Γνωμικό ανθολόγιο σπουδαίων φιλοσόφων
- Hits: 5284
- Εκτύπωση
Γνωμικό ανθολόγιο σπουδαίων φιλοσόφων
1. Κάθε Χριστιανός που πιστεύει σωστά στο Θεό, οφείλει να μην είναι αμέριμνος, αλλά πάντοτε να προσδοκά και να περιμένει πειρασμό για να μην παραξενεύεται, ούτε να ταράζεται, όταν έρθει, αλλά να υπομένει ευχαρίστως το βάρος της θλίψεως και να εννοεί τι λέει, ψάλλοντας μαζί με τον Προφήτη: «Υπόβαλέ με, Κύριε, σε δοκιμασίες και πειρασμούς»(1). Δεν είπε ο προφήτης ότι «η παιδαγωγία σου με κατέβαλε», αλλά ότι «με ανόρθωσε τελείως»(2).
2. Αρχή των καλών είναι ο φόβος του Θεού, και τέλος ο πόθος Του.
3. Αρχή κάθε καλού είναι ο έμπρακτος λόγος και η έλλογη πράξη. Γι' αυτό ούτε η πράξη χωρίς λόγο είναι καλή, ούτε λόγος χωρίς πράξη.
4. Πράξη του σώματος είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Του στόματος, η ψαλμωδία, η προσευχή και η σιωπή, η πολυτιμότερη από το λόγο. Πράξη των χεριών είναι όσα αυτά κάνουν χωρίς γογγυσμό. Των ποδιών, εκείνο που διανύουν με την πρώτη παρακίνηση.
5. Απ' όλα αυτά προηγείται η ευσπλαχνία και η αλήθεια. Αυτές γεννούν την ταπείνωση και τη διάκριση που, κατά τους Πατέρες, προέρχεται από αυτήν. Χωρίς διάκριση, ούτε λόγος, ούτε πράξη πετυχαίνουν το σκοπό τους. Η μεν πράξη που περιφρονεί το ζυγό του λόγου, περιπλανιέται εδώ κι εκεί γύρω από ανώφελα πράγματα σαν δαμάλι. Ο δε λόγος που απορρίπτει τα σεμνά ενδύματα της πρακτικής, δεν είναι ευπρεπής, και αν ακόμη παίρνει αυτό το σχήμα.
6. Η ανδρεία ψυχή, σαν γυναίκα που κρατεί αναμμένα δύο λυχνάρια, το πρακτικό και το θεωρητικό, σε όλη της τη ζωή, πράττει όσα οφείλει. Τα αντίθετα πράττει εκείνη που έχει παραδοθεί στις ηδονές.
7. Δεν αρκεί στην ψυχή, για να απαλλαγεί τελείως από την κακία, η εκούσια κακοπάθεια, αν δεν αντέχει όταν πυρώνεται από την ακούσια. Γιατί αν η ψυχή, σαν κάποιο ξίφος, δεν κατεργαστεί περνώντας διαδοχικά από φωτιά και νερό(3), δηλαδή από εκούσιους και ακούσιους πόνους, δεν μπορεί να διατηρηθεί άθραυστη στα χτυπήματα εκείνων που της συμβαίνουν.
8. Όπως οι καθολικότερες αιτίες των εκουσίων πειρασμών είναι τρείς, η υγεία, ο πλούτος και η δόξα, έτσι είναι τρείς και των ακουσίων, οι ζημιές, οι κατηγορίες, οι ασθένειες. Αυτά σε άλλους προξενούν κατάρτιση, ενώ σε άλλους καταστροφή.
9. Με την ψυχή συνδέεται η επιθυμία και η λύπη, ενώ με το σώμα, η ηδονή και ο πόνος. Αιτία του πόνου είναι η ηδονή, γιατί θέλοντας να αποφύγομε την επίπονη αίσθηση της οδύνης, καταφεύγομε στην ηδονή. Αιτία της λύπης είναι η επιθυμία.
10. Ο ενάρετος έχει το καλό ενδιάθετο, ενώ ο κενόδοξος το έχει επίπλαστο. Το κακό αγγίζει τον αγωνιστή επιφανειακά, ενώ ο φιλήδονος το έχει σε βάθος.
11. Πράξη της ψυχής είναι η εγκράτεια που ενεργείται με απλότητα, και απλότητα με εγκράτεια.
12. Πράξη του νου είναι προσευχή ενωμένη με θεωρία και θεωρία ενωμένη με προσευχή.
13. Εκείνος που μισεί το κακό, πέφτει σ' αυτό λίγες φορές και χωρίς να το επιδιώκει. Εκείνος όμως που είναι προσηλωμένος στις αιτίες του κακού πέφτει σ' αυτό πολλές φορές και κατά διάθεση.
14. Όσοι δε μετανοούν με την πρόθεσή τους, αυτοί και αμαρτάνουν συνεχώς. Όσοι αμαρτάνουν χωρίς να θέλουν, αυτών η μετάνοια είναι συνειδητή και η αιτία της (η αμαρτία) όχι συχνή.
15. Η αίσθηση και η συνείδηση ας συνοδεύουν τον προφορικό λόγο, για να βρίσκεται ανάμεσά τους ο ειρηνικός και θείος λόγος χωρίς να ντρέπεται από την αυθάδεια ή την υπερβολή των λεγομένων.
16.Εκείνος που δε βλάπτει με τα έργα την ψυχή του, δε σημαίνει ότι τη φύλαξε αμόλυντη και από τα λόγια. Ούτε πάλι εκείνος που τη φύλαξε από λόγια, δε την μόλυνε και με ακάθαρτους λογισμούς. Γιατί η αμαρτία γίνεται με τρείς τρόπους.
17. Δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπο της αρετής εφόσον κοιτάζεις μ' ευχαρίστηση το πρόσωπο της κακίας. Τότε θα σου φανεί μισητό το πρόσωπο της κακίας, όταν αποξενώσεις τη γεύση από επιθυμητές απολαύσεις και την όραση από επιθυμητές μορφές.
18. Οι δαίμονες πολεμούν την ψυχή με τους λογισμούς πρώτα, κι όχι με τα πράγματα. Τα πράγματα την πολεμούν μόνα τους. Αιτία του πολέμου των πραγμάτων είναι η ακοή και η όραση, ενώ των λογισμών, η συνήθεια και οι δαίμονες.
19. Το πεδίο όπου αμαρτάνει η ψυχή είναι τριπλό: τα έργα, τα λόγια και οι λογισμοί. Το καλό της αναμαρτησίας είναι εξαπλό: πρέπει να διατηρούμε αναμάρτητες τις πέντε αισθήσεις και τον προφορικό λόγο. Εκείνος που δεν αμαρτάνει σ' αυτά, είναι τέλειος άνθρωπος και έχει τη δύναμη να χαλιναγωγήσει(4) και τα λοιπά μέρη της ψυχής.
20. Το άλογο μέρος της ψυχής δέχεται εξαπλή διαίρεση: στις πέντε αισθήσεις και στον προφορικό λόγο. Ο τελευταίος, όταν είναι απαθής, δεν παύει να είναι τέτοιος στον άνθρωπο που υπόκειται σε πάθη. Όταν όμως είναι εμπαθής, κάνει έκδηλη την κακία του ανθρώπου αυτού.
21. Ούτε το σώμα μπορεί να καθαρθεί χωρίς νηστεία και αγρυπνία, ούτε η ψυχή χωρίς ευσπλαχνία και αλήθεια. Αλλά ούτε κι ο νους χωρίς ομιλία και θεωρία Θεού. Αυτά τα ζεύγη εδώ είναι πάρα πολύ σημαντικά.
22. Όταν η ψυχή περιστοιχίζεται μ' αυτές τις αρετές, κάνει από παντού απρόσβλητο στους πειρασμούς το φρούριό της, που είναι η υπομονή. Γιατί λέει η Γραφή: «Με την υπομονή σας κερδίσετε τις ψυχές σας»(5). Διαφορετικά σαν πόλη χωρίς τείχη, και από κρότους μακρινούς ακόμη σείεται με τους μοχλούς της δειλίας.
23. Όσοι είναι φρόνιμοι στα λόγια, δεν είναι απαραίτητα και στους λογισμούς, ούτε όσοι είναι φρόνιμοι στους λογισμούς, είναι φρόνιμοι και κατά την εξωτερική αίσθηση. Γιατί αν και είναι όλοι φόρου υποτελείς στην αίσθηση, δεν πληρώνουν ωστόσο όλοι τον ίδιο φόρο. Οι περισσότεροι, από αφέλεια, δε γνωρίζουν να της αποδίδουν την τιμή που αυτή απαιτεί.
24. Η φρόνηση είναι ενιαία στη φύση της, ωστόσο κομματιάζεται σε διάφορα κομμάτια, γιατί σε άλλον δίνεται μεγαλύτερο τμήμα της και σε άλλον μικρότερο. Αυτό γίνεται έως ότου αυξηθεί η πρακτική αρετή και, συμβαδίζοντας με τις γενικές αρετές, ολοκληρώσει το καλό που αντιστοιχεί στην κάθε μια τους. Γιατί οι περισσότεροι, ανάλογα με την έλλειψη της πρακτικής αρετής, έχουν και τη φρόνηση.
25. Για όσα είναι κατά φύση, λίγοι θα βρεθούν φρόνιμοι, ενώ στα παρά φύση, πολλοί. Γιατί, από δέος προς τα παρά φύση, άδειασαν όλη τη φυσική φρόνησή τους και έχουν για τα κατά φύση λίγη φρόνηση. Την περισσότερη τη διαθέτουν στα περιττά και όχι εκ φύσεως αξιέπαινα.
26. Εστιάτορες στην εύλογη σιωπή είναι ο καιρός μαζί με το μέτρο. Το λαμπρό συμπόσιο είναι η αλήθεια. Οπότε ο πατέρας του ψεύδους διάβολος έρχεται στη ψυχή που έχει αποδημήσει από τα υλικά, και δεν βρίσκει τίποτε από εκείνα που επιζητεί.
27. Αληθινός ελεήμων είναι όχι εκείνος που δίνει θεληματικά τα περιττά, αλλά εκείνος που αφήνει ακόμη και τα αναγκαία σ' αυτούς που του τα αρπάζουν.
28. Άλλοι, με τον υλικό πλούτο αποκτούν τον άϋλο πλούτο μέσω της ελεημοσύνης. Άλλοι απορρίπτουν τον υλικό πλούτο με τον άυλο, επειδή κατάλαβαν ότι ο άϋλος είναι που δεν χάνεται.
29. Όλοι επιθυμούν να πλουτούν στα αγαθά. Λυπάται όμως εκείνος που, ενώ πλούτισε στα θεία, δεν του παραχωρήθηκε να χαρεί περισσότερο τον πλούτο αυτό.
30. Η ψυχή φαίνεται υγιής εξωτερικά, αλλά η αρρώστια της συνήθως κρύβεται στο βάθος της αισθήσεως. Αν τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βγει έξω η αρρώστια με την επανάληψη των ελέγχων, και να μπει μέσα η υγεία με τον ανακαινισμό του νου, είναι ανόητος εκείνος που αποκρούει τους ελέγχους και δεν ντρέπεται να είναι ξαπλωμένος πάντοτε στο νοσοκομείο της αναισθησίας.
31. Μη θυμώσεις εναντίον εκείνου που σε χειρούργησε χωρίς να θέλεις με τους ελέγχους του. Κοίταξε την αηδία που έβγαλε από μέσα σου, ελεεινολόγησε τον εαυτό σου και μακάρισε εκείνον που σου έγινε πρόξενος αυτής της ωφέλειας κατά θεία οικονομία.
32. Μη για κάποιο λόγο απελπιστείς με την αρρώστια σου, συ που επιμελείσαι την υγεία της ψυχής σου, αλλά με τα πιο δραστικά φάρμακα της φιλοπονίας, φεύγα μακριά απ' αυτήν.
33. Μην αποφεύγεις εκείνον που σου δίνει καίριο πλήγμα με τον έλεγχό του. Πλησίασέ τον, και θα σου δείξει πόσο καλό είναι εκείνο που καθαρίζει την αίσθησή σου. Και θα φας το γλυκό προσφάγι της υγείας, αφού πρώτα καταναλώσεις την πικρία που απέρριπτες.
34. Όσο αισθάνεσαι τους πόνους, τόσο περισσότερο να δέχεσαι εκείνον που με τους ελέγχους του σου τους υποδεικνύει. Σου γίνεται αίτιος τέλειας καθάρσεως, χωρίς την οποία ο νους δεν μπορεί να μπει στον καθαρό χώρο της προσευχής.
35. Όταν ελέγχεται κανείς, ή πρέπει να σωπαίνει ή να απολογείται με ηπιότητα στον κατήγορό του. Όχι για να υποστηρίζει τα δικά του ο ελεγχόμενος, αλλά για να διορθώσει ίσως το σφάλμα εκείνου που τον ελέγχει χωρίς να ξέρει.
36. Όποιος λυπηθεί από τον δίκαιο έλεγχο κάποιου και, πριν προσκληθεί από αυτόν, ζητήσει συγχώρηση, δεν χάνει τίποτε απ' όσα του ανήκουν. Εκείνος που ζήτησε συγχώρηση μετά την πρόσκληση, έχασε το μισό καρπό. Εκείνος πάλι που η λύπη από τον έλεγχο ποτέ δεν τον οδηγεί στο να εγκαταλείψει τους άλλους και να απομονωθεί στον εαυτό του, κέρδισε όλη την προκαταβολή, ενώ εκείνος που σε κάθε τι ρίχνει το σφάλμα πάνω του, παίρνει μισθό.
37. Ούτε ο υπερήφανος έχει επίγνωση των ελαττωμάτων του, ούτε ο ταπεινός των αρετών του. Τον πρώτο τον καλύπτει κακή ανοησία, ενώ τον άλλον θεάρεστη άγνοια.
38. Ο υπερήφανος δε θέλει να μετριέται στα καλά με τους ίσους του. Σε σύγκριση όμως με όσους τον ξεπερνούν στα ελαττώματα, θεωρεί το δικό του υποφερτό.
39. Ο ψόγος κάνει την ψυχή στερεή, ενώ ο έπαινος την κάνει χαλαρή και οκνηρή στα καλά.
40. Βάση του πλούτου είναι το χρυσάφι, ενώ της αρετής, η ταπείνωση. Όπως λοιπόν εκείνος που δεν έχει χρυσάφι είναι φτωχός, και ας μη φαίνεται εξωτερικά, έτσι και χωρίς ταπείνωση, δεν μπορεί να είναι ενάρετος εκείνος που αγωνίζεται.
41. Χωρίς χρυσό ο έμπορος δεν είναι έμπορος, και ας είναι πολύ επιτήδειος για το εμπόριο. Έτσι και χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν μπορεί να αποκτήσει ο ασκητής τα καλά της αρετής, ακόμη και αν έχει πάρα πολύ μεγάλη πεποίθηση στη φρόνησή του.
42. Εκείνος που ανεβαίνει στην ταπεινοφροσύνη, χαμηλώνει την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, ενώ τη μεγαλώνει όποιος δεν έχει ταπεινοφροσύνη. Αυτός, ούτε να παραβάλλεται με τους τελευταίους δεν καταδέχεται, και γι' αυτό λυπάται όταν δεν του δίνουν την πρωτοκαθεδρία.
43. Είναι καλό, ο αγωνιστής να έχει μικρότερη ιδέα για τον εαυτό του απ' όσο αναλογεί στην πνευματική εργασία του, να πράττει όμως ανώτερα από τη δειλία του. Έτσι και στους ανθρώπους θα είναι σεβάσμιος, και μπροστά στο Θεό θα είναι εργάτης που δεν θα ντρέπεται για το έργο του.
44. Όποιος φοβάται μη βρεθεί χώρια από εκείνους που παρακάθονται στην αίθουσα του γάμου(6), πρέπει ή όλες τις εντολές του Θεού να κατορθώνει ή να επιμελείται μία απ' αυτές, την ταπεινοφροσύνη.
45. Ανάμειξε με την απλότητα την εγκράτεια και ζέψε μαζί με την ταπεινοφροσύνη την αλήθεια. Τότε θα γίνεις ομοτράπεζος της δικαιοσύνης, στο τραπέζι της οποίας αγαπά να παρακάθεται κάθε άλλη αρετή.
46. Η αλήθεια χωρίς ταπεινοφροσύνη είναι τυφλή. Γι' αυτό και μεταχειρίζεται την αντιλογία σαν χειραγωγό της, για να στηριχθεί πάνω της όταν αγωνίζεται για κάτι. Δε βρίσκει όμως άλλο από το να οχυρωθεί στην μνησικακία.
47. Το αγαθό ήθος μαρτυρεί την ωραιότητα της αρετής, ενώ η σταθερότητα των μελών, την ειρηνική ψυχή.
48. Πρώτο καλό είναι το να μη σφάλλει κανείς πουθενά. Δεύτερο, το να μη κρύβει από ντροπή το σφάλμα του, ούτε πάλι να καυχιέται γι' αυτό, αλλά μάλλον να ταπεινώνεται και όταν τον κατηγορούν να κατηγορεί και αυτός τον εαυτό του και να δέχεται με προθυμία το επιτίμιο. Αν δε γίνεται αυτό, όποια προσφορά στο Θεό είναι ανίσχυρη.
49. Κοντά στη θεληματική κακοπάθεια, πρέπει να δέχεται κανείς ευχαρίστως και την αθέλητη, που προέρχεται από τους δαίμονες, από ζημίες και από ασθένειες. Εκείνος που δεν τα δέχεται αυτά με ευχαρίστηση, αλλά τα απωθεί με δυσαρέσκεια, είναι όμοιος μ' εκείνον που δεν θέλει να τρώει το ψωμί του με αλάτι, αλλά μόνο με μέλι. Αυτός δεν έχει διαρκώς σύντροφο την ηδονή, έχει όμως πάντα γείτονα τον κόρο.
50. Ενώ είναι κύριος, παρουσιάζεται με εμφάνιση δούλου εκείνος που με ένθεα λόγια πλύνει το σχισμένο ρούχο του πλησίον, ή το ράβει με τη μετάδοση των δικών του καλών. Όποιος όμως το κάνει αυτό, ας προσέχει μη τυχόν δεν το κάνει ως δούλος, και χάσει από κενοδοξία και το μισθό και το αξίωμα που έχει.
51. Η πίστη είναι που δίνει υπόσταση σ' όσα ελπίζομε(7), όπως και η φρόνηση στη ψυχή και η ταπείνωση στην αρετή. Και είναι παράδοξο, πως τα αυτοτελή-όπως είναι τα ελπιζόμενα αγαθά, η ψυχή και η αρετή- είναι ατελή χωρίς τις ιδιότητες που τα χαρακτηρίζουν-όπως είναι η πίστη, η φρόνηση και η ταπείνωση.
52. «Ο Κύριος θα προφυλάξει, λέει ο Ψαλμωδός, την είσοδό σου και την έξοδό σου»(8), δηλαδή την είσοδο των φαγητών και την έξοδο των λόγων με την εγκράτεια. Γιατί εκείνος που έχει εγκράτεια εισόδου και εξόδου στα φαγητά και στα λόγια, αποφεύγει την επιθυμία των οφθαλμών και πραΰνει τον παράλογο θυμό. Αυτά πρέπει περισσότερο απ' όλα να φροντίζει ο αγωνιζόμενος και να τα επιδιώκει με κάθε τρόπο. Γιατί με αυτά δυναμώνει η πρακτική άσκηση και στερεώνεται η θεωρητική επίδοση.
53. Μερικοί έχουν πολλή επιμέλεια για την είσοδο των φαγητών, για την έξοδο όμως των λόγων δείχνουν αμέλεια. Αυτοί δεν γνωρίζουν να διώχνουν το θυμό από την καρδιά τους, ούτε την επιθυμία από την σάρκα τους, κατά τον Εκκλησιαστή(9), με τα οποία κτίζεται η καθαρή καρδιά από το καινοποιό Πνεύμα.
54. Η λιτότητα των φαγητών βρίσκεται στην κατώτερη ποιότητα της τροφής, ενώ το ακατηγόρητο των λόγων βρίσκεται στην καλύτερη ποιότητα της σιωπής.
55. Καθάρισε στην πυρά της ασιτίας τους νεφρούς σου-την έδρα του επιθυμητικού-, και δοκίμασε την καρδιά σου-την έδρα του θυμικού-με την εγκράτεια των λόγων. Και θα έχεις υπηρέτες στα καλά και το επιθυμητικό και το θυμικό μέρος της ψυχής.
56. Η σαρκική ηδονή εξασθενίζει σε όσους ασκούνται, όταν παρακμάζει το σώμα. Παραμένει όμως η ηδονή του φάρυγγα σ' εκείνον που δεν κατάφερε να την τιμωρήσει δίκαια. Πρέπει λοιπόν να επιδιώξεις να αποβάλεις την ντροπή του αποτελέσματος-της ηδονής-με την αποβολή του αιτίου-των ηδονικών φαγητών-,για να μη βρεθείς εκεί χωρίς την αρετή της εγκράτειας και ντυθείς με την ντροπή.
57. Είναι ανάγκη ο ασκητής να γνωρίζει πότε και με ποια φαγητά πρέπει να τρέφει το σώμα σαν εχθρό, και πότε να το στηρίζει σαν φίλο, και πότε να το παρηγορεί σαν ασθενή. Για να μην κάνει λάθος και δώσει στον φίλο εκείνα που αρμόζουν σε εχθρό, και στον εχθρό εκείνα που αρμόζουν σε φίλο, και εκείνα που αρμόζουν σε εχθρό τα δώσει στον ασθενή, και επειδή τους έχει σκανδαλίσει όλους, τον πολεμήσουν σε καιρό πειρασμού.
58. Όταν εκείνος που τρώει, προτιμά την τροφή παρά την τρυφή, τότε έρχεται η χάρη των δακρύων και αρχίζει να τον γλυκαίνει και να τον κάνει να ξεχνά κάθε άλλη γλυκύτητα, γιατί την έχει καταπιεί η ασύγκριτη γλυκύτητα των δακρύων.
59. Σ' εκείνον που επιδιώκει την άνεση, στερεύουν τα δάκρυα. Αναβλύζουν σ' εκείνον που αγάπησε το στενό δρόμο(10).
60. Δεν είναι χωρίς λύπη ούτε ο αμαρτωλός, ούτε ο δίκαιος. Ο πρώτος γιατί δεν εγκατέλειψε ολότελα το κακό. Ο δεύτερος γιατί δεν άγγιξε ακόμη την τελειότητα.
61. Από τις αρετές που εξαρτώνται από μας, οι σύμφωνες με τη δύναμή μας είναι η προσευχή και η σιωπή. Από αυτές που δεν εξαρτώνται από μας, αλλά κυρίως από την κατασκευή του σώματος, είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Όποιο λοιπόν ο αγωνιστής μπορεί ευκολότερα να κάνει, μ' εκείνο πρέπει να καταπιάνεται.
62. Σπίτι της ψυχής είναι η υπομονή, επειδή μέσα σ' αυτήν ζει εξασφαλισμένη. Περιουσία της είναι η ταπείνωση, γιατί τρέφεται από αυτήν.
63. Αν δεν είσαι καρτερικός στους κόπους, δεν θα τιμηθείς με επαίνους. Κι αν πριν από την ηδονή προβλέπεις την οδύνη, θα αποφύγεις τη λύπη της.
64. Μη δεσμεύεις το μικρό ελάττωμα, και δε θα γίνεις δούλος του μεγαλύτερου. Γιατί το μεγαλύτερο κακό δε γίνεται πριν από το μικρό.
65. Αν αποβλέπεις στα μεγαλύτερα, θα είσαι φοβερός στα μικρότερα. Θα γίνεις όμως ευκαταφρόνητος στα μικρότερα αν παραιτηθείς από τα μεγαλύτερα.
66. Δεν θα μπορέσεις να φτάσεις στις μεγαλύτερες αρετές, αν δε φτάσεις στην κορυφή των αρετών που είναι σύμφωνες με τη δύναμή σου.
67. Σε όσους επικρατεί η ευσπλαχνία και η αλήθεια, σ' αυτούς υπάρχει και κάθε άλλο θεάρεστο. Γιατί η αλήθεια δεν κρίνει κανένα χωρίς ευσπλαχνία, και η ευσπλαχνία δεν ευσπλαχνίζεται κανένα χωρίς αλήθεια.
68. Όταν με την απλότητα αναμείξεις την εγκράτεια, τότε θα εννοήσεις την μέλλουσα μακαριότητα.
69. Δεν θα δεις οπωσδήποτε τα πάθη που σε πολεμούν, αν δεν αφήσεις πρωτύτερα ακαλλιέργητη τη γη από την οποία τρέφονταν.
70. Άλλοι ενδιαφέρονται να καθαρίσουν μόνο την ύλη του σώματος, άλλοι και της ψυχής. Γιατί άλλοι πήραν δύναμη εναντίον μόνο της έμπρακτης αμαρτίας, ενώ άλλοι και εναντίον του πάθους. Εναντίον όμως της αμαρτωλής επιθυμίας, πολύ ελάχιστοι.
71. Κακή ύλη του σώματος είναι η εμπάθεια. Της ψυχής, η ηδυπάθεια. Του νου η προσπάθεια (η εμπαθής κλίση σε κάτι). Για την πρώτη ευθύνεται η αφή. Για την δεύτερη, οι υπόλοιπες αισθήσεις. Και για την τελευταία η αντίθετη διάθεση.
72. Ο ηδυπαθής είναι κοντά με τον εμπαθή. Ο προσπαθής είναι κοντά με τον ηδυπαθή. Ο απαθής είναι μακριά και από τους δύο.
73. Εμπαθής είναι εκείνος που έχει σφοδρότερη την τάση του λογιστικού για αμαρτία, ακόμη και αν δεν αμαρτάνει εξωτερικά. Ηδυπαθής είναι εκείνος που ενεργεί την αμαρτία του λογισμού, και ας υποφέρει εσωτερικά. Προσπαθής είναι εκείνος που είναι πιο κοντά στην ελευθερία μάλλον παρά στην δουλεία των μέσων. Απαθής είναι εκείνος που αγνοεί τη διαφορά όλων αυτών.
74. Εξαλείφεται από την ψυχή η εμπάθεια με νηστεία και προσευχή, η ηδυπάθεια με αγρυπνία και σιωπή, και η προσπάθεια με ησυχία και προσοχή. Η απάθεια συνίσταται από τη μνήμη του Θεού.
75.Από τα χείλη της απάθειας στάζουν, σαν από κηρήθρα μέλι, λόγια της αιώνιας ζωής(11). Ποιος λοιπόν θα αξιωθεί στα χείλη της απάθειας να κολλήσει τα δικά του, και να αναπαυθεί ανάμεσα στους μαστούς της(12) και να αισθανθεί τη γλυκιά μυρωδιά των ενδυμάτων της(13); Δηλαδή να γλυκαθεί με τους νόμους των αρετών που είναι ανώτεροι από την απόλαυση κάθε αρώματος;
76. Γυμνοί από το ένδυμα της φιλαυτίας ίσως είναι πολλοί, λίγοι όμως είναι γυμνοί από το ένδυμα της φιλοκοσμίας. Από το ένδυμα της κενοδοξίας που λέγεται και τελευταίο, γυμνούς θα βρεις τους απαθείς.
77. Από το ορατό σώμα θα γυμνωθεί κάθε ψυχή. Από το σώμα της αμαρτίας θα γυμνωθεί η ψυχή εκείνη που έχει απολαύσει λίγο τα ευχάριστα της εδώ ζωής.
78. Νεκροί θα γίνουν όλοι όσοι ζουν. Για την αμαρτία όμως θα νεκρωθούν(14) μόνον εκείνοι που τη μίσησαν με όλη τη ψυχή τους.
79. Ποιος θα δει τον εαυτό του πριν από τον θάνατο γυμνό από την αμαρτία; Και ποιος είναι εκείνος που γνώρισε πριν από τη μέλλουσα γύμνωση τον εαυτό του και ποια είναι η φύση του;
Μία ψυχή από έρωτα θεϊκό λαβωμένη(15),
Ξέρει η προσευχή με το Θεό να ενώνει.
80. Η λογική ψυχή βρίσκεται στο μεταίχμιο του αισθητού και του νοερού φωτός. Με τη βοήθεια του πρώτου εργάζεται τα σωματικά, ενώ με του δεύτερου, τα έργα του πνεύματος. Αλλά επειδή σκοτείνιασε μέσα της το νοερό φως και επικράτησε το αισθητό εξαιτίας της από την πτώση συνήθειας, αν δεν ενωθεί τελείως με το νοερό στην προσευχή, δεν μπορεί ν' ατενίζει ολοκληρωτικά στα θεία. Και είναι ανάγκη να βρίσκεται στο μεταίχμιο σκότους και φωτός, να ζει σε σχέση με το σκότος και κατά φαντασίαν με το φως.
81. Μέσα από τη στενή πύλη της προσευχής, νους γεμάτος πάθη δεν μπορεί να μπει, πριν εγκαταλείψει τη μέριμνα που προκαλεί η σχέση με τα αισθητά, αλλά θα υποφέρει παντοτινά τριγυρίζοντας στα πρόθυρά της.
82. Ας παραμένει μαζί με το νου η προσευχή όπως στον ήλιο η ακτίδα. Χωρίς την προσευχή, οι μέριμνες για τα αισθητά πετούν γύρω από το νου σαν άνυδρα σύννεφα και τον εμποδίζουν να δείξει τη λαμπρότητά του.
83. Η δυνατή προσευχή κάνει τον άνθρωπο να δέχεται θεληματικά την πείνα της τροφής. Η δυνατή πείνα τον κάνει να μη βλέπει, ούτε ν' ακούει τίποτε από τα εγκόσμια, εκτός απ' ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο. Εκείνος που δεν προνοεί γι' αυτά, δε στερέωσε το οικοδόμημα της νηστείας, κι εξαιτίας της έκανε να πάθει ολόγυρα ρωγμές το οικοδόμημα της προσευχής.
84. Αν ο νους δεν απαλλαγεί απ' όλα τα περιττά που αφορούν στην αίσθηση, δεν μπορεί να πετάξει προς τα πάνω και να γνωρίσει το αξίωμά του.
85. Η νηστεία, επειδή είναι φανερή, είναι σύμβολο της ημέρας, ενώ η προσευχή της νύχτας, επειδή είναι αφανής. Όποιος λοιπόν ασκεί ορθά τη νηστεία κατά την ημέρα και την προσευχή κατά τη νύχτα, θα συναντήσει την πόλη που επιδιώκει, απ' όπου απουσιάζει κάθε οδύνη, λύπη και στεναγμός(16).
86. Η πνευματική εργασία μπορεί να υπάρξει και χωρίς κοπιαστική σωματική εργασία. Μακάριος λοιπόν εκείνος που θεωρεί την άυλη εργασία ανώτερη από το υλικό έργο. Γιατί με την πνευματική εργασία αναπλήρωσε την έλλειψη της σωματικής, ζώντας την κρυφή ζωή της προσευχής, που είναι φανερή στο Θεό.
87. Ο θείος Απόστολος μας προτρέπει να υπομένουμε πιστεύοντας, να χαιρόμαστε ελπίζοντας και να επιμένομε στην προσευχή(17), για να μένει μόνιμα σε μας το αγαθό της χαράς. Κι αφού είναι έτσι, εκείνος που δεν υπομένει, δεν είναι πιστός, και εκείνος που δεν χαίρεται, δεν έχει καλές ελπίδες, επειδή απέρριψε την αιτία της χαράς, δηλαδή την προσευχή, με το να μην επιμένει σ' αυτήν.
88. Άν ο νους, απασχολημένος εξαρχής με εγκόσμιους λογισμούς, απέκτησε τόση φιλία με αυτούς, πόση οικειότητα δε θα αποκτήσει με τη συνεχή προσευχή; Γιατί όπου πολυκαιρίζει ο νους, λένε, εκεί και ευρύνεται.
89. Όπως παλιά ο νους, αφού απομακρύνθηκε από την κατοικία του, λησμόνησε την λαμπρότητά της, έτσι πρέπει τώρα με τη λήθη των επιγείων να τρέξει πάλι σ' αυτήν με την προσευχή.
90. Σαν κάποιο νήπιο σε στερεμένους μαστούς της μητέρας του θα βρεθεί ο νους στην προσευχή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει. Στην προσευχή όμως που παρηγορεί, θα είναι σαν το νήπιο που αφυπνίζεται γλυκά στην αγκαλιά της μητέρας του.
91. «Εκεί», δηλαδή στο πένθιμο κρεβάτι της ενάρετης ζωής, θα πει όμοια με τη νύμφη του Άσματος(18) και η νύμφη προσευχή στον εραστή της, «θα σου δώσω τους μαστούς μου, αν μου δοθείς ολοκληρωτικά».
92. Δεν μπορεί να έχει φιλία προς την προσευχή εκείνος που δεν απαρνήθηκε κάθε υλικό.
93. Εκτός από τη ζωή και την αναπνοή, αποχωρίσου όλα τα άλλα κατά την προσευχή, αν θέλεις να μείνεις με μόνο του νου.
94.Τεκμήριο για το νου που αγαπά το Θεό είναι η μονολόγιστη προσευχή. Για τον φρόνιμο λογισμό είναι ο καίριος λόγος. Και για την ελεύθερη αίσθηση είναι η ενιαία γεύση. Όταν υπάρχουν αυτά τα τρία, λέγεται ότι πάνε καλά τα της ψυχής.
95. Πρέπει να γίνει λεία και απαλή, σαν των παιδιών, η φύση αυτού που προσεύχεται, για να δεχθεί εύκολα όπως γίνεται στα παιδιά, την ανάπτυξη που δημιουργείται από την προσευχή. Γι' αυτό μην αμελείς εσύ που επιθυμείς να ενωθείς μαζί της.
96. Δεν έχουν όλοι τον ίδιο στόχο στην προσευχή. Άλλος έχει αυτόν και άλλος άλλον. Ο ένας προσεύχεται, αν είναι δυνατόν, να είναι πάντοτε η καρδιά του μέσα στην προσευχή. Άλλος προσεύχεται και να την ξεπεράσει. Άλλος προσεύχεται να μην εμποδίζεται από λογισμούς. Όλοι όμως προσεύχονται ή να διατηρηθούν στα καλά, ή να μην παρασυρθούν στα κακά.
97. Αν από την προσευχή κανείς δε μένει αταπείνωτος (γιατί συντρίβεται και ταπεινώνεται ο προσευχόμενος), άρα εκείνος που συμπεριφέρεται με θρασύτητα, δεν προσεύχεται με ταπείνωση.
98. Όταν εκείνος που προσεύχεται έχει στο νου του τη χήρα που ζητούσε το δίκιο της από το σκληρό δικαστή(19), δε θα αποθαρρυνθεί ποτέ επειδή αργούν να εκπληρωθούν οι αγαθές υποσχέσεις του Θεού.
99. Δεν θα μείνει η προσευχή κοντά σ' εσένα που χρονοτριβείς στους εξωτερικούς συλλογισμούς και τις εξωτερικές ομιλίες. Η ίδια θα φανεί να επιστρέφει σ' εκείνον που για χάρη της περικόπτει τα περισσότερα.
100. Αν τα λόγια της προσευχής δεν εισχωρούν στο βάθος της ψυχής, δεν θα αφεθούν τα δάκρυα να ξεχυθούν στην επιφάνεια του προσώπου.
101. Θα βλαστήσουν τα στάχυα του γεωργού που δεν άφησε το σπόρο στην επιφάνεια της γης. Και θ' αναβλύσουν τα δάκρυα του μοναχού εκείνου που δεν αφήνει να περάσουν χωρίς κόπο τα λόγια της προσευχής.
102. Το κλειδί της βασιλείας των ουρανών είναι η προσευχή. Εκείνος που την κατέχει όπως πρέπει, βλέπει τα αγαθά που είναι φυλαγμένα για τους φίλους της, ενώ κοιτάζει μόνο τα παρόντα εκείνος που δεν έχει παρρησία σ' αυτήν.
103. Δεν μπορεί ο νους στον καιρό της προσευχής να λέει με παρρησία προς τον Θεό: «Έσπασες τα δεσμά μου. Θα σου προσφέρω σαν θυσία τη δοξολογία»(20), αν από επιθυμία των θείων, δεν αποσπαστεί από τη δειλία, τη ραθυμία, την πολυυπνία και την καλοφαγία, που προκαλούν τις αμαρτίες.
104. Όποιος αφήνει το νου του να περιπλανιέται κατά την προσευχή, στέκεται έξω από το πρώτο καταπέτασμα(21), ενώ εκείνος που ασκεί τη μονολόγιστη προσευχή, περνά μέσα απ' αυτό. Στα άγια των αγίων όμως μπαίνει μόνο εκείνος που έχοντας την ειρήνη των φυσικών λογισμών, εξετάζει και τα σχετικά με την ειρήνη που υπερβαίνει κάθε νου(22), και γίνεται άξιος από αυτό κάποιας θεοφάνειας.
105. Όταν η ψυχή ησυχάσει από τα έξω και ενωθεί με την προσευχή, τότε η προσευχή την περικυκλώνει σαν φλόγα, όπως η φωτιά το σίδερο, και την πυρακτώνει ολόκληρη. Και η ψυχή βέβαια παραμένει η ίδια, αλλά δε δέχεται άγγισμα, όπως και το πυρωμένο σίδερο δεν μπορεί να το αγγίσει κανείς.
106. Μακάριος εκείνος που αξιώθηκε να φτάσει σε τέτοια μέτρα σ' αυτή τη ζωή και είδε το κατά φύση πήλινο σώμα του, κατά χάρη πύρινο.
107. Στους αρχαρίους, ο νόμος της προσευχής είναι πάνω τους σαν βαρύς αφέντης. Για όσους έχουν προκόψει, είναι σαν έρωτας που ωθεί τον πεινασμένο σε πολυτελές συμπόσιο.
108. Σ' εκείνους που ασκούν ορθά την πρακτική αρετή, η προσευχή, σαν νεφέλη που τους επισκιάζει(23), άλλοτε εμποδίζει τους καυστικούς λογισμούς, και άλλοτε τους ραντίζει με σταγόνες δακρύων και δείχνει σ' αυτούς τις πνευματικές θεωρίες.
109. Είναι γλυκιά η μελωδία της κιθάρας που παίζεται από κάποιον. Η ψυχή όμως, στην οποία δεν συνηχεί κατά την προσευχή και η μυστική προσφώνηση του Πνεύματος, δεν μπορεί να γίνει ευκατάνυκτη. Η διαπίστωση που κάνει ο Απόστολος Παύλος: «Πως θα προσευχηθούμε όμως πρέπει, δεν γνωρίζομε κλπ.»(24), σ' αυτό οδηγεί εκείνον που προσεύχεται.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
01. Ψαλμ. 25, 2.
02. Ψαλμ. 17, 36.
03. Ψαλμ. 65, 12.
04. Ιακ. 3, 2.
05. Λουκ. 21, 19.
06. Ματθ. 22, 10.
07. Εβρ. 11, 1.
08. Ψαλμ. 120, 8.
09. Εκκλ. 11, 10.
10. Ματθ. 7, 13.
11. Ασμα 4, 11.
12. Ασμα 1, 13.
13. Ασμα 4, 10-11.
14. Ρωμ. 6, 11.
15. Ασμα 2, 5.
16. Ησ. 35, 10
17. Ρωμ. 12, 12.
18. Άσμα 7, 13.
19. Λουκ. 18, 2-5.
20. Ψαλμ 115, 7-8.
21. Εβρ. 9, 2-3.
22. Φιλιπ. 4, 7.
23. Εξ. 13, 21.
24. Ρωμ. 8, 26.