Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος: Σύντομη βιογραφία και εισαγωγικά σχόλια
- Hits: 5336
- Εκτύπωση
Σύντομη βιογραφία και εισαγωγικά σχόλια
Σύντομη βιογραφία: Ο αγιότατος πατέρας μας Συμεών, ο οποίος για το θεόσδοτο χάρισμα της θεολογίας που έλαβε, επονομάστηκε Νέος Θεολόγος, έζησε στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, γύρω στο 1000 μ.Χ. Υπήρξε μαθητής του Συμεών που επονομαζόταν Ευλαβής, από τον οποίο γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνες. Και έφτασε σε τόσο ύψος αρετής και απάθειας, και αξιώθηκε να λάβει τόσο πλούσια τη θεία χάρη, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να γράψει κανείς τα σχετικά με αυτόν, όπως εξιστορεί διεξοδικότατα η μακροσκελής βιογραφία του.
Γιατί αφού δέχθηκε μέσα του όλη, μπορούμε να πούμε, τη δύναμη του Παρακλήτου και έγινε δοχείο των ελλάμψεών Του, αναδείχθηκε πηγή θεολογίας, κατάλυμα θείου φωτισμού, τερπνότατο κατοικητήριο ανέκφραστων μυστηρίων, και γενικά, οίκος πνευματικής σοφίας και θείας γνώσεως. Από αυτήν φωτιζόμενος, συνέθεσε κάθε λογής συγγράμματα, έμμετρα και πεζά, σε μεγάλο αριθμό και γεμάτα πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια.
Από τα έργα του διαλέξαμε και συμπεριλάβαμε μόνο αυτά που ακολουθούν, και αυτά που είναι στο τέλος της Φιλοκαλίας, μεταφρασμένα για την ωφέλεια των πολλών. Γιατί απ' αυτά ξεχύνεται πολλή και άφθονη ωφέλεια στους αναγνώστες.
* * *
Εισαγωγικά σχόλια: Ο αυθεντικότερος ερμηνευτής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου είναι ο μακαρίτης ιεράρχης της Ρωσικής Εκκλησίας Βασίλειος Κριβοσέϊν ( + 1985), παλαιός αγιορείτης. Στο τελευταίο έργο του, το συνθετικότερο, «Μέσα στο φως του Χριστού», αναφέρει οτι ο άγιος «αρχίζει να γίνεται γνωστός στη Δύση, χωρίς βέβαια να είναι τόσο επίκαιρος όσο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τα έργα του, που είναι πιο ευκολοδιάβαστα, αλλά που δυσκολότερα αφομοιώνονται, εκδόθηκαν τελευταία σε εννέα τόμους στη σειρά «Sources Chretiennes». Γίνονται έτσι προσιτά για πρώτη φορά στο αυθεντικό πρωτότυπο κείμενό τους. Τα έργα του Συμεών έγιναν αντικείμενο μελέτης σε μοναστικά περιβάλλοντα, καθολικά ειδικότερα, προξενώντας σ' άλλους το θαυμασμό, σκανδαλίζοντας άλλους, που τα βρήκαν ακατάλληλα σαν αναγνώσματα σε τράπεζες καλογραιών. Γενικά το ευρύ κοινό αισθάνθηκε κάπως χαμένο μέσα σ' αυτούς τους τόμους».
Συνεχίζοντας τις γενικές κρίσεις του, ο π. Βασίλειος, γράφει: «Όσο για τον ορθόδοξο κόσμο, που αγαπά τους Πατέρες, αλλά που δεν τους διαβάζει πολυ, ο Συμεών αγνοημένος από την επίσημη θεολογία —θα προσέθετα και παρανοημένος ως "νοσηρός μυστικιστής" και "παράδοξος", αν όχι "αιρετικός"— δεν ξεχάστηκε ποτέ εντελώς χάρη στα μοναστικά περιβάλλοντα, πρώτιστα στο Άγιον Όρος και ακόμη στη Ρωσία... Η επιφυλακτικότητα απέναντι στο Συμεών είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στην ορθόδοξη ιεραρχία και ακόμη περισσότερο στους καθηγητές της θεολογίας».
Πράγματι οι αγιορείτες διάβαζαν τα «Άπαντα» του αγίου Συμεών από τη μετάφραση του Διονυσίου Ζαγοραίου, που παρ' όλη την επέμβαση του αγίου Νικοδήμου, για τη βελτίωσή της, δεν μπόρεσε ν' απαλλαγεί από αρκετά λάθη. Οι ανθολόγοι όμως της Φιλοκαλίας, αποβλέποντες στο να παρουσιάσουν την πνευματική ποικιλία στην ουσιαστική τους ενότητα των ασκητικών και μυστικών Πατέρων και να δώσουν τη δυνατότητα στους ορθοδόξους να πάρουν κάποια γεύση, επέλεξαν τα παρόντα Πρακτικά και Θεολογικά Κεφάλαια. Και αυτό το έκαναν με πολλή σοφία, ώστε, μυούμενος ο μοναχός ή ο λαϊκός στα μυστήρια των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, να γνωρίζει ότι η οποιασδήποτε μορφής χάρη, δεν δίδεται αν δεν προηγηθούν αγώνες ασκητικοί για κάθαρση της ψυχής.
Όπως σε όλους τους αγίους Πατέρες, έτσι και στον θείο Συμεών, η αφετηρία του βίου του ήταν ασκητική και τα παρατιθέμενα Κεφάλαια αποτελούν υποδείξεις ασκητικής αγωγής με αποκορύφωμα τη θεολογία και το θείο φωτισμό. Αποτελεί πλεονασμό να υπενθυμίσει κανείς την αδιάρρηκτη σχέση που υπάρχει μεταξύ Πράξεως και Θεωρίας και επομένως μεταξύ πνευματικής ζωής και θεολογίας.
Ο βίος του αγίου Συμεών παρουσιάζει μια πρωτοτυπία. Και αυτή συνίσταται στο γεγονός, ότι σε νεαρά ηλικία δέχτηκε δύο φορές ολόλαμπρη έλλαμψη του Πνεύματος. Η νηφάλια μέθη της θεοφάνειας αυτής, με τη μορφή του ακτίστου φωτός, προδιέγραψε την αιδέσιμη βιοτή του και διεμόρφωσε τη θεολογική του συνείδηση. Αυτό το θείο φως του τραυμάτισε ερωτικά την καρδιά για τον τριαδικό Θεό εν Χριστώ Ιησού. Και γι' αυτό δεν μπορούσε τίποτε να του παρηγορήσει την ψυχή πλην των φωτοφανειών, και μη δυνάμενος να εννοήσει πνευματική ζωή χωρίς τις διά φωτός ενέργειες του Πνεύματος, έκλαιε απαράκλητα.
Ολόκληρη η διδασκαλία του, στους Λόγους, στις Κατηχήσεις και στους Ύμνους θείου έρωτος, παρουσιάζει σαν μέτρο πνευματικότητος την αγάπη, τις ελλάμψεις και την κτήση του αγίου Πνεύματος. Όσο και αν τα κριτήρια του αγίου Συμεών διακρίνονται για την προσωπική του ιδιοτυπία —που γι' αυτό το λόγο η ακαδημαϊκή θεολογία εμφανίζεται επιφυλακτική— όμως στο βάθος ανακαλύπτεται η εναρμόνισή του με την πνευματική παράδοση των Αγίων. Αλλά και η περιγραφή των θείων ερώτων του, με τους εξωτερικούς τύπους και τα αισθητά σχήματα, με τους ασπασμούς και τους εναγκαλισμούς, με τις ρεαλιστικές σκηνές και τις, κατά το φαινόμενο, συναισθηματικές αλλοιώσεις, —ενώ πρόκειται για καθαρές ενέργειες του Πνεύματος—, απλώς πιστοποιούν τον ιδιόμορφον εκδηλωτικό χαρακτήρα του, που το θείο Πνεύμα άφησεν άθικτο, αφού, σεβόμενο την ελεύθερη προσωπικότητα, ενεργεί «κατά την υποκείμενη διάθεση στην ψυχή», κατά τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή.
Για την αποσαφήνιση του φαινομένου —δηλαδή των εκφράσεων του αγιωτάτου Συμεών, που «σκανδαλίζουν»— θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι Άγιοι είχαν δεχθεί φωτοφάνειες, αποκαλύψεις και ποικίλα ενεργήματα του Θεού, αλλά από την ιδιοτυπία τους και τις φροντίδες, θεολογικές και ποιμαντικές, άφηναν συνεσκιασμένα να διαφανούν οι τρώσεις της καρδιάς των, από το «αφόρητον κέντρον» του θείου έρωτος και των ακτίστων ελλάμψεών των. Ενώ ο άγιος Συμεών, ως ιερομόναχος, παραδομένος στην προσευχή και τις πνευματικές θεωρίες με τις διαδεχόμενες θείες εμφάνειες, μη έχοντας ευρύτερες μέριμνες ποιμαντικές, πλην του μικρού ποιμνίου του, ήταν επόμενο να του γίνει ο Χριστός «σαν φως σε κρύσταλλο και σαν φωτιά σε σίδερο», δηλαδή τελείως αδιάστατος από τη μνήμη, από την ψυχή και την «τετρωμένη αγάπης» καρδιά του.
Τα 154 Κεφάλαια είναι, κατά τους συλλέκτες των, «πλείστης όσης ωφελείας ανάπλεα», περιστρεφόμενα στην ασκητικήν αγωγή και στη θεολογία, που αναβλύζει από την θεοκίνητη καρδιά και απευθύνονται κυρίως στους μοναχούς, αλλά ενδείκνυνται και για λαϊκούς, αφού ο ίδιος ως λαϊκός δέχθηκε την πρώτη θεοφάνεια. Δίνει δε ιδιαίτερη σημασία στη συμπεριφορά των μοναχών έναντι των αδελφών των, συνιστά προσοχή στις αναστροφές και επισημαίνει τον κίνδυνο της θείας Κοινωνίας χωρίς αγάπη και χωρίς δάκρυα. Ο ίδιος ήταν τόσο καθαρός ως ιερεύς, ώστε δεν λειτουργούσε αν δεν έβλεπε το Άγιο Πνεύμα, αυτό το ίδιο που είδε κατά την χειροτονία του, «απλούν μέν και ανείδεον, πλην ως φως» και του έλεγε μυστικώς: «εγώ επιφοιτώ στους Προφήτες και Αποστόλους και στους τωρινούς εκλεκτούς και Αγίους του Θεού»!
Ως προς την προσευχή, είναι φανερόν ότι, ο άγιος Συμεών δέχεται κάθε προσευχή ως ωφέλιμη, που αναβλύζει από ταπείνωση και αγάπη. Στην εποχή του, ενώ η μονολόγιστη ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ... ελέησόν με» ήτο εν χρήσει και ο ίδιος την έλεγε, αφού έχει ευαγγελική και αποστολική προέλευση, όμως ουδέποτε εδίδαξε την ψυχοτεχνική και ψυχοσωματική μέθοδο, όπως καταφαίνεται από τον Βίο του και απ' όλα τα έργα του. Και ο «Λόγος περί των τριών τρόπων της προσευχής» , που ευρίσκεται στο τέλος του ε' τόμου της Φιλοκαλίας, δεν ανήκει στον άγιο Συμεών. Με την άποψη αυτή, για πολλούς λόγους, συμφωνούν όλοι οι μελετητές των έργων του Αγίου Πατέρα, και κυρίως ο εμβριθέστερος και Συμεωνικότερος όλων μακαρίτης ρώσος Βασίλειος. Γι' αυτό και έχει λεχθεί προσφυώς, ότι «ο Συμεών δεν γράφει για την προσευχή, αλλά προσεύχεται». Αλλά θα προσθέσει ο Κριβοσέϊν, ότι «ο Συμεών γράφει πολλά για την προσευχή, αλλά όχι με συστηματικό τρόπο», δηλαδή ποτέ δεν δίδαξε τον ψυχοτεχνικό τρόπο, που άλλωστε είναι μεταγενέστερη επινόηση, που ανήκει στο Νικηφόρο μονάζοντα, τον «εξ Ιταλών». Πάντως τα 154 Κεφάλαια ανήκουν στη μακρά ασκητική παράδοση, αλλά έχουν τη σφραγίδα της Συμεωνικής εμπειρίας.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 9-12)