fbpx

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Μετάφρασις: Παντελεήμονος Καρανικόλα
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ από το 1986

14. σελ. 150-160

Ο έμπορος απήντησεν εις αυτά λέγοντας: «Κοίταξε, αδελφέ, μην έχης πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη εις τα σχέδιά σου και μην είσαι βιαστικός εις την ζωή σου μέχρις ότου πληροφορηθής και του Θεού την συγκατάθεσι σε ό,τι σκοπεύης να κάνης. Ύστερα από αυτά εμείς οι δυό επήγαμε εις την εκκλησία, αυτός δε ξεκίνησε για το ταξείδι του.

Παρακολουθήσαμε τον όρθρο και συνέχεια την θεία Λειτουργία. Έπειτα επήγαμε εις το δωμάτιο μας για να πάρουμε τα πράγματά μας. Είμεθα σχεδόν έτοιμοι για να ξεκινήσουμε, όταν η οικοδέσποινα εμπήκε μέσα κρατώντας το σαμοβάρι γεμάτο τσάϊ. «Φεύγετε, μας είπε, αλλά δεν πρέπει να ξεκινήσετε χωρίς να πάρετε ένα τσάϊ και χωρίς να γευματίσετε το μεσημέρι. Δεν ημπορούμε να σας αφήσουμε να φύγετε νηστικοί». Έτσι παραμείναμε. Αλλά δεν είχε περάσει μισή ώρα που καθήσαμε για το τσάϊ, όταν ξαφνικά είδαμε τον αξιωματικό να φθάνη τρέχοντας και ασθμαίνοντας.

«Ήλθα να σας συναντήσω, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης».

«Τί σου συνέβη»; τον ερωτήσαμε, κ' εκείνος απήντησε :

«Όταν σας άφησα το πρωί και εξεκίνησα, πριν βγω από την πόλι, εσκέφθηκα να αλλάξω λίγα χρήματα και να τα κάνω ψιλά. Εμπήκα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζάκι για ν' αλλάξω τα χρήματα, συγχρόνως δε να πιω και ένα ποτό, μια που είχα να κάνω μακρύ δρόμο. Ήπια το ποτό μου, το επλήρωσα, επήρα τα ρέστα που μου εχρειάζοντο και άρχισα τον δρόμο μου ελαφρός σαν πουλί. Όταν είχα προχωρήσει ενάμιση χιλιόμετρο περίπου, εσκέφθηκα να μετρήσω τα ψιλά που είχα πάρει. 

Κάθησα, λοιπόν, εις την άκρη του δοόμου, έβγαλα το πορτοφόλι μου και άρχισα να μετρώ. Όλα ήσαν εν τάξει. Βάζοντας όμως, το πορτοφόλι εις την τσέπη μου, είδα πως έλειπε από μέσα το στρατιωτικό μου βιβλιάριο. Έψαξα με αγωνία τις τσέπες και το σακκίδιό μου. Αλλά το βιβλιάριο δεν ευρισκόταν πουθενά. Επήγα να σκάσω από την αγωνία μου. Εκόντεψα να χάσω το μυαλό μου. Για μια στιγμή εσκέφθηκα ότι θα μου είχε πέσει κάπου εκεί στο μαγαζάκι που είχα πιή το ποτό κ' έβγαλα για να πληρώσω. Έπρεπε να σπεύσω και άρχισα να τρέχω για να γυρίσω πίσω όσο το δυνατόν γρηγορώτερα. Όπως έτρεχα, εσκεπτόμουνα τί θα έκανα αν δεν το εύρισκα, σε τι περιπέτεια θα έμπλεκα!

»Έφθασα εις το μαγαζάκι, τέλος, κ' έτρεξα προς τον καταστηματάρχη ρωτώντας τον μήπως ευρήκε το βιβλιάριό μου. "Δεν είδα τέτοιο πράγμα" μου απήντησε. Η αμηχανία μου και η στενοχώρια την στιγμήν αυτή ήσαν πολύ μεγάλες. Άρχισα τότε να ψάχνω γύρω εκεί, όπου μπορούσα να θυμηθώ ότι είχα περάσει ή είχα σταθή. Την φορά όμως αυτήν υπήρξα τυχερός και επήρα εξαιρετική χαρά, γιατί, επί τέλους, το ευρήκα. Μου είχε πέσει κ' ευρισκόταν κλειστό σε μια γωνιά επάνω σε άχυρα, ανακατεμένα με λάσπες. Το επήρα με χαρά και το εκαθάρισα. Δεν επείραζε που είχε λερωθή, φθάνει που το είχα βρη. Ευχαρίστησα τον Θεό, δεν ημπορώ δε να σας παραστήσω την χαρά που αισθάνθηκα. Μου εφάνηκε σα να ελευθερώθηκα από ένα μεγάλο βάρος που επίεζε τα στήθη μου. 

Ίσως υποστώ κάποια τιμωρία, όταν οι ανώτεροί μου δουν το βιβλιάριο πως είναι λερωμένο, αλλ' αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε ό,τι θα πάθαινα αν δεν το εύρισκα. Τώρα μπορώ να πάω σπίτι μου και να γυρίσω εις την υπηρεσία μου χωρίς φασαρίες, ήλθα, όμως, σ' εσάς για να πω το πάθημά μου και να σας παρακαλέσω για κάτι μαλακτικό και έναν επίδεσμο για το πόδι μου, που απ' το βιαστικό τρέξιμο, χωρίς να το καταλάβω, παραπάτησα κάπου και το έχω στραμπουλήξει, τώρα δε με ενοχλεί τόσον ώστε να μη μπορώ να περπατήσω».

«Όλα αυτά τα έπαθες, αδελφέ μου, του είπεν ο έμπορος, επειδή δεν μας άκουσες και δεν ήλθες μαζί μας το πρωί εις την εκκλησία. Ήθελες να κερδίσης χρόνο και να τώρα ευρίσκεσαι εις το σημείο απ' όπου εξεκίνησες και με το πόδι πονεμένο. Εγώ σου είπα να μην είσαι τόσο βιαστικός εις τα σχέδιά σου. Να, λοιπόν, τα αποτελέσματα της βιασύνης σου. Δεν ήτο τόσο σπουδαίο πράγμα το ότι δεν ήλθες μαζί μας εις την εκκλησία, αλλά μην ξεχνάς ότι εκτός απ' αυτό, είπες πως, τί καλό μας κάνει ο Θεός όταν προσευχώμεθα; Αυτό που είπες, αδελφέ, ήταν πολύ κακό. Είναι αλήνεια ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τις αμαρτωλές μας προσευχές, αλλ' επειδή μας αγαπά επιθυμεί να προσευχώμεθα προς Αυτόν. Πρέπει να ξεύρης ότι δεν είναι μόνον η αγία προσευχή την οποίαν το Άγιον Πνεύμα μάς αξιώνει να προσφέρουμε και διεγείρει μέσα μας την επιθυμία να ευαρεστήσουμε Αυτός ο οποίος μας εδίδαξε λέγοντας: "Μείνετε εν εμοί καγώ εν υμίν", αλλά και κάθε έφεσις και κάθε παλμός και κάθε σκέψις μας, που έχει σκοπό την δόξα Του και την σωτηρία μας, εις τα μάτια Του έχουν αρκετή αξία, για όλα δε αυτά η άπειρη αγάπη του Θεού παρέχει ανεξάντλητες αμοιβές. Η αγάπη του Θεού παρέχει εκατονταπλάσια χάρι απ' ό,τι οι ανθρώπινες ενέργειες αξίζουν. Εάν δώσης γι' Αυτόν ένα δίλεπτο, Εκείνος θα σε ανταμείψη με χρυσό. Εάν απλώς βάλης σκοπό να πορευθής προς τον Πατέρα, Αυτός θα έλθη να σε συναντήση χωρίς να περιμένη. Απλώς με μια λέξι μικρή και άτονη —Βοήθησόν μοι, Ελέησόν με— κ' Εκείνος πέφτει εις την αγκαλιά σου και σε φιλεί.

»Τέτοια είναι η αγάπη του ουρανίου Πατέρα μας την οποία δείχνει πάντα σ' εμάς αν και πολλές φορές είμεθα ανάξιοι, αυτό δε το κάνει Εκείνος γιατί αγάλλεται σε κάθε κίνησί μας, έστω και μικρή, για την σωτηρία. Εσύ, υποθέτω, σκέπτεσαι ως εξής και λες: Τι ανάγκην έχει ο Θεός από εμάς για να τον δοξολογήσουμε και τι κερδίζει κανείς από την προσευχή, όταν προσεύχεται λιγάκι και η σκέψι του πλανάται εδώ και εκεί, ή όταν κάνη κανείς ένα μικρό καθήκον, όπως είναι οι σταυροί, οι μετάνοιες, η εγκάρδια προσευχή του Ιησού, η ακρόασις προς τους ιερωμένους, η λιγοστή πνευματική μελέτη, η νηστεία, η υπομονή σε μια μικρή προσβολή; Όλα αυτά σου φαίνονται πως δεν είναι αρκετά για την σωτηρία και ανωφελή για να ασχοληθή κανείς. Δεν έχεις, όμως, δίκαιο, γιατί καμμιά από αυτές τις φαινομενικά μικρές πράξεις δεν πηγαίνει εις μάτην, επειδή το παντεποπτικό μάτι του Θεού τα παρακολουθεί και τα δέχεται όλα, παρέχει δε ανταμοιβήν, όχι μελλοντική μόνο και αιώνια, αλλ' ακόμη και εις την παρούσα ζωή.

»Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει σχετικά μ' αυτό τα εξής: "Κανένα καλό, οποιουδήποτε είδους, ακόμη και το πιο ασήμαντο, δεν θα αποδοκιμασθή από τον δίκαιο Κριτή. Εφ' όσον τα αμαρτήματα θα εξετασθούν με τόση λεπτομέρεια και θα δώσουμε λόγο και για τα λόγια και τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας ακόμη, πολύ περισσότερο τα καλά έργα όσο μικρά τυχόν κι αν είναι, θα ληφθούν υπ' όψιν με τις λεπτομέρειές τους προς όφελός μας, όταν θα βρεθούμε μπροστά εις τον δίκαιο Κριτήν ο οποίος δεν παύει να είναι συγχρόνως και γεμάτος από αγάπη".

»Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό που είδα ο ίδιος, τον περασμένο χρόνο εις το μοναστήρι της Βεσσαραβίας, εις το οποίον ήμουν, όπως σου είπα. Εζούσεν εκεί ένας μοναχός με πολύ καλή ζωή. Μίαν ημέραν, όμως, τον έζωσεν ο πειρασμός και του έβαλε εις την καρδιά του σφοδράν την επιθυμία να φάη λίγο παστό ψάρι. Εις το μοναστήρι δεν ήτο εύκολο να βρη ό,τι εζητούσε, εσχεδίασε δε να πάη εις την αγορά για να αγοράση λίγο. Εν τω μεταξύ, αγωνίσθηκε με τον εαυτό του, για να κατανικήση τον πειρασμό με το λογικόν επιχείρημα ότι ήταν μοναχός και έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με την τροφή την οποία παρείχε η τράπεζα του μοναστηρίου, που ήταν κοινόβιο και δεν επετρέπετο οι αδελφοί να λαθροφαγούν. Επί πλέον δε η επίσκεψις εις την αγοράν, όπου υπάρχει τόσος πολύς και διαφορετικός κόσμος, για ένα μοναχό θα ήταν φυσικά μια αιτία πειρασμού.

«Τέλος, όμως, τα ψέματα του πονηρού υπερίσχυσαν, η τελική συγκατάθεσις έγινε και ο μοναχός εξεκίνησε για την αγορά. Όταν είχε προχωρήσει κάμποσο απ' το μοναστήρι αντελήφθη ότι δεν εκρατούσε το κομποσχοίνι εις το χέρι του, όπως συνέβαινεν άλλοτε. Αυτό τον έκανε να σκεφθή: "Πώς συνέβη να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα; Πώς έφυγα απ' το μοναστήρι μου χωρίς το κομποσχοίνι και μοιάζω σαν στρατιώτη με δίχως όπλο; Τί θα λένε όσοι με συναντήσουν, βλέποντάς με, μοναχό, χωρίς το κομποσχοίνι του; Είναι αλήθεια πολύ παράξενο αυτό που μου συμβαίνει". 

Εγύρισε, λοιπόν, πίσω, ανεκάλυψεν όμως, γυρίζοντας, το κομποσχοίνι, σε μια απ' τις τσέπες του. Το έβγαλεν, έκανε το σταυρό του και άρχισε το δρόμο του προς την αγορά πάλι, προχωρώντας ήρεμα και προσευχόμενος σιωπηλά. Όπως έφθασε εις την αγορά, είδε ένα άλογο ζεμμένο σ' ένα κάρρο φορτωμένο με τεράστια βαρέλια. 

Ξαφνικά το άλογο ξαφνιάστηκε από κάτι, έκοψε το σχοινί του και προχωρώντας αφηνιασμένο άρπαξε δαγκώνοντας απ' το ράσο, εις τον ώμο, τον μοναχό, που έτυχε μπροστά του, και τον επέταξε λίγα μέτρα μακρυά, χωρίς, όμως, να του προξενήση και σπουδαία τραύματα, εκτός από κάμποσες γραντζουνιές. Αμέσως, όμως, αναποδογύρισε το κάρρο και τα βαρέλια κατρακύλισαν με δύναμι εις το μέρος ακριβώς απ' όπου είχεν αρπάξει τον μοναχό, το άλογο.

«Θα είχε γίνει ένα σύντριμμα μέσα εις τα βαρέλια, ο δυστυχής, αν δεν είχε μετακινηθή έστω και μ' αυτόν τον βίαιο τρόπο που δεν τον περίμενε καθόλου. Αφού συνήλθε κάπως και ηρέμησε, αγόρασε το ψάρι που ήθελεν, εγύρισε εις το μοναστήρι, το έφαγε, είπε τις προσευχές του και έπεσε να κοιμηθή.

«Εκοιμώταν ελαφρά, όταν εις τον ύπνο του παρουσιάστηκε ένας παράξενος άνθρωπος, που φαινόταν σαν πνευματικός οδηγός, και του είπε: "Άκουσέ με. Εγώ είμαι ο προστάτης αυτού του συγκροτήματος και θέλω να σε διδάξω μερικά πράγματα που πρέπει απαραιτήτως να γνωρίζης. Κοίταξε τώρα η μικρή προσπάθεια που έκανες για ν' αντισταθής εις τον πειρασμό, η αμέλειά σου για την αυτογνωσία και την αυτοκυριαρχία σου, έδωσαν εις τον αόρατον εχθρό ευκαιρία για να επιτελή εναντίον σου. Είχεν έτσι προετοιμάσει ο τρισκατάρατος αυτό το αφήνιασμα του αλόγου και το πέσιμο των βαρελιών, για να σε σκοτώση. 

Αλλ' ο άγγελος φύλακάς σου τα προείδε όλα αυτά και έβαλε μέσ' στο μυαλό σου την σκέψι να προσευχηθής και να θυμηθής το κομποσχοίνι σου. Επειδή δε δεν περιεφρόνησες την σύστασι αλλ' υπήκουσες εις αυτή και την έθεσες εις ενέργειαν, ο άγγελος έκανε το παν και σε έσωσε από τον θάνατο. Βλέπεις, λοιπόν, πόση μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και πόσο πλούσια ανταμείβει και την παραμικρή στροφή μας προς Εκείνον"! Λέγοντας αυτά ο πνευματικός αυτός οδηγός εξηφανίσθη από το κελλί. 

Ο μοναχός εγονάτισε, αλλά συγχρόνως εξύπνησε και αντελήφθη τον εαυτόν του όχι επάνω εις το κρεβάτι αλλά εις το κατώφλι της εισόδου γονατισμένο ή μάλλον πεσμένο πρηνή. Το γεγονός αυτό το διηγήθηκε ο ίδιος έπειτα για ωφέλεια των αδελφών, ήμουν δε και εγώ ένας απ' εκείνους που τον ήκουσαν με τα ίδια τους τ' αυτιά.

«Αλήθεια είναι πανάφθονη η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους. Δεν είναι εξαίσιο το ότι μια πράξις —όπως αυτή του κομποσχοινιού που ο μοναχός το έβγαλε για να προσευχηθή με την νοερά προσευχή του Ιησού— του έσωσε τη ζωή του; Αλλ' επίσης εξαίρετο δεν είναι το γεγονός ότι ολίγη επίκλησις του ονόματος του Ιησού, έφθασε για να αντισταθμίση ένα σωρό ώρες που εξοδεύθηκαν σε αμέλεια και φιλαυτία; Πραγματικά εις την περίπτωσι αυτή επληρώθηκε το δίλεπτο με χρυσό. Βλέπεις, λοιπόν, αδελφέ μου, πόσον ολοδύναμη είναι η προσευχή; Και πόσο παντοδύναμο είναι το όνομα του Θεού όταν το επικαλούμεθα; 

Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος εις την "Φιλοκαλία" λέγει ότι: "Όταν κατά την προσευχή του Ιησού επικαλούμεθα το Άγιον Όνομά Του και λέμε, "ελέησόν με τον αμαρτωλόν", σε κάθε τέτοια επίκλησι η φωνή του Θεού απαντά μυστικά: "Υιέ, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου", και προχωρεί λέγοντας πως, "όταν λέγομε την προσευχή, την στιγμήν αυτή, δεν διαφέρουμε καθόλου από τους Αγίους, τους Ομολογητάς και τους Μάρτυρας". 

Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: "Η Προσευχή, όταν την κάνουμε με την καρδιά μας, όσο αμαρτωλοί και αν είμεθα μας καθαρίζει. Η αγάπη του Θεού είναι πολύ μεγάλη, ενώ εμείς καίτοι είμεθα αμαρτωλοί δεν θέλουμε να δώσουμε ούτε ολίγην ώρα για ευχαριστίες προς τον Θεό και ανταλλάσσουμε τον χρόνον της προσευχής, που είναι ο πιο πολύτιμος απ' όλους, για βιοτικές και ανωφελείς φροντίδες, ξεχνώντας τον Θεό και το καθήκον μας. Εξ αιτίας αυτού, πολλές φορές παθαίνουμε ατυχήματα και δυστυχίες, τις οποίες πάλι η αγάπη και η πρόνοια του Θεού τις χρησιμοποιεί για να μας καθοδηγήση και να μας διδάξη να στρέψουμε τις καρδιές μας προς Εκείνον"».

Όταν ο έμπορος ετελείωσε όλα αυτά που είπε, απευθυνόμενος προς τον αξιωματικό, παρετήρησα κ' εγώ, λέγοντας:

«Πόσην ανακούφισιν, αλήθεια, έφεραν τα λόγια σου εις την αμαρτωλή ψυχή μου, αδελφέ μου! Αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να γονατίσω μπροστά σου και να σ' ευχαριστήσω». Εκείνος ακούγοντας αυτά, μου είπε: «Βλέπω ότι αρέσκεσαι πολύ ν' ακούς θρησκευτικές ιστορίες. Περίμενε μια στιγμή και θα βρω να σου διαβάσω μιαν όμοια με αυτή που σου είπα. Έχω μαζί μου εις το ταξείδι μου αυτό, ένα βιβλίο που ονομάζεται "Αμαρτωλών Σωτηρία", εις το οποίον υπάρχουν διηγήσεις θαυμασίων πραγμάτων».

Έβγαλε το βιβλίο απ' το σακκίδιό του και άρχισε να διαβάζη μιαν ωραιότατη διήγησι για κάποιον Αγαθόνικον, έναν αφωσιωμένον εις τον Θεόν άνθρωπον, ο οποίος από την παιδική του ηλικίαν είχε διδαχθή από τους ευσεβείς γονείς του να λέγη κάθε μέρα μπροστά εις την εικόνα της Μητέρας του Θεού την προσευχή που αρχίζει με τα λόγια: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία...» 

Καμμιάν ημέρα δεν παρέλειψε να ειπή την προσευχήν αυτή. Αργότερα, όμως, όταν ενηλικιώθη και έφτιαξε την ιδική του ζωή, απορροφήθηκε από τις φροντίδες και τις φασαρίες της ζωής ώστε να αραιώση σιγά - σιγά την προσευχήν αυτή, μέχρις ότου, τέλος, την εσταμάτησεν εντελώς.

Μίαν ημέραν, όμως, συνέβη να φιλοξενήση για μια νύκτα ένα προσκυνητή, ο οποίος του είπεν ότι ήτο μοναχός από την Θηβαΐδα και ότι είχεν ιδή ένα όραμα εις το οποίο διετάχθηκε να πάη να βρη τον Αγαθόνικο και να τον επιπλήξη για το γεγονός ότι είχε σταματήσει την συνηθισμένη προσευχή του προς τη Μητέρα του Θεού. Ο Αγαθόνικος απήντησε ότι επί τόσα χρόνια που έλεγε την προσευχήν αυτή δεν είδε κανένα όφελος ούτε αποτέλεσμα. 

Εις αυτά ο ερημίτης απήντησε, λέγοντας: «Θυμήσου, τυφλέ και αγνώμων άνθρωπε, πόσες φορές αυτή η απλή προσευχή σε εβοήθησε και σε έσωσεν από καταστροφές. Θυμήσου, πως μια φορά, όταν ήσουν πολύ νέος, εσώθηκες κατά τρόπο θαυμαστόν από βέβαιο πνιγμό. Δεν θυμάσαι, ακόμη, ότι μια επιδημία κάποτε, που έστειλεν εις τον τάφο ένα σωρό φίλους σου, εσένα δεν σε έθιξε καθόλου;

Εξέχασες, όταν κάποτε που οδηγούσατε ένα αμάξι μ' ένα φίλο σου, επέσατε κ' οι δυό, ενώ δε αυτός έσπασε το πόδι του εσύ έμεινες σώος και αβλαβής; Λησμονείς, ότι ένας συνηλικιώτης φίλος σου, που ήταν υγιής σαν σίδερο, τώρα κάμποσον καιρόν, είναι κατάκοιτος άρρωστος και δυστυχισμένος, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν ηξεύρεις τι θα πη αρρώστια;

Γενικά, υπενθύμισε εις τον Αγαθόνικον, ένα σωρό ευεργεσίες του Θεού και τέλος συνεπλήρωσε λέγοντας: «Γνώριζε ότι όλα αυτά τα κακά απεσοβήθησαν από σένα, χάρις εις την προστασία της Παναγίας Μητέρας του Θεού, εξ αιτίας αυτής της μικρής προσευχής δια μέσου της οποίας ύψωνες κάθε μέρα την ψυχή σου σε ένωσι με τον Θεό. Από εδώ και εις το εξής πρόσεχε, μη παραλείπης την προσευχή και την ανάμνησι της Βασίλισσας των Ουρανών κι αυτή ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψη».

Μόλις είχε τελειώσει το διάβασμα, μας εκάλεσαν για το γεύμα, μετά δε απ' αυτό έχοντας καινούργιες δυνάμεις ευχαριστήσαμε και πάλι αυτούς που μας εφιλοξένησαν κ' εξεκινήσαμε για το δρόμο. Σε λίγο εχωρίσαμε, αφού ο καθένας ακολούθησε την πορεία του για τον ιδικό του προορισμό.

Μετά από πέντε ημερών πεζοπορία κατά τις οποίες εσκεπτόμουν και ξανασκεπτόμουν τις διδακτικές ιστορίες που άκουσα από τον έμπορο και τον δόκιμο απ' την Μπυελάγια - Τσερκώβ, άρχισα να πλησιάζω εις το Κίεβο. Ξαφνικά, όμως, και χωρίς κανένα λόγο, άρχισα να μελαγχολώ, να αισθάνωμαι βαρειές τις σκέψεις μου, και να καταλαμβάνωνται από ένα είδος απελπισίας. Την νοερά προσευχή του Ιησού την έκανα με κάποια δυσκολία και απροθυμία. Εν τω μεταξύ, συνήντησα ένα πυκνό δάσος με πυκνή χλόη και θάμνους και αφήνοντας τον δρόμον εμπήκα μέσα για να ξεκουραστώ λιγάκι κι άρχισα να ψάχνω για ένα καλό μέρος, που θα μπορούσα να καθήσω και ν΄ ανοίξω την «Φιλοκαλία» για να διαβάσω λίγο και να νικήσω την αθυμία που είχε καταλάβει την ψυχή μου. Ευρήκα, τέλος, μιαν ήσυχη θέσι κι άρχισα να διαβάζω «Περί των οκτώ της κακίας λογισμών» του αγίου Ιωάννου Κασσιανού του Ρωμαίου.

Όταν είχα προχωρήσει εις το διάβασμα κάπου μισήν ώρα, παρετήρησα ότι ευρισκόταν ένας άνδρας μέσα εις το ίδιο δάσος καμμιά εβδομηνταριά μέτρα απ' το μέρος όπου εκαθόμουν. Ήταν γονατισμένος και εντελώς αμίλητος. Ευχαριστήθηκα που τον είδα και νομίζοντας ότι προσεύχεται, εξηκολούθησα το διάβασμά μου. Είχε περάσει περίπου μια ώρα ακόμη όταν ξανασήκωσα το κεφάλι μου απ' το βιβλίο για να ρίξω μια ματιά γύρω. Παρετήρησα όμως ότι ο άνθρωπος που είχα ιδή, ήταν ακόμη γονατισμένος και αμετάβλητος εις την στάσιν αυτή της προσευχής. Αυτό με συνεκίνησε και με έκανε να σκεφθώ πόσοι αφωσιωμένοι δούλοι του Θεού υπάρχουν εις τον κόσμον αυτό.