στίς 26 Δεκεμβρίου, τή Σύναξη τοῦ Προδρόμου στίς 7 Ἰανουαρίου, τή Σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ στίς 26 Μαρτίου κ.λ.π.
  • Εὑρέσεις καί ἀνακομιδές ἤ μετακομιδές ἁγίων λειψάνων.
  • Ἐπέτειοι θαυμάτων καί σπουδαίων γεγονότων ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ τῶν Ἁγίων.

Ἐπί πλέον γιά νά τιμηθοῦν ὅλοι μαζί οἱ Ἅγιοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι, θεσπίστηκε καί ἡ ἑορτή «τῶν Ἁγίων Πάντων», πού τιμᾶται κάθε χρόνο τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή.

Τό Συναξάριον

Ὁ Συναξαριστής, δηλαδή τό Συναξάριον, ὅπως δηλώνει καί ἡ λέξη, προέρχεται ἀπό τήν λέξη Σύναξη. Στήν ὁρολογία τῆς Ἐκκλησίας, Σύναξη σημαίνει ἡ συγκέντρωση τῶν πιστῶν στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά τιμήσουν ἕναν Ἅγιο κλπ. Στήν Σύναξη λοιπόν αὐτή, ἀνάλογα μέ τόν ἑορταζόμενο Ἅγιο, διάβαζαν παλαιότερα καί τό «Συναξάρι» τοῦ Ἁγίου. Δηλαδή περιληπτικά στοιχεῖα τοῦ βίου του. Βασικό χαρακτηριστικό τῶν Συναξαριστῶν εἶναι νά ἀναδείξουν τό τέλος τοῦ Ἁγίου (τό μαρτύριο, τούς βασανισμούς κλπ) γιά νά συνειδητοποιήσουν οἱ ἀκροατές τήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς βίου τοῦ κάθε Ἁγίου.

Ποιοί Ἅγιοι εἶναι προστάτες συγκεκριμένων ὁμάδων προσώπων
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατατάσσει τούς Ἁγίους της σέ διάφορες κατηγορίες ἀνάλογα μέ τήν ἰδιότητά τους.
Οἱ κατηγορίες λοιπόν εἶναι οἱ ἑξῆς:

Προφῆτες: Ὀνομάζουμε ὅλους τους ἁγίους ἐκείνους ἄνδρες καί γυναῖκες πού κατά τήν πρό Χριστοῦ περίοδο μέχρι καί τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή κήρυξαν στόν Ἰουδαϊκό λαό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί προφήτευσαν τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Π.χ. Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί ἄλλοι.

Προπάτορες: Λέγονται κυρίως οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι καί τῶν ἀμέσων κατά σάρκα προγόνων Του καί εὐρύτερα καί ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό Χριστό, οἱ «Δίκαιοι» ὅπως ὁ Ἐνώχ, ὁ Νῶε, ὁ Ἔσδρας κλπ.

Ἀπόστολοι: Λέγονται οἱ ἄμεσοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα καί οἱ ἑβδομήκοντα, ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Κλεόπας, ἀλλά καί οἱ πρῶτοι μαθητές τῶν Ἀποστόλων πού κήρυξαν καί αὐτοί τό Εὐαγγέλιο, ὅπως ὁ Τίτος, ὁ Τιμόθεος ὁ Σίλας κ.α. Στήν ἴδια κατηγορία ἔχουμε τούς τέσσερεις

Εὐαγγελιστές (Ματθαῖος, Μάρκος, Λουκᾶς, Ἰωάννης) πού ἔγραψαν τά ἰσάριθμα εὐαγγέλια, καί οἱ Ἰσαπόστολοι, οἱ Ἅγιοι δηλαδή πού δέν ἦταν μέν Ἀπόστολοι ἀλλά προσέφεραν τόσες μεγάλες ὑπηρεσίες στόν Χριστιανισμό, πού ἀπό εὐγνωμοσύνη τούς ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἴση ἀξία μέ τούς Ἀποστόλους (ἅγιοι Κωνσταντῖνος καί ἡ μητέρα τοῦ Ἑλένη, Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα, Ὄλγα τῶν Ρώσων κ.α.).

Μάρτυρες εἶναι οἱ πιστοί ἐκεῖνοι χριστιανοί πού, ἀπό τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι καί τούς σύγχρονούς μας νεομάρτυρες, προτίμησαν τόν θάνατο καί τόν πιό φρικτό ἀκόμη ἀρκεῖ νά μήν ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί προδώσουν τήν πίστη Ἐκείνου, πού πρῶτος μαρτύρησε γιά τήν Σωτηρία ὅλων μας. Σ’ αὐτούς ὑπάγονται καί οἱ Ἱερομάρτυρες, οἱ κληρικοί δηλαδή μάρτυρες (ἅγιοι Χαραλάμπης, ὁ Βλάσιος, ὁ Ἐρμόλαος κ.α.), οἱ Ὁσιομάρτυρες, οἱ μοναχοί δηλαδή μάρτυρες, ὅπως ὁ Νίκων καί ἡ Εὐγενία, οἱ Μεγαλομάρτυρες πού ὑπέφεραν πρίν πεθάνουν τά πιό φρικτά βασανιστήρια γιά νά ξαναγυρίσουν στήν εἰδωλολατρία (ἅγιοι Γεώργιος, Δημήτριος, Θεοδωροι κ.α.), οἱ Παρθενομάρτυρες, οἱ γυναῖκες παρθένοι πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, (ἁγίες Βαρβάρα, Αἰκατερίνη κ.α.), οἱ Ὀσιοπαρθενομάρτυρες, οἱ μοναχές δηλαδή μάρτυρες, ὅπως ἡ Παρασκευή, καί τέλος οἱ Νεομάρτυρες, οἱ σύγχρονοί μας δηλαδή μάρτυρες, πού βασανίστηκαν καί θανατώθηκαν ἀπό τούς Τούρκους γιατί ἀρνήθηκαν νά ἀλλάξουν τήν πίστη τούς (κάπου ἀναφέρει ὁ Φώτης Κόντογλου ὅτι οἱ Νεομάρτυρες ἐκτιμῶνται περί τούς 35.000!), ὅπως ὁ Γεώργιος ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ Θεόδωρος Βυζάντιος, ὁ Γεώργιος Χιοπολίτης κ.α.

Ὁμολογητές: Λέγονται οἱ χριστιανοί πού στήν ἐποχή τῶν διωγμῶν σύρθηκαν στά εἰδωλολατρικά δικαστήρια, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, τούς ὑπέβαλλαν σέ μαρτύρια γιά νά Τόν ἀρνηθοῦν, ἀλλά γιά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο λόγο δέν θανατώθηκαν ὅπως οἱ μάρτυρες. Ὁμολογητές ἀνεδείχθησαν καί στήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, (ἅγιοι Μάξιμος, Μεθόδιος, Θεοφάνης, Χαρίτων κ.α.).

Ὅσιοι: Λέγονται οἱ μοναχοί καί ἀσκητές καί Ὁσίες οἱ μοναχές πού ἔζησαν ὑποδειγματική μοναχική ζωή καί δέν προσέφεραν μέν τό αἷμα τους, ἀλλά θυσίασαν τήν ζωή τους καί μέ καθημερινό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» κέρδισαν τόν οὐρανό, (ἅγιοι Ἀντώνιος, Εὐθύμιος, Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Εὐφροσύνη κ.α.).

Ἐδῶ ἀνήκουν καί οἱ Ἡσυχαστές, oι μοναχοί πού ἀσκοῦντο στόν ἡσυχασμό κατά τόν 14ο αἰώνα μ. Χ. στό Ἅγιον Ὅρος καί ἐπεδίωκαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί τῆς συνεχοῦς ἀσκήσεως. Ἐπίσης, οἱ Στυλίτες, οἱ μοναχοί πού ἐπέλεξαν ὡς τόπο ἀσκήσεως ἕναν στύλο. Ἡ ἄσκηση αὐτή συνηθιζόταν στόν χῶρο τῆς Συρίας.

Ἱεράρχες καί Διδάσκαλοι: Λέγονται οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι, πού μέ ἁγιότητα καί φρόνηση ποίμαναν τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί δίδαξαν γραπτά ἤ προφορικά τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ὅπως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες Βασίλειος, Γρηγόριος καί Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ Ἀθανάσιος κ.α.

Πατέρες: Λέγονται οἱ κληρικοί ἐκεῖνοι πού διακρίθηκαν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καί τήν ὀρθή τους διδασκαλία, τήν ὁποία διατύπωσαν στά σοφά τούς συγγράμματα, ἀλλά καί γενικά ὅλοι οἱ ἅγιοι κληρικοί καί μοναχοί.

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὀνόμασε Θαυματουργούς τους ἁγίους ἐκείνους, χάρις στή μεσιτεία τῶν ὁποίων ὁ Θεός θαυματουργεῖ. Καί Ἀναργύρους τους σοφούς θεραπευτές τῶν σωματικῶν καί πνευματικῶν ἀσθενειῶν, πού προσέφεραν τίς ὑπηρεσίες τους στούς συνανθρώπους τούς χωρίς νά ἐπιδιώξουν κανέναν ἀπολύτως οἰκονομικό ὄφελος.

Βασικό βοήθημα: "Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικᾶς Ἀπορίας", τοῦ (+) Ι. Μ. Φουντούλη


Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Αναγνώριση των αγίων στην Ανατολική Εκκλησία: Στην εκκλησία η κατάταξη κάποιου στην κατηγορία τον αγίου ακολουθεί μια μακροχρόνια διαδικασία που πραγματοποιείται από το πλήρωμά της. Γενικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η διοικούσα εκκλησιαστική αρχή δεν έχει το δικαίωμα να κατατάσσει στην τάξη των αγίων πρόσωπα με πράξεις της απλά διοικητικές. Το δικαίωμα αυτό ανήκε πάντοτε στη γνώμη του πληρώματός της. Για το λόγο αυτό στην πρώτη Εκκλησία η κατάταξη κάποιου στη χορεία των Αγίων θεωρούνταν ως απαραίτητο η ομολογία της χριστιανικής πίστεως που επισφραγιζόταν με το μαρτύριο ή το μαρτύριο της συνειδήσεως. Με τις προϋποθέσεις αυτές η ορολογία που επικράτησε στην Ανατολική Εκκλησία είναι "αναγνώριση" κάποιου ως αγίου και όχι η "ανακήρυξη" όπως επικράτησε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή αργότερα η "αγιοποίηση". Έτσι στην πρώτη Εκκλησία συναντούμε αγίους ακόμη και μη βαπτισμένους, πλην όμως είχαν μαρτυρήσει, γιατί το πλήρωμα της Εκκλησίας δέχθηκε ότι οι μη βαπτισμένοι μάρτυρες βαπτίσθηκαν με το αίμα τον μαρτυρίου τους στο "Πάθος τον Χριστού" επειδή τον μιμήθηκαν με το πάθος τους στο μαρτύριο του Γολγοθά. Στη συνείδηση της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων, επικράτησε η πρακτική του μαρτυρίου περισσότερο από την πρακτική τον ήθους. Την πρακτική αυτή συνεχίζει και σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Κλασικό παράδειγμα θεωρείται η πρακτική που εφαρμόζεται για την αναγνώριση των νεομαρτύρων.

Αργότερα η Εκκλησία θεώρησε προϋπόθεση αναγνωρίσεως κάποιου πιστού

  1. την ενάρετη χριστιανική ζωή,
  2. το μαρτύριο της συνειδήσεως που δέχθηκε για όλους που προέρχονταν από το μοναχισμό και
  3. τα θαύματα που επιτελούν και θεωρούνται ένδειξη της θείας χάριτος.

Πάντως η Εκκλησία έδειξε μια ελαστικότητα γύρω από το ζήτημα της "αναγνωρίσεως" των αγίων ώστε να βλέπουμε να κατατάσσονται στη χορεία των αγίων και πρόσωπα που δεν θαυματούργησαν ούτε κατά τη διάρκεια της ζωής τους ούτε μετά το θάνατό τους.

Αρχικά η αναγνώριση ενός μάρτυρα ήταν υπόθεση της τοπικής Εκκλησίας και ο άγιος εγγράφονταν στα Δίπτυχα ή το Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας αυτής. Όταν η φήμη του τοπικού αγίου ξεπερνούσε τα όρια της τοπικής Εκκλησίας, τότε η τιμή τον γενικεύονταν και εγγράφονταν τότε και στα Δίπτυχα ή τα Μαρτυρολόγια και των γειτονικών ή άλλων Εκκλησιών· έτσι η τιμή του γενικεύονταν. Για να αποφευχθούν καταχρήσεις ως προς την τιμή της γενικευομένης τιμής των αγίων παρενέβαινε η Εκκλησιαστική αρχή και με πράξεις της καθιέρωνε όχι, μόνο την εγγραφή του τιμωμένου αγίου στα Δίπτυχα, αλλά καθόριζε ακόμη και την ημέρα της μνήμης του μέσα στο λειτουργικό έτος. Η μνήμη του αγίου αυτού συνέπιπτε συνήθως με την ημέρα του μαρτυρίου ή του θανάτου του. Με την πάροδο τον χρόνου και όταν επικράτησε η συνήθεια της μετακομιδής των λειψάνων, τότε τα λείψανά τον εκτίθοντο σε προσκύνημα αν υπήρχαν, ή φιλοτεχνούνταν εικόνα του ή έκτιζαν προς τιμή του ναό και συνέτασσαν ειδική Ακολουθία που εξήρε ποιητικά τα χριστιανικά του προσόντα.

Μετά τον ΙΒ' μ.Χ. αι. παρατηρούμε ότι η "αναγνώριση" αγίων παίρνει κάποια διοικητική τυπικότητα, χωρίς να παραγνωρίζεται η προηγούμενη πρακτική συνήθεια της Εκκλησίας. Πάντως την περίοδο αυτή την καθιέρωση της τιμής ορισμένων αγίων αναλαμβάνουν είτε Σύνοδοι είτε επίσημες πράξεις της διοικούσας Εκκλησίας. Έκτοτε η πρακτική αυτή γίνεται εκκλησιαστική συνήθεια πού διαρκεί μέχρι σήμερα. Μετά το σχίσμα της Εκκλησίας η επίσημη τουλάχιστον αναγνώριση ενός αγίου απαιτούσε:

  1. το ορθόδοξο φρόνημα αυτού που πρόκειται να τιμηθεί,
  2. την ενάρετη χριστιανική ζωή,
  3. την παρά Θεού επίδειξη "σημείων υπερφυών και θαυμάτων".

Σήμερα το δικαίωμα της αναγνωρίσεως αγίων στο ελληνόφωνο Χριστιανισμό έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο τιμής ένεκεν.

Στη Ρωσική Εκκλησία από το έτος 1721 καθιερώθηκε ιδιαίτερη διαδικασία για την αναγνώριση των αγίων της δικαιοδοσίας της. Έτσι η Ρωσική Εκκλησία: 1) εξέταζε επισταμένως τα θαύματα και το άφθαρτο του σώματος του κοιμηθέντος χριστιανού, 2) ταυτόχρονα απαιτούνταν αυτοκρατορικό διάταγμα πού όριζε την τιμή και την ημέρα της μνήμης του, 3) πριν από την επίσημη "αναγνώριση" τον αγίου και επί τρεις συνεχείς ημέρες τελούνταν Λειτουργίες, για την ανάπαυση της ψυχής του τιμηθησομένου αγίου, 4) την ημέρα της επίσημης αναγνωρίσεως τον αγίου τα λείψανά του εκτίθοντο σε προσκύνημα.

Τίθεται όμως το ερώτημα· πότε χρονικά γινόταν η "αναγνώριση" ενός αγίου; Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ορθόδοξης Εκκλησίας η "αναγνώριση" γινόταν αμέσως μετά το θάνατο είτε μετά την πάροδο κάποιον χρονικού διαστήματος. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στους νεομάρτυρες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τελευταία όμως διαχέεται η γνώμη ότι η "αναγνώριση" ενός αγίου οφείλει να γίνεται έπειτα από πενήντα ή εκατό χρόνια από το θάνατο τον πιστού. Όμως η πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι κατά την παράδοση διάφορη και αυτό γιατί η αγιότητα κάποιου δεν είναι θέμα χρόνου αλλά πίστεως και θείας χάριτος.

από το βιβλίο του ΚΟΚΚΑΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, "ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ", εκδόσεις Στερέωμα