fbpx

ΒΙΟΣ: Ο Άγιος Χριστόφορος

Η χώρα των ανθρωποφάγων

Ο Άγιος Χριστόφορος είναι ένας από τους δημοφιλέστερους μάρτυρες. Τον αγαπούν και τον τιμούν σε Ανατολή και Δύση ενώ κατέχει σπουδαία θέση στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας.

Γεννήθηκε περίπου το 200 μ.Χ. σε μια βάρβαρη χώρα της Ασίας, από μια φυλή ανθρωποφάγων που όταν πιάνανε κάποιον, τον τεμαχίζανε, του ρουφούσαν το αίμα, του έψηναν τις σάρκες και τις έτρωγαν με μεγάλη ευχαρίστηση. Επειδή οι άνθρωποι της φυλής του ήταν άσχημοι και με άγρια χαρακτηριστικά, οι πιο πολιτισμένοι του καιρού τους, τους αποκαλούσαν Κυνοκέφαλους ή πιο απλά Σκυλοκέφαλους.

Αυτό γνωρίζουμε μόνο για τη φυλή από την οποία καταγόταν ο Άγιος Χριστόφορος, ενώ για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να συμπίπτουν, με αποτέλεσμα να έχουμε αναφορές από την ανατολική και την δυτική παράδοση για γεγονότα και χρόνο πάντα διαφορετικό.

Ήταν πολύ δυνατός και η τεράστια σωματική του διάπλαση ήταν αυτή που τον έκανε ξεχωριστό από τους υπόλοιπους ανθρώπους της φυλής του. Εκτός όμως από την σωματική του διάπλαση, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν αποκρουστικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον ονομάσουν Ρέπροβο, που σημαίνει ασχημομούρης, σκυλομούρης ή όπως τον ονόμαζαν οι Ρωμαίοι "Κυνοπρόσωπος". Όλα λοιπόν τα στοιχεία που είχαν να κάνουν με τη προσωπικότητα του Ρέπροβου δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν οποιουδήποτε τη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να οδηγηθεί στον δρόμο της αλήθειας, πόσο μάλλον στο μαρτύριο για χάρη του Κυρίου. Και όμως, ο Κύριος που διαβάζει τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής, τον ανέσυρε από την αφάνεια και τον ανέδειξε σε Μεγαλομάρτυρα.  

Ο Ρέπροβος σωματοφύλακας.

Επειδή είχε μεγάλη σωματική δύναμη, ξεκίνησε να πάει προς τη Δύση με σκοπό να βρει κάποιον άρχοντα για να τον υπηρετήσει σαν σωματοφύλακας του.

Τότε υπήρχαν κατά τόπους πολλοί ηγεμόνες και βασιλείς και σε τέτοιους ανθρώπους ασφαλώς θα ήταν χρήσιμος ένας άνθρωπος με τη σωματική διάπλαση του Ρέπροβου. Ήθελε όμως να βρει τον πιο μεγάλο και τρανό άρχοντα της εποχής του.

Βρήκε λοιπόν έναν άρχοντα και έγινε σωματοφύλακας του ή υπηρέτης του, σύμφωνα με κάποιες πηγές. Στην συνέχεια και με βάση τις αρχές του σαν άνθρωπος της ανθρωποφαγικής φυλής του, λάτρεψε καθώς λένε τον διάβολο σαν θεότητα όπως έκαναν τότε και πολλοί άλλοι καθυστερημένοι λαοί. Στην ανάμιξη του λοιπόν με την σατανολατρεία, ποτέ δεν φοβόταν τον Σταυρό. Σε λίγο χρονικό διάστημα όμως θα έπαιρνε την απάντηση στο ερώτημα που τον βασάνιζε. 

Ένας ερημίτης του δείχνει το δρόμο

Πηγαίνοντας προς κάποια πόλη και περνώντας από ένα ερημικό μέρος συνάντησε έναν γέροντα που ήταν Ασκητής. Ο γέροντας τον καλοδέχθηκε και τον φιλοξένησε με τα φτωχικά του μέσα. Ήταν δε αυτός που έδωσε την απάντηση στον Ρέπροβο σχετικά στον Σταυρό. Ο Ρέπροβος εντυπωσιάστηκε από την καλοσύνη και την αγάπη του ασκητή και τον ρώτησε αν ξέρει κάποιον άρχοντα μεγάλο για να πάει να τον υπηρετήσει. Ο γέροντας τότε του χαμογέλασε με αγάπη και του είπε, ότι πράγματι γνωρίζει το όνομα του πιο μεγάλου άρχοντα που υπάρχει και φυσικά εννοούσε τον Χριστό.

- "Αυτόν, μόνο αν υπηρετήσεις θα αμειφθείς πλούσια", του είπε.

Σιγά σιγά, τον κατήχησε και τον έκανε να έρθει προς τον Χριστό διδάσκοντας του την πίστη και την αγάπη του Ευαγγελίου. 

Ο Ρέπροβος όμως σαν σωματοφύλακας έπρεπε να μάθει από την γέροντα με ποιον τρόπο θα έμενε ευχαριστημένος ο άρχοντας Χριστός από τις υπηρεσίες του γι' αυτό συνέχεια τον ρωτούσε.

- "Μα πως θα τον ευχαριστήσω τον άρχοντα Χριστό; Τι πρέπει να κάνω για να είναι πάντα ευχαριστημένος από εμένα;"

- "Να νηστεύεις και να προσεύχεσαι", του είπε ο γέροντας.

- "Να προσεύχομαι; Μα δεν ξέρω να το κάνω!", του απάντησε ο Ρέπροβος και συνέχισε, "να νηστεύω πάλι δεν μου είναι πολύ εύκολο".

- "Τότε, να χρησιμοποιήσεις την σωματική σου δύναμη στην υπηρεσία Του".

- "Μα πως;" αναρωτιόταν, "... με ποιο τρόπο;"

- "Βοηθώντας τους συνανθρώπους σου, αυτούς που δεν μπορούν να κάνουν τα πράγματα που εσύ μπορείς λόγω της σωματικής σου διάπλασης".

- "Μα δεν καταλαβαίνω γέροντα τι είναι αυτό που δεν μπορούν οι άλλοι άνθρωποι και που το μπορώ εγώ;"

- "Βλέπεις εκείνο το ποτάμι; Γέφυρα δεν έχει και πολλοί άνθρωποι που θέλουν να περάσουν απέναντι ταλαιπωρούνται και μερικοί μάλιστα στην προσπάθεια τους να το διασχίσουν πνίγονται. Θα μπορούσες λοιπόν να μεταφέρεις τους περαστικούς στον ώμο σου και να τους περνάς στην αντίπερα όχθη. Με αυτό τον τρόπο μπορείς να υπηρετείς τον άρχοντα Χριστό. Είναι σαν να μεταφέρεις τον ίδιο".

- "Μα αυτό μπορώ ευχαρίστως να το κάνω" είπε ο Ρέπροβος.

Ακούγοντας όσα του είπε ο γέροντας, κατασκεύασε με τα χέρια του μια καλύβα δίπλα στο ποτάμι και μετέφερε στην πλάτη του δωρεάν όλους όσους ήθελαν να περάσουν στην απέναντι όχθη. 

Ο Χριστός τιμά τον Ρέπροβο

 Κάποια σκοτεινή και βροχερή βραδυά, οι αστραπές και οι βροντές που έπεφταν συνέχεια δεν εμπόδισαν τον Ρέπροβο να ακούσει τα κλάματα ενός μικρού παιδιού που βρισκόταν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Ο Ρέπροβος εκείνη την στιγμή βρισκόταν στην καλύβα του κι έκανε την προσευχή του. Βγήκε τρέχοντας έξω και βρέθηκε μπροστά στο ποτάμι που είχε ξεχειλίσει και τα ορμητικά νερά του, είχαν γίνει επικίνδυνα και για τον ίδιο. Οι κεραυνοί και οι αστραπές που αυλάκωναν τον ουρανό, δεν τον τρόμαξαν τόσο, όσο η αγωνία του παιδιού που βρισκόταν απέναντι και που τον παρακαλούσε να το περάσει στην πλευρά που βρισκόταν για να μη πεθάνει από το κρύο και την βροχή. 

Ο Ρέπροβος χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού πρώτα έκανε τον σταυρό του, πήρε ένα μεγάλο ξύλο, και μπήκε στο ποτάμι. Πέρασε απέναντι και πήρε στον ώμο του το μικρό παιδί.

Όταν ξεκίνησε λοιπόν τη διαδρομή στο ποτάμι μεταφέροντας το στους ώμους του, το μικρό παιδί του φαινόταν ελαφρύ. Όσο όμως προχωρούσε, του φαινόταν πως βάραινε διαρκώς. Αγκομαχούσε και βαριανάσαινε και στηριζόταν με δύναμη στο ξύλο, για να μην παρασυρθεί από το φουσκωμένο ποτάμι. Μεγάλη δοκιμασία για τον Ρέπροβο αυτή η διαδρομή διάσωσης ενός μικρού παιδιού. Έτσι όταν έφθασαν στην καλύβα και σιγουρεύτηκε ότι δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος, άφησε το παιδί κάτω και με την ανακούφιση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, γύρισε και του είπε:

- "Παιδί μου, τον κόσμον όλον αν σήκωνα, δεν θα ήταν τόσο βαρύς όσο εσύ".

- "Και όμως", του είπε το παιδί, "μετέφερες όχι μόνο τον κόσμο όλο, αλλά Εκείνον, που έπλασε τον κόσμο. Είμαι ο Βασιλεύς Χριστός, τον Οποίον υπηρετείς".

Έπειτα από τα λόγια αυτά, το παιδί εξαφανίστηκε από μπροστά του. Ο Ρέπροβος που τόσα χρόνια περνούσε τους διαβάτες από την μία όχθη του ποταμού στην άλλη είχε αξιωθεί να μεταφέρει στους ώμους του τον Χριστό. Γι' αυτό και στις αγιογραφίες του εμφανίζεται να περνάει το ποτάμι, στηριζόμενος στο ξύλο και με τον Χριστό στον ώμο του. Επειδή λοιπόν μετέφερε τον Χριστό, ονομάστηκε αφού πρώτα βαπτίστηκε, Χριστόφορος.

Από το περιστατικό αυτό, που μετέφερε τον Χριστό θεωρείται και προστάτης των μεταφορών. Είναι ο προστάτης των αεροπόρων, των αυτοκινητιστών, των ταξιδιώτων και όλων των επαγγελμάτων, που απαιτούν μεγάλες δυνάμεις. Γι' αυτό θα δείτε στα αυτοκίνητα, στα αεροπλάνα και σε όλα τα μεταφορικά μέσα την εικόνα του. 

Η βία της εξουσίας

Αλλά το θεάρεστο αυτό έργο της μεταφοράς των ανθρώπων στον ποταμό, αναγκάσθηκε να το σταματήσει. Αιτία ήταν η έλευση των Ρωμαϊκών Λεγεώνων που κατέκτησαν την χώρα στην οποία βρισκόταν. Τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον μετέφεραν στην Ρώμη σαν δούλο.

Η κραταιά Ρώμη, όπως κάθε μεγάλη κοσμική δύναμη για να υπερασπιστεί την ισχύ της, στηριζόταν στη χρήση βίας. Εκεί λοιπόν στην πρωτεύουσα της βίας, τον κακομεταχειρίστηκαν. Κανένας δεν του έδινε σημασία. Μόνος εκμεταλλεύονταν τη δύναμη του και τον ειρωνεύονταν. Τον φώναζαν ασχημομούρη, αγριάνθρωπο και τον περιφρονούσαν. 

Και όμως, αυτό το δύσμορφο πρόσωπο έκρυβε ένα διαμάντι, που το πρόσεξαν οι διωκόμενοι Χριστιανοί. Αυτοί τον φώναξαν στις συγκεντρώσεις τους και αυτός έμεινε κατάπληκτος από την αγάπη που του  έδειξαν οι πιστοί.

Λέγεται, ότι είχε καταταγεί και στις Ρωμαϊκές Λεγεώνες και ότι πολέμησε την εποχή του Γόρδιου και του Φιλίππου εναντίον των Περσών. 

Η δυσκολία της ομιλίας

Στον τέταρτο χρόνο της βασιλείας του, ο αυτοκράτορας Δέκιος ξεκίνησε διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έστειλε λοιπόν προς όλους του τοπικούς βασιλείς διατάγματα σύμφωνα με τα οποία εξαναγκάζονταν οι Χριστιανοί να τρώνε ειδωλόθυτα, δηλαδή τροφές που τις είχαν πρώτα βουτήξει στα αίματα των θυσιών.

Όσοι δεν ήθελαν να φάνε, που σήμαινε ότι δεν αρνιόντουσαν τον Χριστό, διέταξε να τους τιμωρούν με βασανιστήρια και κατόπιν να τους θανατώνουν.

Όλοι λοιπόν οι άρχοντες και οι ηγεμόνες συναγωνίζονταν σε βαρβαρότητα για το ποιος θα αρέσει περισσότερο στον αυτοκράτορα Δέκιο, εφαρμόζοντας τις διαταγές του με ακρίβεια και πολλές φορές δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο στη σκληρότητα. Με αυτόν τον τρόπο οι ειδωλολάτρες προστατεύονταν από τον νόμο, οι δε Χριστιανοί διώκονταν συστηματικά σε όλη την επικράτεια και με μέτρα σκληρά.

Ο Ρέπροβος βρισκόταν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Λυκίας και όπως τονίσαμε πιο πάνω συμπαθούσε τους Χριστιανούς. Βλέποντας όμως κάθε μέρα τους ειδωλολάτρες να βασανίζουν τους Χριστιανούς, λυπόταν πολύ. 

Ήθελε να μιλήσει στους ειδωλολάτρες γι' αυτό που θεωρούσε θηριωδία αλλά δεν τον βοηθούσε η ομιλία του η οποία με δυσκολία γινόταν αντιληπτή. Επειδή λοιπόν τον απασχολούσε και τον βασάνιζε η απάνθρωπη συμπεριφορά αυτή, βγήκε έξω από την πόλη, σε ένα ερημικό τόπο. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.

- "Ω Θεέ μου, άκουσέ με και λυπήσου με τον ανάξιο δούλο σου. Σε παρακαλώ άνοιξέ μου τα χείλη και δώσε μου λαλιά να μπορέσω να ελέγξω το τύραννο".

Δεν πρόφθασε όμως να τελειώσει την προσευχή του και παρουσιάστηκε μπροστά του ένας Άγγελος ντυμένος στα λευκά.

- "Ρέμπροβε, εισακούσθηκε η προσευχή σου. Σήκω πάνω για να λάβεις τη χάρη από τον Κύριο ημών".

Αμέσως σηκώθηκε πάνω ο Ρέπροβος ενώ ο Άγγελος άγγιζε τα χείλη του με το δάκτυλό του και φύσηξε στο στόμα του. Εκείνος συγκλονίστηκε καταλαβαίνοντας ότι εκείνη την στιγμή λύθηκε η γλώσσα του και ότι από εκείνη την στιγμή θα μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα και καθαρά. Πλέον ο Ρέπροβος μιλούσε σαν ρήτορας. 

Ο έλεγχος των ειδωλολατρών

Επέστρεψε αμέσως στην πόλη και βλέποντας τους ειδωλολάτρες να βασανίζουν μερικούς Χριστιανούς τους είπε:

- "Γιατί τους βασανίζετε; Δεν σας φθάνει που παραδώσατε τις ψυχές σας στον Σατανά; Αναγκάζεται και μας που αγαπάμε τον Θεό να χαθούμε μαζί σας. Εγώ σας το δηλώνω είμαι Χριστιανός και δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω τους θεούς σας".

Ενώ έλεγε αυτά ο Άγιος, ένας υπηρέτης που ονομαζόταν Βαχθιός και που ήταν παρών στη δήλωση, τον χτύπησε στο στόμα.

- "Δεν σου δίδω την απάντηση και δεν σε πληρώνω, με το ίδιο νόμισμα", του είπε ο Άγιος προσθέτοντας, "Ο Χριστός και Σωτήρας μου με εμποδίζει.

Αλλά αν θυμώσω, δεν θα μπορέσει να με νικήσει ούτε όλος ο διεφθαρμένος στρατός σας".

Ο γλοιώδης Βαχθιός έτρεξε αμέσως στο Βασιλιά που ήταν εκεί κοντά και του είπε όλα όσα είχαν συμβεί στην συνάντησή του αυτή με τον Άγιο.

- "Είναι Βασιλιά μου και αφέντη μου, λίγες μέρες που βρίσκεται εδώ στα μέρη μας ένας φοβερός και τρομερός γίγαντας. Είναι φοβερός στην όψη και άγριος. Τα δόντια του βγαίνουν έξω από το στόμα του, σαν του σκύλου. Είναι τόσο ασχημομούρης, που δεν μπορώ να σου τον περιγράψω. Και το σπουδαιότερο είναι, ότι βλαστημάει τους θεούς μας και εσένα τον ίδιο. Γι' αυτό και εγώ τον χτύπησα στο πρόσωπο. Τότε εκείνος καυχήθηκε, ότι δεν φοβάται όλο σου τον στρατό αν ερχόταν εναντίον του. Έτρεξα λοιπόν να σου το πω, μήπως ο Θεός των Χριστιανών τον έστειλε για να τους βοηθήσει".

Ο αυτοκράτορας Δέκιος σαν άκουσε αυτά που του είπε ο Βαχθιός, οργίστηκε και του είπε:

- "Μήπως έχεις τρελαθεί ή ήσουν πιωμένος κακομοίρη μου και γι' αυτό σου φάνηκε έτσι";

- "Όχι αφέντη μου, τα πράγματα είναι έτσι όπως σου τα είπα".

- "Αλοίμονο σου κακομοίρη μου αν είναι η παράνοια σου που γέννησε τον γίγαντα", είπε ο αυτοκράτορας Δέκιος και έμεινε για λόγο σιωπηλός. Έπειτα διέταξε να ετοιμαστούν διακόσιοι στρατιώτες λέγοντας:

- "Να πάτε, να τον δέσετε και να μου τον φέρετε. Εάν όμως σας προσβάλει αντίσταση να τον κάνετε χίλια κομμάτια και να μου φέρετε το κεφάλι του, για να δω εάν είναι τόσο φοβερός, όσο ισχυρίζεται αυτός ο δειλός". 

Πολλαπλασιάζει το ψωμί 

Ο Άγιος στο μεταξύ είχε πάει στην Εκκλησία. Κάρφωσε το κοντάρι του στο χώμα έξω από την Εκκλησία και μπήκε μέσα. Προσευχήθηκε να τον δυναμώσει ο Παντοδύναμος για να γίνει προθυμότερος στην ομολογία του. Όταν τελείωσε και βγήκε έξω, βλέπει το ξερό κοντάρι, που είχε βλαστήσει, σαν την ράβδο του Ααρών. Από αυτό το θαύμα πήρε δύναμη και θάρρος για να προχωρήσει στην Ομολογία του Χριστού και στο μαρτύριο.

Οι στρατιώτες, που έστειλε ο Δέκιος να τον πιάσουν, τον είδανε απ΄΄ο μακριά και φοβήθηκαν να τον πλησιάσουν.

- "Τι φοβόσαστε...", είπε ένας αξιωματικός "...άοπλος είναι και είμαστε τόσοι πολλοί".

Τον πλησίασαν λοιπόν και τον είδαν δακρυσμένο και αμίλητο να κάθεται έξω από την Εκκλησία.

- "Από που είσαι, άνθρωπε και γιατί κλαις; τι σου συμβαίνει;" τον ρώτησε ένας από τους στρατιώτες.

- "Αχ κλαίω" τους είπε, "για τους ανθρώπους που άφησαν τον Αληθινό Θεό και προσκυνούν τα είδωλα".

Όταν οι στρατιώτες τον άκουσαν, που τους μίλησε με καλοσύνη, πήραν θάρρος και του είπαν:

- "Μας έστειλε ο βασιλιάς μας να σε πάμε μπροστά του δεμένο, επειδή όπως του είπε ένας κόλακας υπηρέτης του που λέγεται Βαχθιός δεν προσκυνάς τους θεούς μας, αλλά κάποιον Θεό καινούργιο".

- "Εάν με αφήσετε...", τους αποκρίθηκε, "...εγώ θα έλθω με την θέληση μου. Αλλά να με τραβήξετε δεμένο, είναι αδύνατο να σας αφήσω να το κάνετε".

- "Εάν δεν θέλεις να έρθεις...", του είπαν τότε οι στρατιώτες, "πήγαινε όπου θέλεις και εμείς θα πούμε στον βασιλιά, ότι δεν σε βρήκαμε".

- "Όχι" τους είπε ο Άγιος, "...μόνο σας παρακαλώ να με περιμένετε λίγο να πάω να λάβω το Άγιο Βάπτισμα και τότε θα πάμε μαζί στο βασιλιά σας".

- "Δεν μπορούμε", του είπαν, "διότι σε ζητούσαμε πολλές ημέρες και τώρα σώθηκαν οι τροφές μας και πεινάμε. αν μπορείς να μας βρεις τρόφιμα για να φάμε να σε περιμένουμε, αλλιώς θα πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως".

Αλλά ο Ρέπροβος είχε μονάχα ένα κομμάτι ψωμί για να φάει ο ίδιος. Ένας δε στρατιώτης του είπε:

- "Αν έχεις την δύναμη να μας χορτάσεις με αυτό το κομμάτι το ψωμί όλους, ευχαρίστως θα ακολουθήσουμε και εμείς τον Θεό σου".

Στο άκουσμα αυτό στην καρδιά του Ρέπροβου, γεννήθηκε κάποια ουράνια ελπίδα, γι' αυτό και αμέσως γονάτισε και προσευχήθηκε.

- "Χριστέ μου, Συ που πολλαπλασίασες στη έρημο τους πέντε άρτους και εχόρτασες με αυτούς χιλιάδες ανθρώπους, ευλόγησε Σε παρακαλώ και τώρα το κομμάτι τούτο για να χορτάσουν οι πεινασμένοι, να πιστέψουν, να φωτισθούν να σε γνωρίσουν και να ομολογήσουν".

Οι στρατιώτες τον κοίταζαν που προσευχόταν γονατιστός και σκεφτόντουσαν τι να περίμενε και τι να έλπιζε άραγε ο άνθρωπος αυτός;

Ξαφνικά όμως, έβγαλαν όλοι μία φωνή θαυμασμού, γιατί είδαν το κομμάτι εκείνο να πολλαπλασιάζεται. Λίγο πριν φάνηκε μπροστά τους Άγγελος Κυρίου καο το ευλόγησε. Πολλαπλασιάστηκε τόσο γρήγορα, που μπορούσαν να χορτάσουν και να περισσέψει.

Η βάπτιση των στρατιωτών

Έπειτα από το θαύμα αυτό, οι στρατιώτες που είχαν πάει για να τον συλλάβουν έπεσαν στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσαν να τους μιλήσει, για το Θεό του.

Εκείνος τους είπε να φάνε και κατόπιν γεμάτος χαρά, τους δίδαξε την διδασκαλία του Κυρίου και όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με μια φωνή του δήλωσαν, ότι γίνονται Χριστιανοί.

Ξεκίνησαν τότε όλοι μαζί χαρούμενοι και αντί να πάνε στο βασιλιά, πήγαινε στην Αντιόχεια και παρουσιάστηκε στον επίσκοπο Βαβύλα, ο οποίος κατόπιν μαρτύρησε και αγίασε. Χάρηκε βεβαίως εκείνος, όταν έμαθε τα θαυμάσια, που ενήργησε ο Θεός δια του Αγίου. Κατήχησε καλύτερα τους στρατιώτες και τους βάπτισε. Μαζί μ' αυτούς βάπτισε και τον Ρέπροβο, που τον ονόμασε Χριστόφορο, γιατί είχε μεταφέρει κάποτε τον Χριστό στους ώμους του.

Αντιμέτωπος με τον αυτοκράτορα Δέκιο

Οι στρατιώτες όμως δεν θέλησαν να φύγουν. Αλλά ήταν αποφασισμένοι να μαρτυρήσουν για την Πίστη τους. Αυτό τον χαροποίησε τον Άγιο και τους είπε τότε:

- "Δέστε με και να με πάτε δεμένο στον Δέκιο, καθώς σας επρόσταξε".

Οι στρατιώτες δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να δέσουν τον δάσκαλο τους, που τους είχε οδηγήσει στην Αληθινή Πίστη. Αλλά εκείνος επέμενε και τον δέσανε.

Όταν φθάσανε στα ανάκτορα και τον είδε ο Δέκιος να είναι γιγαντόσωμος και γενναίος, φοβήθηκε.

- "Φοβήθηκες, δύστυχε, εμένα τον άνθρωπο;" του είπε ο Χριστοφόρος. "...πως όμως θα υπομείνεις την οργή του Θεού την ώρα της Κρίσεως, όταν θα Τον αντικρίσεις για να δώσεις λόγο στο φοβερό εκείνο Κριτήριο για τα εγκλήματα σου κατά των Χριστιανών και για τις τόσες ψυχές, που έστειλες στη κόλαση, με το να τις εξαναγκάσεις να αρνηθούν τον Χριστό;"

- "Πως ονομάζεσαι;" τον ρώτησε ο τύραννος και συνέχισε "ποιο είναι το γένος σου και η Πίστη σου; Ποια η πατρίδα σου;"

Τον ρωτούσε αυτά με καλοσύνη στην αρχή, γιατί ήθελε να τον κερδίσει.

- "Αυτός καθώς είναι ρωμαλέος και γενναίος άνδρας, θα μπορούσε να είναι πολύτιμος στο στράτευμα μου" σκέφτηκε. Αλλά δεν κατόρθωσε τίποτε.

- "Χριστιανός είμαι" του απάντησε ο Άγιος. 

- "Με λένε Ρέπροβο και τώρα που βαπτίστηκα, ονομάστηκα Χριστοφόρος. Είμαι στρατιώτης του Χριστού, Αυτόν υπηρετώ. Γι' αυτόν αγωνίζομαι και δεν υπακούω ποτέ στα άθεα διατάγματα σου".

- "Κακό όνομα σου έδωσαν. Δεν σε ωφελεί σε τίποτε, δύστυχε" του είπε ο Δέκιος.

- "Κακό είναι το δικό σου όνομα, διότι αγνοείς τον πραγματικό Θεό και προσκυνάς τις πέτρες".

- "Λυπήσου την παλλικαριά σου και θυσίασε στους θεούς. Θα σε φορτώσω με τιμές και θα σε κάνω ιερέα των θεών, αν θέλεις να μην χαθείς άδικα".

- "Θεός φυλάξει" είπε, "...ν' αρνηθώ τον Αληθινό μου Θεό και να προσκυνήσω τα χαμένα είδωλα σου. Φύλαξε τ' αγαθά σου για τον εαυτό σου και τους ομόφρονες σου. Εγώ δεν λυπούμαι το σώμα μου αλλά την ψυχή μου. Γι' αυτό  λατρεύω και προσκυνώ τον Αθάνατο Θεό. Οι δικοί σας θεοί είναι δαίμονες και σαν πλανούν, μέχρις ότου οδηγήσουν τις ψυχές σας στην απώλεια. Μη χάνεις λοιπόν τα λόγια σου και μην ελπίζεις, ότι εγώ θα πιστέψω ποτέ στους ψεύτικους θεούς. Κάνε ότι σκέφτεσαι και χωρίς αναβολή".

Τα πρώτα βασανιστήρια αρχίζουν

Τότε ο Δέκιος έγινε έξω φρενών. Διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο από τις μακριές τρίχες του κεφαλιού του. Να του δέσουν μια μεγάλη πέτρα στα πόδια και να κεντούν με σπαθιά όλο το σώμα του. Ο Άγιος τα υπέμεινε όλα αυτά και κρεμασμένος έλεγε προς τον τύραννο:

- "Δεν σε υπακούω ασεβέστατε, ούτε προσκυνώ τους θεού σου, ούτε υπολογίζω τα βάσανα, όσο φρικτά και αν είναι, γιατί είναι πρόσκαιρα και θα περάσουν. Εσένα όμως, σε περιμένει το πυρ το αιώνιο, που θα κληρονομήσεις με του δαίμονες τους οποίους λατρεύεις".

Οργίστηκε τότε περισσότερο ο βασιλιάς και διέταξε να καίνε τις μασχάλες του με αναμμένες λαμπάδες. Οι άρχοντες που έβλεπαν την ανδρεία του και θαύμασαν το άκαμπτο της γνώμης του, συμβούλεψαν τον Δέκιο να του φερθεί με καλό τρόπο, μήπως και υπακούσει για να τον χρησιμοποιήσουν στους πολέμους.

Όμως όταν τον έλυσαν, ο βασιλιάς τον παρακάλεσε λέγοντας του:

- "Καλέ μου άνθρωπε, γιατί έχεις αγύριστο κεφάλι; Ομολόγησε τους θεούς μας διότι θέλω να σε έχω οδηγό στην άμαξα μου".

- "Γίνε Χριστιανός και ευχαρίστως να με έχεις οδηγό στο πολεμικό σου άρμα και έτσι θα συμβασιλεύσεις με τον Χριστό αιώνια στον Παράδεισο", του απάντησε ο Άγιος.

Οι όμορφες πόρνες

Αφού είδε, λοιπόν, ο βασιλιάς, ότι άδικα κοπιάζε, μεταχειρίσθηκε άλλο σατανικό τρόπο για να ρίξει τον Άγιο στην αμαρτία και να τον απομακρύνει από τον Χριστό. Διάταξε και έφεραν δύο πόρνες, πολύ ωραίες και στολισμένες με πολύτιμα φορέματα και αρώματα ευωδέστατα. Τις έκλεισε μαζί με τον Άγιο μέσα σε ένα βασιλικό δωμάτιο. Τους υποσχέθηκε δε να τους δώσει πολλά χρήματα, αν τελικώς κατόρθωναν να ρίξουν τον Άγιο στην αμαρτία και να προσκυνήσει τα είδωλα.

Μόλις όμως τους έκλεισαν εκεί μέσα, ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε μεγαλόφωνα.

- "Δες Κύριε μου, τι μηχανεύθηκαν για να με κάνουν να αμαρτήσω και να Σε αρνηθώ. Γλύτωσε με Θεέ μου και φύλαξε με άτρωτο. Μη με εγκαταλείψεις, Κύριε, γιατί Συ έχεις την δύναμη και την δόξα εις τους αιώνας".

Σηκώθηκε ο Άγιος και ρώτησε τις γυναίκες, τι θέλανε. Εκείνες φοβήθηκαν. Αλλά ο Άγιος τις ρώτησε με γλυκύτητα. Και εκείνες του είπαν:

- "Μας έστειλε ο βασιλιάς να σε καταφέρουμε να τον υπακούσεις, για να μη σε θανατώσει με φρικτό θάνατο".

- "Εγώ, τους είπε, δεν φοβούμαι αυτό τον πρόσκαιρο θάνατο. Εγώ αγωνίζομαι και ποθώ να βασιλεύω με τον Χριστό αιώνια. Σας συμβουλεύω να Τον πιστέψετε και εσείς. Χαρά σε σας, διότι θα κληρονομήσετε κάθε απόλαυση και θα αγάλλεσθε μετά των Αγίων στον Παράδεισο παντοτεινά".

- "Αν πιστέψουμε στον Χριστό, θα το μάθει ο Δέκιος και θα μας θανατώσει. Αν πάλι δεν πιστέψουμε, τότε τούτος ο άνθρωπος θα μας σκοτώσει αμέσως καθώς είναι χειροδύναμος και άγριος. Καλύτερα λοιπόν να πιστέψουμε στον Χριστό, ο οποίος αν πεθάνουμε γι' αυτόν, θα μας δώσει την αιώνια και αθάνατη ζωή".

Γυρίσανε τότε και είπαν στον Άγιο:

- "Πιστεύουμε στον Χριστό. Παρακάλεσε Τον όμως να μας συγχωρέσει τις πολλές αμαρτίες και να μας δεχθεί".

- "Μήπως...", τις ρώτησε ο Άγιος, "...σκοτώσατε ή μαγέψατε κανένα;"

- "Όχι, Κύριε", του είπαν. "Εμείς μάλιστα, εξαγοράσαμε πολλούς δούλους και πολλούς καταδικασμένους σε θάνατο, με τα χρήματα της πορνείας. Το αμάρτημα μας είναι η πορνεία. Κανένα άλλο κακό δεν επράξαμε".

Τότε ο Άγιος τις σταύρωσε με το χέρι του και προσευχήθηκε ως εξής:

- "Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου τις δούλες Σου Ακυλίνα και Καλλινίκη και κάνε τες πρόβατα της Ποίμνης Σου, για να συναριθμηθούν με τους Αγίους Σου. Συγχώρεσε τες, για όσα εν γνώσει και άγνοια ήμαρτον".

Μετά την προσευχή, τις δίδαξε την Χριστιανική Πίστη. Εν τω μεταξύ δε τις επισκέφθηκε και η Χάρη του Θεού και αισθάνθηκαν ανείπωτη χαρά. Δοξάζανε δε τον Χριστό, που τον γνώρισαν και τον πίστεψαν. 

Το μαρτύριο της Ακυλίνας 

Την επόμενη ημέρα, τις φέρανε μπροστά στον Δέκιο. Εκείνος τις ρώτησε αν είχαν καταφέρει να κάνουν τον Χριστοφόρο να προσκυνήσει τα είδωλα.

- "Εμείς", του αποκρίθηκαν και οι δύο μαζί "πιστέψαμε στο Χριστό, διότι πράγματι είναι ο Αληθινός Θεός και Σωτήρας μας".

- "'Ωστε...". τους λέει έκπληκτος ο Δέκιος, "...σας μάγεψε και σας".

- "Ένας είναι ο Θεός...", του είπε η Ακυλίνα και συνέχισε λέγοντας του:

- "Αυτός, που έκανε τον ουρανό και τη γη και σώζει όσους τον πιστεύουν. Οι θεοί σου είναι κοινές πέτρες και χώμα και δεν μπορούν να σε βοηθήσουν".

Ο Δέκιος τα έχασε. Αναψοκοκκίνησε από το θυμό του και διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και στα πόδια της να δέσουν δυο μεγάλες πέτρες.

Από το βάρος αυτό πήγαινε να κόψει στη μέση το σώμα της. Αισθανόταν φοβερούς πόνους. Γι' αυτό είπε στον Άγιο:

- "Σε παρακαλώ, δούλε του Θεού, προσευχήσου σε μένα γιατί πονώ".

Σήκωσε τότε τα χέρια του ο Άγιος στον ουρανό και είπε:

- "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε την δούλη Σου. Μην επιτρέψεις να βασανιστεί περισσότερο, αλλά παράλαβε εν ειρήνη το πνεύμα της".

Μόλις τελείωσε την προσευχή του, η μάρτυς Ακυλίνα παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού. Ήτανε η 1η Απριλίου του 251 μ.Χ. 

Η συντριβή των ειδώλων από την Καλλινίκη 

Ο τύραννος, στράφηκε τότε προς την Καλλινίκη και της είπε:

- "Βλέπεις τι έπαθε αυτή, επειδή ήταν σκληροκέφαλη και φιλόνικη; Βάλε τουλάχιστον το μυαλό σου να δουλέψει και θυσίασε στους θεούς, αν θέλεις να μην πάθεις τα ίδια και χειρότερα".

Η Καλλινίκη θέλησε να εμπαίξει την θρησκεία τους και τον τύραννο και του είπε:

- "Επειδή, βασιλέα, με διατάζεις πρέπει να υπακούσω στη διαταγή σου. Πηγαίνετε με λοιπόν, στο ναό, για να τιμήσω τους θεούς, όπως πρέπει και όπως είπες".

Ο βασιλιάς την πίστεψε. Νόμιζε, ότι το έλεγε στ' αλήθεια και χάρηκε. Διέταξε λοιπόν ν' απλώσουν τάπητες λευκούς, από το παλάτι μέχρι το ναό των ειδώλων. Οι δορυφόροι του οδηγούσαν την Αγία και πηγαίνανε με χαρά, ραντίζοντας όλο τον δρόμο, με μύρα ευώδη και πολύτιμα.

Όταν φθάσανε μπροστά στον ναό. η Καλλινίκη ρώτησε τους ιερείς των ειδώλων:

- "Ποιος θεός είναι ο μεγαλύτερος;"

Τότε εκείνοι της έδειξαν το είδωλο του Δία.

Η Αγία έπιασε το είδωλο του Δία από το χέρι και είπε:

- "Εάν είσαι θεός, μίλα και πες μου τι να κάνω, διότι εγώ ήλθα να σε υπηρετήσω".

Αφού είδε, ότι δεν αποκρινόταν, του φώναξε δυνατά:

- "Θεέ των ειδωλολατρών μίλησε μου".

Τότε γέλασε και είπε:

- "Αλοίμονο μου την αμαρτωλή, οι θεοί οργίστηκαν εναντίον μου, γιατί τους καταφρόνησα και δεν θέλουν να με συγχωρέσουν. Ή μήπως κοιμούνται και δεν με ακούνε;"

Οι ιερείς ακούγοντας την της είπαν:

- "Μετανόησε με όλη σου την καρδιά, για να σε συγχωρέσουν, γιατί τους αρνήθηκες".

Τότε η μάρτυς έβγαλε τη ζώνη της και έδεσε το άγαλμα. Κοίταξε κατόπιν τον ουρανό και προσευχήθηκε:

- "Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ και Σωτήρα των ψυχών μας, βοήθησε με αυτή την ώρα".

Τράβηξε κατόπιν τη ζώνη της, όσο μπορούσε δυνατά και γκρέμισε κάτω το άγαλμα του Δία και στη συνέχεια του Ηρακλή, μετά του Απόλλωνα και όσα άλλα πρόφθασε, φωνάζοντας:

- "Φύγετε και αφανισθήτε, θεοί των ειδωλολατρών".

Οι ιερείς των ειδώλων λυσάξανε από το καλό τους. Την άρπαξαν, για να μην συντρίψει και τα άλλα αγάλματα. Αυτή όμως τους ενέπαιζε λέγοντας:

- "Μαζέψτε τα κόκκαλα των θεών σας και φέρετε αλάτι και λάδι για να τα γιατρέψετε".

Τότε όλοι οι ιερείς και οι λαϊκοί ειδωλολάτρες πήγαν στο Δέκιο και του είπαν:

- "Αυτή η δαιμονισμένη, βασιλιά, που μας έστειλες, γκρέμισε του θεούς μας και συνέτριψε τους σπουδαιότερους. Εάν δεν προφθάναμε να την δέσουμε, θα μας τους γκρέμιζε όλους".

- "Δεν μου υποσχέθηκες...", είπε οργισμένος ο βασιλιάς, "ότι θα θυσιάσεις στα είδωλα; Πως τόλμησες και τα συνέτριψες;"

- "Εγώ ...", του αποκρίθηκε η Καλλινίκη, θεούς δεν συνέτριψα. Μονάχα πέτρες τσάκισα, για να κτίσετε σπίτια, εάν σας χρειάζονται. Αλοίμονο σας όμως ανόητοι, που ονομάζετε θεούς αυτούς που νικήθηκαν από μία γυναίκα. Αφού δεν μπόρεσαν να φυλάξουν τον εαυτό τους, πως τότε ελπίζετε να βοηθήσουν εσάς;"

Θύμωσε τότε ο τύραννος και διέταξε να την κρεμάσουν σε ένα ικρίωμα, να της μπήξουν δε μια μακριά σούβλα από τις φτέρνες ως τον ώμο και να της κρεμάσουν από τα πόδια δύο μεγάλες πέτρες.

Οι πόνοι της μακαρίας ήταν μεγάλοι και αβάσταχτοι. Παρακάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί να την πάρει ο Θεός. Όπερ και εγένετο. Μετά την προσευχή του Αγίου, η μάρτυς Καλλινίκη παρέδωσε την ψυχή της, λευκή πια από το αίμα του μαρτυρίου στα χέρια του Θεού. 

Ήταν η 2α Απριλίου του 251 μ.Χ. 

Ο Δέκιος γύρισε στον Άγιο και με λύσσα τον έβρισε λέγοντας του:

- "Εσύ, σκυλομούρη, έπρεπε να πεθάνεις και όχι αυτές οι ωραίες γυναίκες, που τις επλάνησες με τις μαγείες σου. Τώρα, λοιπόν, το λες; Θυσιάζεις στους θεούς ή επιμένεις στην κακοκεφαλιά σου;"

- "Πολύ καλά σε είπανε Δέκιο, διότι δέχεσαι την συνεργασία του Σατανά ο οποίος σε έχει σαν δοχείο και όργανο που του κάνει όλα τα θελήματα. Τι θέλεις και με δοκιμάζεις και χάνεις τον καιρό σου; Εγώ σου το είπα τόσες φορές, ότι δεν προσκυνώ τα είδωλα. Ήθελα αν μπορούσα να σε φέρω σε θεογνωσία. Αλλά συ δεν είσαι απλώς άθεος. Είσαι τυφλός και δεν μπορείς να δεις τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Εμπρός λοιπόν, βασάνισε του δικαίους", του απάντησε ο Άγιος. 

Λέγοντας αυτά ο Άγιος, είδε σ' ένα μέρος συγκεντρωμένους στρατιώτες, που είχαν πιστέψει και του είπε:

- "Εμπρός παλικάρια του Χριστού στον αγώνα".

Τότε εκείνοι πετάξανε τις ζώνες τους, τα όπλα τους και τις στολές τους, πήγανε κοντά στον Άγιο και το ασπάζονταν λέγοντας:

- "Σ' ευχαριστούμε, που μας φώτισες και μας οδήγησες στον Χριστό. Πεθαίνουμε και εμείς γι' Αυτόν".

Βλέποντας ο Δέκιος να ασπάζονται τον Άγιο οι στρατιώτες του, φοβήθηκε μήπως ο Χριστοφόρος τον ανατρέψει και του πάρει την βασιλεία, γι' αυτό του είπε:

- "Αναρχικός και επαναστάτης μου έγινες;"

- "Εμείς βασιλιά...", είπαν τότε οι στρατιώτες, "πιστέψαμε στον Χριστό, όταν μας έστειλες να συλλάβουμε το δούλο σου. Εκεί φάγαμε ουρανόσταλτο ψωμί. Αυτή την πίστη δεν την αρνούμαστε, οσαδήποτε βασανιστήρια κι αν υποστούμε".

- "Τι σας έφταιξα, παιδιά μου και με εγκαταλείψατε;..." είπε ο Δέκιος "...Μήπως σας έλειψαν τα άλογα, τα ρούχα, τα χρήματα; Ελάτε σας παρακαλώ και θα σας δώσω διπλό μισθό. Μη με αφήνετε".

- "Έχε τα πλούτη σου να τα χαίρεσαι ...", του είπαν, "...εμείς ούτε τα καλά σου έχουμε ανάγκη, ούτε τις τιμωρίες σου φοβόμαστε".

Τότε ο Δέκιος φοβήθηκε μήπως το παράδειγμα τους, το μιμηθούν και άλλοι και επιστρέψουν στον Χριστό. Γι' αυτό διέταξε και τους αποκεφάλισαν έξω από την πόλη. Τα δε λείψανα τους τα έριξε μέσα σε ένα καμίνι για να καούν. Αλλά η φωτιά δεν τα άγγιζε καθόλου. Οι ευσεβείς τα παραλάβανε την νύχτα κρυφά και τα θάψανε, με μεγάλη ευλάβεια. Ήταν η 7ή Απριλίου του 251 μ.Χ. 

Πιστεύουν χίλιοι άπιστοι 

Κατόπιν ο Δέκιος φυλάκισε τον Άγιο και ύστερα από μερικές ημέρες τον οδήγησαν και πάλι μπροστά του. 

- "Άκουσε ανόητε. Εάν δεν με ακούσεις και δεν προσκυνήσεις τους θεούς, θα σε αφανίσω με μύρια βάσανα. Δεν περιμένω ούτε λεπτό πια".

- "Μη με φοβερίζεις, γιε του διαβόλου και κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως...", του είπε ο Άγιος ενώ συνέχισε λέγοντας του:

- "Έχω βοηθό τον αληθινό Θεό και δεν φοβάμαι τις τιμωρίες σου".

Τότε ο Δέκιος έγινε έξω φρενών και διέταξε να βάλουν τον Χριστόφορο να καθίσει πάνω σ' ένα χάλκινο κάθισμα. Κάτω από το κάθισμα βάλανε ξύλα και ρίξανε επάνω τους είκοσι στάμνες λάδι. Έπειτα ανάψανε μετά από διαταγή του την φωτιά. Οι φλόγες κυκλώσανε τον Άγιο και ανέβαιναν ψηλά. Ο Άγιος αισθανόταν σαν να ήταν σε τόπο δροσερό και ευχάριστο. Ύστερα από αρκετή ώρα έσβησε η φωτιά και ο Άγιος βγήκε τελείως υγιής και σώος. Ούτε μία τρίχα της κεφαλής του δεν κάηκε ούτε τα ρούχα του έπαθαν τίποτα. 

Βλέποντας αυτό το θαύμα οι παρευρισκόμενοι, πίστεψαν στο Χριστό. Ήταν περίπου χίλιοι άνθρωποι. Και όλοι εκείνοι βροντοφωνάζανε:

- ¨Πιστεύουμε και εμείς στον Χριστό. Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών. Βοήθησε μας Βασιλέα Ουτάνιε..." και πέφτοντας στα πόδια του μάρτυρα λέγανε, '...δικαίως σε ονομάσανε Χριστοφόρο, γιατί έχεις τον Χριστό μέσα στην καρδιά σου και δεν δειλιάζεις διόλου στις τιμωρίες του τυράννου"

Φωνάζανε κατόπιν με θάρρος και στον βασιλιά Δέκιο:

- "Ντροπή σου άρχοντα Δέκιε. Ντροπή σου. Τίποτε δεν μπορείς να κάνεις. Ο πανίσχυρος Θεός των Χριστιανών σε νίκησε".

Βλέποντας ο Δέκιος τον ενθουσιασμό και την αναταραχή του λαού, φοβήθηκε, Έτρεξε ανάμεσα από τον επαναστατημένο λαό και κρύφτηκε στ' ανάκτορα του.

Έτσι ο Άγιος, ελεύθερος πλέον, έμεινε στην αγορά και άρχισε να μιλάει στο λαό, σ' εκείνους που είχαν πιστέψει. Στερέωνε έτσι με τα λόγια του τον κόσμο στην αληθινή πίστη του Χριστού. Οι ειδωλολάτρες τότε πήγαν στα ανάκτορα, στον βασιλιά και απαίτησαν να θανατώσει τον Άγιο.

- "Αν τον αφήσεις..." του είπαν, "...κινδυνεύει η βασιλεία σου".

Πράγματι, την άλλη μέρα, που είχαν μεγάλη γιορτή οι ειδωλολάτρες, ο αυτοκράτορας κάθησε στο βήμα κι έδωσε διαταγή σε μεγάλο στρατιωτικό τμήμα, να συλλάβει τους Χριστιανούς και να τους αποκεφαλίσει. 

Ο Χριστοφόρος του έδινε θάρρος.

- "Μη δειλιάσετε, στον πρόσκαιρο θάνατο, Μόνο έτσι θα ζείτε αιώνια στον Παράδεισο".

Εκείνοι ακούγοντας τους λόγους του με χαρά δέχθηκαν τον θάνατο. Ήταν η 9η Απριλίου του 251 μ.Χ. 

Ο Δέκιος έπειτα από αυτά σκεφτόταν διάφορους τρόπους για να θανατώσει τον Μάρτυρα. Διέταξε λοιπόν, να δέσουν στο λαιμό του Άγιου μια μεγάλη πέτρα. Έπειτα τον δέσανε χειροπόδαρα και τον πετάξανε σε ένα βαθύ πηγάδι. Πιστεύανε πως αυτό θα ήταν και το τέλος του Άγιου.

Ο Θεός όμως δεν άφησε τον δούλο του. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στο πηγάδι και τον έβγαλε ζωντανό κι' αβλαβή. Μόλις τον είδε ο Δέκιος δαιμονίστηκε από το κακό του. Έξαλλος στριφογύριζε και μονολογούσε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Τον ντρόπιαζε σαν αυτοκράτορα, σαν εξουσία. Απευθύνεται έπειτα στον Άγιο και του λέει:

- "Φθάνει πια. Ως πότε τέλος πάντων θα αμύνεσαι με τις μαγείες σου; Ως πότε θα αντέχεις στα βασανιστήρια;"

- "Μέχρις ότου τελειώσω αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με την δύναμη του Θεού, θα αντέχω στα βασανιστήρια και θα σε περιφρονώ".

Τότε ο τύραννος σκέφτηκε άλλο σατανικό μαρτύριο. Διέταξε να φτιάξουν ένα χάλκινο ένδυμα. Αυτό το πήρανε και το βάλανε στη φωτιά. Όταν το μέταλλο έγινε κατακόκκινο, του το φόρεσαν και περίμεναν να καεί.

Θαύμα όμως μεγάλο έγινε. Η φωτιά του πυρωμένου χαλκού δεν το άγγιξε καθόλου . Τον άφησε σώο και αβλαβή. 

Ο αυτοκράτορας έγινε έξω φρενών, αλλά συνέχισε να τον παρακινεί, για να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος με σταθερότητα του επαναλάμβανε:

- "Το είπα και το διακήρυξα. Το άκουσες τόσες φορές. Το ξέρεις καλά ότι δεν αλλάζω γνώμη. Γιατί επιμένεις; Δεν πρόκειται να γονατίσω στα είδωλα. Γιατί λοιπόν κοπιάζεις και χάνεις άδικα τον καιρό σου; Εγώ, βασιλιά, μόνο τον Θεό μου προσκυνώ. Κάνε λοιπόν ότι θέλεις".

Αφού είδε ο Δέκιος την σταθερή πίστη του Άγιου τρέμοντας από οργή, βροντοφώναξε την θανατική καταδίκη του Μάρτυρα:

- "Εγώ ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, διατάσσω να αποκεφαλιστεί ο δυστιμώρητος και άχρηστος αυτός Χριστιανός, γιατί καταφρόνησε τα προστάγματά μου". 

Ο Αποκεφαλισμός του Άγιου 

Τον πήραν τότε οι δήμιοι, και τον οδήγησαν στον τόπο της τελείωσης. Ο κόσμος έφθασε ως τον τόπο, όπου επρόκειτο ν' αποκεφαλιστεί ο Άγιος.

Εκεί ο Μάρτυρας του Χριστού ζήτησε από τον δήμιο να σεβασθεί την τελευταία του επιθυμία και να του δώσει την άδεια να προσευχηθεί.

Η άδεια του δόθηκε. Και αμέσως σε μια ατμόσφαιρα νεκρικής σιγής, ενώ όλοι τον ακούγανε με κατανυκτική συγκίνηση, ο Άγιος προσευχήθηκε:

- "Κύριε, Θεέ μου, Παντοκράτορα, Σ' ευχαριστώ που σε όλα και με όλα με βοήθησες. Ντρόπιασες τον εχθρό μου τον διάβολο και τους υπηρέτες του. Τώρα Πανάγαθε Θεέ, που ήρθε η στιγμή του τέλους της επίγειας ζωής μου, σε παρακαλώ βοήθησε με. Δέξου ειρηνικά το πνεύμα μου. Κατάταξε με στους ευτελέστερους δούλους σου. Τον άδικο Δέκιο κρίνε τον κατά τα έργα της ασέβειας του. Η τιμωρία του θα είναι δίκαιη και οι δαίμονες θα τον κυριαρχούν και θα του κατατρώγουν τις σάρκες, μέχρις ότου αφανισθεί. Σε παρακαλώ ακόμη Θεέ μου, να βοηθήσεις τους Χριστιανούς και να τους απαλλάξεις από τους σκανδαλισμούς του διαβόλου. Πολυεύσπλαγχνε Κύριε δώσε την Χάρη Σου στο σώμα μου να διώχνει τους δαίμονες, όπου βρεθεί μέρος από το λείψανο μου. Δώσε την Χάρη σου Κύριε, ώστε να μην συμβεί ποτέ πείνα, καταστροφή από χαλάζι και από ότι άλλο κακό, εκεί όπου θα υπάρχει έστω κι ένα μικρό μέρος από το λείψανο μου. Φύλαγε Κύριε, από κάθε κακό, σώους, γερούς και ανέγγιχτους εκείνους που γιορτάζουν την μνήμη του Μαρτυρίου μου. Έτσι θα δοξάζεται το όνομα Σου το ευλογημένο στους αιώνες".

Κι ενώ έτσι τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, ήρθε φωνή από τον Ουρανό σαν απάντηση, που έλεγε:

- "Όλα όσα μου ζήτησες τα εκπληρώνω, για να χαρείς. Σου λέγω όμως και κάτι παραπάνω. Εάν κάποιος με ζητήσει σε βοήθεια του στην προσευχή του και θυμηθεί το όνομα σου, αμέσως, πολύ γρήγορα θα έχει την βοήθεια μου. Έλα λοιπόν σε περιμένω. Έλα να χαρείς τώρα την μεγάλη κι ασύγκριτη χαρά, που σου ετοίμασα. Πάλεψες, υπέφερες, αγωνίστηκες και νίκησες. Το στεφάνι της νίκης, που σε προσμένει είναι βαρύτιμο".

Μόλις άκουσε αυτά ο Άγιος πλημμύρισε από χαρά και ευτυχία. Με μάτια, που αστράφτανε από λάμψη ουράνια, κοίταξε τον δήμιο με καλοσύνη και του είπε:

- "Κάνε, παιδί μου, εκείνο που σε προστάξανε".

Ο δήμιος με ανάμικτα αισθήματα, πλησίασε ευλαβικά τον Άγιο και έπειτα τρέμοντας, τον αποκεφάλισε. Έτσι εξετέλεσε μία διαταγή, στην οποία ο ίδιος δεν συμφωνούσε. 

Έπειτα ο δυστυχισμένος εκείνος, χωρίς να  ξέρει τι κάνει, μέσα στην πλημμύρα του αίματος του Μάρτυρος, έχοντας τύψεις γι' αυτό που έκανε, σφάχτηκε μόνος του και πέθανε πάνω στο τιμημένο αίμα του Αγίου.

Ήταν μέρα ανοιξιάτικη. Λουλούδιαζε ο κάμπος από πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Κι' ανάμεσα σ' αυτά έτρεχε το αγνό κι αθώο αίμα του Μαρτυρικού Αγίου Χριστοφόρου. Ήταν η 9η Μαϊου του 251 μ.Χ.

Μετά την αποκεφάλιση του, προσήλθε ο Επίσκοπος Ατταλείας Πέτρος, ο οποίος αφού έδωσε μερικά αργυρά νομίσματα στους φρουρούς και στο εκτελεστικό απόσπασμα, κατόρθωσε να πάρει το σώμα του Μάρτυρα. Το τύλιξε σε καθαρά σεντόνια με αρώματα και το μετέφερε στην πόλη. 

Εκεί κοντά ήταν ένας ποταμός, ο οποίος πολλές φορές ξεχείλιζε κι έφερνε μεγάλη καταστροφή στην παραγωγή. Στην όχθη εκείνου του ποταμού εναπόθεσε ο Επίσκοπος το λείψανο του Αγίου Χριστοφόρου. Από τότε ο ποταμός ποτέ δεν έβλαψε την πόλη και τα κτήματα τους. 

Το τρομερό τέλος του Αυτοκράτορα Δέκιου 

Και η τιμωρία του βάρβαρου κι αιμοδιψούς άρχοντα δεν άργησε να φανερωθεί. Αρρώστια φοβερή και τομερή κτύπησε τον Δέκιο. Το σώμα του άρχισε να διαλύεται, όπως είπε στην προσευχή του ο Άγιος. Η ψυχή του όμως δεν έβγαινε. Βασανιζόταν και χτυπιόταν. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία πουθενά.

Κατάλαβε ότι βασανίζεται, για τα όσα φοβερά και απερίγραπτα έκανε στους Χριστιανούς και για το σκληρό Μαρτύριο, στο οποίο υπέβαλλε τον Άγιο Χριστόφορο.

Προσπαθεί λοιπόν να βρει κάτι από το λείωανο του, να το ρίζει πάνω του για να ξεψυχήσει. Και η βασίλισσα του έλεγε: 

- "Εγώ σου έλεγα να φυλαχτείς. Να μην τα βάλεις με Άγιους ανθρώπους. Αλλά εσύ δεν με άκουγες".

Ο Δέκιος βασανιζόμενος στον πόνο του, φώναζε στους στρατιώτες του λέγοντας:

- "Τρέξτε όλοι σας. Ψάξτε για το λείψανο του Χριστόφορου. Βρέστε μου κομμάτι από τα ρούχα του ή χώμα από τον τάφο του. Τρέξτε. Υποφέρω. Βασανίζομαι. Λιώνω ζωντανός".

Οι στρατιώτες τρέξανε βεβαίως παντού. Αλλά δεν βρήκανε τίποτα. Πήγανε κατόπιν και πήρανε χώμα από εκεί, αποκεφαλίστηκε ο Άγιος. Εκεί δηλαδή που χύθηκε το αίμα του.

Λίγο από το χώμα αυτό το ρίξανε μέσα στο νερό. Από το νερό αυτό ήπιε ο αιμοδιψής τύραννος και πέθανε. Και η τιμωρία αυτή του Δέκιου ήταν μια μικρή προκαταβολή από την αιώνια τιμωρία που τον περίμενε. 

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Χριστοφόρου στο Αγρίνιο

Ο Άγιος Χριστοφόρος είναι πολιούχος και προστάτης του Αγρινίου. Υπάρχουν δύο ιεροί Χαοί αφιερωμένοι στο όνομα του στην πόλη του Αγρινίου. Ο Παλαιός Ναός του Αγίου Χριστοφόρου ιδρύθηκε το 1846, ενώ ο νέος Ναός θεμελιώθηκε το 1920 και εγκαινιάστηκε το 1937. Η ιδέα για την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου ναού, μέσα στην πόλη του Αγρινίου, ήταν του μακαριστού Αγίου γέροντος π. Αποστόλου Φαφούτη. Με αυτόν τον πόθο στη καρδιά ξεκίνησε ο π. Απόστολος το 1920. Το σκέφτηκε, το μελέτησε όσο μπορούσε, το είπε στους συνεργάτες του και προχώρησε. Χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου. Ήταν όμως δυνατή η πίστη. Παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις γράφτηκαν επιστολές, έτρεξαν επιτροπές, προτάθηκε το χέρι... Έτσι ο Νέος Ναός του Αγίου Χριστοφόρου, έχει σήμερα αυτή την όμορφη ιστορία. Πόνους και δάκρυα και αγώνες του π. Αποστόλου και όλων των Αγρινιωτών μαρτυρούν κάθε γωνιά του Ναού. Το έτος 1937 έγιναν τα εγκαίνια του.