fbpx

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 99

ΨΑΛΜΟΣ 99 - ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ εἰς ἐξομολόγησιν.

1 Ἀλαλάξετε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ,
1 Αλαλάξατε με ιερόν ενθουσιασμόν δοξολογούντες τον Κυριον. Ολοι οι κάτοικοι της γης ας τον υμνολογήσουν.
1 Ψαλμός ευχαριστήριος. Στον Κύριο αλαλάξτε ολόκληρη η γη!
2 δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν εὐφροσύνῃ, εἰσέλθετε ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει.
2 Υπηρετήσατε τον Κυριον με χαρουμένην καρδίαν, προσέλθετε στον ναόν του με αγαλλίασιν ψυχής.
2 Τον Κύριο λατρέψτε με χαρά! Ελάτε μπρος του μ’ αγαλλίασης κραυγές!
3 γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς· ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ καὶ πρόβατα τῆς νομῆς αὐτοῦ.
3 Μαθετε καλά ότι ο Κυριος, κυρίαρχος και δημιουργός του παντός, είναι ο Θεός μας. Αυτός μας εδημιούργησε και μας ανέδειξε και ως ανθρώπους και ως έθνος. Δεν ανεδείξαμεν ημείς τον εαυτόν μας με την δύναμίν μας. Ημείς είμεθα λαός του και πρόβατα, τα οποία αυτός με στοργήν καθοδηγεί και διατρέφει.
3 Καλά γνωρίστε ότι ο Κύριος, αυτός είν’ ο Θεός· αυτός μας έφτιαξε κι όχι εμείς· λαός δικός του είμαστε, κοινότητα που τη φροντίζει.
4 εἰσέλθετε εἰς τὰς πύλας αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει, εἰς τὰς αὐλὰς αὐτοῦ ἐν ὕμνοις. ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
4 Εισέλθετε εις τας πύλας των αυλών του ναού του με δοξολογίας. Εισέλθετε εις τας αυλάς του ιερού περιβόλου του με ύμνους. Δοξολογείτε αυτόν, υμνείτε πάντοτε το πάντιμον όνομά του·
4 Τις πύλες του μ’ ευχαριστία περάστε, με ύμνο μπείτε στου ναού του τις αυλές· δοξολογήστε τον, το όνομά του ευλογήστε!
5 ὅτι χρηστὸς Κύριος, εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ ἕως γενεᾶς καὶ γενεᾶς ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
5 διότι ο Κυριος είναι αγαθός. Η ευσπλαγχνία του είναι αιωνία και ακατάλυτος, και η αξιοπιστία των λόγων του παραμένει εις όλας τας γενεάς.
5 Είναι καλός ο Κύριος! Αιώνια διαρκεί η αγάπη του, κι η αξιοπιστία του σε όλες τις γενιές.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός συγχωρῆ τόν λαό Του.
α2 Ἡ προσευχή γιά κάθε Παρασκευή.
β Βλέποντας τήν θεία Πρόνοια νά διδάξης τήν πίστη, τήν ὑπακοή καί νά (ὁδηγηθοῦν) στήν ἐξομολογηση.
γ Γιά νά εὐλογήση καί ἐκπληρώση ὁ Θεός τούς θείους πόθους τῶν ἀνθρώπων.
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 81

ΨΑΛΜΟΣ 81 - Ο ΘΕΟΣ ΕΓΓΥΗΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ.
1 Ο Θεός εστάθη ανάμεσα εις συγκέντρωσιν των κριτών και αρχόντων της Ιουδαίας. Εν μέσω δε αυτών ως υπέρτατος Θεός- κριτής θα κρίνη αυτούς, που έχουν αναλάβει και διαχειρίζονται θείαν εξουσίαν. Θα τους ερωτήση και θα τους ελέγξη λέγων·
1 Ψαλμός του Ασάφ. Σηκώνεται ο Θεός μες στων θεών τη σύναξη· στο μέσο των θεών δικάζει:
2 ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε; (διάψαλμα).
2 Εως πότε θα δικάζετε αδίκως και θα λαμβάνετε υπ' όψιν πρόσωπα χαριζόμενοι εις αμαρτωλούς, πλουσίους και ισχυρούς;
2 «Ως πότε άδικα θα κρίνετε και θα χαρίζεστε στους ασεβείς; (Διάψαλμα)
3 κρίνατε ὀρφανῷ καὶ πτωχῷ, ταπεινὸν καὶ πένητα δικαιώσατε·
3 Φροντίσατε να εκδίδετε δικαίας αποφάσεις υπέρ του ορφανού και του πτωχού να αποδίδετε το δίκαιον στον αθώον, στον ταπεινόν και πτωχόν άνθρωπον.
3 Δικαιοσύνη αποδώστε στον άμοιρο, στον ορφανό· δώστε το δίκιο του φτωχού και του απόρου.
4 ἐξέλεσθε πένητα καὶ πτωχόν, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ ῥύσασθε αὐτόν.
4 Ελευθερώσατε τον αξιοδάκρυτον και πτωχόν από τους εκμεταλλευομένους αυτόν, γλυτώσατέ τον από τα χέρια του αδίκου και αμαρτωλού.
4 Ελευθερώστε τον αδύνατο και τον φτωχό, λυτρώστε τους από την εξουσία των ανόμων.
5 οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται· σαλευθήσονται πάντα τὰ θεμέλια τῆς γῆς.
5 Οι άδικοι όμως κριταί, σκοτισμένοι εις την ηθικήν αναλγησίαν των, δεν είχαν και δεν ηθέλησαν να έχουν επίγνωσιν των καθηκόντων, που τους επιβάλλει το αξίωμά των. Ούτε αντελήφθησαν με ποίαν σύνεσιν πρέπει να ασκούν το έργον των. Περιπατούν εις τα σκοτάδια των αδίκων κρίσεων. Εξ αιτίας των αδίκων αποφάσεών των συνεκλονίσθησαν τα θεμέλια της κοινωνίας των.
5 »Χωρίς να έχουν γνώση ούτε επίγνωση, βαδίζουν στο σκοτάδι· κλονίζοντ’ όλα τα θεμέλια της γης.
6 ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες·
6 Εγώ δε είπα προς σας, ω δικασταί. Ολοι σεις είσθε αντιπρόσωποι του δικαίου Θεού, υιοί του Υψίστου, του ενός και μοναδικού Θεού.
6 Σκέφτηκα εγώ, εσείς είστε θεοί, είσαστε όλοι σας παιδιά του Υψίστου.
7 ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε.
7 Σεις όμως, αναίσθητοι εις την τιμήν του αξιώματός σας, αδικείτε, δι' αυτό και θα αποθάνετε ωσάν ένας από τους κοινούς και συνήθεις και χωρίς υπόληψιν άρχοντας.
7 Κι ωστόσο θα πεθάνετε σαν όλους τους ανθρώπους· θα πέσετε νεκροί, το ίδιο όπως κι οι άρχοντες».
8 ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
8 Ακούων αυτά εγώ, ο εμπνευσμένος ποιητής, κράζω προς τον Θεόν· Σηκω, λοιπόν, ω Θεέ, και εφάρμοσε την δικαίαν σου κρίσιν και απόφασιν επί της γης, διότι κάτω από την ιδικήν σου κυριότητα και κατοχήν ευρίσκονται όλα τα έθνη.
8 Σήκω επάνω εσύ, Θεέ, κρίνε τον κόσμο, γιατί όλα τα έθνη είναι στην εξουσία σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ κατά τόν θερισμό.
α2 Γιά νά βάλουν μυαλό οἱ πεισματάρηδες καί νά σκεφτοῦν σωστά.
γ Γιά νά ἀγοράσουν οἱ ἄνθρωποι τά προϊόντα τῶν γεωργῶν γιά νά μήν στενοχωροῦνται καί θλίβονται οἱ χωρικοί.
θ "Συμβουλευτικοί καί διδακτικοί εἰς τούς ἡγεμόνας".

ΨΑΛΜΟΣ 82

ΨΑΛΜΟΣ 82 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ

1 ᾨδὴ ψαλμοῦ τῷ Ἀσάφ.
1 -
1 Ωδή ψαλμού του Ασάφ.
2 Ὁ Θεὸς, τίς ὁμοιωθήσεταί σοι; μὴ σιγήσῃς μηδὲ καταπραΰνῃς, ὁ Θεός·
2 Ω Θεέ μου, ποιός είναι δυνατόν να συγκριθή και αντιπαραβληθή με σένα; Δι' αυτό, ως παντοδύναμος και πάνσοφος που είσαι, μη μένης σιωπηλός, μηδέ καταπραΰνης και μη αφήσης ανεκδήλωτον την δικαίαν σου οργήν, ω Θεέ μου.
2 Θεέ, μη μένεις σιωπηλός! Μη σιγάς και μην ησυχάζεις, Θεέ!
3 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἤχησαν, καὶ οἱ μισοῦντές σε ᾖραν κεφαλήν,
3 Διότι οι εχθροί μας, που είναι και ιδικοί σου εχθροί, εξέσπασαν εις οχλοβοήν πολεμικήν και οι μισούντες σε εσήκωσαν υπερήφανον την κεφαλήν των εναντίον μας.
3 Γιατί νάτοι, οι εχθροί σου θορυβούν· αυτοί που σε μισούν σηκώνουν το κεφάλι.
4 ἐπὶ τὸν λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην καὶ ἐβουλεύσαντο κατὰ τῶν ἁγίων σου·
4 Συνέλαβαν και κατέστρωσαν πανούργα σχέδια εναντίον του λαού σου. Ελαβαν ολεθρίας αποφάσεις εναντίον των αγίων σου Ισραηλιτών.
4 Πανούργα σχέδια καταστρώνουν εναντίον του λαού σου, και συζητούν ενάντια σ’ αυτούς που προστατεύεις.
5 εἶπαν· δεῦτε καὶ ἐξολοθρεύσωμεν αὐτοὺς ἐξ ἔθνους, καὶ οὐ μὴ μνησθῇ τὸ ὄνομα Ἰσραὴλ ἔτι.
5 Απεφάσισαν και είπαν μεταξύ των· Ελάτε να τους εξολοθρεύσωμεν, ώστε να παύσουν να αποτελούν έθνος και κανείς να μη ενθυμήται πλέον το όνομα των Ισραηλιτών.
5 Είπαν: «Εμπρός, ας τους εξαφανίσουμε σαν έθνος· και πια ας μη μνημονεύεται τ’ όνομα του Ισραήλ».
6 ὅτι ἐβουλεύσαντο ἐν ὁμονοίᾳ ἐπὶ τὸ αὐτό, κατὰ σοῦ διαθήκην διέθεντο
6 Μη μείνης αδιάφορος, Κυριε, διότι αυτοί από κοινού και εκ συστάσεως με μίαν καρδίαν όλοι των απεφάσισαν την καταστροφήν μας. Υπέγραψαν ένορκον συμφωνίαν εναντίον σου.
6 Ομόφωνα το σκέφτηκαν και συμμαχία κάναν’ εναντίον σου.
7 τὰ σκηνώματα τῶν Ἰδουμαίων καὶ οἱ Ἰσμαηλῖται, Μωὰβ καὶ οἱ Ἀγαρηνοί,
7 Αυτοί οι εχθροί μας είναι οι σκηνίται, οι Ιδουμαίοι, οι Ισμαηλίται, οι Μωαβίται και οι Αγαρηνοί.
7 Είναι οι Εδωμίτες κι οι Ισμαηλίτες, οι Μωαβίτες κι οι Αγαρηνοί,
8 Γεβὰλ καὶ Ἀμμὼν καὶ Ἀμαλὴκ καὶ ἀλλόφυλοι μετὰ τῶν κατοικούντων Τύρον.
8 Οι της φυλής Γεβάλ και Αμμών και Αμαλήκ, οι Φιλισταίοι και οι κάτοικοι της Τυρου.
8 ο λαός του Γεβάλ, οι Αμμωνίτες κι οι Αμαληκίτες.
9 καὶ γὰρ καὶ Ἀσσοὺρ συμπαρεγένετο μετ᾿ αὐτῶν, ἐγενήθησαν εἰς ἀντίληψιν τοῖς υἱοῖς Λώτ. (διάψαλμα).
9 Αλλά και οι Ασσύριοι συνετάχθησαν και ήλθον με το μέρος αυτών. Εβοήθησαν τους απογόνους του Λωτ εναντίον μας, τους Μωαβίτας και Αμμωνίτας.
9 Μαζί τους συμμαχήσαν κι οι Ασσύριοι, τους απογόνους να ενισχύσουνε του Λωτ. (Διάψαλμα)
10 ποίησον αὐτοῖς ὡς τῇ Μαδιὰμ καὶ τῷ Σισάρᾳ, ὡς τῷ Ἰαβεὶμ ἐν τῷ χειμάῤῥῳ Κεισών·
10 Πράξε εναντίον αυτών ο,τι άλλοτε έκαμες εναντίον των Μαδιανιτών, εναντίον του σκληρού στρατηγού των Σισάρα και του βασιλέως Ιαβείν εις τον χείμαρρον Κεισών.
10 Κάνε σ’ αυτούς, Θεέ, ό,τι στους Μαδιανίτες, ό,τι στο Σίσερα, ό,τι και στον Ιαβίν, στο χείμαρρο Κισών.
11 ἐξωλοθρεύθησαν ἐν Ἀενδώρ, ἐγενήθησαν ὡσεὶ κόπρος τῇ γῇ.
11 Εκείνοι εξωλοθρεύθησαν δια της δικαίας σου οργής εις Αενδώρ και τα σώματά των έγιναν κόπρος και λίπασμα της γης.
11 Ξολοθρευτήκαν στην Εν-Δωρ· της γης έγιναν λίπασμα.
12 θοῦ τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν ὡς τὸν Ὠρὴβ καὶ Ζὴβ καὶ Ζεβεὲ καὶ Σαλμανὰ πάντας τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν,
12 Ολους τους άρχοντας αυτών θέσε τους εις την αυτήν μοίραν και τιμώρησέ τους, όπως δια του Γεδεών εξωλόθρευσας τον Ωρήβ και Ζηβ και Ζεβεέ και Σαλμανά, όλους τους άρχοντας των Μαδιανιτών·
12 Τους άρχοντές τους κάνε τους σαν τον Ωρήβ και το Ζεέβ· κι όλους τους αρχηγούς τους σαν τον Ζεβάχ και σαν το Σαλμουννά.
13 οἵτινες εἶπαν· Κληρονομήσωμεν ἑαυτοῖς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ.
13 αυτών, οι οποίοι είπαν· Ας κατακτήσωμεν ως ιδικήν μας κληρονομίαν και εις όφελος του εαυτού μας τον άγιον τόπον, τον ναόν και το θυσιαστήριον του Θεού.
13 Αυτοί είχαν πει: «Δική μας θα την κάνουμε τη χώρα που ανήκει στο Θεό».
14 ὁ Θεός μου, θοῦ αὐτοὺς ὡς τροχόν, ὡς καλάμην κατὰ πρόσωπον ἀνέμου·
14 Ω Θεέ μου, κάμε τους ωσάν ανεμοστρόβιλον, ώστε να μη ημπορούν να σταθούν πουθενά. Καμε τους ωσάν το ξηρόν άχυρον, που το φυσά και το διασκορπίζει ο άνεμος.
14 Θεέ μου, κάν’ τους σαν το γαϊδουράγκαθο, σαν το άχυρο στον άνεμο,
15 ὡσεὶ πῦρ, ὃ διαφλέξει δρυμόν, ὡσεὶ φλόξ, ἣ κατακαύσει ὄρη,
15 Κατάκαυσέ τους, όπως η πυρκαϊά κατακαίει τα δάση του δρυμού, όπως μια μεγάλη φλόγα κατακαίει τα κατάφυτα όρη.
15 σαν τη φωτιά που κατακαίει το δάσος και σαν τη φλόγα που λαμπαδιάζει τα βουνά.
16 οὕτως καταδιώξεις αὐτοὺς ἐν τῇ καταιγίδι σου, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου συνταράξεις αὐτούς.
16 Ετσι και συ, Κυριε, καταδίωξέ τους εις την καταιγίδα της οργής σου, αναστάτωσέ τους και συγκλόνισέ τους επάνω στον δίκαιον θυμόν σου.
16 Έτσι κατάδιωξέ τους με την καταιγίδα σου· με την ανεμοθύελλά σου τρόμαξέ τους.
17 πλήρωσον τὰ πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας, καὶ ζητήσουσι τὸ ὄνομά σου, Κύριε.
17 Γέμισε τα πρόσωπά των με καταισχύνην και εξευτελισμόν, ώστε να αναγκασθούν να επικαλεσθούν το όνομά σου, Κυριε.
17 Γέμισε με ντροπή τα πρόσωπά τους, για να γυρέψουν τ’ όνομά σου, Κύριε.
18 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ταραχθήτωσαν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος καὶ ἐντραπήτωσαν καὶ ἀπολέσθωσαν
18 Ας κατεντροπιασθούν, ας αναστατωθούν δια μέσου όλων των αιώνων, ας εντροπιαοθούν και ας εξολοθρευθούν.
18 Ας ντροπιαστούν κι ας ταραχτούν για πάντα, κι ατιμωμένοι ας καταστραφούν.
19 καὶ γνώτωσαν ὅτι ὄνομά σοι Κύριος· σὺ μόνος Ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.
19 Ας αναγνωρίσουν αυτοί, ότι το όνομά σου είναι Κυριος, ότι συ είσαι ο μοναδικός και Υψιστος Κυριος εις όλην την γην.
19 Κι ας μάθουν ότι μόνο εσύ έχεις τ’ όνομα «Κύριος», είσαι ο Ύψιστος σ’ ολόκληρη τη γη.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά μήν ἀδικοῦν οἱ δικαστές τούς ἀθώους.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί θέλουν νά βεβηλώσουν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἐσύ νά προσευχηθῆς μέ αὐτόν τόν ψ. καί νά ἐλπίζης στά λόγια του.
γ Γιά νά ἐμποδίση ὁ Θεός τούς κακούς ἀνθρώπους πού θέλουν νά κάνουν δολοφονίες.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 83

ΨΑΛΜΟΣ 83 - ΑΣΜΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ ΚΑΘΩΣ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· τοῖς υἱοῖς Κορέ.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το γκιττίθ. Ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.
2 Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων.
2 Ποσον αγαπητοί και ποθητοί είναι εις εμέ οι ιεροί χώροι του ναού σου, όπου κατοικείς συ, ο Κυριος των ουρανίων και επιγείων δυνάμεων.
2 Πόσο αγαπητοί είναι οι χώροι της λατρείας σου, Κύριε του σύμπαντος!
3 ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα.
3 Φλέγεται η ψυχή μου από τον πόθον, λυώνει από την επιθυμίαν να ευρεθή εις τας αυλάς του Κυρίου. Η ψυχή μου και το σώμα μου σκιρτούν από χαράν και ευφροσύνην διο· τον αληθινόν και ζώντα Θεόν.
3 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο για του Κυρίου τις αυλές· χαράς τραγούδια λέει η καρδιά και το κορμί μου για τον αληθινό Θεό.
4 καὶ γὰρ στρουθίον εὗρεν ἑαυτῷ οἰκίαν καὶ τρυγὼν νοσσιὰν ἑαυτῇ, οὗ θήσει τὰ νοσσία ἑαυτῆς, τὰ θυσιαστήριά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου.
4 Και αυτά τα στρουθία ευρήκαν στον ναόν σου κατοικίαν. Η τρυγών έκαμε εκεί την φωλεάν δια τους νεοσσούς της. Το θυσιαστήριόν σου ποθώ και εγώ, Κυριε των δυνάμεων, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου.
4 Και το σπουργίτι ακόμα βρήκε στέγη κι η χελιδόνα τη φωλιά της για ν’ αποθέσει τα μικρά της, στα θυσιαστήριά σου, Κύριε του σύμπαντος, Θεέ μου και βασιλιά μου.
5 μακάριοι οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων αἰνέσουσί σε. (διάψαλμα).
5 Τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι είναι εκείνοι, που κατοικούν εις τας αυλάς του ναού σου, διότι αυτοί και οι απόγονοί των θα σε υμνολογούν παντοτεινά.
5 Μακάριοι όσοι μένουν στο ναό σου· αδιάκοπα σε υμνούν! (Διάψαλμα)
6 μακάριος ἀνήρ, ᾧ ἐστιν ἡ ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ σοί· ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο
6 Τρισευτυχισμένος ο άνθρωπος, που ευρίσκεται κάτω από την κραταιάν προστασίαν σου και απεφάσισε με την καρδιά του να πραγματοποιήση ιεράν άνοδον, ευλαβή επίσκεψιν προς την Σιών.
6 Μακάριοι οι άνθρωποι που η δύναμή τους βρίσκεται σ’ εσένα· που επιθυμούν να ’ρθούν προσκυνητές στον άγιο σου ναό!
7 εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, εἰς τὸν τόπον, ὃν ἔθετο· καὶ γὰρ εὐλογίας δώσει ὁ νομοθετῶν.
7 Θα διέλθη από την κοιλάδα του κλαυθμώνος, θα ανεβή στον ιερόν τόπον της Σιών, εκεί όπου εσκόπευε να φθάση. Και ο Κυριος, που εθεσμοθέτησε τας εορτάς και τους ιερούς αυτούς τόπους, θα γεμίση με τας ευλογίας του τους προσκυνητάς.
7 Όταν περνούν του θρήνου την κοιλάδα τη μεταλλάζουν σε πεδιάδα των πηγών· κι οι πρώιμες βροχές τής ρίχνουν ευλογίες.
8 πορεύσονται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ὀφθήσεται ὁ Θεὸς τῶν θεῶν ἐν Σιών.
8 Αυτοί θα πορεύωνται προς την Σιών, με νέας πάντοτε και ακμαίας δυνάμεις. Και όταν φθάσουν εκεί, θα εμφανισθή ο Θεός των Θεών και Κυριος των κυρίων εις την Σιών.
8 Πορεύονται από δύναμη σε δύναμη ώσπου μπρος στο Θεό των θεών να ’ρθούνε, στη Σιών.
9 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι, ὁ Θεὸς Ἰακώβ. (διάψαλμα).
9 Κυριε και Θεέ των ουρανίων και επιγείων δυνάμεων, άκουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου, δέξαι την εις τα αυτιά σου, ω Θεέ του Ιακώβ και των απογόνων του.
9 Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, άκου την προσευχή μου· προσεκτικά άκουσέ με, Θεέ του Ιακώβ. (Διάψαλμα)
10 ὑπερασπιστὰ ἡμῶν, ἴδε, ὁ Θεός, καὶ ἐπίβλεψον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ χριστοῦ σου.
10 Ω Θεέ, συ ο οποίος είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μας, ρίξε ένα ευμενές βλέμμα στο πρόσωπον του βασιλέως, τον οποίον συ έχρισες ως βασιλέα.
10 Κοίταξε, Θεέ, εσύ που είσ’ ασπίδα μας, ρίξε το βλέμμα σου στην όψη του εκλεκτού σου.
11 ὅτι κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας· ἐξελεξάμην παραῤῥιπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἢ οἰκεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν.
11 Δι' εμέ είναι προτιμότερον να ζήσω έστω και μίαν ημέραν εις τας αυλάς του ναού σου, παρά να ζω χιλιάδας ημέρας μακράν από σε και τον ναόν σου. Εχω πλέον προτιμήσει και προτιμώ να είμαι κάπου παραπεταμένος στον ναόν του Θεού μου, παρά να κατοικώ εις πλουσίας κατοικίας αμαρτωλών ανθρώπων.
11 Μία μέρα στις αυλές σου, Θεέ μου, καλύτερη είναι από χιλιάδες· κάλλιο να στέκω στου ναού σου το κατώφλι, παρά να ζω στων ασεβών τα δώματα.
12 ὅτι ἔλεος καὶ ἀλήθειαν ἀγαπᾷ Κύριος ὁ Θεός, χάριν καὶ δόξαν δώσει· Κύριος οὐ στερήσει τὰ ἀγαθὰ τοῖς πορευομένοις ἐν ἀκακίᾳ.
12 Διότι ο Κυριος και Θεός αγαπά το έλεος και την αλήθειαν, θα δώσης δε στους προσκυνούντας και πιστεύοντας εις αυτόν χάριν και δόξαν. Ο Κυριος δεν θα στερήση ποτέ τα αγαθά από εκείνους, οι οποίοι πορεύονται με αγαθότητα και απλότητα.
12 Ήλιος κι ασπίδα είν’ ο Κύριος ο Θεός, χάρη και δόξα δίνει ο Κύριος· κανένα δεν αρνιέται αγαθό σ’ αυτούς που ζούνε άμεμπτα.
13 Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπὶ σέ.
13 Ω Κυριε και Θεέ των δυνάμεων ουρανού και γης, τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έχει αποθέσει την ελπίδα του μετά πίστεως εις σέ.
13 Κύριε του σύμπαντος, μακάριοι οι άνθρωποι που ελπίζουνε σ’ εσένα!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά βοήθεια
α2 Γιά ἀποκοπή τῆς μαζικῆς ἐπίθεσης.
β Νά εὐχαριστήσῃς τόν Κύριο, βλέποντας τήν Χάρη Του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὅταν πληροῦσαι ἀπό θεῖο πόθο.
γ Γιά νά διατηρηθοῦν ἀπό τόν Θεό τά ὑπάρχοντα τοῦ σπιτιοῦ καλά, τά ζῶα καί τά προϊόντα τῶν παραγωγῶν.
η "...μακάριος ὅστις εὕρεν τά ἀγαπητά σκηνώματα τοῦ Θεοῦ".
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 84

ΨΑΛΜΟΣ 84 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

1 Εἰς τὸ τέλος· τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμός.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.
2 Εὐδόκησας, Κύριε, τὴν γῆν σου, ἀπέστρεψας τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰακώβ·
2 Εκαμες φανεράν και έστειλες, Κυριε, την ευαρέσκειάν σου εις την γην της Επαγγελίας, διότι επανέφερες εις αυτήν τους αιχμαλώτους απογόνους του Ιακώβ.
2 Έδειξες, Κύριε, την αγάπη σου στη χώρα σου· απ’ την αιχμαλωσία έφερες πίσω τους απογόνους του Ιακώβ.
3 ἀφῆκας τὰς ἀνομίας τῷ λαῷ σου, ἐκάλυψας πάσας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. (διάψαλμα).
3 Εδωσες συγχώρησιν εις τας παρανομίας του λαού σου και εσκέπασες εν τω ελέει σου όλας τας αμαρτίας των.
3 Συγχώρησες την ανομία του λαού σου και σκέπασες όλες τις αμαρτίες τους. (Διάψαλμα)
4 κατέπαυσας πᾶσαν τὴν ὀργήν σου, ἀπέστρεψας ἀπὸ ὀργῆς θυμοῦ σου.
4 Εσταμάτησες την εναντίον μας δικαίαν σου οργήν, αφήκες κατά μέρος την οργήν του θυμού σου.
4 Έβαλες τέλος σ’ όλη την οργή σου· απόστρεψες τη φλόγα του θυμού σου.
5 ἐπίστρεψον ἡμᾶς, ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν, καὶ ἀπόστρεψον τὸν θυμόν σου ἀφ᾿ ἡμῶν.
5 Επανάφερε όλους μας από την εξορίαν, ω Κυριε, συ ο οποίος πολλές φορές μας έχεις σώσει κατά το παρελθόν. Απομάκρυνε τον δίκαιον θυμόν σου από ημάς.
5 Φέρε μας πάλι, Θεέ σωτήρα μας, στην πρωτινή μας ευτυχία· σταμάτησε ν’ αγανακτείς μαζί μας.
6 μὴ εἰς τοὺς αἰῶνας ὀργισθῇς ἡμῖν; ἢ διατενεῖς τὴν ὀργήν σου ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν;
6 Μηπως τάχα και θα μένης ωργισμένος εναντίον μας δια παντός; Η μήπως θα παρατείνης την οργήν σου πάντοτε από της μιας γενεάς εις την άλλην;
6 Αιώνια θα ’ναι η οργή σου εναντίον μας; θα παρατείνεις το θυμό σου από γενιά σ’ άλλη γενιά;
7 ὁ Θεός, σὺ ἐπιστρέψας ζωώσεις ἡμᾶς, καὶ ὁ λαός σου εὐφρανθήσεται ἐπὶ σοί.
7 Ω Θεέ, συ θα στρέψης το πρόσωπόν σου και πάλιν με ευμένειαν προς ημάς. Θα μας δώσης νέαν ζωήν και ο πονεμένος και θλιμμένος λαός σου θα χαρή από τας δωρεάς σου.
7 Δεν είσ’ εσύ που θα ξανάρθεις για να μας δώσεις τη ζωή, για να ’σαι η ευφροσύνη του λαού σου;
8 δεῖξον ἡμῖν, Κύριε, τὸ ἔλεός σου καὶ τὸ σωτήριόν σου δῴης ἡμῖν.
8 Δείξε μας λοιπόν, Κυριε, την ευσπλαγχνίαν σου και δώσε μας την σωτηρίαν που ποθούμεν.
8 Δείξε μας, Κύριε, την αγάπη σου· και δώσ’ μας τη βοήθειά σου.
9 ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι λαλήσει εἰρήνην ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ἐπιστρέφοντας καρδίαν ἐπ᾿ αὐτόν.
9 Εγώ θα ακούσω, τι θα είπη εις την καρδίαν μου Κυριος ο Θεός, διότι θα ομιλήση ειρηνικά στον λαόν του, στους αφοσιωμένους προς αυτόν Ισραηλίτας· στους επιστρέφοντας με όλην των την καρδίαν δι' ειλικρινούς μετανοίας προς αυτόν.
9 Ακούω αυτό που λέει ο Θεός, ο Κύριος: Υπόσχεται ειρήνη στο λαό του, στους ευσεβείς του, σ’ αυτούς που την καρδιά τους σ’ εκείνον στρέφουνε.
10 πλὴν ἐγγὺς τῶν φοβουμένων αὐτὸν τὸ σωτήριον αὐτοῦ τοῦ κατασκηνῶσαι δόξαν ἐν τῇ γῇ ἡμῶν.
10 Βεβαίως η σωτηρία, που παρέχεται από τον Θεόν στον λαόν του, είναι πάντοτε κοντά εις εκείνους, που τον ευλαβούνται, ώστε δι' αυτής να εγκατασταθή η δόξα του εις την χώραν μας.
10 Σίγουρα κοντά είν’ η σωτηρία του σ’ αυτούς που τον φοβούνται, ώστε να μένει η δόξα του στη χώρα μας.
11 ἔλεος καὶ ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη κατεφίλησαν·
11 Το έλεος του Θεού και η ακριβής επαλήθευσις των υποσχέσεών του συνηντήθησαν και ηνώθησαν. Η δικαιοσύνη του, η τιμωρούσα το κακόν και αμείβουσα το αγαθόν, και η ειρήνη έδωσαν αμοιβαίον ασπασμόν.
11 Η αγάπη κι η αλήθεια συναντήθηκαν, φιλήθηκαν η δικαιοσύνη και η ειρήνη.
12 ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε, καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε.
12 Ανεβλάστησεν ωραία και καρποφόρος η αλήθεια από την γην, από δε τον ουρανόν έσκυψε προς τα κάτω και επεσκέφθη την γην η δικαιοσύνη και κάθε αρετή.
12 Η αλήθεια φυτρώνει στη γη κι η δικαιοσύνη σκύβει από τον ουρανό.
13 καὶ γὰρ ὁ Κύριος δώσει χρηστότητα, καὶ ἡ γῆ ἡμῶν δώσει τὸν καρπὸν αὐτῆς·
13 Διότι ο Κυριος πλουσίαν θα δείξη και θα δώση την καλωσύνην του, και η γη μας θα δώση αφθόνους τους καρπούς της.
13 Ο Κύριος δίνει τ’ αγαθά κι η γη μάς δίνει τον καρπό της.
14 δικαιοσύνη ἐνώπιον αὐτοῦ προπορεύσεται καὶ θήσει εἰς ὁδὸν τὰ διαβήματα αὐτοῦ.
14 Προ του Κυρίου θα προπορεύεται η δικαιοσύνη, την δε πορείαν του και τον τρόπον της συμπεριφοράς του θα καταστήση άγιον παράδειγμα συμπεριφοράς δι' όλους μας.
14 Η δικαιοσύνη μπροστά απ’ τον Κύριο πορεύεται και μπρος στα βήματά του ανοίγει δρόμο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό τραγοῦδι ἑνός προσκυνητή.
α2 Καθημερινή προσευχή.
β Ὅταν ἐλευθερώνεσαι ἀπό τήν αἰχμαλωσία νά εὐχαριστήσεις τόν Κύριο.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν πληγωθῆ ἀπό ληστές καί πάσχουν ἀπό φοβία.
θ "Ἐν παραλήσει θρησκευτικῶν καθηκόντων".
"Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 85

ΨΑΛΜΟΣ 85 - ΚΥΡΙΕ Σ' ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΑΙ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ ΜΟΥ

Προσευχὴ τῷ Δαυΐδ.

1 Κλῖνον, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἐπάκουσόν μου, ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ.
1 Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου εις τα λόγια μου. Ακουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου, διότι εγώ είμαι πτωχός και δυστυχής.
1 Προσευχή του Δαβίδ. Με προσοχή άκουσε, Κύριε, κι απάντησέ μου, έτσι ταπεινωμένος που είμαι και φτωχός.
2 φύλαξον τὴν ψυχήν μου, ὅτι ὅσιός εἰμι· σῶσον τὸν δοῦλόν σου, ὁ Θεός μου, τὸν ἐλπίζοντα ἐπὶ σέ.
2 Προφύλαξε την ζωήν μου από τους θανασίμους κινδύνους, διότι εις σε είμαι αφιερωμένος· ιδικός σου είμαι, Κυριε. Σώσε εμέ τον δούλον σου, ω Θεέ μου, ο οποίος έχω στηρίξει εις σε τας ελπίδας μου.
2 Φύλαξε την ψυχή μου, γιατί εγώ σου είμαι πιστός· Θεέ μου, εσύ, σώσε το δούλο σου, που αφήνεται σ’ εσένα.
3 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράξομαι ὅλην τὴν ἡμέραν.
3 Ελέησέ με, Κυριε, διότι δεν έπαυσα όλην την ημέραν να κράζω μετά πίστεως προς σέ.
3 Δώσ’ μου το έλεός σου, Κύριε· σ’ εσένα όλη τη μέρα κράζω.
4 εὔφρανον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, ἦρα τὴν ψυχήν μου.
4 Γέμισε με χαράν και ευφροσύνην, την καρδίαν του δούλου σου, διότι προς σε εγώ ύψωσα την ψυχήν μου και εναπέθεσα την ζωήν μου.
4 Δώσε χαρά στο δούλο σου, γιατί σ’ εσένα, Κύριε, προσεύχομαι.
5 ὅτι σύ, Κύριε, χρηστὸς καὶ ἐπιεικὴς καὶ πολυέλεος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις σε.
5 Διότι συ, Κυριε, είσαι ευεργετικός και αγαθός, επιεικής και πολυέλεος προς όλους εκείνους, οι οποίοι σε επικαλούνται με θερμήν προσευχήν.
5 Κύριε, είσαι καλός κι επιεικής συνάμα· και πολυεύσπλαχνος σ’ όλους που σε φωνάζουν.
6 ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν προσευχήν μου καὶ πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου.
6 Ακουσε, Κυριε, την προσευχήν μου, δώσε προσοχήν εις την φωνήν της δεήσεώς μου.
6 Δέξου την προσευχή μου, Κύριε, πρόσεξε τη φωνή της δέησής μου.
7 ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου ἐκέκραξα πρὸς σέ, ὅτι ἐπήκουσάς μου.
7 Και άλλοτε, εις περίοδον θλίψεώς μου, έκραξα δια της προσευχής μου προς σε και με ήκουσες. Ετσι και τώρα, Κυριε, κάμε δεκτήν την προσευχήν μου.
7 Στης θλίψης μου τη μέρα σ’ επικαλούμαι γιατί θα μου αποκριθείς.
8 οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε, καὶ οὐκ ἔστι κατὰ τὰ ἔργα σου.
8 Κανένας από τους θεούς των ειδωλολατρικών λαών δεν ημπορεί να συγκριθή με σένα, Κυριε. Κανένα έργον αυτών δεν ημπορεί να συγκριθή με τα ιδικά σου πανθαύμαστα έργα.
8 Θεός μ’ εσένα όμοιος, Κύριε, δεν υπάρχει· κι έργο κανένα δε συγκρίνεται με τα δικά σου τα έργα.
9 πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐποίησας, ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν σου, Κύριε, καὶ δοξάσουσι τὸ ὄνομά σου.
9 Ολα τα έθνη, τα οποία συ εδημιούργησες, και αυτά τα ειδωλολατρικά, θα έλθουν και θα προσκυνήσουν ενώπιόν σου. Κυριε, και θα δοξολογήσουν το Ονομά σου.
9 Όλοι οι λαοί που έκανες θα ’ρθούν να προσκυνήσουν μπρος σου, Κύριε· και θα δοξολογήσουν τ’ όνομά σου.
10 ὅτι μέγας εἶ σὺ καὶ ποιῶν θαυμάσια, σὺ εἶ Θεὸς μόνος.
10 Διότι συ είσαι μέγας και κάνεις πάντοτε έργα άξια παντός θαυμασμού. Συ είσαι ο μόνος αληθινός και τέλειος Θεός.
10 Γιατί εσύ είσαι μέγας και κάνεις έργα θαυμαστά· Θεός εσύ ’σαι μόνο.
11 ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου, καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· εὐφρανθήτω ἡ καρδία μου τοῦ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου.
11 Οδήγησέ με, Κυριε, στον δρόμον των εντολών σου και εγώ θα πορεύωμαι και θα φέρωμαι σύμφωνα με την αλήθειάν σου. Θα ευφρανθή η καρδία μου πλημμυρισμένη με τον ιερόν σεβασμόν προς το Ονομά σου.
11 Το δρόμο σου, Κύριε, δίδαξέ με, και πάνω στην αλήθεια σου θα περπατώ· κάνε να χαίρεται η καρδιά μου στου ονόματός σου το σεβασμό.
12 ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, καὶ δοξάσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα.
12 Θα σε δοξολογώ, Κυριε και Θεέ μου, με όλην μου την καρδίαν και θα δοξάζω πάντοτε το πανένδοζον Ονομά σου.
12 Θα σ’ εξυμνώ, Κύριε και Θεέ μου, μ’ όλη μου την καρδιά· κι αιώνια θα δοξάζω τ’ όνομά σου.
13 ὅτι τὸ ἔλεός σου μέγα ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐῤῥύσω τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου.
13 Διότι μέγα είναι το έλεος, που έδειξες προς εμέ, αφού έσωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, από αυτόν τον βαθύτατον άδην.
13 Η ευσπλαχνία σου για μένα είναι μεγάλη· έσωσες τη ζωή μου από βέβαιο θάνατο.
14 ὁ Θεός, παράνομοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ συναγωγὴ κραταιῶν ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου καὶ οὐ προέθεντό σε ἐνώπιον αὐτῶν.
14 Ω Θεέ μου, άνθρωποι παράνομοι επανεστάτησαν εναντίον μου και συμμορία ισχυρών ανδρών εζήτησαν να μου αφαιρέσουν την ζωήν, και δεν έλαβαν καθόλου υπ' όψιν των σέ, τον δίκαιον Θεόν.
14 Θεέ, εναντίον μου ξεσηκωθήκαν αλαζόνες, και συμμαχία τυράννων το θάνατό μου θέλησε, αυτοί που δε σε υπολογίζουν.
15 καὶ σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός.
15 Συ όμως, Κυριε και Θεέ μου, είσαι ευσπλαγχνικός, ελεήμων, μακρόθυμος, πολυέλεος και αληθινός πάντοτε εις όσα λέγεις.
15 Εσύ, όμως, Κύριε, είσαι Θεός όλο ευσπλαχνία και συμπάθεια, ανεκτικός, γεμάτος καλοσύνη και πιστότητα.
16 ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, δὸς τὸ κράτος σου τῷ παιδί σου καὶ σῶσον τὸν υἱὸν τῆς παιδίσκης σου.
16 Ριψε, λοιπόν, ευμενές βλέμμα εις εμέ και ελέησέ με. Δώσε την δύναμίν σου εις εμέ τον δούλον σου και σώσε εμέ, τον υιόν της δούλης σου, της μητρός μου.
16 Ρίξε το βλέμμα σου σ’ εμένα, γίνε μου σπλαχνικός, δώσε στο δούλο σου τη δύναμή σου και σώσε το παιδί της δούλης σου.
17 ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθόν, καὶ ἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με καὶ αἰσχυνθήτωσαν, ὅτι σύ, Κύριε, ἐβοήθησάς μοι καὶ παρεκάλεσάς με.
17 Καμε προς σωτηρίαν μου έκτακτον θαύμα, ας το ίδουν αυτοί, οι οποίοι με μισούν και ας κατεντροπιασθούν, διότι συ, Κυριε, πράγματι με εβοήθησες εις την θλίψιν μου και με παρηγόρησες.
17 Δείξε μου ένα σημάδι της καλοσύνης σου· και σαν το δουν αυτοί που με μισούνε θα ντροπιαστούν· γιατί εσύ, Κύριε, με βοήθησες και μ’ ανακούφισες.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Εὐχαριστία καί προσευχή.
α2 Γιά τήν χάραξη μιᾶς σωστῆς πορείας μέσα στή ζωῆς.
β Ὅταν ἐχθροί κυκλώνουν τήν ψυχή σου.
γ Γιά νά σώση ὁ Θεός τόν κόσμο, ὅταν πέφτη χολέρα στούς ἀνθρώπους καί πεθαίνουν.
ε "Διδάσκει πῶς πρέπει νά προσεύχεται κάθε ἄνθρωπος, ὁπού εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκας".
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων".

ΨΑΛΜΟΣ 87

ΨΑΛΜΟΣ 87 - ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ, ΠΡΙΝ ΑΠΟΘΑΝΩ

1 ᾨδὴ ψαλμοῦ τοῖς υἱοῖς Κορέ· εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Μαελὲθ τοῦ ἀποκριθῆναι λόγον συνέσεως Αἰθὰμ τῷ Ἰσραηλίτῃ.
1 -
1 Ωδή ψαλμού για τη συγγένεια του Κορέ· στον πρωτοψάλτη, όπως το «μαχαλάθ-λαανώθ». Μασχίλ του Εζραΐτη Αιμάν.
2 Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου·
2 Κυριε, ο Θεός και σωτήρ μου, προς σε έκραξα όλην την ημέραν και την νύκτα όρθιος ενώπιόν σου προσευχόμενος. Ψαλ. 873 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου.
2 Κύριε Θεέ, σωτήρα μου, σ’ εσένα φώναξα τη μέρα, τη νύχτα μπρος σου στάθηκα.
3 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου.
3 Είθε να ανοίξη η θύρα του ελέους σου, δια να εισέλθη ενώπιόν σου η προσευχή μου. Κλίνε το αυτί σου, δια να ακούση τα λόγια της δεήσεώς μου
3 Μέχρι σ’ εσένα ας φτάσει η προσευχή μου· άκου προσεκτικά το θρήνο μου.
4 ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε·
4 Διότι υπερεπλημμύρισεν η καρδία μου από συμφοράς και η ζωη μου έχει φθάσει εις το χείλος του άδου.
4 Η ψυχή μου είναι γεμάτη πόνους, και η ζωή μου ζύγωσε στο θάνατο.
5 προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος,
5 Θεωρούμαι πλέον όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στον βαθύν λάκκον του τάφου. Εγινα άνθρωπος αβοήθητος, ερριμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακράν από κάθε επικοινωνίαν με τους ζώντας.
5 Με λογαριάζουν για νεκρό· είμαι σαν άνθρωπος δίχως πια δύναμη.
6 ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν.
6 Είμαι ωσάν τους θανασίμως τραυματισμένους άνδρας, οι οποίοι κοιμώνται την νάρκην του θανάτου στον τάφον, και τους οποίους δεν ενθυμείσαι πλέον ως ζωντανούς, αλλά τους απώθησες μακράν από την προστασίαν σου.
6 Παρατημένος μέσα στους νεκρούς, αυτούς που κείτονται στον τάφο. Αυτούς δεν τους υπολογίζεις πια, δεν κάνεις τίποτε γι’ αυτούς.
7 ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου.
7 Οι πόνοι και αι συμφοραί μου με εβύθισαν στον βαθύτατον λάκκον του θανάτου, εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου, όπου βασιλεύει η σκια του θανάτου
7 Στα βάθη της αβύσσου μ’ έριξες, στα σκότη, στου θάνατου τη σκιά.
8 ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ. (διάψαλμα).
8 Βαρύς έπεσεν επάνω μου ο θυμός σου και όλα τα κύματα της οργής σου τα αφήκες να εκσπάσουν εναντίον μου.
8 Βάρυνε πάνω μου ο θυμός σου κι όλα τα κύματά σου πάνω μου ξέσπασαν. (Διάψαλμα)
9 ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην.
9 Απεμάκρυνες από εμέ τους γνωστούς μου, με εσιχάθησαν και με αηδίασαν. Παρεδόθην εις την δυστυχίαν και δεν ημπορώ πλέον να απαλλαγώ από αυτήν.
9 Μάκρυνες από μένα τους γνωστούς μου, μ’ έκανες να ’μαι φρίκη για τα μάτια τους· έμεινα αποκλεισμένος και δεν μπορώ να διαφύγω.
10 οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου·
10 Τα μάτια μου αδυνάτισαν, εθάμπωσαν από τας ταλαιπωρίας και από τα πολλά μου δάκρυα. Εκραξα προς σέ, Κυριε, προσευχόμενος όλην την ημέραν. Απλωσα και ύψωσα προς σε τα χέρια μου.
10 Θολώσανε τα μάτια μου από την αθλιότητά μου. Όλη τη μέρα, Κύριε, σου φώναζα, τα χέρια μου άπλωνα σ’ εσένα.
11 μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι;
11 Βοήθησέ με, Κυριε, πριν η αποθάνω. Μηπως, τάχα, και θα δείξης τα θαυμαστά σου έργα στους νεκρούς, και εις εμέ όταν αποθάνω; Η μήπως οι ιατροί ημπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, δια να σε δοξολογήσουν;
11 Θα κάνεις θαύματα για τους νεκρούς; ή μήπως οι σκιές των νεκρών θα σηκωθούν να σε δοξολογήσουν; (Διάψαλμα)
12 μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ;
12 Μηπως επίσης είναι δυνατόν να διηγηθή κανείς το έλεός σου και την αλήθειάν σου μεταξύ των νεκρών κάτω εις τον άδην;
12 Θα διηγηθεί κανείς μέσα στον τάφο την αγάπη σου και την αλήθεια σου στον τόπο της φθοράς;
13 μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ;
13 Μηπως και είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά τα θαυμαστά σου έργα εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου και τα έργα της δικαιοσύνης σου εις την λησμονημένην χώραν των νεκρών;
13 Μπορούν μες στα τρισκόταδα ν’ αναφανούν τα θαύματά σου και η δικαιοσύνη σου στη γη της λησμονιάς;
14 κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε.
14 Δια τούτο και εγώ, Κυριε, τώρα που ευρίσκομαι ακόμη εν τη ζωή, έκραξα καθ' όλον το διάστημα της νυκτός προς σέ· και το πρωϊ η προσευχή μου θα σε προφθάση.
14 Αλλά εγώ, Κύριε, σ’ εσένα φώναξα· και το πρωί θα σε προσμένει η προσευχή μου.
15 ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
15 Διατί, Κυριε, απωθείς την ψυχήν μου, και γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου, μακράν από εμέ;
15 Γιατί αποδιώχνεις την ψυχή μου, Κύριε; Γιατί κρυμμένο μού κρατάς το πρόσωπό σου;
16 πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην.
16 Εγώ είμαι πτωχός και ανάμεσα εις κόπους έχω ζήσει από την νεότητά μου. Οταν δε κοινωνικώς και υλικώς εξυψώθην, εταπεινώθηκα και πάλιν κατόπιν και περιέπεσα εις αμηχανίαν και απορίαν.
16 Άθλιος είμ’ εγώ κι από τα νιάτα μου στο θάνατο κοντά· υψώθηκα και ταπεινώθηκα και απορώ.
17 ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με,
17 'Επέρασαν από επάνω μου αι οργαί σου, αι φοβεραί απειλαί σου με συνεκλόνισαν,
17 Πάνω μου πέρασαν οι πυρωμένες θύελλες της οργής σου και με εξουθενώσαν οι φοβέρες σου.
18 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα.
18 αυταί με περιεκύκλωσαν ωσάν ύδωρ όλην την ημέραν, με περιέβαλαν ταυτοχρόνως από παντού.
18 Σαν τα νερά έρχονται κατά πάνω μου απ’ όλες τις μεριές, γύρω μου σφίγγουν τον κλοιό από παντού.
19 ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας.
19 Εμάκρυνες από εμέ όλους τους φίλους μου και τους γείτονάς μου και γενικώς όλους τους γνωστούς μου εξ αιτίας της δυστυχίας μου.
19 Μάκρυνες από μένα γείτονες και φίλους και μόνη συντροφιά μου η σκοτεινιά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Στήν πόλη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τήν οἰκογενειακή γαλήνη.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί κυκλώνουν τήν ψυχή σου.
γ Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός ὅλους τούς ἀπροστάτευτους ἀνθρώπους πού ταλαιπωροῦνται ἀπό σκληρούς ἀνθρώπους.
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή)
η "Δι' αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία, ὡς καί πᾶσα ψυχή αἰσθανομένη ὡς μέλος αὐτῆς, παρίσταται πάσχουσα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἀναπληροῦσα τά ὑστερήματα τῶν τέκνων της".
θ "Εν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.

ΨΑΛΜΟΣ 88

ΨΑΛΜΟΣ 88 - ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΕ, ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΣΤΟ ΔΑΒΙΔ;

1 Συνέσεως Αἰθὰμ τῷ Ἰσραηλίτῃ.
1 -
1 Μασχίλ του Εθάν του Εζραΐτη.
2 Τὰ ἐλέη σου, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα ᾄσομαι, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἀπαγγελῶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῷ στόματί μου,
2 Τα ελέη σου, Κυριε, θα υμνολογώ εγώ παντοτεινά· εις γενεάν και γενεάν θα διαλαλώ με το στόμα μου την αλήθειάν σου.
2 Κύριε, τις καλοσύνες σου αιώνια θα τις ψάλλω· από γενιά σ’ άλλη γενιά θα λέω για την πιστότητά σου.
3 ὅτι εἶπας· εἰς τὸν αἰῶνα ἔλεος οἰκοδομηθήσεται· ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου·
3 Διότι συ είπες· το οικοδόμημα του ελέους μου θα ορθώνεται και συνεχώς θα ανοικοδομήται στους αιώνας των αιώνων. Εις τους αιωνίους και αδιασείστους ουρανούς εστηρίχθη και στερεώνεται η αλήθεια και η αξιοπιστία σου.
3 Είπα: «Η αγάπη σου αιώνια διαρκεί· στερεωμένη στα ουράνια η πιστότητά σου».
4 διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὤμοσα Δαυΐδ τῷ δούλῳ μου·
4 Συ είπες· Εκαμα συμφωνίαν με τους εκλεκτούς ανθρώπους του λαού μου, έδωσα υπόσχεσίν με ορκον εις τον δούλον μου τον Δαυίδ και είπα·
4 Κι είπες: «Έκανα συμφωνία με τον εκλεκτό μου και στο Δαβίδ το δούλο μου ορκίστηκα:
5 ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα σου καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον σου. (διάψαλμα).
5 μέχρι της συντελείας του αιώνος θα στερεώσω και θα ενισχύσω τους απογόνους σου. Ως στερεόν και ακλόνητον οικοδόμημα θα θεμελιώσω και θα ανεγείρω τον βασιλικόν σου θρόνον από γενεάς εις γενεάν.
5 Για πάντα θα στεριώσω τους απογόνους σου· το θρόνο σου θα τον στηρίζω από γενιά σ’ άλλη γενιά» (Διάψαλμα)
6 ἐξομολογήσονται οἱ οὐρανοὶ τὰ θαυμάσιά σου, Κύριε, καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν ἐκκλησίᾳ ἁγίων.
6 Αι ουράνιαι αγγελικαί δυνάμεις θα ανυμνολογήσουν τα θαυμάσια έργα σου, Κυριε, και την αξιοπιστίαν των λόγων σου θα δοξολογήσουν εις την επουράνιον εκκλησίαν των αγγέλων και των αγίων σου.
6 Πανηγυρίζουν οι ουρανοί, τα θαυμαστά σου έργα, Κύριε, και στων αγίων τη σύναξη ανυμνείται η πιστότητά σου.
7 ὅτι τίς ἐν νεφέλαις ἰσωθήσεται τῷ Κυρίῳ; καὶ τίς ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρίῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ;
7 Διότι ποιός και από εκείνους, που υπάρχουν υπεράνω από τας νεφέλας στους ουρανούς, δύναται να εξισωθή και αντιπαραβληθή προς τον Κυριον; Η ποιός από τους αγγέλους του ουρανού η τους κατά χάριν υιούς του Θεού είναι δυνατόν να ομοιωθή προς τον Κυριον;
7 Γιατί, ποιος θα μπορούσε με τον Κύριο στα ουράνια να συγκριθεί; ποιος τάχα στους θεούς ανάμεσα με τον Κύριο μοιάζει;
8 ὁ Θεὸς ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ ἁγίων, μέγας καὶ φοβερός ἐστιν ἐπὶ πάντας τοὺς περικύκλῳ αὐτοῦ.
8 Ο Θεός, αυτός δοξάζεται ακσπαπαύστως εν μέσω συγκεντρώσεων των αγίων αγγέλων του στους ουρανούς· είναι μέγας, θαυμαστός και φοβερός εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον περικυκλώνουν.
8 Ο Θεός φοβερός πολύ μες στων αγίων τη σύσκεψη· και τρομερός αφάνταστα σ’ όσους τον περιβάλλουν.
9 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, τίς ὅμοιός σοι; δυνατὸς εἶ, Κύριε, καὶ ἡ ἀλήθειά σου κύκλῳ σου.
9 Ω Κυριε και Θεέ των εν ουρανοίς αγγελικών δυνάμεων, ποιός είναι δυνατόν να συγκριθή προς σέ; Συ Κυριε, είσαι παντοδύναμος και η αλήθειά σου σε περιβάλλει και ακτινοβολείται γύρω σου.
9 Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, ποιος είναι σαν κι εσένα; ποιος σαν εσένα, Κύριε, ισχυρός; Είσαι όλος πιστότητα.
10 σὺ δεσπόζεις τοῦ κράτους τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ σάλον τῶν κυμάτων αὐτῆς σὺ καταπραΰνεις.
10 Συ κυριαρχείς απολύτως εις την δύναμιν της θαλάσσης την δε αναταραχήν των κυμάτων της συ την καταπραΰνεις και την γαληνεύεις.
10 Εσύ δαμάζεις τη θαλασσοταραχή· το σάλο των κυμάτων εσύ τον γαληνεύεις.
11 σὺ ἐταπείνωσας ὡς τραυματίαν ὑπερήφανον, ἐν τῷ βραχίονι τῆς δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τοὺς ἐχθρούς σου.
11 Συ εταπείνωσες τον υπερήφανον Φαραώ ως τραυματίαν πολέμου, και με τον ακατανίκητον βραχίονά σου διεσκόρπισες τους εχθρούς σου εκεί, παρά την Ερυθράν Θαλασσαν.
11 Εσύ διαπέρασες, πάταξες τη Ραάβ· μ’ ενέργειες της δύναμής σου τους εχθρούς σου τους σκόρπισες.
12 σοί εἰσιν οἱ οὐρανοί, καὶ σή ἐστιν ἡ γῆ· τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἐθεμελίωσας.
12 Ιδικοί σου είναι οι ουρανοί, ιδική σου είναι η γη. Την οικουμένην και όλα, όσα γεμίζουν απ' άκρου εις άκρον την γην, συ εθεμελίωσες επί ασφαλών βάσεων.
12 Σ’ εσένα ουρανοί και γη ανήκουν. Στην οικουμένη και σ’ ό,τι τη γεμίζει εσύ έδωσες υπόσταση.
13 τὸν βοῤῥᾶν καὶ τὴν θάλασσαν σὺ ἔκτισας, Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται.
13 Την προς βορράν έκτασιν και την Μεσόγειον Θαλασσαν συ εδημιούργησες. Το καταπράσινον Θαβώρ και το χιονισμένον Ερμών, όταν ακούουν το όνομά σου, σκιρτούν από αγαλλίασιν και δοξολογούν σέ, τον δημιουργόν των.
13 Βορρά και νότο δημιούργησες εσύ· το Θαβώρ κι ο Ερμών αναγαλλιάζουν στ’ όνομά σου.
14 σὸς ὁ βραχίων μετὰ δυναστείας· κραταιωθήτω ἡ χείρ σου, ὑψωθήτω ἡ δεξιά σου.
14 Ο ιδικός σου βραχίων ενεργεί με ακατανίκητον δύναμιν. Ας είναι λοιπόν πάντοτε πανίσχυρος η χείρ σου, δια να υπερασπίζη τους δικαίους και παρέχη τας ευλογίας σου. Ας μεγαλύνεται αυτή με τα θαυμαστά της έργα.
14 Δικός σου είναι ο δυνατός βραχίονας· το χέρι σου είναι ισχυρό, η δεξιά σου υψωμένη.
15 δικαιοσύνη καὶ κρίμα ἑτοιμασία τοῦ θρόνου σου, ἔλεος καὶ ἀλήθεια προπορεύσονται πρὸ προσώπου σου.
15 Η δικαιοσύνη σου και αι ορθαί και δίκαιαι πάντοτε αποφάσεις σου αναδεικνύουν ένδοξον τον θρόνον σου. Η δε ευσπλαγχνία σου και η αλήθειά σου εις τα λόγια σου, εις τας αποφάσεις σου, εις τας υποσχέσεις σου, ως άλλοι άγγελοι, προπορεύονται ενώπιόν σου, δια να εξαγγέλλουν το μεγαλείον σου.
15 Δικαιοσύνη και ευθυκρισία είν’ το θεμέλιο του θρόνου σου· η καλοσύνη κι η πιστότητα την παρουσία σου προαγγέλλουν.
16 μακάριος ὁ λαὸς ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν· Κύριε, ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου πορεύσονται
16 Ευτυχής και ευλογημένος είναι ο λαός εκείνος, που έμαθε με αλαλαγμούς να δοξολογή τον Κυριον κατά τας εορτάς. Κυριε, με το φως της ιδικής σου παρουσίας θα πορεύωνται τον ορθόν δρόμον οι άνθρωποι αυτοί.
16 Μακάριος είν’ ο λαός που ξέρει μ’ ενθουσιασμό να σ’ εξυμνεί! Με το φως, Κύριε, πορεύονται της ύπαρξής σου.
17 καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ὑψωθήσονται.
17 Με την πίστιν και την ελπίδα στο πάντιμον και σεβαστόν Ονομά σου θα χαίρουν και θα αγάλλωνται όλας τας ημέρας της ζωής των, και με την ιδικήν σου προστατευτικήν δικαιοσύνην θα υψωθούν και θα δοξασθούν.
17 Στο όνομά σου κάθε μέρα αγάλλονται, με τη δικαιοσύνη σου ευτυχούν.
18 ὅτι καύχημα τῆς δυνάμεως αὐτῶν σὺ εἶ, καὶ ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου ὑψωθήσεται τὸ κέρας ἡμῶν.
18 Διότι συ είσαι το καύχημα της δυνάμεώς των και με την ιδικήν σου ευμένειαν και προστασίαν θα αναδειχθή ένδοξος η παράταξις μας.
18 Γιατ’ είσαι εσύ της δύναμής τους καύχημα και με την εύνοιά σου το κύρος μας υψώνεις.
19 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ ἀντίληψις καὶ τοῦ ἁγίου Ἰσραὴλ βασιλέως ἡμῶν.
19 Ο Κυριος είναι ο προστάτης και σωτήρ εις τας δυσκόλους περιστάσεις της ζωής μας. Αυτός, ο άγιος Θεός του ισραηλιτικού λαού, ο βασιλεύς μας.
19 Γιατί ο Κύριος είν’ η προστασία μας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο βασιλιάς μας.
20 τότε ἐλάλησας ἐν ὁράσει τοῖς υἱοῖς σου καὶ εἶπας· ἐθέμην βοήθειαν ἐπὶ δυνατόν, ὕψωσα ἐκλεκτὸν ἐκ τοῦ λαοῦ μου·
20 Εις τον κατάλληλον τότε και ωρισμένον χρόνον με οράματα συ απεκάλυψες το θέλημά σου στους υιούς σου, τους προφήτας, και είπες· Εδωσα την βοήθειάν μου εις ένα άνθρωπον, τον ανέδειξα ισχυρόν, τον ύψωσα ως τον εκλεκτόν μου μεταξύ του λαού,
20 Μίλησες τότε με όραμα στους ευσεβείς σου και είπες: «Σ’ έναν γενναίο έδωσα βοήθεια· ανέδειξα τον εκλεκτό μέσ’ από το λαό.
21 εὗρον Δαυΐδ τὸν δοῦλόν μου, ὁ ἐν ἐλαίῳ ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν.
21 ευρήκα, δηλαδή, εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού τον Δαυίδ, τον δούλον μου, και με άγιον έλαιον έχρισα αυτόν βασιλέα.
21 Βρήκα το δούλο μου το Δαβίδ, τον έχρισα με τ’ άγιο μου το λάδι,
22 ἡ γὰρ χείρ μου συναντιλήψεται αὐτῷ καὶ ὁ βραχίων μου κατισχύσει αὐτόν·
22 Η παντοδύναμος δεξιά μου θα βοηθή και θα προστατεύη αυτόν, και ο βραχίων της δυνάμεώς μου θα τον ενδυναμώνη πάντοτε.
22 ώστε να τον στεριώνει η δύναμή μου και η ισχύς μου να τον κραταιώνει.
23 οὐκ ὠφελήσει ἐχθρὸς ἐν αὐτῷ, καὶ υἱὸς ἀνομίας οὐ προσθήσει τοῦ κακῶσαι αὐτόν.
23 Ο εχθρός του δεν έχει τίποτε να επιτύχη εις βάρος του, να ωφεληθή και κερδίση από αυτόν. Και κανείς κακοποιός ποτέ δεν θα κατορθώση και δεν θα επιχειρήση πάλιν να του κάμη κάτι κακόν.
23 Δε θα κερδίσει απ’ αυτόν ο εχθρός κι ο άνομος δε θα τον καταβάλει.
24 καὶ συγκόψω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς μισοῦντας αὐτὸν τροπώσομαι.
24 Ενώπιόν του θα κατακόψω όλους τους εχθρούς του και εκείνους, οι οποίοι τον μισούν, θα τους κατατροπώσω, θα τους τρέψω πανικόβλητους εις φυγήν.
24 Μπροστά του θα συντρίψω τους εχθρούς του και θα πατάξω αυτούς που τον μισούν.
25 καὶ ἡ ἀλήθειά μου καὶ τὸ ἔλεός μου μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ ὀνόματί μου ὑψωθήσεται τὸ κέρας αὐτοῦ.
25 Η αλήθειά μου και η ευσπλαγχνία μου θα είναι πάντοτε μαζή του. Δι' εμού θα εξυψωθή και θα δοξασθή η δύναμίς του.
25 Η αλήθεια μου κι η αγάπη μου μαζί του θα ’ναι· και με την παρουσία μου την ενεργό το κύρος του θα αυξηθεί.
26 καὶ θήσομαι ἐν θαλάσσῃ χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐν ποταμοῖς δεξιὰν αὐτοῦ.
26 Θα θεμελιώσω την κυριαρχίαν του μέχρι και της Μεσογείου Θαλάσσης και την δύναμιν της δεξιάς του μέχρι και των ποταμών Ευφράτου και Τιγρητος.
26 Θ’ απλώσω ως τη θάλασσα την εξουσία του, και την κυριαρχία του ως τους ποταμούς.
27 αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με· πατήρ μου εἶ σύ, Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου·
27 Αυτός με πίστιν θα με επικαλεσθή και θα μου πη· Συ είσαι ο πατήρ μου, ο Θεός μου, ο προστάτης και σωτήρ μου.
27 Αυτός θα πρέπει να ομολογήσει: “εσύ ’σαι ο πατέρας μου, της σωτηρίας μου σιγουριά, Θεός μου”.
28 κἀγὼ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς.
28 Και εγώ, ως άλλον προνομιούχον πρωτότοκον υιόν μου, θα τον αναδείξω, θα τον κάμω ενδοξότατον μεταξύ όλων των βασιλέων της γης.
28 Κι εγώ προνόμια σ’ αυτόν πρωτότοκου θα δώσω· υπέρτατον στης γης τους βασιλιάδες θα τον κάνω.
29 εἰς τὸν αἰῶνα φυλάξω αὐτῷ τὸ ἔλεός μου, καὶ ἡ διαθήκη μου πιστὴ αὐτῷ·
29 Αιωνία θα είναι η προς αυτόν ευσπλαγχνία μου και η μετ' αυτού διαθήκη μου θα παραμένη πάντοτε αξιόπιστος και βεβαία εις όφελός του.
29 Γι’ αυτόν την εύνοιά μου θα κρατήσω αιώνια· τη διαθήκη μου απαράβατη μ’ αυτόν.
30 καὶ θήσομαι εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος τὸ σπέρμα αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ.
30 Θα αναδεικνύω πάντοτε τους απογόνους και διαδόχους του, ώστε ο βασιλικός του θρόνος να διαρκή όσον και ο ουρανός· να μείνη αιώνιος.
30 Τους απογόνους του για πάντα θα τους διατηρήσω, το θρόνο του όσο θα υπάρχει ο ουρανός.
31 ἐὰν ἐγκαταλίπωσιν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὸν νόμον μου καὶ τοῖς κρίμασί μου μὴ πορευθῶσιν,
31 Εάν όμως οι απόγονοί του εγκαταλείψουν τον Νομον μου και δεν ζήσουν σύμφωνα με τας εντολάς μου,
31 Αν οι απόγονοί του το νόμο μου εγκαταλείψουν και με τις εντολές μου σύμφωνα δεν πορευτούν,
32 ἐὰν τὰ δικαιώματά μου βεβηλώσωσι καὶ τὰς ἐντολάς μου μὴ φυλάξωσιν,
32 εάν βεβηλώσουν τα προστάγματά μου και δεν τηρήσουν τας εντολάς μου,
32 αν παραβούν τα διατάγματά μου και δεν τηρήσουν τις δικές μου εντολές,
33 ἐπισκέψομαι ἐν ῥάβδῳ τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τὰς ἀδικίας αὐτῶν·
33 τότε εγώ θα τους επισκεφθώ με ράβδον τιμωρίας δια τας παρανομίας των και με μαστιγώσεις δια τας αδικίας, τας οποίας θα διαπράττουν.
33 θα τιμωρήσω αυστηρά τις παραβάσεις τους, και για τις ανομίες τους θα τους δώσω συμφορές.
34 τὸ δὲ ἔλεός μου οὐ μὴ διασκεδάσω ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἀδικήσω ἐν τῇ ἀληθείᾳ μου,
34 Παρ' όλον τούτο όμως δεν θα απομακρύνω εγώ το έλεός μου από αυτούς, ούτε και θα αθετήσω τας υποσχέσεις, που τους έχω δώσει.
34 Αλλά δε θ’ αποσύρω απ’ αυτόν το έλεός μου, και την πιστότητά μου δε θα τη διαψεύσω.
35 οὐδ᾿ οὐ μὴ βεβηλώσω τὴν διαθήκην μου καὶ τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου οὐ μὴ ἀθετήσω.
35 Δεν θα καταπατήσω εγώ την ένορκον υπόσχεσίν μου και δεν θα αθετήσω τα λόγια, τα οποία εξήλθον από το στόμα μου.
35 Δε θα παραβώ τη διαθήκη μου, και ό,τι βγήκε από τα χείλη μου δε θα το αθετήσω.
36 ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαυΐδ ψεύσομαι·
36 Μια φορά ωρκίσθην εις την αγιότητά μου· δεν θα ψευσθώ, λοιπόν, προς τον Δαυίδ σχετικώς με τας υποσχέσεις μου.
36 Μία φορά ορκίστηκα στην αγιότητά μου· δε θ’ απογοητεύσω το Δαβίδ.
37 τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μενεῖ καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον μου
37 Οι απόγονοι και διάδοχοι του θρόνου του θα υπάρχουν πάντοτε και ο βασιλικός του θρόνος θα παραμένη ενώπιόν μου όπως ο φωτεινός ήλιος,
37 Οι απόγονοί του αιώνια θα υπάρχουν· κι ο θρόνος του όπως απέναντί μου ο ήλιος κι η σελήνη,
38 καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός. (διάψαλμα).
38 και όπως η σελήνη, η οποία έχει δημιουργηθή δια να υπάρχη αιωνίως. Ο μάρτυς δε ο αξιόπιστος και φιλαλήθης είμαι εγώ, ο οποίος κατοικώ στον ουρανόν.
38 αιώνια στεριωμένος θα ’ναι –μάρτυρες αξιόπιστοι είναι τα ουράνια». (Διάψαλμα)
39 σὺ δὲ ἀπώσω καὶ ἐξουδένωσας, ἀνεβάλου τὸν χριστόν σου·
39 Συ όμως, Κυριε, που τόσας και τόσας υποσχέσεις έδωκες δια τον Δαυίδ, απώθησες, εξηυτέλισες, και απέβαλες και δεν θέλεις να ίδης τον καταγόμενον από τον Δαυίδ χρισμένον βασιλέα του Ισραήλ τον Ροβοάμ.
39 Ωστόσο εσύ, Κύριε, απώθησες τον εκλεκτό σου και τον βδελύχθηκες· και εναντίον του οργίστηκες πολύ.
40 κατέστρεψας τὴν διαθήκην τοῦ δούλου σου, ἐβεβήλωσας εἰς τὴν γῆν τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ.
40 Ηκύρωσες και κατέλυσες την διαθήκην σου προς τον δούλόν σου Δαυίδ και παρεχώρησες να βεβηλωθή και ποδοπατηθή εις την γην το ιερόν του βασιλέως μας στέμμα και ανάκτορον.
40 Τη συμφωνία με το δούλο σου την απαρνήθηκες· το διάδημά σου το ξευτέλισες στη γη.
41 καθεῖλες πάντας τοὺς φραγμοὺς αὐτοῦ, ἔθου τὰ ὀχυρώματα αὐτοῦ δειλίαν·
41 Εκρήμνισες και μετέβαλες εις ερείπια τα τείχη της πόλεώς του. Τα οχυρωματικά του έργα τα έκαμες ασθενή και μηδαμινά, ώστε να φέρουν δειλίαν στους στρατιώτας.
41 Όλα τα τείχη του τα γκρέμισες, ερείπια έκανες τα οχυρά του.
42 διήρπαζον αὐτὸν πάντες οἱ διοδεύοντες ὁδόν, ἐγενήθη ὄνειδος τοῖς γείτοσιν αὐτοῦ.
42 Ελεηλάτησαν και λεηλατούν την χώραν του όλοι οι διαβάται και ο λαός σου έγινεν εμπαιγμός και περίγελως εις τα γειτονικά ειδωλολατρικά έθνη.
42 Στο δρόμο όσοι περνούν τον λεηλατούν· στους γείτονές του έγινε περίγελως.
43 ὕψωσας τὴν δεξιὰν τῶν θλιβόντων αὐτόν, εὔφρανας πάντας τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ.
43 Ενίσχυσες την δεξιάν χείρα και την δύναμιν των ανθρώπων, οι οποίοι τον καταπιέζουν, και έτσι παρεχώρησες να ευφρανθούν όλοι οι εχθροί του.
43 Τη νίκη χάρισες στους αντιπάλους του, χαρά έδωσες σ’ όλους τους εχθρούς του.
44 ἀπέστρεψας τὴν βοήθειαν τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀντελάβου αὐτοῦ ἐν τῷ πολέμῳ.
44 Απεμάκρυνες την βοήθειάν σου από τα στρατεύματά του και δεν τον εβοήθησες εις ώραν πολέμου.
44 Την κόψη του σπαθιού του στόμωσες και δεν του παραστάθηκες στον πόλεμο.
45 κατέλυσας ἀπὸ καθαρισμοῦ αὐτοῦ, τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν κατέῤῥαξας.
45 Κατήργησες την υπό του Νομου σου προβλεπομένην τελετουργικήν κάθαρσιν, και τον θρόνον του τον συνέτριψες και ερείπια τον ερριψες κάτω εις την γην.
45 Το μεγαλείο του το αφάνισες, το θρόνο του τον γκρέμισες στη γη.
46 ἐσμίκρυνας τὰς ἡμέρας τοῦ χρόνου αὐτοῦ, κατέχεας αὐτοῦ αἰσχύνην. (διάψαλμα).
46 Περιώρισες και εμικρυνες τας ημέρας της ζωής του και τον περιέλουσες με καταισχύνην.
46 Λιγόστεψες της νιότης του τις μέρες, τον γέμισες ντροπή. (Διάψαλμα)
47 ἕως πότε, Κύριε, ἀποστρέφῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ἡ ὀργή σου;
47 Εως πότε, Κυριε, θα αποστρέφης τελείως από ημάς το πρόσωπόν σου και η οργή σου θα ανάπτη ολονέν και περισσότερον ως πυρκαϊά;
47 Ως πότε, Κύριε, θα κρύβεσαι; για πάντα σαν φωτιά θα λαμπαδιάζει η οργή σου;
48 μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις· μὴ γὰρ ματαίως ἔκτισας πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων;
48 Ενθυμήσου πόσον βραχεία και παροδική είναι η ζωή εμού και όλων των ανθρώπων. Μηπως, Κυριε, ματαίως και χωρίς κανένα σκοπόν έπλασες όλους τους ανθρώπους;
48 Θυμήσου πόσο η ζωή μου διαρκεί, πόσο προσωρινό το δημιούργησες το γένος των ανθρώπων.
49 τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται, καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον; ῥύσεται τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ᾅδου; (διάψαλμα).
49 Ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα ζήση και δεν θα ίδη τον θάνατον; Θα ευρεθή, τάχα, ποτέ κανείς, να απαλλάξη τον αποθανόντα άνθρωπον από τα χέρια του άδου;
49 Είναι κανείς που να μπορεί να ζει, χωρίς ο θάνατος να τονε φτάνει; ή να μπορεί να σώσει τη ζωή του από την εξουσία του άδη; (Διάψαλμα)
50 ποῦ ἐστι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα, Κύριε, ἃ ὤμοσας τῷ Δαυΐδ ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου;
50 Που είναι, λοιπόν, Κυριε, τα αρχαία ελέη σου, τα οποία με όρκον υπεσχέθης εν τη φιλαληθεία σου προς τον Δαυίδ;
50 Πού είναι, Κύριε, η ευσπλαχνία σου η γνώριμη από παλιά, που στο Δαβίδ την υποσχέθηκες με την πιστότητά σου;
51 μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ὀνειδισμοῦ τῶν δούλων σου, οὗ ὑπέσχον ἐν τῷ κόλπῳ πολλῶν ἐθνῶν,
51 Ενθυμήσου, Κυριε, και ιδέ τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην των δούλων σου, των ομοεθνών μου, την οποίαν υπέστησαν μέχρι εις τα κατάβαθα της καρδίας των εκ μέρους πολλών εθνών.
51 Θυμήσου, Κύριε, πώς πρόσβαλαν τους δούλους σου! Πόσων λαών τους χλευασμούς πρέπει να υποστώ;
52 οὗ ὠνείδισαν οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, οὗ ὠνείδισαν τὸ ἀντάλλαγμα τοῦ χριστοῦ σου.
52 Ιδέ τον χλευασμόν, με τον οποίον μας περιύβρισαν οι εχθροί σου, Κυριε, και κατεξηυτέλισαν έτσι τον βασιλέα, αυτόν τον οποίον συ εις αντικατάστασιν του χρισθέντος υπό σου Δαυίδ μας έδωκες.
52 Κύριε, χλευάζουν οι εχθροί σου το βασιλιά που έχρισες· ναι, τρέχουνε πίσω του και τον χλευάζουν.
53 εὐλογητὸς Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο γένοιτο.
53 Παρ' όλας όμως αυτάς τας δοκιμασίας και ταπεινώσεις, που υφιστάμεθα, ας είναι δοξασμένος ο Κυριος στους αιώνας. Διότι και πάλιν θα μας επισκεφθή με το έλεός του και με τας δωρεάς του. Γένοιτο, γένοιτο.
53 Ευλογητός ας είσαι, Κύριε, στον αιώνα! Αμήν, αμήν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ κραυγή ἑνός ἀπελπισμένου ἀνθρώπου.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά παραταθῆ ἡ ζωή κάποιου ἀνθρώπου
β Ὅταν ἐπιμένουν οἱ ἐχθροί νά σέ κακοποιήσουν.
Γιά νά ἐνθυμῆσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός, οἱ δέ ἄνθρωποι ἀχάριστοι.
γ Γιά νά δυναμώση ὁ Θεός τούς φιλάσθενους καί ἀδυνάτους ἀνθρώπους, γιά νά μποροῦν νά ἐργάζονται χωρίς νἀ κουράζονται καί νά θλίβονται.
ε "Διηγεῖται ὁ Δαβίδ τά δικά του πράγματα καί ὑμνεῖ τόν Θεόν ὡς εὐεργέτην του, σμίγει δέ ἀναμεταξύ καί τά περί τοῦ Χριστοῦ προφητεύων τήν γέννησιν αὐτοῦ καί βασιλείαν καί τό πάθος".
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 86

ΨΑΛΜΟΣ 86 - ΣΙΩΝ, Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμὸς ᾠδῆς.

1 Οἱ θεμέλιοι αὐτοῦ ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις·
1 Τα ασάλευτα θεμέλια, τα οποία ο ίδιος ο Κυριος έθεσεν, ευρίσκονται εις τα ιερά υψώματα της Σιών.
1 Για τη συγγένεια του Κορέ. Ψαλμός ωδής. Σιών, τα θέμελά σου στ’ άγια τα βουνά.
2 ἀγαπᾷ Κύριος τὰς πύλας Σιὼν ὑπὲρ πάντα τὰ σκηνώματα Ἰακώβ.
2 Ο Κυριος αγαπά περισσότερον από όλας τας πόλεις των απογόνων του Ιακώβ τας πύλας της Ιερουσαλήμ.
2 Αγαπάει ο Κύριος τις πύλες σου, Σιών πιότερο απ’ όλες τις κατοικίες του Ιακώβ.
3 δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ. (διάψαλμα).
3 Πολις του Θεού, αγία Ιερουσαλήμ, ένδοξα και θαυμαστά διαλαλούνται πανταχού δια σέ.
3 Ω, πόλη του Θεού, ό,τι για σένα λέει ο Κύριος, τη δόξα σου πληθαίνει: (Διάψαλμα)
4 μνησθήσομαι Ῥαὰβ καὶ Βαβυλῶνος τοῖς γινώσκουσί με· καὶ ἰδοὺ ἀλλόφυλοι καὶ Τύρος καὶ λαὸς τῶν Αἰθιόπων, οὗτοι ἐγενήθησαν ἐκεῖ.
4 Θα ενθυμηθώ την αμαρτωλήν Αίγυπτον και την Βαβυλώνα και θα συμπεριλάβω αυτάς μεταξύ εκείνων, οι οποίοι με γνωρίζουν και με αναγνωρίζουν ως Θεόν των. Ιδού και αυτοί οι Φιλισταίοι, η Τυρος και οι Αιθίοπες, θα πορευθούν εις την Ιερουσαλήμ, δια να με προσκυνήσουν.
4 «Την Αίγυπτο συγκαταλέγω και τη Βαβυλώνα σ’ εκείνους που μ’ αναγνωρίζουν· τη Φιλισταία, την Τύρο μαζί και την Αιθιοπία. Καθένας έχει μια απ’ αυτές πατρίδα.
5 μήτηρ Σιών, ἐρεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἄνθρωπος ἐγενήθη ἐν αὐτῇ, καὶ αὐτὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν ὁ Ὕψιστος.
5 Πνευματικήν μητέρα θα ονομάση την Σιών κάθε άνθρωπος. Πλήθος ανθρώπων έχουν έλθει προς αυτήν, διότι αυτός ο ίδιος ο Υψιστος έθεσε τα θεμέλιά της.
5 Όμως για τη Σιών πρέπει να πουν: “καθένας έχει αυτήν αληθινή πατρίδα, γιατί τη στέριωσε ο ίδιος ο Ύψιστος”».
6 Κύριος διηγήσεται ἐν γραφῇ λαῶν καὶ ἀρχόντων τούτων τῶν γεγενημένων ἐν αὐτῇ. (διάψαλμα).
6 Ο Κυριος θα διηγηθή τα στο βιβλίον του γραμμένα ονόματα των λαών και των αρχόντων, οι οποίοι έχουν έλθει και έχουν εγκατασταθή εις την πόλιν αυτήν.
6 Όταν ο Κύριος θα καταγράψει τους λαούς, θα σημειώσει για καθέναν απ’ αυτούς: «Αυτός έχει αληθινή πατρίδα τη Σιών». (Διάψαλμα)
7 ὡς εὐφραινομένων πάντων ἡ κατοικία ἐν σοί.
7 Ολον το ευλαβές πλήθος, ω Σιών, που θα εγκατασταθή εις σε θα ευφραίνεται πράγματι και θα αγάλλεται πάντοτε.
7 Χορεύοντας και τραγουδώντας με χαρά, «εσύ ’σαι η πατρίδα μας» θα λέμε.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου σέ δυσκολία.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά βγοῦμε ἀπό τά ἀδιέξοδα καί ἄλλες δυσκολίες τῆς καθημερινότητας.
β Γιά νά γνωρίσεις τήν διαφορά τῆς Ἐκκλησίας μέ τά σχίσματα.
γ Γιά νά παρατείνει ὁ Θεός τήν ζωή στούς οἰκογενειάρχες, πού ἔχουν ἀκόμη οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.
η "Ἀναφέρεται εἰς τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ, τήν Σιών, τήν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίς, εἰς τήν ὁποίαν θά προστέξουν πάντα τά ἔθνη".
θ "Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 89

ΨΑΛΜΟΣ 89 - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΕΥΓΕΙ, Ο ΘΕΟΣ ΜΕΝΕΙ ΑΙΩΝΙΑ

Προσευχὴ τοῦ Μωυσῆ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

1 Κύριε, καταφυγὴ ἐγενήθης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ γενεᾷ·
1 Κυριε, συ από γενεάς εις γενεάν, μέχρι και των ημερών μας, υπήρξες το ασφαλές καταφύγιόν μας εις όλας τας περιστάσεις της ζωής μας.
1 Προσευχή του Μωυσή, ανθρώπου του Θεού. Κύριε, καταφύγιό μας έγινες εσύ από γενιά σ’ άλλη γενιά.
2 πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ.
2 Πριν γίνουν τα όρη και πριν διαμορφωθή η γη και η οικουμένη, προ πάντων των αιώνων συ υπήρχες, υπάρχεις και θα υπάρχης.
2 Πριν γεννηθούνε τα βουνά και πάρει υπόσταση η οικουμένη, από πάντα και για παντοτινά εσύ ’σαι ο Θεός.
3 μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ εἶπας· ἐπιστρέψατε υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
3 Μη επιτρέψης, Κυριε, να επανέλθη ο άνθρωπος δια της αμαρτίας στον εξευτελισμόν και τον όλεθρον. Συ είπες· επιστρέψατε δια της μετανοίας, ω άνθρωποι, προς εμέ, δια να έχετε ζωήν και ευλογίαν.
3 Ξαναγυρνάς τον άνθρωπο στο χώμα, λέγοντας: «Γυρίστε πίσω, άνθρωποι, σ’ αυτό».
4 ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί.
4 Χιλια έτη της ζωής μας, δια σε τον προαιώνιον Θεόν είναι μία ημέρα, ωσάν η χθεσινή, η οποία επέρασε. Μάλλον δε σαν ένα τετράωρον νυκτερινής φρουράς.
4 Χίλια χρόνια στα μάτια σου είναι σαν τη μέρα τη χτεσινή, που πέρασε, και σαν τη βάρδια τη νυχτερινή.
5 τὰ ἐξουδενώματα αὐτῶν ἔτη ἔσονται. τὸ πρωΐ ὡσεὶ χλόη παρέλθοι,
5 Η εξουδενωμένη όμως από τας αθλιότητας και τας αμαρτίας ζωή των ανθρώπων, ολίγα μόνον έτη διαρκεί είναι ωσάν την χλόην, η οποία βλαστάνει το πρωϊ και ταχέως παρέρχεται.
5 Παίρνεις σαν την πλημμύρα κάθε χρόνο κάτι απ’ αυτούς. Είναι καθώς η χλόη, που φυτρώνει το πρωί.
6 τὸ πρωΐ ἀνθήσαι καὶ παρέλθοι, τὸ ἑσπέρας ἀποπέσοι, σκληρυνθείη καὶ ξηρανθείη.
6 Το πρωϊ, πριν ανατείλη ο ήλιος, θα ανθίση και όταν το καύμα του ηλίου την κτυπήση, θα μαρανθή και θα πέση, θα σκληρυνθή και θα ξηρανθή.
6 Το πρωί ανθίζει και ψηλώνει, το βράδυ γέρνει και ξεραίνεται.
7 ὅτι ἐξελίπομεν ἐν τῇ ὀργῇ σου καὶ ἐν τῷ θυμῷ σου ἐταράχθημεν.
7 Ετσι συνέβη και με ημάς, που είμεθα λαός σου. Εξωλοθρεύθημεν ένεκα της οργής σου. Συνεταράγθημεν από τον μεγάλον σου θυμόν.
7 Η οργή σου μας αφάνισε και μας συντάραξε ο θυμός σου.
8 ἔθου τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐναντίον σου· ὁ αἰὼν ἡμῶν εἰς φωτισμὸν τοῦ προσώπου σου.
8 Εβαλες εμπρός εις τα μάτια μας όλας τας αμαρτίας και αθλιότητάς μας. Ολόκληρος η ζωη μας ευρίσκεται κάτω από το απαστράπτον φως, που εκπέμπει το πρόσωπόν σου.
8 Τις ανομίες μας τις έβαλες μπροστά σου, τις αμαρτίες μας τις κρυφές στης όψης σου το φως.
9 ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐξέλιπον, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου ἐξελίπομεν· τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐμελέτων.
9 Ακριβώς, διότι όλαι αι ημέραι μας εχάθησαν ματαίως, δια τούτο τώρα εξαφανιζόμεθα υπό της οργής σου. Τα χρόνια μας είναι γεμάτα από ματαίους και αμαρτωλούς διαλογισμούς. Ομοιάζουν με τον ιστόν της αράχνης, που ευκολώτατα διαλύεται.
9 Γι’ αυτό όλες τις μέρες μας η οργή σου τις αφάνισε· τα χρόνια μας διαβήκαν σαν στεναγμός.
10 αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος· ὅτι ἐπῆλθε πρᾳότης ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ παιδευθησόμεθα.
10 Ολαι αι ημέραι των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου εις εβδομήκοντα έτη. Εάν δε κανείς έχη ισχυράν κράσιν ημπορεί να φθάση εις τα ογδοήκοντα έτη. Τα πέραν τούτων είναι κόπος και ταλαιπωρία. Διότι λόγω του γήρατος επέρχεται σιγά σιγά η κατάπτωσις των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων και ταλαιπωρούμεθα.
10 Όλη η ζωή μας είναι δεν είναι εβδομήντα χρόνια, ογδόντα, αν υπάρχει ακόμη ακμή, και τα καλύτερα απ’ αυτά κόπος και πόνος· γιατί φεύγουν γοργά κι εμείς μισεύουμε.
11 τίς γινώσκει τὸ κράτος τῆς ὀργῆς σου καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου σου τὸν θυμόν σου ἐξαριθμήσασθαι;
11 Ποιός, προς συνετισμόν και διόρθωσίν του, έχει κατανοήσει, όσον πρέπει, το μέγεθος της οργής σου; Ποιός ημπορεί να υπολογίση τον θυμόν σου με το ευλαβές ιερόν δέος, που εμπνέει ο σεβασμός προς σέ;
11 Ποιος ξέρει της οργής σου τη δύναμη, και ποιος τη βία του θυμού σου;
12 τὴν δεξιάν σου οὕτω γνώρισόν μοι καὶ τοὺς πεπαιδευμένους τῇ καρδίᾳ ἐν σοφίᾳ.
12 Την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία τιμωρεί και παιδαγωγεί, κατάστησέ μου την γνωστήν με την σοφήν παιδαγωγίαν σου. Γνώρισέ μου δε και τους μορφωμένους κατά την καρδίαν εις την αληθινήν σοφίαν, δια να αποκτήσω και εγώ από αυτούς σοφίαν.
12 Δίδαξέ μας, λοιπόν, ότι οι μέρες μας είναι μετρημένες· έτσι βαθιά μας θ’ αποκτήσουμε επίγνωση.
13 ἐπίστρεψον, Κύριε· ἕως πότε; καὶ παρακλήθητι ἐπὶ τοῖς δούλοις σου.
13 Στρέψε, Κυριε, ευμενές και ιλαρόν το πρόσωπόν σου εις ημάς. Εως πότε θα οργίζεσαι εναντίον μας; Δέξου τας παρακλήσεις των δούλων σου.
13 Γύρισε, Κύριε, ως πότε; και σπλαχνίσου τους δούλους σου.
14 ἐνεπλήσθημεν τὸ πρωΐ τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ ἠγαλλιασάμεθα καὶ εὐφράνθημεν ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις ἡμῶν· εὐφρανθείημεν
14 Ευδόκησες Κυριε, να γεμίσωμεν ταχέως από το έλεός σου. Ας σκιρτήσωμεν από χαράν και αγαλλίασιν όλας τας ημέρας της ζωής μας.
14 Χόρτασέ μας το πρωί απ’ την αγάπη σου, και θα ’χουμε ευφροσύνη κι αγαλλίαση όλες τις μέρες της ζωής μας.
15 ἀνθ᾿ ὧν ἡμερῶν ἐταπείνωσας ἡμᾶς, ἐτῶν, ὧν εἴδομεν κακά.
15 Είθε να ευφρανθώμεν, αντί των ημερών, κατά τας οποίας μας ετιμώρησες και μας εταπείνωσες, αντί των ετών, κατά τα οποία εδοκιμάσαμεν θλίψεις και κακοπαθείας.
15 Δώσε μας τόσες μέρες αγαλλίασης όσες ήταν οι μέρες που μας παίδευες, όσος ο χρόνος που δυστυχούσαμε.
16 καὶ ἴδε ἐπὶ τοὺς δούλους σου καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα σου καὶ ὁδήγησον τοὺς υἱοὺς αὐτῶν,
16 Κυτταξε με συμπάθειαν τους δούλους σου Ισραηλίτας, ιδέ τα προς χάριν αυτών έργα των χειρών σου και καθοδήγησε τους απογόνους του Ιακώβ εις δρόμους σωτηρίας.
16 Δείξε στους αφοσιωμένους σου το έργο σου, και στα παιδιά τους τη μεγαλοσύνη σου.
17 καὶ ἔστω ἡ λαμπρότης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον.
17 Λαμπρά ας είναι και πάλιν η ευσπλαγχνία, η εύνοια και η καλωσύνη Κυρίου του Θεού μας εις ημάς. Ευόδωσε εις καλήν και πλουσίαν καρποφορίαν τα έργα των χειρών μας, Κυριε. Καμε να προοδεύση εις επιτυχίαν τα κάθε καλόν έργον των χειρών μας.
17 Ας είναι πάνω μας η καλοσύνη σου, Κύριε, Θεέ μας· και δώσε διάρκεια στο αποτέλεσμα των έργων μας, ναι, στέριωνε το αποτέλεσμα των έργων μας.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος καί ἡ προσευχή
α2 Γιά νά συγχωρέση ὁ Θεός τά παραπτώματά μας, εἴτε ἔγιναν ἐν γνώσει, εἴτε ἐν ἀγνοία.
β Πώς προσευχήθηκε ὁ Μωϋσῆς.
γ Γιά νά βρέξη ὁ Θεός, ὅταν ὑπάρχει ἀνομβρία, ἤ ὅταν στερέψουν τά πηγάδια γιά νά βγάλουν νερό.
ε "Διδάσκει δέ ὁ Ψ. οὗτος πῶς πρέπει νά παρακαλοῦμεν τόν Θεόν εἰς τόν καιρόν ὁπού ἔχομεν θλίψεις".
στ Προσευχή νά εὐοδώσει ὁ Κύριος τά βιοποριστικά μας ἔργα, καθώς καί κάθε ἔργο τῶν χειρῶν μας.
θ "Περιγραφή διά ζωηρῶν χρωμάτων τῆς ματαιότητος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου".

Συντομογραφίες:

α1. Ἐξήγηση ψαλμῶν, σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
α2. Χρήση τῶν ψαλμῶν σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
 β. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, Ἑρμηνευτικά Α, ψαλμοί,πρός Μάρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν ψαλμῶν. Ε.Π.Ε. τόμος 5ος, Θεσ/κη 1975.
 γ. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ἱερομ. Χρυσοστόμου "ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 227
 δ. Περιοδικό· " Ὁσία Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ", Ἱ. Μ. Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τεῦχος 323, 1988
 ε. Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· "Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. ἔκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσ/κη 1972
 σ. Χ. Τσολακίδη, Οἱ ψαλμοί γιά κάθε περίσταση, β, ἔκδ. Τσολακίδη, 2, Ἀθῆναι 2003
 ζ. Ιεροῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς, ἔκδ. Ὠφελίμου βιβλίου, Ἀθῆναι 1973, τόμοι 53 -60
 η. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Κατήχήσεις καί λόγοι "Ἀγαλιασώμεθα τῶ Κυρίῳ", τόμ. 3, Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς, 1999.
 θ. Ἁγίου Νεκταρίου, "Ψαλτἠριον τοῦ Παντάνακτος Δαυΐδ", ἔκδ. β, ἔκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003


Πηγές