ΨΑΛΜΟΣ 142 - ΚΥΡΙΕ, ΣΕ ΔΙΚΗ ΜΗ ΜΕ ΦΕΡΕΙΣ!
Τῷ Δαυΐδ, ὅτε κατεδίωκεν αὐτὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.
1 Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου·
1 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Ακουσε την ικετευτικήν παράκλησίν μου εν ονόματι της φιλαληθείας σου και των υποσχέσεων, που μας έχεις δώσει. Εισάκουσόν μου εν ονόματι της δικαιοσύνης σου, η οποία απαιτεί την προστασίαν του κάθε αθώου.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, άκουσε την προσευχή μου, δώσε την προσοχή σου στην ικεσία μου! Με την πιστότητά σου απάντησέ μου, μες στη δικαιοσύνη σου.
2 καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.
2 Μη θελήσης όμως να προβής εις λεπτομερή εξέτασιν της ζωής εμού του δούλου σου, διότι κανείς από τους ζώντας ανθρώπους επί της γης δεν θα ευρεθή τελείως αθώος και αναμάρτητος ενώπιόν σου.
2 Σε δίκη μη θελήσεις να με φέρεις, γιατί κανένας ζωντανός δεν είναι δίκαιος μπροστά σου.
3 ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος·
3 Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, το δίκαιον αίτημά μου, διότι εχθρός αδίστακτος με καταδιώκει ζητών να μου αφαιρέση την ζωήν. Με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, με εξηυτέλισε, με έχει καθίσει στο χείλος του τάφου. Με έχει οδηγήσει στο στόμα του σκοτεινού άδου, όπου ευρίσκονται οι από αρχαιότατα χρόνια νεκροί.
3 Τη ζωή μου την κατάτρεξε ο εχθρός, και μ’ έριξε πάνω στη γη να με ποδοπατήσει· με κάθισε στα σκοτεινά καθώς αυτοί που ’ναι νεκροί από χρόνια.
4 καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου.
4 Από τας βαρείας αυτάς θλίψεις έχει καταληφθή από αθυμίαν το πνεύμα μου. Η καρδία μου εντός μου συνεχώς ταράσσεται.
4 Κι εγώ λιγοψυχώ, μέσα μου συνταράζεται η καρδιά μου.
5 ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.
5 Εις αυτήν την πολυώδυνον κατάστασιν ευρισκόμενος ενεθυμήθην παλαιάς ημέρας ειρήνης και ασφαλείας. Εβύθισα την σκέψιν μου εις τα έργα της ιδικής σου προστασίας, εμελέτησα καλώς τα έργα των χειρών σου.
5 Θυμάμαι τις παλιές τις μέρες, πάνω σ’ όλα τα έργα σου στοχάζομαι και συλλογίζομαι τα όσα έχεις φτιάξει.
6 διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. (διάψαλμα).
6 Από την μελέτην αυτήν τονωθείς εις την πίστιν και την ελπίδα προς σέ, ύψωσα ικετευτικάς τας χείράς μου προς σε και η ψυχή μου, ωσάν γη κατάξηρος, εζήτησε δρόσον και αναψυχήν από σέ.
6 Σ’ εσένα υψώνω τα χέρια μου· σαν διψασμένη γη η ψυχή μου σ’ εσένα στρέφεται. (Διάψαλμα)
7 ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
7 Οσον το δυνατόν ταχύτερον κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Απέκαμα πλέον, ωλιγοψύχησε και κινδυνεύει να σβήση το πνεύμα μου. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Διότι τότε θα ομοιάσω πλέον με τους νεκρούς, οι οποίοι κατεβαίνουν οριστικώς εις τον τάφον.
7 Σύντομα δώσ’ μου, Κύριε, απόκριση, χάνεται η πνοή μου· μην κρύβεις από μένα την παρουσία σου και γίνω όμοιος μ’ αυτούς που κατεβαίνουνε στον τάφο.
8 ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου·
8 Ευδόκησε, Κυριε, να ακούσω και να αισθανθώ λίαν πρωϊ, συντόμως, το έλεός σου, διότι εγώ εις σε μόνον έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. Καμε γνωστήν εις εμέ, Κυριε, την οδόν, το άγιόν σου θέλημα, σύμφωνα προς το οποίον να ρυθμίσω την πορείαν της ζωής μου. Διότι προς σέε υψώνω και παραδίδω ολόκληρον την ψυχήν μου.
8 Απ’ το πρωί κάνε να νιώσω την αγάπη σου, γιατί σ’ εσένα ελπίζω· μάθε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να πορεύομαι, γιατί σ’ εσένα τη ζωή μου εμπιστεύτηκα.
9 ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον.
9 Βγάλε με και ελευθέρωσέ με, Κυριε, από τους εχθρούς μου, διότι εγώ προς σε απ' αρχής και μέχρι σήμερον καταφεύγω.
9 Λευτέρωσέ με απ’ τους εχθρούς μου, Κύριε· κατέφυγα σ’ εσένα.
10 δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ.
10 Διδαξέ με, ποίον είναι το θέλημά σου και δος μου την αγαθήν διάθεσιν να το εφαρμόζω πάντοτε, διότι συ είσαι ο Θεός μου. Το Πνεύμά σου το αγαθόν αυτό θα με οδηγήση εις την ευθείαν και ευάρεστον εις σε οδόν.
10 Δίδαξέ με να κάνω αυτό που θέλεις, γιατί ο Θεός μου είσ’ εσύ· με αγαθοσύνη ας με καθοδηγεί το Πνεύμα σου στο δρόμο το σωστό.
11 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου·
11 Ενεκεν του ονόματός σου, που σημαίνει έλεος και αγάπην, θα περιφρουρήσης και θα παρατείνης την ζωήν μου. Εν τη δικαιοσύνη σου θα βγάλης την ψυχήν μου από την βαρείαν θλίψιν, που οι εχθροί μου έχουν επιφέρει.
11 Όπως μου υποσχέθηκες, Κύριε, δώσε μου τη ζωή· χάρη στη δικαιοσύνη σου, βγάλε με από τη θλίψη.
12 καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.
12 Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος.
12 Απ’ την αγάπη σου για μένα θα εξολοθρέψεις τους εχθρούς μου και θα εξοντώσεις όλους που με θλίβουνε, γιατί σου είμαι αφοσιωμένος.
Ερμηνείες Ψαλμού
α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου μόνου καί σέ δυσκολία.
α2 Γιά ὅλους τούς κατατρεγμένους.
Γιά νά φύγεη ἡ διχόνοια καί νά ἔρθη ἡ ὁμόνοια.
β Ὅταν διώκεσαι καί κρύπτεσαι νά μήν ταραχθῆς.
γ Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός τήν μητέρα στόν καιρό τῆς ἐγκυμοσύνης νά μήν ἀποβάλλη.
στ Πρωϊνή δέηση καί ἱκεσία πρός τόν Κύριο, ὅπου ζητεῖται ὁ φωτισμός καί ἡ καθοδήγηση, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ προστασία ἀπό ἐχθρούς ἰσχυρούς.
θ "Ἐν καταστἀσει μετανοίας περί πραχθεισῶν ἁμαρτιῶν".
"Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.