fbpx

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 130

ΨΑΛΜΟΣ 130 - ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΠΕΡΗΦΑΝΕΥΤΗΚΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΟΥ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Κύριε, οὐχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμέ.
1 Κυριε, δεν υψώθηκε από κενοδοξίαν και υπερηφάνειαν η καρδία μου, ούτε και εσήκωσα τα μάτια μου με έπαρσιν απέναντι των άλλων. Δεν επεδίωξα δία λόγους φιλοδοξίας μεγαλεία, ούτε επεχείρησα πράγματα, που υπερβαίνουν την δύναμίν μου και την αξίαν μου, με σκοπόν να προκαλέσω τον θαυμασμόν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Δαβίδ. Κύριε, δεν περηφανεύτηκε η καρδιά μου ούτε υπεροψία είχε το βλέμμα μου· δεν καταπιάστηκα με πράγματα μεγάλα ούτε μ’ εκείνα που με ξεπερνούν.
2 εἰ μὴ ἐταπεινοφρόνουν, ἀλλὰ ὕψωσα τὴν ψυχήν μου ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, ὡς ἀνταποδώσεις ἐπὶ τὴν ψυχήν μου.
2 Εάν δεν εζούσα και δεν εφερόμην με ταπεινοφροσύνην, εάν δεν έχω εξαρτήσει όλην μου την ύπαρξιν από σε και προς σε δεν έχω υψωμένα τα βλέμματά μου, όπως το απογαλακτισμένον βρέφος προς την μητέρα του, έτσι ας ανταποδώσης εις την ψυχήν μου, τιμωρίαν μεν εάν εφέρθην με υπερηφάνειαν, αμοιβήν δε εάν έζησα με ταπεινοφροσύνην.
2 Αντίθετα, είν’ η ψυχή μου ησυχασμένη και ήρεμη, σαν βρέφος θηλασμένο στη μάνα του κοντά. Είν’ η ψυχή μου σαν το βρέφος το χορτάτο.
3 ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
3 Ολος ο Ισραηλιτικός λαός ας έχη στηριγμένας τας ελπίδας του προς τον Κυριον από τώρα και στον αιώνα του αιώνος.
3 Έλπιζε, Ισραήλ, στον Κύριο, από τώρα και παντοτινά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή, ἡ προσμονή, ἡ ἐλπίδα γιά τή λύτρωση ἀπό τό Θεό.
α2 Γιά ν' ἀφήνουμε τίς ὑποθέσεις μας στόν Κύριο.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός μετάνοια καί παρηγοριά μέ ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν.
θ "Περιέχων λαμπρόν μάθημα ταπεινοφροσύνης".

ΨΑΛΜΟΣ 111

ΨΑΛΜΟΣ 111 - Η ΗΡΕΜΗ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

Ἀλληλούϊα.

1 Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα·
1 Τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος σέβεται και ευλαβείται τον Κυριον. Αυτός με όλην του την θέλησιν θα ποθή να γνωρίζη και να εφαρμόζη τον νόμον του Θεού.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Μακάριος ο άνθρωπος που σέβεται τον Κύριο, που βρίσκει ευχαρίστηση στις εντολές του!
2 δυνατὸν ἐν τῇ γῇ ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ, γενεὰ εὐθέων εὐλογηθήσεται.
2 Ισχυροί και ακατανίκητοι θα είναι οι απόγονοί του στον κόσμον αυτόν. Ως γενεά δε δικαία θα έχουν την ευλογίαν του Θεού.
2 Πάνω στη γη θα ’ναι ισχυροί οι απόγονοί του· των τίμιων η γενιά θα ευλογηθεί.
3 δόξα καὶ πλοῦτος ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
3 Η δόξα και ο πλούτος θα υπάρχουν εις την οικογένειάν του και η δικαιοσύνη αυτού θα παραμένη εις αιώνα αιώνος.
3 Πολλά αγαθά και πλούτη θα ’χει το σπιτικό του και πάντα θα τον αποδέχεται ο Θεός.
4 ἐξανέτειλεν ἐν σκότει φῶς τοῖς εὐθέσιν ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ δίκαιος.
4 Μέσα στο σκότος της αγνοίας και της πλάνης και των δυσχερών περιστάσεων έλαμψε παρά Θεού το φως της αληθινής γνώσεως στους ευθείς κατά την καρδίαν. Διότι ο Κυριος είναι ελεήμων, οικτίρμων και δίκαιος.
4 Ακόμα και στις μαύρες ώρες, φως ανατέλλει για τους τίμιους· έχει αγάπη κι είναι σπλαχνικός και δίκαιος ο Κύριος.
5 χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· οἰκονομήσει τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει,
5 Αγαθός και χρήσιμος στους περί αυτόν είναι ο άνθρωπος εκείνος, που σπλαγχνίζεται τους άλλους, και τους δανείζει, χωρίς να δυσκολεύεται. Αυτός θα προσέχει πάντοτε τους λόγους του και τας κρίσστου, ώστε να μη θίγη τους άλλους, αλλά να τους οικοδομή.
5 Όλα πάνε καλά για κείνον που είν’ απλόχερος και τον φτωχό δανείζει· που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του σύμφωνα με το δίκαιο,
6 ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ σαλευθήσεται, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.
6 Ο δίκαιος αυτός άνθρωπος ποτέ δεν θα σαλευθή εις την πίστιν του· εις την ζωήν του ποτέ δεν θα κλονισθή, ώστε να πέση, αλλά θα μνημονεύεται δια παντός εκ μέρους των άλλων.
6 γιατί ποτέ του δε θα κλονιστεί· τον δίκαιο αιώνια θα τον μνημονεύουν.
7 ἀπὸ ἀκοῆς πονηρᾶς οὐ φοβηθήσεται· ἑτοίμη ἡ καρδία αὐτοῦ ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον.
7 Δεν θα φοβηθή τας ψευδείς και συκοφαντικάς διαδόσεις των άλλων. Η καρδία του είναι ετοίμη και σταθερά στο να ελπίζη πάντοτε στον Κυριον.
7 Φήμες κακές δεν θα φοβάται· αμετακίνητα η καρδιά του στον Κύριο ελπίζει.
8 ἐστήρικται ἡ καρδία αὐτοῦ, οὐ μὴ φοβηθῇ, ἕως οὗ ἐπίδῃ ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ·
8 Είναι στερεωμένη η καρδία του και ποτέ δεν θα φοβηθή από κανένα κίνδυνον, αλλά τουναντίον θα ίδη τους εχθρούς αυτού να ταπεινώνονται ενώπιον του.
8 Μένει το φρόνημά του ακλόνητο, προσμένει δίχως φόβο να δει των αντιπάλων του την ήττα.
9 ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ.
9 Αυτός εσκόρπισε τον πλούτον του με αγάπην. Εδωκεν στους πτωχούς. Η αρετή του και η αγάπη του μένει στον αιώνα του αιώνος και υμνείται παρά των ανθρώπων. Η δύναμίς του θα ανυψωθή εις μεγάλο ύψος δόξης.
9 Μοίρασε γενναιόδωρα, έδωσε στους φτωχούς, θα ’ναι πιστός παντοτινά στον Κύριο· θ’ αυξαίνει η δύναμή του μες στη δόξα.
10 ἁμαρτωλὸς ὄψεται καὶ ὀργισθήσεται, τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ βρύξει καὶ τακήσεται· ἐπιθυμία ἁμαρτωλοῦ ἀπολεῖται.
10 Ο αμαρτωλός θα ίδη αυτά και θα καταληφθή από οργήν. Θα τρίξη τα δόντια του, θα λυώση από τον φθόνον του, αλλά αι φθονεραί επιθυμίαι του, όπως και κάθε πονηρά επιθυμία του αμαρτωλού ανθρώπου, θα χαθή, θα πέση στο κενόν.
10 Ο ασεβής το βλέπει κι εξαγριώνεται, τρίζει τα δόντια του και λιώνει· η επιθυμία των ασεβών θ’ αφανιστεί.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Δοξολογία στό Θεό.
α2 Γι' αὐτούς πού πάνε νά διαγωνιστοῦν σέ ἐξετάσεις μαθημάτων.
β Γιά μακαρισμό.
γ Γιά νά φυλάξη ὁ Θεός τούς στρατιῶτες, ὅταν πηγαίνουν στόν πόλεμο.
ε "Εἶναι ἠθικότατος. Προσφέρειν τοῖς βουλομένοις (ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν) διδασκαλίαν εὐσεβείας".
ζ Περιγράφεται ὁ θρίαμβος τοῦ δικαίου, τοῦ ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνθρώπου καί ἰδιαίτερα τό ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης, ὡς ἔργου ἀληθοῦς λατρείας.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 113

ΨΑΛΜΟΣ 113 - ΟΤΑΝ Ο ΙΣΡΑΗΛ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐν ἐξόδῳ Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, οἴκου Ἰακὼβ ἐκ λαοῦ βαρβάρου,
1 Οταν ο ισραηλιτικός λαός επραγματοποίησε την έξοδόν του από την Αίγυπτον, όταν οι απόγονοι του Ιακώβ ελεύθεροι απεμακρύνθησαν από τον βάρβαρον αιγυπτιακόν λαόν,
1 Όταν οι Ισραηλίτες φύγαν απ’ την Αίγυπτο, οι απόγονοι του Ιακώβ απ’ τον ξενόγλωσσο λαό,
2 ἐγενήθη Ἰουδαία ἁγίασμα αὐτοῦ, Ἰσραὴλ ἐξουσία αὐτοῦ.
2 τότε κυρίως η Ιουδαία εξεχωρίσθη από τα αλλά ειδωλολατρικά έθνη και έγινε αφιερωμένη στον Θεόν, ο δε ισραηλιτικός λαός, ετέθη υπό την ιδιαιτέραν διακυβέρνησιν και πρόνοιαν του Θεού. Αυτό άλλως τε μαρτυρεί το πλήθος των θαυμαστών έργων.
2 έγινε ο Ιούδας του Κυρίου ο άγιος χώρος κι η επικράτειά του ο Ισραήλ.
3 ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω·
3 Η Ερυθρά Θαλασσα είδε τον ισραηλιτικον λαόν και υπεχώρησε, σχισθείσα εις δύο. Ο Ιορδάνης ποταμός ανέκοψε το ρεύμα του και εστράφη εις τα οπίσω, δια να δώση δίοδον στους Ισραηλίτας.
3 Η θάλασσα τον είδε και υποχώρησε, ο Ιορδάνης και γύρισε πίσω.
4 τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡσεὶ κριοὶ καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων.
4 Τα όρη εσκίρτησαν από αγαλλίασιν ωσάν κριοι και τα βουνά σαν τα αρνάκια των προβάτων.
4 Σκιρτήσαν τα βουνά σαν τα κριάρια κι οι λόφοι σαν τα πρόβατα.
5 τί σοί ἐστι, θάλασσα, ὅτι ἔφυγες, καὶ σύ, Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τὰ ὀπίσω;
5 Τι συνέβη εις σέ, ω θάλασσα, που εσχίσθης εις δύο και υπεχώρησες προ των Ισραηλιτών, και συ, Ιορδάνη, που ανέκοψες την ροήν σου προς την θάλασσαν, και εγύρισες προς τα οπίσω;
5 Τι έπαθες, θάλασσα, κι υποχωρείς κι εσύ Ιορδάνη και γυρίζεις πίσω;
6 τὰ ὄρη, ὅτι ἐσκιρτήσατε ὡσεὶ κριοί, καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων;
6 Διατί σεις, όρη του Σινά, εσκιρτήσατε ωσάν κριοι και τα βουνά ωσάν αρνάκια προβάτων;
6 Γιατί, βουνά, σκιρτάτε σαν κριάρια και λόφοι εσείς σαν πρόβατα;
7 ἀπὸ προσώπου Κυρίου ἐσαλεύθη ἡ γῆ, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ Ἰακὼβ
7 Εγιναν αυτά, επειδή εσημειώθη εκεί η παρουσία του Κυρίου. Εσείσθη η γη με την εμφάνισίν του Θεού του Ιακώβ.
7 Τρέμε η γη την παρουσία του Κυρίου, την παρουσία του Θεού του Ιακώβ,
8 τοῦ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ τὴν ἀκρότομον εἰς πηγὰς ὑδάτων.
8 Αυτού, ο οποίος μετέβαλε τον ξηρόν βράχον εις λίμνας υδάτων και τον απότομον σκληρόν γρανίτην εις πηγάς υδάτων.
8 που λίμνη με νερό έκανε το βράχο και νερομάνα την πέτρα τη σκληρή.
9 μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν, ἐπὶ τῷ ἐλέει σου καὶ τῇ ἀληθείᾳ σου,
9 Εγιναν αυτά προς χάριν ημών. Ομως οχι προς ημάς, Κυριε, οχι προς ημάς, αλλά στο πάντιμον Ονομά σου δώσε δόξαν. Εις σε και μόνον πρέπει η δόξα δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, που έδειξες και δεικνύεις προς ημάς, και δια την αλήθειαν, την οποίαν μας φανέρωνεις.
9 Όχι σ’ εμάς, Κύριε, όχι σ’ εμάς, αλλά σ’ εσένα δώσε δόξα! Γιατί εσύ έχεις αγάπη κι είσαι αξιόπιστος!
10 μήποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν;
10 Σώζε μας πάντοτε σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, δια να μη καταστραφώμεν και είπουν τα ειδωλολατρικά έθνη· Που είναι, λοιπόν, ο Θεός των;
10 Ας μη λέν’ οι ειδωλολάτρες: «Πού είναι ο Θεός τους;»
11 ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε.
11 Και όμως ο Θεός μας υπάρχει παντού, στον ουρανόν και εις την γην, και όλα τα έργα, τα οποία ηθέλησε και θέλει, έπραξε και πράττει.
11 Ο Θεός μας βρίσκεται στους ουρανούς, κάνει ό,τι αυτός θέλει.
12 τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων·
12 Αντιθέτως τα είδωλα των εθνών είναι κατασκευασμένα από άργυρον και χρυσόν, έργα ανθρωπίνων χειρών,
12 Τα είδωλα εκείνων είν’ από ασήμι και χρυσάφι· έργα από χέρια ανθρώπινα.
13 στόμα ἔχουσι, καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, καὶ οὐκ ὄψονται,
13 που έχουν στόμα άλλα δεν ημπορούν να ομιλήσουν, έχουν οφθαλμούς και δεν ημπορούν να ίδουν,
13 Στόμα έχουν αλλά δε μιλούν· μάτια έχουν μα δε βλέπουν.
14 ὦτα ἔχουσι, καὶ οὐκ ἀκούσονται, ῥῖνας ἔχουσι, καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται,
14 έχουν αυτιά αλλά δεν ακούουν, έχουν ρίνας και δεν ημπορούν να οσφρανθούν.
14 Έχουν αυτιά αλλά δεν ακούν· μύτη, μα οσμές δε νιώθουν.
15 χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν.
15 Εχουν χέρια, αλλά δεν δύνανται να ψηλαφήσουν, έχουν πόδια, χωρίς και να ημπορούν να βαδίσουν, ούτε δύνανται να αρθρώσουν λέξιν από τους λάρυγγας αυτών.
15 Χέρια έχουν αλλά δεν αγγίζουνε, πόδια αλλά δε βαδίζουν· απ’ το λαρύγγι τους δεν βγάζουνε φωνή.
16 ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.
16 Ομοιοι με τα είδωλα αυτά, τα νεκρά και τα άψυχα, ας γίνουν και εκείνοι, οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όλοι εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν εις αυτά.
16 Ας εξομοιωθούν μ’ αυτά οι κατασκευαστές τους και όλοι που ελπίζουνε σ’ αυτά.
17 οἶκος Ἰσραὴλ ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.
17 Ο δε Ισραηλιτικός λαός ήλπισεν απ' αρχής και θα ελπίζη στον Κυριον, διότι αυτός είναι βοηθός εις τας ανάγκας του, υπερασπιστής στους διαφόρους κινδύνους, που τον απειλούν.
17 Εσείς όμως οι Ισραηλίτες στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.
18 οἶκος Ἀαρὼν ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.
18 Ο ιερατικός οίκος του Ααρών ήλπισε και ελπίζει προς τον Κυριον. Βοηθός και υπερασπιστής αυτών είναι ο αληθινός Θεός.
18 Οι ιερείς, οι απόγονοι του Ααρών, στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.
19 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.
19 Οι προσήλυτοι από τα διάφορα ειδωλολατρικά έθνη, που σέβονται τον αληθινόν Θεόν, ήλπισαν και ελπίζουν εις αυτόν. Διότι είναι βοηθός και υπερασπιστής των.
19 Εσείς τον Κύριο που σέβεστε, στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.
20 Κύριος μνησθεὶς ἡμῶν εὐλόγησεν ἡμᾶς, εὐλόγησε τὸν οἶκον Ἰσραήλ, εὐλόγησε τὸν οἶκον Ἀαρών,
20 Ο Κυριος μας ενθυμείται, μας έχει πάντοτε προ οφθαλμών, μας ηυλόγησε με την προστασίαν και τα αγαθά του και θα μας ευλογή. Θα ευλογήση την ιερατικήν οικογενειάν του Ααρών!
20 Ο Κύριος μας θυμάται και θέλει να μας ευλογεί. Ας ευλογεί τους Ισραηλίτες! Ας ευλογεί τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών!
21 εὐλόγησε τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, τοὺς μικροὺς μετὰ τῶν μεγάλων.
21 Θα ευλογήση τους προσηλύτους, οι οποίοι τον σέβονται, τους μικρούς μαζή με τους μεγάλους.
21 Ας ευλογεί εκείνους που τον σέβονται και τους μικρούς, όπως και τους μεγάλους!
22 προσθείη Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς, ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν.
22 Είθε να προσθέση ο Κυριος εις σας, εις σας και εις τα τέκνα σας νέας ευλογίας.
22 Να σας χαρίζει απογόνους άφθονους ο Κύριος!
23 εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
23 Είθε να είσθε σεις ευλογημένοι παρά του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου, ο οποίος εδημιούργησε το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
23 Ευλογημένοι να ’στε εσείς από τον Κύριο, εκείνον που τον ουρανό έφτιαξε και τη γη!
24 ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ, τὴν δὲ γῆν ἔδωκε τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων.
24 Ο υπεράνω του ουρανού των αστέρων υπέρτατος ουρανός ανήκει στον Κυριον ως ίδικόν του κατ' εξοχήν ενδιαίτημα· την γην όμως έδωκεν ως κατοικίαν στους ανθρώπους.
24 Οι ουρανοί ανήκουν μόνο στον Κύριο· αλλά τη γη την εμπιστεύτηκε στους ανθρώπους.
25 οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί σε, Κύριε, οὐδὲ πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου,
25 Βοήθησέ μας, Κυριε, να ζήσωμεν ειρηνικοί και μακροχρόνιοι εδώ εις την γην, δια να σε δοξάζωμεν, διότι οι νεκροί δεν σε δοξάζουν, Κυριε. Αυτοί, οι οποίοι κατεβαίνουν κάτω στο σκότος του άδου, δεν σε ενθυμούνται και δεν σε δοξολογούν.
25 Αυτοί που αινούν τον Κύριο δεν είναι οι νεκροί· κανένας απ’ αυτούς, που στης σιωπής τον τόπο κατεβαίνουν.
26 ἀλλ᾿ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογήσομεν τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
26 Αλλά ημείς, που ζώμεν, θα δοξολογήσωμεν τον Κυριον καθ' όλην την ζωήν μας και τώρα και δια δε των απογόνων μας στους αιώνας των αιώνων.
26 Αλλά εμείς ας ευλογήσουμε τον Κύριο, και τώρα και για πάντα! Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ἀσύγκριτος Θεός μας.
α2 Γιά νά βροῦνε θεραπεία οἱ ἀδύναμοι ἄνθρωποι.
β Γιά νά ἐνθυμεῖσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός. Οἱ δέ ἄνθρωποι εἶναι ἀχάριστοι
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τά καθυστερημένα διανοητικά παιδιά.
ε "Εὐχαριστήριος ψ. πρός τόν Θεόν. Διηγεῖται δέ τάς εὐεργεσίας, ὁπού παλιά ἔκαμεν ὁ Θεός εἰς τούς Ἰουδαίους, καί ἀνυμνεῖ μέν τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, κατηγορεῖ δέ τήν ἀσθένειαν τῶν εἰδώλων".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 114

ΨΑΛΜΟΣ 114 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠ' ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἠγάπησα, ὅτι εἰσακούσεται Κύριος τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου,
1 Ηγάπησά με όλην μου την καρδιά τον Κυριον, διότι έκαμε δεκτήν και θα κάμνη και στο μέλλον δεκτήν την θερμήν προσευχήν μου.
1 Τον Κύριο τον αγαπώ, γιατί ακούει τη φωνή μου όταν του δέομαι.
2 ὅτι ἔκλινε τὸ οὖς αὐτοῦ ἐμοί, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις μου ἐπικαλέσομαι.
2 Διότι έκλινε το αυτί του προς εμέ, και εγώ θα τον επικαλούμαι εις όλας τας ημέρας της ζωής μου.
2 Στρέφεται με προσοχή σ’ εμένα· σ’ όλη μου τη ζωή θα τον καλώ.
3 περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, κίνδυνοι ᾅδου εὕροσάν με· θλῖψιν καὶ ὀδύνην εὗρον,
3 Θανάσιμοι πόνοι και αγωνίαι θανάτου με έχουν περικυκλώσει. Φοβεροί κίνδυνοι με ευρήκαν, οι οποίοι απειλούν να με κρημνίσουν στον άδην. Θλίψιν και οδύνην συνήντησα εις την πορείαν της ζωής μου.
3 Μ’ είχαν ζωσμένο οι πόνοι του θανάτου κι η φρίκη του άδη μ’ είχε δέσμιο· η αγωνία και η θλίψη με κρατούσαν.
4 καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπεκαλεσάμην· ὦ Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου.
4 Υπό το κράτος των αγωνιωδών αυτών περιστάσεων επεκαλέσθην δια της προσευχής το όνομα του Κυρίου και είπα· Ω Κυριε, σώσε την ζωήν μου από τους τρομερούς κινδύνους.
4 Τότε στον Κύριο φώναξα: «Αχ, Κύριε, γλίτωσέ με!»
5 ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ δίκαιος, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ.
5 Ο Κυριος είναι εύσπλαγχνος και δίκαιος. Αυτός στέλλει πλούσια τα ελέη του προς ημάς.
5 Ο Κύριος αγαπάει κι είναι δίκαιος, ο Θεός μας είναι σπλαχνικός.
6 φυλάσσων τὰ νήπια ὁ Κύριος· ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με.
6 Ο Κυριος φυλάσσει τα νήπια, τους αδυνάτους, τους ακάκους και αδόλους κατά την καρδίαν ανθρώπους. Εγώ εταπεινώθην ως ένα νήπιον ενώπιόν του και ο Κυριος δια την ταπείνωσίν μου αυτήν με έσωσε.
6 Ο Κύριος προστατεύει τους απλούς· ήμουν αδύνατος και μ’ έσωσε.
7 ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε,
7 Ω ψυχή μου, σύνελθε από την ταραχήν και ατονίαν, εις την οποίαν έχεις περιπέσει. Ξαναγύρισε εις την προτέραν σου ανάπαυσιν και ειρήνην, διότι ο Κυριος σε έχει πλέον ευεργετήσει.
7 Ηρέμησε, ψυχή μου, γιατί ο Κύριος σ’ ευεργέτησε.
8 ὅτι ἐξείλετο τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος.
8 Πράγματι ο Κυριος εγλύτωσε την ζωήν μου από τον θάνατον, τους οφθαλμούς μου τους απήλλαξεν από τα δάκρυα και τους πόδας μου τους διεφύλαξεν από ολισθήματα.
8 Λύτρωσε τη ζωή μου από το θάνατο, τα μάτια μου απ’ τα δάκρυα, τα πόδια μου απ’ την πτώση.
9 εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου, ἐν χώρᾳ ζώντων.
9 Δια τούτο, εφ' όσον θα ζω, εφ' όσον θα υπάρχω εις την γην των ζώντων ανθρώπων, θα προσπαθώ να πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον Κυρίου.
9 Ώστε να περπατώ ενώπιον του Κυρίου στη γη των ζωντανών.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος τοῦ Πάσχα. Ὁ Θεός μαζί μέ τόν λαό Του.
α2 Εὐχαριστήρια προσευχή.
Διαβάζεται κάθε μέρα
β Γιά τήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό γιά τήν βοήθειά Του ὅταν σέ καταδίωκαν.
γ Γιά νά δίνη ὁ Θεός εὐλογίες καί παρηγοριά στά δυστυχισμένα φτωχά παιδάκια, γιά νά μήν περιφρονοῦνται ἀπό τά παιδιά τῶν πλουσίων καί θλίβονται.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή).
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 115

ΨΑΛΜΟΣ 115 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠ' ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα· ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην σφόδρα.
1 Επίστευσα στον Θεόν, και, φωτιζόμενος από αυτήν την πίστιν, ωμίλησα την αλήθειαν και είπα· εξ αιτίας των πολλών θλίψεων εταπεινώθηκα πάρα πολύ.
1 Ακλόνητη έμενε η εμπιστοσύνη μου ακόμα κι όταν έλεγα: «Είμ’ εξουθενωμένος!»
2 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης.
2 Εγώ δε εις κατάστασιν εκστάσεως και αναταραχής ευρισκόμενος είπα· Καθε άνθρωπος είναι ψεύστης· εις αυτόν, λοιπόν, θα στηριχθώ η στον παντοδύναμον και αληθινόν Θεόν;
2 Έφτασα στην απόγνωση και είπα: «Κανέναν δεν μπορώ να εμπιστευτώ».
3 τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;
3 Τι ανταποδώσω στον Κιριον δι' όλας τας ευεργεσίας τας οποίας έχει κάμει προς εμέ;
3 Στον Κύριο τι μπορώ ν’ αντιπροσφέρω για όλες τις ευεργεσίες που μου έκανε;
4 ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι.
4 Θα πάρω και θα πιώ οίνον από το ποτήριον της ειρηνικής θυσίας, που του προσφέρω δια την σωτηρίαν μου, και πλήρης ευγνωμοσύνης θα αναφέρω και θα επικαλεσθώ το όνομα του Κυρίου.
4 Της σωτηρίας το ποτήρι θα υψώσω και του Κυρίου τ’ όνομα θα ομολογήσω.
5 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
5 Τα τάματα, τα οποία έχω κάμει, θα τα αποδώσω προς τον Κυριον έμπροσθεν όλου του λαού.
5 Θα εκπληρώσω ό,τι έταξα στον Κύριο, σ’ όλο του το λαό μπροστά.
6 τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ.
6 Τιμά ο Θεός, βραβεύει και δοξάζει τους αφωσιωμένους εις αυτόν, όταν μάλιστα αποθνήσκουν δια την αγάπην και την δόξαν του.
6 Δεν είν’ αδιάφορος στον Κύριο ο θάνατος των πιστών του.
7 ὦ Κύριε, ἐγὼ δοῦλος σός, ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου. διέῤῥηξας τοὺς δεσμούς μου,
7 Ω Κυριε, εγώ είμαι δούλος ιδικός σου, είμαι δούλος ιδικός σου, παιδί της δούλης σου. Συ έθραυσες τις αλυσίδες των μεγάλων και πολλών δεινών μου, εξ αιτίας των οποίων εκινδύνευα να αποθάνω.
7 Αχ, Κύριε, εγώ είμαι δούλος σου· δούλος σου και της δούλης σου παιδί· έλυσες τα δεσμά μου.
8 σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι.
8 Εις σε λοιπόν θα προσφέρω θυσίαν δοξολογίας δια την διάσωσίν μου και το Ονομά σου το σεδαστόν επικαλούμαι και θα επικαλούμαι.
8 Θα σου προσφέρω ευχαριστίας θυσία· και Κύριό μου θα σε ομολογήσω.
9 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,
9 Τα τάματά μου προς τον Κυριον θα τα εκπληρώσω εγώ δημοσία, ενώπιον όλου του λαού του,
9 Θα εκπληρώσω ό,τι έταξα στον Κύριο μπροστά σ’ όλο του το λαό,
10 ἐν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου ἐν μέσῳ σου, Ἱερουσαλήμ.
10 εκεί, εις τας αυλάς του ναού του Κυρίου εντός της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ.
10 μες στις αυλές του οίκου του Κυρίου, στο μέσο σου, Ιερουσαλήμ. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ζωντανός Θεός. Τά ἄψυχα εἴδωλα.
α2 Ἡ ὁμαδική προσευχή γιά κάθε κακό.
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
Ὅταν πιστεύης ὅπως θέλη ὁ Θεός.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τό φοβερό πάθος τοῦ ψεύδους.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή ὁλοκληρωτικῆς ὑποταγῆς καί ἀκράδαντης ἐλπίδας στόν Θεό καί ὄχι σέ ἀνθρώπους, πλοῦτο καί ἄλλα ὑλικά πράγματα.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος".

ΨΑΛΜΟΣ 117

ΨΑΛΜΟΣ 117 - ΘΑ ΖΗΣΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΗΓΟΥΜΑΙ ΟΣΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΚΑΝΕ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
1 Δοξολογείτε συνεχώς και ευχαριστείτε τον Κυριον, διότι είναι πανάγαθος, διότι αιώνιον και πλουσιόδωρον είναι το έλεός του.
1 Τον Κύριο δοξολογείτε, γιατί είν’ καλός· κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
2 εἰπάτω δὴ οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
2 Ας διακηρύξη όλος ο ισραηλιτικός λαός, ότι είναι πανάγαθος, διότι είναι αιώνιον και πλουσιόδωρον το έλεός του.
2 Ας πει ο Ισραήλ: «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!»
3 εἰπάτω δὴ οἶκος Ἀαρὼν ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
3 Ας διαλαλήση το ιερατικόν γένος του Ααρών, ότι είναι πανάγαθος, ότι αιώνιον και πλουσιόδωρον είναι το έλεός του.
3 Ας πουν, λοιπόν, οι ιερείς, οι απόγονοι του Ααρών: «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!»
4 εἰπάτωσαν δὴ πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
4 Ας διαλαλήσουν, λοιπόν, όλοι όσοι ευλαβούνται τον Κυριον, οι προσήλυτοι εκ των εθνών, ότι ο Κυριος είναι πανάγαθος, ότι αιώνιον και πλουσιόδωρον είναι το έλεός του.
4 Ας πουν εκείνοι που τον Κύριο σέβονται: «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!»
5 ἐκ θλίψεως ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον, καὶ ἐπήκουσέ μου εἰς πλατυσμόν.
5 Οταν ευρισκόμην εις μεγάλην θλίψιν, παρεκάλεσα τον Κυριον και ο Κυριος έκαμε δεκτήν την προσευχήν μου και μου έστειλεν άνεσιν.
5 Μέσα στη θλίψη επικαλέστηκα τον Κύριο κι ο Κύριος αποκρίθηκε ελευθερώνοντάς με.
6 Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.
6 Οταν ο Κυριος είναι βοηθός και συμπαραστάτης μου, δεν θα φοβηθώ ποτέ από τας απειλάς και τας κακότητας του οιουδήποτε ανθρώπου.
6 Ο Κύριος είναι βοηθός μου, τίποτα δε φοβάμαι· τι θα μου κάνουν οι άνθρωποι;
7 Κύριος ἐμοὶ βοηθός, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς ἐχθρούς μου.
7 Ο Κυριος είναι ο παντοδύναμος βοηθός μου, δια τούτο και θα ίδω ταπεινωμένους προ των ποδών μου τους εχθρούς μου.
7 Ο Κύριος είν’ η βοήθειά μου και δίχως φόβο θα κοιτώ όσους μ’ εχθρεύονται.
8 ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ᾿ ἄνθρωπον·
8 Είναι ασυγκρίτως προτιμότερον και επωφελέστερον να έχη κανείς στηριγμένην την πεποίθησίν του στον Κυριον η να εμπιστεύεται τον εαυτόν του στους ανθρώπους.
8 Καλύτερα στον Κύριο κανείς να καταφεύγει, παρά να ελπίζει σε άνθρωπο.
9 ἀγαθὸν ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον ἢ ἐλπίζειν ἐπ᾿ ἄρχουσι.
9 Προτιμότερον και επωφελέστερον είναι να ελπίζη κανείς στον Κυριον, παρά να ελπίζη εις την βοήθειαν των αρχόντων.
9 Καλύτερα στον Κύριο κανείς να καταφεύγει, παρά να ελπίζει σε άρχοντες.
10 πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς·
10 Ολα τα γύρω έθνη έχθρικώς με περιεκύκλωσαν, εγώ όμως με το όνομα του Κυρίου, το οποίον και επεκαλέσθην, τους απέκρουσα και υπερήσπισα τον εαυτόν μου.
10 Όλα με περικύκλωσαν τα έθνη· μα στου Κυρίου το όνομα τους κατατρόπωσα.
11 κυκλώσαντες ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
11 Με πολλήν ορμήν και μανίαν με περιεκύκλωσαν, και εγώ εν ονόματι Κυρίου τους απέκρουσα.
11 Σφιχτά με κύκλωσαν απ’ όλες τις μεριές· μα στου Κυρίου το όνομα τους κατατρόπωσα.
12 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ μέλισσαι κηρίον καὶ ἐξεκαύθησαν ὡς πῦρ ἐν ἀκάνθαις, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
12 Με περιεκύκλωσαν, όπως περικυκλώνουν αι μέλισσαι την κηρήθραν, ήναψε πυρκαϊά μανίας μέσα των εναντίον μου, ωσάν η φωτιά εις τα αγκάθια. Και εγώ εν ονόματι Κυρίου τους απέκρουσα.
12 Με κύκλωσαν καθώς οι μέλισσες· μα στου Κυρίου τ’ όνομα τους κατατρόπωσα. Γρήγορα πάψαν οι επιθέσεις τους, όπως σβύνει η φωτιά σαν καίει αγκάθια.
13 ὠσθεὶς ἀνετράπην τοῦ πεσεῖν, καὶ ὁ Κύριος ἀντελάβετό μου.
13 Με έσπρωξαν εχθρικαί χείρες, έχασα την ισορροπίαν μου και εκινδύνευσα να πέσω κάτω, αλλά ο Κυριος με έπιασε με το χέρι του και με εστήριξε.
13 Με δύναμη με σπρώξαν για να πέσω, μα ο Κύριος με βοήθησε.
14 ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος καὶ ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν.
14 Ο Κυριος είναι η δύναμίς μου, είναι η δοξολογία μου, αυτός πάντοτε υπήρξε δι' εμέ σωτήρ.
14 Δύναμή μου και ύμνος μου ο Κύριος, εκείνος μ’ έσωσε.
15 φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας ἐν σκηναῖς δικαίων· δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν,
15 Φωναί χαράς και αγαλλιάσεως, λόγω της σωτηρίας μας, ακούονται εις τας κατοικίας των δικαίων Ισραηλιτών. Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου επραγματοποίησεν έργα δυνατά και αξιοθαύμαστα.
15 Φωνή αγαλλίασης και σωτηρίας μες στων δικαίων τις σκηνές: «Ο Κύριος έδειξε τη δύναμή του, νίκησε τους εχθρούς.
16 δεξιὰ Κυρίου ὕψωσέ με, δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν.
16 Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου με ύψωσε και με εδόξασε, η δεξιά του Κυρίου επραγματοποίησεν έργα δυνατά και θαυμαστά.
16 Το χέρι του υψώθη σε σημείο νίκης· ο Κύριος με τη δύναμή του νίκησε τους εχθρούς!»
17 οὐκ ἀποθανοῦμαι, ἀλλὰ ζήσομαι καὶ διηγήσομαι τὰ ἔργα Κυρίου.
17 Πιστεύω απολύτως εις την παντοδύναμον βοήθειάν του και διαλαλώ, ότι δεν θα αποθάνω εγώ και ο λαός μου, αλλά θα ζήσωμεν και θα διηγούμεθα τα θαυμαστά και καταπληκτικά αυτά έργα του Κυρίου.
17 Δε θα πεθάνω αλλά θα ζήσω και θα διηγούμαι όσα έκανε ο Κύριος.
18 παιδεύων ἐπαίδευσέ με ὁ Κύριος καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκέ με.
18 Δια μέσου πολλών δοκιμασιών και παιδαγωγικών θλίψεων με επαιδαγώγησε και με ετιμώρησεν ο Κυριος, αλλά δεν με παρέδωκεν στον θάνατον και τον αφανισμόν.
18 Με παίδεψε ο Κύριος πολύ αλλά δε μ’ έδωσε στο θάνατο.
19 ἀνοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης· εἰσελθὼν ἐν αὐταῖς ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ.
19 Και τώρα σεις, ιερείς, ανοίξατέ μου τας πύλας του ναού του Θεού. Θα εισέλθω εις τας αυλάς του ναού και θα δοξολογήσω τον Κυριον.
19 Ανοίξτε μου τις πύλες της δικαιοσύνης· να μπω και να δοξάσω τον Κύριο.
20 αὕτη ἡ πύλη τοῦ Κυρίου, δίκαιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ.
20 Αύτη είναι η πύλη του ναού του Κυρίου και μόνον δίκαιοι και ενάρετοι έχουν το δικαίωμα να διέλθουν δι' αυτής προς τον ναόν.
20 «Αυτή είναι του Κυρίου η πύλη· οι δίκαιοι απ’ αυτήν θα μπουν».
21 ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι ἐπήκουσάς μου καὶ ἐγένου μοι εἰς σωτηρίαν.
21 Εγώ, Κυριε, θα σε δοξολογήσω δια τα μεγαλεία σου, θα εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου δια τας ευεργεσίας σου, διότι ήκουσες ευμενώς και εδέχθης την προσευχήν μου και ανεδείχθης σωτήρ μου.
21 Επειδή μ’ αποκρίθηκες και μ’ έσωσες, Κύριε, θα σε δοξολογώ.
22 λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας·
22 Εγώ, που εις την περίστασιν αυτήν προεικονίζω και προαναγγέλλω τον σωτήρα, ομοιάζω με λίθον, τον οποίον κατεφρόνησαν οκνηροί και ανίκανοι οικοδόμοι. Αυτός όμως ο λίθος έγινεν εις τας χείρας του εμπείρου οικοδόμου θεμέλιος και ακρογωνιαίος λίθος του θείου οικοδομήματος.
22 Η πέτρα που οι οικοδόμοι την παραπέταξαν, έγινε το σημαντικότερο αγκωνάρι.
23 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
23 Αυτή η πνευματική οικοδομή, η Εκκλησία της λυτρώσεως και σωτηρίας, εθεμελιώθη και οικοδομήθη εκ μέρους του Κυρίου και είναι αξιοθαύμαστος στους οφθαλμούς μας.
23 Ο Κύριος έκανε αυτό το θαύμα κι εμείς το ’χουμε δει.
24 αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.
24 Αυτή είναι η πανηγυρική και χαρμόσυνος ημέρα, την οποίαν ο Κυριος έκαμε. Ας αγαλιασθώμεν και ας ευφρανθώμεν κατ' αυτήν.
24 Αυτή ’ναι η μέρα η γιορτινή, είναι του Κυρίου το έργο· ας νιώσουμε αγαλλίαση και ευφροσύνη τη μέρα αυτή!
25 ὦ Κύριε, σῶσον δή, ὦ Κύριε, εὐόδωσον δή.
25 Ω Κυριε, σώσον λοιπόν τον λαόν σου. Κατευόδωσον αυτόν, στο να επιτύχη τον προορισμόν του.
25 Έλα, λοιπόν, να μας βοηθήσεις, Κύριε δώσ’ μας επιτυχία και προκοπή.
26 εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐξ οἴκου Κυρίου.
26 Ευλογημένος ας είσαι συ, ο ευσεβής ισραηλιτικός λαός, ο οποίος έρχεσαι στον ναόν του Κυρίου. Εις σας τους ευλαβείς δίδομεν τας ευλογίας, αι οποίαι αναβλύζουν από τον ναόν του Κυρίου.
26 «Ευλογημένος ας είν’ εκείνος που έρχεται στ’ όνομα του Κυρίου! Σας ευλογούμε απ’ του Κυρίου το ναό!
27 Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· συστήσασθε ἑορτὴν ἐν τοῖς πυκάζουσιν ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου.
27 Ο Θεός και Κυριος μας μας εφώτισε με το φως της θείας του παρουσίας· Οργανώσατε και ευτρεπίσατε εορταστικήν πομπήν, κρατούντες πυκνοφύλλους κλάδους και προχωρούντες μέχρι των κεράτων του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων.
27 Ο Κύριος είν’ ο Θεός, μας γέμισε χαρά· σύρτε λατρευτικό χορό, με τα κλαδιά στα χέρια, ίσαμε του θυσιαστηρίου τα κέρατα!»
28 Θεός μου εἶ σύ, καὶ ἐξομολογήσομαί σοι· Θεός μου εἶ σύ, καὶ ὑψώσω σε· ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι ἐπήκουσάς μου καὶ ἐγένου μοι εἰς σωτηρίαν.
28 Και ο λαός απαντά· Συ, Κυριε, είσαι ο Θεός μου, και σε εγώ θα δοξολογώ πάντοτε. Συ είσαι ο Θεός μου και εγώ θα ανυμνώ το μεγαλείον και την δόξαν σου. Θα σε δοξολογώ δια το μεγαλείον σου, θα σε ευγνωμονώ δια τας ευεργεσίας σου, διότι, Κυριε, έκαμες δεκτήν την προσευχήν μου και έγινες ο σωτήρ μου.
28 Εσύ ’σαι ο Θεός μου και σε υμνώ· Θεός μου και θα σε δοξάζω.
29 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
29 Δοξολογείτε, λοιπόν τον Κυριον, διότι είναι πανάγαθος, διότι είναι αιώνιον και πλουσιόδωρον το έλεός του.
29 Τον Κύριο δοξολογήστε γιατί είναι καλός· κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Κάλεσμα γιά δοξολογία.
γ Γιά νά ταπεινώση ὁ Θεός τούς βαρβάρους, ὅταν κυκλώνουν τό χωριό καί τό ἀπειλοῦν, καί νά ἀνατρέψη τίς κακές διαθέσεις των.
ε "Εὐχαριστήριος ψ. διά τάς εὐεργεσίας ὁπού ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν"..".
στ Προσευχή κατά τήν περίοδο τῶν Χριστουγέννων.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος".
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 112

ΨΑΛΜΟΣ 112 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΙΣ ΑΝΕΛΠΙΔΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Ἀλληλούϊα.

1 Αἰνεῖτε, παῖδες, Κύριον, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου·
1 Δοξολογείτε, παίδες, πάντοτε τον Κυριον. Υμνολογήσατε το πάντιμον όνομα του Κυρίου.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε εσείς, τον Κύριο που λατρεύετε! Την ύπαρξη αινείτε του Κυρίου!
2 εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
2 Ας είναι το όνομα του Κυρίου πάντοτε δοξασμένον από τώρα και έως στους απεράντους αιώνας των αιώνων.
2 Ας είν’ ευλογημένο του Κυρίου τ’ όνομα από τώρα και για πάντα!
3 ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν αἰνετὸν τὸ ὄνομα Κυρίου.
3 Δοξασμένον ας είναι το όνομα του Κυρίου από των ανατολών ηλίου μέχρι και των δυσμών, εις όλην την έκτασιν της οικουμένης και της γης.
3 Απ’ την ανατολή του ήλιου κι ως τη δύση του, το όνομα του Κυρίου ας ανυμνείται!
4 ὑψηλὸς ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη ὁ Κύριος, ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ἡ δόξα αὐτοῦ.
4 Μέγας, κυρίαρχος και ένδοξος ο Κυριος επάνω εις όλα τα έθνη. Η δόξα του ξεπερνά τα ύψη των ουρανών.
4 Ψηλά, πάνω απ’ όλους τους ειδωλολάτρες είν’ ο Κύριος· είναι η δόξα του πάνω απ’ τους ουρανούς:
5 τίς ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν; ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν
5 Ποιός άλλος είναι τόσον μέγας και ένδοξος, όσον είναι ο Κυριος και Θεός μας; Κανείς. Αυτός είναι που κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών.
5 -
6 καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ,
6 Αυτός ρίπτει ένα βλέμμα ευμενείας και καλωσύνης στους ταπεινούς, που υπάρχουν στον ουρανόν και εις την γην.
6 Ποιος είναι σαν τον Κύριο, το Θεό μας, είτε στους ουρανούς είτε στη γη; Στα ύψη κατοικεί, αλλά συγκαταβαίνει και κοιτά εδώ κάτω.
7 ὁ ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψῶν πένητα
7 Αυτός ανασηκώνει από το χώμα ισχυρόν και πλούσιον τον πεσμένον εκεί πτωχόν, τον δε δυστυχή και πεινασμένον, που κάθεται επάνω εις την κοπριάν, τον ανυψώνει και τον δοξάζει,
7 Ανασηκώνει από το χώμα τον αδύνατο κι απ’ τη βρομιά ανυψώνει τον φτωχό,
8 τοῦ καθίσαι αὐτὸν μετὰ ἀρχόντων, μετὰ ἀρχόντων λαοῦ αὐτοῦ·
8 δια να τον βάλη να καθήση μαζή με τους επισήμους ανθρώπους, με τους άρχοντας του εκλεκτού του λαού.
8 για να τον βάλει να καθίσει με τους άρχοντες, με τους μεγάλους του λαού του.
9 ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα ἐπὶ τέκνοις εὐφραινομένην.
9 Αυτός εγκαθιστά μόνιμον και αμετακίνητον στον οίκον της την πρώην στείραν, διότι την αναδεικνύει μητέρα ευφραινομένην εις τα πολλά παιδιά της.
9 Δίνει στην άτεκνη γυναίκα σπιτικό, μάνα την κάνει ευτυχισμένη. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού σέβεται καί ὑπακούει στό Θεό.
α2 Γι' ἀνθρώπους καί εἰδικά γιά παιδιά πού ἔχουν φοβίες.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός στή φτωχή χήρα, νά πληρώση τά χρέη της, καί νά ἀπαλλαχτῆ ἀπό τή φυλακή.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 116

ΨΑΛΜΟΣ 116 - ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΜΝΟΣ

Ἀλληλούϊα.

1 Αἰνεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔθνη, ἐπαινέσατε αὐτόν, πάντες οἱ λαοί,
1 Δοξολογείτε τον Κυριον όλα τα έθνη της γης, επαινέσατέ τον όλοι οι λαοί.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο όλοι οι ειδωλολάτρες! Αυτόν υμνείτε όλοι οι λαοί!
2 ὅτι ἐκραταιώθη τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
2 Υμνολογήσατέ τον, διότι το έλεός του εδείχθη προς ημάς μέγα και ακατανίκητον, η δε φιλαλήθειά του και η αξιοπιστία εις τας υποσχέσστου παραμένει στους αιώνας των αιώνων.
2 Γιατί μεγάλη είναι για μας η αγάπη του, και του Κυρίου η πιστότητα αιώνια. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος εὐχαριστίας.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά σωθῆ ἡ ζωή κάποιου ἀνθρώπου.
γ Γιά νά διατηροῦν ἀγάπη καί ὁμόνοια οἱ οἰκογένειες καί νά δοξολογοῦν τόν Θεό.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.. Καλεῖ ὅλα τά ἔθνη πρός δοξολογίαν καί εὐχαριστίαν τοῦ Χριστοῦ, ὅστις εὐεργέτησε μέ τόσας καί τόσας εὐεργεσίας καί χάριτας ὅλα τά ἔθνη διά τῆς ἐνσάρκου του οἰκονομίας".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 118

ΨΑΛΜΟΣ 118 - ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀλληλούϊα.

1 Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου.
1 Μακάριοι είναι οι άμεμπτοι και ανεπίληπτοι εις τας πορείας της ζωής των. Αυτοί, οι οποίοι ζουν και πορεύονται σύμφωνα με τον νόμον του Κυρίου.
1 Μακάριοι όσοι ζούνε άψογα κι είν’ η ζωή τους σύμφωνη με του Κυρίου το νόμο!
2 μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τὰ μαρτύρια αὐτοῦ· ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν.
2 Μακάριοι είναι αυτοί, που ερευνούν με ενδιαφέρον και μελετούν με ευλάβειαν τας μαρτυρίας και τα θελήματα του Κυρίου, δια να τα γνωρίσουν και τα εφαρμόσουν εις την ζωήν των. Αυτοί με όλην των την καρδίαν θα αναζητήσουν και θα ανεύρουν τον Κυριον.
2 Μακάριοι όσοι τις νουθεσίες του ακολουθούν και μ’ όλη την καρδιά τους τον γυρεύουν!
3 οὐ γὰρ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ ἐπορεύθησαν.
3 Δεν είναι μακάριοι οι αμαρτωλοί· διότι αυτοί εργάζονται και εφαρμόζουν εις την ζωήν των την παρανομίαν και δεν ζουν σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.
3 Και ανομία δεν πράττουν, στους δρόμους του πορεύονται.
4 σὺ ἐνετείλω τὰς ἐντολάς σου τοῦ φυλάξασθαι σφόδρα.
4 Συ, έδωσες τας εντολάς σου εις ημάς, δια να τας τηρήσωμεν με κάθε προσοχήν και ακρίβειαν.
4 Εσύ μας έδωσες τις εντολές σου, Κύριε, για να τηρούνται με ακρίβεια.
5 ὄφελον κατευθυνθείησαν αἱ ὁδοί μου τοῦ φυλάξασθαι τὰ δικαιώματά σου.
5 Είθε να ευοδωθούν αι πορείαι και αι προσπάθειαί μου, στο να φυλάττω με ακρίβειαν τα προστάγματά σου.
5 Ας είναι σταθερή η διαγωγή μου στην τήρηση των προσταγμάτων σου.
6 τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν τῷ με ἐπιβλέπειν ἐπὶ πάσας τὰς ἐντολάς σου.
6 Τοτε δεν θα εντροπιασθώ, όταν με προσοχήν και ευλάβειαν έχω εστραμμένα τα βλέμματά μου εις όλας τας εντολάς σου.
6 Έτσι δεν θα ντροπιάζομαι όταν τις εντολές σου θα ξανακοιτάζω.
7 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν εὐθύτητι καρδίας ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
7 Θα σε δοξολογώ με ειλικρίνειαν καρδίας, όταν θα έχω μάθει και θα προσπαθώ να εφαρμόζω τας εντολάς της δικαιοσύνης σου.
7 Με τίμια θα σε δοξολογώ καρδιά, τις δίκαιές σου μελετώντας αποφάσεις.
8 τὰ δικαιώματά σου φυλάξω· μή με ἐγκαταλίπῃς ἕως σφόδρα. -
8 Θέλω με όλην μου την καρδιά να φυλάξω τας εντολάς σου, συ δέ, Κυριε, ποτέ μη με εγκαταλείψης εις την προσπάθειάν μου αυτήν.
8 Τους νόμους σου θα τους τηρώ· τελείως μη μ’ εγκαταλείψεις.
9 Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου.
9 Με ποιόν τρόπον θα κατορθώση και θα επιτύχη ο νεώτερος εις την ζωήν του; Μονον όταν τηρή τους λόγους σου.
9 Πώς θα κρατήσει τη ζωή του ο νέος καθαρή; Ζώντας με το δικό σου λόγο, Κύριε.
10 ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά σε· μὴ ἀπώσῃ με ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου.
10 Με όλην μου την καρδίαν σε ανεζήτησα, Κυριε, μη παραχωρήσης να απομακρυνθώ από τας εντολάς σου.
10 Μ’ όλη μου την καρδιά σε γύρεψα· μακριά απ’ τις εντολές σου να πλανιέμαι μη μ’ αφήνεις.
11 ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι.
11 Εις τα βάθη της καρδίας μου, ως πολύτιμον θησαυρόν, έκρυψα τα λόγιά σου, δια να μη αμαρτάνω απέναντί σου.
11 Μες στην καρδιά μου διατηρώ τα λόγια σου για να μην αμαρτήσω απέναντί σου.
12 εὐλογητὸς εἶ, Κύριε· δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
12 Δοξασμένος είσαι, Κυριε· δίδαξέ με σαφέστερον και βαθύτερον τας εντολάς σου.
12 Ευλογημένος να ’σαι, Κύριε! Δίδαξέ με τους νόμους σου.
13 ἐν τοῖς χείλεσί μου ἐξήγγειλα πάντα τὰ κρίματα τοῦ στόματός σου.
13 Με τα χείλη μου διεκήρυξα προς όλους όλας τας εντολάς σου, τας οποίας συ μας εδίδαξες.
13 Τα χείλη μου απαριθμούν του στόματός σου όλες τις αποφάσεις.
14 ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ.
14 Βαδίζων και συμπεριφερόμενος σύμφωνα με τας εντολάς σου, εδοκίμασα τέρψεις, ως εάν ήμην κάτοχος όλου του πλούτου της γης.
14 Χαίρομαι να τηρώ τις εντολές σου, σαν να ’τανε δικοί μου όλοι οι θησαυροί.
15 ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου ἀδολεσχήσω καὶ κατανοήσω τὰς ὁδούς σου.
15 Εις την μελέτην των εντολών σου θα επιδοθώ με χαράν και θα καταβάλλω κάθε προσπάθειαν να κατανοήσω τους δρόμους σου.
15 Θα στοχαστώ πάνω στους νόμους σου, τους δρόμους σου θα μελετήσω.
16 ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω, οὐκ ἐπιλήσομαι τῶν λόγων σου.
16 Θα μελετήσω με όλην την δύναμιν του νου και της καρδίας μου τα προστάγματά σου. Δεν θα λησμονήσω ποτέ τα λόγια σου.
16 Απόλαυσή μου θα ’ναι οι νόμοι σου, το λόγο σου δε θα τον λησμονήσω.
17 Ἀνταπόδος τῷ δούλῳ σου· ζήσομαι καὶ φυλάξω τοὺς λόγους σου.
17 Ανταπόδος εις εμέ τον δούλον σου τας δωρεάς σου ανάλογα με τον ζήλον, που έχω προς μελέτην των εντολών σου. Ετσι θα ζήσω και θα φυλάξω εγώ τους λόγους σου.
17 Δείξε την καλοσύνη σου σ’ εμένανε, το δούλο σου, ώστε να ζήσω, και το λόγο σου να τηρήσω.
18 ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου.
18 Απομάκρυνε κάθε επισκίασμα και κάμε καθαρούς και φωτεινούς τους οφθαλμούς της ψυχής μου, και τότε εγώ θα κατανοήσω βαθύτερον το θαυμάσιον περιεχόμενον του Νομου σου.
18 Τα μάτια μου άνοιξε να δω τα θαυμαστά του νόμου σου.
19 πάροικος ἐγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ· μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς σου.
19 Προσωρινός και παρεπίδημος είμαι εγώ εις την γην αυτήν. Μη αποκρύψης, λοιπόν, από εμέ τας εντολάς σου.
19 Προσωρινός πάνω στη γη είμ’ εγώ· τις εντολές σου μη μου τις κρύβεις.
20 ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ.
20 Από φλογερόν πόθον πλημμυρίζει η ψυχή μου, στο να επιθυμή να γνωρίζη, να εφαρμόζη και να απολαμβάνη την μελέτην των εντολών σου εις όλας τας περιστάσεις της ζωής της.
20 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο για τις δικές σου αποφάσεις κάθε στιγμή.
21 ἐπετίμησας ὑπερηφάνοις· ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου.
21 Επέπληξες τους αλαζόνας και υπερηφάνους, που δεν καταδέχονται να γνωρίσουν και εφαρμόσουν τον Νομον σου. Κατηραμένοι είναι εκείνοι, οι οποίοι παρεκκλίνουν από την τήρησιν των εντολών σου.
21 Τους αλαζόνες απειλείς· εκείνους τους καταραμένους, που απ’ τις εντολές σου απομακρύνονται.
22 περίελε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὄνειδος καὶ ἐξουδένωσιν, ὅτι τὰ μαρτύριά σου ἐξεζήτησα.
22 Αφαίρεσε και απομάκρυνε από εμέ ονειδισμούς και εξευτελισμούς εκ μέρους των εχθρών μου, διότι εγώ με πόθον πολύν ανεζήτησα και ηθέλησα να γνωρίσω τας εντολάς σου.
22 Διώξε από πάνω μου τη χλεύη και την καταφρόνεση, γιατί φροντίζω να τηρώ τις εντολές σου.
23 καὶ γὰρ ἐκάθισαν ἄρχοντες καὶ κατ᾿ ἐμοῦ κατελάλουν, ὁ δὲ δοῦλός σου ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασί σου.
23 Διότι πονηροί άρχοντες εκάθησαν εις συνέδριον και εις σύσκεψιν, και κατεφέρθησαν εναντίον μου. Εγώ όμως ο δούλος σου με ενδιαφέρον και ευλάβειαν εμελετούσα συνεχώς τα προστάγματά σου.
23 Ακόμα κι αν συνωμοτούν οι άρχοντες εναντίον μου, ο δούλος σου τους νόμους τους δικούς σου μελετά.
24 καὶ γὰρ τὰ μαρτύριά σου μελέτη μού ἐστι, καὶ αἱ συμβουλίαι μου τὰ δικαιώματά σου.
24 Πράγματι, ευλαβής πάντοτε μελέτη μου έχουν γίνει αι μαρτυρίαι, τας οποίας η Γραφή μας δίδει δια σέ, τα δε προστάγματά σου είναι οι πολύτιμοι σύμβουλοί μου.
24 Οι προσταγές σου είν’ οι απολαύσεις μου κι οι σύμβουλοί μου.
25 Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου· ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου.
25 Από το βάρος της θλίψεως και του πόνου μου έπεσα λιπόθυμος και αναίσθητος· εκολλησα στο έδαφος. Κανείς δεν ημπορεί να με βοηθήση. Συ όμως, Κυριε, σύμφωνα με τας υποσχέσεις σου δώσε μου ζωήν.
25 Κολλήθηκε στο χώμα η ψυχή μου· κάνε να ξαναζήσω, όπως το υποσχέθηκες.
26 τὰς ὁδούς μου ἐξήγγειλα, καὶ ἐπήκουσάς μου· δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
26 Εξωμολογήθην προς σε όλας εν γένει τας πράξεις μου και την πορείαν της ζωής μου. Συ δέ με ήκουσες. Διδαξε εις εμέ τας εντολάς σου, δια να τας γνωρίσω και συμμορφωθώ προς αυτάς.
26 Τον τρόπο της ζωής μου διηγούμαι και μ’ ακούς· δίδαξέ με τους νόμους σου.
27 ὁδὸν δικαιωμάτων σου συνέτισόν με, καὶ ἀδολεσχήσω ἐν τοῖς θαυμασίοις σου.
27 Συνέτισέ με, σύμφωνα με την σοφίαν των διδαγμάτων σου, και εγώ θα εντρυφώ μελετών τα θαυμάσια έργα σου.
27 Κάνε να καταλάβω πώς να ζω σύμφωνα με τις εντολές σου· και τα θαυμάσιά σου θα μελετώ.
28 ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας· βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου.
28 Από νυσταγμόν και ατονίαν κατελήφθη η ψυχή μου λόγω της αθυμίας, που δημιουργεί η θλίψις. Ενίσχυσέ με με τα λόγιά σου και απάλλαξέ με από αυτήν την κατάστασιν.
28 Στράγγιξε η ψυχή μου από τη θλίψη· ανόρθωσέ με, όπως το υποσχέθηκες.
29 ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ τῷ νόμῳ σου ἐλέησόν με.
29 Καθε δρόμον αδικίας, συμπεριφοράν αμαρτωλήν και παράνομον, απομάκρυνέ την από εμέ. Με την γνώσιν δε και το φως του Νομου σου ελέησέ με και ενίσχυσέ με.
29 Κράτησέ με μακριά από την κίβδηλη διαγωγή, και μες στην καλοσύνη σου κάνε το νόμο σου να γνωρίσω.
30 ὁδὸν ἀληθείας ᾑρετισάμην καὶ τὰ κρίματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
30 Εξέλεξα και επροτίμησα με όλην μου την καρδίαν τον δρόμον της ιδικής σου αληθείας. Δια τούτο και τας εντολάς σου, που είναι η αλήθεια, δεν τας ελησμόνησα.
30 Διάλεξα να σου μείνω πιστός, τις αποφάσεις σου έβαλα οδηγό μου.
31 ἐκολλήθην τοῖς μαρτυρίοις σου, Κύριε· μή με καταισχύνῃς.
31 Προσεκολλήθην, Κυριε, με την καρδιάν μου εις τας εντολάς σου, αι οποίαι μαρτυρούν το μεγαλείον σου αλλά και τον δρόμον της πορείας μας. Μη με αφήσης και κατεντροπιασθώ ενώπιον των ανθρώπων.
31 Προσκολλήθηκα στις βουλές σου· Κύριε, μη μ’ αφήσεις να ντροπιαστώ.
32 ὁδὸν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου. -
32 Οταν απήλλαξες την καρδίαν μου από την στενοχωρίαν της θλίψεως και έδωσες εις αυτήν άνεσιν και χαράν, τότε έτρεξα ακούραστος και χαρούμενος τον δρόμον των εντολών σου.
32 Τρέχω πάνω στο δρόμο των εντολών σου, γιατί εσύ με βοηθάς να τις κατανοώ.
33 Νομοθέτησόν με, Κύριε, τὴν ὁδὸν τῶν δικαιωμάτων σου, καὶ ἐκζητήσω αὐτὴν διαπαντός.
33 Φανέρωσέ μου, Κυριε, τον δρόμον των εντολών σου και θα ζητώ με πόθον να βαδίζω πάντοτε αυτόν.
33 Δίδαξέ με, Κύριε, τη ζωή που σύμφωνη είναι με τους νόμους σου, κι εγώ ίσαμε το τέλος θα την ακολουθώ.
34 συνέτισόν με, καὶ ἐξερευνήσω τὸν νόμον σου καὶ φυλάξω αὐτὸν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου.
34 Δος μου σύνεσιν και θα ερευνώ, δια να μανθάνω λεπτομερέστερον και βαθύτερον τον Νομον σου, και θα τον εφαρμόζω με όλην μου την καρδίαν.
34 Δώσε μου την επίγνωση κι εγώ το νόμο σου θα τηρώ, και μ’ όλη την καρδιά μου θα τον φυλάω.
35 ὁδήγησόν με ἐν τῇ τρίβῳ τῶν ἐντολῶν σου, ὅτι αὐτὴν ἠθέλησα.
35 Οδήγησέ με, λοιπόν, συ στον δρόμον των εντολών σου, διότι αυτόν επόθησε η ψυχή μου και ηθέλησε.
35 Στο μονοπάτι των εντολών σου οδήγησέ με, γιατί σ’ αυτό βρίσκω ευχαρίστηση.
36 κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν.
36 Καμε την καρδίαν μου να αισθάνεται κλίσιν, πόθον και αγάπην εις τας εντολάς σου και οχι εις την πλεονεξίαν και την αγάπην του πλούτου.
36 Κάνε η καρδιά μου στις βουλές σου να στραφεί κι όχι στην πλεονεξία.
37 ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα, ἐν τῇ ὁδῷ σου ζῆσόν με.
37 Στρέψε αλλού τα μάτια της ψυχής μου, δια να μη ίδω και επιθυμήσω τα μάταια και προσωρινά και επιβλαβή του κόσμου αυτού. Βοήθησέ με να πορεύωμαι καθ' όλην μου την ζωήν τον δρόμον των εντολών σου.
37 Απόστρεψε τα μάτια μου από τη θέα της ματαιότητας· οδήγησέ με ώστε να μπορώ να ζήσω.
38 στῆσον τῷ δούλῳ σου τὸ λόγιόν σου εἰς τὸν φόβον σου.
38 Ασάλευτον και ανεπισκίαστον εγκαθίδρυσε μέσα εις την καρδίαν του δούλου σου τον λόγον σου, δια να αυξηθή έτσι η προς σε ευλάβειά μου.
38 Εκπλήρωσε στο δούλο σου την υπόσχεσή σου, που ’ναι για κείνους που σε σέβονται.
39 περίελε τὸν ὀνειδισμόν μου, ὃν ὑπώπτευσα· ὅτι τὰ κρίματά σου χρηστά.
39 Διώξε μακρυά από εμέ τας λοιδωρίας και τας ύβρεις των εχθρών μου, τας οποίας διαισθάνομαι και δειλιάζω. Ζητώ δε από σε τούτο, διότι αι κρίσεις σου είναι πάντοτε ωφέλιμοι και ευεργετικαί δι' ημάς.
39 Διώξε από μένα μακριά το χλευασμό, που τον φοβάμαι, γιατ’ είναι ωραίες οι αποφάσεις σου.
40 ἰδοὺ ἐπεθύμησα τὰς ἐντολάς σου· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ζῆσόν με. -
40 Ιδού, επόθησα τας εντολάς σου. Συ, που είσαι δίκαιος, περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
40 Δες πώς ποθώ ν’ ακολουθώ τους νόμους σου, με τη δικαιοσύνη σου δώσ’ μου πάλι ζωή.
41 Καὶ ἔλθοι ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ ἔλεός σου, Κύριε, τὸ σωτήριόν σου κατὰ τὸν λόγον σου.
41 Είθε να έλθη εις εμέ, Κυριε, το έλεός σου και δι' αυτού να σωθώ σύμφωνα με τον ιδικόν σου λόγον και την υπόσχεσίν σου.
41 Ας έρθει πάνω μου η ευσπλαχνία σου, Κύριε, σώσε με, σύμφωνα με την υπόσχεσή σου,
42 καὶ ἀποκριθήσομαι τοῖς ὀνειδίζουσί μοι λόγον, ὅτι ἤλπισα ἐπὶ τοῖς λόγοις σου.
42 Και τότε θα είμαι εις θέσιν να δίδω απάντησιν εις εκείνους, οι οποίοι με εμπαίζουν και με υβρίζουν, διότι θα έχω στηρίξει τας ελπίδας μου εις την αξιοπιστίαν των λόγων σου.
42 και θα ’χω τι ν’ αποκριθώ σ’ αυτούς που με χλευάζουν, γιατί βασίζομαι στο λόγο σου.
43 καὶ μὴ περιέλῃς ἐκ τοῦ στόματός μου λόγον ἀληθείας ἕως σφόδρα, ὅτι ἐπὶ τοῖς κρίμασί σου ἐπήλπισα.
43 Ποτέ μη αφαιρέσης από το στόμα μου, Κυριε, τον λόγον της αληθείας σου και το θάρρος να ομολογώ αυτήν. Διότι εγώ εις τας ιδικάς σου δικαίας κρίσεις και αποφάσεις έχω ελπίσει.
43 Μη μου στερείς ούτε στιγμή τη δυνατότητα να υποστηρίζω την πιστότητά σου, γιατί έχω την ελπίδα μου στις αποφάσεις σου.
44 καὶ φυλάξω τὸν νόμον σου διαπαντός, εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
44 Ετσι από σε βοηθούμενος θα τηρήσω καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου τον Νομον σου, στον αιώνα και στους αιώνας των αιώνων.
44 Κι εγώ το νόμο σου αδιάκοπα θα τον τηρώ για όλους τους αιώνες.
45 καὶ ἐπορευόμην ἐν πλατυσμῷ, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα.
45 Εβαδιζα την πορείαν της ζωής μου με άνεσιν και ηρεμίαν, διότι εζήτησα με πόθον να εφαρμόζω τας εντολάς σου.
45 Λεύτερος από κάθε καταναγκασμό θα ζήσω, γιατί τις εντολές σου αποζητώ.
46 καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην.
46 Ωμιλούσα περί των εντολών σου ενώπιον των βασιλέων και δεν ησθανόμην καμμίαν εντροπήν, κανένα δισταγμόν.
46 Για τις βουλές σου θα μιλώ μπροστά σε βασιλιάδες, και δε θα ντροπιαστώ.
47 καὶ ἐμελέτων ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου, ἃς ἠγάπησα σφόδρα.
47 Επέμενα εις την μελέτην των εντολών σου, τας οποίας πάρα πολύ ηγάπησα.
47 Είναι χαρά μου να τηρώ τις εντολές σου, γιατί τις αγαπώ.
48 καὶ ἦρα τὰς χεῖράς μου πρὸς τὰς ἐντολάς σου ἃς ἠγάπησα, καὶ ἠδολέσχουν ἐν τοῖς δικαιώμασί σου. -
48 Με πολλήν ευλάβειαν και ιερόν πόθον εσήκωσα τα χέρια μου προς τα βιβλία, που περιέχουν τας εντολάς σου, τας οποίας ηγάπησα και εις την μελέτην των δικαιωμάτων σου εγώ εντρυφούσα.
48 Τα χέρια μου υψώνω στις εντολές σου που αγαπώ, και θα στοχάζομαι τους νόμους σου.
49 Μνήσθητι τῶν λόγων σου τῷ δούλῳ σου, ὧν ἐπήλπισάς με.
49 Ενθυμήσου τας υποσχέσεις σου προς εμέ τον δούλον σου, εις τας οποίας εγώ έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
49 Θυμήσου ό,τι υποσχέθηκες στον αφοσιωμένο σου, και μ’ έκανες να ελπίζω στην εκπλήρωσή του.
50 αὕτη με παρεκάλεσεν ἐν τῇ ταπεινώσει μου, ὅτι τὸ λόγιόν σου ἔζησέ με.
50 Η υπόσχεσίς σου αυτή με παρηγόρησεν εις τας περιπετείας και θλίψεις της ζωής μου, διότι αυτός ο λόγος σου εχάρισε και περιεφρούρησε την ζωήν μου.
50 Αυτή ’ναι η παρηγόρια μου στη θλίψη μου, γιατί ο λόγος σου μου δίνει τη ζωή.
51 ὑπερήφανοι παρηνόμουν ἕως σφόδρα, ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐξέκλινα.
51 Αλαζονικοί και αδιάντροποι άνθρωποι ασυστόλως καταπατούσαν τον Νομον σου. Εγώ όμως δεν παρεξέκλινα από αυτόν.
51 Οι αλαζόνες με χλευάσανε πολύ· μα εγώ από το νόμο σου δεν ξέφυγα.
52 ἐμνήσθην τῶν κριμάτων σου ἀπ᾿ αἰῶνος, Κύριε, καὶ παρεκλήθην.
52 Ενεθυμήθην πάντοτε τας αιωνίας και δικαίας κρίσεις και εντολάς σου, Κυριε, και εις αυτάς ευρήκα παρηγορίαν.
52 Θυμήθηκα τις προαιώνιες αποφάσεις σου, Κύριε, και παρηγορήθηκα.
53 ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου.
53 Αποκαρδίωσις και μελαγχολία με κατελάμβανεν, όταν έβλεπα τους αμαρτωλούς, αυτούς οι οποίοι εγκατέλιπον τον Νομον σου.
53 Οργή με πιάνει για τους ασεβείς, που εγκαταλείπουνε το νόμο σου.
54 ψαλτὰ ἦσάν μοι τὰ δικαιώματά σου ἐν τόπῳ παροικίας μου.
54 Εις τον τόπον, όπου εξόριστος κατοικούσα, έψαλλα τα προστάγματά σου, Κυριε, και τίποτε άλλο.
54 Οι νόμοι σου μου γίνανε τραγούδια στον τόπο που είμαι πάροικος.
55 ἐμνήσθην ἐν νυκτὶ τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, καὶ ἐφύλαξα τὸν νόμον σου.
55 Οχι μόνον κατά την ημέραν αλλά και κατά την νύκτα ενεθυμούμην, Κυριε, το πάντιμον Ονομά σου, και αυτή η ανάμνησις με ενίσχυσε και εφύλαξα τον Νομον σου.
55 Όλη τη νύχτα ο λογισμός μου γύρω από σένα τριγυρνά, Κύριε, για να τηρώ το νόμο σου.
56 αὕτη ἐγενήθη μοι, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. -
56 Ποθος, που εγεννήθη μέσα μου και συνεχής προσπάθειά μου, ήτο αυτή, να επιζητώ και να προσπαθώ να εφαρμόζω τα δικαιώματά σου.
56 Εκείνο που μου ανήκει αληθινά, είναι τους νόμους σου να εφαρμόζω.
57 Μερίς μου εἶ, Κύριε, εἶπα τοῦ φυλάξασθαι τὸν νόμον σου.
57 Συ είσαι, Κυριε, η κληρονομική μερίς μου· δια τούτο εγώ απεφάσισα και είπα να φυλάττω πάντοτε τον Νομον σου.
57 Το ξαναλέω, Κύριε: Είναι προνόμιό μου να υπακούω στα λόγια σου.
58 ἐδεήθην τοῦ προσώπου σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐλέησόν με κατὰ τὸ λόγιόν σου.
58 Παρεκάλεσα με όλην μου την καρδίαν το άγιον πρόσωπόν σου. Ελέησέ με σύμφωνα με τας υποσχέσεις, που μας έχεις δώσει.
58 Όλη μου η έγνοια είναι την εύνοιά σου να κερδίσω· ελέησέ με όπως το υποσχέθηκες.
59 διελογισάμην τὰς ὁδούς σου καὶ ἐπέστρεψα τοὺς πόδας μου εἰς τὰ μαρτύριά σου.
59 Με τον νουν μου εσκεπτόμην πάντοτε τους δρόμους, τους οποίους εχάραξε το άγιον θέλημά σου, και χάρις στους ευλαβείς αυτούς διαλογισμούς επανέφερα τους πόδας μου στο θέλημά σου και συνεμόρφωσα την ζωήν μου προς αυτό.
59 Τον τρόπο της ζωής μου συλλογίστηκα κι οδήγησα τα βήματά μου προς τις βουλές σου.
60 ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην τοῦ φυλάξασθαι τὰς ἐντολάς σου.
60 Προετοιμάσθηκα καταλλήλως εν όψει ενδεχομένων πειρασμών και δεν εκλονίσθην εις την απόφασίν μου να τηρήσω τας εντολάς σου.
60 Βιάστηκα και δεν καθυστέρησα τις εντολές σου να φυλάξω.
61 σχοινία ἁμαρτωλῶν περιεπλάκησάν μοι, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
61 Αι παγίδες και αι επιβουλαί των αμαρτωλών, ως άλλα σχοίνινα δίκτυα, περιεπλέχθησαν επάνω μου. Αλλά εγώ ούτε τότε δεν ελησμόνησα τον Νομον σου.
61 Με κύκλωσαν των ασεβών παγίδες, μα δε λησμόνησα το νόμο σου.
62 μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
62 Κατά το μεσονύκτιον εξυπνούσα, εσηκωνόμην από την κλίνην μου, δια να σε ανυμνολογήσω και σε δοξάσω δια τας δικαίας κρίσεις σου και ενεργείας σου.
62 Μεσονυχτίς σηκώνομαι να σε δοξολογήσω για όσα δίκαια αποφάσισες.
63 μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου.
63 Είμαι και εγώ ένας από όλους εκείνους, οι οποίοι σε ευλαβούνται, Κυριε, και προσπαθούν να φυλάττουν τας εντολάς σου.
63 Εγώ είμαι φίλος με όλους εκείνους που σε σέβονται και που τους νόμους σου εφαρμόζουν.
64 τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, πλήρης ἡ γῆ· τὰ δικαιώματά σου δίδαξόν με. -
64 Από τα έργα της φιλανθρωπίας και αγαθότητός σου είναι γεμάτη η γη. Διδαξέ με περισσότερον και αναλυτικώτερον, δια να γνωρίσω βαθύτερον τα δικαιώματά σου.
64 Απ’ το έλεός σου, Κύριε, είναι γεμάτη η γη· δίδαξέ με τους νόμους σου.
65 Χρηστότητα ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου, Κύριε, κατὰ τὸν λόγον σου.
65 Αγαθότητα και ευεργεσίας έδειξες και έπραξες προς τον δούλον σου, Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου.
65 Τον αφοσιωμένο σου, Κύριε, τον ευεργέτησες, όπως το ’χες υποσχεθεί.
66 χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν δίδαξόν με, ὅτι ταῖς ἐντολαῖς σου ἐπίστευσα.
66 Διδαξέ με καλωσύνην και ευεργετικότητα, αληθινήν παιδείαν και γνώσιν, διότι εγώ ακλονήτως επίστευσα εις τας εντολάς σου.
66 Δίδαξέ με και φρόνηση και γνώση, γιατί τις εντολές σου τις εμπιστεύομαι.
67 πρὸ τοῦ με ταπεινωθῆναι ἐγὼ ἐπλημμέλησα, διὰ τοῦτο τὸ λόγιόν σου ἐφύλαξα.
67 Πριν δια της πατρικής σου διαπαιδαγωγήσεως εγώ ταπεινωθώ, είχα αμαρτήσει ενώπιόν σου. Δια τούτο τώρα εσυνετίσθην και εφύλαξα τους λόγους σου.
67 Προτού να ταλαιπωρηθώ εγώ πλανιόμουν· αλλά τώρα το λόγο σου τηρώ.
68 χρηστὸς εἶ σύ, Κύριε, καὶ ἐν τῇ χρηστότητί σου δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
68 Πανάγαθος, Κυριε, και ευεργετικός είσαι συ. Και σύμφωνα με την καλωσύνην σου και μακροθυμίαν αυτήν δίδαξέ με τας εντολάς σου.
68 Είσαι καλός εσύ, κι ευεργετείς· δίδαξέ με τους νόμους σου.
69 ἐπληθύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ ἀδικία ὑπερηφάνων, ἐγὼ δὲ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξερευνήσω τὰς ἐντολάς σου.
69 Πολλάς και μεγάλας αδικίας έχουν διαπράξει εναντίον μου αλαζονικοί και εγωπαθείς άνθρωποι. Εγώ όμως παρ' όλα αυτά θα ερευνώ, θα μελετώ και θα μανθάνω πάντοτε τας εντολάς σου.
69 Οι θρασείς μηχανεύτηκαν εναντίον μου ψευτιές· ενώ μ’ όλη μου την καρδιά τους νόμους σου εφαρμόζω.
70 ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν, ἐγὼ δὲ τὸν νόμον σου ἐμελέτησα.
70 Οπως σκληρύνεται το γάλα, όταν γίνεται τυρί, έτσι εσκληρύνθη και επωρώθη η καρδία των αλαζονικών και εγωπαθών. Εγώ όμως εμελετούσα και θα μελετώ τον Νομον σου.
70 Αναίσθητη έγινε η καρδιά τους· εγώ χαρά μου έχω το νόμο σου.
71 ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου.
71 Ευεργετικόν και σωτήριον υπήρξε δι' εμέ το γεγονός, ότι δια της πατρικής σου παιδαγωγίας και των θλίψεων με εταπείνωσες, δια να μάθω έτσι καλύτερα τας εντολάς σου.
71 Ήταν καλό για μένα που ταλαιπωρήθηκα· γιατί έμαθα τους νόμους σου.
72 ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου. -
72 Ο ιδικός σου Νομος, που εβγήκεν από το πανάγιον στόμα σου, είναι ασυγκρίτως προτιμότερος εις εμέ από θησαυρούς χρυσίου και αργυρίου.
72 Για μένα αξίζει πιο πολύ του στόματός σου ο νόμος, από χιλιάδες νομίσματα ασημένια και χρυσά.
73 Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με· συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου.
73 Τα χέριά σου με εδημιούργησαν από το χώμα. Αυτά με διέπλασαν και μου έδωσαν μορφήν και σώμα. Δος μου, λοιπόν και σύνεσιν δια να μάθω βαθύτερον και ευρύτερον τας εντολάς σου.
73 Τα χέρια σου με φτιάξαν και με πλάσαν· σύνεση δώσ’ μου και θα μάθω τις εντολές σου.
74 οἱ φοβούμενοί σε ὄψονταί με καὶ εὐφρανθήσονται, ὅτι εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
74 Οι πιστοί εις σέ, εκείνοι οι οποίοι σε ευλαβούνται, θα με ίδουν προκόπτοντα εις την αρετήν και θα ευφρανθούν. Διότι εγώ είχα στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου εις τα λόγια σου.
74 Εκείνοι που σε σέβονται με βλέπουνε και χαίρονται, γιατί στις υποσχέσεις σου ελπίζω.
75 ἔγνων, Κύριε, ὅτι δικαιοσύνη τὰ κρίματά σου, καὶ ἀληθείᾳ ἐταπείνωσάς με.
75 Εγνώρισα και έμαθα, Κυριε, ότι τα προστάγματα του Νομου σου είναι έκφρασις και πραγματοποίησις της δικαιοσύνης. Δικαίως δε και επωφελώς δι' εμέ με εταπείνωσες δια των θλίψεων.
75 Το ξέρω, Κύριε, πως οι αποφάσεις σου είναι δίκαιες, πως καλά έκανες και με ταλαιπώρησες.
76 γενηθήτω δὴ τὸ ἔλεός σου τοῦ παρακαλέσαι με κατὰ τὸ λόγιόν σου τῷ δούλῳ σου.
76 Τωρα όμως ας έλθη η ευσπλαγχνία σου να με παρηγορήση σύμφωνα με την υπόσχεσιν, την οποίαν έχεις δώσει στον δούλον σου.
76 Ας έρθει η ευσπλαχνία σου να με παρηγορήσει, όπως το υποσχέθηκες στο δούλο σου.
77 ἐλθέτωσάν μοι οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστιν.
77 Ας έλθουν, λοιπόν, εις εμέ οι οικτιρμοί σου και έτσι εγώ θα διαφύγω θανασίμους κινδύνους και θα ζήσω, διότι ο Νομος σου είναι μελέτη μου.
77 Ας έρθει πάνω μου η συμπόνια σου και θα ζήσω, γιατί χαρά μου είν’ ο νόμος σου.
78 αἰσχυνθήτωσαν ὑπερήφανοι, ὅτι ἀδίκως ἠνόμησαν εἰς ἐμέ· ἐγὼ δὲ ἀδολεσχήσω ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου.
78 Ας κατεντροπιασθούν οι αλαζονικοί και εγωπαθείς, διότι, χωρίς εγώ να τους δώσω καμμίαν αφορμήν, χωρίς να τους αδικήσω εις τίποτε, παρανομούν εναντίον μου. Εγώ όμως, απολύτως ήσυχος, θα εντρυφώ συχνά εις την μελέτην του Νομου σου.
78 Ας ντροπιαστούνε οι θρασείς, που άδικα με κατηγορούνε· εγώ στοχάζομαι τους νόμους σου.
79 ἐπιστρεψάτωσάν με οἱ φοβούμενοί σε καὶ οἱ γινώσκοντες τὰ μαρτύριά σου.
79 Από τον εξευτελισμόν αυτόν των υπερηφάνων ας διδαχθούν και ας επιστρέψουν προς εμέ, όσοι προηγουμένως εδειλίασαν και απεμακρύνθησαν και οι οποίοι εν τούτοις σε ευλαβούνται, Κυριε, και γνωρίζουν τας εντολάς σου.
79 Ας ξαναρθούν σ’ εμένα εκείνοι που σε σέβονται κι όσοι γνωρίζουν τις βουλές σου.
80 γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοῖς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ. -
80 Είθε η καρδία μου, με τον ιδικόν σου φωτισμόν, να γίνη άμεμπτος και ακεραία εις την τήρησιν των εντολών σου, δια να μη εντροπιασθώ και εγώ, όπως οι υπερήφανοι.
80 Ας είναι άψογη η καρδιά μου στην τήρηση των νόμων σου, για να μην ντροπιαστώ.
81 Ἐκλείπει εἰς τὸ σωτήριόν σου ἡ ψυχή μου, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
81 Απέκαμεν η ψυχή μου να σε παρακαλή και να περιμένη από σε την σωτηρίαν μου. Εν τούτοις εγώ στους λόγους σου έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
81 Απόκαμα να περιμένω να με σώσεις· ελπίζω στη δική σου υπόσχεση.
82 ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου εἰς τὸ λόγιόν σου λέγοντες· πότε παρακαλέσεις με;
82 Ητόνησαν και κοντεύουν να σβήσουν οι οφθαλμοί μου από την μελέτην των λόγων και των υποσχέσεών σου και με κάνουν συνεχώς να λέγω· Ποτε, Κυριε, θα με παρηγορήσης;
82 Κουράστηκαν τα μάτια μου να περιμένουν την υπόσχεσή σου, και λέω: «Πότε παρήγορος θα ’ρθείς;»
83 ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ· τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
83 Εκακουχήθηκα πάρα πολύ. Εγινα κατάξηρος σαν το ασκί, που εσκληρύνθη εις την παγωνιάν και την πάχνην. Εν τούτοις ούτε προς στιγμήν δεν ελησμόνησα τα δικαιώματά σου.
83 Ξεράθηκα όπως το ασκί μες στον καπνό· δεν ξέχασα όμως τους νόμους σου.
84 πόσαι εἰσὶν αἱ ἡμέραι τοῦ δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι ἐκ τῶν καταδιωκόντων με κρίσιν;
84 Ποσαι είναι ακόμη αι ημέραι της ζωής του δούλου σου; Ολίγαι. Ποτε, λοιπόν, συ θα αναλάβης την υπόθεσίν μου, θα εκφέρης και θα εφαρμόσης την δικαίαν σου κρίσιν εναντίον εκείνων, που με καταδιώκουν;
84 Πόσες είναι του αφοσιωμένου σου οι μέρες; Πότε θα βγάλεις κρίση για τους διώκτες μου;
85 διηγήσαντό μοι παράνομοι ἀδολεσχίας, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ὁ νόμος σου, Κύριε.
85 Φλυαρίας και ματαιότητας μου διηγούντο οι παράνομοι. Αυτά όμως δεν είναι δυνατόν κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν με τον Νομον σου, Κυριε.
85 Οι αλαζόνες –εκείνοι που δεν πάνε με το νόμο σου– μου σκάψανε το λάκκο.
86 πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου ἀλήθεια· ἀδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι.
86 Ολαι αι ιδικαί σου εντολαί είναι αλήθεια. Αδίκως αυτοί με κατεδίωξαν. Συ, λοιπόν, που μισείς την αδικίαν και αγαπάς την αλήθειαν, σπεύσε να με βοηθήσης και να με προστατεύσης.
86 Όλες οι εντολές σου είναι αλήθεια· με κατατρέχουν με ψευτιές· βοήθα με!
87 παρὰ βραχὺ συνετέλεσάν με ἐν τῇ γῇ, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐγκατέλιπον τὰς ἐντολάς σου.
87 Ολίγον ακόμη και οι μανιώδεις εχθροί μου θα με απετελείωναν και θα με έρριπταν νεκρόν κάτω εις την γην. Εγώ όμως δεν εγκατέλειψα ούτε παρέβην τας εντολάς σου.
87 Κοντέψαν να με ρίξουνε στη γη, να με αφανίσουν, αλλά εγώ δεν εγκατέλειψα τους νόμους σου.
88 κατὰ τὸ ἔλεός σου ζῆσόν με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύρια τοῦ στόματός σου. -
88 Συμφωνα με το άπειρον έλεός σου γλύτωσέ με από τους φοβερούς αυτούς κινδύνους και περιφρούρησε την ζωήν μου. Εγώ δέ, πλήρης ευγνωμοσύνης δια την σωτηρίαν μου, θα φυλάξω ακόμη περισσότερον τας εντολάς, που προέρχονται από το άγιον στόμα σου.
88 Χάρη στην ευσπλαχνία σου δώσ’ μου ζωή· και θα φυλάξω τις βουλές του στόματός σου.
89 Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ.
89 Ο λόγος σου, Κυριε, παραμένει αναλλοίωτος και αιώνιος στον ουρανόν, διότι έχει έδραν και πηγήν του σε τον ουράνιον Θεόν.
89 Αιώνια, Κύριε, ο λόγος σου διαρκεί στους ουρανούς.
90 εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἡ ἀλήθειά σου· ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει.
90 Η αλήθειά σου παραμένει αμετακίνητος από γενεάς εις γενεάν. Εθεμελίωσες αυτήν ασφαλή, όπως την γην, η οποία δια τούτο παραμένει.
90 Από γενιά σ’ άλλη γενιά κρατάει η πιστότητά σου· θεμέλιωσες τη γη και μένει στέρεη.
91 τῇ διατάξει σου διαμένει ἡμέρα, ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά.
91 Συ έδωσες την παντοδύναμον προσταγήν σου και παραμένει η ημέρα. Διότι όλα όσα υπάρχουν είναι δούλα και υποτεταγμένα στο άγιον θέλημά σου.
91 Με την απόφασή σου όλα στέκουν ως τα σήμερα· γιατί τα σύμπαντα σου είναι υποταγμένα.
92 εἰ μὴ ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι, τότε ἂν ἀπωλόμην ἐν τῇ ταπεινώσει μου.
92 Εάν ο Νομος σου δεν ήτο προσφιλής μελέτη και εντρύφημά μου, εγώ θα εχανόμην εξ ολοκλήρου ανάμεσα εις τας περιπετείας και τας θλίψεις, που τόσον πολύ με είχαν ταπεινώσει.
92 Αν δεν μου ήτανε απόλαυσή μου ο νόμος σου, τότε μέσα στη θλίψη μου θα ’μουν χαμένος.
93 εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με.
93 Εις τον αιώνα δεν θα ξεχάσω τα δικαιώματά σου, διότι δια μέσου αυτών συ μου έδωκες και διετήρησες την ζωήν μου.
93 Ποτέ μου δε θα λησμονήσω τις εντολές σου, γιατί μ’ αυτές μου δίνεις τη ζωή.
94 σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα.
94 Ιδικός σου άνθρωπος, ιδικός σου δούλος είμαι εγώ, Κυριε. Σώσε με, διότι τας εντολάς σου με πολύν πόθον εζήτησα και ηρεύνησα να μάθω.
94 Σ’ εσένα εγώ ανήκω, σώσε με, γιατί τις εντολές σου αναζητάω.
95 ἐμὲ ὑπέμειναν ἁμαρτωλοὶ τοῦ ἀπολέσαι με· τὰ μαρτύριά σου συνῆκα.
95 Με παρεμόνευσαν με πολλήν υπομονήν οι αμαρτωλοί, δια να με εξοντώσουν. Αλλ' εγώ προς τον Νομον σου είχα εστραμμένην την προσοχήν και την διάνοιάν μου.
95 Καραδοκούν οι ασεβείς να με αφανίσουνε, μα εγώ προσέχω τα θελήματά σου.
96 πάσης συντελείας εἶδον πέρας· πλατεῖα ἡ ἐντολή σου σφόδρα. -
96 Είδα ότι όλα αυτά, που οι άνθρωποι τα θεωρούν τέλεια, πλούτη και δόξαν και τα άλλα αγαθά του κόσμου τούτου, είδα να έχουν ένα τέλος. Η εντολή σου όμως εκτείνεται εις απέραντον χρονικόν διάστημα, αναλλοίωτος και έγκυρος.
96 Κάθε έργο που το λένε τέλειο έχει όρια· αλλά η εντολή σου είναι στ’ αλήθεια τέλεια· όρια δεν έχει.
97 Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μού ἐστιν.
97 Ποσον πολύ ηγάπησα πράγματι τον Νομον σου, Κυριε! Ολην την ημέραν αυτός είναι η μελέτη μου και το εντρύφημά μου.
97 Πόσο αγαπώ το νόμο σου! Όλη τη μέρα είν’ αυτός ο στοχασμός μου.
98 ὑπὲρ τοὺς ἐχθρούς μου ἐσόφισάς με τὴν ἐντολήν σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐμή ἐστιν.
98 Με ανέδειξες σοφώτερον από τους εχθρούς μου, με το να με διδάξης την εντολήν σου, διότι αυτή παραμένει πάντοτε κτήμα μου, γνώσις και σοφία μου.
98 Η εντολή σου μ’ έκανε σοφότερον απ’ τους εχθρούς μου, γιατί μαζί μου βρίσκεται παντοτινά.
99 ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς με συνῆκα, ὅτι τὰ μαρτύριά σου μελέτη μού ἐστιν.
99 Εξεπέρασα όλους τους διδασκάλους μου εις γνώσιν και σοφίαν και σύνεσιν, διότι τα μαρτύρια του Νομου σου είναι η προσφιλής μελέτη μου.
99 Πιο διαβασμένος έγινα απ’ όλους τους δασκάλους μου, γιατί τις προσταγές σου μελετώ.
100 ὑπὲρ πρεσβυτέρους συνῆκα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα.
100 Απέκτησα σύνεσιν πολύ μεγαλυτέραν και από τους γεροντοτέρους μου, διότι εγώ με πόθον πολύν εζήτησα να μάθω και να εφαρμόσω τας εντολάς σου.
100 Από τους γέροντες έγινα συνετότερος, γιατί τις εντολές σου τις τηρώ.
101 ἐκ πάσης ὁδοῦ πονηρᾶς ἐκώλυσα τοὺς πόδας μου, ὅπως ἂν φυλάξω τοὺς λόγους σου.
101 Αρνήθηκα να πορευτώ στο δρόμο της ανηθικότητας, για να τηρώ το λόγο σου.
101 Επροφύλαξα τον εαυτόν μου, ώστε να μη βαδίσω ποτέ δρόμους πονηρίας. Και ηγωνίσθην εξ αντιθέτου να φυλάξω όλας τας εντολάς σου.
102 ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με.
102 Από τας εντολάς σου δεν παρεξέκλινα, διότι αναγνωρίζω ότι συ τας ενομοθέτησες προς καθοδήγησίν μου.
102 Από τις αποφάσεις σου δε λοξοδρόμησα, γιατί εσύ με δίδαξες.
103 ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου.
103 Ποσον γλυκέα και ευχάριστα είναι τα λόγιά σου στον λάρυγγά μου! Οταν τα προφέρω δια του στόματός μου, είναι γλυκύτερα παρά πάνω από το μέλι.
103 Πόσο γλυκιά είναι η γεύση από τα λόγια σου, μέσα στο στόμα μου πιότερο κι απ’ το μέλι!
104 ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας. -
104 Μελετών τας εντολάς σου επήρα σύνεσιν και σοφίαν. Φωτισμένος δε από αυτάς εμίσησα κάθε δρόμον αδικίας, στον οποίον πλανώνται οι αμαρτωλοί άνθρωποι.
104 Χάρη στις εντολές σου έγινα συνετός, γι’ αυτό και αποστράφηκα όλους τους δρόμους της απάτης.
105 Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου.
105 Φωτοβόλος λύχνος εις την πορείαν της ζωής μου είναι, ο Νομος σου. Φως πλούσιον στους δρόμους μου.
105 Λυχνάρι μπρος στα βήματά μου είν’ ο λόγος σου, και φως στα μονοπάτια της ζωής μου.
106 ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
106 Ωρκίσθην και ανέλαβα την υποχρέωσιν να τηρώ ακριβώς τας εντολάς του Νομου σου.
106 Ορκίστηκα, και δε θα το αθετήσω, τις δίκαιες αποφάσεις σου να τις τηρώ.
107 ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα· Κύριε, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου.
107 Μεγάλας ταλαιπωρίας και ταπεινώσεις υπέστην από τους εχθρούς μου. Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, περιφρούρησε την κινδυνεύουσαν ζωήν μου.
107 Ταλαιπωρήθηκα πολύ· Κύριε, δώσ’ μου τη ζωή, καθώς μου το ’χες τάξει.
108 τὰ ἑκούσια τοῦ στόματός μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ τὰ κρίματά σου δίδαξόν με.
108 Δέξου, Κυριε, με ευμένειαν τας δοξολογίας και εκφράσεις ευγνωμοσύνης, τας οποίας με όλην μου την καρδίαν αναπέμπω προς σε. Διδαξέ με ευρύτερον και βαθύτερον τας εντολάς της δικαιοσύνης σου.
108 Τις προσφορές του στόματός μου δέξου, Κύριε, και δίδαξέ με τις αποφάσεις σου.
109 ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί σου διαπαντός, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
109 Η ζωη μου ευρίσκεται πάντοτε εις τα χέρια σου. Εγώ δέ ποτέ δεν ελησμόνησα να μελετώ και να εφαρμόζω τον Νομον σου.
109 Διαρκώς στον κίνδυνο εκτεθειμένη είν’ η ζωή μου, μα εγώ το νόμο σου δεν τον ξεχνώ.
110 ἔθεντο ἁμαρτωλοὶ παγίδα μοι, καὶ ἐκ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἐπλανήθην.
110 Οι αμαρτωλοί μου έστησαν παγίδας, εγώ όμως δεν επλανήθην και δεν απεμακρύνθην από τας εντολάς σου.
110 Οι ασεβείς μού στήσανε παγίδα αλλά δε λοξοδρόμησα απ’ τους νόμους σου.
111 ἐκληρονόμησα τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας μού εἰσιν.
111 Κληρονομία μου και αναφαίρετος περιουσία μου έγιναν τα μαρτύριά σου. Διότι, αυτά αποτελούν την ευφροσύνην και αγαλλίασαν της καρδίας μου.
111 Αιώνια μου κληρονομιά οι βουλές σου, γιατ’ είναι της καρδιάς μου αγαλλίαση.
112 ἔκλινα τὴν καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι᾿ ἀντάμειψιν. -
112 Εστρεψα με όλην μου την διάθεσιν την καρδίαν μου, στο να εφαρμόζω τας εντολάς σου πάντοτε. Διότι οι τηρηταί αυτών θα αμειφθούν.
112 Τους νόμους σου να εφαρμόζω αποφάσισα, αιώνια, ως το τέλος.
113 Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα.
113 Ανθρώπους παρανόμους εμίσησα, τον δε Νομον σου ηγάπησα.
113 Τους διπλοπρόσωπους τους αποστρέφομαι αλλά το νόμο σου τον αγαπώ.
114 βοηθός μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου εἶ σύ· εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
114 Βοηθός και προστάτης μου είσαι συ, Κυριε. Εγώ δε στους λόγους και τας υποσχέσεις και τας εντολάς σου έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
114 Εσύ ’σαι η καταφυγή κι η προστασία μου, στο λόγο σου ελπίζω.
115 ἐκκλίνατε ἀπ᾿ ἐμοῦ, πονηρευόμενοι, καὶ ἐξερευνήσω τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ μου.
115 Φυγετε μακράν από εμέ οι άνθρωποι, οι οποίοι μελετάτε και αγαπάτε και πράττετε την πονηρίαν. Εγώ δε θα ερευνήσω βαθύτερον και θα μάθω σαφέστερον τας εντολάς του Θεού μου.
115 Φύγετε μακριά μου οι κακοί· τις εντολές του Θεού μου θα τηρώ.
116 ἀντιλαβοῦ μου κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ ζῆσόν με, καὶ μὴ καταισχύνῃς με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου.
116 Απλωσε το προστατευτικό σου χέρι πιάσε με και συγκράτησέ με, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου. Σώσε και περιφρούρησε την ζωήν μου από τους κινδύνους και μη με εντροπιάσης σχετικώς με τας ελπίδας, που έχω στηρίξει εις σέ.
116 Γίνε μου στήριγμα, καθώς το υποσχέθηκες, κι εγώ θα ζήσω· μην απογοητέψεις την προσδοκία μου.
117 βοήθησόν μοι, καὶ σωθήσομαι καὶ μελετήσω ἐν τοῖς δικαιώμασί σου διαπαντός.
117 Βοήθησέ με, διότι με την ιδικήν σου βοήθειαν θα σωθώ από τους κινδύνους και έτσι ασφαλής και απερίσπαστος θα μελετώ πάντοτε τας εντολάς σου.
117 Γίνε συμπαραστάτης μου και θα σωθώ· και θα προσέχω αδιάκοπα τους νόμους σου.
118 ἐξουδένωσας πάντας τοὺς ἀποστατοῦντας ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἄδικον τὸ ἐνθύμημα αὐτῶν.
118 Εξουθένωσες και εξηυτέλισες όλους εκείνους, οι οποίοι απεμακρύνθησαν από τας εντολάς σου, διότι οι διαλογισμοί της διανοίας των και αι επιθυμίαι της καρδίας των ήσαν άδικοι.
118 Αρνιέσαι όλους αυτούς που ξεστρατίζουν απ’ τους νόμους σου, γιατί οι ραδιουργίες τους είναι μονάχα ψέμα.
119 παραβαίνοντας ἐλογισάμην πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς· διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰ μαρτύριά σου.
119 Ηρεύνησα με τον νουν μου, εσκέφθην και είδα ότι παρέρχονται όλοι οι αμαρτωλοί της γης και εξαφανίζονται. Δια τούτο εγώ ηγάπησα τον Νομον σου, ο οποίος αποτελεί σωτηρίαν και ασφάλειαν.
119 Τους λογαριάζεις γι’ απορρίμματα όλους τους ασεβείς της γης· γι’ αυτό κι εγώ αγαπάω τις βουλές σου.
120 καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου· ἀπὸ γὰρ τῶν κριμάτων σου ἐφοβήθην. -
120 Καρφωσε και νέκρωσε δια του αγίου φόβου σου τα προς την αμαρτίαν κλίνοντα μέλη της σαρκός μου. Ζητώ αυτήν την χάριν, διότι με τρομάζουν αι εναντίον της αμαρτίας τιμωρίαι σου.
120 Το σώμα μου αναρρίγησε από τον τρόμο που εμπνέεις, κι από τις αποφάσεις σου φοβήθηκα.
121 Ἐποίησα κρῖμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῷς με τοῖς ἀδικοῦσί με.
121 Επεδίωξα την ευθύτητα και δικαιοσύνην, την οποίαν συ θέλεις. Δια τούτο μη με παραδώσης εις τα χέρια των εχθρών μου, που με αδικούν.
121 Μ’ ευθυκρισία και δικαιοσύνη φέρθηκα· στα χέρια αυτών που με αδικούνε μη μ’ αφήνεις.
122 ἔκδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν· μὴ συκοφαντησάτωσάν με ὑπερήφανοι.
122 Δια το καλόν μου και προς ασφάλειάν μου πάρε κάτω από την προστασίαν σου εμέ τον δούλον σου, ώστε να μη τολμήσουν να διατυπώσουν εναντίον μου συκοφαντίας οι υπερήφανοι και αν διατυπώσουν, να μη γίνουν αυταί πιστευταί.
122 Εγγυήσου του δούλου σου την ευτυχία, ώστε να μη με καταπιέζουν οι αλαζόνες.
123 οἱ ὀφθαλμοί μου ἐξέλιπον εἰς τὸ σωτήριόν σου καὶ εἰς τὸ λόγιον τῆς δικαιοσύνης σου.
123 Απέκαμαν τα μάτια μου περιμένοντα την σωτηρίαν από σέ, και την εκπλήρωσιν της δικαίας υποσχέσεώς σου.
123 Απόκαμαν τα μάτια μου να καρτερούν τη σωτηρία σου και της δικαιοσύνης σου το λόγο.
124 ποίησον μετὰ τοῦ δούλου σου κατὰ τὸ ἔλεός σου καὶ τὰ δικαιώματά σου δίδαξόν με.
124 Σε ικετεύω να φερθής προς εμέ, τον δούλόν σου, σύμφωνα με το έλεός σου, όχι σύμφωνα με τας ιδικάς μου πράξεις. Δια να ευαρεστώ δε πάντοτε εις σέ, δίδαξέ με ακόμη περισσότερον τας εντολάς σου.
124 Πράξε στο δούλο σου ανάλογα με την αγάπη σου, και δίδαξέ με το θέλημά σου.
125 δοῦλός σού εἰμι ἐγώ· συνέτισόν με, καὶ γνώσομαι τὰ μαρτύριά σου.
125 Ιδικός σου δούλος είμαι εγώ. Δος μου λοιπόν, Κυριε, σοφίαν και σύνεσιν, δια να γνωρίσω και μάθω τας εντολάς σου.
125 Εγώ είμαι δούλος σου· δώσε μου σύνεση, ώστε τις εντολές σου να γνωρίσω.
126 καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ· διεσκέδασαν τὸν νόμον σου.
126 Εφθασε δια τον Κυριον ο καιρός να αντιδράση και να εφαρμόση δικαιοσύνην εναντίον των εχθρών μου. Αυτοί κατεπάτησαν και κατεξέσχισαν τον Νομον σου.
126 Είναι η κατάλληλη στιγμή να ενεργήσεις, Κύριε· το νόμο σου τον παραβαίνουν.
127 διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον.
127 Η πονηρία και η κακότης εκείνων με έκαμε να αγαπήσω ακόμη περισσότερον τας εντολάς σου περισσότερον από το χρυσάφι και τους πολύτιμους λίθους.
127 Για τούτο αγαπώ τις εντολές σου πιότερο απ’ την πλατίνα κι από το χρυσό.
128 διὰ τοῦτο πρὸς πάσας τὰς ἐντολάς σου κατωρθούμην, πᾶσαν ὁδὸν ἄδικον ἐμίσησα. -
128 Δια τούτο συνεμορφούμην προς όλας τας εντολάς σου, εμίσησα δε κάθε άδικον πράξιν.
128 Γι’ αυτό βρίσκω σωστές όλες τις εντολές σου· κάθε ψεύτικη πράξη τη μισώ.
129 Θαυμαστὰ τὰ μαρτύριά σου· διὰ τοῦτο ἐξηρεύνησεν αὐτὰ ἡ ψυχή μου.
129 Βαθύν θαυμασμόν μου προκαλούν αι εντολαί, που υπάρχουν στον Νομον σου. Δια τούτο η ψυχή μου τας ηρεύνησε και τας εμελέτησε με πόθον.
129 Θαυμαστά είναι τα προστάγματά σου· γι’ αυτό η ψυχή μου τα τηρεί.
130 ἡ δήλωσις τῶν λόγων σου φωτιεῖ καὶ συνετιεῖ νηπίους.
130 Η φανέρωσις και η ανάλυσις των εντολών σου φωτίζει και συνετίζει και αυτούς ακόμη τους απλοϊκούς ανθρώπους.
130 Φωτίζει η αποκάλυψη των λόγων σου, σύνεση δίνει στους απλούς.
131 τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐπεπόθουν.
131 Ηνοιξα το στόμα μου και εισέπνευσα τον ζωογόνον αέρα. Ετσι ελαχτάρησα και λαχταρώ τας εντολάς σου.
131 Το στόμα μου άνοιξα και αναστέναξα, γιατί τις εντολές σου επιθυμώ.
132 Ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με κατὰ τὸ κρίμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου.
132 Ριξε ένα σπλαγχνικό βλέμμα εις εμέ και ελέησέ με, σύμφωνα με την αξιόπιστον υπόσχεσίν σου να προστατεύης εκείνους, που σέβονται και αγαπούν το Ονομά σου.
132 Γύρνα το βλέμμα σου σ’ εμένα και σπλαχνίσου με, όπως το αποφάσισες για όσους τ’ όνομά σου αγαπούν.
133 τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία.
133 Κατεύθυνε την ζωήν και τα έργα μου σύμφωνα με το λόγιόν σου, ώστε καμμία παρανομία να μη κυριεύση την ψυχήν μου.
133 Τα βήματά μου στέριωσε με το λόγο σου, ώστε να μη μ’ εξουσιάζει ανομία καμιά.
134 λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου.
134 Γλύτωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου.
134 Απάλλαξέ με απ’ των ανθρώπων την καταπίεση, ώστε τις εντολές σου να τηρώ.
135 τὸ πρόσωπόν σου ἐπίφανον ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
135 Ας επιλάμψη και ας φωτίση εμέ τον δούλόν σου η αγαθότης και η καλωσύνη του προσώπου σου· δίδαξέ με τα προστάγματά σου.
135 Ρίξε ένα βλέμμα ευνοϊκό στον αφοσιωμένο σου· το θέλημά σου δίδαξέ με.
136 διεξόδους ὑδάτων κατέδυσαν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐπεὶ οὐκ ἐφύλαξα τὸν νόμον σου. -
136 Εις τα αφθόνως αναβλύζοντα δάκρυά μου εβυθίσθησαν τα μάτια μου· και τούτο, διότι δεν ετήρησα πάντοτε τον Νομον σου.
136 Ποτάμια δάκρυα τρέξαν απ’ τα μάτια μου, γιατί το νόμο σου οι άνθρωποι δεν τον τηρούνε.
137 Δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου.
137 Δικαιος είσαι, Κυριε, και αι αποφάσεις σου είναι ορθαί και ευθείαι.
137 Δίκαιος είσαι, Κύριε, κι οι αποφάσεις σου σωστές.
138 ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου καὶ ἀλήθειαν σφόδρα.
138 Τα προστάγματά σου, Κυριε, τα οποία ως εντολάς έδωσες εις ημάς, είναι απολύτως δίκαια και αληθινά.
138 Οι εντολές που πρόσταξες δείχνουν τη δικαιοσύνη σου και την υπέρτατη πιστότητά σου.
139 ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου.
139 Με έλυωσεν ωσάν κερί ο ζήλός μου δια την δόξαν του Ονόματός σου, διότι οι εχθροί μου ελησμόνησαν εντελώς τας εντολάς σου.
139 Επειδή σ’ αγαπώ, με πιάνει οργή όταν βλέπω να λησμονούν τα λόγια σου οι εχθροί μου.
140 πεπυρωμένον τὸ λόγιόν σου σφόδρα, καὶ ὁ δοῦλός σου ἠγάπησεν αὐτό.
140 Είναι όμως άφρονες, διότι τα λόγιά σου είναι ολοκάθαρα και απαστράπτοντα, όπως το χρυσάφι, το οποίον εκαθαρίσθη στο πυρωμένο καμίνι. Δια τούτο εγώ ο δούλος σου τα ηγάπησα.
140 Ο λόγος σου είν’ αξιόπιστος κι ο αφοσιωμένος σου τον αγαπάει.
141 νεώτερος ἐγώ εἰμι καὶ ἐξουδενωμένος· τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
141 Μικρός κατά την ηλικίαν, καταφρονημένος και εξουδενωμένος είμαι μέσα εις την κοινωνίαν. Αλλά τας εντολάς σου ποτέ δεν τας ελησμόνησα.
141 Είμαι ασήμαντος εγώ και καταφρονεμένος· τις εντολές σου ωστόσο δεν τις ξέχασα.
142 ἡ δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια.
142 Η δικαιοσύνη σου, Κυριε, είναι δικαοσύνη αιωνία και αναλλοίωτος και ο Νομος σου είναι αυτή αύτη η αλήθεια.
142 Είναι η δικαιοσύνη σου αιώνια κι ο νόμος σου αμετάβλητος.
143 θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με· αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου.
143 Με ευρήκαν θλίψεις και ανάγκαι, αλλά αι εντολαί σου, Κυριε, ήσαν πάντοτε μελέτη και παρηγορία μου.
143 Θλίψεις και αγωνίες με βρήκαν αλλά οι εντολές σου είν’ η χαρά μου.
144 δικαιοσύνη τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με, καὶ ζήσομαι. -
144 Τα προστάγματά σου είναι δίκαια, αιώνια και αναλλοίωτα. Συνέτισέ με δια μέσου αυτών, ώστε να ζήσω εγώ σύμφωνα με το άγιον θέλημά σου.
144 Δικαιοσύνη αιώνια είναι οι νόμοι σου· φρόνηση δώσ’ μου και θα ζήσω.
145 Ἐκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐπάκουσόν μου, Κύριε, τὰ δικαιώματά σου ἐκζητήσω.
145 Με όλην μου την καρδία έκραξα προς σέ· άκουσε και κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Εγώ δε θα ζητήσω να μάθω και να κατανοήσω τας εντολάς σου.
145 Από τα βάθη της καρδιάς σ’ επικαλούμαι· απάντησέ μου, Κύριε, κι εγώ τους νόμους σου θα εφαρμόζω.
146 ἐκέκραξά σοι· σῶσόν με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύριά σου.
146 Εκραξα προς σέ, Κυριε· σώσε και περιφρούρησε την ζωήν μου, που κινδυνεύει, και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου.
146 Σ’ επικαλούμαι· σώσε με! Και θα εκτελώ τις προσταγές σου.
147 προέφθασα ἐν ἀωρίᾳ καὶ ἐκέκραξα, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
147 Πολύ ενωρίς, πριν περάση η νύκτα, εγώ εσηκώθηκα και προσηυχήθην με κραυγήν προς σε, διότι ήλπισα εις τα λόγια σου.
147 Πριν να χαράξει σου φωνάζω και τη βοήθεια σου ζητώ, στο λόγο σου ελπίζω.
148 προέφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς ὄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ λόγιά σου.
148 Ηνοιξαν τα μάτια μου πολύ ενωρίς, ενώ ακόμη ήτο βαθύς όρθρος, δια να μελετήσω τους λόγους σου.
148 Πριν φύγει η νύχτα ανοίγουνε τα μάτια μου τα λόγια σου να μελετήσω.
149 τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμά σου ζῆσόν με.
149 Ακουσε, Κυριε, την φωνήν της δεήσεώς μου, σύμφωνα με την ευσπλαγχνίαν σου, και κατά την δικαίαν σου απόφασιν περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
149 Χάρη στην ευσπλαχνία σου άκουσε, Κύριε, τη φωνή μου· σύμφωνα με την κρίση σου δώσε μου τη ζωή.
150 προσήγγισαν οἱ καταδιώκοντές με ἀνομίᾳ, ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου ἐμακρύνθησαν.
150 Οι εχθροί μου, που αδίκως και παραλόγως με καταδιώκουν, με επλησίασαν, δια να με εξοντώσουν. Αυτοί όμως ευρίσκονται μακράν από το άγιον θέλημά σου.
150 Με πλησιάζουνε αυτοί που επιζητούν την ανομία· από το νόμο σου ξεμάκρυναν.
151 ἐγγὺς εἶ, Κύριε, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου ἀλήθεια.
151 Αλλά συ, Κυριε, είσαι κοντά μου. Ολοι δε οι τρόποι ενεργείας σου προς ημάς τους ανθρώπους είναι δίκαιοι και αληθινοί.
151 Είσαι κοντά εσύ, Κύριε, κι όλες οι εντολές σου είναι αλήθεια.
152 κατ᾿ ἀρχὰς ἔγνων ἐκ τῶν μαρτυρίων σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐθεμελίωσας αὐτά. -
152 Απ' αρχής εγώ, Κυριε, εγνώρισα και κατενόησα τα μαρτύριά σου και επείσθην απολύτως, ότι αι εντολαί σου έχουν αιώνια τα θεμέλιά των.
152 Ξέρω πως από την αρχή τις προσταγές σου για πάντα τις θεμέλιωσες.
153 Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἐξελοῦ με, ὅτι τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
153 Ιδε την καταφρόνησιν και την εξουθένωσιν, εις την οποίαν με έχουν ρίξει οι εχθροί μου, και σπεύσε να με βγάλης από αυτήν, διότι εγώ δεν ελησμόνησα ποτέ τον Νομον σου.
153 Την αθλιότητά μου δες και λύτρωσέ με, γιατί το νόμο σου δεν τον λησμόνησα.
154 κρῖνον τὴν κρίσιν μου καὶ λύτρωσαί με· διὰ τὸν λόγον σου ζῆσόν με.
154 Συ, ωσάν δίκαιος που είσαι, κρίνε με δικαιοσύνην την υπόθεσίν μου και απάλλαξέ με από τους εχθρούς μου. Συμφωνα δε με την υπόσχεσίν σου περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
154 Διεκδίκησε εσύ το δίκιο μου και ελευθέρωσέ με· δώσ’ μου ζωή, όπως το υποσχέθηκες.
155 μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν.
155 Η σωτηρία των δικαίων είσαι συ. Η σωτηρία όμως των αμαρτωλών είναι μακράν, είναι ανύπαρκτος, διότι δεν εζήτησαν να μελετήσουν και να καταμάθουν τας εντολάς σου.
155 Μακριά απ’ τους ασεβείς η σωτηρία, γιατί τους νόμους σου δεν τους αναζητούν.
156 οἱ οἰκτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατὰ τὸ κρῖμά σου ζῆσόν με.
156 Τα ελέη σου, Κυριε, είναι πολλά. Συμφωνα με την εύσπλαγχνον κρίσιν σου περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
156 Κύριε, μεγάλη είν’ η συμπόνια σου· σύμφωνα με την κρίση σου δώσ’ μου ζωή.
157 πολλοὶ οἱ ἐκδιώκοντές με καὶ θλίβοντές με· ἐκ τῶν μαρτυρίων σου οὐκ ἐξέκλινα.
157 Πολλοί είναι οι εχθροί μου, που με καταδιώκουν και με καταθλίβουν. Εγώ όμως ποτέ δεν παρεξέκλινα από τας εντολάς σου.
157 Πολλοί είν’ οι διώκτες μου κι οι αντίπαλοί μου· μα εγώ απ’ τις βουλές σου δεν ξεμάκρυνα.
158 εἶδον ἀσυνετοῦντας καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγιά σου οὐκ ἐφυλάξαντο.
158 Είδα ασυνέτους ανθρώπους να απορρίπτουν τας εντολάς σου και έλυωνα από τον πόνον, διότι αυτοί δεν ετήρησαν τα λόγια σου.
158 Είδα τους αποστάτες και ταράχτηκα· γιατί τα λόγια σου δεν τα εφαρμόζουν.
159 ἴδε, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα· Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου ζῆσόν με.
159 Ιδε όμως, Κυριε, ότι εγώ ηγάπησα με όλην μου την καρδίαν τας εντολάς σου. Κυριε, κατά το μέγα έλεός σου, χάρισέ μου ασφαλή και μακράν την ζωήν.
159 Δες πόσο αγαπώ τις εντολές σου· Κύριε, δώσ’ μου τη ζωή, χάρη στην ευσπλαχνία σου.
160 ἀρχὴ τῶν λόγων σου ἀλήθεια, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα πάντα τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. -
160 Αρχή, βάσις και περιεχόμενον των λόγων σου είναι η αλήθεια και όλαι αι κρίσεις της δικαιοσύνης σου είναι αιώνιοι και αμετάθετοι.
160 Ουσία του λόγου σου, η αξιοπιστία, κι είναι αιώνιες όλες οι δίκαιες αποφάσεις σου.
161 Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου.
161 Αρχοντες ασεβείς με κατεδίωξαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Δεν τους εφοβήθην. Από τους λόγους σου μόνον εδειλίασεν η καρδία μου, μήπως τυχόν και τους παραβώ.
161 Με καταδιώξαν άρχοντες αναίτια· αλλά μόνο στα λόγια σου τρέμει η καρδιά μου.
162 ἀγαλλιάσομαι ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά.
162 Εγώ θα χαρώ τόσον πολύ από την μελέτην, την αποδοχήν και εφαρμογήν των λόγων σου, ωσάν ο νικητής εκείνος ο οποίος ευρίσκει πολλά και πολύτιμα λάφυρα.
162 Αγάλλομαι στο λόγο σου, σαν κάποιος που ηύρε λάφυρα πολλά.
163 ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα.
163 Εμίσησα και εσιχάθηκα την αδικίαν. Τον δε Νομον σου ηγάπησα.
163 Το ψέμα το μισώ και το σιχαίνομαι· το νόμο σου αγαπώ.
164 ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
164 Πολλές φορές κατά το διάστημα της ημέρας σε εδοξολόγησα δια τας δικαίας κρίσεις σου.
164 Εφτά φορές τη μέρα σε υμνώ για της δικαιοσύνης σου τις αποφάσεις.
165 εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον σου, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς σκάνδαλον.
165 Ειρήνη πολλή βασιλεύει εις την καρδίαν εκείνων, που αγαπούν και φυλάττουν τον Νομον σου. Δεν υπάρχει εις αυτούς σκάνδαλον, που να σκοντάπτουν επάνω του, να τους αναταράσση και να τους κλονίζη.
165 Πολλήν ειρήνη έχουν όσοι το νόμο σου αγαπούν· και πρόσκομμα δεν συναντούν μπροστά τους.
166 προσεδόκων τὸ σωτήριόν σου, Κύριε, καὶ τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα.
166 Παντοτε, Κυριε, από σε επερίμενα την σωτηρίαν, και τας εντολάς σου ηγάπησα.
166 Τη σωτηρία μου, Κύριε, την προσδοκώ από σένα, και πράττω αυτά που πρόσταξες.
167 ἐφύλαξεν ἡ ψυχή μου τὰ μαρτύριά σου καὶ ἠγάπησεν αὐτὰ σφόδρα.
167 Η ψυχή μου εφύλαξε τας εντολάς σου, διότι θερμότατα τας έχει αγαπήσει.
167 Μ’ όλη μου την ψυχή τηρώ τις εντολές σου, τόσο πολύ τις αγαπώ.
168 ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς σου καὶ τὰ μαρτύριά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ὁδοί μου ἐναντίον σου, Κύριε. -
168 Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου, Κυριε, διότι έχω την συναίσθησιν ότι όλαι αι πορείαι της ζωής μου ευρίσκονται ενώπιόν σου.
168 Φύλαξα τα προστάγματά σου και τους νόμους σου, γιατί ό,τι κι αν κάνω το γνωρίζεις.
169 Ἐγγισάτω ἡ δέησίς μου ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν σου συνέτισόν με.
169 Ας πλησιάση, λοιπόν, ενώπιον του θρόνου της μεγαλωσύνης σου η δέησίς μου, Κυριε, και σύμφωνα με την ρητήν υπόσχεσίν σου ότι ακούεις τας προσευχάς μας, δος μου σύνεσιν και φωτισμόν.
169 Ας φτάσει, Κύριε, ως εσένα η κραυγή μου· όπως το υποσχέθηκες, δώσε μου σύνεση.
170 εἰσέλθοι τὸ ἀξίωμά μου ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν σου ῥῦσαί με.
170 Είθε να φθάση εις σέ, Κυριε, η ιερά αυτή αξίωσίς μου. Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, γλύτωσέ με από τους διαφόρους κινδύνους, που απειλούν την ζωήν μου.
170 Ας φτάσει μπρος σου η παράκλησή μου· όπως το υποσχέθηκες, λευτέρωσέ με.
171 ἐξερεύξαιντο τὰ χείλη μου ὕμνον, ὅταν διδάξῃς με τὰ δικαιώματά σου.
171 Είθε από την καρδίαν και τα χείλη μου να αναβλύζουν πλούσιοι ύμνοι εις δόξαν σου. Και τούτο θα γίνη, όταν με διδάξης τα προστάγματά σου.
171 Ας διαλαλούν τα χείλη μου τον ύμνο σου, γιατί τους νόμους σου μου τους διδάσκεις.
172 φθέγξαιτο ἡ γλῶσσά μου τὰ λόγιά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου δικαιοσύνη.
172 Είθε η γλώσσά μου να ομιλή και να διαλαλή πάντοτε τα λόγια σου, διότι όλαι αι εντολαί σου είναι δίκαιαι και ορθαί.
172 Ας εξυμνεί η γλώσσα μου το λόγο σου, γιατί είναι δίκαιες όλες οι εντολές σου.
173 γενέσθω ἡ χείρ σου τοῦ σῶσαί με, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ᾑρετισάμην.
173 Ας απλωθή προς εμέ το προστατευτικό σου χέρι, δια να με σώσης, διότι εγώ, υπέρ πάντα τα άλλα, επροτίμησα και ηγάπησα τας εντολάς σου.
173 Το χέρι σου άπλωσε, δώσ’ μου βοήθεια, γιατί εγώ διάλεξα τις εντολές σου.
174 ἐπεπόθησα τὸ σωτήριόν σου, Κύριε, καὶ ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι.
174 Με όλην μου την καρδίαν επόθησα την σωτηρίαν, την οποίαν συ, Κυριε, δίδεις, και ο Νομος σου είναι παντοτεινή μου μελέτη.
174 Πόθησα να με σώσεις, Κύριε, κι είναι ο νόμος σου χαρά μου.
175 ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι.
175 Χαρις εις την ιδικήν σου προστασίαν θα ζήσω και θα σε υμνώ, αι δε δίκαιαι κρίσεις σου θα με βοηθήσουν.
175 Ας ζει η ψυχή μου για να σε υμνεί, κι οι αποφάσεις σου βοήθεια μου ας γενούνε.
176 ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός· ζήτησον τὸν δοῦλόν σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην.
176 Επλανήθην, Κυριε, σαν απολωλός πρόβατον, μη με αφήσης· αναζήτησε εμέ τον δούλον σου, διότι ποτέ εγώ δεν ελησμόνησα τας εντολάς σου.
176 Περιπλανήθηκα σαν πρόβατο χαμένο· έλα, το δούλο σου ν’ αναζητήσεις, γιατί τις εντολές σου δεν τις ξέχασα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος στή γιορτή τῶν Σκηνῶν.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά ἐπιτευχθῆ κάποιος καλός σκοπός.
β Γιά μακαρισμό.
Νά ὡφελήσης τόν πάσχοντα καί θά δῆ ὁ Κύριος τήν πίστη σου καί θά παράσχη τελεία θεραπεία.
γ Γιά νά πατάξη ὁ Θεός τούς βαρβάρους καί νά ταπεινώση τήν θραύσει τους, ὅταν τά ἀθῶα γυναικόπαιδα.
ε "Ὁ παρών ψ. εἶναι ἄρτιος καί τέλειος· διατί καί τούς ἐναρέτους φέρει εἰς τελειότητα καί τούς ζῶντας μέ ἀμέλειαν ἐξυπνᾷ εἰς ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς".
στ Προσευχή διά τήν τήρησιν τῶν ἁγίων καί σωτηρίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.
"Ἐκθείασις τῆς ἐξοχότητος καί σημαντικότητος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ".

ΨΑΛΜΟΣ 119

ΨΑΛΜΟΣ 119 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΑΙ ΑΔΙΚΑ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου.
1 Προς τον Κυριον εις περιστάσεις θλίψεων έκραξα δια της προσευχής και με εισήκουσε·
1 Ωδή των αναβαθμών. Μέσα στη θλίψη μου στον Κύριο φώναξα και μ’ αποκρίθηκε.
2 Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας.
2 και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη, τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία εξυφαίνει δολοπλοκίας.
2 Κύριε, την ψυχή μου λύτρωσε από τα χείλη που λέν’ ψέματα, από τη γλώσσα της απάτης.
3 τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;
3 Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον γλώσσαν;
3 Πώς να τιμωρηθείς και ποια βαρύτερη ποινή να λάβεις γλώσσα απατηλή;
4 τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς.
4 Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν.
4 Βέλη πολεμιστή ακονισμένα και φλογισμένα κάρβουνα.
5 οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ.
5 Αλλοίμονον! Διότι η παραμονή μου εις την ξένην γην παρετάθη επί μακρόν. Κατεσκήνωσα μαζή με τους σκηνίτας Κηδάρ, με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ.
5 Αλίμονο σ’ εμένα, στη Μεσέχ πάροικος να ζω, στου Κηδάρ μέσα τις σκηνές να μένω.
6 πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου.
6 Επί πολύν χρόνον παρετάθη η ξενητειά μου.
6 Πάρα πολύν καιρό κατοίκησα μ’ αυτούς που την ειρήνη τη μισούν.
7 μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν.
7 Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην, εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε.
7 Εγώ ειρήνη επιθυμώ· μα όταν γι’ αυτήν μιλώ εκείνοι αρχίζουν πόλεμο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Πρός δόξα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ ἐξεγέρσεις καί οἱ ἐθνικές συμφορές.
γ Γιά νά δίνη ὑπομονή καί ἀνεκτικότητα ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀναγκασμένοι νά συνευρίσκονται μέ δόλιους καί ἄδικους ἀνθρώπους.
ε "..θερμαίνει καί ἀνάπτει εἰς ἔρωτα καί ἀγάπην τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ..".
θ " Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

Συντομογραφίες:

α1. Ἐξήγηση ψαλμῶν, σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
α2. Χρήση τῶν ψαλμῶν σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
 β. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, Ἑρμηνευτικά Α, ψαλμοί,πρός Μάρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν ψαλμῶν. Ε.Π.Ε. τόμος 5ος, Θεσ/κη 1975.
 γ. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ἱερομ. Χρυσοστόμου "ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 227
 δ. Περιοδικό· " Ὁσία Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ", Ἱ. Μ. Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τεῦχος 323, 1988
 ε. Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· "Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. ἔκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσ/κη 1972
 σ. Χ. Τσολακίδη, Οἱ ψαλμοί γιά κάθε περίσταση, β, ἔκδ. Τσολακίδη, 2, Ἀθῆναι 2003
 ζ. Ιεροῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς, ἔκδ. Ὠφελίμου βιβλίου, Ἀθῆναι 1973, τόμοι 53 -60
 η. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Κατήχήσεις καί λόγοι "Ἀγαλιασώμεθα τῶ Κυρίῳ", τόμ. 3, Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς, 1999.
 θ. Ἁγίου Νεκταρίου, "Ψαλτἠριον τοῦ Παντάνακτος Δαυΐδ", ἔκδ. β, ἔκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003


Πηγές