fbpx

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Μετάφρασις: Παντελεήμονος Καρανικόλα
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ από το 1986

13. σελ. 139-150

Α' Ο πνευματικός:

Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει αφ' ότου για τελευταία φορά είχα ιδή τον Προσκυνητή, όταν ένα κτύπημα εις την πόρτα και μια συμπαθής γνωστή φωνή ανήγγειλε τον ερχομό του αδελφού αυτού του αφιερωμένου εις τον Θεό τον οποίον καλωσώρισα με την καρδιά μου, λέγοντας:

«Έλα μέσα, αγαπημένε μου αδελφέ, έλα να ευχαριστήσουμε μαζί τον Θεό που ευλόγησε το ταξείδι και την επάνοδό σου».

Ο προσκυνητής: 

Ευλογημένο να είναι το όνομα του Πανάγαθου Θεού, για την αφθονία των αγαθών, που σύμφωνα με την αγία Του βουλή παρέχει σε μας τους προσκυνητάς και ξένους σε ξένα μέρη.

Να με πάλιν. Ο αμαρτωλός που έφυγα τον περασμένο χρόνο. Με την βοήθεια του Θεού και το έλεός του, ξαναήλθα για να ευχαριστηθώ με το θερμό σου καλωσόρισμα.

Ασφαλώς θα περιμένης να μάθης πολλά απ' την Αγία πόλι του Θεού, την Ιερουσαλήμ εις την οποία με τόση θέρμην επιθυμούσα να πάγω για να προσκυνήσω. Αλλά οι επιθυμίες του ανθρώπου δεν εκπληρώνονται όλες όπως αυτός θέλει, αυτό δε συνέβη και μ' εμένα. Όμως δεν εκπλήττομαι γι' αυτό, γιατί πώς ημπορώ, εγώ ένας ταλαίπωρος αμαρτωλός, να φαντασθώ τον εαυτόν μου άξιο να πατήσω εις τα άγια χώματα, τα οποία άγιασαν τα πανάχραντα του Χριστού μας πόδια;

Θυμάσαι, πάτερ μου, ότι σε άφησα πέρυσι, έχοντας ένα κουφό γέρο σύντροφό μου και ένα γράμμα ενός εμπόρου από το Ιρκούτσκ προς τον γυιό του εις την Οδησσό, που τον παρακαλούσε να με στείλη εις την Ιερουσαλήμ;

Εφθάσαμε τότε εις την Οδησσό πολύ καλά και εγκαίρως. Ο σύντροφός μου έβγαλε αμέσως το εισιτήριο μ' ένα πλοίο για την Κωνσταντινούπολι και ανεχώρησεν. Εγώ άρχισα την έρευνα να βρω την διεύθυνσι του σπιτιού του γυιου του εμπόρου. Δεν άργησα, αλήθεια, να την εύρω, αλλά προς μεγάλην μου έκπληξι και θλίψιν, επληροφορήθηκα ότι αυτός που εζητούσα δεν υπήρχε πια, γιατί είχε πεθάνει ξαφνικά πριν είκοσι μέρες. Το γεγονός αυτό με έφερε σε αμηχανία, αλλά η ελπίδα προς τον Θεό δεν με εγκατέλειψε.

Όλοι του σπιτιού εθρηνούσαν και η χήρα με τρία παιδιά, ήταν τόσο πολύ θλιμμένη και απογοητευμένη, ώστε έκλαιγε νύκτα - μέρα και κάθε τόσο ελιποθυμούσε από την λύπη την πολλή. Πολλοί έλεγαν ότι δεν θα ζήση απ' τον μεγάλο της πόνο.

Την παρηγόρησα όσον ημπορούσα, αλλ' όπως ήταν φυσικό, μετά τον θάνατο του ανδρός της, δεν ήτο δυνατόν να με στείλη εις τα Ιεροσόλυμα.

Με παρεκάλεσε να μείνω σπίτι της μέχρις ότου πάη ο πεθερός της από το Ιρκούτσκ εις την Οδησσό, για να τακτοποιήση τις υποθέσεις της ορφανεμένης οικογενείας. Συμφώνησα και έμεινα.

Επέρασεν μια εβδομάδα, ένας μήνας, δύο, αλλ' αντί να έλθη αυτός που περιμέναμε, έγραψεν ότι οι δουλειές δεν του επέτρεπαν ν' αφήση το Ιρκούτσκ και να πάη στην Οδησσό, συνεβούλευε δε την χήρα να πληρώση ό,τι εχρωστούσε εις τους υπαλλήλους και να αναχωρήση αμέσως με τα παιδιά για το Ιρκούτσκ.

Άρχισεν όμως ύστερα απ' αυτό, αρκετή φασαρία εις το σπίτι για την τακτοποίησι τόσων ζητημάτων κ' εγώ αντελήφθηκα ότι έπρεπε να φύγω, πράγμα που έκανα, αφού εξέφρασα τις πολλές ευχαριστίες μου για την φιλοξενία που ευγενικά μου είχε παρασχεθή.

Ξανάρχισα, λοιπόν, και πάλι τις περιοδείες μου μέσα εις την Ρωσία. Εσκέφθηκα και ξανασκέφθηκα. Πού να πάω τώρα; Τέλος απεφάσισα να αναχωρήσω για το Κίεβο που είχα χρόνια να το επισκεφθώ.

Ανεχώρησα, λοιπόν. Φυσικά εις την αρχή εστενοχωρήθηκα διότι δεν κατώρθωσα να πραγματοποιήσω το ιερό προσκύνημά μου εις τους Αγίους Τόπους, αλλ' εσκέφθηκα έπειτα, ότι η θεία Πρόνοια θα είχε κάποιο σκοπό που δεν μου επέτρεψε να πάγω κ' έτσι ηρέμησα με την ελπίδα ότι ο Θεός που αγαπά όλους τους ανθρώπους, θα μ' εβοηθούσεν εις το μέλλον και δεν θα με εγκατέλειπε χωρίς να μου δώση κάποιαν ευκαιρία καταρτισμού και πνευματικής ωφελείας, έπειτα από ένα τόσο μεγάλο ταξείδι που είχα κάνει μέσα εις την Ρωσία.

Είχα αλήθεια συναντήσει εις το διάστημα αυτό τόσους ανθρώπους που με εδίδαξαν και με εφώτισαν για τόσα πράγματα και ζητήματα τα οποία με εβοήθησαν εις την σωτηρία της ψυχής μου. Εάν δεν είχα κάνει το μακρύ αυτό ταξείδι δεν θα είχα γνωρίσει τόσους ανθρώπους για να πάρω τόση μεγάλη ψυχικήν ωφέλεια.

Έτσι περπάτησα μιαν ολόκληρην ημέρα λέγοντας την προσευχή του Ιησού και το βράδυ όταν εσταμάτησα για να διανυκτερεύσω, εδιάβασα την «Φιλοκαλία» για να στηρίξω την ψυχή και να την παρακινήσω για την νίκη εις τον αγώνα της, εναντίον των αοράτων εχθρών της σωτηρίας της.

Εις τον δρόμο μου, σαράντα περίπου χιλιόμετρα απ' την Οδησσό, είδα το εξής περίεργο. Συνήντησα μια σειρά από τριάντα περίπου αμάξια φορτωμένα με εμπορεύματα. Παρεκάλεσα και μ' επήραν μαζί τους. Ο οδηγός του πρώτου, απ' όλα, αμαξιού, περπατούσε δίπλα εις το άλογό του, ενώ οι άλλοι άνδρες εβάδιζαν λίγο πιό κάτω, όλοι μαζί, αποτελώντας μια μεγάλην ομάδα. Όπως προχωρούσαν έφθασαν κοντά σε μια μεγάλη δεξαμενή που την διαπερνούσε ένα ρεύμα μέσα εις το οποίο, την εποχή αυτή της ανοίξεως, εκυλούσαν με θόρυβο, μαζί με το νερό, κομμάτια πάγου, που στοιβάζονταν εις τις άκρες της δεξαμενής. 

Ξαφνικά ο οδηγός του πρώτου αμαξιού, ένας νέος άνθρωπος, εσταμάτησε το άλογό του, μαζί δε με αυτό εσταμάτησαν αναγκαστικά, και όλη η υπόλοιπη σειρά των αμαξιών. Οι άλλοι αμαξηλάται έτρεξαν προς το μέρος του πρώτου, όπου έκπληκτοι τον είδαν ότι είχε αρχίσει να βγάζη τα ρούχα του. Τον ερώτησαν γιατί ξεντύνεται και αυτός απήντησεν ότι ήθελε να πάρη ένα λουτρό εις την δεξαμενή. 

Μερικοί απ' τους αμαξάδες άρχισαν να γελούν, άλλοι τον εκορόϊδευαν αποκαλώντας τον τρελλό και ο αδελφός του ο μεγαλύτερος προσπάθησε να τον σταματήση εμποδίζοντάς τον με σπρωξιές. Αυτός όμως αντιστάθηκε, μη θέλοντας με κανένα τρόπο να υπακούση εις τις προτροπές να μη κάνη το λουτρό που εσκεπτόταν. Κάμποσοι από τους νεωτέρους της παρέας άρχισαν να βγάζουν νερό απ' την δεξαμενή με τους γκουβάδες που επότιζαν τα άλογα και για αστείο το πετούσαν εις τον νέο που ήθελε να κάνη το λουτρό, λέγοντας: «Θέλεις λουτρό; Λοιπόν, εμείς θα σου κάνουμε ένα». Όπως, όμως, τον έβρεξε το νερό εφώναξε δυνατά: «Α! είναι εξαιρετικό»! κ' εκάθησε κάτω εις το έδαφος. Οι άλλοι εξηκολούθησαν ρίχνοντας το νερό, αλλ΄ ο νέος όπως ήταν καθισμένος, σιγά - σιγά ξαπλώθηκε κάτω και προς μεγάλην έκπληξιν όλων εξεψύχησεν εμπρός εις τα μάτια μας. Όλοι ετρομοκρατήθηκαν απ' το γεγονός αυτό και εσάστισαν συγχρόνως, μη μπορώντας να καταλάβουν καλά - καλά τι είχε συμβή.

Οι μεγαλύτεροι εμαζεύτηκαν γύρω απ' τον νεκρό λέγοντας ότι πρέπει να ειδοποιηθούν οι αρχές, ενώ οι άλλοι συζητούσαν ότι αυτή ήταν η μοίρα του νεαρού νεκρού και φυσικά ό,τι έγινε έτσι έπρεπε να γίνη.

Έμεινα και εγώ εκεί μαζί τους μιάν ώρα περίπου και έπειτα εξηκολούθησα τον δρόμο μου. Δυόμιση χιλιόμετρα απ' εκεί, ενώ περπατούσα, είδα ένα χωριό παραπλεύρως εις τον αμαξωτό δρόμο και όπως επλησίασα συνήντησα ένα γέρο ιερέα που περπατούσε εις τον δρόμον αυτόν. Εσκέφθηκα ότι θα μπορούσα να του διηγηθώ ό,τι είχαν μόλις ιδή τα μάτια μου, για να μπορέσω να μάθω τις σκέψεις του επάνω σ' αυτό το γεγονός. Ο παπάς μ' επήρε εις το σπίτι του, όπου ευρήκα την ευκαιρία να του διηγηθώ την ιστορία του θανάτου του νέου αμαξηλάτη και να τον παρακαλέσω να μου δώση μιαν εξήγηση. «Δεν ημπορώ να σου πω τίποτα γι' αυτό το γεγονός, αγαπητέ αδελφέ, εκτός ίσως από το ότι υπάρχουν πολλά θαυμάσια εις την φύσι, τα οποία δεν ημπορούμε να τα καταλάβουμε, έχουν δε από τον Θεό ορισθή κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να δείχνουν εις τους ανθρώπους τους νόμους του Θεού επάνω εις την φύσι καθώς και την Πρόνοιά Του περισσότερο καθαρά, διά μέσου των αλλαγών εις τους νόμους αυτούς, και των διαφόρων φαινομένων που είναι αφύσικα. 

Συνέβη κάποτε και εγώ να παρακολουθήσω μια παρόμοια περίπτωσι. Κοντά εις το χωριό μας υπάρχει ένα απότομο και βαθύ βάραθρο, όχι πολύ μακρύ και καμμιά τριανταριά μέτρα βάθος. Είναι τρομακτικό να κοιτάζης το σκοτεινό βάθος του. Γύρω του έχει κτισθή ένα τοίχωμα προστατευτικό των ανθρώπων. Ένας χωρικός εις την ενορία μου, καλός οικογενειάρχης και αξιοσέβαστος άνθρωπος, ξαφνικά, χωρίς κανένα λόγο, κατελήφθηκε από μιαν ακατανίκητη επιθυμία να πέση μέσα εις το βάραθρο. 

Επολέμησε σκληρά τον παράλογο και επικίνδυνον αυτόν πόθο μιαν ολόκληρην εβδομάδα, αλλά εις το τέλος ενικήθηκε. Εσηκώθηκε, λοιπόν, ένα πρωΐ, έτρεξε προς την χαράδρα, επήδησε το τοίχωμα και έπεσε μέσα εις το βάραθρο. Ευτυχώς άκουσαν εγκαίρως τα μουγγρητά των πόνων του και με χίλια δυό βάσανα κατώρθωσαν να τον βγάλουν, με τα δυό πόδια σπασμένα, μέσα απ' την άβυσσο που είχε πέσει.

»Όταν τον ερώτησαν γιατί έκανε αυτό το διάβημα, απήντησεν ότι αν και υπέφερε τώρα από φρικτούς πόνους, όμως του ήταν αδύνατο να αντισταθή εις την παράλογη και ακατανίκητη επιθυμία που τον εβασάνισε μιαν ολόκληρην εβδομάδα, λέγοντάς του επιτακτικά, να πέση μέσα εις το βάραθρο, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο της ζωής του.

«Έμεινεν ένα ολόκληρο χρόνο εις το νοσοκομείο. Συνήθιζα και επήγαινα και τον έβλεπα, πολλές δε φορές είδα τους γιατρούς γύρω του να τον περιεργάζωνται. Ήθελα, όπως και εσύ, ν' ακούσω από αυτούς και να μάθω την αιτία του διαβήματος αυτού. Με μια φωνή όλοι οι γιατροί μου απήντησαν ότι αυτό που έκανε ο άνθρωπος αυτός να πέση εις το βάραθρο, ήταν αποτέλεσμα τρέλλας. Όταν τους εζήτησα μιαν επιστημονικήν εξήγησι, για την περίπτωσιν αυτή που καταλαμβάνει καμμιά φορά τους ανθρώπους, δεν ημπόρεσα καμμιάν απάντησι να πάρω, εκτός από το ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι μυστικά της φύσεως, τα οποία δεν έχει ακόμη η επιστήμη ανακαλύψει.

»Εις αυτά παρετήρησα λέγοντας ότι εάν σε παρόμοιες περιστάσεις ο άνθρωπος απευθυνόταν εις τον Θεό με δυνατή προσευχή, ή αν ευρίσκοντο άνθρωποι να διδάξουν την προσευχή, σ' αυτούς που έχουν τις εκδηλώσεις αυτής της τρέλλας, είμαι βέβαιος ότι ο ακυβέρνητος αυτός παροξυσμός δεν θα κατώρθωνε να επιτύχη του καταστρεπτικού σκοπού του.

»Αλήθεια, υπάρχουν πολλά ακόμα εις την ανθρώπινη ζωή, τα οποία, δυστυχώς, δεν ημπορούμε να τα καταλάβουμε τέλεια».

Ενώ εξακολουθούσαμε την συνομιλία επάνω σ' αυτό το ζήτημα, άρχισε να βραδυάζη. Εκοιμήθηκα αυτήν την νύκτα εις του παπά. Το πρωί ο δήμαρχος έστειλε το γραμματέα του να παρακαλέση τον ιερέα για την κηδεία του νεκρού εις το κοιμητήριο και να του πη ότι οι γιατροί μετά από την νεκροψία δεν ανεκάλυψαν σημεία τρέλλας, απέδωσαν δε το θάνατο σε συγκοπή καρδίας.

«Κοίταξε τώρα, είπεν ο παπάς, απευθυνόμενος προς εμένα, η ιατρική επιστήμη δεν ημπορεί να μας ειπή ποιά ήτο η ακριβής αιτία της ακυβέρνητης ορμής που εξεδήλωσεν ο δυστυχής αυτός για το νερό».

Μετά από αυτά, εχαιρέτησα τον ιερέα και ξανάρχισα τον δρόμο μου. Ύστερα από ταξείδι κάμποσων ημερών και ενώ άρχισα να κουράζωμαι κάπως, έφθασα σε μιαν αρκετά μεγάλην εμπορική πόλι που ονομάζετο Μπυελάγια - Τσερκώβ. Επειδή είχεν αρχίσει να βραδυάζη άρχισα να ερευνώ για την νυκτερινή διαμονή μου, οπόταν εις την αγορά συνήντησα έναν άνθρωπο που εφαίνετο πως ήταν κι αυτός ταξειδιώτης. Ερωτούσε κ' εκείνος εις τα διάφορα καταστήματα για την διεύθυνσι ενός προσώπου που κατοικούσε σ' αυτό το μέρος. Μόλις με είδε ήλθε κοντά μου και μου είπε:

«Φαίνεσαι κ' εσύ να είσαι προσκυνητής σαν κ' εμένα γι' αυτό ας πάμε μαζί να βρούμε έναν άνθρωπο που μένει σ' αυτήν εδώ την πόλι και ονομάζεται Εβραιίνωφ. Είναι ένας καλός χριστιανός, έχει ένα σπουδαίο ξενοδοχείο και ευχαριστείται να φιλοξενεί προσκυνητάς. Κοίταξε, έχω την διεύθυνσί του γραμμένη».

Μ' ευχαρίστησι συμφώνησα, ύστερα δε από λίγο ευρήκαμε το σπίτι που εζητούσαμε. Αν και ο οικοδεσπότης απουσίαζεν, η σύζυγός του, μια εξαιρετική γυναίκα, μας εδέχθη με καλωσύνη και ευγένεια και μας έδωσε ένα μοναχικό δωμάτιο εις το ανώγι του σπιτιού για ν' αναπαυθούμε κάπως.

Ύστερα από λίγο ο νοικοκύρης του σπιτιού ήλθε και μας επήρε να δειπνήσουμε μαζί. Κατά το διάστημα του δείπνου εκουβεντιάσαμε συνηθισμένα πράγματα, έπειτα, όμως, η συνομιλία μας εστράφη εις την ετυμολογία του ονόματος του οικοδεσπότου, το οποίον ήτο, όπως είπαμε, Εβραιΐνωφ. «Θα σας ειπώ παράξενα πράγματα για τ' όνομά μου» είπεν ο ενδιαφερόμενος και άρχισε να διηγήται:

«Συνέβη ως εξής: Ο πατέρας μου ήτο Εβραίος. Είχε γεννηθή εις το Σκλοβ κ' εμισούσε πολύ τους χριστιανούς. Από τα νεανικά του χρόνια προπαρασκευαζόταν για να γίνη ραββίνος και εσπούδαζε κ' εμελετούσε σκληρά για να μάθη όλα τα ιουδαϊκά μυστικά και τις παραδόσεις, οι οποίες υπήρχαν, με σκοπό την κατηγορία του Χριστιανισμού. Μιαν ημέρα έτυχε να περάση μέσα από ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου συνέβη να μπλεχθεί εις τα πόδια του ένα ανθρώπινο κρανίο, που εφαίνετο πως αυτές τις ημέρες το είχαν μόλις ξεθάψει. Είχε και το κάτω σαγόνι, τα μεγάλα δε και γυμνά δόντια του του έδιναν μιαν απαίσιαν εμφάνισι. Σε μια κατάστασι μίσους εκλώτσησε το κρανίο κ' έπειτα το έφτυσε. Σε λίγο, χωρίς να αρκεσθή σ' αυτά, το επήρε και το έστησε σ' ένα στύλο, όπως στήνουν τα κρανία των ζώων για να φοβούνται τα πουλιά. Την νύκτα, όμως, εις τον ύπνο του, παρουσιάσθηκεν ένας άγνωστός του και με παράπονο μαζί και αγανάκτησι του είπε:

"Πώς ετόλμησες να ασεβήσης εις τα λείψανά μου; Εγώ είμαι χριστιανός, ενώ συ είσαι εχθρός του Χριστού"!

»Το φάντασμα αυτό παρουσιάσθηκε πολλές φορές τις νύκτες, έκανε δε τον άνθρωπον αυτόν να χάση τελείως τον ύπνο του. Έπειτα, σαν να μη έφθαναν οι νύκτες, άρχισε να τον ταλαιπωρεί και την ημέρα, κατά το διάστημα της οποίας, τα αυτιά του άκουγαν σαν ηχώ τα ίδια επιτιμητικά λόγια. Όπως επερνούσεν ο καιρός, οι εμφανίσεις του φαντάσματος εγίνοντο όλο και συχνότερες ώστε ο ταλαίπωρος, κάθε μέρα έχανεν από τις σωματικές και τις ψυχικές του δυνάμεις. Επήγεν εις τον Ραββίνο, ο οποίος του εδιάβασε ευχές και εξορκισμούς, αλλ' εις μάτην, γιατί το φάντασμα όχι μόνον δεν εξηφανίσθη αλλά παρουσιάζετο συχνότερα τώρα και ισχυρότερο.

»Το περιστατικό αυτό εγνώσθη από πολλούς, συνέβη δέ να το μάθη και ένας φίλος του έμπορος, χριστιανός, ο οποίος άρχισε να τον συμβουλεύη να ασπασθή την Χριστιανική θρησκεία, προσπαθοΰσε δε να τον πείση ότι δεν θα γλυτώση τελικά απ' το μαρτύριο αυτό αν δεν γίνη χριστιανός.

«Αλλ' ο άνθρωπος, σαν σπουδασμένος Εβραίος που ήτο, ήταν πολύ δύσκολο να απαρνηθή την θρησκεία του. Τέλος, όμως, επείσθηκε να ειπή ότι "θα κάνω ό,τι μου λες, φθάνει να με βεβαιώσης ότι θα απαλλαγώ από το μαρτύριο αυτό του φαντάσματος που μ' ευρήκε και με βασανίζει". Ο χριστιανός μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, με πολλή χαρά εφρόντισε να τον πείση να κάνη μιαν αίτησι προς τον επίσκοπο, για να τον δεχθή αυτός ως κατηχούμενον και να τον βαπτίση εις την Χριστιανικήν Εκκλησία. Η αίτησις, τέλος, συντάχθηκε και ο Εβραίος, αφού υπερνίκησε κάμποσες δυσκολίες, την υπέγραψε.

»Το θαύμα, όμως, έγινε! Μόλις υπέγραψεν ο Εβραίος την αίτησιν εκείνη, την ίδιαν αυτή στιγμήν το φάντασμα εχάθηκε και δεν εξαναφανερώθηκε.

»Η χαρά που κατέλαβε τον ταλαιπωρημένον αυτόν άνθρωπον ήτο τόσο μεγάλη, ώστε αισθάνθηκεν αμέσως ακατανίκητα, θερμή την πίστι προς τον Χριστό να τον κυριεύη. Επήγε αμέσως ο ίδιος και επεσκέφθηκε τον επίσκοπο, του εξωμολογήθη τα πάντα και εξέφρασε την θερμή του επιθυμία να βαπτισθή. Με μεγάλη προθυμία και κατάνυξιν έμαθε τα ορθόδοξα δόγματα και μετά το βάπτισμά του ήλθε κ' εγκαταστάθηκεν εις την πόλιν αυτήν εδώ. Έζησε μια πολύ αγία και ήσυχη ζωή, έκανε δε πολλές ελεημοσύνες εις τους πτωχούς. Με εδίδαξε να ζω όπως ο ίδιος έζησε την χριστιανική ζωή, προ δε του θανάτου του, μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές και την ευχή του. Εξ αιτίας αυτής της προελεύσεώς του από Εβραίους επήρε η οικογένειά μας το όνομα Εβραιίνωφ».

Παρηκολούθησα την ιστορίαν αυτή με σεβασμό και συντριβή και εβυθίστηκα σε σκέψεις, λέγοντας εις τον εαυτόν μου: «Πόσον εύσπλαγχνος και καλός είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και πόσο μεγάλη είναι η αγάπη Του! Πόσο πλούσιους τρόπους έχει να οδηγή κοντά του τους αμαρτωλούς. 

Με πόση μεγάλη σοφία χειρίζεται μικρά κι ασήμαντα γεγονότα, για να φέρη μεγάλα αποτελέσματα. Ποιος θα μπορούσε να φαντασθή ότι μια ευτελής πράξις μίσους ενός Εβραίου και ένα πεταμένο κρανίο θα έφερναν εις την αληθινή γνώσι του Χριστού έναν άνθρωπο και θα τον ωδηγούσαν να ζήση μια ζωή αγίου»;

Μετά από το δείπνο ευχαριστήσαμε τον Θεό και τον άνθρωπο που μας εφιλοξενούσε και αποχωρήσαμε εις το δωμάτιό μας. Μη θέλοντας ακόμη να πέσουμε για να κοιμηθούμε αρχίσαμε να συνομιλούμε για διάφορα πράγματα. Ο σύντροφός μου μου είπεν ότι ήταν έμπορος από το Μογκίλεβ και ότι είχε παραμείνει δυό ολόκληρα χρόνια εις την Βεσσαραβία εις ένα μοναστήρι δόκιμος. Τώρα επήγαινε εις το μέρος όπου είχε ζήσει για να πάρη την συγκατάθεσι των συγγενών του και γνωστών και να γίνη πια μοναχός.

«Τα μοναστήρια εις την Βεσσαραβία με ικανοποιούν απόλυτα. Η οργάνωσίς των η τάξις, η αυστηρά ζωή πολλών αγίων πνευματικών εκεί, είναι απαράμιλλες». Τέλος με εβεβαίωσεν ότι συγκρίνοντας τα Βεσσαραβικά με τα Ρωσικά μοναστήρια, η διαφορά που υπάρχει είναι όσον η απόστασις του ουρανού από τη γη και με παρώτρυνε να πάω και εγώ να μονάσω εκεί.

Ενώ συνωμιλούσαμε γι' αυτά τα πράγματα έφεραν ακόμη έναν άνθρωπο να μείνη εις το ίδιο δωμάτιο. Ήταν ένας έφεδρος αξιωματικός που επήγαινε σπίτι του με άδεια. Ήτο πολύ κουρασμένος απ' το ταξείδι. Είπαμε τις προσευχές μας και οι τρεις μαζί και εξαπλώσαμε για να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα εσηκωθήκαμε ενωρίς το πρωί και αρχίσαμε να ετοιμαζώμεθα για τον δρόμο, όταν ακούσαμε τις καμπάνες να κτυπούν για τον Όρθρο. Ο έμπορος και εγώ αρχίσαμε να συλλογιζώμεθα αν θα έπρεπε να ξεκινήσουμε προτού πάμε και ακούσουμε τον όρθρο, γιατί πώς θα μπορούσαμε ν' αρχίσουμε το ταξείδι χωρίς να πάμε εις την εκκλησία, μια και είχαμε ακούσει τις καμπάνες την ώρα της ετοιμασίας, πριν αναχωρήσουμε; Θα ήταν πολύ καλύτερο να πάμε να προσευχηθούμε κατά την ακολουθία του όρθρου κ' έπειτα να αρχίσουμε το ταξείδι με πιο μεγάλην ευχαρίστησι.

Την απόφασί μας αυτή την ανακοινώσαμε εις τον αξιωματικό, ο οποίος απήντησε: «Για ποιο λόγο να πάμε εις την εκκλησία, αφού έχουμε δρόμο μπροστά μας να κάνουμε; Τί θα ωφεληθή ο Θεός εάν πάμε εις τον όρθρο; Δεν είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε και να πούμε την προσευχή μας περπατώντας; Σεις οι δυο φυσικά, αν θέλετε, πηγαίνετε, εγώ όμως δεν θα έλθω μαζί σας εις την εκκλησία γιατί κατά το διάστημα του όρθρου, θα προχωρήσω δυόμιση χιλιόμετρα πάνω - κάτω και θα φθάσω έτσι γρηγορώτερα σπίτι μου»