fbpx

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Μετάφρασις: Παντελεήμονος Καρανικόλα
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ από το 1986

02. σελ. 18-29

Published in Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητού

Δυστυχώς το αρχείο ήχου δεν ειναι διαθέσιμο


Ο γερο - μοναχός μου τα εξήγησε όλα αυτά με λόγια και με παραδείγματα. Έπειτα εδιαβάσαμε απ' την «Φιλοκαλία» σελίδες του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του αγίου Καλλίστου, του αγίου Ιγνατίου, και ο,τι εδιάβαζαμε μου το εξηγούσε ο γέροντας με δικά του λόγια. Άκουγα με προσοχή και με μεγάλην ευχαρίστησι και προσπαθούσα να τα χαράξω στο μυαλό μου, για να μπορώ να θυμούμαι και την πιό μικρή λεπτομέρειά τους. Έτσι επεράσαμε όλη τη νύχτα κ' επήγαμε εις τον Όρθρο το πρωί, χωρίς νά 'χουμε κοιμηθή καθόλου.

Ο Πνευματικός οδηγός μου, με άφησε να φύγω δίδοντάς μου την ευλογία του και λέγοντάς μου ότι, κατά το διάστημα που θα έκανα εξάσκησι για την προσευχή, θα έπρεπε συχνά να τον επισκέπτωμαι και να του λέγω με λεπτομέρεια κάθε απορία και δυσκολία που θα συναντούσα, επειδή η εσωτερική πρόοδος δεν ημπορεί να προχωρήση καλά και με επιτυχία, χωρίς την καθοδήγησι του πνευματικού διδασκάλου.

Εις την εκκλησία μέσα, αισθάνθηκα να γιγαντώνεται η επιθυμία μου, να κάνω το κάθε τι που θα περνούσε από το χέρι μου, για να μπορέσω να μάθω την ακατάπαυστη εσωτερική προσευχή —την προσευχή της καρδιάς— και παρεκάλεσα τον Θεό να με βοηθήση σ' αυτό. Έπειτα άρχισα να διερωτώμαι πώς θα μπορούσα να καταφέρω να ιδώ τον Πνευματικό μου οδηγό πάλι, για να τον συμβουλευθώ και να εξομολογηθώ, επειδή δεν ημπορούσε κανείς να πάρη άδεια για να μείνη εις τον ξενώνα του μοναστηριού περισσότερο από τρεις ημέρες και δυστυχώς ούτε άλλα σπίτια, κοντά γύρω εκεί, υπήρχαν.

Ευτυχώς έμαθα, ότι σε μικρή απόστασι, μόνο τέσσερα πέντε χιλιόμετρα, από το μοναστήρι, ήταν ένα χωριουδάκι κ' επήγα για να βρω κανένα μέρος να μείνω, πράγμα που ο Θεός εύκολα μου το εχάρισε. Ένας χωρικός με άφησε να κατοικήσω σ' ένα καλύβι εις το κτήμα του για όλο το καλοκαίρι, με την υποχρέωσι να προσέχω τον μικρό του κήπο. Ήμουν ικανοποιημένος γιατί θα έμενα όλο το καλοκαίρι μόνος. Ας έχη δόξαν ο Θεός. Είχα βρη ένα ήρεμο μέρος. Έτσι εγκαταστάθηκα εις την καλύβα μου, άρχισα να εφαρμόζω όσα είχα μάθει για την εσωτερική προσευχή και θα πήγαινα κάθε τόσο να επισκέπτωμαι τον Πνευματικό μου οδηγό.

Για μιαν εβδομάδα εφρόντισα να εφαρμόσω όλα όσα μέχρι τη στιγμή είχα μάθει. Εις την αρχή τα πράγματα επήγαν καλά. Μα έπειτα η προσπάθεια μ' εκούραζε πολύ. Αισθανόμουν οκνηρία και στενοχώρια, μ' εκυρίευε η νύστα και σύννεφα από σκέψεις όλων των ειδών με περικυκλώνανε. Επήγα με θλίψι εις τον γέρον οδηγό μου να του εξομολογηθώ την κατάστασί μου.

Μ' εχαιρέτησε και μου είπε με πολύ φιλικό τρόπο: «Αδελφέ μου, ήλθε επάνω σου η επίθεσις του κόσμου του σκότους, επειδή ο κόσμος εκείνος τίποτε άλλο δεν έχει χειρότερο από την ιδική μας εγκάρδια προσευχή. Ο κόσμος αυτός του σκότους προσπαθεί με κάθε τρόπο να σ' εμποδίση και να σε απομακρύνη από την προσευχή της καρδιάς. Όμως μη φοβείσαι. Ο Θεός ουδέποτε επιτρέπει τον πειρασμό να είναι για τον άνθρωπο μεγαλύτερος από ό,τι χρειάζεται.

«Φαίνεται πως πρέπει η ταπείνωσί σου να δοκιμαστή ακόμα, γιατί παρά τον περίσσιο σου ζήλο, είναι ίσως πολύ ενωρίς να πλησίασης την υψηλότερη είσοδο της καρδιάς. Υπάρχει φόβος να πέσης σε πνευματικό χάος. Θα σου δώσω αυτή τη φορά γι' αυτήν την περίπτωσι συμβουλές όχι δικές μου, αλλά από την "Φιλοκαλία"».

Ξεφύλλισε τις σελίδες του οσίου Νικηφόρου κ' εδιάβασε:

«Εάν έπειτα από μερικές προσπάθειες δεν επιτυγχάνης να μπης μέσα εις τα βασίλεια της καρδιάς σου, όπως εδιδάχθηκες, κάνε αυτό που θα σου πω τώρα, και με του Θεού την βοήθεια θα βρης εκείνο που ζητείς. Η ικανότης να προφέρη κανείς τις λέξεις, βρίσκεται εις τον λάρυγγα και την γλώσσα. Απόρριψε όλες τις άλλες σκέψεις —μπορείς να το κάνης αυτό αν -θελήσης— και κάνε την γλώσσα σου να επαναλαμβάνη συνεχώς τις ακόλουθες λέξεις: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.

«Πίεσε τον εαυτόν σου να κάνη το ίδιο συνεχώς. Εάν επιτύχης για κάμποσο χρόνο, τότε χωρίς καμμιάν αμφιβολία, η καρδιά σου θα ανοίξη, τέλος, για προσευχή. Αυτό το ξεύρουμε από πείρα».

«Έχεις γι' αυτό την διδασκαλία των αγίων πατέρων», μού 'πε ο οδηγός μου, «έτσι, λοιπόν, πρέπει από τώρα και εις το εξής να εφαρμόζης τις οδηγίες μου με πεποίθησι και να επαναλαμβάνης την προσευχή του Χριστού όσο το δυνατόν συχνότερα. Να ένα κομποσχοίνι προσευχής. Πάρε το και άρχισε να λες την παραπάνω προσευχή, τρεις χιλιάδες φορές την ημέρα. Είτε στέκεσαι, είτε κάθεσαι κι όταν περπατής κι όταν είσαι ξαπλωμένος ακόμη, λέγε χωρίς διακοπή: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". «Λέγε το μέσα σου, χωρίς βιασύνη, αλλ' ούτε λιγώτερο, ούτε περισσότερο από τρείς χιλιάδες φορές την ημέρα. Ο Θεός θα σε βοηθήση και με τον τρόπον αυτό θα κατορθώσης να φθάσης εις το σημείο, που της καρδιάς η ενεργητικότης γίνεται ακατάπαυστη».

Με χαρά άκουσα την καθοδήγησι και άρχισα εις την καλύβα μου, αμέσως, πιστά την εφαρμογή της. Για δυο ημέρες μου ήταν λίγο δύσκολο, αλλ' έπειτα συνήθισα τόσο, και μου ήταν τόσο ευχάριστο, ώστε αν καμμιά φορά σταματούσα, αισθανόμουν σαν ανάγκη εσωτερική να εξακολουθήσω την προσευχή του Ιησού και εις το τέλος την επανελάμβανα εντελώς θεληματικά και ελεύθερα, χωρίς καθόλου να βιάζω τον εαυτόν μου, όπως μου συνέβαινε εις την αρχή.

Ανέφερα όλα αυτά εις τον Πνευματικό μου οδηγό, που μου είπε να επαναλαμβάνω την Προσευχή, τώρα, έξη χιλιάδες φορές την ημέρα, να είμαι ήρεμος, να εφαρμόζω με κάθε δυνατή ακρίβεια τον αριθμό της επαναλήψεως της προσευχής κι ο Θεός θα με παρηγορή και θα μου παρέχη την Χάρι Του.

Εις την απομονωμένη μου κατοικία έλεγα την προσευχή του Ιησού έξη χιλιάδες φορές την ημέρα, για μιαν εβδομάδα.

Δεν αισθάνθηκα ούτε την παραμικρή ανησυχία. Δεν έδινα καμμιά σημασία στις επιθέσεις άλλων λογισμών που είχα, παρά μόνο εις την απόφασί μου να εφαρμόσω τις οδηγίες του γέρου οδηγού μου. Και τι έγινε τέλος; Απλούστατα, συνήθισα τόσο πολύ την προσευχή μου αυτή, ώστε όταν συνέβαινε να σταματήσω μια στιγμή, ενόμιζα πως η στιγμή αυτή πήγαινε χαμένη, ενόμιζα πώς κάτι έχανα. Από την ίδια στιγμή που ξανάρχιζα την προσευχή, προχωρούσα εύκολα κι όλο χαρούμενα την κάθε φορά. Όταν συναντούσα τυχόν κάποιον, δεν αισθανόμουν την επιθυμία ούτε να του μιλήσω. Το μόνο που λαχταρούσα ήταν να μένω μόνος και να λέγω την προσευχή του Ιησού Χριστού. Τόσο πολύ την συνήθισα την προσευχή μέσα σε μιαν εβδομάδα!

Ο οδηγός μου δεν με είχε ιδή για δέκα μέρες. Την ενδεκάτη όμως ημέρα ήλθε ο ίδιος να με συναντήση κ' έμαθε την πρόοδό μου.

Άκουσε με προσοχή όλα όσα του είπα, και μου απήντησε: «Τώρα συνήθισες την νοερά προσευχή, αλλά πρέπει να διατηρήσης την συνήθεια και να την δυναμώσης. Μη χάνης καιρό, λοιπόν, και ζήτησε από σήμερα την βοήθεια του Θεού, να λες εις το εξής την προσευχή δώδεκα χιλιάδες φορές την ημέρα. Μείνε εις την μοναξιά σου, να σηκώνεσαι ενωρίς το πρωί, να κοιμάσαι αργά το βράδυ και νά 'ρχεσαι κάθε δεκαπέντε ημέρες σε μένα για συμβουλές».

Έκανα όπως με συμβούλευσε. Την πρώτην ημέρα κατώρθωσα να φέρω εις πέρας τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις αργά το βράδυ. Την δεύτερη ημέρα το ίδιο έγινε ευκολώτερα και με ευχαρίστησι. Εις την αρχή αυτή η πραγματικά ατελείωτη προσευχή μού 'φερε ωρισμένα συμπτώματα κοπώσεως. Την γλώσσα την αισθανόμουνα σαν μουδιασμένη, είχα ένα στυγνό αίσθημα εις τα σαγόνια μου, εις την αρχή είχα ένα αίσθημα ευχαριστήσεως στον ουρανίσκο που έγινε όμως έπειτα δυσάρεστο από ένα είδος πόνου. Ο αντίχειρ του αριστερού μου χεριού με τον οποίο μετρούσα τις προσευχές εις τους κόμπους του κομποσχοινιού είχε λίγο ματώσει. Το ίδιο μου χέρι είχε ένα γλυκόν ερεθισμό απ' το κάτω μέρος μέχρι τον αγκώνα. Παρ' όλα ταύτα όμως, όλα όσα ανέφερα, με παρώτρυναν περισσότερο εις την επανάληψι της επικλήσεως.

Για πέντε ημέρες επανελάμβανα καθημερινά τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις, και μόλις απέκτησα και την συνήθειαν αυτήν, αισθάνθηκα συγχρόνως και την ευχαρίστησι της ικανοποιήσεως για την επιτυχία μου.

Ενωρίς ένα πρωί, η Προσευχή με εξύπνησε κι άρχισα να λέγω τις συνηθισμένες μου προσευχές του όρθρου, αλλά η γλώσσα μου αδυνατούσε να τις λέγη εύκολα και με ακρίβεια.

Η όλη μου επιθυμία ήταν προσηλωμένη σ' ένα μόνο πράγμα, εις το να λέγω την προσευχή του Ιησού. Όπως δε προχωρούσα εγέμιζα από χαρά και ανακούφισι.

Τα χείλη μου και η γλώσσα μου προφέρανε τα λόγια αυτά της προσευχής εντελώς αυθόρμητα, χωρίς καμμιά από μέρους μου προσπάθεια.

Επέρασα όλη την ημέραν αυτή σε μια κατάστασι μεγίστης ευχαριστήσεως και είχα την εντύπωσι ότι είχα αποξενωθή από κάθε άλλο πράγμα.

Εζούσα σαν σ' έναν άλλον κόσμο, και ενωρίς το βραδάκι ετελείωσα τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις.

Αισθανόμουν την επιθυμία μέσα μου να προχωρήσω, αλλ' ο Πνευματικός μου οδηγός μου είχεν ειπή να μη ξεπεράσω τις δώδεκα χιλιάδες.

Κάθε μερα έκανα το ίδιο, και τ' όνομα του Ιησού μου έδινε μεγάλη ετοιμότητα και ευχαρίστησι.

Τέλος, επήγα να ιδώ τον γέρο οδηγό μου και του είπα τα καθέκαστα, ειλικρινά, και με κάθε λεπτομέρεια.

Αυτός με άκουσε και μου είπε: «Να είσαι ευγνώμων εις τον Θεό επειδή σε αξίωσε να έχης την επιθυμία αυτή για την Προσευχή και σε εβοήθησε να προοδεύσης σ' αυτή, με ευκολία.

»Αυτό είναι η φυσική συνέπεια που ακολουθεί την συνεχή προσπάθεια και τα πνευματικά κατορθώματα.

«Έτσι και μια μηχανή την βάζει κάποιος σε κίνησι, κ' έπειτα αυτή εργάζεται μόνη της, αλλά για να εξακολουθήση να εργάζεται θέλει λάδωμα και κάθε τόσο ένα καινούργιο ξανάρχισμα.

«Βλέπεις, λοιπόν, πόσα ο Θεός χαρίσματα, με την αγάπη του προς τον άνθρωπο, έχει χαρίσει, όχι μόνο εις την ψυχή του αλλά και στο ανθρώπινο το υλικό του σώμα;

«Βλέπεις τι συναισθήματα είναι δυνατόν να παραχθούν, έστω κ' έξω απ' την κατάστασι της Χάριτος του Θεού, σε μια ψυχή αμαρτωλή και υποκείμενη σε πάθη, όπως συ ο ίδιος έλαβες ανάλογη πείρα;

«Αλλ' ακόμη πόσο θαυμάσιο, πόσον ευχάριστο, και πόσο παρηγορητικό πράγμα είναι, όταν ο Θεός ευαρεστήται να χαρίση το δώρο της αυτοενεργούσης πνευματικής Προσευχής, καθώς και το δώρο της καθάρσεως της ψυχής από κάθε γήϊνη αίσθησι! Είναι μία κατάστασις που είναι αδύνατον να περιγραφή, και η ανακάλυψις αυτού του μυστηρίου της Προσευχής είναι μία πρόγευσις, εις την γη, της ευλογίας των ουρανών, του Παραδείσου.

«Παρόμοια ευτυχία φυλάσσεται γι' αυτούς που ακολουθούν τον Θεό με απλότητα και αγάπη καρδιάς. Τώρα σου δίνω την άδεια να επαναλαμβάνης την επίκλησι όσο συχνά μπορείς κ' επιθυμείς. Προσπάθησε κάθε σου στιγμή να είναι αφιερωμένη εις την προσευχή, επικαλέσου το όνομα του Ιησού Χριστού χωρίς να μετράς πόσες φορές και υπόταξε τον εαυτόν σου ταπεινά εις του Θεού την θέλησι, παρακαλώντας Τον για βοήθεια. Είμαι βέβαιος οτι δεν θα σε εγκαταλείψη αλλά θα σε οδηγήση εις το αληθινό μονοπάτι».

Υπό την καθοδήγησιν αυτήν επέρασα όλο το καλοκαίρι με ακατάπαυστη προφορική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και αισθανόμουν απόλυτη ειρήνη εις την ψυχή μου. Εις τον ύπνο μου, πολλές φορές ονειρεύτηκα οτι έλεγα την Προσευχή. Κατά το διάστημα της ημέρας, εάν τύχαινε να συναντήσω κάποιον, οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα, χωρίς εξαίρεση, συνέβαινε, να τους αισθάνωμαι όλους αγαπητούς τόσο, σαν να ήσαν από τους πιο στενούς συγγενείς μου.

Αλλά δεν ερχόμουν σε πολλές σχέσεις μαζί τους. Όλες μου οι ιδέες ήταν ήρεμες με το κάθε τι. Δεν εσκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά την Προσευχή. Το μυαλό μου ήταν συνεπαρμένο μ' αυτή και η καρδιά μου άρχισε μόνη της να αισθάνεται, πολλές φορές, θερμότητα και ευφροσύνη. Όταν επήγαινα εις την εκκλησία, η μακρά ακολουθία του μοναστηριού μου φαινόταν σύντομη και ποτέ τώρα δεν μ' εστενοχωρούσε, όπως συνέβαινε εις το παρελθόν. Η μικρή μου καλύβα μου φαινόταν λαμπρό παλάτι και δεν εύρισκα τρόπο πώς να ευχαριστήσω τον Θεό που έστειλε σ' εμένα, ένα χαμένον αμαρτωλό, τον άγιο και σοφό Πνευματικό μου οδηγό.

Όμως δεν εχάρηκα πολύ τον γέρον οδηγό και διδάσκαλό μου, που ήταν γεμάτος από θεία σοφία, γιατί εκοιμήθη εις το τέλος του καλοκαιριού. Τον έκλαψα ήρεμα, τον εγέμισα με χαιρετίσματα και ευγνωμοσύνη για την πατρική διδασκαλία που έδωσε εις τον ερειπωμένο εαυτό μου σαν ευλογία και ενθύμιο, παρεκάλεσα δε να μου χαρισθή το κομποσχοίνι που εις τους κόμπους του, εμετρούσε την ιδική του επίκλησι.

Έτσι έμεινα μόνος. Το καλοκαίρι ετελείωσε και μαζί μ' αυτό και ο κήπος που εφύλαγα. Δεν είχα πια μέρος να μείνω. Ο χωρικός που είχε το κτήμα, με πρόπεμψε δίδοντάς μου λίγα χρήματα και γεμίζοντάς μου το σακκίδιο με παξιμάδι για το ταξείδι μου. Άρχισα πάλι τα ταξείδια μου. Αλλά τώρα δεν εβάδιζα μόνος, όπως πριν, γεμάτος από φροντίδες. Η επίκλησις του ονόματος του Ιησού Χριστού έκανε χαρούμενο τον δρόμο μου. Ο κάθε άνθρωπος που συναντούσα ήταν ευγενικός σε μένα, και ήμουν βέβαιος ότι το κάθε πλάσμα του Θεού, λογικό ή άλογο, μ' αγαπούσε θερμά.

Όπως περιπλανιώμουνα άρχισα να απορώ, τι να κάνω τα λίγα χρήματα που μου είχε δώσει ο χωρικός. Τι τα ήθελα; Εσταμάτησα για μια στιγμή κ' εσκέφθηκα. Τώρα πια δεν είχα Πνευματικόν οδηγό. Γιατί τάχα να μην αγόραζα με τα δυο ρούβλια που είχα μια «Φιλοκαλία», και να εξακολουθήσω περισσότερο να διδάσκωμαι απ' αυτή για την εσωτερική Προσευχή;

Έκανα το σταυρό μου κ' εξακολούθησα το δρόμο μου με την γνωστήν επίκλησι. Έφθασα σε μια μεγάλη πόλι, όπου εζήτησα εις όλα τα βιβλιοπωλεία το βιβλίο που ήθελα. Εις το τέλος το βρήκα, αλλά μου ζήτησαν τρία ρούβλια ενώ εγώ είχα μόνο δύο. Παζάρευσα για πολλήν ώρα, αλλ' ο βιβλιοπώλης ήταν ανένδοτος. Τέλος μου είπε: «Πήγαινε εις την εκκλησία εδώ κοντά, και μίλησε σ' έναν επίτροπο. Αυτός έχει ένα παλιό και λίγο εφθαρμένο σώμα της "Φιλοκαλίας" κ' ίσως σου το πουλήση για δυο ρούβλια». Επήγα πράγματι και τέλος την αγόρασα. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Την συμμάζεψα όσο μπορούσα, της έκανα ένα πάνινο κάλυμμα, και την είχα μαζί με την Αγία Γραφή μου.

Τώρα πλέον προχωρώ με την ακατάπαυστην επανάληψι της Προσευχής του Χριστού, που είναι για μένα το πιο πολύτιμο πράγμα εις τον κόσμον αυτό.

Μερικές φορές βαδίζω πενήντα έως πενήντα πέντε χιλιόμετρα την ημέρα και αισθάνομαι ότι δεν περπατώ καθόλου, επειδή το μόνο γεγονός που καταλαβαίνω είναι η προσευχή.

Όταν το πικρό κρύο με περονιάζη, αρχίζω την προσευχή του Χριστού και μια γλυκεία θερμότης απλώνεται σε όλο το κορμί μου. Όταν η πείνα αρχίζη να με κυριεύη, το όνομα του Ιησού με κάνει να την λησμονώ εντελώς. Όταν οι ρευματισμοί απλώνωνται εις τα πόδια και την πλάτη μου, προσηλώνω τις σκέψεις μου εις την Προσευχή του Ιησού κ' έτσι δεν αισθάνομαι τον πόνο.

Όταν κανείς μου κάνη κακό, σκέπτομαι αμέσως, «πόσο γλυκειά είναι του Ιησού η Προσευχή» και η βλάβη ή η προσβολή, φεύγουν και εξαφανίζονται. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από τις φασαρίες του κόσμου αυτού. Το μόνο που με ικανοποιεί, είναι να βρίσκωμαι μόνος, να προσεύχωμαι αδιάλειπτα, και κάνοντας αυτό γεμίζω από χαρά. Ο Θεός γνωρίζει τι μεγάλο πράγμα έχει συντελεσθή σε μένα τον αμαρτωλό.

Βεβαίως όλα αυτά που μου συμβαίνουν είναι φυσικά και γήϊνα όπως ο Πνευματικός μου οδηγός είχεν ειπή. Είναι μια τεχνητή κατάστασις η οποία ακολουθεί την οδό της κατά φυσικό τρόπο. Αλλά εγώ λόγω της αναξιότητός μου και της αμυαλωσύνης μου δεν τολμώ μόνος μου να προχωρήσω, να μάθω περισσότερα και να εφαρμόσω εις τα βάθη της καρδιάς μου την πνευματική προσευχή, περιμένοντας να μου δώση ο Θεός την ευκαιρία.

Εις το μεταξύ αναπαύομαι με την ελπίδα που έχω εις τις προσευχές του Πνευματικού μου διδασκάλου, για μένα. Έτσι, αν και δεν έχω ακόμη φθάσει εις το ύψος της αδιαλείπτου πνευματικής προσευχής, που είναι η αυτοενέργεια της καρδιάς, όμως ευχαριστώ τον Θεό, επειδή τώρα αντιλαμβάνομαι την έννοια των λόγων του Αποστόλου «αδιαλείπτως προσεύχεστε».

B'

Επεσκέφθηκα για κάμποσο καιρό διάφορες περιοχές έχοντας, για συνταξειδιώτη μου την προσευχή του Ιησού Χριστού που με εγκαρδίωνε και μ' επαρηγορούσε σε όλα μου τα ταξείδια, σε όλες μου τις συναντήσεις με άλλους ανθρώπους εις τις μακρές μου πορείες.

Τέλος, όμως, άρχισα να αισθάνωμαι την ανάγκη να σταματήσω κάπου και να εγκατασταθώ σε έναν τόπο, για να μπορώ έτσι εις την μοναξιά μου να μελετώ την «Φιλοκαλία».

Αν και την εδιάβαζα όσο μπορούσα, όπου κατέφευγα τη νύκτα ή όπου για λίγο εστεκόμουν την ημέρα, όμως, επιθυμούσα να την διεξέλθω όσο πιο βαθύτερα ήτο δυνατόν, με πίστι και εγκάρδια προσευχή, για να μάθω απ' την μελέτη της, την διδασκαλία της για την αλήθεια και για την σωτηρία της ψυχής μου.

Αλλ' όσο κι αν εφρόντιζα, όσο κι αν το επιθυμούσα δεν ημπόρεσα να βρω το καταφύγιο που ζητούσα, γιατί αδυνατούσα να βρω δουλειά, επειδή το αριστερό μου χέρι ήταν μισοπαράλυτο από τότε που ήμουν παιδί ακόμη.

Έτσι, εσκέφθηκα κι απεφάσισα να πάω εις την Σιβηρία για να προσκυνήσω τον τάφο του αγίου Ιννοκεντίου, εις το Ιρκούτσκ.

Κατέληξα εις την απόφασιν αυτή, γιατί θα μπορούσα εις τα δάση και τις Σιβηριανές στέππες, να ταξειδεύω με μεγάλην ησυχία κ' έτσι θα είχα μια πολύ καλήν ευκαιρία για την μελέτη και την Προσευχή μου. Άρχισα, λοιπόν, το ταξείδι μου κ' έλεγα, όπως προχωρούσα, την προφορική επίκλησι χωρίς να σταματώ καθόλου.