fbpx

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 151

ΨΑΛΜΟΣ 151 - Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΜΕ ΤΟ ΓΟΛΙΑΘ

Οὗτος ὁ ψαλμὸς τοῦ Δαυΐδ ἐστι· καὶ ἔξωθεν τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα ψαλμῶν, ὅτε ἐμονομάχησε πρὸς τὸν Γολιάθ.

Ο ψαλμός αυτός συνετέθη από άγνωστον ποιητήν εις χρόνους μεταγενεστέρους του Δαυΐδ.

1 Μικρὸς ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου· ἐποίμαινον τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου.
1 Μικρός και άσημος ήμην μεταξύ των αδελφών μου. Νεώτερος κατά την ηλικίαν εις την οικίαν του πατρός μου. Δι' αυτό και έβοσκα τα πρόβατα του πατρός μου.
2 αἱ χεῖρές μου ἐποίησαν ὄργανον, καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον.
2 Τα χέρια μου κατεσκεύασαν μουσικόν όργανον και τα δάκτυλά μου συνηρμολόγησαν ψαλτήριον, δια να ανυμνολογώ τον Κυριον.
3 καὶ τίς ἀναγγελεῖ τῷ Κυρίῳ μου; αὐτὸς Κύριος, αὐτὸς εἰσακούσει.
3 Ποίος είναι ικανός και άξιος να ανυμνολογήση τον Κυριον; Αυτός όμως ο ίδιος ο Κυριος, αποβλέπων εις την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας μου, θα κάμη ευμενώς δεκτόν τον ύμνον, που θα του ψάλω.
4 αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἦρέ με ἐκ τῶν προβάτων τοῦ πατρός μου καὶ ἔχρισέ με ἐν τῷ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὑτοῦ.
4 Αυτός έστειλε τον άγγελόν του και με επήρε έξαφνα από τα πρόβατα του πατρός μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίονται οι βασιλείς.
5 οἱ ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ μεγάλοι, καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος.
5 Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και εύσωμοι, αλλά δεν ευηρεστήθη εις αυτούς ο Κυριος.
6 ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν τῷ ἀλλοφύλῳ, καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτοῦ·
6 Εξήλθον, δια να αντιμετωπίσω και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον μου τα είδωλά του.
7 ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παρ᾿ αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραήλ.
7 Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού.

ΨΑΛΜΟΣ 141

ΨΑΛΜΟΣ 141 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟ ΥΣΤΑΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ

1 Συνέσεως τῷ Δαυΐδ, ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ· προσευχή.
1 -
1 Μασχίλ του Δαβίδ. Προσευχή όταν ήταν στη σπηλιά.
2 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐδεήθην.
2 Με θερμήν μεγαλόφωνον προσευχήν έκραξα προς τον Κυριον. Από τα βάθη της ψυχής μου τον παρεκάλεσα.
2 Με δυνατή φωνή κράζω στον Κύριο και φωναχτά τον Κύριο ικετεύω.
3 ἐκχεῶ ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δέησίν μου, τὴν θλῖψίν μου ἐνώπιον αὐτοῦ ἀπαγγελῶ.
3 Θα αφήσω να χυθή ενώπιον αυτού η δέησίς μου. Θα εξαγγείλω εμπρός εις αυτόν την θλίψιν της ψυχής μου.
3 Σκορπώ μπροστά του το παράπονό μου, μπροστά του εκθέτω εγώ τη θλίψη μου.
4 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἐξ ἐμοῦ τὸ πνεῦμά μου, καὶ σὺ ἔγνως τὰς τρίβους μου· ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐπορευόμην, ἔκρυψαν παγίδα μοι.
4 Τωρα, που εμπρός στους μεγάλους κινδύνους λιποψυχώ και κινδυνεύω να χάσω την ζωήν μου, συ, Κυριε, έχεις γνωρίσει και γνωρίζεις πόσον αθώα υπήρξεν η πορεία της ζωής μου. Ομως εις την ευθείαν αυτήν οδόν, την οποίαν εβάδισα και βαδίζω, έστησαν κρυφά παγίδα οι εχθροί μου, δια να με συλλάβουν.
4 Όταν λιγοψυχώ, ξέρεις εσύ πού πάω. Στο δρόμο ετούτον που πορεύομαι μου στήσανε παγίδα.
5 κατενόουν εἰς τὰ δεξιὰ καὶ ἐπέβλεπον, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐπιγινώσκων με· ἀπώλετο φυγὴ ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὴν ψυχήν μου.
5 Στρέφω τα βλέμματά μου προς τα δεξιά, παρατηρώ με προσοχήν και αγωνίαν, δια να εύρω βοηθόν, και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος να έχη επίγνωσιν του κινδύνου, που διατρέχω, και να δύναται να με βοηθήση. Εχάθηκε κάθε τρόπος διαφυγής από τον κίνδυνον αυτόν. Κανείς πλέον, ούτε από τους φίλους μου, δεν φροντίζει δια την σωτηρίαν της ζωής μου.
5 Δεξιά μου κοίταξα και είδα πως κανείς δεν ήταν που να με γνωρίζει· για μένα εχάθη κάθε καταφύγιο, κανένας που για τη ζωή μου να νοιαστεί.
6 ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ἡ ἐλπίς μου, μερίς μου εἶ ἐν γῇ ζώντων.
6 Χωρίς καμμίαν πλέον βοήθειαν εκ μέρους των ανθρώπων κράζω με όλην μου την δύναμιν προς σε, Κυριε, και διακηρύττω· Συ είσαι η ελπίς μου· Συ είσαι η πολύτιμος κληρονομία μου εις την παρούσαν ζωήν.
6 Σ’ εσένα, Κύριε, φώναξα! Είπα: Εσύ ’σαι ο προστάτης μου, ό,τι μου ανήκει στη γη των ζωντανών.
7 πρόσχες πρὸς τὴν δέησίν μου, ὅτι ἐταπεινώθην σφόδρα· ῥῦσαί με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
7 Δώσε, λοιπόν, προσοχήν εις την δέησίν μου, διότι έχω κακοπαθήσει πολύ και αποκάμει. Σώσε με από εκείνους, οι οποίοι με καταδιώκουν ζητούντες την εξοντωσίν μου, διότι είναι πολύ ισχυρότεροι από εμέ.
7 Στη δέησή μου δώσε προσοχή, γιατί πολύ εξασθένησα· απάλλαξέ με απ’ τους διώκτες μου, γιατ’ είναι δυνατότεροι από μένα.
8 ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου· ἐμὲ ὑπομενοῦσι δίκαιοι, ἕως οὗ ἀνταποδῷς μοι.
8 Βγάλε με από την φυλακήν του σπηλαίου, ώστε ελεύθερος και γεμάτος ευγνωμοσύνην να δοξολογώ το άγιον Ονομά σου. Οι δίκαιοι θα περιμένουν να ίδουν την καλήν έκβασιν, την οποίαν συ ως αμοιβήν των ελπίδων μου θα δώσης.
8 Λευτέρωσέ με από τη φυλακή μου. Και τότε στων δικαίων τη σύναξη θα σε δοξολογήσω γιατί με φρόντισες.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά σωστές ἀντιδράσεις.
α2 Γιά νά μήν μᾶς μισοῦν ἄνευ λόγου οἱ συνάνθρωποί μας.
β Ὅταν διώκεσαι καί κρύπτεσαι νά μήν ταραχθῆς.
γ Γιά νά ἡμερέψη ὁ Θεός τόν ἐπαναστάτη νά μήν κάνη κακό· καί Κούρδης ἐάν εἶναι γίνεται ἀρνί.
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή).
θ Δοξολογία, ἐπίκληση καί προβολή μεσιτείας.
"Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 142

ΨΑΛΜΟΣ 142 - ΚΥΡΙΕ, ΣΕ ΔΙΚΗ ΜΗ ΜΕ ΦΕΡΕΙΣ!

Τῷ Δαυΐδ, ὅτε κατεδίωκεν αὐτὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.

1 Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου·
1 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Ακουσε την ικετευτικήν παράκλησίν μου εν ονόματι της φιλαληθείας σου και των υποσχέσεων, που μας έχεις δώσει. Εισάκουσόν μου εν ονόματι της δικαιοσύνης σου, η οποία απαιτεί την προστασίαν του κάθε αθώου.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, άκουσε την προσευχή μου, δώσε την προσοχή σου στην ικεσία μου! Με την πιστότητά σου απάντησέ μου, μες στη δικαιοσύνη σου.
2 καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.
2 Μη θελήσης όμως να προβής εις λεπτομερή εξέτασιν της ζωής εμού του δούλου σου, διότι κανείς από τους ζώντας ανθρώπους επί της γης δεν θα ευρεθή τελείως αθώος και αναμάρτητος ενώπιόν σου.
2 Σε δίκη μη θελήσεις να με φέρεις, γιατί κανένας ζωντανός δεν είναι δίκαιος μπροστά σου.
3 ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος·
3 Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, το δίκαιον αίτημά μου, διότι εχθρός αδίστακτος με καταδιώκει ζητών να μου αφαιρέση την ζωήν. Με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, με εξηυτέλισε, με έχει καθίσει στο χείλος του τάφου. Με έχει οδηγήσει στο στόμα του σκοτεινού άδου, όπου ευρίσκονται οι από αρχαιότατα χρόνια νεκροί.
3 Τη ζωή μου την κατάτρεξε ο εχθρός, και μ’ έριξε πάνω στη γη να με ποδοπατήσει· με κάθισε στα σκοτεινά καθώς αυτοί που ’ναι νεκροί από χρόνια.
4 καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου.
4 Από τας βαρείας αυτάς θλίψεις έχει καταληφθή από αθυμίαν το πνεύμα μου. Η καρδία μου εντός μου συνεχώς ταράσσεται.
4 Κι εγώ λιγοψυχώ, μέσα μου συνταράζεται η καρδιά μου.
5 ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.
5 Εις αυτήν την πολυώδυνον κατάστασιν ευρισκόμενος ενεθυμήθην παλαιάς ημέρας ειρήνης και ασφαλείας. Εβύθισα την σκέψιν μου εις τα έργα της ιδικής σου προστασίας, εμελέτησα καλώς τα έργα των χειρών σου.
5 Θυμάμαι τις παλιές τις μέρες, πάνω σ’ όλα τα έργα σου στοχάζομαι και συλλογίζομαι τα όσα έχεις φτιάξει.
6 διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. (διάψαλμα).
6 Από την μελέτην αυτήν τονωθείς εις την πίστιν και την ελπίδα προς σέ, ύψωσα ικετευτικάς τας χείράς μου προς σε και η ψυχή μου, ωσάν γη κατάξηρος, εζήτησε δρόσον και αναψυχήν από σέ.
6 Σ’ εσένα υψώνω τα χέρια μου· σαν διψασμένη γη η ψυχή μου σ’ εσένα στρέφεται. (Διάψαλμα)
7 ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
7 Οσον το δυνατόν ταχύτερον κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Απέκαμα πλέον, ωλιγοψύχησε και κινδυνεύει να σβήση το πνεύμα μου. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Διότι τότε θα ομοιάσω πλέον με τους νεκρούς, οι οποίοι κατεβαίνουν οριστικώς εις τον τάφον.
7 Σύντομα δώσ’ μου, Κύριε, απόκριση, χάνεται η πνοή μου· μην κρύβεις από μένα την παρουσία σου και γίνω όμοιος μ’ αυτούς που κατεβαίνουνε στον τάφο.
8 ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου·
8 Ευδόκησε, Κυριε, να ακούσω και να αισθανθώ λίαν πρωϊ, συντόμως, το έλεός σου, διότι εγώ εις σε μόνον έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. Καμε γνωστήν εις εμέ, Κυριε, την οδόν, το άγιόν σου θέλημα, σύμφωνα προς το οποίον να ρυθμίσω την πορείαν της ζωής μου. Διότι προς σέε υψώνω και παραδίδω ολόκληρον την ψυχήν μου.
8 Απ’ το πρωί κάνε να νιώσω την αγάπη σου, γιατί σ’ εσένα ελπίζω· μάθε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να πορεύομαι, γιατί σ’ εσένα τη ζωή μου εμπιστεύτηκα.
9 ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον.
9 Βγάλε με και ελευθέρωσέ με, Κυριε, από τους εχθρούς μου, διότι εγώ προς σε απ' αρχής και μέχρι σήμερον καταφεύγω.
9 Λευτέρωσέ με απ’ τους εχθρούς μου, Κύριε· κατέφυγα σ’ εσένα.
10 δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ.
10 Διδαξέ με, ποίον είναι το θέλημά σου και δος μου την αγαθήν διάθεσιν να το εφαρμόζω πάντοτε, διότι συ είσαι ο Θεός μου. Το Πνεύμά σου το αγαθόν αυτό θα με οδηγήση εις την ευθείαν και ευάρεστον εις σε οδόν.
10 Δίδαξέ με να κάνω αυτό που θέλεις, γιατί ο Θεός μου είσ’ εσύ· με αγαθοσύνη ας με καθοδηγεί το Πνεύμα σου στο δρόμο το σωστό.
11 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου·
11 Ενεκεν του ονόματός σου, που σημαίνει έλεος και αγάπην, θα περιφρουρήσης και θα παρατείνης την ζωήν μου. Εν τη δικαιοσύνη σου θα βγάλης την ψυχήν μου από την βαρείαν θλίψιν, που οι εχθροί μου έχουν επιφέρει.
11 Όπως μου υποσχέθηκες, Κύριε, δώσε μου τη ζωή· χάρη στη δικαιοσύνη σου, βγάλε με από τη θλίψη.
12 καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.
12 Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος.
12 Απ’ την αγάπη σου για μένα θα εξολοθρέψεις τους εχθρούς μου και θα εξοντώσεις όλους που με θλίβουνε, γιατί σου είμαι αφοσιωμένος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου μόνου καί σέ δυσκολία.
α2 Γιά ὅλους τούς κατατρεγμένους.
Γιά νά φύγεη ἡ διχόνοια καί νά ἔρθη ἡ ὁμόνοια.
β Ὅταν διώκεσαι καί κρύπτεσαι νά μήν ταραχθῆς.
γ Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός τήν μητέρα στόν καιρό τῆς ἐγκυμοσύνης νά μήν ἀποβάλλη.
στ Πρωϊνή δέηση καί ἱκεσία πρός τόν Κύριο, ὅπου ζητεῖται ὁ φωτισμός καί ἡ καθοδήγηση, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ προστασία ἀπό ἐχθρούς ἰσχυρούς.
θ "Ἐν καταστἀσει μετανοίας περί πραχθεισῶν ἁμαρτιῶν".
"Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.

ΨΑΛΜΟΣ 143

ΨΑΛΜΟΣ 143 - ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ

Τῷ Δαυΐδ, πρὸς τὸν Γολιάθ.

1 Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός μου ὁ διδάσκων τὰς χεῖράς μου εἰς παράταξιν, τοὺς δακτύλους μου εἰς πόλεμον·
1 Δοξασμένος ας είναι ο Κυριος και Θεός μου, ο οποίος διδάσκει τα χέρια μου να χειρίζονται την σπάθην κατά τας συμπλοκάς εις τας μάχας, και τα δάκτυλά μου να χρησιμοποιούν το τόξον κατά τους πολέμους.
1 Του Δαβίδ. Ευλογημένος να ’σαι, Κύριε, εσύ, ο βράχος μου· τα χέρια μου γυμνάζεις για τη μάχη, τα δάχτυλά μου για τον πόλεμο.
2 ἔλεός μου καὶ καταφυγή μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ ῥύστης μου, ὑπερασπιστής μου, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισα, ὁ ὑποτάσσων τὸν λαόν μου ὑπ᾿ ἐμέ.
2 Αυτός είναι το έλεός μου, το καταφύγιόν μου, ο προστάτης μου και ο ελευθερωτής μου, ο υπερασπιστής μου, και εις αυτόν έχω στηρίξει τας ελπίδας μου· εις αυτόν, ο οποίος υποτάσσει ομονοημένον τον λαόν μου εις εμέ.
2 Προστάτη μου κι οχύρωμά μου, κάστρο μου κι ελευθερωτή μου, ασπίδα μου, κοντά σου είμ’ ασφαλής· σ’ εμένα τους λαούς θα υποτάξεις.
3 Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῷ;
3 Κυριε, τι είναι τάχα ο ευτελής άνθρωπος, ώστε να αποκαλύπτης και να καθιστάς τον εαυτόν σου γνωστόν εις αυτόν; Η ο υιός του ανθρώπου, ώστε να τον λογαριάζης και να τον λαμβάνης υπ όψιν σου;
3 Κύριε, τι είν’ ο άνθρωπος ώστε να τον φροντίζεις; ο κάτοικος της γης ώστε να νοιάζεσαι γι’ αυτόν;
4 ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη, αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσι.
4 Ο άνθρωπος είναι όμοιος προς το μάταιον και παροδικόν. Αι ημέραί του παρέρχονται ωσάν σκια.
4 Ο άνθρωπος μοιάζει με πνοή· και σαν τη φευγαλέα σκιά οι μέρες της ζωής του.
5 Κύριε, κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι, ἅψαι τῶν ὀρέων, καὶ καπνισθήσονται.
5 Συ όμως, Κυριε, που είσαι τόσον συγκαταβατικός προς ημάς τους ευτελείς ανθρώπους, χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβα. Εγγισε με τα χέρια σου τα βουνά και θα ανάψουν και θα γεμίσουν καπνόν.
5 Κύριε, τα ουράνια σου χαμήλωσέ τα και κατέβα· άγγιξε τα βουνά και θ’ αναδώσουνε καπνό.
6 ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς αὐτούς, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη σου καὶ συνταράξεις αὐτούς.
6 Αστραψε αστραπήν επάνω από τους εχθρούς μου κα θα τους διασκορπίσης. Στείλε εναντίον των τα βέλη σου, και θα τους συγκλονίσης
6 Στείλε αστραπές και τους εχθρούς μου σκόρπισε· ρίξε τα βέλη σου σύγχυση να τους φέρεις.
7 ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ῥῦσαί με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων,
7 Απλωσε, Κυριε, το χέρι σου από το ουράνιον ύψος, βγάλε με και γλύτωσέ με από τα πολλά ορμητικά ύδατα, που απειλούν να με πνίξουν· από τα χέρια δηλαδή των αλλοεθνών ανθρώπων.
7 Στείλε τη δύναμή σου από ψηλά, γλίτωσέ με και σώσε με απ’ την πλημμύρα, από την εξουσία των ξένων.
8 ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.
8 Αυτών, των οποίων το στόμα ελάλησε δόλια και ασύστατα πράγματα και η δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικημάτων.
8 Που λέει το στόμα τους ψευτιές, ακόμα κι όταν το δεξί τους χέρι υψώνουνε για να ορκιστούν.
9 ὁ Θεός, ᾠδὴν καινὴν ᾄσομαί σοι, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψαλῶ σοι
9 Ω Θεέ μου, εις την νέαν αυτήν συντριβήν των εχθρών μου, θα ψάλλω εγώ προς σε νέον άσμα ευγνωμοσύνης. Με δεκάχορδον μουσικόν όργανον θα σε υμνολογήσω· σέ,
9 Για σένα, Θεέ, θα ψάλω καινούρια ωδή. Με άρπα δεκάχορδη θα παίξω μουσική για σένα,
10 τῷ διδόντι τὴν σωτηρίαν τοῖς βασιλεῦσι, τῷ λυτρουμένῳ Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐκ ῥομφαίας πονηρᾶς.
10 ο οποίος ανέκαθεν δίδεις νίκας και σωτηρίαν στους βασιλείς· σέ, ο οποίος έσωσες εμέ, τον δούλον σου Δαυίδ από την θανατηφόρον ρομφαίαν του Γολιάθ.
10 που βοηθάς τους βασιλιάδες να νικούν και που γλιτώνεις το Δαβίδ, το δούλο σου, από κακή σπαθιά.
11 ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.
11 Απάλλαξέ με και τώρα και γλύτωσέ με από τα χέρια των αλλοεθνών, των οποίων το στόμα ελάλησε και λαλεί ψευδολογίας, η δε δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικίας.
11 Γλίτωσέ με και σώσε με από την εξουσία των ξένων, που λέει το στόμα τους ψευτιές, ακόμα κι όταν το δεξί τους χέρι υψώνουνε για να ορκιστούν.
12 ὧν οἱ υἱοὶ ὡς νεόφυτα ἱδρυμένα ἐν τῇ νεότητι αὐτῶν, αἱ θυγατέρες αὐτῶν κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ὡς ὁμοίωμα ναοῦ,
12 Αυτοί απολαμβάνουν σήμερον όλα τα αγαθά. Τα παιδιά των λόγω της νεότητός των όμοιάζουν σαν βλαστάρια καλώς ριζωμένα και θαλερά. Αι θυγατέρες των είναι καλλωπισμένες και στολισμένες με κοσμήματα στο σώμα των, ωσάν τα αγάλματα ειδωλολατρικού ναού.
12 Ας είναι οι γιοι μας σαν νιοφυτεμένα δέντρα, που από μικρά ολόισια ψηλώνουνε χωρίς εμπόδια. Ας είναι οι θυγατέρες μας ωραίες και γερές, καθώς οι σκαλιστές κολόνες οπού κοσμούν τ’ ανάκτορα.
13 τὰ ταμιεῖα αὐτῶν πλήρη, ἐξερευγόμενα ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, τὰ πρόβατα αὐτῶν πολύτοκα, πληθύνοντα ἐν ταῖς ἐξόδοις αὐτῶν,
13 Αι αποθήκαι των είναι γεμάται από αγαθά. Υπερεκχυλίζουν από κάθε είδος· τα πρόβατά των είναι πολύτοκα. Πολλαπλασιάζονται αναρίθμητα στους βοσκοτόπους, όπου εξέρχονται προς βοσκήν.
13 Ας είν’ οι αποθήκες μας γεμάτες αγαθά κάθε λογής· και σε χιλιάδες και μυριάδες ας πληθαίνουν τα πρόβατά μας στα βοσκοτόπια μας.
14 οἱ βόες αὐτῶν παχεῖς, οὐκ ἔστι κατάπτωμα φραγμοῦ, οὐδὲ διέξοδος, οὐδὲ κραυγὴ ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν,
14 Τα βόϊδια των είναι παχέα. Κανένας από τους τοίχους των οικοδομών των δεν έχει κρημνισθή ούτε και έχει υποστή καμμίαν ρωγμήν. Δεν ακούεται κραυγή θρήνου και πόνου εις τας πλατείας των.
14 Ας είναι καρπερές οι αγελάδες μας, χωρίς θανατικά κι αποβολές· και θρηνωδίες ας μην ηχήσουν στις πλατείες μας.
15 ἐμακάρισαν τὸν λαόν, ᾧ ταῦτά ἐστι· μακάριος ὁ λαός, οὗ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ.
15 Εκείνοι, οι οποίοι αγνοούν σε και το θέλημά σου, εκαλοτύχησαν τον λαόν, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα αγαθά. Αλλά εις την πραγματικότητα μακάριος είναι ο λαός εκείνος, του οποίου ο αληθινός Θεός είναι ο Θεός και Κυριος του.
15 Μακάριος είν’ ο λαός που του συμβαίνουν όλ’ αυτά! Μακάριος είν’ ο λαός, που ’χει τον Κύριο Θεό του!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά βοήθεια ἀπό τόν Θεό.
α2 Γιά κατάθλιψη καί γιά κακό μάτι.
β Ὅταν ἐπιτίθεται ὁ ἐχθρός μή φοβηθῆς πίστευε ὅπως ὁ Δαβίδ.
γ Γιά νά καταπραΰνη ὁ Θεός τόν ἀναστατωμένο λαό νά μήν γίνη ἐμφύλιος πόλεμος.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Ὅταν μᾶς καταδιώκουν οἱ ἰσχυροί τοῦ παρόντος αἰῶνος.
θ Δοξολογία, ἐπίκληση καί προβολή μεσιτείας.
"Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"

ΨΑΛΜΟΣ 144

ΨΑΛΜΟΣ 144 - Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΑΙΩΝΙΑ

Αἰνέσεως τοῦ Δαυΐδ.

1 Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς μου, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
1 Θα διαλαλήσω το μεγαλείον σου, ω Θεέ μου και βασιληά μου. Θα δοξολογήσω το πάντιμον Ονομά σου πάντοτε και στον αιώνα του αιώνος.
1 Ύμνος του Δαβίδ. Τα μεγαλεία σου θα πω, Θεέ μου, βασιλιά, και τ’ όνομά σου θα ευλογώ παντοτινά κι αιώνια.
2 καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν εὐλογήσω σε καὶ αἰνέσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
2 Καθε ημέραν θα σε δοξολογώ και θα υμνώ το Ονομά σου, πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων.
2 Την κάθε μέρα θα σ’ ευλογώ, και τ’ όνομά σου θα εξυμνώ παντοτινά κι αιώνια.
3 μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα, καὶ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας.
3 Μέγας είναι ο Κυριος και άξιος να υμνήται πολύ, παρά πολύ, διότι η μεγαλωσύνη του είναι απεριόριστος και απροσμέτρητος.
3 Μεγάλος είσαι, Κύριε, κι άξιος πολύ να υμνείσαι· ανεξερεύνητη η μεγαλοσύνη σου!
4 γενεὰ καὶ γενεὰ ἐπαινέσει τὰ ἔργα σου καὶ τὴν δύναμίν σου ἀπαγγελοῦσι.
4 Καθε ερχομένη γενεά θα υμνή σε δια τα θαυμαστά έργα σου, και οι άνθρωποι θα διακηρύττουν πάντοτε την παντοδυναμίαν σου.
4 Από γενιά σ’ άλλη γενιά ας εξυμνούν τα έργα σου, τα κατορθώματά σου ας κηρύττουν.
5 τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς δόξης τῆς ἁγιωσύνης σου λαλήσουσι καὶ τὰ θαυμάσιά σου διηγήσονται.
5 Την μεγαλοπρεπή λαμπρότητα της αγιότητός σου θα υμνούν και θα διηγούνται τα θαυμαστά σου έργα.
5 Το λαμπρό μεγαλείο της δόξας σου ας πουν, κι εγώ τ’ αξιοθαύμαστα έργα σου θα τα στοχάζομαι.
6 καὶ τὴν δύναμιν τῶν φοβερῶν σου ἐροῦσι καὶ τὴν μεγαλωσύνην σου διηγήσονται.
6 Την ακατανίκητον δύναμιν των φοβερών σου έργων εναντίον των αμετανοήτων ασεβών θα λέγουν μεταξύ των, και το απέραντον μεγαλείον σου θα διηγούνται.
6 Ας λένε για την τρομερή σου δύναμη, κι εγώ θα διηγούμαι τη μεγαλοσύνη σου.
7 μνήμην τοῦ πλήθους τῆς χρηστότητός σου ἐξερεύξονται καὶ τῇ δικαιοσύνῃ σου ἀγαλλιάσονται.
7 Θα αφήνουν να εκχυθή από την καρδίαν των η ευγνώμων ανάμνησις των αναριθμήτων ευεργεσιών της καλωσύνης σου. Θα πλημμυρίζουν από αγαλλίασιν δια την δικαιοσύνην, την οποίαν συ εφαρμόζεις πάντοτε.
7 Ας θυμούνται τα έργα σου της καλοσύνης σου κι ας εξυμνούνε την πιστότητά σου.
8 οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος.
8 Οικτίρμων και εύσπλαγχνος είναι ο Κυριος, μακρόθυμος και πολυέλεος.
8 «Ο Κύριος είναι μεγαλόψυχος και σπλαχνικός· έχει υπομονή κι αγάπη απέραντη.
9 χρηστὸς Κύριος τοῖς σύμπασι, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ.
9 Αγαθός και ευεργετικός είναι ο Κυριος προς όλους γενικώς, και τα ελέη αυτού απλώνονται εις όλα τα έργα της δημιουργίας του.
9 Ο Κύριος είναι καλός για όλους· είναι φιλεύσπλαχνος για όλα του τα πλάσματα».
10 ἐξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντα τὰ ἔργα σου, καὶ οἱ ὅσιοί σου εὐλογησάτωσάν σε.
10 Ας σε δοξολογήσουν, Κυριε, όλα τα δημιουργήματά σου, προ παντός δε ας ευλογήσουν το πάντιμον Ονομά σου οι αφωσιωμένοι εις σε πιστοί.
10 Όλα όσα έφτιαξες θα σε υμνούνε, Κύριε, και οι πιστοί σου θα σ’ ευχαριστούν.
11 δόξαν τῆς βασιλείας σου ἐροῦσι καὶ τὴν δυναστείαν σου λαλήσουσι
11 Αυτοί θα διαλαλούν την ένδοξον βασιλείαν σου και θα διηγούνται την παντοδύναμον κυριαρχίαν σου,
11 Θα λένε για τη δόξα της βασιλείας σου, και τις υπέροχές σου πράξεις θα διηγούνται.
12 τοῦ γνωρίσαι τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὴν δυναστείαν σου καὶ τὴν δόξαν τῆς μεγαλοπρεπείας τῆς βασιλείας σου.
12 δια να καταστήσουν γνωστήν στους άλλους ανθρώπους την παντοδυναμίαν σου και την ανυπέρβλητον λαμπρότητα της βασιλείας σου.
12 Για να γνωρίσουν στους ανθρώπους την ισχύ σου, και το ένδοξο μεγαλείο της βασιλείας σου.
13 ἡ βασιλεία σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ. ιστὸς Κύριος ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις αὐτοῦ καὶ ὅσιος ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ.
13 Η ιδική σου βασιλεία, Κυριε, είναι βασιλεία αιωνία και η κυριαρχία σου απλώνεται εις όλας τας γενεάς. Ο Κυριος είναι πιστός τηρητής των υποσχέσεών του και άμωμος εις όλα αυτού τα έργα.
13 Η βασιλεία σου βασιλεία αιώνια, κι η εξουσία σου διαρκεί σε όλες τις γενιές. Ο Κύριος είν’ αξιόπιστος σ’ όλες τις υποσχέσεις του, και σ’ όλα του τα έργα είναι καλός.
14 ὑποστηρίζει Κύριος πάντας τοὺς καταπίπτοντας καὶ ἀνορθοῖ πάντας τοὺς κατεῤῥαγμένους.
14 Ο Κυριος υποβαστάζει και στηρίζει όλους εκείνους, οι οποίοι κινδυνεύουν να πέσουν και να συντριβούν, και ανεγείρει αυτούς, οι οποίοι έχουν πέσει και συντριβή.
14 Ο Κύριος δίνει στήριγμα σ’ όλους αυτούς που πέφτουνε· και ξαναστήνει ορθούς όλους εκείνους που λυγίζουν.
15 οἱ ὀφθαλμοὶ πάντων εἰς σὲ ἐλπίζουσι, καὶ σὺ δίδως τὴν τροφὴν αὐτῶν ἐν εὐκαιρίᾳ.
15 Οι οφθαλμοί όλων στρέφονται με ελπίδα βοηθείας προς σέ, διότι συ δίδεις την τροφήν των στον κατάλληλον χρόνον.
15 Όλοι σ’ εσένα έχουν τα μάτια τους στραμμένα, κι εσύ τους δίνεις την τροφή τους στην ώρα της.
16 ἀνοίγεις σὺ τὴν χεῖρά σου καὶ ἐμπιπλᾷς πᾶν ζῷον εὐδοκίας.
16 Ανοίγεις συ τας παντοδυνάμους και πλουσιοδώρους χείρας σου και γεμίζεις κάθε ζωντανόν ον από όλα τα αγαθά, που του χρειάζονται.
16 Τα χέρια σου ανοίγεις και την επιθυμία χορταίνεις κάθε ζωντανού.
17 δίκαιος Κύριος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ ὅσιος ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ.
17 Ο Κυριος είναι δίκαιος εις όλους τους τρόπους της ενεργείας του και άμωμος και ακατηγόρητος εις όλα αυτού τα έργα.
17 Δίκαιος είν’ ο Κύριος σε κάθε εκδήλωσή του, και σ’ όλα του τα έργα σπλαχνικός.
18 ἐγγὺς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθείᾳ.
18 Είναι πάντοτε κοντά εις εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται με πίστιν, εις όλους όσοι τον επικαλούνται με ειλικρίνειαν καρδίας.
18 Ο Κύριος είναι κοντά σ’ όλους που τον καλούνε, σ’ όλους που τον καλούνε ειλικρινά.
19 θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται καὶ σώσει αὐτούς.
19 Τα δίκαια θελήματα και αιτήματα αυτών, οι οποίοι τον ευλαβούνται, θα εκπληρώση ο Κυριος, θα κάμη δεκτήν την δέησιν των και θα τους σώση από τους διαφόρους κινδύνους.
19 Τους πόθους εκπληρώνει των πιστών του, ακούει την κραυγή τους και τους σώζει.
20 φυλάσσει Κύριος πάντας τοὺς ἀγαπῶντας αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐξολοθρεύσει.
20 Περιφρουρεί και φυλάσσει ο Κυριος όλους εκείνους, οι οποίοι τον αγαπούν. Εξ αντιθέτου δε θα παραδώση στον όλεθρον όλους τους αμαρτωλούς.
20 Φυλάει ο Κύριος όλους εκείνους που τον αγαπούν· κι όλους τους ασεβείς θα τους εξολοθρέψει.
21 αἴνεσιν Κυρίου λαλήσει τὸ στόμα μου· καὶ εὐλογείτω πᾶσα σὰρξ τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
21 Υμνους δοξολογίας και ευγνωμοσύνης θα λέγη το στόμα μου διαρκώς προς τον Κυριον και κάθε άλλος άνθρωπος ας δοξολογή το άγιον Ονομά του πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων.
21 Τον ύμνο του Κυρίου θα πει το στόμα μου, κι όλα τα πλάσματα θα ευλογούν τ’ άγιο του όνομα, παντοτινά κι αιώνια.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος γιά τή νίκη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά δώση ὁ Θεός εἰρήνη.
β Ὅταν θαυμάζης τίς εἐργεσίες καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί νά τόν δοξάζης.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τίς ἐργασίες τῶν ἀνθρώπων, γιά νά εἶναι εὐάρεστες στό Θεό.
ε "Εἶναι μία αἴνεσις καί δοξολογία εἰς τόν Θεόν, ἥτις ἁρμόζει κοινῶς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους".
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 145

ΨΑΛΜΟΣ 145 (146) - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΙΣΧΥΡΩΝ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

1 Αἴνει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον·
1 Ω ψυχή μου, δοξολόγησε τον Κυριον!
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Ψυχή μου, δοξολόγησε τον Κύριο!
2 αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω.
2 Θα δοξολογώ τον Κυριον καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου. Θα ψάλλω προς αυτόν ύμνους, έως ότου ζω.
2 Τον Κύριο θα δοξολογώ σ’ όλη μου τη ζωή· ψαλμούς θα λέω στο Θεό μου όσο θα υπάρχω.
3 μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία.
3 Μη στηρίζετε την πεποίθησιν και την ελπίδα σας στους άρχοντας, στους υιούς των θνητών ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν πάντοτε την δύναμιν να σας σώσουν.
3 Μην εμπιστεύεστε στους άρχοντες, είναι μονάχα άνθρωποι και δεν μπορούν να σώσουν.
4 ἐξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ.
4 Του καθενός από αυτούς, όσον ισχυρός και αν φαίνεται, το πνεύμα θα εξέλθη από το σώμα κατά την ώραν του θανάτου του. Και το σώμα του θα επιστρέψη εις την γην του. Κατά δε την ημέραν εκείνην του θανάτου θα χαθούν και θα διαλυθούν όλα τα σχέδιά του.
4 Όταν φύγει απ’ αυτούς το πνεύμα τους, ξαναγυρίζουνε στο χώμα· κι αυτή την ίδια μέρα τα σχέδιά τους χάνονται.
5 μακάριος οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ
5 Μακάριος όμως είναι εκείνος, ο οποίος έχει ως βοηθόν του τον Θεόν του Ιακώβ και ο οποίος στηρίζει τας ελπίδας του εις Κυριον τον Θεόν του.
5 Μακάριος ο άνθρωπος που ’χει βοηθό του το Θεό του Ιακώβ κι έχει στον Κύριο, το Θεό του, την ελπίδα του.
6 τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· τὸν φυλάσσοντα ἀλήθειαν εἰς τὸν αἰῶνα,
6 Εις αυτόν, ο οποίος εδημιούργησε τον αυρανόν και την γην, την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. Αυτόν, ο οποίος τηρεί και φυλάσσει πιστώς τους λόγους και τας υποσχέσστου εις όλους τους αιώνας.
6 Εκείνος έκανε τα ουράνια και τη γη, τη θάλασσα και ό,τι βρίσκεται εντός τους· πάντα στις υποσχέσεις του μένει πιστός.
7 ποιοῦντα κρῖμα τοῖς ἀδικουμένοις, διδόντα τροφὴν τοῖς πεινῶσι. Κύριος λύει πεπεδημένους,
7 Αυτόν, ο οποίος κάμνει δικαίαν κρίσιν και αποδίδει το δίκαιον στους αδικουμένους. Διδει τροφήν στους πεινώντας. Ο Κυριος, αυτός λύει τα δεσμά των σιδηροδεμένων αιχμαλώτων και τους δίδει την ελευθερίαν.
7 Διεκδικεί το δίκιο των κατατρεγμένων, και σ’ αυτούς που πεινούν δίνει ψωμί. Ο Κύριος ελευθερώνει τους φυλακισμένους.
8 Κύριος σοφοῖ τυφλούς, Κύριος ἀνορθοῖ κατεῤῥαγμένους, Κύριος ἀγαπᾷ δικαίους,
8 Ο Κυριος δίδει σοφίαν στους τυφλούς με το φως της αληθείας του. Ο Κυριος ανορθώνει τους ηθικώς και σωματικώς συντετριμμένους. Ο Κυριος αγαπά τους δικαίους.
8 Ο Κύριος τα μάτια ανοίγει των τυφλών, ο Κύριος σηκώνει ορθούς τους κυρτωμένους· ο Κύριος αγαπάει τους δικαίους.
9 Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ.
9 Ο Κυριος περιφρουρεί και προστατεύει τους ξένους, αυτός θα αναλάβη υπό την προστασίαν του τα ορφανά και τας χήρας, και θα εξαφανίση τας πορείας των αμαρτωλών.
9 Ο Κύριος προστατεύει αυτούς που βρίσκονται μέσα στη χώρα ξένοι. Τ’ ορφανό και τη χήρα υποστηρίζει αλλά τα σχέδια ματαιώνει των ασεβών.
10 βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα, ὁ Θεός σου, Σιών, εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
10 Ο Κυριος θα βασιλεύση στον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις όλας τας γενεάς των γενεών.
10 Ο Κύριος θα βασιλεύει αιώνια, ο Θεός σου, Σιών, από γενιά σ’ άλλη γενιά! Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Ὁ Κύριος εἶναι Μέγας".
α2 Γιά νά μήν καταστρέφουν οἱ ἀνεύθυνοι ἄνθρωποι τό φυσικό περιβάλλον.
β Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπη νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά σταματήση ὁ Θεός τίς αἱμορραγίες.
ε "Εἶναι μία αἴνεσις καί δοξολογία πρός τόν Θεόν".
στ Προσευχή ὁλοκληρωτικῆς ὑποταγῆς καί ἀκράδαντης ἐλπίδας στόν Θεό καί ὄχι σέ ἀνθρώπους, πλοῦτο καί ἄλλα ὑλικά πράγματα.

ΨΑΛΜΟΣ 146

ΨΑΛΜΟΣ 146 (147,1-11) - Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

1 Αἰνεῖτε τὸν Κύριον, ὅτι ἀγαθὸν ψαλμός· τῷ Θεῷ ἡμῶν ἡδυνθείη αἴνεσις.
1 Υμνείτε και δοξολογείτε τον Κυριον, διότι είναι ευχάριστον και ωφέλιμον να υμνή κανείς αυτόν. Είθε δε να γίνη γλυκύς και ευχάριστος ο ύμνος μας αυτός προς τον Θεόν μας.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Είναι καλό να ψάλλουμε στο Θεό μας· να τον υμνούμε όπως του πρέπει είν’ ευχάριστο!
2 οἰκοδομῶν Ἱερουσαλὴμ ὁ Κύριος, καὶ τὰς διασπορὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπισυνάξει,
2 Ας τον δοξολογήσωμεν, διότι ο Κυριος είναι αυτός που ανοικοδομεί την Ιερουσαλήμ. Αυτός συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους Ισραηλίτας από τας ξένας χώρας εις την πατρίδα των.
2 Ο Κύριος ξαναχτίζει την Ιερουσαλήμ, τους διασκορπισμένους Ισραηλίτες συγκεντρώνει.
3 ὁ ἰώμενος τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν καὶ δεσμεύων τὰ συντρίμματα αὐτῶν,
3 Θεραπεύει τους συντετριμμένους κατά την καρδίαν από το βάρος των θλίψεων. Ωσάν άριστος ιατρός επιδένει με θεραπευτικούς επιδέσμους τα συντρίμματα αυτών.
3 Γιατρεύει αυτούς που συντριμμένη έχουν καρδιά και δένει τις πληγές τους.
4 ὁ ἀριθμῶν πλήθη ἄστρων, καὶ πᾶσιν αὐτοῖς ὀνόματα καλῶν.
4 Εχει καταμετρήσει και γνωρίζει τον απεριόριστον αριθμόν των αστέρων των διεσπαρμένων στον ουρανόν, ωσάν να έχη δώσει όνομα στον καθένα από αυτούς.
4 Αυτός καθόρισε των αστεριών το πλήθος και δίνει στο καθένα κι ένα όνομα.
5 μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός.
5 Μέγας είναι ο Κυριος μας και μεγάλη η δύναμίς του και κανείς ποτέ δεν είναι εις θέσιν να καταμετρήση, να συλλάβη και να περιγράψη την άπειρον σοφίαν του.
5 Μεγάλος είν’ ο Κύριός μας! Μεγάλη η δύναμή του κι απεριόριστη η σοφία του.
6 ἀναλαμβάνων πρᾳεῖς ὁ Κύριος, ταπεινῶν δὲ ἁμαρτωλοὺς ἕως τῆς γῆς.
6 Ο Κυριος αναλαμβάνει υπό την προστασίαν του τους πράους, τους δε υπερηφάνους και αμαρτωλούς θα τους ταπεινώση και θα τους ρίψη κάτω μέχρις εδάφους.
6 Ο Κύριος υψώνει τους ταπεινούς, και ταπεινώνει ως τη γη τους ασεβείς.
7 ἐξάρξατε τῷ Κυρίῳ ἐν ἐξομολογήσει, ψάλατε τῷ Θεῷ ἡμῶν ἐν κιθάρᾳ
7 Αρχίσατε, λοιπόν, να δοξολογήτε τον Κυριον. Ψαλατε προς τιμήν του Θεού μας ύμνον με συνοδίαν κιθάρας.
7 Ψάλτε στον Κύριο την ευχαριστία σας, ύμνους τονίστε στο Θεό μας με κιθάρα!
8 τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, τῷ ἑτοιμάζοντι τῇ γῇ ὑετόν, τῷ ἐξανατέλλοντι ἐν ὄρεσι χόρτον καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων,
8 Ψαλατε εις αυτόν, ο οποίος περιβάλλει τον ουρανόν με ευεργετικάς νεφέλας, και με αυτάς προετοιμάζει την βροχήν δια την γην. Και με την βροχήν κάμνει να βλαστήση, και εις αυτά ακόμη τα όρη, χορτάρι και χλόη δια την εξυπηρλέτησιν των ανθρώπων.
8 Σκεπάζει αυτός τους ουρανούς με σύννεφα, και για τη γη βροχή ετοιμάζει, χορτάρι κάνει να βλαστήσει στα βουνά.
9 διδόντι τοῖς κτήνεσι τροφὴν αὐτῶν καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν.
9 Δοξολογήσατε αυτόν, ο οποίος παρέχει τροφήν εις τα κτήνη, όπως επίσης και εις τα μικρά πουλιά των κοράκων, τα οποία με τους κρωγμούς των φαίνεται σαν να τον επικαλούνται.
9 Δίνει στα ζώα την τροφή τους, και στα νεογνά του κόρακα, όταν κράζουνε.
10 οὐκ ἐν τῇ δυναστείᾳ τοῦ ἵππου θελήσει, οὐδὲ ἐν ταῖς κνήμαις τοῦ ἀνδρὸς εὐδοκεῖ·
10 Δεν ευαρεστείται ο Κυριος ούτε και δίδει την νίκην στο ισχυρόν ιππικόν ούτε στους ταχείς και ισχυρούς πόδας του ανθρώπου.
10 Αίσθηση δεν του κάνουν τ’ άλογα τα σφριγηλά ούτ’ ευχαρίστηση οι γοργοπόδαροι άντρες.
11 εὐδοκεῖ Κύριος ἐν τοῖς φοβουμένοις αὐτὸν καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
11 Ο Κυριος ευαρεστείται εις εκείνους, που τον ευλαβούνται· εις όλους αυτούς, που ελπίζουν στο έλεός του.
11 Μα αρέσουνε στον Κύριο εκείνοι που τον σέβονται κι ελπίζουν στο έλεός του.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἀτομική δοξολογία.
α2 Γιά τήν ἀναπτέρωση τοῦ πεσμένου ἠθικοῦ.
β Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπη νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν κτυπηθῆ καί πληγωθῆ στίς σιαγόνες ἀπό κακούς ἀνθρώπους.
ε "Εἶναι μία αἴνεσις καί δοξολογία πρός τόν Θεόν".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".
"Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 147

ΨΑΛΜΟΣ 147 (147,12-20) - Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

1 Ἐπαίνει, Ἱερουσαλήμ, τὸν Κύριον, αἴνει τὸν Θεόν σου, Σιών,
1 Ω Ιερουσαλήμ, ψάλλε ύμνους και εγκώμια προς τον Κυριον! Δοξολόγει τον Θεόν σου, Σιών.
1 Ύμνησε, Ιερουσαλήμ, τον Κύριο, δόξασε το Θεό σου, Σιών!
2 ὅτι ἐνίσχυσε τοὺς μοχλοὺς τῶν πυλῶν σου, εὐλόγησε τοὺς υἱούς σου ἐν σοί·
2 Διότι εστερέωσε και έκαμε ισχυρούς τους μοχλούς, με τους οποίους κλείονται ασφαλώς αι πύλαι των νεοκτισμένων τειχών σου. Ο Κυριος ηυλόγησε τους υιούς σου, οι οποίοι ευρίσκονται εντός της περιοχής σου.
2 Γιατί αυτός ενίσχυσε τους μοχλούς στις πύλες σου, ευλόγησε τους γιους σου που είν’ εντός σου.
3 ὁ τιθεὶς τὰ ὅριά σου εἰρήνην καὶ στέαρ πυροῦ ἐμπιπλῶν σε·
3 Αυτός εγκατέστησεν ειρήνην εις τα όριά σου, σε περιφρουρεί από τους εχθρούς σου και χορταίνει με εκλεκτόν σίτον τα τέκνα σου.
3 Αυτός ειρήνη εξασφαλίζει στο έδαφός σου, και σε χορταίνει απ’ τον καρπό του πιο καλού σταριού.
4 ὁ ἀποστέλλων τὸ λόγιον αὐτοῦ τῇ γῇ, ἕως τάχους δραμεῖται ὁ λόγος αὐτοῦ·
4 Αυτός αποστέλλει την παντοδύναμον ευεργετικήν προσταγήν του δια την καρποφορίαν της γης. Και η προσταγή του ταχύτατα θα τρέξη προς την γην και θα γίνη αμέσως έργον.
4 Αυτός στέλνει στη γη το πρόσταγμά του, ο λόγος του τρέχει γοργά.
5 διδόντος χιόνα αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον, ὁμίχλην ὡσεὶ σποδὸν πάσσοντος·
5 Αυτός είναι που δίδει χιόνι ολόλευκο, ωσάν το μαλλί του προβάτου, ο οποίος σκορπίζει σαν στάκτην την ομίχλην.
5 Δίνει το χιόνι καθώς του μαλλιού τις τούφες· σαν να ’ταν στάχτη την πάχνη τη σκορπά.
6 βάλλοντος κρύσταλλον αὐτοῦ ὡσεὶ ψωμούς, κατὰ πρόσωπον ψύχους αὐτοῦ τίς ὑποστήσεται;
6 Ριπτει την χάλαζαν με όσην ευκολίαν ημείς ρίπτομεν τα ψιχία του ψωμιού. Ποιός ημπορεί να υποστή και ανθέξη εμπρός στο ψύχος των πάγων και των χιόνων και των παγωμένων ορμητικών ανέμων;
6 Ρίχνει χαλάζι σαν λιθάρια, στέλνει την παγωνιά, που ούτ’ ένας να την αντέξει δεν μπορεί.
7 ἐξαποστελεῖ τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ τήξει αὐτά· πνεύσει τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ ῥυήσεται ὕδατα.
7 Αυτός μόνος θα δώση προσταγήν και θα λυώσουν οι πάγοι και τα χιόνια, θα πνεύση δηλαδή ο ευεργετικός άνεμός του, θα λυώσουν τα χιόνια και οι πάγοι και θα ρεύσουν ύδατα, δια να ποτίσουν όρη και πεδιάδας.
7 Στέλνει το λόγο του κι ο πάγος λιώνει· φυσάει η πνοή του και τρέχουν τα νερά.
8 ὁ ἀπαγγέλλων τὸν λόγον αὐτοῦ τῷ Ἰακώβ, δικαιώματα καὶ κρίματα αὐτοῦ τῷ Ἰσραήλ.
8 Αυτός απεκάλυψε και κατέστησε γνωστόν το άγιον θέλημά του στους απογόνους του Ιακώβ, τας εντολάς του και τα δίκαια προστάγματά του στον ισραηλιτικόν λαόν.
8 Το λόγο του αναγγέλλει στον Ιακώβ, τα διατάγματά του και τις αποφάσεις του στον Ισραήλ.
9 οὐκ ἐποίησεν οὕτως παντὶ ἔθνει καὶ τὰ κρίματα αὐτοῦ οὐκ ἐδήλωσεν αὐτοῖς.
9 Δεν έπραξεν όμως το ίδιον και δια κάθε άλλο έθνος. Δεν εφανέρωσε εις όλα τα έθνη τα παραγγέλματά του και τας εντολάς του.
9 Δεν έκανε το ίδιο σε κανένα απ’ τ’ άλλα έθνη· εκείνα διόλου δε γνωρίζουν τις αποφάσεις του. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἐθνική δοξολογία.
α2 Γιά νά εὐημερῆ ὁ λαός.
β Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπεη νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά ἡμερέψη ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους τά ἄγρια ζῶα τοῦ βουνοῦ, γιά νά μήν κάνουν κακό στούς ἀνθρώπους καί ζημιές στά σπαρτά.
ε "Εἶναι μία αἴνεσις καί δοξολογία πρός τόν Θεόν".

ΨΑΛΜΟΣ 148

ΨΑΛΜΟΣ 148 - ΑΙΝΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΗ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

1 Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις.
1 Σεις οι άγγελοι αινείτε τον Κυριον επάνω από τους ουρανούς. Δολογείτε αυτόν μέχρι των ακρότατων περιοχών του ουρανού.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε τον Κύριο απ’ τους ουρανούς, αινείτε τον στα ύψη!
2 αἰνεῖτε αὐτόν, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ.
2 Δοξολογήσατε αυτόν όλοι οι άγγελοι. Αινέσατέ τον και υμνείτε τον συνεχώς όλαι αι ουράνιαι δυνάμεις του.
2 Αυτόν αινείτε όλοι του οι άγγελοι, αινείτε τον όλες του οι ουράνιες δυνάμεις!
3 αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς.
3 Δοξολογείτε αυτόν ο ήλιος, η σελήνη· δοξολογείτε αυτόν όλα τα άστρα και το φως.
3 Αυτόν αινείτε ο ήλιος κι η σελήνη, αινείτε τον όλα τ’ άστρα τα φωτεινά!
4 αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
4 Αινείτε αυτόν οι πνευματικοί ουρανοί, που εκτείνονται πέραν από τους αστρικούς ουρανούς. Ας επαινέση και δοξολογήση τον Κυριον το ύδωρ, το οποίον είναι αποθηκευμένον επάνω από τον ουρανόν.
4 Αινείτε τον οι ουρανοί των ουρανών, και τα νερά που ’ναι πιο πάνω απ’ τα ουράνια!
5 αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι αὐτὸς εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο, καὶ ἐκτίσθησαν.
5 Τα πάντα ας δοξολογήσουν το όνομά του Κυρίου, διότι αυτός ένα μόνον λόγον είπε και εδημιουργήθησαν. Αυτός έδωσε διαταγήν και αμέσως εκτίσθησαν.
5 Την ύπαρξη ας αινούνε του Κυρίου, γιατί αυτός το πρόσταξε και γίνανε.
6 ἔστησεν αὐτὰ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· πρόσταγμα ἔθετο, καὶ οὐ παρελεύσεται.
6 Ενηρμόνισεν, εστερέωσε και έστησεν αυτά ασφαλή στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος. Εξέδωκε παντοδύναμον πρόσταγμα, το οποίον δεν πρόκειται να ακυρωθή.
6 Τα στέριωσε για πάντα, για αιώνια, έδωσε νόμο και δε θα τον παραβούν.
7 αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι·
7 Δοξολογείτε τον Κυριον και από την γην, τα θαλάσσια κήτη και όλαι αι θάλασσαι.
7 Αινείτε τον Κύριο απ’ τη γη, θάλασσα, κήτη κι όλοι οι βυθοί!
8 πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ·
8 Το πυρ της αστραπής, η χάλαζα, η χιών, οι πάγοι, ο ορμητικός άνεμος της καταιγίδος, όλα αυτά που κινούνται και εκτελούν την παντοδύναμον προσταγήν του.
8 Φωτιά και χαλάζι, χιόνι κι ομίχλη, ανεμοθύελλα, εσείς που εκτελείτε τις προσταγές του!
9 τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι·
9 Αινείτε αυτόν τα όρη τα υψηλά και όλοι οι λόφοι, όλα τα καρποφόρα και όλα τα άγρια δένδρα, όπως είναι αι κέδροι.
9 Βουνά κι όλα τα υψώματα, δέντρα οπωροφόρα κι όλοι οι κέδροι.
10 τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά·
10 Τα άγρια θηρία της υπαίθρου και όλα τα κτήνη, τα ερπετά και όλα τα ιπτάμενα πτηνά.
10 Άγρια ζώα κι όλα τα ήμερα, όλα όσα έρπετε κι όσα πετάτε!
11 βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ πάντες λαοί, ἄρχοντες καὶ πάντες κριταὶ γῆς·
11 Αινείτε αυτόν οι βασιλείς της γης και όλοι οι λαοί, οι άρχοντες και όλοι οι δικασταί των ανθρώπων.
11 Βασιλιάδες της γης κι όλοι οι λαοί· άρχοντες, και της γης οι κυβερνήτες όλοι!
12 νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων·
12 Οι νέοι άνδρες και αι παρθένοι, οι γεροντότεροι μαζή με τους νεωτέρους.
12 Κοπέλες, παλικάρια, γέροντες και παιδιά μαζί!
13 αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι ὑψώθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ μόνου· ἡ ἐξομολόγησις αὐτοῦ ἐπὶ γῆς καὶ οὐρανοῦ.
13 Ας υμνήσουν όλοι το όνομά του Κυρίου, διότι αυτού μόνον το Ονομα εμεγαλύνθη και εξυψώθη. Η δοξολογία του απλώνεται εις τυν ουρανόν και εις την γην.
13 Τ’ όνομα του Κυρίου ας αινούν, γιατί μονάχα η ύπαρξή του υπερέχει· η δόξα του κυριαρχεί σε γη και ουρανό!
14 καὶ ὑψώσει κέρας λαοῦ αὐτοῦ· ὕμνος πᾶσι τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, λαῷ ἐγγίζοντι αὐτῷ.
14 Θα εξυψώση και θα ενισχύση ο Κυριος την δύναμιν του λαού του. Υμνος και δόξα θα αποδοθή εις όλους τους αφωσιωμένους προς αυτόν, στους απογόνους του Ισραήλ, στον λαόν, ο οποίος τον πλησιάζει με πίστιν και του είναι οικείος και αγαπητός.
14 Το κύρος του λαού του εξύψωσε· ώστε να τον υμνούν όλοι οι πιστοί του, όλος ο λαός του Ισραήλ, που ’ναι δικός του και αγαπημένος του. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Παγκόσμια δοξολογία.
α2 Γιά νά ποῦμε ἕνα ἐλάχιστο εὐχαριστῶ στόν πανάγαθο Θεό.
β Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπη νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά κάνη καιρό εὐνοϊκό ὁ Θεός γιά νά ἔχουν ἀφθονία εἰσοδημάτων οἱ ἄνθρωποι καί νά δοξάζουν τόν Θεό.
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 149

ΨΑΛΜΟΣ 149 - Η ΤΙΜΗ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσίων.
1 Ψαλατε στον Κυριον καινούργιον άσμα δια τας πλουσίας αυτού ευλογίας, και ο αίνος αυτός ας ψαλή εις την συγκέντρωσιν των αφοσιωμένων δούλων του, των Ισραηλιτών.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Ψάλτε στον Κύριο τραγούδι νέο· υμνήστε τον μες στων πιστών τη σύναξη!
2 εὐφρανθήτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τῷ ποιήσαντι αὐτόν, καὶ οἱ υἱοὶ Σιὼν ἀγαλλιάσθωσαν ἐπὶ τῷ βασιλεῖ αὐτῶν.
2 Ας ευφρανθή ο ισραηλιτικός λαός δια τον Κυριον, ο οποίος ανέδειξεν αυτόν εκλεκτόν λαόν του, και οι κάτοικοι της Σιών ας ευφρανθούν, ας σκιρτήσουν από χαράν και αγαλλίασιν, διότι έχουν βασιλέα τον Θεόν.
2 Ας χαίρεται ο Ισραήλ για το δημιουργό του, ας νιώθουν για το βασιλιά τους αγαλλίαση οι κάτοικοι της Σιών!
3 αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν χορῷ, ἐν τυμπάνῳ καὶ ψαλτηρίῳ ψαλάτωσαν αὐτῷ,
3 Ας υμνολογήσουν το Ονομά του με ιερούς ευλαβείς χορούς υπό τον ήχον τύμπανων και με την συνοδείαν κιθάρας.
3 Το όνομά του ας αινούν με κυκλικό χορό· με τύμπανο και με κιθάρα ας τον υμνούνε!
4 ὅτι εὐδοκεῖ Κύριος ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ καὶ ὑψώσει πραεῖς ἐν σωτηρίᾳ.
4 Διότι ο Κυριος έδειξε και πάλιν και δεικνύει την ευμένειάν του προς τον λαόν του. Θα δοξάση και θα χαρίση σωτηρίαν στους πράους και υπομονητικούς.
4 Γιατί ο Κύριος με το λαό του ευφραίνεται, τιμάει τους ταπεινούς καθώς τους σώζει.
5 καυχήσονται ὅσιοι ἐν δόξῃ καὶ ἀγαλλιάσονται ἐπὶ τῶν κοιτῶν αὐτῶν.
5 Θα καυχώνται οι αφωσιωμένοι δούλοι του δια την ένδοξον επιστροφήν των, θα πλημμυρίζουν από αγαλλίασιν δια την απελευθέρωσίν των και θα κατακλίνωνται πλήρεις χαράς και αγαλλιάσεως.
5 Ας αλαλάζουν οι πιστοί μέσα στο θρίαμβο! Στο στρώμα τους χαρούμενοι ας ψάλλουν!
6 αἱ ὑψώσεις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ῥομφαῖαι δίστομοι ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν
6 Αι δοξολογίαι και τα εγκώμια του Θεού των θα υπάρχουν πάντοτε, και θα απαγγέλλωνται δια του λάρυγγός των. Ταυτοχρόνως όμως αι μεγάλαι δίστομοι ρομφαίαι θα ευρίσκωνται εις τα χέρια των,
6 Ας έχουνε στο στόμα τους τον ύμνο του Θεού κι αμφίστομα σπαθιά στα χέρια τους!
7 τοῦ ποιῆσαι ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἐλεγμοὺς ἐν τοῖς λαοῖς,
7 δια να αντεπεξέλθουν εναντίον των εχθρικών λαών και να τιμωρήσουν αυτούς·
7 Για να πάρουν εκδίκηση απ’ τους ειδωλολάτρες, και ανταπόδοση απ’ τους λαούς·
8 τοῦ δῆσαι τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν ἐν πέδαις καὶ τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῖς,
8 δια να δέσουν τους βασιλείς των εθνών με σιδηρά δεσμά και τους ενδόξους άρχοντάς των με σιδερένιες χειροπέδες,
8 τους βασιλιάδες τους ν’ αλυσοδέσουν, και στα δεσμά να βάλουν τους ηγεμόνες τους.
9 τοῦ ποιῆσαι ἐν αὐτοῖς κρῖμα ἔγγραπτον· δόξα αὕτη ἔσται πᾶσι τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ.
9 ώστε να εφαρμοσθή εναντίον αυτών η γραμμένη εις τας προφητείας δικαία απόφασίς του Θεού. Και η εκτέλεσις της δικαίας αυτής αποφάσεως θα είναι μεγάλη δόξα στους αφωσιωμένους του Ιουδαίους.
9 Να εκτελέσουν εναντίον τους την καταδίκη απ’ το Θεό, όπως είναι γραμμένη. Αυτή η τιμή ανήκει σ’ όλους τους πιστούς του. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ὠδή τῶν πιστῶν τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά κρίνει ὁ Θεός αὐτούς πού μᾶς ἀδικοῦν.
γ Εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία στόν Θεό γιά τίς μεγάλες του καλωσύνες καί γιά τήν πολλή Του ἀγάπη πού δέν ἔχει ὅρια καί μᾶς ἀνέχεται. (π. Παΐσιος).
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 150

ΨΑΛΜΟΣ 150 - ΑΙΝΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!

Ἀλληλούϊα.

1 Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν στερεώματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ·
1 Δοξολογείτε τον Κυριον εις τα άγια αυτού σκηνώματα, στον ναόν και το θυσιαστήριόν του. Αινείτε αυτόν όλοι όσοι ζήτε κάτω από το στερέωμα του ουρανού, έργον της παντοδυναμίας του.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε το Θεό μέσα στον άγιο του ναό! Αινείτε τον μες στο στερέωμα που λάμπει η δύναμή του!
2 αἰνεῖτε αὐτὸν ἐπὶ ταῖς δυναστείαις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν κατὰ τὸ πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ.
2 Αινείτε αυτόν δια τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του, που μαρτυρούν την παντοδυναμίαν του. Αινείτε αυτόν κατά την άπειρον αυτού μεγαλωσύνην και δόξαν.
2 Αυτόν αινείτε για τις μεγαλοσύνες του, αινείτε τον για το άπειρο που έχει μεγαλείο.
3 αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ἤχῳ σάλπιγγος, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ·
3 Αινείτε αυτόν με τον ήχον της σάλπιγγος, αινείτε αυτόν με λύραν και κιθάραν.
3 Αυτόν αινείτε με της σάλπιγγας τους ήχους, αινείτε τον με λαούτο και κιθάρα!
4 αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ·
4 Αινείτε αυτόν με τύμπανα και ιερούς χορούς, αινείτε αυτόν με έγχορδα και με άλλα μουσικά όργανα.
4 Αυτόν αινείτε με το τύμπανο και με τον κυκλικό χορό, αινείτε τον με έγχορδα και με φλογέρα!
5 αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ.
5 Αινείτε αυτόν με κύμβαλα που αναδίδουν γλυκείς και ωραίους ήχους, αινείτε αυτόν με κύμβαλα που αλαλάζουν.
5 Αυτόν αινείτε με τα κρόταλα τα ηχηρά, αινείτε τον με κύμβαλα που αλαλάζουν.
6 πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον. ἀλληλούϊα.
6 Καθε τι το οποίον αναπνέει, ας αινέση και ας δοξολογήση τον Κυριον. Αινείτε τον Κυριον.
6 Καθετί που ανασαίνει ας αινεί τον Κύριο! Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Χορωδιακή συμφωνία δοξολογίας.
α2 Ὁμαδική προσευχή γιά νά δοξάσουμε τόν Θεό.
β Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπη νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός χαρά καί παρηγοριά στούς θλιβομένους ἀδελφούς μας, πού βρίσκονται στήν ξενητειά καί στούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, πού βρίσκονται στήν πιό μακρινή ξενιτειά. (π. Παΐσιος)
ε "Ὁ παρών ψ. μᾶς διδάσκει νά εὐχαριστῶμεν τόν Θεόν διά ὅλας τάς εὐεργεσίας ἤ δυστυχίας ὁπού ἤθελε δώσει εἰς ἡμᾶς, ἀπό τήν ἀρχήν ἕως τέλους τοῦ κάθε μας πράγματος".
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!

ΨΑΛΜΟΣ 131

ΨΑΛΜΟΣ 131 - Η ΣΙΩΝ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Δαυΐδ καὶ πάσης τῆς πρᾳότητος αὐτοῦ,
1 Ενθυμήσου, Κυριε, τον Δαυίδ και όλην αυτού την ανεξικακίαν, την μάκροθυμίαν και την ταπεινοφροσύνην, δια των οποίων ευηρέστησεν εις σέ.
1 Ωδή των αναβαθμών. Θυμήσου, Κύριε, το Δαβίδ· κι όλο το μόχθο του θυμήσου.
2 ὡς ὤμοσε τῷ Κυρίῳ, ηὔξατο τῷ Θεῷ Ἰακώβ·
2 Ενθυμήσου ότι ένορκον έδωκεν υπόσχεσιν εις σε τον Κυριον, έκαμε τάξιμον εις σε τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού.
2 Ορκίστηκε στον Κύριο, έδωσ’ ετούτη την υπόσχεση στο δυνατό Θεό του Ιακώβ:
3 εἰ εἰσελεύσομαι εἰς σκήνωμα οἴκου μου, εἰ ἀναβήσομαι ἐπὶ κλίνης στρωμνῆς μου,
3 Είπε· Δεν θα εισέλθω εις την σκηνήν που κατοικώ, ούτε θα ανεβώ στο στρωμένο κρεββάτι μου,
3 «Στο χώρο του σπιτιού μου δε θα μπω ούτε στο στρώμα θ’ ανεβώ που ξαποσταίνω.
4 εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου,
4 ούτε θα παραδώσω τα μάτια μου στον ύπνον και τα βλέφαρά μου στον νυσταγμόν· δεν θα δώσω ανάπαυσιν στους κροτάφους μου,
4 Δε θ’ αφήσω ύπνος να ’ρθει στα μάτια μου ούτε στα βλέφαρά μου νύστα.
5 ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
5 μέχρις ότου εύρω κατάλληλον τόπον δια τον Κυριον, δια την κατοικίαν του Θεού του Ιακώβ.
5 Ωσότου βρω έναν τόπο για τον Κύριο, οίκημα για το δυνατό Θεό του Ιακώβ».
6 ἰδοὺ ἠκούσαμεν αὐτὴν ἐν Ἐφραθᾷ, εὕρομεν αὐτὴν ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ δρυμοῦ·
6 Αυτά είπεν εκείνος, ημείς δε το έθνος του Ισραήλ, ιδού ηκούσαμεν ότι η Κιβωτός της Διαθήκης ευρίσκετο εις Εφραθά, την ευρήκαμεν εις τας δασώδεις περιοχάς της Καριαθιαρείμ.
6 Ακούσαμε πως βρίσκεται στην Εφραθά, τον βρήκαμε στης Ιαάρ τις πεδιάδες.
7 εἰσελευσόμεθα εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσομεν εἰς τὸν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ.
7 Τωρα όμως θα εισέλθωμεν εις την Ιερουσαλήμ, εις τα σκηνώματα του Θεού. Θα προσκυνήσωμεν στον τόπον, όπου εστάθησαν οι πόδες του, όπου υπάρχει η ιερά Κιβωτός της Διαθήκης.
7 Ας μπούμε μέσα στο κατοικητήριό του· ας προσκυνήσουμε στα πόδια του εμπρός.
8 ἀνάστηθι, Κύριε, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός σου·
8 Σηκω, λοιπόν, Κυριε, και αναπαύσου μονίμως πλέον στον λαόν σου· συ και η ιερά Κιβωτός σου, η οποία έως τώρα περιεπλανάτο από τόπου εις τόπον.
8 Σήκω Κύριε, στον τόπο έλα της ανάπαυσής σου, την κιβωτό συνόδεψε της δύναμής σου.
9 οἱ ἱερεῖς σου ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καὶ οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσονται.
9 Οι ιερείς σου ως ένδυμά των θα έχουν την δικαιοσύνην και οι άλλοι, οι αφωσιωμένοι εις σε 'Ισραηλιται, θα σκιρτούν από αγαλλίασιν και χαράν.
9 Τη θεία σου βοήθεια να ’ναι ντυμένοι οι ιερείς σου και οι πιστοί σου ας σκορπούν κραυγές χαράς.
10 ἕνεκεν Δαυΐδ τοῦ δούλου σου μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπον τοῦ χριστοῦ σου.
10 Χαριν του πιστού δούλου σου Δαυίδ μη αποκρούσης και μη αποστροφής το πρόσωπον του εκάστοτε χρισμένου από σε βασιλέως του Ισραήλ.
10 Για χάρη του Δαβίδ, του αφοσιωμένου σου, μη στερήσεις από τον εκλεκτό σου την παρουσία σου.
11 ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυΐδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου·
11 Ενορκον και αμετάθετον υπόσχεσιν έδωκεν ο Κυριος στον Δαυίδ και δεν θα την παραβή. Από τους απογόνους σου είπε, θα αναβιβάζω διαδόχους στον θρόνον σου.
11 Ορκίστηκε ο Κύριος στο Δαβίδ αλήθεια που δε θα την αθετήσει: «Απόγονο δικό σου θ’ ανεβάσω στο θρόνο σου.
12 ἐὰν φυλάξωνται οἱ υἱοί σου τὴν διαθήκην μου καὶ τὰ μαρτύριά μου ταῦτα, ἃ διδάξω αὐτούς, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἕως τοῦ αἰῶνος καθιοῦνται ἐπὶ τοῦ θρόνου σου.
12 Εάν δε οι απόγονοί σου τηρήσουν την διαθήκην μου, τας σαφείς και ρητάς εντολάς, τας οποίας εγώ θα διδάξω εις αυτούς, τότε αυτοί και οι απόγονοί των θα καθήσουν αιωνίως επί του βασιλικού θρόνου σου.
12 Αν οι γιοι του τηρήσουν τη διαθήκη μου και τα θελήματά μου που θα τους διδάξω, τότε για πάντα ακόμα και οι γιοι τους θα βασιλεύουν σταθερά μετά από σένα».
13 ὅτι ἐξελέξατο Κύριος τὴν Σιών, ᾑρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ·
13 Αυτά είπεν ο Κυριος, διότι εξέλεξε δια τον εαυτόν του και ηγάπησε την Σων ως μόνιμον κατοικίαν του και διεκήρυξε ρητώς·
13 Αλήθεια, ο Κύριος διάλεξε τη Σιών, θέλησε να την κάνει κατοικία του.
14 αὕτη ἡ κατάπαυσίς μου εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ᾧδε κατοικήσω, ὅτι ᾑρετισάμην αὐτήν·
14 Αυτή η Ιερουσαλήμ είναι η μόνιμος κατοικία μου εις αιώνας αιώνων. Εδώ θα κατοικήσω, διότι αυτήν εγώ εξέλεξα και επροτίμησα.
14 Και είπε: «Αυτή είναι η παντοτινή μου ανάπαυση· εδώ θα κατοικήσω, γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου.
15 τὴν θύραν αὐτῆς εὐλογῶν εὐλογήσω, τοὺς πτωχοὺς αὐτῆς χορτάσω ἄρτων,
15 Τα προς διατροφήν των κατοίκων της θηράματα και τα άλλα υλικά αγαθά εγώ θα ευλογήσω πλουσίως. Τους πτωχούς της θα τους χορτάσω με άρτους και με ποικίλας τροφάς.
15 Θα ευλογήσω πλούσια τ’ αγαθά της, τους φτωχούς της θα τους χορτάσω ψωμί.
16 τοὺς ἱερεῖς αὐτῆς ἐνδύσω σωτηρίαν, καὶ οἱ ὅσιοι αὐτῆς ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.
16 Τους ιερείς της θα τους ενδύσω με δύναμιν σωτηριώδη, και οι αφωσιωμένοι εις αυτήν άνθρωποι θα σκιρτούν με χαράν και αγαλλίασιν.
16 Τους ιερείς της θα τους ντύσω τη θεία βοήθεια και οι πιστοί της θα σκορπούν κραυγές χαράς.
17 ἐκεῖ ἐξανατελῶ κέρας τῷ Δαυΐδ, ἡτοίμασα λύχνον τῷ χριστῷ μου·
17 Εκεί, εις την Ιερουσαλήμ, θα αναδείξω με λαμπρότητα την βασιλικήν δύναμιν του Δαυίδ. Εχω δε προετοιμάσει εκεί ως λαμπρότατον ανέσπερον φως αιώνιον βασιλέα, ένα από τους απογόνους του Δαυίδ, τον Μεσσίαν.
17 Εκεί να γεννηθεί θα κάνω βασιλιάς ισχυρός, του Δαβίδ ο απόγονος· καθώς λυχνάρι αναμμένο θα τον κρατήσω εκεί, τον εκλεκτό μου.
18 τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐνδύσω αἰσχύνην, ἐπὶ δὲ αὐτὸν ἐξανθήσει τὸ ἁγίασμά μου.
18 Τους εχθρούς του χρισθέντος αυτού αιωνίου βασιλέως, θα τους περιβάλω με καταισχύνην. Εις αυτόν δε τον ίδιον θα ανθή και θα ευωδιάζη το αγίασμά μου.
18 Μ’ αισχύνη θα σκεπάσω τους εχθρούς του, αλλά σ’ εκείνου το κεφάλι το διάδημά του θα λαμποκοπά».

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνας ψαλμός ἁπλῆς πίστης.
α2 Γιά νά ἡμερώση ὁ Θεός τά ἀνήσυχα καί ἄτακτα παιδιά.
γ Γιά νά λυπηθῆ ὁ Θεός τόν κόσμο, ὅταν ἐξ' ἁμαρτιῶν μας γίνονται συνεχεῖς πόλεμοι.
η "Διδάσκει πῶς ὀφείλει ἡ κάθε ψυχή νά βιοῖ τήν ζωήν της εὐγνωμονούσα καί ὁρῶσα πέραν τῆς καθημερινότητος αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον. Ἀποτελεῖ εἰσέτι προφητείαν περί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
θ Δοξολογία, ἐπίκληση καί προβολή μεσιτείας.

ΨΑΛΜΟΣ 134

ΨΑΛΜΟΣ 134 - ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΙΝ' Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ἀλληλούΐα.

1 Αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου, αἰνεῖτε, δοῦλοι, Κύριον,
1 Υμνους και δοξολογίας συνεχώς να αναπέμπετε στο όνομα Κυρίου. Αινείτε σεις οι ιερείς, δούλοι Κυρίου, τον Κυριον.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε του Κυρίου την ύπαρξη· αινείτε τον οι αφοσιωμένοι του!
2 οἱ ἑστῶτες ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς οἴκου Θεοῦ ἡμῶν.
2 Σεις που ίστασθε υπηρετούντες ευλαβώς στον οίκον Κυρίου, εις τας αυλάς του ναού του Θεού μας.
2 Εσείς που υπηρετείτε στο ναό του, στης κατοικίας του Θεού μας τις αυλές.
3 αἰνεῖτε τὸν Κύριον, ὅτι ἀγαθὸς Κύριος· ψάλατε τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ὅτι καλόν·
3 Αινείτε τον Κυριον, διότι ο Κυριος μας είναι αγαθός, άξιος να του αναπέμπεται συνεχώς κάθε ύμνος και δοξολογία. Ψαλατε, τη συνοδεία μουσικών οργάνων, ύμνους στο Ονομά του, διότι αυτό είναι καλόν και ωφέλιμον.
3 Αινείτε τον Κύριο, γιατ’ είν’ καλός· την ύπαρξή του υμνολογήστε, γιατ’ είναι αγαπητή.
4 ὅτι τὸν Ἰακὼβ ἐξελέξατο ἑαυτῷ ὁ Κύριος, Ἰσραὴλ εἰς περιουσιασμὸν ἑαυτῷ.
4 Ψαλατε εις αυτόν, διότι ο Κυριος ημάς τους απογόνους του Ισραήλ εξέλεξεν ως ιδικήν του περιουσίαν, ως ιδικόν του λαόν.
4 Αυτός για δικό του διάλεξε τον Ιακώβ, τον Ισραήλ για να του ανήκει.
5 ὅτι ἐγὼ ἔγνωκα ὅτι μέγας ὁ Κύριος, καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν παρὰ πάντας τοὺς θεούς.
5 Εγώ, ο ισραηλιτικός λαός, έχω πλέον γνωρίσει καλά και μάθει, ότι είναι μέγας ο Κυριος. Ο Κυριος ημών είναι ανώτερος από όλους τους ψευδείς θεούς.
5 Το ξέρω πως μεγάλος είν’ ο Κύριός μας, ανώτερος απ’ όλους τους θεούς.
6 πάντα, ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ, ἐν ταῖς θαλάσσαις καὶ ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις·
6 Αυτός δια της παντοδυναμίας, της πανσοφίας και αγαθότητός του, εδημιούργησεν όλα όσα ηθέλησεν στον ουρανόν, εις την γην και την θάλασσαν, και εις όλα τα αβυσσαλέα βάθη των ωκεανών.
6 Όλα όσα θέλησε ο Κύριος τα έκανε, στα ουράνια και στη γη, στις θάλασσες και σ’ όλους τους βυθούς.
7 ἀνάγων νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς γῆς, ἀστραπὰς εἰς ὑετὸν ἐποίησεν· ὁ ἐξάγων ἀνέμους ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ,
7 Αυτός είναι, ο οποίος υψώνει και κινεί τας νεφέλας από τα άκρα του ορίζοντος της γης και μετατρέπει τας αστραπάς εις βροχάς. Αυτός είναι, που βγάζει και εξαπολύει ασυγκράτητους ανέμους από τα θησαυροφυλάκιά του, εις τα οποία τους κρατεί κλεισμένους.
7 Αυτός από της γης τις άκρες σύννεφα ανεβάζει ρίχνει αστραπές και προκαλεί βροχή· αυτός, που βγάζει ανέμους απ’ τ’ αμπάρια του.
8 ὃς ἐπάταξε τὰ πρωτότοκα Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους.
8 Αυτός εκτύπησε δια θανάτου όλα τα πρωτότοκα της Αιγύπτου, από πρωτοτόκου του ανθρώπου μέχρι και του ζώου.
8 Αυτός αφάνισε τα πρωτογέννητα στην Αίγυπτο και των ανθρώπων και των ζώων.
9 ἐξαπέστειλε σημεῖα καὶ τέρατα ἐν μέσῳ σου, Αἴγυπτε, ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς δούλοις αὐτοῦ.
9 Αυτός εις σέ, ω Αίγυπτε, εξαπέστειλεν ολοφάνερα σημεία και καταπληκτικά θαύματα, στον Φαραώ και εις όλους τους δούλους του Φαραώ.
9 Σημεία έστειλε και θαύματα στην Αίγυπτο, στο Φαραώ και σ’ όλους του τους υπηρέτες.
10 ὃς ἐπάταξεν ἔθνη πολλὰ καὶ ἀπέκτεινε βασιλεῖς κραταιούς.
10 Αυτός είναι, ο οποίος εκτύπησε πολλά ειδωλολατρικά έθνη και εθανάτωσε ισχυρούς βασιλείς·
10 Αυτός πολλά έθνη κατατρόπωσε και πανίσχυρους ξολόθρεψε βασιλιάδες:
11 τὸν Σηὼν βασιλέα τῶν Ἀμοῤῥαίων καὶ τὸν Ὢγ βασιλέα τῆς Βασὰν καὶ πάσας τὰς βασιλείας Χαναάν,
11 τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, και τον Ωγ βασιλέα της Βασάν, και άλλους βασιλείς όλων των βασιλείων της Χαναάν.
11 Το Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, και της Βασάν το βασιλιά, τον Ωγ, και όλα τα βασίλεια της Χαναάν.
12 καὶ ἔδωκε τὴν γῆν αὐτῶν κληρονομίαν, κληρονομίαν Ἰσραὴλ λαῷ αὐτοῦ.
12 Αυτός έδωκε την χώραν εκείνων κληρονομίαν και ιδιοκτησίαν, κληρονομίαν στον ιδικόν του λαόν τον ισραηλιτικόν.
12 Και τη χώρα τους έδωσε κληρονομιά, κληρονομιά στον Ισραήλ, το λαό του.
13 Κύριε, τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὸ μνημόσυνόν σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
13 Κυριε, αλησμόνητον θα μείνη το όνομά σου στους αιώνας των αιώνων δια μέσου όλων των γενεών.
13 Κύριε, τ’ όνομά σου αιώνιο! Η ανάμνησή σου, Κύριε, από γενιά σ’ άλλη γενιά.
14 ὅτι κρινεῖ Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται.
14 Διότι ο Κυριος θα κυβερνά και θα διεκδική και θα υποστηρίζη τα δίκαια του λαού του και θα κάμπτεται εις τας ικεσίας αυτών.
14 Αλήθεια, ο Κύριος το λαό του θα δικαιώσει, τους αφοσιωμένους του σπλαχνίζεται.
15 τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων·
15 Εξ αντιθέτου τα είδωλα των διαφόρων ειδωλολατρικών λαών είναι άργυρος και χρυσός, έργα ανθρωπίνων χειρών.
15 Τα είδωλα των εθνικών ασήμι και χρυσάφι, ανθρώπινα κατασκευάσματα.
16 στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται,
16 Εχουν στόμα και δεν ημπορούν να ομιλούν, οφθαλμούς έχουν και δεν ημπορούν να ίδουν.
16 Στόμα έχουν αλλά δε μιλούν, μάτια έχουν μα δε βλέπουν.
17 ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται, οὐδὲ γάρ ἐστι πνεῦμα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν.
17 Εχουν αυτιά και δεν ημπορούν να ακούσουν. Δεν υπάρχει αναπνοή, δείγμα ζωής, στο στόμα των.
17 Έχουν αυτιά μα δεν ακούν κι ούτε έχουνε πνοή στο στόμα τους.
18 ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.
18 Ομοιοι προς τα νεκρά και άψυχα αυτά είδωλα ας γίνουν όλοι εκείνοι, που τα κατασκευάζουν και όσοι στηρίζουν την πίστιν και τας ελπίδας των εις αυτά.
18 Αυτοί που τα κατασκευάζουνε κι όσοι σε κείνα ελπίζουν, όμοιοι μ’ αυτά να γίνουνε.
19 οἶκος Ἰσραήλ, εὐλογήσατε τὸν Κύριον· οἶκος Ἀαρών, εὐλογήσατε τὸν Κύριον.
19 Σεις όμως, Ισραηλίται, ανυμνολογήσατε τον Κυριον, ιερατικός οίκος του Ααρών δοξολογήσατε τον Κυριον.
19 Τον Κύριο ευλογήστε, Ισραηλίτες! Ιερείς, απόγονοι του Ααρών, τον Κύριο ευλογήστε!
20 οἶκος Λευΐ, εὐλογήσατε τὸν Κύριον· οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, εὐλογήσατε τὸν Κύριον,
20 Σεις οι Λευίται δοξολογήσατε τον Κυριον. Οι ευλαβούμενοι και φοβούμενοι τον Κυριον δοξολογήσατε τον Κυριον.
20 Κι εσείς, λευίτες, τον Κύριο ευλογήστε! Όσοι τον Κύριο σέβεστε, τον Κύριο ευλογήστε!
21 εὐλογητὸς Κύριος ἐκ Σιών, ὁ κατοικῶν Ἱερουσαλήμ.
21 Ευλογημένος και δοξασμένος από την αγίαν Σιών ας είναι ο Κυριος, που κατοικεί εις την Ιερουσαλήμ.
21 Απ’ τη Σιών ας ευλογούν τον Κύριο που κατοικεί στην Ιερουσαλήμ! Αινείτε τον Κύριο!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνας ψαλμός γιά ἐκείνους πού φυλᾶνε τόν ναό τήν νύχτα.
α2 Εὐχαριστήριος ψαλμός - κάθε ἡμέρα.
β Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπει νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά συγκεντρώνονται οἱ ἄνθρωποι τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί νά ἑνώνεται ὁ νοῦς των μέ τόν Θεό.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
ζ Πρόσκληση πρός δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 132

ΨΑΛΜΟΣ 132 - ΠΟΣΟ ΩΡΑΙΟ ΕΙΝΑΙ Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΜΑΖΙ!

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;
1 Τι ωραιότερον η τι τερπνότερον υπάρχει, παρά το να κατοικούν αδελφοί εν αγάπη και ομονοία επί το αυτό;
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Δαβίδ. Πόσο ωραίο είναι, πόσο ευχάριστο, να κατοικούν μαζί τ’ αδέρφια!
2 ὡς μύρον ἐπὶ κεφαλῆς τὸ καταβαῖνον ἐπὶ πώγωνα, τὸν πώγωνα τοῦ Ἀαρών, τὸ καταβαῖνον ἐπὶ τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος αὐτοῦ·
2 Είναι ωσάν το άγιον ευώδες μύρον, το οποίον εχύθη τότε εις την κεφαλήν του αρχιερέως Ααρών και καταβαίνει στον πώγωνά του, τον πώγωνα του Ααρών και φθάνει έως εις τα κράσπεδα του ενδύματός του.
2 Είναι σαν το πολύτιμο, το μυρωμένο λάδι, χυμένο πάνω στο κεφάλι, που πάνω στη γενειάδα αργοκυλάει, τη γενειάδα του Ααρών, και που ως την τραχηλειά του κατεβαίνει.
3 ὡς δρόσος Ἀερμὼν ἡ καταβαίνουσα ἐπὶ τὰ ὄρη Σιών· ὅτι ἐκεῖ ἐνετείλατο Κύριος τὴν εὐλογίαν, ζωὴν ἕως τοῦ αἰῶνος.
3 Είναι ωσάν την δρόσον του όρους Αερμών, η οποία κατεβαίνει και φθάνει ζωογόνος έως εις τα όρη Σιών. Διότι εκεί, εις την Σιών, υπεσχέθη ο Θεός την ευλογίαν του, ζωήν παντοτεινήν και ατελείωτον.
3 Σαν τη δροσιά του Ερμών, που κατεβαίνει πάνω στα όρη της Σιών, γιατί εκεί αποφάσισε ο Κύριος την ευλογία του να δίνει, ζωή παντοτινή.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Στήν ἀνάμνηση τῆς ἡμέρας πού ἡ κιβωτός μεταφέρθηκε στήν Ἱερουσαλήμ.
α2 Γενική προσευχή.
γ Γιά νά φωτίση ὁ Θεός τά ἔθνη νά συμφιλιωθοῦν καί νά εἰρηνεύσουν οἱ ἄνθρωποι.
ζ Ἐξαίρεται ἡ ἀρετή τῆς ἀγάπης.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 135

ΨΑΛΜΟΣ 135 - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΣΩΤΗΡΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

Ἀλληλούΐα.

1 Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
1 Τον Κύριο δοξολογήστε, γιατ’ είναι καλός, – κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
1 Δοξολογείτε συνεχώς τον Κυριον, διότι είναι αγαθός, διότι ανεξάντλητον και αιώνιον είναι το έλεός του.
2 ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ τῶν θεῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
2 Δοξολογείτε συνεχώς τον Θεόν, τον Κυριον εις όλους τους Θεούς της γης, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
2 Δοξολογήστε το Θεό των θεών! – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
3 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ τῶν κυρίων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
3 Δοξολογείτε συνεχώς τον Κυριον, ο οποίος είναι ο απόλυτος εξουσιαστής και κυρίαρχος όλων των αρχόντων· διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
3 Δοξολογήστε τον Κύριο των κυρίων! – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
4 τῷ ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
4 Δοξολογείτε αυτόν, ο οποίος επραγματοποίησεν έργα θαυμαστά μόνος του, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
4 Είναι ο μόνος που έκανε μεγάλα θαύματα. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
5 τῷ ποιήσαντι τοὺς οὐρανοὺς ἐν συνέσει, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
5 Αυτόν, ο οποίος εδημιούργησε τους ουρανούς με άπειρον σοφίαν, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
5 Έκανε με σοφία τους ουρανούς. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
6 τῷ στερεώσαντι τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
6 Εστερέωσε την γην επάνω εις τα ύδατα, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
6 Απάνω στα νερά τη γη τη στέριωσε. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
7 τῷ ποιήσαντι φῶτα μεγάλα μόνῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
7 Δοξολογείτε αυτόν, ο οποίος μόνος του, χωρίς την βοήθειαν κανενός, εδημιούργησε τα μεγάλα φώτα, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
7 Έκανε τους μεγάλους φωτοδότες: – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
8 τὸν ἥλιον εἰς ἐξουσίαν τῆς ἡμέρας, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
8 Εδημιούργησε δηλαδή τον ήλιον, δια να εξουσιάζη κατά το διάστημα της ημέρας, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
8 Τον ήλιο να κυριαρχεί τη μέρα, – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
9 τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας εἰς ἐξουσίαν τῆς νυκτός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
9 Εδημιούργησε την σελήνην και τους αστέρας, δια να εξουσιάζουν με το φως των κατά την νύκτα, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
9 Το φεγγάρι και τ’ άστρα τη νύχτα να κυριαρχούν. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
10 τῷ πατάξαντι Αἴγυπτον σὺν τοῖς πρωτοτόκοις αὐτῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
10 Δοξολογείτε αυτόν, ο οποίος εκτύπησε με θάνατον τα πρωτοτόκα των Αιγυπτίων, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
10 Αυτός αφάνισε των Αιγυπτίων τα πρωτογέννητα. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
11 καὶ ἐξαγαγόντι τὸν Ἰσραὴλ ἐκ μέσου αὐτῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
11 Αυτόν, ο οποίος έβγαλεν ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν εκ μέσου των Αιγυπτίων, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
11 Τον Ισραήλ τον έβγαλε απ’ ανάμεσά τους, – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
12 ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
12 Τους ηλευθέρωσε με την ακατανίκητον δύναμίν του, με τον παντοδύναμον βραχίονα του, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
12 Με το δυνατό του χέρι, με τη δύναμή του την ακαταμάχητη. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
13 τῷ καταδιελόντι τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν εἰς διαιρέσεις, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
13 Δοξολογείτε τον Κυριον, ο οποίος διήρεσεν εις δύο την Ερυθράν θάλασσαν, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
13 Εδιχοτόμησε τη Θάλασσα την Ερυθρά, – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
14 καὶ διαγαγόντι τὸν Ἰσραὴλ διὰ μέσου αὐτῆς, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
14 Αυτόν, ο οποίος διεβίβασε δια μέσου αυτής τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
14 Και πέρασε μες απ’ αυτήν τον Ισραήλ. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
15 καὶ ἐκτινάξαντι Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ εἰς θάλασσαν Ἐρυθράν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
15 Αυτόν, ο οποίος εξετίναξε με απέραντον ευκολίαν τον Φαραώ και όλην την στρατιωτικήν εκείνου δύναμιν και τους κατεπόντισεν εις την Ερυθράν Θαλασσαν, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
15 Εκεί το Φαραώ και το στρατό του καταπόντισε. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
16 τῷ διαγαγόντι τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
16 Αυτόν, ο οποίος καθωδήγησε και επροστάτευσε τον λαόν του εις την έρημον, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
16 Μες απ’ την έρημο οδήγησε το λαό του. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
17 τῷ πατάξαντι βασιλεῖς μεγάλους, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
17 Εκτύπησε και κατέβαλε βασιλείς μεγάλων περιοχών, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του. 18 Εθανάτωσε ισχυρούς βασιλείς, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
17 Και χτύπησε μεγάλους βασιλιάδες. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
18 καὶ ἀποκτείναντι βασιλεῖς κραταιούς, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
18 Εθανάτωσε ισχυρούς βασιλεί, διότι αιώνιον και ανεξαντήτον είναι το έλεός του.
18 Σύντριψε βασιλιάδες ισχυρούς: – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
19 τὸν Σηὼν βασιλέα τῶν Ἀμοῤῥαίων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
19 Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
19 Το Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
20 καὶ τὸν Ὢγ βασιλέα τῆς Βασάν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
20 Και τον Ωγ βασιλέα της χώρας Βασάν, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
20 Και της Βασάν το βασιλιά, τον Ωγ. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
21 καὶ δόντι τὴν γῆν αὐτῶν κληρονομίαν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
21 Αυτός έδωκε την χώραν εκείνων κληρονομίαν και ιδιοκτησίαν, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
21 Τη χώρα τους τη μοίρασε στον Ισραήλ. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
22 κληρονομίαν Ἰσραὴλ δούλῳ αὐτοῦ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
22 Κληρονομίαν στους δούλους του τους Ισραηλίτας, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
22 Κληρονομιά στον αφοσιωμένο του. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
23 ὅτι ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
23 Δοξολογείτε τον Κυριον, διότι εις όλας τας περιστάσεις, κατά τας οποίας ευρέθημεν υπό το κράτος δεινών, θλίψεων και εξευτελισμών μας ενεθυμήθη ο Κυριος. Διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
23 Μες στην ταπείνωσή μας μας θυμήθηκε, – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
24 καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
24 Μας εγλύτωσεν από τα χέρια των εχθρών μας, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
24 Και μας λευτέρωσε από τους εχθρούς μας. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
25 ὁ διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκί, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
25 Αυτός δίδει τροφήν εις πάσαν σάρκα, εις κάθε τι το οποίον ζη, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
25 Αυτός σε κάθε ύπαρξη δίνει τροφή. – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
26 ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
26 Υμνείτε συνεχώς και δοξολογείτε τον Θεόν του ουρανού, διότι αιώνιον και ανεξάντλητον είναι το έλεός του.
26 Δοξολογήστε το Θεό των ουρανών! – Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος δοξολογίας γιά τήνδημόσια λατρεία.
α2 Εὐχαριστήριος ψαλμός - γιά κάθε ἡμέρα.
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός τούς πρόσφυγες ὅταν ἐγκαταλείπουν τά σπίτια τους καί φεύγουν γιά νά σωθοῦν ἀπό τούς βαρβάρους.
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
ζ Πρόσκληση πρός ὕμνο τοῦ Κυρίου.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 133

ΨΑΛΜΟΣ 133 - ΔΟΞΟΛΟΓΕΙΣΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἰδοὺ δὴ εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ δοῦλοι Κυρίου οἱ ἑστῶτες ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς οἴκου Θεοῦ ἡμῶν.
1 Εμπρός, λοιπόν, δοξολογείτε τον Κυριον δια την μεγαλωσύνην και τα θαυμαστά αυτού έργα όλοι σεις, οι δούλοι του Κυρίου, οι ιερείς, οι λειτουργοί του, οι οποίοι ίστασθε όρθιοι στον ναόν του Κυρίου, εις τας αυλάς του ναού του Θεού μας.
1 Ωδή των αναβαθμών. Ελάτε, ευλογήστε τον Κύριο όλοι του οι λειτουργοί, που υπηρετείτε νύχτα στο ναό του!
2 ἐν ταῖς νυξὶν ἐπάρατε τὰς χεῖρας ὑμῶν εἰς τὰ ἅγια καὶ εὐλογεῖτε τὸν Κύριον.
2 Κατά τας νύκτας να υψώνετε τα χέρια σας, ιερείς-λειτουργοί προς την κατεύθυνσιν του ναού του Κυρίου και να δοξολογήτε τον Κυριον.
2 Τα χέρια σας προς το θυσιαστήριο υψώστε κι ευλογήστε τον Κύριο!
3 εὐλογήσαι σε Κύριος ἐκ Σιὼν ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
3 Και οι Ιερείς προς τον λαόν απαντούν· Είθε, ω λαέ, να σε ευλογήση ο Κυριος από την αγίαν Σιών. Αυτός, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
3 Απ’ τη Σιών ο Κύριος να σ’ ευλογήσει, εκείνος που έκανε τα ουράνια και τη γη!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ οἰκογενειακή ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
γ Γιά νά φυλάξει ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους ἀπό κάθε κίνδυνο.
ε "Εὐχαριστεῖτε λοιπόν, ἐσεῖς οἱ δοῦλοι καί θεράποντες τοῦ Θεοῦ. Δοῦλος δέ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁπού πείθεται καί ὑπακούει εἰς τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ καί θεραπεύει τόν λατρεύει, τόν ἀγαπᾶ - αὐτόν διά τῶν ἀρετῶν".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 136

ΨΑΛΜΟΣ 136 - ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ

Τῷ Δαυΐδ, διὰ Ἱερεμίου· εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.

1 Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών.
1 Εις τας όχθας των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν δούλοι και εξόριστοι και εκλαύσαμεν ενθυμούμενοι την Ιερουσαλήμ.
1 Στης Βαβυλώνας τα ποτάμια, εκεί καθόμασταν και κλαίγαμε, καθώς θυμόμασταν τη Σιών.
2 ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
2 Εις τας ιτέας, που υψώνονται εις τας όχθας των ποταμών, οι οποίοι διαρρέουν την χώραν, εκρεμάσαμεν θλιμμένοι τα μουσικά μας όργανα.
2 Στης όχθης τις ιτιές είχαμε τις κιθάρες μας κρεμάσει.
3 ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών.
3 Και τούτο, διότι αυτοί οι οποίοι μας είχαν αιχμαλωτίσει και μεταφέρει εις την Βαβυλώνα, μας εζήτησαν εκεί να ψάλωμεν τα ιερά άσματα. Αυτοί που μας είχαν απαγάγει αιχμαλώτους από την πατρίδα μας, εζήτησαν να τους ψάλωμεν τους ιερούς ύμνους και μας έλεγαν· Ψαλατε εις ημάς από τα άσματα της πατρίδος σας, της Σιών!
3 Εκεί μας γύρευαν τραγούδια εκείνοι που μας αιχμαλώτισαν, κι οι διώκτες μας γυρεύαν από μας ωδές χαράς. Μας λέγαν: «Τραγουδήστε μας απ’ τα τραγούδια της Σιών».
4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;
4 Και ημείς είπομεν· Πως θα ψάλλωμεν την ιεράν ωδήν του Κυρίου εις ξένην ειδωλολατρικήν χώραν και θα λησμονήσωμεν την πατρίδα μας;
4 Μα πώς να τραγουδήσουμε τις ωδές του Κυρίου σε ξένη γη;
5 ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
5 Εάν σε λησμονήσω, ω Ιερουσαλήμ, και θελήσω να ψάλλω με την συνοδείαν μουσικών οργάνων, εδώ εις την ξένην χώραν, ας γίνη αναίσθητος και παράλυτος η δεξιά μου χείρ.
5 Αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, να παραλύσει το δεξί μου χέρι.
6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
6 Η γλώσσα μου, που θα τολμήση να ψάλλη τας ιεράς ωδάς, ας κολλήση στον λάρυγγά μου, εάν δεν σε ενθυμηθώ, εάν δεν προτάξω σε την Ιερουσαλήμ, ως την υψίστην χαράν και αγαλλίασιν της καρδίας μου.
6 Η γλώσσα μου ας κολλήσει στο λαρύγγι μου, αν δεν σε θυμηθώ, αν δεν σε βάλω, Ιερουσαλήμ, απάνω απ’ όλες τις χαρές μου.
7 μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδὼμ τὴν ἡμέραν Ἱερουσαλὴμ τῶν λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς.
7 Ενθυμήσου, Κυριε, και τιμώρησε τους εχθρούς μας τους Ιδουμαίους, οι οποίοι κατά την τραγικήν εκείνην ημέραν, που κατεστράφη η Ιερουσαλήμ, έλεγαν προς τους εχθρούς μας· Αδειάσατέ την, αδειάσατε την Ιερουσαλήμ από τους κατοίκους, καταστρέψατέ την από τα θεμέλιά της.
7 Θυμήσου, Κύριε, τους Εδωμίτες, που λέγανε, τη μέρα που έπεσε η Ιερουσαλήμ: «Γκρεμίστε την, γκρεμίστε την, απ’ τα θεμέλια της!»
8 θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου, ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν·
8 Δυστυχία εις σέ, ταλαίπωρος και αθλία Βαβυλών, δια την έπαρσίν σου και τας αδικίας που έχεις κάμει! Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα σου ανταποδώση ο,τι έκαμες εις ημάς, τα δεινά, τα οποία έπραξες εις βάρος μας.
8 Μα κι εσύ, Βαβυλώνα, γρήγορα θα καταστραφείς· μακάριος όποιος σου ανταποδώσει όσα μας έκανες!
9 μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
9 Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα κρατήση εις τας χείρας του τα βρέφη σου και θα τα συντρίψη κτυπών αυτά στους βράχους.
9 Μακάριος εκείνος που θα πιάσει και θα συντρίψει στο βράχο τα βρέφη σου!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Ἡ μεγάλη δοξολογία".
α2 Γιά τά νεογέννητα παιδιά νά μήν ἀρρωσταίνουν.
β Ὅταν αἰχμαλωτισθῆς ὑπό σκέψεων γιά νά μετανοήσης.
γ Γιά νά σταθεροποιήση ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἄστατο χαρακτήρα.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 137

ΨΑΛΜΟΣ 137 - ΘΑ ΣΕ ΔΟΞΟΛΟΓΗΣΩ, ΚΥΡΙΕ, Μ' ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

1 Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, καὶ ἐναντίον ἀγγέλων ψαλῶ σοι, ὅτι ἤκουσας πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου.
1 Θα σε δοξολογήσω, Κυριε, δια τα μεγαλεία σου και θα σε ευχαριστήσω δια τας ευεργεσίας σου με όλην μου την καρδιά. Ενώπιον των αγίων αγγέλων, οι οποίοι περιβάλλουν τον θρόνον σου, θα ψάλλω ύμνον προς σέ, διότι ήκουσες και έκαμες δεκτούς όλους τους λόγους, τους οποίους προσευχόμενος σου απηύθυνα με το στόμα μου.
1 Του Δαβίδ. Θα σε δοξολογήσω μ’ όλη μου την καρδιά, γιατί άκουσες τα λόγια που βγήκαν απ’ το στόμα μου. Εσένα θα εξυμνήσω κι όχι θεούς αλλότριους.
2 προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου καὶ ἐξομολογήσομαι τῷ ὀνόματί σου ἐπὶ τῷ ἐλέει σου καὶ τῇ ἀληθείᾳ σου, ὅτι ἐμεγάλυνας ἐπὶ πᾶν τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν σου.
2 Θα προσκυνήσω με γυρισμένον το πρόσωπόν μου προς τον ναόν τον άγιόν σου και θα δοξολογήσω με ευγνωμοσύνης το Ονομά σου δια το έλεός σου και την φιλαλήθειάν σου, όπως αυτή κατεδείχθη εις την τήρησιν των υποσχέσεών σου. Διότι με τα καταπληκτικά έργα της μεγαλωσύνης σου απέδειξες, υπέρ παν άλλο όνομα, θαυμαστόν το άγιον Ονομά σου.
2 Θα προσκυνήσω μπρος στον άγιο σου ναό, την ύπαρξή σου θα δοξολογήσω για την αγάπη και την αξιοπιστία σου· κράτησες με το παραπάνω την υπόσχεσή σου κι έκανες πιότερα απ’ όσα περιμέναμε, για τη μεγάλη φήμη σου.
3 ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε, ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πολυωρήσεις με ἐν ψυχῇ μου δυνάμει σου.
3 Εις οποιανδήποτε ημέραν και αν σε επικαλεσθώ, Κυριε, κάμε δεκτήν αμέσως την προσευχήν μου. Με την ιδικήν σου δύναμιν, θα με προστατεύσης και θα μου δώσης ειρηνικήν και μακράν ζωήν.
3 Τη μέρα που προσεύχομαι σ’ εσένα, μου αποκρίνεσαι· θάρρος και δύναμη γεμίζεις την ψυχή μου.
4 ἐξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, ὅτι ἤκουσαν πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός σου.
4 Ας σε δοξολογήσουν, Κυριε, όλοι οι βασιλείς της γης, διότι ήκουσαν και είδαν με τα ίδια των τα μάτια να εκπληρώνωνται όλαι αι υποσχέσεις, που είχες δώσει.
4 Θα σε δοξολογήσουν, Κύριε, όλοι της γης οι βασιλιάδες, γιατί άκουσαν τα λόγια σου.
5 καὶ ᾀσάτωσαν ἐν ταῖς ᾠδαῖς Κυρίου, ὅτι μεγάλη ἡ δόξα Κυρίου,
5 Ας ψάλουν και αυτοί τας ιεράς ωδάς του Κυρίου, διότι μεγάλη είναι η δόξα του Κυρίου.
5 Θα υμνήσουνε τις πράξεις σου: «Μεγάλη είν’ η δόξα του Κυρίου!
6 ὅτι ὑψηλὸς Κύριος καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορᾷ καὶ τὰ ὑψηλὰ ἀπὸ μακρόθεν γινώσκει.
6 Διότι ο Κυριος είναι μέγας και κραταιός· επιβλέπει στους ταπεινούς ανθρώπους, αλλά και τους υπερηφάνους τους διακρίνει και τους γνωρίζει από μακράν ακόμη.
6 Βλέπει ο Κύριος από ψηλά τον ταπεινό, και τον περήφανο από μακριά τον ξέρει».
7 ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσῳ θλίψεως, ζήσεις με· ἐπ᾿ ὀργὴν ἐχθρῶν μου ἐξέτεινας χεῖράς σου, καὶ ἔσωσέ με ἡ δεξιά σου.
7 Εάν εις την πορείαν της ζωής μου περιπέσω εις θλίψεις, συ Κυριε, θα με σώσης από τους θανασίμους κινδύνους. Εναντίον των ωργισμένων εχθρών μου ήπλωσες τα παντοδύναμα χέρια σου και με έσωσεν η ακατανίκητος δεξιά σου.
7 Αν πορευτώ μέσα σε στενοχώρια θα μου χαρίσεις τη ζωή· το χέρι σου θ’ απλώσεις ενάντια στων εχθρών μου την οργή, και θα μ’ ελευθερώσεις.
8 Κύριος ἀνταποδώσει ὑπὲρ ἐμοῦ. Κύριε, τὸ ἔλεός σου εἰς τὸν αἰῶνα, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ παρίδῃς.
8 Ο Κυριος είναι πάντοτε ο υπερασπιστής μου και αυτός θα ανταποδώση την δικαίαν τιμωρίαν υπέρ εμού εναντίον των εχθρών μου. Κυριε το ελεός σου είναι αιώνιον. Μη αδιαφορήσης δια τα έργα των χειρών σου.
8 Σύ, Κύριε, για χάρη μου αίσιο τέλος δίνεις, αιώνια διαρκεί η αγάπη σου! Εμάς μη μας εγκαταλείπεις, τα δημιουργήματά σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ θρῆνος τῶν ἐξορίστων στή Βαβυλώνα.
α2 Γιά νά ἐπιστρέψουν οἱ ἐξόριστοι καί οἱ αἰχμάλωτοι στά σπίτια τους.
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά φωτίση ὁ Θεός τούς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιά νά βρίσκουν κατανόηση οἱ ἄνθρωποι στά αἰτήματά τους.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή).
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"

ΨΑΛΜΟΣ 138

ΨΑΛΜΟΣ 138 - ΞΕΡΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΕΣΥ ΓΙΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Εἰς τὸ τέλος· τῷ Δαυΐδ, ψαλμὸς Ζαχαρίου ἐν τῇ διασπορᾷ.

1 Κύριε, ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με·
1 Κυριε, με εδοκίμασες, με εγνώρισες και έμαθες ποιός είμαι.
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, με διερεύνησες και με γνωρίζεις.
2 σὺ ἔγνως τὴν καθέδραν μου καὶ τὴν ἔγερσίν μου, σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν·
2 Συ με εγνωρισες καλά και όταν αναπαύωμαι και όταν εγείρωμαι. Ολη η πορεία της ζωής μου κατά την ημέραν και κατά την νύκτα σου είναι γνωστή. Συ κατανοείς καλώς τους διαλογισμούς μου από μακράν, πριν ακόμη συλληφθούν εις την διάνοιάν μου.
2 Ξέρεις εσύ πότε είμαι καθιστός και πότε όρθιος· από μακριά τις διαθέσεις μου διακρίνεις.
3 τὴν τρίβον μου καὶ τὴν σχοῖνόν μου ἐξιχνίασας καὶ πάσας τὰς ὁδούς μου προεῖδες,
3 Ολόκληρον τον δρόμον της ζωής μου, όσον διήνυσα μέχρι σήμερα και όσος υπολείπεται ακόμη συ τον γνωρίζεις μέχρι και των παραμικροτέρων λεπτομερειών. Ολας τας πορείας μου εκ των προτέρων γνωρίζεις, Κυριε.
3 Βλέπεις εσύ αν ενεργώ ή αν είμαι άπραγος· το κάθε βήμα μου που κάνω το κατέχεις.
4 ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἐν γλώσσῃ μου.
4 Και γνωρίζεις, ότι δεν υπάρχει δολιότης εις την γλώσσαν μου.
4 Και πριν μια λέξη ακόμα έρθει στη γλώσσα μου, να κιόλας που εσύ, Κύριε, πολύ καλά την ξέρεις.
5 ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα· σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου.
5 Ιδού, Κυριε, συ ως παντογνώστης εγνώρισες όλα, τα πρόσφατα και τα αρχαία. Συ με επλασες και με έθεσες κάτω από το προστατευτικόν σου χέρι.
5 Από παντού γύρω τριγύρω με κυκλώνεις κι έβαλες πάνω μου για προστασία το χέρι σου.
6 ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ ἐμοῦ· ἐκραταιώθη, οὐ μὴ δύνωμαι πρὸς αὐτήν.
6 Γεμάτος θαυμασμόν μένω εμπρός εις την ακριβεστάτην γνώσιν, την οποίαν έχεις περί εμού. Είναι άφθαστος και ασύγκριτος, αδύνατον να την συλλάβω με τας ασθενείς διανοητικάς δυνάμεις μου.
6 Αξιοθαύμαστο το πόσο με γνωρίζεις, και τόσο υπέροχο, ώστε να το συλλάβω δεν μπορώ.
7 ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;
7 Που είναι δυνατόν να πορευθώ, ώστε να είμαι μακράν από το Πνεύμά σου; Και που να καταφύγω, ώστε να μη ευρίσκωμαι κάτω από το ιδικόν σου βλέμμα;
7 Πού να πάω μακριά από το Πνεύμα σου; και μακριά απ’ την παρουσία σου πού να φύγω;
8 ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει·
8 Εάν αναβώ στον ουρανόν, συ υπάρχεις εκεί. Εάν καταβώ στον άδην, συ παρευρίσκεσαι εκεί.
8 Αν ανεβώ στους ουρανούς, εσύ είσ’ εκεί· αν στρώσω το κρεβάτι μου στον άδη, εκεί είσαι πάλι.
9 ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης,
9 Εάν αποκτήσω πτέρυγας και κατά τα χαράματα με αυτάς πετάξω πριν ανατείλη ο ήλιος, και κατασκηνώσω εις τα άκρα της ξηράς και της θαλάσσης, εκεί όπου δύει ο ήλιος, εκεί συ υπάρχεις.
9 Αν τα φτερά μου απλώσω και πετάξω εκεί που ο ήλιος ξεμυτά ή εκεί που χάνεται στης θάλασσας την άκρη,
10 καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου.
10 Και το στοργικό σου χέρι θα με καθοδηγήση και η παντοδύναμος δεξιά σου θα με κρατήση και θα με υποστηρίξη.
10 κι εκεί το χέρι σου θα με καθοδηγεί κι η ευνοϊκή σου δύναμη θα με κρατάει.
11 καὶ εἶπα· ἄρα σκότος καταπατήσει με, καὶ νὺξ φωτισμὸς ἐν τῇ τρυφῇ μου·
11 Εάν είπω· ας έλθη λοιπόν σκοτάδι να με περιβάλη από όλα τα σημεία και να με σκεπάση και η σκοτεινή νυξ ας υποκαταστήση τον φωτισμόν της ημέρας, ώστε να διέρχωμαι αθέατος εν τρυφή τας ώρας της ζωής μου, θα πλανηθώ.
11 Κι αν πω: «Ας με σκεπάσει το σκοτάδι, κι ας γίνει νύχτα γύρω μου το φως»,
12 ὅτι σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται· ὡς τὸ σκότος αὐτῆς, οὕτως καὶ τὸ φῶς αὐτῆς.
12 Διότι το σκότος δεν είναι δια σε σκοτάδι, και η νύκτα είναι ενώπιόν σου φωτισμένη, όπως η ημέρα. Το σκότος της νυκτός είναι όπως το φως της ημέρας. Ολα ολόφωτα και καθαρά είναι ενώπιόν σου.
12 και το σκοτάδι ακόμα για σένανε δε θα ’ναι σκοτεινό κι η νύχτα σαν τη μέρα θα φωτίζει –σκοτάδι ή φως για σένα είναι παρόμοια.
13 ὅτι σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου.
13 Διότι συ, Κυριε, έχεις ως κτήμά σου και γνωρίζεις πολύ καλά τους νεφρούς μου, όλον δηλαδή τον εσωτερικόν μου κόσμον. Συ με ανέλαβες υπό την προστασίαν σου από τότε, που ήμην έμβρυον εις την κοιλίαν της μητρός μου.
13 Εσύ έφτιαξες όλη την ύπαρξή μου, με ύφανες μες στην κοιλιά της μάνας μου.
14 ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης· θαυμάσια τὰ ἔργα σου, καὶ ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα.
14 Θα σε δοξολογώ, λοιπόν, με ευγνωμοσύνην, διότι και εις αυτό το σημείον εδείχθης αξιοθαύμαστος, ώστε να προκαλής κατάπληξιν και φόβον. Θαυμαστά είναι τα έργα σου, Κυριε, και εγώ τα γνωρίζω καλά, πάρα πολύ καλά από προσωπικήν μου πείραν.
14 Σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες πλάσμα σου τόσο θαυμαστό –όλα όσα κάνεις είν’ εξαίσια κι εγώ αυτό πολύ καλά το ξέρω.
15 οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου ἀπὸ σοῦ, ὃ ἐποίησας ἐν κρυφῇ, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς·
15 Δεν έμεινε κρυπτός και άγνωστος εις σε ο σχηματισμός των οστέων μου, τα οποία διεμορφώνοντο αφανώς εις την κοιλίαν της μητρός μου. Δεν έμεινεν άγνωστος και αφανής εις σε η αρχική μου υπόστασις, όταν εν τη κοιλία της μητρός μου, ως εις τα κατώτατα της γης διεμορφώνετο.
15 Το σώμα μου δε σου ήτανε αθέατο, όταν σχηματιζόμουνα κρυφά κι αναπτυσσόμουνα στης γης τη μήτρα.
16 τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ἡμέρας πλασθήσονται καὶ οὐθεὶς ἐν αὐτοῖς.
16 Το άπλαστον και αδιαμόρφωτον εις την κοιλίαν της μητρός μου έμβρυον, το είδαν οι οφθαλμοί σου και στο βιβλίον σου είναι γραμμένοι όλοι οι άνθρωποι. Υπό το ιδικόν σου βλέμμα θα διαπλασθούν ημέραν με την ημέραν ως έμβρυα και θα μεγαλώσουν, και ούτε ένας από αυτούς δεν θα αγνοηθή από σέ.
16 Με είδες κιόλας τελειωμένον, όταν ακόμα ήμουν μάζα άμορφη· και στο βιβλίο σου όλες ήταν γραμμένες οι μέρες που για μένα πρόβλεπες, ακόμα πριν καμιά απ’ αυτές υπάρξει.
17 ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν·
17 Πολύτιμοι μου είναι οι φίλοι σου, ω Θεέ. Η αρχή και η πορεία της ζωής των και εν γένει η δύναμίς των, κάτω από το προστατευτικό σου χέρι, υπήρξαν εξόχως ισχυραί και σταθεροί.
17 Θεέ μου, πόσο πολύτιμες για μένα είν’ οι προθέσεις σου και πόσο πολυάριθμες στο σύνολό τους!
18 ἐξαριθμήσομαι αὐτούς, καὶ ὑπὲρ ἄμμον πληθυνθήσονται· ἐξηγέρθην καὶ ἔτι εἰμὶ μετὰ σοῦ.
18 Προσπαθώ να τους καταμετρήσω, αλλά έχουν πληθυνθή και αυξηθή περισσότερον από την άμμον. Κοιμάμαι με τας ιεράς αυτάς σκέψεις των θαυμασίων σου. Σηκώνομαι το πρωϊ και πάλιν είμαι μαζή σου, έχων εις σε νουν και καρδίαν εστραμμένα.
18 Αν τις μετρούσα, από την άμμο θα ήταν περισσότερες· ξυπνώ κι είμαι μαζί σου ακόμα.
19 ἐὰν ἀποκτείνῃς ἁμαρτωλούς, ὁ Θεός, ἄνδρες αἱμάτων, ἐκκλίνατε ἀπ᾿ ἐμοῦ,
19 Εάν εθανάτωνες τους ασεβείς και αμετανοήτους αμαρτωλούς, έργον δικαιοσύνης θα έπραττες, Κυριε. Ανδρες ασεβείς, άνδρες αιμοβόροι, απομακρυνθήτε και φύγετε από κοντά μου.
19 Ας τον αφάνιζες, Θεέ, τον ασεβή· και οι αιματοβαμμένοι άνθρωποι να φύγουνε μακριά μου.
20 ὅτι ἐρισταί ἐστε εἰς διαλογισμούς· λήψονται εἰς ματαιότητα τὰς πόλεις σου.
20 Διότι είσθε εριστικοί και πάντοτε σκέπτεσθε φιλονεικίας και μάχας. Ματαίως θα καταλάβουν τας ιδικάς σου πόλεις, Κυριε, διότι από αυτάς θα εκδιωχθούν με την ιδικήν σου δύναμιν.
20 Βλαστήμιες λένε εναντίον σου, και δίχως λόγο σοβαρό προφέρουν τ’ όνομά σου.
21 οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;
21 Εγώ, Κυριε, δεν εμίσησα αυτούς τους ασεβείς, οι οποίοι σε μισούν και δεν έλυωσα ωσάν κερί εξ αιτίας της αηδίας και αποστροφής μου προς τους εχθρούς σου;
21 Μήπως δεν πρέπει, Κύριε, να μισώ αυτούς που σε μισούνε, και ν’ απεχθάνομαι αυτούς που ξεσηκώνονται εναντίον σου;
22 τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι.
22 Με όλην μου την καρδιά και την ψυχήν τους εμίσησα και εκείνοι έγιναν εχθροί μου.
22 Με τέλειο μίσος τους μισώ· έγιναν προσωπικοί εχθροί μου.
23 δοκίμασόν με, ὁ Θεός, καὶ γνῶθι τὴν καρδίαν μου, ἔτασόν με καὶ γνῶθι τὰς τρίβους μου.
23 Δοκίμασέ με, Κυριε, και μάθε καλά την καρδιά μου. Εξέτασε και μάθε τον τρόπον της ζωής μου.
23 Διερεύνησέ με, Θεέ, και μάθε την καρδιά μου· δοκίμασέ με και γνώρισε τις σκέψεις μου.
24 καὶ ἴδε εἰ ὁδὸς ἀνομίας ἐν ἐμοί, καὶ ὁδήγησόν με ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ.
24 Και ίδε αν υπάρχη οδός παρανομίας εις εμέ. Εάν, δηλαδή, δεν έζησα, όπως συ θέλεις. Οδήγησέ με, Κυριε, μέχρι τέλους εις την οδόν της αιωνιότητας.
24 Δες αν ακολουθώ ένα δρόμο άνομο· κι οδήγησέ με στης αιώνιας ζωής το δρόμο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος εὐχαριστίας.
α2 Γιά νά φυλάη ὁ Θεός τά γυναικόπαιδα πού βρίσκονται κάτω ἀπό πόλεμο ἤ διωγμό.
β Γιά νά θεωρῆς τούς πειρασμούς ὡς δοκιμασίες καί ἐάν θέλης νά εὐχαριστήσης τόν Θεό μετά τήν προέλευσή των.
γ Γιά νά παύση ὁ διάβολος νά πειράζη τούς εὐαίσθητους ἀνθρώπους μέ βλάσφημους λογισμούς.
δ Ὅταν βίσκεσαι σέ πειρασμό.
ζ Ἐγκωμιάζεται ἡ παγγνωσία, ἡ ἀπανταχοῦ παρουσία, ἡ τελεία γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἀντιπαραβάλλεται ἡ κακία τῶν ἀσεβῶν.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 139

ΨΑΛΜΟΣ 139 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΜΕΝΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ἐξελοῦ με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ῥῦσαί με,
2 Γλύτωσέ με, Κυριε, από πονηρόν άνθρωπον· από άδικον άνθρωπον σώσε με.
2 Σώσε με, Κύριε, από τους πονηρούς ανθρώπους, προστάτεψέ με από τους βίαιους,
3 οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους·
3 Αυτοί συνεχώς σκέπτονται από μέσα των και καταστρώνουν σχέδια να με αδικήσουν. Ολην την ημέραν προετοιμάζονται και ζητούν αφορμάς δι' έριδας και μάχας.
3 που καταστρώνουν μέσα τους σχέδια πονηρά, και συνεχώς διαμάχες προκαλούνε.
4 ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν. (διάψαλμα).
4 Ετρόχισαν την συκοφαντικήν των γλώσσαν, την έκαμαν ωσάν του φιδιού. Δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των.
4 Η γλώσσα τους είν’ επικίνδυνη σαν του φιδιού, τα λόγια τους θανατηφόρα σαν το δηλητήριο της έχιδνας. (Διάψαλμα)
5 φύλαξόν με, Κύριε, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀδίκων ἐξελοῦ με, οἵτινες διελογίσαντο τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά μου·
5 Φυλαξέ με, Κυριε, από το χέρι αμαρτωλού ανθρώπου. Γλύτωσέ με από αδίκους ανθρώπους, οι οποίοι εσκέφθησαν να με ανατρέψουν και καταπατήσουν στο έδαφος.
5 Κύριε, φύλαξέ με να μην πέσω στα χέρια του ασεβή· προστάτεψέ με από τους βίαιους, που άλλο δε σκέφτονται, μονάχα πώς τα βήματά μου να κλονίσουν.
6 ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι καὶ σχοινία διέτειναν, παγίδα τοῖς ποσί μου, ἐχόμενα τρίβους σκάνδαλα ἔθεντό μοι. (διάψαλμα).
6 Εγωϊσταί και ιδιοτελείς άνθρωποι μου έστησαν κρυφά παγίδα. Ηπλωσαν, ωσάν σχοινία, τα δίκτυα της δολιότητός των, δια να παγιδεύσουν τα πόδια μου. Και πλησίον στον δρόμον, από τον οποίον θα επερνούσα, ετοποθέτησαν προσκόμματα, δια να σκοντάψω.
6 Παγίδα μού ετοιμάσαν οι θρασείς· άπλωσαν δίχτυα και σκοινιά δίπλα στο μονοπάτι μου· για μένα έστησαν ενέδρες. (Διάψαλμα)
7 εἶπα τῷ Κυρίῳ· Θεός μου εἶ σύ, ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
7 Ενώπιον αυτού του κινδύνου είπα στον Κυριον· Συ είσαι ο Θεός μου. Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την φωνήν της δεήσεώς μου.
7 Είπα στον Κύριο: «Θεός μου είσ’ εσύ!» Άκουσε, Κύριε, τις ικεσίες μου.
8 Κύριε, Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας μου, ἐπεσκίασας ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου.
8 Κυριε, Κυριε, συ είσαι η δύναμις, δια της οποίας και μόνης εγώ θα σωθώ. Ερριψες την σκιαν της προστασίας σου, ως ισχυράν περικεφαλαίαν, επάνω στο κεφάλι μου κατά την ημέραν, που εκείνοι με επολεμούσαν.
8 Κύριε, Θεέ μου, δυνατέ σωτήρα μου, σύ το κεφάλι μου προστάτεψες τη μέρα του πολέμου.
9 μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· διελογίσαντο κατ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μήποτε ὑψωθῶσιν. (διάψαλμα).
9 Μη με παραδώσης, Κυριε, εις τα χέρια αμαρτωλού, πράγμα το οποίον βαθύτατα αποστρέφομαι. Εκείνοι συνέλαβαν και κατέστρωσαν εναντίον μου σχέδια εξοντώσεως. Μη με εγκαταλίπης και επιτύχουν τα σχέδιά των, δια να μη υπερηφανευθούν απέναντι των ανθρώπων σου.
9 Μην εκπληρώσεις, Κύριε, τις επιθυμίες των ασεβών· τις μηχανορραφίες τους μην τις αφήσεις να πετύχουν, για να μη γίνουν ακόμα πιο αλαζονικοί.
10 ἡ κεφαλὴ τοῦ κυκλώματος αὐτῶν, κόπος τῶν χειλέων αὐτῶν καλύψει αὐτούς.
10 Ο αρχηγός της συμμορίας των εχθρών μου έχει αλαζονικώς υψωμένην την κεφαλήν του. Ομως επάνω των θα πέση και θα τους σκεπάση η δολιότης και η συκοφαντία του στόματός των.
10 Όσα σκορπούν για μένα ψέματα εκείνοι οι συκοφάντες, ας πέσουν πάνω στα κεφάλια τους.
11 πεσοῦνται ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄνθρακες, ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν.
11 Θα πέσουν επάνω εις τα κεφάλια των αναμμένα κάρβουνα, θα τους ρίψης μέσα εις την φωτιάν, δεν θα ανθέξουν εις τας ταλαιπωρίας και τας τιμωρίας, που θα τους υποβάλης.
11 Ας πέσουν πάνω τους κάρβουνα φλογισμένα· ρίξ’ τους μες στη φωτιά και μες σε βάραθρο βαθύ, απ’ όπου να μη σηκωθούνε.
12 ἀνὴρ γλωσσώδης οὐ κατευθυνθήσεται ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνδρα ἄδικον κακὰ θηρεύσει εἰς διαφθοράν.
12 Ανθρωπος, ο οποίος έχει εριστικήν και συκοφαντικήν την γλώσσαν, δεν θα κατευοδωθή εις την γην αυτήν. Τον άδικον άνθρωπον θα τον κυνηγήσουν και θα τον συλλάβουν, ωσάν θήραμα, και θα τον οδηγήσουν εις την καταστροφήν αι ταλαιπωρίαι και αι συμφοραί.
12 Κακόγλωσσος ας μη σταθεί στη χώρα· η δυστυχία το βίαιο άνθρωπο ας τον καταδιώξει ως τον αφανισμό.
13 ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων.
13 Από το φως της διδασκαλίας σου και από την προσωπικήν μου πείραν, έμαθα και επείσθην, ότι ο Κυριος θα υπερασπίση την δικαίαν υπόθεσιν των πτωχών και θα αποδώση το δίκαιον στους εγκαταλελειμμένους και πτωχούς.
13 Το ξέρω πως ο Κύριος υπερασπίζεται τον ταλαίπωρο, και τους ανίσχυρους τους δικαιώνει.
14 πλὴν δίκαιοι ἐξομολογήσονται τῷ ὀνόματί σου, κατοικήσουσιν εὐθεῖς σὺν τῷ προσώπῳ σου.
14 Οσον όμως και αν εις μερικάς περιστάσεις επικρατή αδικία, οι δίκαιοι θα θριαμβεύσουν τελικώς, θα δοξολογήσουν το όνομά σου, Κυριε. Οι δε ευθείς και ειλικρινείς θα κατοικούν ασφαλείς μαζή σου, Κυριε.
14 Οι δίκαιοι θα δοξολογούν την ύπαρξή σου· οι τίμιοι κοντά σου θα κατοικούν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός πού βρίσκεται ἐκεῖ.
α2 Κατά πασῶν τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καί τῶν ὑπηρετῶν τους.
β Ὅταν σέ ἐνοχλοῦν οἱ ἐχθροί καί θέλης νά ἀπαλλαγῆς.
γ Γιά νά ἡμερέψη ὁ Θεός τόν δύστροπο οἰκογενειάρχη πού ταλαιπωρεῖ ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια.
θ " Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 140

ΨΑΛΜΟΣ 140 - ΚΥΡΙΕ, ΑΚΟΥ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου· πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ.
1 Κυριε, πολλές φορές έκραξα προς σέ. Καμε δεκτήν την προσευχήν μου. Δώσε προσοχήν εις την φωνήν της δεήσεώς μου κάθε φοράν, που με κραυγήν ισχυράν απευθύνομαι προς σέ.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, σου φώναξα· τρέξε κοντά μου! Άκουσε τη φωνή μου όταν σε καλώ!
2 κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή.
2 Ας ανέλθη κατ'ευθείαν η προσευχή μου ως ευάρεστον ευώδες θυμίαμα ενώπιόν σου. Κατά την ώραν της προσευχής, η ανύψωσις των χειρών μου προς σε ας γίνη δεκτή ως ευάρεστος εσπερινή θυσία.
2 Ας είναι η προσευχή μου μπρος σου σαν το θυμίαμα, και τα υψωμένα χέρια μου σαν τη θυσία την αποσπερνή.
3 θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου.
3 Θέσε, Κυριε, φρουράν στο στόμα μου, ώστε να ελέγχη και μη αφήνη να βγαίνουν όλα τα λόγια μου. Θέσε, Κυριε, θύραν, ώστε να περικλείη τα χείλη μου, δια να μη εξέρχωνται λόγοι κακοί από αυτά.
3 Βάλε μου, Κύριε, φρουρά στο στόμα μου, φράχτη στη θύρα των χειλιών μου.
4 μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις σὺν ἀνθρώποις ἐργαζομένοις τὴν ἀνομίαν, καὶ οὐ μὴ συνδυάσω μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν αὐτῶν.
4 Μη επιτρέψης να παρεκκλίνη η καρδία μου εις λόγους και αποφάσεις πονηράς, ώστε να παρασυρθώ εις ανοήτους προφάσεις, δια να δικαιολογήσω ολοφάνερες αμαρτίες μου, κατά το παράδειγμα των ανθρώπων, οι οποίοι καταπατούν τον Νομον σου και εργάζονται το κακόν. Δεν θέλω να συναναστρέφομαι και να έχω επικοινωνίαν ούτε με τους εκλεκτούς άνδρας αυτών.
4 Την καρδιά μου συγκράτησέ την από την κλίση της στο κακό, και μην αφήσεις να επιδίδεται στις πράξεις της ασέβειας με ανθρώπους που ανομίες διαπράττουν· κάνε με ανόρεχτο για τέτοια φαγητά λαχταριστά.
5 παιδεύσει με δίκαιος ἐν ἐλέει καὶ ἐλέγξει με, ἔλαιον δὲ ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὅτι ἔτι καὶ ἡ προσευχή μου ἐν ταῖς εὐδοκίαις αὐτῶν·
5 Ας με διαπαιδαγωγήση ο δίκαιος, έστω και με αυστηρότητα, την οποίαν όμως θα του εμπνέη η προς εμέ αγάπη του και συμπάθεια, και ας με ελέγξη. Μυρωμένον ευώδες έλαιον αμαρτωλού να μη αρωματίση ποτέ την κεφαλήν μου. Δεν ζηλεύω την ευημερίαν των αμαρτωλών, προσεύχομαι εξ αντιθέτου ποτέ να μη μετάσχω εις αυτήν.
5 Ας μ’ επιπλήξει ο δίκαιος κι ο όσιος ας μ’ ελέγξει· είναι μια χάρη που πρόθυμα θα τη δεχτώ. Κι όταν αυτούς τους βρίσκει η δυστυχία, εγώ δεν παύω να προσεύχομαι.
6 κατεπόθησαν ἐχόμενα πέτρας οἱ κριταὶ αὐτῶν· ἀκούσονται τὰ ῥήματά μου ὅτι ἡδύνθησαν.
6 Διότι οι πρόκριτοι και επίσημοι μεταξύ αυτών κατεποντίσθησαν εις την θάλασσαν πλησίον αποκρήμνων βράχων. Οι δίκαιοι θα ακούσουν τα λόγια μου αυτά και θα αισθανθούν γλυκείαν και δικαίαν ικανοποιησιν.
6 Όταν ριχτούν απ’ την κορφή των βράχων κάτω εκείνοι που τους δίκαιους τους καταδίκασαν, τότε θα καταλάβουν πως τα λόγια μου ήταν πολύ συγκρατημένα.
7 ὡσεὶ πάχος γῆς ἐῤῥάγη ἐπὶ τῆς γῆς, διεσκορπίσθη τὰ ὀστᾶ αὐτῶν παρὰ τὸν ᾅδην.
7 Οπως οι βώλοι του παχέος χώματος όταν ρίπτωνται εις την γην, σπάζουν και διασκορπίζονται ως χώμα, έτσι θα διασκορπισθούν άταφα τα οστά των ασεβών ανθρώπων παραπλεύρως στο στόμα του άδου.
7 Καθώς σπάει μια μυλόπετρα στη γη, θα σκορπιστούν τα κόκαλά τους στο στόμα του άδη.
8 ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί μου· ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, μὴ ἀντανέλῃς τὴν ψυχήν μου.
8 Θα τιμωρηθούν αυτοί, διότι εγώ προς σε, Κυριε Κυριε, έχω εστραμμένα τα μάτια μου. Εις σε έχω στηρίξει την ελπίδα μου. Μη επιτρέψης να αφαιρεθή η ζωη μου από τους πονηρούς ανθρώπους.
8 Αλλά σ’ εσένα, Κύριε, Θεέ μου, στρέφω τα μάτια μου· σ’ εσένα ελπίζω, μη μου αφαιρέσεις τη ζωή.
9 φύλαξόν με ἀπὸ παγίδος, ἧς συνεστήσαντό μοι, καὶ ἀπὸ σκανδάλων τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν.
9 Φυλαξέ με από τας παγίδας, τας οποίας αυτοί ολόγυρά μου έχουν στήσει και από τα προσκόμματα, τα οποία παρεμβάλλουν στον δρόμον μου αυτοί, που καταπατούν τον Νομον σου και εργάζονται το κακόν.
9 Απ’ την παγίδα φύλαξέ με που μου έστησαν, κι απ’ τη θηλειά ανθρώπων, που διαπράττουν ανομίες.
10 πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί· κατὰ μόνας εἰμὶ ἐγὼ ἕως ἂν παρέλθω.
10 Οι αμαρτωλοί θα πέσουν και θα περιπλακούν εις τα δίκτυα της δολιότητός των, τα οποία είχαν κατασκευάσει και στήσει δια τους άλλους. Εγώ όμως θα ζω μεμονωμένος, χωρισμένος από αυτούς, έως ότου προσπεράσω σώος και αβλαβής από τα πονηρά διαβούλιά των.
10 Στα ίδια τους τα δίχτυα ας πέσουν οι ασεβείς ομαδικά, την ώρα που εγώ θα διαφεύγω.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά βοήθεια.
α2 Κατ' αὐτῶν πού τρέχουν στά μάγια.
Κατά τῆς σκληρῆς γλωσσοφαγιᾶς.
Κατά τῆς μαύρης μαγείας.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί κυκλώνουν τήν ψυχή σου.
γ Γιά νά ἡμερέψη ὁ τόν βάρβαρο ἄρχοντα τοῦ τόπου, πού βασανίζη τούς συνανθρώπους του.
στ Βραδυνή προσευχή πρός τόν Κύριο.
θ " Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 121

ΨΑΛΜΟΣ 121 - ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι· εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα.
1 Εσκίρτησα από χαράν και αγαλλίασιν, όταν, ενώ ευρισκόμην εις ξένην χώραν, μερικοί προσκυνηταί μου είπαν· Θα πορευθώμεν τώρα στον ναόν του Κυρίου.
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Δαβίδ. Χάρηκα ολόψυχα όταν μου είπανε: «Στον οίκο του Κυρίου θα πάμε».
2 ἑστῶτες ἦσαν οἱ πόδες ἡμῶν ἐν ταῖς αὐλαῖς σου, Ἱερουσαλήμ.
2 Και ιδού, τα πόδια μας τώρα ίστανται εις τας αυλάς σου, ω Ιερουσαλήμ.
2 Ιερουσαλήμ, στις πύλες σου τα βήματά μας σταματούν.
3 Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομουμένη ὡς πόλις, ἧς ἡ μετοχὴ αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτό.
3 Η Ιερουσαλήμ, η οποία έχει οικοδομηθή ως πολυάνθρωπος, μεγάλη και λαμπρά πόλις, της οποίας τα κτίρια συνέχονται το ένα με το άλλο, ώστε να μη είναι αραιοκατωκημένη.
3 Ω Ιερουσαλήμ, χτισμένη σαν πολιτεία συγκροτημένη!
4 ἐκεῖ γὰρ ἀνέβησαν αἱ φυλαί, φυλαὶ Κυρίου, μαρτύριον τῷ Ἰσραήλ, τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματι Κυρίου·
4 Περισσότερον όμως ποθητή και αγαπητή είναι, διότι εκεί ανέρχονται αι διάφοροι φυλαί, αι φυλαί του λαού του Θεού, σύμφωνα προς την εντολήν του Κυρίου, δια να υμνήσουν και δοξολογήσουν το πάντιμον όνομά του Κυρίου.
4 Εκεί ανεβαίνουν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου –σύμφωνα με το νόμο του Ισραήλ– να υμνήσουν του Κυρίου το όνομα.
5 ὅτι ἐκεῖ ἐκάθισαν θρόνοι εἰς κρίσιν, θρόνοι ἐπὶ οἶκον Δαυΐδ.
5 Ηυφράνθη η Ιερουσαλήμ, διότι εκεί εστήνοντο θρόνοι δικαστικοί, θρόνοι δια την βασιλεύουσαν οικογένειαν του Δαυίδ.
5 Γιατί εκεί τοποθετήθηκαν οι θρόνοι εκείνων που απονέμουν δικαιοσύνη, οι θρόνοι των απογόνων του Δαβίδ.
6 ἐρωτήσατε δὴ τὰ εἰς εἰρήνην τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ εὐθηνία τοῖς ἀγαπῶσί σε·
6 Ω σεις οι προσκυνηταί, παρακαλέσατε τον Κυριον δια την ασφάλειαν, την ειρήνην και την ευημερίαν της Ιερουσαλήμ. Ω Ιερουσαλήμ! Ευτυχία ας υπάρχη πάντοτε εις εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν.
6 Ειρήνη ευχηθείτε στην Ιερουσαλήμ: «Ας ζουν ειρηνικά αυτοί που σ’ αγαπάνε!
7 γενέσθω δὴ εἰρήνη ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ εὐθηνία ἐν ταῖς πυργοβάρεσί σου.
7 Ειρήνη ας βασιλεύς μέσα εις τα τείχη σου, τα οποία αποτελούν την δύναμιν, που σε περιφρουρεί. Αφθονία και ασφάλεια ας υπάρχη στους πύργους των θησαυρών σου και τους προμαχώνας σου.
7 Μέσ’ απ’ τα τείχη σου ας βασιλεύει ειρήνη και ηρεμία στα σπίτια σου τα όμορφα!»
8 ἕνεκα τῶν ἀδελφῶν μου καὶ τῶν πλησίον μου, ἐλάλουν δὴ εἰρήνην περὶ σοῦ·
8 Χαριν των αδελφών μου και των φίλων μου, που κατοικούν εις σέ, εύχομαι πάντοτε ειρήνην και ευημερίαν δια σέ.
8 Για χάρη των συντρόφων μου, των αδερφών μου «ειρήνη να ’χεις» θα εύχομαι.
9 ἕνεκα τοῦ οἴκου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐξεζήτησα ἀγαθά σοι.
9 Χαριν του ναού Κυρίου του Θεού μας εζήτησα και ζητώ με θερμήν προσευχήν αγαθά δια σέ, ω Ιερουσαλήμ.
9 Για την αγάπη του οίκου του Κυρίου, του Θεού μας, την ευτυχία σου εύχομαι.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός ὁ φύλακας.
α2 Κατά ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς μαγείας.
Γιά νά θεραπευτοῦν οἱ ψυχασθενεῖς.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού πάσχουν ἀπό βασκανία.
θ Δοξολογία, ἐπίκληση καί προβολή μεσιτείας.

ΨΑΛΜΟΣ 122

ΨΑΛΜΟΣ 122 - Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΤΑΠΕΙΝΟΜΕΝΩΝ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ.
1 Προς σε και μόνον έχω υψωμένα τα μάτια μου, Κυριε, ο οποίος κατοικείς στον ουρανόν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου, που κατοικείς στους ουρανούς.
2 ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς.
2 Ιδού, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα εις τα χέρια των κυρίων των, και οι οφθαλμοί της δούλης εις τα χέρια της κυρίας της, περιμένοντες από εκείνους αγαθά, έτσι και τα μάτια μας στρέφονται προς Κυριον, τον Θεόν μας και τον παρακαλούν, μέχρις ότου πλούσιον εκδηλώση προς ημάς το έλεός του.
2 Έτσι καθώς των δούλων κοιτάζουνε τα μάτια στο χέρι του κυρίου τους, τα μάτια της δούλης στης κυρίας της το χέρι· έτσι στρέφουν τα μάτια μας στον Κύριο, το Θεό μας, ωσότου να μας σπλαχνιστεί.
3 ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως,
3 Ελέησέ μας, Κυριε, ελέησέ μας, διότι επί μακρόν χρόνον εγεμίσαμεν από καταφρόνησιν και εξουθένωσιν.
3 Ελέησέ μας, Κύριε, ελέησέ μας, γιατί απαυδήσαμε από τον εξευτελισμό.
4 ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν. Τὸ ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις.
4 Εγέμισε με το παραπάνω η ψυχή μας. Είθε η καταισχύνη να έλθη εναντίον των πλουσίων και αλαζονικών τυράννων μας, ο εξευτελισμός και η εξουθένωσις εναντίον των υπερηφάνων, οι οποίοι μας κατατυραννούν.
4 Απαύδησε η ψυχή μας, από το χλευασμό των αλαζόνων, από την καταφρόνια των υπεροπτικών.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἱερουσαλήμ ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά φυλάη ὁ Θεός κάποια πόλη ἤ χωριό ἀπό κάθε συμφορά.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός τό φῶς στούς τυφλούς καί νά θεραπεύση τά πονεμένα μάτια.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 123

ΨΑΛΜΟΣ 123 - ΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν, εἰπάτω δὴ Ἰσραήλ·
1 Εάν ο Κυριος δεν ήτο μαζή μας, βοηθός και υπερασπιστής μας, ας το ομολογήση λοιπόν όλος ο ισραηλιτικός λαός,
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Δαβίδ. Αν ο Κύριος δεν ήτανε μαζί μας –ας το ομολογήσει τώρα ο Ισραήλ–
2 εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν ἐν τῷ ἐπαναστῆναι ἀνθρώπους ἐφ᾿ ἡμᾶς,
2 εάν ο Κυριος δεν ευρίσκετο μαζή μας, όταν οι εχθροί μας πάνοπλοι και ισχυροί εξηγέρθησαν εναντίον μας,
2 αν ο Κύριος δεν ήτανε μαζί μας, όταν οι άνθρωποι ξεσηκωθήκαν εναντίον μας,
3 ἄρα ζῶντας ἂν κατέπιον ἡμᾶς ἐν τῷ ὀργισθῆναι τὸν θυμὸν αὐτῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς·
3 ασφαλώς και βεβαίως ζωντανούς θα μας κστέπιναν, όταν η οργή των είχεν ανάψει εναντίον μας.
3 ζωντανούς θα μας είχαν καταπιεί, πάνω στην ξαναμμένη τους οργή.
4 ἄρα τὸ ὕδωρ ἂν κατεπόντισεν ἡμᾶς, χείμαῤῥον διῆλθεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν·
4 Το ορμητικόν ρεύμα του μίσους και της κακίας των θα μας κατεπόντιζε και θα μας κατέπνιγε. Ποταμόν ορμητικόν από εκείνους, που σχηματίζονται τον χειμώνα, θα διήρχετο η ψυχή μας.
4 Τα νερά τότε θα μας είχανε καταποντίσει, θα μας είχαν παρασύρει οι χείμαρροι.
5 ἄρα διῆλθεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον.
5 Ασφαλώς θα διήρχετο η ψυχά μας βαθύτατον ύδωρ, όπου πυθμήν δεν υπάρχει, και θα κατεποντίζετο.
5 Θα ’χαν περάσει τότε πάνω μας τα φουσκωμένα τα νερά.
6 εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἔδωκεν ἡμᾶς εἰς θήραν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν.
6 Ας είναι όμως ευλογημένον και δοξασμένον το όνομά του Κυρίου, ο οποίος δεν μας αφήκε να γίνωμεν θήραμα και τροφή στους οδόντας των αγρίων αυτών θηρίων, των εχθρών μας.
6 Ευλογητός ο Κύριος, που λεία δε μας έδωσε στα δόντια τους!
7 ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων· ἡ παγὶς συνετρίβη, καὶ ἡμεῖς ἐῤῥύσθημεν.
7 Η ζωη μας εγλύτωσεν από τα χέρια των, όπως το στρουθίον διαφεύγει την παγίδα των κυνηγών. Η παγίς των εχθρών μας συνετρίβη και ημείς διεσώθημεν.
7 Η ζωή μας τους ξέφυγε σαν το πουλί απ’ των κυνηγών τα δίχτυα· το δίχτυ σκίστηκε κι εμείς γλιτώσαμε!
8 ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
8 Η βοήθεια και η σωτηρία μας οφείλεται στον παντοδύναμον Κυριον μας, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
8 Η βοήθειά μας έρχεται στ’ όνομα του Κυρίου, που έφτιαξε τα ουράνια και τη γη.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἱκεσία γιά ἔλεος.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός γιά νά βγοῦμε ἀπό κάθε ἀδιέξοδο.
γ Γιά νά φυλάξη ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους ἀπό τά φίδια νά μήν τούς δαγκώνουν
στ Προσευχή εὐχαριστίας πρός τόν Κύριο, πού μᾶς ἐφύλαξε καί μᾶς γλίτωσε ἀπό τίς παγίδες τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 124

ΨΑΛΜΟΣ 124 - ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Οἱ πεποιθότες ἐπὶ Κύριον ὡς ὄρος Σιών· οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα ὁ κατοικῶν Ἱερουσαλήμ.
1 Αυτοί που έχουν στηρίξει την πεποίθησιν των εις τον Κύριον, ομοιάζουν προς το ακλόνητον όρος της Σιών, διότι όπως εκείνο, έτσι και ο κάθε κάτοικος της Ιερουσαλημ, που πιστεύει εις τον Θεο, ποτέ δεν θα κλονισθή.
1 Ωδή των αναβαθμών. Όσοι έχουν την εμπιστοσύνη τους στον Κύριο είναι σαν το όρος το Σιών, που δε σαλεύεται, που στέκει εκεί αιώνια.
2 ὄρη κύκλῳ αὐτῆς, καὶ ὁ Κύριος κύκλῳ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
2 Όπως γύρω από την Ιερουσαλήμ υπάρχουν λόφοι, οι οποίοι την προασπίζουν από τας επιδρομάς των εχθρών, έτσι και ο Κύριος ως ακατανόκητον όπλον ευρίσκεται γύρω από τον λαόν του, προστατεύων αυτόν εις τους αιώνας των αιώνων.
2 Βουνά αγκαλιάζουν την Ιερουσαλήμ, κι ο Κύριος αγκαλιάζει το λαό του από τώρα και παντοτινά.
3 ὅτι οὐκ ἀφήσει Κύριος τὴν ῥάβδον τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπὶ τὸν κλῆρον τῶν δικαίων, ὅπως ἂν μὴ ἐκτείνωσιν οἱ δίκαιοι ἐν ἀνομίαις χεῖρας αὐτῶν.
3 Δεν θα επιτρέψη ο Κύριος να πίπτη βασανιστική και τυραννική η ράβδος και η εξουσία των αμαρτωλών εναντίον της κληρονομίας των δικαίων Ισραηλιτών. Και τούτο, δια να μη σκανδαλισθούν οι δίκαιοι από τον θρίαμβον του κακού και απλώσουν και αυτοί τα χέρια των εις έργα παρανομίας.
3 Αυτός να εξουσιάζουν δεν θ’ αφήσει οι ασεβείς στη χώρα των δικαίων, ώστε οι δίκαιοι να μην τύχει και απλώσουν στην ανομία τα χέρια τους.
4 ἀγάθυνον, Κύριε, τοῖς ἀγαθοῖς καὶ τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ·
4 Δείξε και στείλε, Κύριε, τα αγαθά σου εις τους αγαθούς ανθρώπους, εις αυτούς που έχουν ειλικρινή και άδολον την καρδίαν.
4 Κύριε, κάνε ευεργεσίες στους καλούς, σ’ εκείνους που καρδιά έχουν τίμια.
5 τοὺς δὲ ἐκκλίνοντας εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος μετὰ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν εἰρήνη ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.
5 Αυτούς όμως, οι οποίοι παρεκκλίνουν εις τους διεστραμμένους δρόμους της πονηρίας, θα εξολοθρεύση ο Κύριος, μαζή με τους εργαζομένους την ανομίαν. Είθε να βασιλεύη η ειρ'ηνη εις τον λαόν του Ισραήλ.
5 Μα εκείνους που διεστραμμένη έχουν συμπεριφορά, θα ’πρεπε, Κύριε, να τους σαρώσεις, μαζί μ’ αυτούς που πράττουν την ασέβεια. Ας είναι η ειρήνη με τον Ισραήλ!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας.
α2 Προσευχή πού διαβάζεται στίς ἐθνικές γιορτές.
γ Γιά νά προφυλάξη ὁ Θεός τά κτήματα τῶν δικαίων ἀνθ- ρώπων ἀπό τούς κακούς ἀνθρώπους.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 125

ΨΑΛΜΟΣ 125 - ΟΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ ΤΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΒΥΛΩΝΑ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν Σιὼν ἐγενήθημεν ὡσεὶ παρακεκλημένοι.
1 Οταν ο δίκαιος και παντοδύναμος Κυριος επανέφερεν ημάς τους αιχμαλώτους από την Βαβυλώνα και αποκατέστησεν εις την πατρίδα μας, ησθάνθημεν μεγάλην παρηγορίαν και χαράν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Όταν ο Κύριος μας έφερε απ’ την αιχμαλωσία πίσω στη Σιών, ήμασταν σαν να βλέπαμε όνειρο.
2 τότε ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεως. τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μετ᾿ αὐτῶν.
2 Τοτε εγέμισε το στόμα μας από ενθουσιώδεις αναφωνήσεις χαράς και η γλώσσα μας από λόγια αγαλλιάσεως. Τοτε και αυτοί ακόμη οι ειδωλολατρικοί, λαοί έλεγαν· Ο Κυριος έκαμε μεγάλα έργα προς χάριν των Ισραηλιτών.
2 Τότε γέλιο πλημμύρισε το στόμα μας κι η γλώσσα μας ύμνους χαράς· τότε λέγαν οι λαοί αναμεταξύ τους: «Μεγάλα έργα έκανε ο Κύριος γι’ αυτούς!»
3 ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν, ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι.
3 Πράγματι μεγάλα και θαυμαστά έργα υπέρ ημών έκαμεν ο Κυριος. Δι' αυτό και ημείς εγεμίσαμεν από χαράν και αγαλλίασιν.
3 Μεγάλα έργα έκανε ο Κύριος για μας· μας γέμισε ευφροσύνη.
4 ἐπίστρεψον, Κύριε, τὴν αἰχμαλωσίαν ἡμῶν ὡς χειμάῤῥους ἐν τῷ νότῳ.
4 Επανάφερε όμως, Κυριε, και τους υπολειφθέντας αιχμαλώτους Ιουδαίους, πολυαρίθμους, σαν χειμάρρους, οι οποίοι κατά τον χειμώνα γεμίζουν νερά και ορμητικοί χύνονται προς νότον.
4 Φέρε μας, Κύριε, ξανά στην πρωτινή ευτυχία μας, με μιας, όπως γεμίζουνε οι ξερές κοίτες των χειμάρρων.
5 οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι.
5 Οσοι με δάκρυα απελπισίας εξ αιτίας της ξηρασίας σπείρουν τους αγρούς των, όταν πέσουν αι βροχαί και καρποφορήσουν οι αγροί των, θα θερίσουν σκιρτώντες από αγαλλίασιν.
5 Όσοι με δάκρυα σπέρνουνε θα χαίρονται στο θερισμό.
6 πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν.
6 Οι γεωργοί μεταβαίνοντες στους αγρούς των ρίπτουν τους σπόρους με δάκρυα, διότι δεν γνωρίζουν, αν και τι θα θερίσουν. Κατά τον θερισμόν όμως επανέρχονται από τους αγρούς με αγαλλίασιν φέροντες στους ώμους των τα δεμάτια από τα μεστωμένα στάχυα. Ετσι και ημείς πονεμένοι και κλαίοντες εβαδίζαμεν προς την εξορίαν της Βαβυλώνος. Χαίροντες δε και αγαλλόμενοι επανήλθομεν με την βοήθειάν σου εις την πατρίδα μας.
6 Αυτός που κλαίει στον πηγαιμό το σπόρο κουβαλώντας, γυρίζοντας θα τραγουδάει χαρούμενος δεμάτια φορτωμένος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Πεποίθηση στό Θεό.
α2 Πρίν ἀπό τόν ὕπνο.
Γιά νά μᾶς φυλάη ὁ Θεός ἀπό νυχτερινές ἐπιθέσεις δαιμόνων.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού πάσχουν ἀπό συνεχεῖς πονοκεφάλους.
στ Προσευχή πρός τόν Κύριο διά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν αἰχμαλωσία.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 126

ΨΑΛΜΟΣ 126 - ΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΕΙ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων.
1 Εάν ο ίδιος ο Κυριος δεν οικοδομήση και δεν ευδοκήση εις την ανοικοδόμησιν ενός οίκου, ματαίως εκοπίασαν οι οικοδομούντες αυτόν. Εάν ο ίδιος ο Κυριος δεν φυλάξη μίαν πόλιν, ματαίως ηγρύπνησαν οι φρουροί της.
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Σολομώντα. Το σπίτι αν δεν το χτίσει ο Κύριος, μάταια μοχθούν οι χτίστες του γι’ αυτό· την πόλη ο Κύριος αν δεν τη φυλάξει, μάταια ο φρουρός της αγρυπνά.
2 εἰς μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης, ὅταν δῷ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕπνον.
2 Εάν δεν έχετε δοηθόν τον Θεόν, ματαίως εξυπνάτε από τον βαθύν όρθρον, δια να μεταβήτε εις τας εργασίας σας. Ματαίως, μόλις σηκωθήτε από την κλίνην σας η από την τράπεζαν του φαγητού, σπεύδετε προς την εργασίαν σας· και έτσι τρώγετε τον άρτον σας με πολύν κόπον και πόνον εις στιγμήν, κατά την οποίαν ο Κυριος δίδει στους αγαπητούς του πιστούς ανθρώπους ήρεμον ύπνον·
2 Σε τίποτα δεν ωφελεί να σηκωνόσαστε αυγή, να πέφτετε αργά για ύπνο, και να τρώτε με μόχθο κερδισμένο το ψωμί. Ο Κύριος δίνει άλλο τόσο σ’ εκείνους που αγαπά, ενώ αυτοί κοιμούνται.
3 ἰδοὺ ἡ κληρονομία Κυρίου υἱοί, ὁ μισθὸς τοῦ καρποῦ τῆς γαστρός.
3 ιδού ποιά είναι η πολύτιμος δωρεά του Κυρίου, που δίδεται από αυτόν στους αγαπητούς του. Είναι τα παιδιά, οι απόγονοι. Ο μισθός και η αμοιβή των δικαίων είναι τα τέκνα, καρπός της μητρικής γαστρός.
3 Δέστε, δώρο απ’ τον Κύριο είναι τα παιδιά· ανταμοιβή ο καρπός των σπλάχνων.
4 ὡσεὶ βέλη ἐν χειρὶ δυνατοῦ, οὕτως οἱ υἱοὶ τῶν ἐκτετιναγμένων.
4 Ωσάν βέλη εις τα χέρια ικανού και εμπείρου πολεμιστού ομοιάζουν τα παιδιά των παραμερισμένων από τους ανθρώπους, αλλά πιστών στον Θεόν γονέων. 5 Μακάριος είναι ο γονεύς εκείνος, ο οποίος θα αποκτήση δια των παιδιών του ο,τι επιθυμεί. Δεν θα εντροπιασθούν οι γονείς αυτοί των πολλών παιδιών, όταν συζητούν με τους εχθρούς των εις τας πύλας της πόλεως.
4 Οι ρωμαλέοι γιοι που αποκτά κανείς στα νιάτα του είναι καθώς τα βέλη στα χέρια του πολεμιστή.
5 μακάριος ὃς πληρώσει τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἐξ αὐτῶν· οὐ καταισχυνθήσονται, ὅταν λαλῶσι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν ἐν πύλαις.
5 Μακάριος είναι ο γονεύς εκείνος, ο οποίος θα αποκτήση δια των παιδιών του ο,τι επιθυμεί. Δεν θα εντροπιασθούν οι γονείς αυτοί των πολλών παιδιών, όταν συζητούν με τους εχθρούς των εις τας πύλας της πόλεως.
5 Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που ’ναι η φαρέτρα του μ’ αυτά γεμάτη· δεν πρόκειται να ντροπιαστεί, όταν με τους εχθρούς του αντιδικεί στης πολιτείας την πύλη.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό γέλιο καί τά δάκρυα.
α2 Γιά τήν εὐημερία καί τήν προκοπή ἑνός τόπου.
Γιά νά πᾶνε καλά οἱ δουλειές.
β Ὅταν κάνης ἐγκαίνια στό σπίτι σου ἀλλά καί τῆς ψυχῆς πού ὑποδέχεται τόν Κύριο.
γ Γιά νά εἰρηνεύση ὁ Θεός τήν οἰκογένεια ὅταν μαλώνουν.
στ Προσευχή νά εὐοδώση ὁ Κύριος τά βιοποριστικά μας ἔργα, καθώς καί κάθε ἔργο τῶν χειρῶν μας.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 127

ΨΑΛΜΟΣ 127 - Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν. 1 Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, οἱ πορευόμενοι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ.
1 Τρισευτυχισμένοι είναι όλοι όσοι φοβούνται και ευλαβούνται τον Κυριον, οι οποίοι πορεύονται και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τας εντολάς του.
1 Ωδή των αναβαθμών. Μακάριοι όλοι αυτοί που σέβονται τον Κύριο κι ακολουθούν το δρόμο του!
2 τοὺς πόνους τῶν καρπῶν σου φάγεσαι· μακάριος εἶ, καὶ καλῶς σοι ἔσται.
2 Συ, που ευλαβείσαι τον Κυριον, θα τρώγης τους κόπους των χειρών σου, και όχι οι ξένοι και οι εχθροί σου. Είσαι καλότυχος και ευτυχισμένος, και όλα τα ζητήματά σου θα πάνε καλά.
2 Θ’ απολαμβάνεις ό,τι τα χέρια σου μοχθήσανε, ευτυχισμένος θα ’σαι και θα ευημερείς.
3 ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας σου· οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου.
3 Η γυναίκα σου, μέσα εις τα δωμάτια του σπιτιού σου, θα είναι ωσάν την κληματαριά της αυλής σου, την γεμάτην καρπούς. Τα παιδιά σου θα παρακάθηνται ολόγυρα από την τράπεζάν σου, σαν νεόφυτα δένδρύλλια ελαιών.
3 Θα ’ναι η γυναίκα σου σαν καρπισμένο αμπέλι μέσα στο σπιτικό σου, οι γιοι σου, σαν νιοφυτεμένα λιόδεντρα τριγύρω στο τραπέζι σου.
4 ἰδοὺ οὕτως εὐλογηθήσεται ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον.
4 Ιδού, έτσι θα ευλογηθή κάθε άνθρωπος, ο οποίος φοβείται και ευλαδείται τον Κυριον.
4 Έτσι θα ευλογηθεί ο άνθρωπος που σέβεται τον Κύριο.
5 εὐλογήσαι σε Κύριος ἐκ Σιών, καὶ ἴδοις τὰ ἀγαθὰ Ἱερουσαλὴμ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου·
5 Είθε, λοιπόν, σε τον φοβούμενον αυτόν, να σε ευλογήση ο Κυριος από την αγίαν Σιών, όπου ο ιερός ναός του, να ίδης και να απολαύσης τα αγαθά της Ιερουσαλήμ όλας τας ημέρας της ζωής σου.
5 Θα σ’ ευλογήσει ο Κύριος απ’ τη Σιών· την προκοπή της Ιερουσαλήμ θα χαίρεσαι όλες τις μέρες της ζωής σου.
6 καὶ ἴδοις υἱοὺς τῶν υἱῶν σου. εἰρήνη ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.
6 Είθε να ίδης τέκνα των τέκνων σου. Είθε η ειρήνη του Θεού να βασιλεύη εις ολόκληρον τον ισραηλιτικόν λαόν.
6 Και των παιδιών σου τα παιδιά θα δεις. Ας είναι η ειρήνη με τον Ισραήλ!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ματαιότητα τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας χωρίς τό Θεό.
α2 Γιά νά ἐπιλύονται χωρίς προβλήματα οἱ οἰκονομικές διαφορές.
β Γιά μακαρισμό.
γ Γιά νά μή πλησιάση ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ ποτέ στά σπίτια, καί νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν οἰκογένεια.
στ Προσευχή νά εὐοδώση ὁ Κύριος τά βιοποριστικά μας ἔργα, καθώς καί κάθε ἔργο τῶν χειρῶν μας.
ζ Παρέχεται τό τρίπτυχο μιᾶς εὐτυχισμένης οἰκογένειας, ἤτοι, Θεός, ἡ ἐργασία καί τά παιδιά.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 128

ΨΑΛΜΟΣ 128 - Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Πλεονάκις ἐπολέμησάν με ἐκ νεότητός μου, εἰπάτω δὴ Ἰσραήλ·
1 Πολλές φορές και από πολύν καιρόν, όταν ακόμη ως νεαρόν έθνος ηρχίσαμεν την ζωήν μας εις την Αίγιπτον, μας επολέμησαν οι εχθροί μας. Ας το διακηρύξη αυτό ο ισραηλιτικός λαός.
1 Ωδή των αναβαθμών. Πολύ με καταπίεσαν απ’ τη νεότητά μου –ας το επαναλάβει τώρα ο Ισραήλ–
2 πλεονάκις ἐπολέμησάν με ἐκ νεότητός μου, καὶ γὰρ οὐκ ἠδυνήθησάν μοι.
2 Πολλές φορές μας επολέμησαν οι εχθροί μας από την αρχήν της εθνικής μας ζωής και όμως δεν κατόρθωσαν να μας επιβληθούν και να μας εξοντώσουν.
2 πολύ με καταπίεσαν απ’ τη νεότητά μου, κι όμως δε με γονάτισαν.
3 ἐπὶ τὸν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί, ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν.
3 Καθήσαντες τυραννικά επάνω μας, εσφυροκοπούσαν εις την ράχιν μας οι ασεβείς ειδωλολατρικοί λαοί και επί πολύν χρόνον επεξέτεινον την παράνομον αυτήν συμπεριφοράν.
3 Βαθιές ανοίξαν αυλακιές στη ράχη μου, σαν να ’ταν γη που την οργώσαν γεωργοί.
4 Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αὐχένας ἁμαρτωλῶν.
4 Αλλ' ο δίκαιος Κυριος κατέκοψε και εταπείνωσε τους αυχένας των αλαζονικών αμαρτωλών αυτών τυράννων μας.
4 Μα ο Κύριος είν’ αξιόπιστος· έκοψε τα δεσμά, που μου ’χαν βάλει οι ασεβείς, ώστε αναγκαστικά να τους δουλεύω.
5 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω πάντες οἱ μισοῦντες Σιών.
5 Ας κατεντροπιασθούν και ας στραφούν εντροπιασμένοι προς τα οπίσω όλοι εκείνοι, οι οποίοι μισούν την αγίαν Σιών, την Ιερουσαλήμ.
5 Ας ντροπιαστούνε κι ας στραφούνε πίσω όλοι που τη Σιών εχθρεύονται.
6 γενηθήτωσαν ὡσεὶ χόρτος δωμάτων, ὃς πρὸ τοῦ ἐκσπασθῆναι ἐξηράνθη·
6 Ας γίνουν όλοι αυτοί ωσάν το χορτάρι, που φυτρώνει επάνω εις τα λιακωτά, και το οποίον, πριν κανείς το εκριζώση, ξηραίνεται μόνον του.
6 Ας γίνουνε σαν το χορτάρι στη σκεπή, που αποξεραίνεται πριν μεγαλώσει.
7 οὗ οὐκ ἐπλήρωσε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὁ θερίζων καὶ τὸν κόλπον αὐτοῦ ὁ τὰ δράγματα συλλέγων,
7 Από αυτό το χορτάρι δεν ημπορεί ποτέ να γεμίση τα χέρια του ο θεριστής, ο οποίος θερίζει τα στάχυα, ούτε βέβαια και την αγκαλιάν του ο εργάτης, ο οποίος μαζεύει και δένει εις δεμάτια τα στάχυα.
7 Δεν το μαζεύει αυτό κανένας θεριστής κι ούτε κανείς το μεταφέρει σε δεμάτια.
8 καὶ οὐκ εἶπαν οἱ παράγοντες· εὐλογία Κυρίου ἐφ᾿ ὑμᾶς, εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐν ὀνόματι Κυρίου.
8 Ούτε οι διαβάται θα είπουν προς εκείνους οι οποίοι, τυχόν, θα εμάζευαν τα χορταράκια αυτά· η ευλογία και η ειρήνη του Θεού να είναι μαζή σας· ούτε και εκείνοι, φυσικά, θα απαντήσουν προς τους διαβάτας· Η ευλογία του Θεού μαζή σας. Εν ονόματι του Κυρίου σας ευλογούμεν και ημείς.
8 Στους θεριστές δεν θα τους πούνε οι διαβάτες: «Η ευλογία του Κυρίου μαζί σας· σας ευλογούμε στου Κυρίου τ’ όνομα!»

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Οἱ εὐλογίες τοῦ ἀνθρώπου, πού σέβεται καί ὑπακούει στόν Θεό.
α2 Γιά κάθε καινούργιο ξεκίνημα.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού πάσχουν ἀπό ἡμικρανία καί πονοκεφάλους καί νά ἐλεήση τούς σκληρόκαρδους καί ἀδιάκριτους ἀνθρώπους πού στενοχωροῦν τούς αὐαίσθητους.
ζ Ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 129

ΨΑΛΜΟΣ 129 - ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·
1 Από τα βάθη της ψυχής μου, εις δυστυχίαν ευρισκόμενος, Εκραξα, Κυριε, προς σέ.
1 Ωδή των αναβαθμών. Από τα βάθη της ψυχής μου, Κύριε, σου φωνάζω.
2 Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου· γενηθήτω τὰ ὦτά σου προσέχοντα εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
2 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την δέησίν μου. Ας γίνουν προσεκτικά τα αυτιά σου εις τα λόγια της δεήσεώς μου.
2 Άκουσε, Κύριε, τη φωνή μου, δώσε την προσοχή σου όταν σου δέομαι.
3 ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε Κύριε, τίς ὑποστήσεται;
3 Κυριε, Κυριε, εάν παρατηρήσης και εξετάσης τας αμαρτίας μας, ποιός είναι δυνατόν να ανθέξη στο ερευνητικόν βλέμμα σου και την δικαίαν καταδικαστικήν απόφασίν σου;
3 Αν εσύ, Κύριε, ανομίες παρατηρείς, ποιος, Κύριε, θ’ αντέξει;
4 ὅτι παρὰ σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν.
4 Παίρνω όμως θάρρος, διότι γνωρίζω ότι εις σε υπάρχει το έλεος και η συγχώρησις.
4 Αλλά εσύ δίνεις τη συγχώρηση, για να ’σαι σεβαστός.
5 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε, ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸν λόγον σου.
5 Δια το όνομά σου, Κυριε, το οποίον υπενθυμίζει αγαθότητα και φιλανθρωπίαν, με πολλήν την υπομονήν και εγκαρτέρησιν ήλπισα εις σέ. Η ψυχή μου, με ακλόνητον πεποίθησιν εις την φιλαλήθειαν των υποσχέσεών σου, υπομένει και περιμένει την βοήθείαν σου.
5 Στον Κύριο έλπισα, έλπισε η ψυχή μου, και προσδοκώ τους λόγους του.
6 ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον απὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.
6 Η ψυχή μου ήλπισε και ελπίζει στον Κυριον, από βαθέος όρθρου μέχρι της προχωρημένης νυκτός. Εις τον Κυριον όλος ο ισραηλιτικός λαός ας ελπίζη από βαθείας πρωΐας μέχρι προχωρημένης νυκτός.
6 Ψυχή μου, πρόσμενε τον Κύριο, πιότερο απ’ ό,τι οι φύλακες προσμένουν την αυγή.
7 ὅτι παρὰ τῷ Κυρίῳ τὸ ἔλεος καὶ πολλὴ παρ᾿ αὐτῷ λύτρωσις,
7 Διότι στον Κυριον υπάρχει το έλεος. Εις αυτόν υπάρχει ανεξάντλητος και από αυτόν χορηγείται πλουσία η βοήθεια προς σωτηρίαν.
7 Έλπιζε, Ισραήλ, στον Κύριο, γιατ’ είναι σπλαχνικός και χίλιους τρόπους έχει αυτός να σε λυτρώνει.
8 καὶ αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ.
8 Και αυτός θα απαλλάξη τον ισραηλιτικόν λαόν από όλας τας αμαρτίας του.
8 Εκείνος θα λυτρώσει τον Ισραήλ απ’ όλες του τις ανομίες.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά τήν πτώση ὅλων ἐκείνων πού κατέθλιψαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς κατατρέχουν ἀσταμάτητα.
γ Γιά νά δώση ὁμΘεός θάρρος καί ἐλπίδα στούς ἀρρώστους γιά νά μή δυσκολεύονται στή δουλειά τους.
στ Πρωϊνή δέηση καί ἱκεσία πρός τόν Κύριο, ὅπου ζητεῖται ὁ φωτισμός καί ἡ καθοδήγηση, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ προστασία ἀπό ἐχθρούς ἰσχυρούς.
θ "Αἴτησις παρά τοῦ Θεοῦ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν".
"Ἐν καταστἀσει μετανοίας περί πραχθεισῶν ἁμαρτιῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 130

ΨΑΛΜΟΣ 130 - ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΠΕΡΗΦΑΝΕΥΤΗΚΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΟΥ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Κύριε, οὐχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμέ.
1 Κυριε, δεν υψώθηκε από κενοδοξίαν και υπερηφάνειαν η καρδία μου, ούτε και εσήκωσα τα μάτια μου με έπαρσιν απέναντι των άλλων. Δεν επεδίωξα δία λόγους φιλοδοξίας μεγαλεία, ούτε επεχείρησα πράγματα, που υπερβαίνουν την δύναμίν μου και την αξίαν μου, με σκοπόν να προκαλέσω τον θαυμασμόν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Δαβίδ. Κύριε, δεν περηφανεύτηκε η καρδιά μου ούτε υπεροψία είχε το βλέμμα μου· δεν καταπιάστηκα με πράγματα μεγάλα ούτε μ’ εκείνα που με ξεπερνούν.
2 εἰ μὴ ἐταπεινοφρόνουν, ἀλλὰ ὕψωσα τὴν ψυχήν μου ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, ὡς ἀνταποδώσεις ἐπὶ τὴν ψυχήν μου.
2 Εάν δεν εζούσα και δεν εφερόμην με ταπεινοφροσύνην, εάν δεν έχω εξαρτήσει όλην μου την ύπαρξιν από σε και προς σε δεν έχω υψωμένα τα βλέμματά μου, όπως το απογαλακτισμένον βρέφος προς την μητέρα του, έτσι ας ανταποδώσης εις την ψυχήν μου, τιμωρίαν μεν εάν εφέρθην με υπερηφάνειαν, αμοιβήν δε εάν έζησα με ταπεινοφροσύνην.
2 Αντίθετα, είν’ η ψυχή μου ησυχασμένη και ήρεμη, σαν βρέφος θηλασμένο στη μάνα του κοντά. Είν’ η ψυχή μου σαν το βρέφος το χορτάτο.
3 ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
3 Ολος ο Ισραηλιτικός λαός ας έχη στηριγμένας τας ελπίδας του προς τον Κυριον από τώρα και στον αιώνα του αιώνος.
3 Έλπιζε, Ισραήλ, στον Κύριο, από τώρα και παντοτινά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή, ἡ προσμονή, ἡ ἐλπίδα γιά τή λύτρωση ἀπό τό Θεό.
α2 Γιά ν' ἀφήνουμε τίς ὑποθέσεις μας στόν Κύριο.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός μετάνοια καί παρηγοριά μέ ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν.
θ "Περιέχων λαμπρόν μάθημα ταπεινοφροσύνης".

ΨΑΛΜΟΣ 111

ΨΑΛΜΟΣ 111 - Η ΗΡΕΜΗ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

Ἀλληλούϊα.

1 Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα·
1 Τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος σέβεται και ευλαβείται τον Κυριον. Αυτός με όλην του την θέλησιν θα ποθή να γνωρίζη και να εφαρμόζη τον νόμον του Θεού.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Μακάριος ο άνθρωπος που σέβεται τον Κύριο, που βρίσκει ευχαρίστηση στις εντολές του!
2 δυνατὸν ἐν τῇ γῇ ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ, γενεὰ εὐθέων εὐλογηθήσεται.
2 Ισχυροί και ακατανίκητοι θα είναι οι απόγονοί του στον κόσμον αυτόν. Ως γενεά δε δικαία θα έχουν την ευλογίαν του Θεού.
2 Πάνω στη γη θα ’ναι ισχυροί οι απόγονοί του· των τίμιων η γενιά θα ευλογηθεί.
3 δόξα καὶ πλοῦτος ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
3 Η δόξα και ο πλούτος θα υπάρχουν εις την οικογένειάν του και η δικαιοσύνη αυτού θα παραμένη εις αιώνα αιώνος.
3 Πολλά αγαθά και πλούτη θα ’χει το σπιτικό του και πάντα θα τον αποδέχεται ο Θεός.
4 ἐξανέτειλεν ἐν σκότει φῶς τοῖς εὐθέσιν ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ δίκαιος.
4 Μέσα στο σκότος της αγνοίας και της πλάνης και των δυσχερών περιστάσεων έλαμψε παρά Θεού το φως της αληθινής γνώσεως στους ευθείς κατά την καρδίαν. Διότι ο Κυριος είναι ελεήμων, οικτίρμων και δίκαιος.
4 Ακόμα και στις μαύρες ώρες, φως ανατέλλει για τους τίμιους· έχει αγάπη κι είναι σπλαχνικός και δίκαιος ο Κύριος.
5 χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· οἰκονομήσει τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει,
5 Αγαθός και χρήσιμος στους περί αυτόν είναι ο άνθρωπος εκείνος, που σπλαγχνίζεται τους άλλους, και τους δανείζει, χωρίς να δυσκολεύεται. Αυτός θα προσέχει πάντοτε τους λόγους του και τας κρίσστου, ώστε να μη θίγη τους άλλους, αλλά να τους οικοδομή.
5 Όλα πάνε καλά για κείνον που είν’ απλόχερος και τον φτωχό δανείζει· που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του σύμφωνα με το δίκαιο,
6 ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ σαλευθήσεται, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.
6 Ο δίκαιος αυτός άνθρωπος ποτέ δεν θα σαλευθή εις την πίστιν του· εις την ζωήν του ποτέ δεν θα κλονισθή, ώστε να πέση, αλλά θα μνημονεύεται δια παντός εκ μέρους των άλλων.
6 γιατί ποτέ του δε θα κλονιστεί· τον δίκαιο αιώνια θα τον μνημονεύουν.
7 ἀπὸ ἀκοῆς πονηρᾶς οὐ φοβηθήσεται· ἑτοίμη ἡ καρδία αὐτοῦ ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον.
7 Δεν θα φοβηθή τας ψευδείς και συκοφαντικάς διαδόσεις των άλλων. Η καρδία του είναι ετοίμη και σταθερά στο να ελπίζη πάντοτε στον Κυριον.
7 Φήμες κακές δεν θα φοβάται· αμετακίνητα η καρδιά του στον Κύριο ελπίζει.
8 ἐστήρικται ἡ καρδία αὐτοῦ, οὐ μὴ φοβηθῇ, ἕως οὗ ἐπίδῃ ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ·
8 Είναι στερεωμένη η καρδία του και ποτέ δεν θα φοβηθή από κανένα κίνδυνον, αλλά τουναντίον θα ίδη τους εχθρούς αυτού να ταπεινώνονται ενώπιον του.
8 Μένει το φρόνημά του ακλόνητο, προσμένει δίχως φόβο να δει των αντιπάλων του την ήττα.
9 ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ.
9 Αυτός εσκόρπισε τον πλούτον του με αγάπην. Εδωκεν στους πτωχούς. Η αρετή του και η αγάπη του μένει στον αιώνα του αιώνος και υμνείται παρά των ανθρώπων. Η δύναμίς του θα ανυψωθή εις μεγάλο ύψος δόξης.
9 Μοίρασε γενναιόδωρα, έδωσε στους φτωχούς, θα ’ναι πιστός παντοτινά στον Κύριο· θ’ αυξαίνει η δύναμή του μες στη δόξα.
10 ἁμαρτωλὸς ὄψεται καὶ ὀργισθήσεται, τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ βρύξει καὶ τακήσεται· ἐπιθυμία ἁμαρτωλοῦ ἀπολεῖται.
10 Ο αμαρτωλός θα ίδη αυτά και θα καταληφθή από οργήν. Θα τρίξη τα δόντια του, θα λυώση από τον φθόνον του, αλλά αι φθονεραί επιθυμίαι του, όπως και κάθε πονηρά επιθυμία του αμαρτωλού ανθρώπου, θα χαθή, θα πέση στο κενόν.
10 Ο ασεβής το βλέπει κι εξαγριώνεται, τρίζει τα δόντια του και λιώνει· η επιθυμία των ασεβών θ’ αφανιστεί.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Δοξολογία στό Θεό.
α2 Γι' αὐτούς πού πάνε νά διαγωνιστοῦν σέ ἐξετάσεις μαθημάτων.
β Γιά μακαρισμό.
γ Γιά νά φυλάξη ὁ Θεός τούς στρατιῶτες, ὅταν πηγαίνουν στόν πόλεμο.
ε "Εἶναι ἠθικότατος. Προσφέρειν τοῖς βουλομένοις (ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν) διδασκαλίαν εὐσεβείας".
ζ Περιγράφεται ὁ θρίαμβος τοῦ δικαίου, τοῦ ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνθρώπου καί ἰδιαίτερα τό ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης, ὡς ἔργου ἀληθοῦς λατρείας.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 113

ΨΑΛΜΟΣ 113 - ΟΤΑΝ Ο ΙΣΡΑΗΛ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐν ἐξόδῳ Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, οἴκου Ἰακὼβ ἐκ λαοῦ βαρβάρου,
1 Οταν ο ισραηλιτικός λαός επραγματοποίησε την έξοδόν του από την Αίγυπτον, όταν οι απόγονοι του Ιακώβ ελεύθεροι απεμακρύνθησαν από τον βάρβαρον αιγυπτιακόν λαόν,
1 Όταν οι Ισραηλίτες φύγαν απ’ την Αίγυπτο, οι απόγονοι του Ιακώβ απ’ τον ξενόγλωσσο λαό,
2 ἐγενήθη Ἰουδαία ἁγίασμα αὐτοῦ, Ἰσραὴλ ἐξουσία αὐτοῦ.
2 τότε κυρίως η Ιουδαία εξεχωρίσθη από τα αλλά ειδωλολατρικά έθνη και έγινε αφιερωμένη στον Θεόν, ο δε ισραηλιτικός λαός, ετέθη υπό την ιδιαιτέραν διακυβέρνησιν και πρόνοιαν του Θεού. Αυτό άλλως τε μαρτυρεί το πλήθος των θαυμαστών έργων.
2 έγινε ο Ιούδας του Κυρίου ο άγιος χώρος κι η επικράτειά του ο Ισραήλ.
3 ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω·
3 Η Ερυθρά Θαλασσα είδε τον ισραηλιτικον λαόν και υπεχώρησε, σχισθείσα εις δύο. Ο Ιορδάνης ποταμός ανέκοψε το ρεύμα του και εστράφη εις τα οπίσω, δια να δώση δίοδον στους Ισραηλίτας.
3 Η θάλασσα τον είδε και υποχώρησε, ο Ιορδάνης και γύρισε πίσω.
4 τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡσεὶ κριοὶ καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων.
4 Τα όρη εσκίρτησαν από αγαλλίασιν ωσάν κριοι και τα βουνά σαν τα αρνάκια των προβάτων.
4 Σκιρτήσαν τα βουνά σαν τα κριάρια κι οι λόφοι σαν τα πρόβατα.
5 τί σοί ἐστι, θάλασσα, ὅτι ἔφυγες, καὶ σύ, Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τὰ ὀπίσω;
5 Τι συνέβη εις σέ, ω θάλασσα, που εσχίσθης εις δύο και υπεχώρησες προ των Ισραηλιτών, και συ, Ιορδάνη, που ανέκοψες την ροήν σου προς την θάλασσαν, και εγύρισες προς τα οπίσω;
5 Τι έπαθες, θάλασσα, κι υποχωρείς κι εσύ Ιορδάνη και γυρίζεις πίσω;
6 τὰ ὄρη, ὅτι ἐσκιρτήσατε ὡσεὶ κριοί, καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων;
6 Διατί σεις, όρη του Σινά, εσκιρτήσατε ωσάν κριοι και τα βουνά ωσάν αρνάκια προβάτων;
6 Γιατί, βουνά, σκιρτάτε σαν κριάρια και λόφοι εσείς σαν πρόβατα;
7 ἀπὸ προσώπου Κυρίου ἐσαλεύθη ἡ γῆ, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ Ἰακὼβ
7 Εγιναν αυτά, επειδή εσημειώθη εκεί η παρουσία του Κυρίου. Εσείσθη η γη με την εμφάνισίν του Θεού του Ιακώβ.
7 Τρέμε η γη την παρουσία του Κυρίου, την παρουσία του Θεού του Ιακώβ,
8 τοῦ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ τὴν ἀκρότομον εἰς πηγὰς ὑδάτων.
8 Αυτού, ο οποίος μετέβαλε τον ξηρόν βράχον εις λίμνας υδάτων και τον απότομον σκληρόν γρανίτην εις πηγάς υδάτων.
8 που λίμνη με νερό έκανε το βράχο και νερομάνα την πέτρα τη σκληρή.
9 μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν, ἐπὶ τῷ ἐλέει σου καὶ τῇ ἀληθείᾳ σου,
9 Εγιναν αυτά προς χάριν ημών. Ομως οχι προς ημάς, Κυριε, οχι προς ημάς, αλλά στο πάντιμον Ονομά σου δώσε δόξαν. Εις σε και μόνον πρέπει η δόξα δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, που έδειξες και δεικνύεις προς ημάς, και δια την αλήθειαν, την οποίαν μας φανέρωνεις.
9 Όχι σ’ εμάς, Κύριε, όχι σ’ εμάς, αλλά σ’ εσένα δώσε δόξα! Γιατί εσύ έχεις αγάπη κι είσαι αξιόπιστος!
10 μήποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν;
10 Σώζε μας πάντοτε σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, δια να μη καταστραφώμεν και είπουν τα ειδωλολατρικά έθνη· Που είναι, λοιπόν, ο Θεός των;
10 Ας μη λέν’ οι ειδωλολάτρες: «Πού είναι ο Θεός τους;»
11 ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε.
11 Και όμως ο Θεός μας υπάρχει παντού, στον ουρανόν και εις την γην, και όλα τα έργα, τα οποία ηθέλησε και θέλει, έπραξε και πράττει.
11 Ο Θεός μας βρίσκεται στους ουρανούς, κάνει ό,τι αυτός θέλει.
12 τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων·
12 Αντιθέτως τα είδωλα των εθνών είναι κατασκευασμένα από άργυρον και χρυσόν, έργα ανθρωπίνων χειρών,
12 Τα είδωλα εκείνων είν’ από ασήμι και χρυσάφι· έργα από χέρια ανθρώπινα.
13 στόμα ἔχουσι, καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, καὶ οὐκ ὄψονται,
13 που έχουν στόμα άλλα δεν ημπορούν να ομιλήσουν, έχουν οφθαλμούς και δεν ημπορούν να ίδουν,
13 Στόμα έχουν αλλά δε μιλούν· μάτια έχουν μα δε βλέπουν.
14 ὦτα ἔχουσι, καὶ οὐκ ἀκούσονται, ῥῖνας ἔχουσι, καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται,
14 έχουν αυτιά αλλά δεν ακούουν, έχουν ρίνας και δεν ημπορούν να οσφρανθούν.
14 Έχουν αυτιά αλλά δεν ακούν· μύτη, μα οσμές δε νιώθουν.
15 χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν.
15 Εχουν χέρια, αλλά δεν δύνανται να ψηλαφήσουν, έχουν πόδια, χωρίς και να ημπορούν να βαδίσουν, ούτε δύνανται να αρθρώσουν λέξιν από τους λάρυγγας αυτών.
15 Χέρια έχουν αλλά δεν αγγίζουνε, πόδια αλλά δε βαδίζουν· απ’ το λαρύγγι τους δεν βγάζουνε φωνή.
16 ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.
16 Ομοιοι με τα είδωλα αυτά, τα νεκρά και τα άψυχα, ας γίνουν και εκείνοι, οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όλοι εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν εις αυτά.
16 Ας εξομοιωθούν μ’ αυτά οι κατασκευαστές τους και όλοι που ελπίζουνε σ’ αυτά.
17 οἶκος Ἰσραὴλ ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.
17 Ο δε Ισραηλιτικός λαός ήλπισεν απ' αρχής και θα ελπίζη στον Κυριον, διότι αυτός είναι βοηθός εις τας ανάγκας του, υπερασπιστής στους διαφόρους κινδύνους, που τον απειλούν.
17 Εσείς όμως οι Ισραηλίτες στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.
18 οἶκος Ἀαρὼν ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.
18 Ο ιερατικός οίκος του Ααρών ήλπισε και ελπίζει προς τον Κυριον. Βοηθός και υπερασπιστής αυτών είναι ο αληθινός Θεός.
18 Οι ιερείς, οι απόγονοι του Ααρών, στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.
19 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.
19 Οι προσήλυτοι από τα διάφορα ειδωλολατρικά έθνη, που σέβονται τον αληθινόν Θεόν, ήλπισαν και ελπίζουν εις αυτόν. Διότι είναι βοηθός και υπερασπιστής των.
19 Εσείς τον Κύριο που σέβεστε, στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.
20 Κύριος μνησθεὶς ἡμῶν εὐλόγησεν ἡμᾶς, εὐλόγησε τὸν οἶκον Ἰσραήλ, εὐλόγησε τὸν οἶκον Ἀαρών,
20 Ο Κυριος μας ενθυμείται, μας έχει πάντοτε προ οφθαλμών, μας ηυλόγησε με την προστασίαν και τα αγαθά του και θα μας ευλογή. Θα ευλογήση την ιερατικήν οικογενειάν του Ααρών!
20 Ο Κύριος μας θυμάται και θέλει να μας ευλογεί. Ας ευλογεί τους Ισραηλίτες! Ας ευλογεί τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών!
21 εὐλόγησε τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, τοὺς μικροὺς μετὰ τῶν μεγάλων.
21 Θα ευλογήση τους προσηλύτους, οι οποίοι τον σέβονται, τους μικρούς μαζή με τους μεγάλους.
21 Ας ευλογεί εκείνους που τον σέβονται και τους μικρούς, όπως και τους μεγάλους!
22 προσθείη Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς, ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν.
22 Είθε να προσθέση ο Κυριος εις σας, εις σας και εις τα τέκνα σας νέας ευλογίας.
22 Να σας χαρίζει απογόνους άφθονους ο Κύριος!
23 εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
23 Είθε να είσθε σεις ευλογημένοι παρά του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου, ο οποίος εδημιούργησε το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
23 Ευλογημένοι να ’στε εσείς από τον Κύριο, εκείνον που τον ουρανό έφτιαξε και τη γη!
24 ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ, τὴν δὲ γῆν ἔδωκε τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων.
24 Ο υπεράνω του ουρανού των αστέρων υπέρτατος ουρανός ανήκει στον Κυριον ως ίδικόν του κατ' εξοχήν ενδιαίτημα· την γην όμως έδωκεν ως κατοικίαν στους ανθρώπους.
24 Οι ουρανοί ανήκουν μόνο στον Κύριο· αλλά τη γη την εμπιστεύτηκε στους ανθρώπους.
25 οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί σε, Κύριε, οὐδὲ πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου,
25 Βοήθησέ μας, Κυριε, να ζήσωμεν ειρηνικοί και μακροχρόνιοι εδώ εις την γην, δια να σε δοξάζωμεν, διότι οι νεκροί δεν σε δοξάζουν, Κυριε. Αυτοί, οι οποίοι κατεβαίνουν κάτω στο σκότος του άδου, δεν σε ενθυμούνται και δεν σε δοξολογούν.
25 Αυτοί που αινούν τον Κύριο δεν είναι οι νεκροί· κανένας απ’ αυτούς, που στης σιωπής τον τόπο κατεβαίνουν.
26 ἀλλ᾿ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογήσομεν τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
26 Αλλά ημείς, που ζώμεν, θα δοξολογήσωμεν τον Κυριον καθ' όλην την ζωήν μας και τώρα και δια δε των απογόνων μας στους αιώνας των αιώνων.
26 Αλλά εμείς ας ευλογήσουμε τον Κύριο, και τώρα και για πάντα! Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ἀσύγκριτος Θεός μας.
α2 Γιά νά βροῦνε θεραπεία οἱ ἀδύναμοι ἄνθρωποι.
β Γιά νά ἐνθυμεῖσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός. Οἱ δέ ἄνθρωποι εἶναι ἀχάριστοι
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τά καθυστερημένα διανοητικά παιδιά.
ε "Εὐχαριστήριος ψ. πρός τόν Θεόν. Διηγεῖται δέ τάς εὐεργεσίας, ὁπού παλιά ἔκαμεν ὁ Θεός εἰς τούς Ἰουδαίους, καί ἀνυμνεῖ μέν τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, κατηγορεῖ δέ τήν ἀσθένειαν τῶν εἰδώλων".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 114

ΨΑΛΜΟΣ 114 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠ' ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἠγάπησα, ὅτι εἰσακούσεται Κύριος τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου,
1 Ηγάπησά με όλην μου την καρδιά τον Κυριον, διότι έκαμε δεκτήν και θα κάμνη και στο μέλλον δεκτήν την θερμήν προσευχήν μου.
1 Τον Κύριο τον αγαπώ, γιατί ακούει τη φωνή μου όταν του δέομαι.
2 ὅτι ἔκλινε τὸ οὖς αὐτοῦ ἐμοί, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις μου ἐπικαλέσομαι.
2 Διότι έκλινε το αυτί του προς εμέ, και εγώ θα τον επικαλούμαι εις όλας τας ημέρας της ζωής μου.
2 Στρέφεται με προσοχή σ’ εμένα· σ’ όλη μου τη ζωή θα τον καλώ.
3 περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, κίνδυνοι ᾅδου εὕροσάν με· θλῖψιν καὶ ὀδύνην εὗρον,
3 Θανάσιμοι πόνοι και αγωνίαι θανάτου με έχουν περικυκλώσει. Φοβεροί κίνδυνοι με ευρήκαν, οι οποίοι απειλούν να με κρημνίσουν στον άδην. Θλίψιν και οδύνην συνήντησα εις την πορείαν της ζωής μου.
3 Μ’ είχαν ζωσμένο οι πόνοι του θανάτου κι η φρίκη του άδη μ’ είχε δέσμιο· η αγωνία και η θλίψη με κρατούσαν.
4 καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπεκαλεσάμην· ὦ Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου.
4 Υπό το κράτος των αγωνιωδών αυτών περιστάσεων επεκαλέσθην δια της προσευχής το όνομα του Κυρίου και είπα· Ω Κυριε, σώσε την ζωήν μου από τους τρομερούς κινδύνους.
4 Τότε στον Κύριο φώναξα: «Αχ, Κύριε, γλίτωσέ με!»
5 ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ δίκαιος, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ.
5 Ο Κυριος είναι εύσπλαγχνος και δίκαιος. Αυτός στέλλει πλούσια τα ελέη του προς ημάς.
5 Ο Κύριος αγαπάει κι είναι δίκαιος, ο Θεός μας είναι σπλαχνικός.
6 φυλάσσων τὰ νήπια ὁ Κύριος· ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με.
6 Ο Κυριος φυλάσσει τα νήπια, τους αδυνάτους, τους ακάκους και αδόλους κατά την καρδίαν ανθρώπους. Εγώ εταπεινώθην ως ένα νήπιον ενώπιόν του και ο Κυριος δια την ταπείνωσίν μου αυτήν με έσωσε.
6 Ο Κύριος προστατεύει τους απλούς· ήμουν αδύνατος και μ’ έσωσε.
7 ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε,
7 Ω ψυχή μου, σύνελθε από την ταραχήν και ατονίαν, εις την οποίαν έχεις περιπέσει. Ξαναγύρισε εις την προτέραν σου ανάπαυσιν και ειρήνην, διότι ο Κυριος σε έχει πλέον ευεργετήσει.
7 Ηρέμησε, ψυχή μου, γιατί ο Κύριος σ’ ευεργέτησε.
8 ὅτι ἐξείλετο τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος.
8 Πράγματι ο Κυριος εγλύτωσε την ζωήν μου από τον θάνατον, τους οφθαλμούς μου τους απήλλαξεν από τα δάκρυα και τους πόδας μου τους διεφύλαξεν από ολισθήματα.
8 Λύτρωσε τη ζωή μου από το θάνατο, τα μάτια μου απ’ τα δάκρυα, τα πόδια μου απ’ την πτώση.
9 εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου, ἐν χώρᾳ ζώντων.
9 Δια τούτο, εφ' όσον θα ζω, εφ' όσον θα υπάρχω εις την γην των ζώντων ανθρώπων, θα προσπαθώ να πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον Κυρίου.
9 Ώστε να περπατώ ενώπιον του Κυρίου στη γη των ζωντανών.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος τοῦ Πάσχα. Ὁ Θεός μαζί μέ τόν λαό Του.
α2 Εὐχαριστήρια προσευχή.
Διαβάζεται κάθε μέρα
β Γιά τήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό γιά τήν βοήθειά Του ὅταν σέ καταδίωκαν.
γ Γιά νά δίνη ὁ Θεός εὐλογίες καί παρηγοριά στά δυστυχισμένα φτωχά παιδάκια, γιά νά μήν περιφρονοῦνται ἀπό τά παιδιά τῶν πλουσίων καί θλίβονται.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή).
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 115

ΨΑΛΜΟΣ 115 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠ' ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα· ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην σφόδρα.
1 Επίστευσα στον Θεόν, και, φωτιζόμενος από αυτήν την πίστιν, ωμίλησα την αλήθειαν και είπα· εξ αιτίας των πολλών θλίψεων εταπεινώθηκα πάρα πολύ.
1 Ακλόνητη έμενε η εμπιστοσύνη μου ακόμα κι όταν έλεγα: «Είμ’ εξουθενωμένος!»
2 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης.
2 Εγώ δε εις κατάστασιν εκστάσεως και αναταραχής ευρισκόμενος είπα· Καθε άνθρωπος είναι ψεύστης· εις αυτόν, λοιπόν, θα στηριχθώ η στον παντοδύναμον και αληθινόν Θεόν;
2 Έφτασα στην απόγνωση και είπα: «Κανέναν δεν μπορώ να εμπιστευτώ».
3 τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;
3 Τι ανταποδώσω στον Κιριον δι' όλας τας ευεργεσίας τας οποίας έχει κάμει προς εμέ;
3 Στον Κύριο τι μπορώ ν’ αντιπροσφέρω για όλες τις ευεργεσίες που μου έκανε;
4 ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι.
4 Θα πάρω και θα πιώ οίνον από το ποτήριον της ειρηνικής θυσίας, που του προσφέρω δια την σωτηρίαν μου, και πλήρης ευγνωμοσύνης θα αναφέρω και θα επικαλεσθώ το όνομα του Κυρίου.
4 Της σωτηρίας το ποτήρι θα υψώσω και του Κυρίου τ’ όνομα θα ομολογήσω.
5 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
5 Τα τάματα, τα οποία έχω κάμει, θα τα αποδώσω προς τον Κυριον έμπροσθεν όλου του λαού.
5 Θα εκπληρώσω ό,τι έταξα στον Κύριο, σ’ όλο του το λαό μπροστά.
6 τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ.
6 Τιμά ο Θεός, βραβεύει και δοξάζει τους αφωσιωμένους εις αυτόν, όταν μάλιστα αποθνήσκουν δια την αγάπην και την δόξαν του.
6 Δεν είν’ αδιάφορος στον Κύριο ο θάνατος των πιστών του.
7 ὦ Κύριε, ἐγὼ δοῦλος σός, ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου. διέῤῥηξας τοὺς δεσμούς μου,
7 Ω Κυριε, εγώ είμαι δούλος ιδικός σου, είμαι δούλος ιδικός σου, παιδί της δούλης σου. Συ έθραυσες τις αλυσίδες των μεγάλων και πολλών δεινών μου, εξ αιτίας των οποίων εκινδύνευα να αποθάνω.
7 Αχ, Κύριε, εγώ είμαι δούλος σου· δούλος σου και της δούλης σου παιδί· έλυσες τα δεσμά μου.
8 σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι.
8 Εις σε λοιπόν θα προσφέρω θυσίαν δοξολογίας δια την διάσωσίν μου και το Ονομά σου το σεδαστόν επικαλούμαι και θα επικαλούμαι.
8 Θα σου προσφέρω ευχαριστίας θυσία· και Κύριό μου θα σε ομολογήσω.
9 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,
9 Τα τάματά μου προς τον Κυριον θα τα εκπληρώσω εγώ δημοσία, ενώπιον όλου του λαού του,
9 Θα εκπληρώσω ό,τι έταξα στον Κύριο μπροστά σ’ όλο του το λαό,
10 ἐν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου ἐν μέσῳ σου, Ἱερουσαλήμ.
10 εκεί, εις τας αυλάς του ναού του Κυρίου εντός της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ.
10 μες στις αυλές του οίκου του Κυρίου, στο μέσο σου, Ιερουσαλήμ. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ζωντανός Θεός. Τά ἄψυχα εἴδωλα.
α2 Ἡ ὁμαδική προσευχή γιά κάθε κακό.
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
Ὅταν πιστεύης ὅπως θέλη ὁ Θεός.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τό φοβερό πάθος τοῦ ψεύδους.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή ὁλοκληρωτικῆς ὑποταγῆς καί ἀκράδαντης ἐλπίδας στόν Θεό καί ὄχι σέ ἀνθρώπους, πλοῦτο καί ἄλλα ὑλικά πράγματα.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος".

ΨΑΛΜΟΣ 117

ΨΑΛΜΟΣ 117 - ΘΑ ΖΗΣΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΗΓΟΥΜΑΙ ΟΣΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΚΑΝΕ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
1 Δοξολογείτε συνεχώς και ευχαριστείτε τον Κυριον, διότι είναι πανάγαθος, διότι αιώνιον και πλουσιόδωρον είναι το έλεός του.
1 Τον Κύριο δοξολογείτε, γιατί είν’ καλός· κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
2 εἰπάτω δὴ οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
2 Ας διακηρύξη όλος ο ισραηλιτικός λαός, ότι είναι πανάγαθος, διότι είναι αιώνιον και πλουσιόδωρον το έλεός του.
2 Ας πει ο Ισραήλ: «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!»
3 εἰπάτω δὴ οἶκος Ἀαρὼν ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
3 Ας διαλαλήση το ιερατικόν γένος του Ααρών, ότι είναι πανάγαθος, ότι αιώνιον και πλουσιόδωρον είναι το έλεός του.
3 Ας πουν, λοιπόν, οι ιερείς, οι απόγονοι του Ααρών: «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!»
4 εἰπάτωσαν δὴ πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
4 Ας διαλαλήσουν, λοιπόν, όλοι όσοι ευλαβούνται τον Κυριον, οι προσήλυτοι εκ των εθνών, ότι ο Κυριος είναι πανάγαθος, ότι αιώνιον και πλουσιόδωρον είναι το έλεός του.
4 Ας πουν εκείνοι που τον Κύριο σέβονται: «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του!»
5 ἐκ θλίψεως ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον, καὶ ἐπήκουσέ μου εἰς πλατυσμόν.
5 Οταν ευρισκόμην εις μεγάλην θλίψιν, παρεκάλεσα τον Κυριον και ο Κυριος έκαμε δεκτήν την προσευχήν μου και μου έστειλεν άνεσιν.
5 Μέσα στη θλίψη επικαλέστηκα τον Κύριο κι ο Κύριος αποκρίθηκε ελευθερώνοντάς με.
6 Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.
6 Οταν ο Κυριος είναι βοηθός και συμπαραστάτης μου, δεν θα φοβηθώ ποτέ από τας απειλάς και τας κακότητας του οιουδήποτε ανθρώπου.
6 Ο Κύριος είναι βοηθός μου, τίποτα δε φοβάμαι· τι θα μου κάνουν οι άνθρωποι;
7 Κύριος ἐμοὶ βοηθός, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς ἐχθρούς μου.
7 Ο Κυριος είναι ο παντοδύναμος βοηθός μου, δια τούτο και θα ίδω ταπεινωμένους προ των ποδών μου τους εχθρούς μου.
7 Ο Κύριος είν’ η βοήθειά μου και δίχως φόβο θα κοιτώ όσους μ’ εχθρεύονται.
8 ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ᾿ ἄνθρωπον·
8 Είναι ασυγκρίτως προτιμότερον και επωφελέστερον να έχη κανείς στηριγμένην την πεποίθησίν του στον Κυριον η να εμπιστεύεται τον εαυτόν του στους ανθρώπους.
8 Καλύτερα στον Κύριο κανείς να καταφεύγει, παρά να ελπίζει σε άνθρωπο.
9 ἀγαθὸν ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον ἢ ἐλπίζειν ἐπ᾿ ἄρχουσι.
9 Προτιμότερον και επωφελέστερον είναι να ελπίζη κανείς στον Κυριον, παρά να ελπίζη εις την βοήθειαν των αρχόντων.
9 Καλύτερα στον Κύριο κανείς να καταφεύγει, παρά να ελπίζει σε άρχοντες.
10 πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς·
10 Ολα τα γύρω έθνη έχθρικώς με περιεκύκλωσαν, εγώ όμως με το όνομα του Κυρίου, το οποίον και επεκαλέσθην, τους απέκρουσα και υπερήσπισα τον εαυτόν μου.
10 Όλα με περικύκλωσαν τα έθνη· μα στου Κυρίου το όνομα τους κατατρόπωσα.
11 κυκλώσαντες ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
11 Με πολλήν ορμήν και μανίαν με περιεκύκλωσαν, και εγώ εν ονόματι Κυρίου τους απέκρουσα.
11 Σφιχτά με κύκλωσαν απ’ όλες τις μεριές· μα στου Κυρίου το όνομα τους κατατρόπωσα.
12 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ μέλισσαι κηρίον καὶ ἐξεκαύθησαν ὡς πῦρ ἐν ἀκάνθαις, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
12 Με περιεκύκλωσαν, όπως περικυκλώνουν αι μέλισσαι την κηρήθραν, ήναψε πυρκαϊά μανίας μέσα των εναντίον μου, ωσάν η φωτιά εις τα αγκάθια. Και εγώ εν ονόματι Κυρίου τους απέκρουσα.
12 Με κύκλωσαν καθώς οι μέλισσες· μα στου Κυρίου τ’ όνομα τους κατατρόπωσα. Γρήγορα πάψαν οι επιθέσεις τους, όπως σβύνει η φωτιά σαν καίει αγκάθια.
13 ὠσθεὶς ἀνετράπην τοῦ πεσεῖν, καὶ ὁ Κύριος ἀντελάβετό μου.
13 Με έσπρωξαν εχθρικαί χείρες, έχασα την ισορροπίαν μου και εκινδύνευσα να πέσω κάτω, αλλά ο Κυριος με έπιασε με το χέρι του και με εστήριξε.
13 Με δύναμη με σπρώξαν για να πέσω, μα ο Κύριος με βοήθησε.
14 ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος καὶ ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν.
14 Ο Κυριος είναι η δύναμίς μου, είναι η δοξολογία μου, αυτός πάντοτε υπήρξε δι' εμέ σωτήρ.
14 Δύναμή μου και ύμνος μου ο Κύριος, εκείνος μ’ έσωσε.
15 φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας ἐν σκηναῖς δικαίων· δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν,
15 Φωναί χαράς και αγαλλιάσεως, λόγω της σωτηρίας μας, ακούονται εις τας κατοικίας των δικαίων Ισραηλιτών. Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου επραγματοποίησεν έργα δυνατά και αξιοθαύμαστα.
15 Φωνή αγαλλίασης και σωτηρίας μες στων δικαίων τις σκηνές: «Ο Κύριος έδειξε τη δύναμή του, νίκησε τους εχθρούς.
16 δεξιὰ Κυρίου ὕψωσέ με, δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν.
16 Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου με ύψωσε και με εδόξασε, η δεξιά του Κυρίου επραγματοποίησεν έργα δυνατά και θαυμαστά.
16 Το χέρι του υψώθη σε σημείο νίκης· ο Κύριος με τη δύναμή του νίκησε τους εχθρούς!»
17 οὐκ ἀποθανοῦμαι, ἀλλὰ ζήσομαι καὶ διηγήσομαι τὰ ἔργα Κυρίου.
17 Πιστεύω απολύτως εις την παντοδύναμον βοήθειάν του και διαλαλώ, ότι δεν θα αποθάνω εγώ και ο λαός μου, αλλά θα ζήσωμεν και θα διηγούμεθα τα θαυμαστά και καταπληκτικά αυτά έργα του Κυρίου.
17 Δε θα πεθάνω αλλά θα ζήσω και θα διηγούμαι όσα έκανε ο Κύριος.
18 παιδεύων ἐπαίδευσέ με ὁ Κύριος καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκέ με.
18 Δια μέσου πολλών δοκιμασιών και παιδαγωγικών θλίψεων με επαιδαγώγησε και με ετιμώρησεν ο Κυριος, αλλά δεν με παρέδωκεν στον θάνατον και τον αφανισμόν.
18 Με παίδεψε ο Κύριος πολύ αλλά δε μ’ έδωσε στο θάνατο.
19 ἀνοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης· εἰσελθὼν ἐν αὐταῖς ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ.
19 Και τώρα σεις, ιερείς, ανοίξατέ μου τας πύλας του ναού του Θεού. Θα εισέλθω εις τας αυλάς του ναού και θα δοξολογήσω τον Κυριον.
19 Ανοίξτε μου τις πύλες της δικαιοσύνης· να μπω και να δοξάσω τον Κύριο.
20 αὕτη ἡ πύλη τοῦ Κυρίου, δίκαιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ.
20 Αύτη είναι η πύλη του ναού του Κυρίου και μόνον δίκαιοι και ενάρετοι έχουν το δικαίωμα να διέλθουν δι' αυτής προς τον ναόν.
20 «Αυτή είναι του Κυρίου η πύλη· οι δίκαιοι απ’ αυτήν θα μπουν».
21 ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι ἐπήκουσάς μου καὶ ἐγένου μοι εἰς σωτηρίαν.
21 Εγώ, Κυριε, θα σε δοξολογήσω δια τα μεγαλεία σου, θα εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου δια τας ευεργεσίας σου, διότι ήκουσες ευμενώς και εδέχθης την προσευχήν μου και ανεδείχθης σωτήρ μου.
21 Επειδή μ’ αποκρίθηκες και μ’ έσωσες, Κύριε, θα σε δοξολογώ.
22 λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας·
22 Εγώ, που εις την περίστασιν αυτήν προεικονίζω και προαναγγέλλω τον σωτήρα, ομοιάζω με λίθον, τον οποίον κατεφρόνησαν οκνηροί και ανίκανοι οικοδόμοι. Αυτός όμως ο λίθος έγινεν εις τας χείρας του εμπείρου οικοδόμου θεμέλιος και ακρογωνιαίος λίθος του θείου οικοδομήματος.
22 Η πέτρα που οι οικοδόμοι την παραπέταξαν, έγινε το σημαντικότερο αγκωνάρι.
23 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
23 Αυτή η πνευματική οικοδομή, η Εκκλησία της λυτρώσεως και σωτηρίας, εθεμελιώθη και οικοδομήθη εκ μέρους του Κυρίου και είναι αξιοθαύμαστος στους οφθαλμούς μας.
23 Ο Κύριος έκανε αυτό το θαύμα κι εμείς το ’χουμε δει.
24 αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.
24 Αυτή είναι η πανηγυρική και χαρμόσυνος ημέρα, την οποίαν ο Κυριος έκαμε. Ας αγαλιασθώμεν και ας ευφρανθώμεν κατ' αυτήν.
24 Αυτή ’ναι η μέρα η γιορτινή, είναι του Κυρίου το έργο· ας νιώσουμε αγαλλίαση και ευφροσύνη τη μέρα αυτή!
25 ὦ Κύριε, σῶσον δή, ὦ Κύριε, εὐόδωσον δή.
25 Ω Κυριε, σώσον λοιπόν τον λαόν σου. Κατευόδωσον αυτόν, στο να επιτύχη τον προορισμόν του.
25 Έλα, λοιπόν, να μας βοηθήσεις, Κύριε δώσ’ μας επιτυχία και προκοπή.
26 εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐξ οἴκου Κυρίου.
26 Ευλογημένος ας είσαι συ, ο ευσεβής ισραηλιτικός λαός, ο οποίος έρχεσαι στον ναόν του Κυρίου. Εις σας τους ευλαβείς δίδομεν τας ευλογίας, αι οποίαι αναβλύζουν από τον ναόν του Κυρίου.
26 «Ευλογημένος ας είν’ εκείνος που έρχεται στ’ όνομα του Κυρίου! Σας ευλογούμε απ’ του Κυρίου το ναό!
27 Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· συστήσασθε ἑορτὴν ἐν τοῖς πυκάζουσιν ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου.
27 Ο Θεός και Κυριος μας μας εφώτισε με το φως της θείας του παρουσίας· Οργανώσατε και ευτρεπίσατε εορταστικήν πομπήν, κρατούντες πυκνοφύλλους κλάδους και προχωρούντες μέχρι των κεράτων του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων.
27 Ο Κύριος είν’ ο Θεός, μας γέμισε χαρά· σύρτε λατρευτικό χορό, με τα κλαδιά στα χέρια, ίσαμε του θυσιαστηρίου τα κέρατα!»
28 Θεός μου εἶ σύ, καὶ ἐξομολογήσομαί σοι· Θεός μου εἶ σύ, καὶ ὑψώσω σε· ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι ἐπήκουσάς μου καὶ ἐγένου μοι εἰς σωτηρίαν.
28 Και ο λαός απαντά· Συ, Κυριε, είσαι ο Θεός μου, και σε εγώ θα δοξολογώ πάντοτε. Συ είσαι ο Θεός μου και εγώ θα ανυμνώ το μεγαλείον και την δόξαν σου. Θα σε δοξολογώ δια το μεγαλείον σου, θα σε ευγνωμονώ δια τας ευεργεσίας σου, διότι, Κυριε, έκαμες δεκτήν την προσευχήν μου και έγινες ο σωτήρ μου.
28 Εσύ ’σαι ο Θεός μου και σε υμνώ· Θεός μου και θα σε δοξάζω.
29 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
29 Δοξολογείτε, λοιπόν τον Κυριον, διότι είναι πανάγαθος, διότι είναι αιώνιον και πλουσιόδωρον το έλεός του.
29 Τον Κύριο δοξολογήστε γιατί είναι καλός· κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Κάλεσμα γιά δοξολογία.
γ Γιά νά ταπεινώση ὁ Θεός τούς βαρβάρους, ὅταν κυκλώνουν τό χωριό καί τό ἀπειλοῦν, καί νά ἀνατρέψη τίς κακές διαθέσεις των.
ε "Εὐχαριστήριος ψ. διά τάς εὐεργεσίας ὁπού ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν"..".
στ Προσευχή κατά τήν περίοδο τῶν Χριστουγέννων.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος".
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 112

ΨΑΛΜΟΣ 112 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΙΣ ΑΝΕΛΠΙΔΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Ἀλληλούϊα.

1 Αἰνεῖτε, παῖδες, Κύριον, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου·
1 Δοξολογείτε, παίδες, πάντοτε τον Κυριον. Υμνολογήσατε το πάντιμον όνομα του Κυρίου.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε εσείς, τον Κύριο που λατρεύετε! Την ύπαρξη αινείτε του Κυρίου!
2 εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
2 Ας είναι το όνομα του Κυρίου πάντοτε δοξασμένον από τώρα και έως στους απεράντους αιώνας των αιώνων.
2 Ας είν’ ευλογημένο του Κυρίου τ’ όνομα από τώρα και για πάντα!
3 ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν αἰνετὸν τὸ ὄνομα Κυρίου.
3 Δοξασμένον ας είναι το όνομα του Κυρίου από των ανατολών ηλίου μέχρι και των δυσμών, εις όλην την έκτασιν της οικουμένης και της γης.
3 Απ’ την ανατολή του ήλιου κι ως τη δύση του, το όνομα του Κυρίου ας ανυμνείται!
4 ὑψηλὸς ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη ὁ Κύριος, ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ἡ δόξα αὐτοῦ.
4 Μέγας, κυρίαρχος και ένδοξος ο Κυριος επάνω εις όλα τα έθνη. Η δόξα του ξεπερνά τα ύψη των ουρανών.
4 Ψηλά, πάνω απ’ όλους τους ειδωλολάτρες είν’ ο Κύριος· είναι η δόξα του πάνω απ’ τους ουρανούς:
5 τίς ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν; ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν
5 Ποιός άλλος είναι τόσον μέγας και ένδοξος, όσον είναι ο Κυριος και Θεός μας; Κανείς. Αυτός είναι που κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών.
5 -
6 καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ,
6 Αυτός ρίπτει ένα βλέμμα ευμενείας και καλωσύνης στους ταπεινούς, που υπάρχουν στον ουρανόν και εις την γην.
6 Ποιος είναι σαν τον Κύριο, το Θεό μας, είτε στους ουρανούς είτε στη γη; Στα ύψη κατοικεί, αλλά συγκαταβαίνει και κοιτά εδώ κάτω.
7 ὁ ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψῶν πένητα
7 Αυτός ανασηκώνει από το χώμα ισχυρόν και πλούσιον τον πεσμένον εκεί πτωχόν, τον δε δυστυχή και πεινασμένον, που κάθεται επάνω εις την κοπριάν, τον ανυψώνει και τον δοξάζει,
7 Ανασηκώνει από το χώμα τον αδύνατο κι απ’ τη βρομιά ανυψώνει τον φτωχό,
8 τοῦ καθίσαι αὐτὸν μετὰ ἀρχόντων, μετὰ ἀρχόντων λαοῦ αὐτοῦ·
8 δια να τον βάλη να καθήση μαζή με τους επισήμους ανθρώπους, με τους άρχοντας του εκλεκτού του λαού.
8 για να τον βάλει να καθίσει με τους άρχοντες, με τους μεγάλους του λαού του.
9 ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα ἐπὶ τέκνοις εὐφραινομένην.
9 Αυτός εγκαθιστά μόνιμον και αμετακίνητον στον οίκον της την πρώην στείραν, διότι την αναδεικνύει μητέρα ευφραινομένην εις τα πολλά παιδιά της.
9 Δίνει στην άτεκνη γυναίκα σπιτικό, μάνα την κάνει ευτυχισμένη. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού σέβεται καί ὑπακούει στό Θεό.
α2 Γι' ἀνθρώπους καί εἰδικά γιά παιδιά πού ἔχουν φοβίες.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός στή φτωχή χήρα, νά πληρώση τά χρέη της, καί νά ἀπαλλαχτῆ ἀπό τή φυλακή.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 116

ΨΑΛΜΟΣ 116 - ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΜΝΟΣ

Ἀλληλούϊα.

1 Αἰνεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔθνη, ἐπαινέσατε αὐτόν, πάντες οἱ λαοί,
1 Δοξολογείτε τον Κυριον όλα τα έθνη της γης, επαινέσατέ τον όλοι οι λαοί.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο όλοι οι ειδωλολάτρες! Αυτόν υμνείτε όλοι οι λαοί!
2 ὅτι ἐκραταιώθη τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
2 Υμνολογήσατέ τον, διότι το έλεός του εδείχθη προς ημάς μέγα και ακατανίκητον, η δε φιλαλήθειά του και η αξιοπιστία εις τας υποσχέσστου παραμένει στους αιώνας των αιώνων.
2 Γιατί μεγάλη είναι για μας η αγάπη του, και του Κυρίου η πιστότητα αιώνια. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος εὐχαριστίας.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά σωθῆ ἡ ζωή κάποιου ἀνθρώπου.
γ Γιά νά διατηροῦν ἀγάπη καί ὁμόνοια οἱ οἰκογένειες καί νά δοξολογοῦν τόν Θεό.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.. Καλεῖ ὅλα τά ἔθνη πρός δοξολογίαν καί εὐχαριστίαν τοῦ Χριστοῦ, ὅστις εὐεργέτησε μέ τόσας καί τόσας εὐεργεσίας καί χάριτας ὅλα τά ἔθνη διά τῆς ἐνσάρκου του οἰκονομίας".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 118

ΨΑΛΜΟΣ 118 - ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀλληλούϊα.

1 Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου.
1 Μακάριοι είναι οι άμεμπτοι και ανεπίληπτοι εις τας πορείας της ζωής των. Αυτοί, οι οποίοι ζουν και πορεύονται σύμφωνα με τον νόμον του Κυρίου.
1 Μακάριοι όσοι ζούνε άψογα κι είν’ η ζωή τους σύμφωνη με του Κυρίου το νόμο!
2 μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τὰ μαρτύρια αὐτοῦ· ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν.
2 Μακάριοι είναι αυτοί, που ερευνούν με ενδιαφέρον και μελετούν με ευλάβειαν τας μαρτυρίας και τα θελήματα του Κυρίου, δια να τα γνωρίσουν και τα εφαρμόσουν εις την ζωήν των. Αυτοί με όλην των την καρδίαν θα αναζητήσουν και θα ανεύρουν τον Κυριον.
2 Μακάριοι όσοι τις νουθεσίες του ακολουθούν και μ’ όλη την καρδιά τους τον γυρεύουν!
3 οὐ γὰρ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ ἐπορεύθησαν.
3 Δεν είναι μακάριοι οι αμαρτωλοί· διότι αυτοί εργάζονται και εφαρμόζουν εις την ζωήν των την παρανομίαν και δεν ζουν σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.
3 Και ανομία δεν πράττουν, στους δρόμους του πορεύονται.
4 σὺ ἐνετείλω τὰς ἐντολάς σου τοῦ φυλάξασθαι σφόδρα.
4 Συ, έδωσες τας εντολάς σου εις ημάς, δια να τας τηρήσωμεν με κάθε προσοχήν και ακρίβειαν.
4 Εσύ μας έδωσες τις εντολές σου, Κύριε, για να τηρούνται με ακρίβεια.
5 ὄφελον κατευθυνθείησαν αἱ ὁδοί μου τοῦ φυλάξασθαι τὰ δικαιώματά σου.
5 Είθε να ευοδωθούν αι πορείαι και αι προσπάθειαί μου, στο να φυλάττω με ακρίβειαν τα προστάγματά σου.
5 Ας είναι σταθερή η διαγωγή μου στην τήρηση των προσταγμάτων σου.
6 τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν τῷ με ἐπιβλέπειν ἐπὶ πάσας τὰς ἐντολάς σου.
6 Τοτε δεν θα εντροπιασθώ, όταν με προσοχήν και ευλάβειαν έχω εστραμμένα τα βλέμματά μου εις όλας τας εντολάς σου.
6 Έτσι δεν θα ντροπιάζομαι όταν τις εντολές σου θα ξανακοιτάζω.
7 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν εὐθύτητι καρδίας ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
7 Θα σε δοξολογώ με ειλικρίνειαν καρδίας, όταν θα έχω μάθει και θα προσπαθώ να εφαρμόζω τας εντολάς της δικαιοσύνης σου.
7 Με τίμια θα σε δοξολογώ καρδιά, τις δίκαιές σου μελετώντας αποφάσεις.
8 τὰ δικαιώματά σου φυλάξω· μή με ἐγκαταλίπῃς ἕως σφόδρα. -
8 Θέλω με όλην μου την καρδιά να φυλάξω τας εντολάς σου, συ δέ, Κυριε, ποτέ μη με εγκαταλείψης εις την προσπάθειάν μου αυτήν.
8 Τους νόμους σου θα τους τηρώ· τελείως μη μ’ εγκαταλείψεις.
9 Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου.
9 Με ποιόν τρόπον θα κατορθώση και θα επιτύχη ο νεώτερος εις την ζωήν του; Μονον όταν τηρή τους λόγους σου.
9 Πώς θα κρατήσει τη ζωή του ο νέος καθαρή; Ζώντας με το δικό σου λόγο, Κύριε.
10 ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά σε· μὴ ἀπώσῃ με ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου.
10 Με όλην μου την καρδίαν σε ανεζήτησα, Κυριε, μη παραχωρήσης να απομακρυνθώ από τας εντολάς σου.
10 Μ’ όλη μου την καρδιά σε γύρεψα· μακριά απ’ τις εντολές σου να πλανιέμαι μη μ’ αφήνεις.
11 ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι.
11 Εις τα βάθη της καρδίας μου, ως πολύτιμον θησαυρόν, έκρυψα τα λόγιά σου, δια να μη αμαρτάνω απέναντί σου.
11 Μες στην καρδιά μου διατηρώ τα λόγια σου για να μην αμαρτήσω απέναντί σου.
12 εὐλογητὸς εἶ, Κύριε· δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
12 Δοξασμένος είσαι, Κυριε· δίδαξέ με σαφέστερον και βαθύτερον τας εντολάς σου.
12 Ευλογημένος να ’σαι, Κύριε! Δίδαξέ με τους νόμους σου.
13 ἐν τοῖς χείλεσί μου ἐξήγγειλα πάντα τὰ κρίματα τοῦ στόματός σου.
13 Με τα χείλη μου διεκήρυξα προς όλους όλας τας εντολάς σου, τας οποίας συ μας εδίδαξες.
13 Τα χείλη μου απαριθμούν του στόματός σου όλες τις αποφάσεις.
14 ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ.
14 Βαδίζων και συμπεριφερόμενος σύμφωνα με τας εντολάς σου, εδοκίμασα τέρψεις, ως εάν ήμην κάτοχος όλου του πλούτου της γης.
14 Χαίρομαι να τηρώ τις εντολές σου, σαν να ’τανε δικοί μου όλοι οι θησαυροί.
15 ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου ἀδολεσχήσω καὶ κατανοήσω τὰς ὁδούς σου.
15 Εις την μελέτην των εντολών σου θα επιδοθώ με χαράν και θα καταβάλλω κάθε προσπάθειαν να κατανοήσω τους δρόμους σου.
15 Θα στοχαστώ πάνω στους νόμους σου, τους δρόμους σου θα μελετήσω.
16 ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω, οὐκ ἐπιλήσομαι τῶν λόγων σου.
16 Θα μελετήσω με όλην την δύναμιν του νου και της καρδίας μου τα προστάγματά σου. Δεν θα λησμονήσω ποτέ τα λόγια σου.
16 Απόλαυσή μου θα ’ναι οι νόμοι σου, το λόγο σου δε θα τον λησμονήσω.
17 Ἀνταπόδος τῷ δούλῳ σου· ζήσομαι καὶ φυλάξω τοὺς λόγους σου.
17 Ανταπόδος εις εμέ τον δούλον σου τας δωρεάς σου ανάλογα με τον ζήλον, που έχω προς μελέτην των εντολών σου. Ετσι θα ζήσω και θα φυλάξω εγώ τους λόγους σου.
17 Δείξε την καλοσύνη σου σ’ εμένανε, το δούλο σου, ώστε να ζήσω, και το λόγο σου να τηρήσω.
18 ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου.
18 Απομάκρυνε κάθε επισκίασμα και κάμε καθαρούς και φωτεινούς τους οφθαλμούς της ψυχής μου, και τότε εγώ θα κατανοήσω βαθύτερον το θαυμάσιον περιεχόμενον του Νομου σου.
18 Τα μάτια μου άνοιξε να δω τα θαυμαστά του νόμου σου.
19 πάροικος ἐγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ· μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς σου.
19 Προσωρινός και παρεπίδημος είμαι εγώ εις την γην αυτήν. Μη αποκρύψης, λοιπόν, από εμέ τας εντολάς σου.
19 Προσωρινός πάνω στη γη είμ’ εγώ· τις εντολές σου μη μου τις κρύβεις.
20 ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ.
20 Από φλογερόν πόθον πλημμυρίζει η ψυχή μου, στο να επιθυμή να γνωρίζη, να εφαρμόζη και να απολαμβάνη την μελέτην των εντολών σου εις όλας τας περιστάσεις της ζωής της.
20 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο για τις δικές σου αποφάσεις κάθε στιγμή.
21 ἐπετίμησας ὑπερηφάνοις· ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου.
21 Επέπληξες τους αλαζόνας και υπερηφάνους, που δεν καταδέχονται να γνωρίσουν και εφαρμόσουν τον Νομον σου. Κατηραμένοι είναι εκείνοι, οι οποίοι παρεκκλίνουν από την τήρησιν των εντολών σου.
21 Τους αλαζόνες απειλείς· εκείνους τους καταραμένους, που απ’ τις εντολές σου απομακρύνονται.
22 περίελε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὄνειδος καὶ ἐξουδένωσιν, ὅτι τὰ μαρτύριά σου ἐξεζήτησα.
22 Αφαίρεσε και απομάκρυνε από εμέ ονειδισμούς και εξευτελισμούς εκ μέρους των εχθρών μου, διότι εγώ με πόθον πολύν ανεζήτησα και ηθέλησα να γνωρίσω τας εντολάς σου.
22 Διώξε από πάνω μου τη χλεύη και την καταφρόνεση, γιατί φροντίζω να τηρώ τις εντολές σου.
23 καὶ γὰρ ἐκάθισαν ἄρχοντες καὶ κατ᾿ ἐμοῦ κατελάλουν, ὁ δὲ δοῦλός σου ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασί σου.
23 Διότι πονηροί άρχοντες εκάθησαν εις συνέδριον και εις σύσκεψιν, και κατεφέρθησαν εναντίον μου. Εγώ όμως ο δούλος σου με ενδιαφέρον και ευλάβειαν εμελετούσα συνεχώς τα προστάγματά σου.
23 Ακόμα κι αν συνωμοτούν οι άρχοντες εναντίον μου, ο δούλος σου τους νόμους τους δικούς σου μελετά.
24 καὶ γὰρ τὰ μαρτύριά σου μελέτη μού ἐστι, καὶ αἱ συμβουλίαι μου τὰ δικαιώματά σου.
24 Πράγματι, ευλαβής πάντοτε μελέτη μου έχουν γίνει αι μαρτυρίαι, τας οποίας η Γραφή μας δίδει δια σέ, τα δε προστάγματά σου είναι οι πολύτιμοι σύμβουλοί μου.
24 Οι προσταγές σου είν’ οι απολαύσεις μου κι οι σύμβουλοί μου.
25 Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου· ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου.
25 Από το βάρος της θλίψεως και του πόνου μου έπεσα λιπόθυμος και αναίσθητος· εκολλησα στο έδαφος. Κανείς δεν ημπορεί να με βοηθήση. Συ όμως, Κυριε, σύμφωνα με τας υποσχέσεις σου δώσε μου ζωήν.
25 Κολλήθηκε στο χώμα η ψυχή μου· κάνε να ξαναζήσω, όπως το υποσχέθηκες.
26 τὰς ὁδούς μου ἐξήγγειλα, καὶ ἐπήκουσάς μου· δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
26 Εξωμολογήθην προς σε όλας εν γένει τας πράξεις μου και την πορείαν της ζωής μου. Συ δέ με ήκουσες. Διδαξε εις εμέ τας εντολάς σου, δια να τας γνωρίσω και συμμορφωθώ προς αυτάς.
26 Τον τρόπο της ζωής μου διηγούμαι και μ’ ακούς· δίδαξέ με τους νόμους σου.
27 ὁδὸν δικαιωμάτων σου συνέτισόν με, καὶ ἀδολεσχήσω ἐν τοῖς θαυμασίοις σου.
27 Συνέτισέ με, σύμφωνα με την σοφίαν των διδαγμάτων σου, και εγώ θα εντρυφώ μελετών τα θαυμάσια έργα σου.
27 Κάνε να καταλάβω πώς να ζω σύμφωνα με τις εντολές σου· και τα θαυμάσιά σου θα μελετώ.
28 ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας· βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου.
28 Από νυσταγμόν και ατονίαν κατελήφθη η ψυχή μου λόγω της αθυμίας, που δημιουργεί η θλίψις. Ενίσχυσέ με με τα λόγιά σου και απάλλαξέ με από αυτήν την κατάστασιν.
28 Στράγγιξε η ψυχή μου από τη θλίψη· ανόρθωσέ με, όπως το υποσχέθηκες.
29 ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ τῷ νόμῳ σου ἐλέησόν με.
29 Καθε δρόμον αδικίας, συμπεριφοράν αμαρτωλήν και παράνομον, απομάκρυνέ την από εμέ. Με την γνώσιν δε και το φως του Νομου σου ελέησέ με και ενίσχυσέ με.
29 Κράτησέ με μακριά από την κίβδηλη διαγωγή, και μες στην καλοσύνη σου κάνε το νόμο σου να γνωρίσω.
30 ὁδὸν ἀληθείας ᾑρετισάμην καὶ τὰ κρίματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
30 Εξέλεξα και επροτίμησα με όλην μου την καρδίαν τον δρόμον της ιδικής σου αληθείας. Δια τούτο και τας εντολάς σου, που είναι η αλήθεια, δεν τας ελησμόνησα.
30 Διάλεξα να σου μείνω πιστός, τις αποφάσεις σου έβαλα οδηγό μου.
31 ἐκολλήθην τοῖς μαρτυρίοις σου, Κύριε· μή με καταισχύνῃς.
31 Προσεκολλήθην, Κυριε, με την καρδιάν μου εις τας εντολάς σου, αι οποίαι μαρτυρούν το μεγαλείον σου αλλά και τον δρόμον της πορείας μας. Μη με αφήσης και κατεντροπιασθώ ενώπιον των ανθρώπων.
31 Προσκολλήθηκα στις βουλές σου· Κύριε, μη μ’ αφήσεις να ντροπιαστώ.
32 ὁδὸν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου. -
32 Οταν απήλλαξες την καρδίαν μου από την στενοχωρίαν της θλίψεως και έδωσες εις αυτήν άνεσιν και χαράν, τότε έτρεξα ακούραστος και χαρούμενος τον δρόμον των εντολών σου.
32 Τρέχω πάνω στο δρόμο των εντολών σου, γιατί εσύ με βοηθάς να τις κατανοώ.
33 Νομοθέτησόν με, Κύριε, τὴν ὁδὸν τῶν δικαιωμάτων σου, καὶ ἐκζητήσω αὐτὴν διαπαντός.
33 Φανέρωσέ μου, Κυριε, τον δρόμον των εντολών σου και θα ζητώ με πόθον να βαδίζω πάντοτε αυτόν.
33 Δίδαξέ με, Κύριε, τη ζωή που σύμφωνη είναι με τους νόμους σου, κι εγώ ίσαμε το τέλος θα την ακολουθώ.
34 συνέτισόν με, καὶ ἐξερευνήσω τὸν νόμον σου καὶ φυλάξω αὐτὸν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου.
34 Δος μου σύνεσιν και θα ερευνώ, δια να μανθάνω λεπτομερέστερον και βαθύτερον τον Νομον σου, και θα τον εφαρμόζω με όλην μου την καρδίαν.
34 Δώσε μου την επίγνωση κι εγώ το νόμο σου θα τηρώ, και μ’ όλη την καρδιά μου θα τον φυλάω.
35 ὁδήγησόν με ἐν τῇ τρίβῳ τῶν ἐντολῶν σου, ὅτι αὐτὴν ἠθέλησα.
35 Οδήγησέ με, λοιπόν, συ στον δρόμον των εντολών σου, διότι αυτόν επόθησε η ψυχή μου και ηθέλησε.
35 Στο μονοπάτι των εντολών σου οδήγησέ με, γιατί σ’ αυτό βρίσκω ευχαρίστηση.
36 κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν.
36 Καμε την καρδίαν μου να αισθάνεται κλίσιν, πόθον και αγάπην εις τας εντολάς σου και οχι εις την πλεονεξίαν και την αγάπην του πλούτου.
36 Κάνε η καρδιά μου στις βουλές σου να στραφεί κι όχι στην πλεονεξία.
37 ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα, ἐν τῇ ὁδῷ σου ζῆσόν με.
37 Στρέψε αλλού τα μάτια της ψυχής μου, δια να μη ίδω και επιθυμήσω τα μάταια και προσωρινά και επιβλαβή του κόσμου αυτού. Βοήθησέ με να πορεύωμαι καθ' όλην μου την ζωήν τον δρόμον των εντολών σου.
37 Απόστρεψε τα μάτια μου από τη θέα της ματαιότητας· οδήγησέ με ώστε να μπορώ να ζήσω.
38 στῆσον τῷ δούλῳ σου τὸ λόγιόν σου εἰς τὸν φόβον σου.
38 Ασάλευτον και ανεπισκίαστον εγκαθίδρυσε μέσα εις την καρδίαν του δούλου σου τον λόγον σου, δια να αυξηθή έτσι η προς σε ευλάβειά μου.
38 Εκπλήρωσε στο δούλο σου την υπόσχεσή σου, που ’ναι για κείνους που σε σέβονται.
39 περίελε τὸν ὀνειδισμόν μου, ὃν ὑπώπτευσα· ὅτι τὰ κρίματά σου χρηστά.
39 Διώξε μακρυά από εμέ τας λοιδωρίας και τας ύβρεις των εχθρών μου, τας οποίας διαισθάνομαι και δειλιάζω. Ζητώ δε από σε τούτο, διότι αι κρίσεις σου είναι πάντοτε ωφέλιμοι και ευεργετικαί δι' ημάς.
39 Διώξε από μένα μακριά το χλευασμό, που τον φοβάμαι, γιατ’ είναι ωραίες οι αποφάσεις σου.
40 ἰδοὺ ἐπεθύμησα τὰς ἐντολάς σου· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ζῆσόν με. -
40 Ιδού, επόθησα τας εντολάς σου. Συ, που είσαι δίκαιος, περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
40 Δες πώς ποθώ ν’ ακολουθώ τους νόμους σου, με τη δικαιοσύνη σου δώσ’ μου πάλι ζωή.
41 Καὶ ἔλθοι ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ ἔλεός σου, Κύριε, τὸ σωτήριόν σου κατὰ τὸν λόγον σου.
41 Είθε να έλθη εις εμέ, Κυριε, το έλεός σου και δι' αυτού να σωθώ σύμφωνα με τον ιδικόν σου λόγον και την υπόσχεσίν σου.
41 Ας έρθει πάνω μου η ευσπλαχνία σου, Κύριε, σώσε με, σύμφωνα με την υπόσχεσή σου,
42 καὶ ἀποκριθήσομαι τοῖς ὀνειδίζουσί μοι λόγον, ὅτι ἤλπισα ἐπὶ τοῖς λόγοις σου.
42 Και τότε θα είμαι εις θέσιν να δίδω απάντησιν εις εκείνους, οι οποίοι με εμπαίζουν και με υβρίζουν, διότι θα έχω στηρίξει τας ελπίδας μου εις την αξιοπιστίαν των λόγων σου.
42 και θα ’χω τι ν’ αποκριθώ σ’ αυτούς που με χλευάζουν, γιατί βασίζομαι στο λόγο σου.
43 καὶ μὴ περιέλῃς ἐκ τοῦ στόματός μου λόγον ἀληθείας ἕως σφόδρα, ὅτι ἐπὶ τοῖς κρίμασί σου ἐπήλπισα.
43 Ποτέ μη αφαιρέσης από το στόμα μου, Κυριε, τον λόγον της αληθείας σου και το θάρρος να ομολογώ αυτήν. Διότι εγώ εις τας ιδικάς σου δικαίας κρίσεις και αποφάσεις έχω ελπίσει.
43 Μη μου στερείς ούτε στιγμή τη δυνατότητα να υποστηρίζω την πιστότητά σου, γιατί έχω την ελπίδα μου στις αποφάσεις σου.
44 καὶ φυλάξω τὸν νόμον σου διαπαντός, εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
44 Ετσι από σε βοηθούμενος θα τηρήσω καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου τον Νομον σου, στον αιώνα και στους αιώνας των αιώνων.
44 Κι εγώ το νόμο σου αδιάκοπα θα τον τηρώ για όλους τους αιώνες.
45 καὶ ἐπορευόμην ἐν πλατυσμῷ, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα.
45 Εβαδιζα την πορείαν της ζωής μου με άνεσιν και ηρεμίαν, διότι εζήτησα με πόθον να εφαρμόζω τας εντολάς σου.
45 Λεύτερος από κάθε καταναγκασμό θα ζήσω, γιατί τις εντολές σου αποζητώ.
46 καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην.
46 Ωμιλούσα περί των εντολών σου ενώπιον των βασιλέων και δεν ησθανόμην καμμίαν εντροπήν, κανένα δισταγμόν.
46 Για τις βουλές σου θα μιλώ μπροστά σε βασιλιάδες, και δε θα ντροπιαστώ.
47 καὶ ἐμελέτων ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου, ἃς ἠγάπησα σφόδρα.
47 Επέμενα εις την μελέτην των εντολών σου, τας οποίας πάρα πολύ ηγάπησα.
47 Είναι χαρά μου να τηρώ τις εντολές σου, γιατί τις αγαπώ.
48 καὶ ἦρα τὰς χεῖράς μου πρὸς τὰς ἐντολάς σου ἃς ἠγάπησα, καὶ ἠδολέσχουν ἐν τοῖς δικαιώμασί σου. -
48 Με πολλήν ευλάβειαν και ιερόν πόθον εσήκωσα τα χέρια μου προς τα βιβλία, που περιέχουν τας εντολάς σου, τας οποίας ηγάπησα και εις την μελέτην των δικαιωμάτων σου εγώ εντρυφούσα.
48 Τα χέρια μου υψώνω στις εντολές σου που αγαπώ, και θα στοχάζομαι τους νόμους σου.
49 Μνήσθητι τῶν λόγων σου τῷ δούλῳ σου, ὧν ἐπήλπισάς με.
49 Ενθυμήσου τας υποσχέσεις σου προς εμέ τον δούλον σου, εις τας οποίας εγώ έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
49 Θυμήσου ό,τι υποσχέθηκες στον αφοσιωμένο σου, και μ’ έκανες να ελπίζω στην εκπλήρωσή του.
50 αὕτη με παρεκάλεσεν ἐν τῇ ταπεινώσει μου, ὅτι τὸ λόγιόν σου ἔζησέ με.
50 Η υπόσχεσίς σου αυτή με παρηγόρησεν εις τας περιπετείας και θλίψεις της ζωής μου, διότι αυτός ο λόγος σου εχάρισε και περιεφρούρησε την ζωήν μου.
50 Αυτή ’ναι η παρηγόρια μου στη θλίψη μου, γιατί ο λόγος σου μου δίνει τη ζωή.
51 ὑπερήφανοι παρηνόμουν ἕως σφόδρα, ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐξέκλινα.
51 Αλαζονικοί και αδιάντροποι άνθρωποι ασυστόλως καταπατούσαν τον Νομον σου. Εγώ όμως δεν παρεξέκλινα από αυτόν.
51 Οι αλαζόνες με χλευάσανε πολύ· μα εγώ από το νόμο σου δεν ξέφυγα.
52 ἐμνήσθην τῶν κριμάτων σου ἀπ᾿ αἰῶνος, Κύριε, καὶ παρεκλήθην.
52 Ενεθυμήθην πάντοτε τας αιωνίας και δικαίας κρίσεις και εντολάς σου, Κυριε, και εις αυτάς ευρήκα παρηγορίαν.
52 Θυμήθηκα τις προαιώνιες αποφάσεις σου, Κύριε, και παρηγορήθηκα.
53 ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου.
53 Αποκαρδίωσις και μελαγχολία με κατελάμβανεν, όταν έβλεπα τους αμαρτωλούς, αυτούς οι οποίοι εγκατέλιπον τον Νομον σου.
53 Οργή με πιάνει για τους ασεβείς, που εγκαταλείπουνε το νόμο σου.
54 ψαλτὰ ἦσάν μοι τὰ δικαιώματά σου ἐν τόπῳ παροικίας μου.
54 Εις τον τόπον, όπου εξόριστος κατοικούσα, έψαλλα τα προστάγματά σου, Κυριε, και τίποτε άλλο.
54 Οι νόμοι σου μου γίνανε τραγούδια στον τόπο που είμαι πάροικος.
55 ἐμνήσθην ἐν νυκτὶ τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, καὶ ἐφύλαξα τὸν νόμον σου.
55 Οχι μόνον κατά την ημέραν αλλά και κατά την νύκτα ενεθυμούμην, Κυριε, το πάντιμον Ονομά σου, και αυτή η ανάμνησις με ενίσχυσε και εφύλαξα τον Νομον σου.
55 Όλη τη νύχτα ο λογισμός μου γύρω από σένα τριγυρνά, Κύριε, για να τηρώ το νόμο σου.
56 αὕτη ἐγενήθη μοι, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. -
56 Ποθος, που εγεννήθη μέσα μου και συνεχής προσπάθειά μου, ήτο αυτή, να επιζητώ και να προσπαθώ να εφαρμόζω τα δικαιώματά σου.
56 Εκείνο που μου ανήκει αληθινά, είναι τους νόμους σου να εφαρμόζω.
57 Μερίς μου εἶ, Κύριε, εἶπα τοῦ φυλάξασθαι τὸν νόμον σου.
57 Συ είσαι, Κυριε, η κληρονομική μερίς μου· δια τούτο εγώ απεφάσισα και είπα να φυλάττω πάντοτε τον Νομον σου.
57 Το ξαναλέω, Κύριε: Είναι προνόμιό μου να υπακούω στα λόγια σου.
58 ἐδεήθην τοῦ προσώπου σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐλέησόν με κατὰ τὸ λόγιόν σου.
58 Παρεκάλεσα με όλην μου την καρδίαν το άγιον πρόσωπόν σου. Ελέησέ με σύμφωνα με τας υποσχέσεις, που μας έχεις δώσει.
58 Όλη μου η έγνοια είναι την εύνοιά σου να κερδίσω· ελέησέ με όπως το υποσχέθηκες.
59 διελογισάμην τὰς ὁδούς σου καὶ ἐπέστρεψα τοὺς πόδας μου εἰς τὰ μαρτύριά σου.
59 Με τον νουν μου εσκεπτόμην πάντοτε τους δρόμους, τους οποίους εχάραξε το άγιον θέλημά σου, και χάρις στους ευλαβείς αυτούς διαλογισμούς επανέφερα τους πόδας μου στο θέλημά σου και συνεμόρφωσα την ζωήν μου προς αυτό.
59 Τον τρόπο της ζωής μου συλλογίστηκα κι οδήγησα τα βήματά μου προς τις βουλές σου.
60 ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην τοῦ φυλάξασθαι τὰς ἐντολάς σου.
60 Προετοιμάσθηκα καταλλήλως εν όψει ενδεχομένων πειρασμών και δεν εκλονίσθην εις την απόφασίν μου να τηρήσω τας εντολάς σου.
60 Βιάστηκα και δεν καθυστέρησα τις εντολές σου να φυλάξω.
61 σχοινία ἁμαρτωλῶν περιεπλάκησάν μοι, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
61 Αι παγίδες και αι επιβουλαί των αμαρτωλών, ως άλλα σχοίνινα δίκτυα, περιεπλέχθησαν επάνω μου. Αλλά εγώ ούτε τότε δεν ελησμόνησα τον Νομον σου.
61 Με κύκλωσαν των ασεβών παγίδες, μα δε λησμόνησα το νόμο σου.
62 μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
62 Κατά το μεσονύκτιον εξυπνούσα, εσηκωνόμην από την κλίνην μου, δια να σε ανυμνολογήσω και σε δοξάσω δια τας δικαίας κρίσεις σου και ενεργείας σου.
62 Μεσονυχτίς σηκώνομαι να σε δοξολογήσω για όσα δίκαια αποφάσισες.
63 μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου.
63 Είμαι και εγώ ένας από όλους εκείνους, οι οποίοι σε ευλαβούνται, Κυριε, και προσπαθούν να φυλάττουν τας εντολάς σου.
63 Εγώ είμαι φίλος με όλους εκείνους που σε σέβονται και που τους νόμους σου εφαρμόζουν.
64 τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, πλήρης ἡ γῆ· τὰ δικαιώματά σου δίδαξόν με. -
64 Από τα έργα της φιλανθρωπίας και αγαθότητός σου είναι γεμάτη η γη. Διδαξέ με περισσότερον και αναλυτικώτερον, δια να γνωρίσω βαθύτερον τα δικαιώματά σου.
64 Απ’ το έλεός σου, Κύριε, είναι γεμάτη η γη· δίδαξέ με τους νόμους σου.
65 Χρηστότητα ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου, Κύριε, κατὰ τὸν λόγον σου.
65 Αγαθότητα και ευεργεσίας έδειξες και έπραξες προς τον δούλον σου, Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου.
65 Τον αφοσιωμένο σου, Κύριε, τον ευεργέτησες, όπως το ’χες υποσχεθεί.
66 χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν δίδαξόν με, ὅτι ταῖς ἐντολαῖς σου ἐπίστευσα.
66 Διδαξέ με καλωσύνην και ευεργετικότητα, αληθινήν παιδείαν και γνώσιν, διότι εγώ ακλονήτως επίστευσα εις τας εντολάς σου.
66 Δίδαξέ με και φρόνηση και γνώση, γιατί τις εντολές σου τις εμπιστεύομαι.
67 πρὸ τοῦ με ταπεινωθῆναι ἐγὼ ἐπλημμέλησα, διὰ τοῦτο τὸ λόγιόν σου ἐφύλαξα.
67 Πριν δια της πατρικής σου διαπαιδαγωγήσεως εγώ ταπεινωθώ, είχα αμαρτήσει ενώπιόν σου. Δια τούτο τώρα εσυνετίσθην και εφύλαξα τους λόγους σου.
67 Προτού να ταλαιπωρηθώ εγώ πλανιόμουν· αλλά τώρα το λόγο σου τηρώ.
68 χρηστὸς εἶ σύ, Κύριε, καὶ ἐν τῇ χρηστότητί σου δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
68 Πανάγαθος, Κυριε, και ευεργετικός είσαι συ. Και σύμφωνα με την καλωσύνην σου και μακροθυμίαν αυτήν δίδαξέ με τας εντολάς σου.
68 Είσαι καλός εσύ, κι ευεργετείς· δίδαξέ με τους νόμους σου.
69 ἐπληθύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ ἀδικία ὑπερηφάνων, ἐγὼ δὲ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξερευνήσω τὰς ἐντολάς σου.
69 Πολλάς και μεγάλας αδικίας έχουν διαπράξει εναντίον μου αλαζονικοί και εγωπαθείς άνθρωποι. Εγώ όμως παρ' όλα αυτά θα ερευνώ, θα μελετώ και θα μανθάνω πάντοτε τας εντολάς σου.
69 Οι θρασείς μηχανεύτηκαν εναντίον μου ψευτιές· ενώ μ’ όλη μου την καρδιά τους νόμους σου εφαρμόζω.
70 ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν, ἐγὼ δὲ τὸν νόμον σου ἐμελέτησα.
70 Οπως σκληρύνεται το γάλα, όταν γίνεται τυρί, έτσι εσκληρύνθη και επωρώθη η καρδία των αλαζονικών και εγωπαθών. Εγώ όμως εμελετούσα και θα μελετώ τον Νομον σου.
70 Αναίσθητη έγινε η καρδιά τους· εγώ χαρά μου έχω το νόμο σου.
71 ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου.
71 Ευεργετικόν και σωτήριον υπήρξε δι' εμέ το γεγονός, ότι δια της πατρικής σου παιδαγωγίας και των θλίψεων με εταπείνωσες, δια να μάθω έτσι καλύτερα τας εντολάς σου.
71 Ήταν καλό για μένα που ταλαιπωρήθηκα· γιατί έμαθα τους νόμους σου.
72 ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου. -
72 Ο ιδικός σου Νομος, που εβγήκεν από το πανάγιον στόμα σου, είναι ασυγκρίτως προτιμότερος εις εμέ από θησαυρούς χρυσίου και αργυρίου.
72 Για μένα αξίζει πιο πολύ του στόματός σου ο νόμος, από χιλιάδες νομίσματα ασημένια και χρυσά.
73 Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με· συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου.
73 Τα χέριά σου με εδημιούργησαν από το χώμα. Αυτά με διέπλασαν και μου έδωσαν μορφήν και σώμα. Δος μου, λοιπόν και σύνεσιν δια να μάθω βαθύτερον και ευρύτερον τας εντολάς σου.
73 Τα χέρια σου με φτιάξαν και με πλάσαν· σύνεση δώσ’ μου και θα μάθω τις εντολές σου.
74 οἱ φοβούμενοί σε ὄψονταί με καὶ εὐφρανθήσονται, ὅτι εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
74 Οι πιστοί εις σέ, εκείνοι οι οποίοι σε ευλαβούνται, θα με ίδουν προκόπτοντα εις την αρετήν και θα ευφρανθούν. Διότι εγώ είχα στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου εις τα λόγια σου.
74 Εκείνοι που σε σέβονται με βλέπουνε και χαίρονται, γιατί στις υποσχέσεις σου ελπίζω.
75 ἔγνων, Κύριε, ὅτι δικαιοσύνη τὰ κρίματά σου, καὶ ἀληθείᾳ ἐταπείνωσάς με.
75 Εγνώρισα και έμαθα, Κυριε, ότι τα προστάγματα του Νομου σου είναι έκφρασις και πραγματοποίησις της δικαιοσύνης. Δικαίως δε και επωφελώς δι' εμέ με εταπείνωσες δια των θλίψεων.
75 Το ξέρω, Κύριε, πως οι αποφάσεις σου είναι δίκαιες, πως καλά έκανες και με ταλαιπώρησες.
76 γενηθήτω δὴ τὸ ἔλεός σου τοῦ παρακαλέσαι με κατὰ τὸ λόγιόν σου τῷ δούλῳ σου.
76 Τωρα όμως ας έλθη η ευσπλαγχνία σου να με παρηγορήση σύμφωνα με την υπόσχεσιν, την οποίαν έχεις δώσει στον δούλον σου.
76 Ας έρθει η ευσπλαχνία σου να με παρηγορήσει, όπως το υποσχέθηκες στο δούλο σου.
77 ἐλθέτωσάν μοι οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστιν.
77 Ας έλθουν, λοιπόν, εις εμέ οι οικτιρμοί σου και έτσι εγώ θα διαφύγω θανασίμους κινδύνους και θα ζήσω, διότι ο Νομος σου είναι μελέτη μου.
77 Ας έρθει πάνω μου η συμπόνια σου και θα ζήσω, γιατί χαρά μου είν’ ο νόμος σου.
78 αἰσχυνθήτωσαν ὑπερήφανοι, ὅτι ἀδίκως ἠνόμησαν εἰς ἐμέ· ἐγὼ δὲ ἀδολεσχήσω ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου.
78 Ας κατεντροπιασθούν οι αλαζονικοί και εγωπαθείς, διότι, χωρίς εγώ να τους δώσω καμμίαν αφορμήν, χωρίς να τους αδικήσω εις τίποτε, παρανομούν εναντίον μου. Εγώ όμως, απολύτως ήσυχος, θα εντρυφώ συχνά εις την μελέτην του Νομου σου.
78 Ας ντροπιαστούνε οι θρασείς, που άδικα με κατηγορούνε· εγώ στοχάζομαι τους νόμους σου.
79 ἐπιστρεψάτωσάν με οἱ φοβούμενοί σε καὶ οἱ γινώσκοντες τὰ μαρτύριά σου.
79 Από τον εξευτελισμόν αυτόν των υπερηφάνων ας διδαχθούν και ας επιστρέψουν προς εμέ, όσοι προηγουμένως εδειλίασαν και απεμακρύνθησαν και οι οποίοι εν τούτοις σε ευλαβούνται, Κυριε, και γνωρίζουν τας εντολάς σου.
79 Ας ξαναρθούν σ’ εμένα εκείνοι που σε σέβονται κι όσοι γνωρίζουν τις βουλές σου.
80 γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοῖς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ. -
80 Είθε η καρδία μου, με τον ιδικόν σου φωτισμόν, να γίνη άμεμπτος και ακεραία εις την τήρησιν των εντολών σου, δια να μη εντροπιασθώ και εγώ, όπως οι υπερήφανοι.
80 Ας είναι άψογη η καρδιά μου στην τήρηση των νόμων σου, για να μην ντροπιαστώ.
81 Ἐκλείπει εἰς τὸ σωτήριόν σου ἡ ψυχή μου, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
81 Απέκαμεν η ψυχή μου να σε παρακαλή και να περιμένη από σε την σωτηρίαν μου. Εν τούτοις εγώ στους λόγους σου έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
81 Απόκαμα να περιμένω να με σώσεις· ελπίζω στη δική σου υπόσχεση.
82 ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου εἰς τὸ λόγιόν σου λέγοντες· πότε παρακαλέσεις με;
82 Ητόνησαν και κοντεύουν να σβήσουν οι οφθαλμοί μου από την μελέτην των λόγων και των υποσχέσεών σου και με κάνουν συνεχώς να λέγω· Ποτε, Κυριε, θα με παρηγορήσης;
82 Κουράστηκαν τα μάτια μου να περιμένουν την υπόσχεσή σου, και λέω: «Πότε παρήγορος θα ’ρθείς;»
83 ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ· τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
83 Εκακουχήθηκα πάρα πολύ. Εγινα κατάξηρος σαν το ασκί, που εσκληρύνθη εις την παγωνιάν και την πάχνην. Εν τούτοις ούτε προς στιγμήν δεν ελησμόνησα τα δικαιώματά σου.
83 Ξεράθηκα όπως το ασκί μες στον καπνό· δεν ξέχασα όμως τους νόμους σου.
84 πόσαι εἰσὶν αἱ ἡμέραι τοῦ δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι ἐκ τῶν καταδιωκόντων με κρίσιν;
84 Ποσαι είναι ακόμη αι ημέραι της ζωής του δούλου σου; Ολίγαι. Ποτε, λοιπόν, συ θα αναλάβης την υπόθεσίν μου, θα εκφέρης και θα εφαρμόσης την δικαίαν σου κρίσιν εναντίον εκείνων, που με καταδιώκουν;
84 Πόσες είναι του αφοσιωμένου σου οι μέρες; Πότε θα βγάλεις κρίση για τους διώκτες μου;
85 διηγήσαντό μοι παράνομοι ἀδολεσχίας, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ὁ νόμος σου, Κύριε.
85 Φλυαρίας και ματαιότητας μου διηγούντο οι παράνομοι. Αυτά όμως δεν είναι δυνατόν κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν με τον Νομον σου, Κυριε.
85 Οι αλαζόνες –εκείνοι που δεν πάνε με το νόμο σου– μου σκάψανε το λάκκο.
86 πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου ἀλήθεια· ἀδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι.
86 Ολαι αι ιδικαί σου εντολαί είναι αλήθεια. Αδίκως αυτοί με κατεδίωξαν. Συ, λοιπόν, που μισείς την αδικίαν και αγαπάς την αλήθειαν, σπεύσε να με βοηθήσης και να με προστατεύσης.
86 Όλες οι εντολές σου είναι αλήθεια· με κατατρέχουν με ψευτιές· βοήθα με!
87 παρὰ βραχὺ συνετέλεσάν με ἐν τῇ γῇ, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐγκατέλιπον τὰς ἐντολάς σου.
87 Ολίγον ακόμη και οι μανιώδεις εχθροί μου θα με απετελείωναν και θα με έρριπταν νεκρόν κάτω εις την γην. Εγώ όμως δεν εγκατέλειψα ούτε παρέβην τας εντολάς σου.
87 Κοντέψαν να με ρίξουνε στη γη, να με αφανίσουν, αλλά εγώ δεν εγκατέλειψα τους νόμους σου.
88 κατὰ τὸ ἔλεός σου ζῆσόν με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύρια τοῦ στόματός σου. -
88 Συμφωνα με το άπειρον έλεός σου γλύτωσέ με από τους φοβερούς αυτούς κινδύνους και περιφρούρησε την ζωήν μου. Εγώ δέ, πλήρης ευγνωμοσύνης δια την σωτηρίαν μου, θα φυλάξω ακόμη περισσότερον τας εντολάς, που προέρχονται από το άγιον στόμα σου.
88 Χάρη στην ευσπλαχνία σου δώσ’ μου ζωή· και θα φυλάξω τις βουλές του στόματός σου.
89 Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ.
89 Ο λόγος σου, Κυριε, παραμένει αναλλοίωτος και αιώνιος στον ουρανόν, διότι έχει έδραν και πηγήν του σε τον ουράνιον Θεόν.
89 Αιώνια, Κύριε, ο λόγος σου διαρκεί στους ουρανούς.
90 εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἡ ἀλήθειά σου· ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει.
90 Η αλήθειά σου παραμένει αμετακίνητος από γενεάς εις γενεάν. Εθεμελίωσες αυτήν ασφαλή, όπως την γην, η οποία δια τούτο παραμένει.
90 Από γενιά σ’ άλλη γενιά κρατάει η πιστότητά σου· θεμέλιωσες τη γη και μένει στέρεη.
91 τῇ διατάξει σου διαμένει ἡμέρα, ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά.
91 Συ έδωσες την παντοδύναμον προσταγήν σου και παραμένει η ημέρα. Διότι όλα όσα υπάρχουν είναι δούλα και υποτεταγμένα στο άγιον θέλημά σου.
91 Με την απόφασή σου όλα στέκουν ως τα σήμερα· γιατί τα σύμπαντα σου είναι υποταγμένα.
92 εἰ μὴ ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι, τότε ἂν ἀπωλόμην ἐν τῇ ταπεινώσει μου.
92 Εάν ο Νομος σου δεν ήτο προσφιλής μελέτη και εντρύφημά μου, εγώ θα εχανόμην εξ ολοκλήρου ανάμεσα εις τας περιπετείας και τας θλίψεις, που τόσον πολύ με είχαν ταπεινώσει.
92 Αν δεν μου ήτανε απόλαυσή μου ο νόμος σου, τότε μέσα στη θλίψη μου θα ’μουν χαμένος.
93 εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με.
93 Εις τον αιώνα δεν θα ξεχάσω τα δικαιώματά σου, διότι δια μέσου αυτών συ μου έδωκες και διετήρησες την ζωήν μου.
93 Ποτέ μου δε θα λησμονήσω τις εντολές σου, γιατί μ’ αυτές μου δίνεις τη ζωή.
94 σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα.
94 Ιδικός σου άνθρωπος, ιδικός σου δούλος είμαι εγώ, Κυριε. Σώσε με, διότι τας εντολάς σου με πολύν πόθον εζήτησα και ηρεύνησα να μάθω.
94 Σ’ εσένα εγώ ανήκω, σώσε με, γιατί τις εντολές σου αναζητάω.
95 ἐμὲ ὑπέμειναν ἁμαρτωλοὶ τοῦ ἀπολέσαι με· τὰ μαρτύριά σου συνῆκα.
95 Με παρεμόνευσαν με πολλήν υπομονήν οι αμαρτωλοί, δια να με εξοντώσουν. Αλλ' εγώ προς τον Νομον σου είχα εστραμμένην την προσοχήν και την διάνοιάν μου.
95 Καραδοκούν οι ασεβείς να με αφανίσουνε, μα εγώ προσέχω τα θελήματά σου.
96 πάσης συντελείας εἶδον πέρας· πλατεῖα ἡ ἐντολή σου σφόδρα. -
96 Είδα ότι όλα αυτά, που οι άνθρωποι τα θεωρούν τέλεια, πλούτη και δόξαν και τα άλλα αγαθά του κόσμου τούτου, είδα να έχουν ένα τέλος. Η εντολή σου όμως εκτείνεται εις απέραντον χρονικόν διάστημα, αναλλοίωτος και έγκυρος.
96 Κάθε έργο που το λένε τέλειο έχει όρια· αλλά η εντολή σου είναι στ’ αλήθεια τέλεια· όρια δεν έχει.
97 Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μού ἐστιν.
97 Ποσον πολύ ηγάπησα πράγματι τον Νομον σου, Κυριε! Ολην την ημέραν αυτός είναι η μελέτη μου και το εντρύφημά μου.
97 Πόσο αγαπώ το νόμο σου! Όλη τη μέρα είν’ αυτός ο στοχασμός μου.
98 ὑπὲρ τοὺς ἐχθρούς μου ἐσόφισάς με τὴν ἐντολήν σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐμή ἐστιν.
98 Με ανέδειξες σοφώτερον από τους εχθρούς μου, με το να με διδάξης την εντολήν σου, διότι αυτή παραμένει πάντοτε κτήμα μου, γνώσις και σοφία μου.
98 Η εντολή σου μ’ έκανε σοφότερον απ’ τους εχθρούς μου, γιατί μαζί μου βρίσκεται παντοτινά.
99 ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς με συνῆκα, ὅτι τὰ μαρτύριά σου μελέτη μού ἐστιν.
99 Εξεπέρασα όλους τους διδασκάλους μου εις γνώσιν και σοφίαν και σύνεσιν, διότι τα μαρτύρια του Νομου σου είναι η προσφιλής μελέτη μου.
99 Πιο διαβασμένος έγινα απ’ όλους τους δασκάλους μου, γιατί τις προσταγές σου μελετώ.
100 ὑπὲρ πρεσβυτέρους συνῆκα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα.
100 Απέκτησα σύνεσιν πολύ μεγαλυτέραν και από τους γεροντοτέρους μου, διότι εγώ με πόθον πολύν εζήτησα να μάθω και να εφαρμόσω τας εντολάς σου.
100 Από τους γέροντες έγινα συνετότερος, γιατί τις εντολές σου τις τηρώ.
101 ἐκ πάσης ὁδοῦ πονηρᾶς ἐκώλυσα τοὺς πόδας μου, ὅπως ἂν φυλάξω τοὺς λόγους σου.
101 Αρνήθηκα να πορευτώ στο δρόμο της ανηθικότητας, για να τηρώ το λόγο σου.
101 Επροφύλαξα τον εαυτόν μου, ώστε να μη βαδίσω ποτέ δρόμους πονηρίας. Και ηγωνίσθην εξ αντιθέτου να φυλάξω όλας τας εντολάς σου.
102 ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με.
102 Από τας εντολάς σου δεν παρεξέκλινα, διότι αναγνωρίζω ότι συ τας ενομοθέτησες προς καθοδήγησίν μου.
102 Από τις αποφάσεις σου δε λοξοδρόμησα, γιατί εσύ με δίδαξες.
103 ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου.
103 Ποσον γλυκέα και ευχάριστα είναι τα λόγιά σου στον λάρυγγά μου! Οταν τα προφέρω δια του στόματός μου, είναι γλυκύτερα παρά πάνω από το μέλι.
103 Πόσο γλυκιά είναι η γεύση από τα λόγια σου, μέσα στο στόμα μου πιότερο κι απ’ το μέλι!
104 ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας. -
104 Μελετών τας εντολάς σου επήρα σύνεσιν και σοφίαν. Φωτισμένος δε από αυτάς εμίσησα κάθε δρόμον αδικίας, στον οποίον πλανώνται οι αμαρτωλοί άνθρωποι.
104 Χάρη στις εντολές σου έγινα συνετός, γι’ αυτό και αποστράφηκα όλους τους δρόμους της απάτης.
105 Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου.
105 Φωτοβόλος λύχνος εις την πορείαν της ζωής μου είναι, ο Νομος σου. Φως πλούσιον στους δρόμους μου.
105 Λυχνάρι μπρος στα βήματά μου είν’ ο λόγος σου, και φως στα μονοπάτια της ζωής μου.
106 ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
106 Ωρκίσθην και ανέλαβα την υποχρέωσιν να τηρώ ακριβώς τας εντολάς του Νομου σου.
106 Ορκίστηκα, και δε θα το αθετήσω, τις δίκαιες αποφάσεις σου να τις τηρώ.
107 ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα· Κύριε, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου.
107 Μεγάλας ταλαιπωρίας και ταπεινώσεις υπέστην από τους εχθρούς μου. Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, περιφρούρησε την κινδυνεύουσαν ζωήν μου.
107 Ταλαιπωρήθηκα πολύ· Κύριε, δώσ’ μου τη ζωή, καθώς μου το ’χες τάξει.
108 τὰ ἑκούσια τοῦ στόματός μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ τὰ κρίματά σου δίδαξόν με.
108 Δέξου, Κυριε, με ευμένειαν τας δοξολογίας και εκφράσεις ευγνωμοσύνης, τας οποίας με όλην μου την καρδίαν αναπέμπω προς σε. Διδαξέ με ευρύτερον και βαθύτερον τας εντολάς της δικαιοσύνης σου.
108 Τις προσφορές του στόματός μου δέξου, Κύριε, και δίδαξέ με τις αποφάσεις σου.
109 ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί σου διαπαντός, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
109 Η ζωη μου ευρίσκεται πάντοτε εις τα χέρια σου. Εγώ δέ ποτέ δεν ελησμόνησα να μελετώ και να εφαρμόζω τον Νομον σου.
109 Διαρκώς στον κίνδυνο εκτεθειμένη είν’ η ζωή μου, μα εγώ το νόμο σου δεν τον ξεχνώ.
110 ἔθεντο ἁμαρτωλοὶ παγίδα μοι, καὶ ἐκ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἐπλανήθην.
110 Οι αμαρτωλοί μου έστησαν παγίδας, εγώ όμως δεν επλανήθην και δεν απεμακρύνθην από τας εντολάς σου.
110 Οι ασεβείς μού στήσανε παγίδα αλλά δε λοξοδρόμησα απ’ τους νόμους σου.
111 ἐκληρονόμησα τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας μού εἰσιν.
111 Κληρονομία μου και αναφαίρετος περιουσία μου έγιναν τα μαρτύριά σου. Διότι, αυτά αποτελούν την ευφροσύνην και αγαλλίασαν της καρδίας μου.
111 Αιώνια μου κληρονομιά οι βουλές σου, γιατ’ είναι της καρδιάς μου αγαλλίαση.
112 ἔκλινα τὴν καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι᾿ ἀντάμειψιν. -
112 Εστρεψα με όλην μου την διάθεσιν την καρδίαν μου, στο να εφαρμόζω τας εντολάς σου πάντοτε. Διότι οι τηρηταί αυτών θα αμειφθούν.
112 Τους νόμους σου να εφαρμόζω αποφάσισα, αιώνια, ως το τέλος.
113 Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα.
113 Ανθρώπους παρανόμους εμίσησα, τον δε Νομον σου ηγάπησα.
113 Τους διπλοπρόσωπους τους αποστρέφομαι αλλά το νόμο σου τον αγαπώ.
114 βοηθός μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου εἶ σύ· εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
114 Βοηθός και προστάτης μου είσαι συ, Κυριε. Εγώ δε στους λόγους και τας υποσχέσεις και τας εντολάς σου έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
114 Εσύ ’σαι η καταφυγή κι η προστασία μου, στο λόγο σου ελπίζω.
115 ἐκκλίνατε ἀπ᾿ ἐμοῦ, πονηρευόμενοι, καὶ ἐξερευνήσω τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ μου.
115 Φυγετε μακράν από εμέ οι άνθρωποι, οι οποίοι μελετάτε και αγαπάτε και πράττετε την πονηρίαν. Εγώ δε θα ερευνήσω βαθύτερον και θα μάθω σαφέστερον τας εντολάς του Θεού μου.
115 Φύγετε μακριά μου οι κακοί· τις εντολές του Θεού μου θα τηρώ.
116 ἀντιλαβοῦ μου κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ ζῆσόν με, καὶ μὴ καταισχύνῃς με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου.
116 Απλωσε το προστατευτικό σου χέρι πιάσε με και συγκράτησέ με, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου. Σώσε και περιφρούρησε την ζωήν μου από τους κινδύνους και μη με εντροπιάσης σχετικώς με τας ελπίδας, που έχω στηρίξει εις σέ.
116 Γίνε μου στήριγμα, καθώς το υποσχέθηκες, κι εγώ θα ζήσω· μην απογοητέψεις την προσδοκία μου.
117 βοήθησόν μοι, καὶ σωθήσομαι καὶ μελετήσω ἐν τοῖς δικαιώμασί σου διαπαντός.
117 Βοήθησέ με, διότι με την ιδικήν σου βοήθειαν θα σωθώ από τους κινδύνους και έτσι ασφαλής και απερίσπαστος θα μελετώ πάντοτε τας εντολάς σου.
117 Γίνε συμπαραστάτης μου και θα σωθώ· και θα προσέχω αδιάκοπα τους νόμους σου.
118 ἐξουδένωσας πάντας τοὺς ἀποστατοῦντας ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἄδικον τὸ ἐνθύμημα αὐτῶν.
118 Εξουθένωσες και εξηυτέλισες όλους εκείνους, οι οποίοι απεμακρύνθησαν από τας εντολάς σου, διότι οι διαλογισμοί της διανοίας των και αι επιθυμίαι της καρδίας των ήσαν άδικοι.
118 Αρνιέσαι όλους αυτούς που ξεστρατίζουν απ’ τους νόμους σου, γιατί οι ραδιουργίες τους είναι μονάχα ψέμα.
119 παραβαίνοντας ἐλογισάμην πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς· διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰ μαρτύριά σου.
119 Ηρεύνησα με τον νουν μου, εσκέφθην και είδα ότι παρέρχονται όλοι οι αμαρτωλοί της γης και εξαφανίζονται. Δια τούτο εγώ ηγάπησα τον Νομον σου, ο οποίος αποτελεί σωτηρίαν και ασφάλειαν.
119 Τους λογαριάζεις γι’ απορρίμματα όλους τους ασεβείς της γης· γι’ αυτό κι εγώ αγαπάω τις βουλές σου.
120 καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου· ἀπὸ γὰρ τῶν κριμάτων σου ἐφοβήθην. -
120 Καρφωσε και νέκρωσε δια του αγίου φόβου σου τα προς την αμαρτίαν κλίνοντα μέλη της σαρκός μου. Ζητώ αυτήν την χάριν, διότι με τρομάζουν αι εναντίον της αμαρτίας τιμωρίαι σου.
120 Το σώμα μου αναρρίγησε από τον τρόμο που εμπνέεις, κι από τις αποφάσεις σου φοβήθηκα.
121 Ἐποίησα κρῖμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῷς με τοῖς ἀδικοῦσί με.
121 Επεδίωξα την ευθύτητα και δικαιοσύνην, την οποίαν συ θέλεις. Δια τούτο μη με παραδώσης εις τα χέρια των εχθρών μου, που με αδικούν.
121 Μ’ ευθυκρισία και δικαιοσύνη φέρθηκα· στα χέρια αυτών που με αδικούνε μη μ’ αφήνεις.
122 ἔκδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν· μὴ συκοφαντησάτωσάν με ὑπερήφανοι.
122 Δια το καλόν μου και προς ασφάλειάν μου πάρε κάτω από την προστασίαν σου εμέ τον δούλον σου, ώστε να μη τολμήσουν να διατυπώσουν εναντίον μου συκοφαντίας οι υπερήφανοι και αν διατυπώσουν, να μη γίνουν αυταί πιστευταί.
122 Εγγυήσου του δούλου σου την ευτυχία, ώστε να μη με καταπιέζουν οι αλαζόνες.
123 οἱ ὀφθαλμοί μου ἐξέλιπον εἰς τὸ σωτήριόν σου καὶ εἰς τὸ λόγιον τῆς δικαιοσύνης σου.
123 Απέκαμαν τα μάτια μου περιμένοντα την σωτηρίαν από σέ, και την εκπλήρωσιν της δικαίας υποσχέσεώς σου.
123 Απόκαμαν τα μάτια μου να καρτερούν τη σωτηρία σου και της δικαιοσύνης σου το λόγο.
124 ποίησον μετὰ τοῦ δούλου σου κατὰ τὸ ἔλεός σου καὶ τὰ δικαιώματά σου δίδαξόν με.
124 Σε ικετεύω να φερθής προς εμέ, τον δούλόν σου, σύμφωνα με το έλεός σου, όχι σύμφωνα με τας ιδικάς μου πράξεις. Δια να ευαρεστώ δε πάντοτε εις σέ, δίδαξέ με ακόμη περισσότερον τας εντολάς σου.
124 Πράξε στο δούλο σου ανάλογα με την αγάπη σου, και δίδαξέ με το θέλημά σου.
125 δοῦλός σού εἰμι ἐγώ· συνέτισόν με, καὶ γνώσομαι τὰ μαρτύριά σου.
125 Ιδικός σου δούλος είμαι εγώ. Δος μου λοιπόν, Κυριε, σοφίαν και σύνεσιν, δια να γνωρίσω και μάθω τας εντολάς σου.
125 Εγώ είμαι δούλος σου· δώσε μου σύνεση, ώστε τις εντολές σου να γνωρίσω.
126 καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ· διεσκέδασαν τὸν νόμον σου.
126 Εφθασε δια τον Κυριον ο καιρός να αντιδράση και να εφαρμόση δικαιοσύνην εναντίον των εχθρών μου. Αυτοί κατεπάτησαν και κατεξέσχισαν τον Νομον σου.
126 Είναι η κατάλληλη στιγμή να ενεργήσεις, Κύριε· το νόμο σου τον παραβαίνουν.
127 διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον.
127 Η πονηρία και η κακότης εκείνων με έκαμε να αγαπήσω ακόμη περισσότερον τας εντολάς σου περισσότερον από το χρυσάφι και τους πολύτιμους λίθους.
127 Για τούτο αγαπώ τις εντολές σου πιότερο απ’ την πλατίνα κι από το χρυσό.
128 διὰ τοῦτο πρὸς πάσας τὰς ἐντολάς σου κατωρθούμην, πᾶσαν ὁδὸν ἄδικον ἐμίσησα. -
128 Δια τούτο συνεμορφούμην προς όλας τας εντολάς σου, εμίσησα δε κάθε άδικον πράξιν.
128 Γι’ αυτό βρίσκω σωστές όλες τις εντολές σου· κάθε ψεύτικη πράξη τη μισώ.
129 Θαυμαστὰ τὰ μαρτύριά σου· διὰ τοῦτο ἐξηρεύνησεν αὐτὰ ἡ ψυχή μου.
129 Βαθύν θαυμασμόν μου προκαλούν αι εντολαί, που υπάρχουν στον Νομον σου. Δια τούτο η ψυχή μου τας ηρεύνησε και τας εμελέτησε με πόθον.
129 Θαυμαστά είναι τα προστάγματά σου· γι’ αυτό η ψυχή μου τα τηρεί.
130 ἡ δήλωσις τῶν λόγων σου φωτιεῖ καὶ συνετιεῖ νηπίους.
130 Η φανέρωσις και η ανάλυσις των εντολών σου φωτίζει και συνετίζει και αυτούς ακόμη τους απλοϊκούς ανθρώπους.
130 Φωτίζει η αποκάλυψη των λόγων σου, σύνεση δίνει στους απλούς.
131 τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐπεπόθουν.
131 Ηνοιξα το στόμα μου και εισέπνευσα τον ζωογόνον αέρα. Ετσι ελαχτάρησα και λαχταρώ τας εντολάς σου.
131 Το στόμα μου άνοιξα και αναστέναξα, γιατί τις εντολές σου επιθυμώ.
132 Ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με κατὰ τὸ κρίμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου.
132 Ριξε ένα σπλαγχνικό βλέμμα εις εμέ και ελέησέ με, σύμφωνα με την αξιόπιστον υπόσχεσίν σου να προστατεύης εκείνους, που σέβονται και αγαπούν το Ονομά σου.
132 Γύρνα το βλέμμα σου σ’ εμένα και σπλαχνίσου με, όπως το αποφάσισες για όσους τ’ όνομά σου αγαπούν.
133 τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία.
133 Κατεύθυνε την ζωήν και τα έργα μου σύμφωνα με το λόγιόν σου, ώστε καμμία παρανομία να μη κυριεύση την ψυχήν μου.
133 Τα βήματά μου στέριωσε με το λόγο σου, ώστε να μη μ’ εξουσιάζει ανομία καμιά.
134 λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου.
134 Γλύτωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου.
134 Απάλλαξέ με απ’ των ανθρώπων την καταπίεση, ώστε τις εντολές σου να τηρώ.
135 τὸ πρόσωπόν σου ἐπίφανον ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
135 Ας επιλάμψη και ας φωτίση εμέ τον δούλόν σου η αγαθότης και η καλωσύνη του προσώπου σου· δίδαξέ με τα προστάγματά σου.
135 Ρίξε ένα βλέμμα ευνοϊκό στον αφοσιωμένο σου· το θέλημά σου δίδαξέ με.
136 διεξόδους ὑδάτων κατέδυσαν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐπεὶ οὐκ ἐφύλαξα τὸν νόμον σου. -
136 Εις τα αφθόνως αναβλύζοντα δάκρυά μου εβυθίσθησαν τα μάτια μου· και τούτο, διότι δεν ετήρησα πάντοτε τον Νομον σου.
136 Ποτάμια δάκρυα τρέξαν απ’ τα μάτια μου, γιατί το νόμο σου οι άνθρωποι δεν τον τηρούνε.
137 Δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου.
137 Δικαιος είσαι, Κυριε, και αι αποφάσεις σου είναι ορθαί και ευθείαι.
137 Δίκαιος είσαι, Κύριε, κι οι αποφάσεις σου σωστές.
138 ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου καὶ ἀλήθειαν σφόδρα.
138 Τα προστάγματά σου, Κυριε, τα οποία ως εντολάς έδωσες εις ημάς, είναι απολύτως δίκαια και αληθινά.
138 Οι εντολές που πρόσταξες δείχνουν τη δικαιοσύνη σου και την υπέρτατη πιστότητά σου.
139 ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου.
139 Με έλυωσεν ωσάν κερί ο ζήλός μου δια την δόξαν του Ονόματός σου, διότι οι εχθροί μου ελησμόνησαν εντελώς τας εντολάς σου.
139 Επειδή σ’ αγαπώ, με πιάνει οργή όταν βλέπω να λησμονούν τα λόγια σου οι εχθροί μου.
140 πεπυρωμένον τὸ λόγιόν σου σφόδρα, καὶ ὁ δοῦλός σου ἠγάπησεν αὐτό.
140 Είναι όμως άφρονες, διότι τα λόγιά σου είναι ολοκάθαρα και απαστράπτοντα, όπως το χρυσάφι, το οποίον εκαθαρίσθη στο πυρωμένο καμίνι. Δια τούτο εγώ ο δούλος σου τα ηγάπησα.
140 Ο λόγος σου είν’ αξιόπιστος κι ο αφοσιωμένος σου τον αγαπάει.
141 νεώτερος ἐγώ εἰμι καὶ ἐξουδενωμένος· τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
141 Μικρός κατά την ηλικίαν, καταφρονημένος και εξουδενωμένος είμαι μέσα εις την κοινωνίαν. Αλλά τας εντολάς σου ποτέ δεν τας ελησμόνησα.
141 Είμαι ασήμαντος εγώ και καταφρονεμένος· τις εντολές σου ωστόσο δεν τις ξέχασα.
142 ἡ δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια.
142 Η δικαιοσύνη σου, Κυριε, είναι δικαοσύνη αιωνία και αναλλοίωτος και ο Νομος σου είναι αυτή αύτη η αλήθεια.
142 Είναι η δικαιοσύνη σου αιώνια κι ο νόμος σου αμετάβλητος.
143 θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με· αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου.
143 Με ευρήκαν θλίψεις και ανάγκαι, αλλά αι εντολαί σου, Κυριε, ήσαν πάντοτε μελέτη και παρηγορία μου.
143 Θλίψεις και αγωνίες με βρήκαν αλλά οι εντολές σου είν’ η χαρά μου.
144 δικαιοσύνη τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με, καὶ ζήσομαι. -
144 Τα προστάγματά σου είναι δίκαια, αιώνια και αναλλοίωτα. Συνέτισέ με δια μέσου αυτών, ώστε να ζήσω εγώ σύμφωνα με το άγιον θέλημά σου.
144 Δικαιοσύνη αιώνια είναι οι νόμοι σου· φρόνηση δώσ’ μου και θα ζήσω.
145 Ἐκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐπάκουσόν μου, Κύριε, τὰ δικαιώματά σου ἐκζητήσω.
145 Με όλην μου την καρδία έκραξα προς σέ· άκουσε και κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Εγώ δε θα ζητήσω να μάθω και να κατανοήσω τας εντολάς σου.
145 Από τα βάθη της καρδιάς σ’ επικαλούμαι· απάντησέ μου, Κύριε, κι εγώ τους νόμους σου θα εφαρμόζω.
146 ἐκέκραξά σοι· σῶσόν με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύριά σου.
146 Εκραξα προς σέ, Κυριε· σώσε και περιφρούρησε την ζωήν μου, που κινδυνεύει, και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου.
146 Σ’ επικαλούμαι· σώσε με! Και θα εκτελώ τις προσταγές σου.
147 προέφθασα ἐν ἀωρίᾳ καὶ ἐκέκραξα, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
147 Πολύ ενωρίς, πριν περάση η νύκτα, εγώ εσηκώθηκα και προσηυχήθην με κραυγήν προς σε, διότι ήλπισα εις τα λόγια σου.
147 Πριν να χαράξει σου φωνάζω και τη βοήθεια σου ζητώ, στο λόγο σου ελπίζω.
148 προέφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς ὄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ λόγιά σου.
148 Ηνοιξαν τα μάτια μου πολύ ενωρίς, ενώ ακόμη ήτο βαθύς όρθρος, δια να μελετήσω τους λόγους σου.
148 Πριν φύγει η νύχτα ανοίγουνε τα μάτια μου τα λόγια σου να μελετήσω.
149 τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμά σου ζῆσόν με.
149 Ακουσε, Κυριε, την φωνήν της δεήσεώς μου, σύμφωνα με την ευσπλαγχνίαν σου, και κατά την δικαίαν σου απόφασιν περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
149 Χάρη στην ευσπλαχνία σου άκουσε, Κύριε, τη φωνή μου· σύμφωνα με την κρίση σου δώσε μου τη ζωή.
150 προσήγγισαν οἱ καταδιώκοντές με ἀνομίᾳ, ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου ἐμακρύνθησαν.
150 Οι εχθροί μου, που αδίκως και παραλόγως με καταδιώκουν, με επλησίασαν, δια να με εξοντώσουν. Αυτοί όμως ευρίσκονται μακράν από το άγιον θέλημά σου.
150 Με πλησιάζουνε αυτοί που επιζητούν την ανομία· από το νόμο σου ξεμάκρυναν.
151 ἐγγὺς εἶ, Κύριε, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου ἀλήθεια.
151 Αλλά συ, Κυριε, είσαι κοντά μου. Ολοι δε οι τρόποι ενεργείας σου προς ημάς τους ανθρώπους είναι δίκαιοι και αληθινοί.
151 Είσαι κοντά εσύ, Κύριε, κι όλες οι εντολές σου είναι αλήθεια.
152 κατ᾿ ἀρχὰς ἔγνων ἐκ τῶν μαρτυρίων σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐθεμελίωσας αὐτά. -
152 Απ' αρχής εγώ, Κυριε, εγνώρισα και κατενόησα τα μαρτύριά σου και επείσθην απολύτως, ότι αι εντολαί σου έχουν αιώνια τα θεμέλιά των.
152 Ξέρω πως από την αρχή τις προσταγές σου για πάντα τις θεμέλιωσες.
153 Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἐξελοῦ με, ὅτι τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
153 Ιδε την καταφρόνησιν και την εξουθένωσιν, εις την οποίαν με έχουν ρίξει οι εχθροί μου, και σπεύσε να με βγάλης από αυτήν, διότι εγώ δεν ελησμόνησα ποτέ τον Νομον σου.
153 Την αθλιότητά μου δες και λύτρωσέ με, γιατί το νόμο σου δεν τον λησμόνησα.
154 κρῖνον τὴν κρίσιν μου καὶ λύτρωσαί με· διὰ τὸν λόγον σου ζῆσόν με.
154 Συ, ωσάν δίκαιος που είσαι, κρίνε με δικαιοσύνην την υπόθεσίν μου και απάλλαξέ με από τους εχθρούς μου. Συμφωνα δε με την υπόσχεσίν σου περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
154 Διεκδίκησε εσύ το δίκιο μου και ελευθέρωσέ με· δώσ’ μου ζωή, όπως το υποσχέθηκες.
155 μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν.
155 Η σωτηρία των δικαίων είσαι συ. Η σωτηρία όμως των αμαρτωλών είναι μακράν, είναι ανύπαρκτος, διότι δεν εζήτησαν να μελετήσουν και να καταμάθουν τας εντολάς σου.
155 Μακριά απ’ τους ασεβείς η σωτηρία, γιατί τους νόμους σου δεν τους αναζητούν.
156 οἱ οἰκτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατὰ τὸ κρῖμά σου ζῆσόν με.
156 Τα ελέη σου, Κυριε, είναι πολλά. Συμφωνα με την εύσπλαγχνον κρίσιν σου περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου.
156 Κύριε, μεγάλη είν’ η συμπόνια σου· σύμφωνα με την κρίση σου δώσ’ μου ζωή.
157 πολλοὶ οἱ ἐκδιώκοντές με καὶ θλίβοντές με· ἐκ τῶν μαρτυρίων σου οὐκ ἐξέκλινα.
157 Πολλοί είναι οι εχθροί μου, που με καταδιώκουν και με καταθλίβουν. Εγώ όμως ποτέ δεν παρεξέκλινα από τας εντολάς σου.
157 Πολλοί είν’ οι διώκτες μου κι οι αντίπαλοί μου· μα εγώ απ’ τις βουλές σου δεν ξεμάκρυνα.
158 εἶδον ἀσυνετοῦντας καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγιά σου οὐκ ἐφυλάξαντο.
158 Είδα ασυνέτους ανθρώπους να απορρίπτουν τας εντολάς σου και έλυωνα από τον πόνον, διότι αυτοί δεν ετήρησαν τα λόγια σου.
158 Είδα τους αποστάτες και ταράχτηκα· γιατί τα λόγια σου δεν τα εφαρμόζουν.
159 ἴδε, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα· Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου ζῆσόν με.
159 Ιδε όμως, Κυριε, ότι εγώ ηγάπησα με όλην μου την καρδίαν τας εντολάς σου. Κυριε, κατά το μέγα έλεός σου, χάρισέ μου ασφαλή και μακράν την ζωήν.
159 Δες πόσο αγαπώ τις εντολές σου· Κύριε, δώσ’ μου τη ζωή, χάρη στην ευσπλαχνία σου.
160 ἀρχὴ τῶν λόγων σου ἀλήθεια, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα πάντα τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. -
160 Αρχή, βάσις και περιεχόμενον των λόγων σου είναι η αλήθεια και όλαι αι κρίσεις της δικαιοσύνης σου είναι αιώνιοι και αμετάθετοι.
160 Ουσία του λόγου σου, η αξιοπιστία, κι είναι αιώνιες όλες οι δίκαιες αποφάσεις σου.
161 Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου.
161 Αρχοντες ασεβείς με κατεδίωξαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Δεν τους εφοβήθην. Από τους λόγους σου μόνον εδειλίασεν η καρδία μου, μήπως τυχόν και τους παραβώ.
161 Με καταδιώξαν άρχοντες αναίτια· αλλά μόνο στα λόγια σου τρέμει η καρδιά μου.
162 ἀγαλλιάσομαι ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά.
162 Εγώ θα χαρώ τόσον πολύ από την μελέτην, την αποδοχήν και εφαρμογήν των λόγων σου, ωσάν ο νικητής εκείνος ο οποίος ευρίσκει πολλά και πολύτιμα λάφυρα.
162 Αγάλλομαι στο λόγο σου, σαν κάποιος που ηύρε λάφυρα πολλά.
163 ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα.
163 Εμίσησα και εσιχάθηκα την αδικίαν. Τον δε Νομον σου ηγάπησα.
163 Το ψέμα το μισώ και το σιχαίνομαι· το νόμο σου αγαπώ.
164 ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
164 Πολλές φορές κατά το διάστημα της ημέρας σε εδοξολόγησα δια τας δικαίας κρίσεις σου.
164 Εφτά φορές τη μέρα σε υμνώ για της δικαιοσύνης σου τις αποφάσεις.
165 εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον σου, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς σκάνδαλον.
165 Ειρήνη πολλή βασιλεύει εις την καρδίαν εκείνων, που αγαπούν και φυλάττουν τον Νομον σου. Δεν υπάρχει εις αυτούς σκάνδαλον, που να σκοντάπτουν επάνω του, να τους αναταράσση και να τους κλονίζη.
165 Πολλήν ειρήνη έχουν όσοι το νόμο σου αγαπούν· και πρόσκομμα δεν συναντούν μπροστά τους.
166 προσεδόκων τὸ σωτήριόν σου, Κύριε, καὶ τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα.
166 Παντοτε, Κυριε, από σε επερίμενα την σωτηρίαν, και τας εντολάς σου ηγάπησα.
166 Τη σωτηρία μου, Κύριε, την προσδοκώ από σένα, και πράττω αυτά που πρόσταξες.
167 ἐφύλαξεν ἡ ψυχή μου τὰ μαρτύριά σου καὶ ἠγάπησεν αὐτὰ σφόδρα.
167 Η ψυχή μου εφύλαξε τας εντολάς σου, διότι θερμότατα τας έχει αγαπήσει.
167 Μ’ όλη μου την ψυχή τηρώ τις εντολές σου, τόσο πολύ τις αγαπώ.
168 ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς σου καὶ τὰ μαρτύριά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ὁδοί μου ἐναντίον σου, Κύριε. -
168 Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου, Κυριε, διότι έχω την συναίσθησιν ότι όλαι αι πορείαι της ζωής μου ευρίσκονται ενώπιόν σου.
168 Φύλαξα τα προστάγματά σου και τους νόμους σου, γιατί ό,τι κι αν κάνω το γνωρίζεις.
169 Ἐγγισάτω ἡ δέησίς μου ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν σου συνέτισόν με.
169 Ας πλησιάση, λοιπόν, ενώπιον του θρόνου της μεγαλωσύνης σου η δέησίς μου, Κυριε, και σύμφωνα με την ρητήν υπόσχεσίν σου ότι ακούεις τας προσευχάς μας, δος μου σύνεσιν και φωτισμόν.
169 Ας φτάσει, Κύριε, ως εσένα η κραυγή μου· όπως το υποσχέθηκες, δώσε μου σύνεση.
170 εἰσέλθοι τὸ ἀξίωμά μου ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν σου ῥῦσαί με.
170 Είθε να φθάση εις σέ, Κυριε, η ιερά αυτή αξίωσίς μου. Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, γλύτωσέ με από τους διαφόρους κινδύνους, που απειλούν την ζωήν μου.
170 Ας φτάσει μπρος σου η παράκλησή μου· όπως το υποσχέθηκες, λευτέρωσέ με.
171 ἐξερεύξαιντο τὰ χείλη μου ὕμνον, ὅταν διδάξῃς με τὰ δικαιώματά σου.
171 Είθε από την καρδίαν και τα χείλη μου να αναβλύζουν πλούσιοι ύμνοι εις δόξαν σου. Και τούτο θα γίνη, όταν με διδάξης τα προστάγματά σου.
171 Ας διαλαλούν τα χείλη μου τον ύμνο σου, γιατί τους νόμους σου μου τους διδάσκεις.
172 φθέγξαιτο ἡ γλῶσσά μου τὰ λόγιά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου δικαιοσύνη.
172 Είθε η γλώσσά μου να ομιλή και να διαλαλή πάντοτε τα λόγια σου, διότι όλαι αι εντολαί σου είναι δίκαιαι και ορθαί.
172 Ας εξυμνεί η γλώσσα μου το λόγο σου, γιατί είναι δίκαιες όλες οι εντολές σου.
173 γενέσθω ἡ χείρ σου τοῦ σῶσαί με, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ᾑρετισάμην.
173 Ας απλωθή προς εμέ το προστατευτικό σου χέρι, δια να με σώσης, διότι εγώ, υπέρ πάντα τα άλλα, επροτίμησα και ηγάπησα τας εντολάς σου.
173 Το χέρι σου άπλωσε, δώσ’ μου βοήθεια, γιατί εγώ διάλεξα τις εντολές σου.
174 ἐπεπόθησα τὸ σωτήριόν σου, Κύριε, καὶ ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι.
174 Με όλην μου την καρδίαν επόθησα την σωτηρίαν, την οποίαν συ, Κυριε, δίδεις, και ο Νομος σου είναι παντοτεινή μου μελέτη.
174 Πόθησα να με σώσεις, Κύριε, κι είναι ο νόμος σου χαρά μου.
175 ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι.
175 Χαρις εις την ιδικήν σου προστασίαν θα ζήσω και θα σε υμνώ, αι δε δίκαιαι κρίσεις σου θα με βοηθήσουν.
175 Ας ζει η ψυχή μου για να σε υμνεί, κι οι αποφάσεις σου βοήθεια μου ας γενούνε.
176 ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός· ζήτησον τὸν δοῦλόν σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην.
176 Επλανήθην, Κυριε, σαν απολωλός πρόβατον, μη με αφήσης· αναζήτησε εμέ τον δούλον σου, διότι ποτέ εγώ δεν ελησμόνησα τας εντολάς σου.
176 Περιπλανήθηκα σαν πρόβατο χαμένο· έλα, το δούλο σου ν’ αναζητήσεις, γιατί τις εντολές σου δεν τις ξέχασα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος στή γιορτή τῶν Σκηνῶν.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά ἐπιτευχθῆ κάποιος καλός σκοπός.
β Γιά μακαρισμό.
Νά ὡφελήσης τόν πάσχοντα καί θά δῆ ὁ Κύριος τήν πίστη σου καί θά παράσχη τελεία θεραπεία.
γ Γιά νά πατάξη ὁ Θεός τούς βαρβάρους καί νά ταπεινώση τήν θραύσει τους, ὅταν τά ἀθῶα γυναικόπαιδα.
ε "Ὁ παρών ψ. εἶναι ἄρτιος καί τέλειος· διατί καί τούς ἐναρέτους φέρει εἰς τελειότητα καί τούς ζῶντας μέ ἀμέλειαν ἐξυπνᾷ εἰς ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς".
στ Προσευχή διά τήν τήρησιν τῶν ἁγίων καί σωτηρίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.
"Ἐκθείασις τῆς ἐξοχότητος καί σημαντικότητος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ".

ΨΑΛΜΟΣ 119

ΨΑΛΜΟΣ 119 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΑΙ ΑΔΙΚΑ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου.
1 Προς τον Κυριον εις περιστάσεις θλίψεων έκραξα δια της προσευχής και με εισήκουσε·
1 Ωδή των αναβαθμών. Μέσα στη θλίψη μου στον Κύριο φώναξα και μ’ αποκρίθηκε.
2 Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας.
2 και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη, τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία εξυφαίνει δολοπλοκίας.
2 Κύριε, την ψυχή μου λύτρωσε από τα χείλη που λέν’ ψέματα, από τη γλώσσα της απάτης.
3 τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;
3 Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον γλώσσαν;
3 Πώς να τιμωρηθείς και ποια βαρύτερη ποινή να λάβεις γλώσσα απατηλή;
4 τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς.
4 Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν.
4 Βέλη πολεμιστή ακονισμένα και φλογισμένα κάρβουνα.
5 οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ.
5 Αλλοίμονον! Διότι η παραμονή μου εις την ξένην γην παρετάθη επί μακρόν. Κατεσκήνωσα μαζή με τους σκηνίτας Κηδάρ, με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ.
5 Αλίμονο σ’ εμένα, στη Μεσέχ πάροικος να ζω, στου Κηδάρ μέσα τις σκηνές να μένω.
6 πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου.
6 Επί πολύν χρόνον παρετάθη η ξενητειά μου.
6 Πάρα πολύν καιρό κατοίκησα μ’ αυτούς που την ειρήνη τη μισούν.
7 μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν.
7 Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην, εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε.
7 Εγώ ειρήνη επιθυμώ· μα όταν γι’ αυτήν μιλώ εκείνοι αρχίζουν πόλεμο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Πρός δόξα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ ἐξεγέρσεις καί οἱ ἐθνικές συμφορές.
γ Γιά νά δίνη ὑπομονή καί ἀνεκτικότητα ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀναγκασμένοι νά συνευρίσκονται μέ δόλιους καί ἄδικους ἀνθρώπους.
ε "..θερμαίνει καί ἀνάπτει εἰς ἔρωτα καί ἀγάπην τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ..".
θ " Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 120

ΨΑΛΜΟΣ 120 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΘΑ ΣΕ ΦΥΛΑΞΕΙ

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου.
1 Από την ξένην χώραν εσήκωσα τα μάτιά μου προς τα όρη Σιών, από όπου θα έλθη η βοήθειά μου παρά του Κυρίου, δια να επαναπατρισθώ.
1 Ωδή των αναβαθμών. Τα μάτια μου σηκώνω στα βουνά· από πού θα ’ρθεί η βοήθειά μου;
2 ἡ βοήθειά μου παρὰ Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
2 Η βοήθειά μου θα έλθη από τον Κυριον, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
2 Η βοήθειά μου θα ’ρθει από τον Κύριο, που έφτιαξε τα ουράνια και τη γη.
3 μὴ δῴης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, μηδὲ νυστάξῃ ὁ φυλάσσων σε.
3 Είθε, ω ψυχή μου, ποτέ να μη σαλευθή το ποδί σου. Ποτέ να μη νυστάξη και αδιαφορήση δια σε ο Κυριος, ο οποίος σε φυλάσσει.
3 Δε θ’ αφήσει να κλονιστούν τα πόδια σου, δε θ’ αδρανήσει αυτός που σε φυλάει.
4 ἰδοὺ οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ.
4 Ιδού, δεν θα νυστάξη, ούτε θα κοιμηθή, ούτε θα αδιαφορήση ο Κυριος, ο οποίος περιφρουρεί τον ισραηλιτικόν λαόν.
4 Όχι, δε θα νυστάξει, δε θ’ αποκοιμηθεί του Ισραήλ η σκέπη.
5 Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι ἐπὶ χεῖρα δεξιάν σου·
5 Τουναντίον, ο Κυριος θα σε περιφρουρήση ασφαλή, ω λαέ του Ισραήλ. Ο Κυριος θα είναι ο παντοδύναμος σκεπαστής και υπερασπιστής σου, ο οποίος θα ίσταται συμπαραστάτης σου εκ δεξιών σου.
5 Ο Κύριος είν’ αυτός που σε φυλάει· ο Κύριος είν’ η προστασία σου, στέκεται στα δεξιά σου.
6 ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα.
6 Τοτε κατά την ημέραν ο ήλιος δεν θα σε καυματίση, ούτε η σελήνη θα σε βλάψη κατά την νύκτα.
6 Τη μέρα δε θα σε χτυπήσει ο ήλιος· ούτε η σελήνη μέσα στη νυχτιά.
7 Κύριος φυλάξει σε ἀπὸ παντὸς κακοῦ, φυλάξει τὴν ψυχήν σου ὁ Κύριος.
7 Ο Κυριος θα σε προφυλάξη από κάθε κακόν. Θα φυλάξη την ζωήν σου ο Κυριος.
7 Από κάθε λογής κακό θα σε φυλάει ο Κύριος· θα προφυλάει τη ζωή σου.
8 Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
8 Ο Κυριος θα φυλάξη την είσοδόν σου και την έξοδόν σου από το σπίτι σου· γενικώς την πορείαν της ζωής σου και στο παρόν και στο μέλλον.
8 Ο Κύριος θα σε προστατεύει σαν φεύγεις και σαν έρχεσαι· από τα τώρα και παντοτινά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἐνάντια στούς συκοφάντες.
α2 Κατά τῶν συκοφαντῶν.
Κατά τῆς γλωσσοφαγιᾶς.
γ Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός τούς σκλάβους ἀπό τά ἐχθρικά χέρια, νά μήν τούς κακοποιήσουν μέχρι νά ἐλευθερωθοῦν
δ Ὅταν φεύγης ἀπό τό σπίτι σου γιά δουλειά ἤ ταξίδι.
στ Προσευχή ἐλπίδος πρός τόν Θεό νά μᾶς προστατεύει ἀπό κάθε κακό καί ἐπίβουλο ἐχθρό μας.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 101

ΨΑΛΜΟΣ 101 - ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

1 Προσευχὴ τῷ πτωχῷ, ὅταν ἀκηδιάσῃ καὶ ἐναντίον Κυρίου ἐκχέῃ τὴν δέησιν αὐτοῦ.
1 -
1 Προσευχή του δυστυχισμένου, όταν είναι περίλυπος και ξεσπάει σε παράπονα ενώπιον του Κυρίου.
2 Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου πρὸς σὲ ἐλθέτω.
2 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Η κραυγή της δεήσεώς μου ας φθάση ενωπιον σου.
2 Άκουσε, Κύριε, την προσευχή μου κι ας φτάσει ως εσένα η κραυγή μου για βοήθεια.
3 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ θλίβωμαι, κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε, ταχὺ ἐπάκουσόν μου,
3 Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου, ώστε να παύσης να με βλέπης. Εις ημέραν κατά την οποίαν θλίβομαι, όπως είναι η σημερινή ήμερα, πλησίασε το αυτί σου προς εμέ. Οταν εις περιστάσεις δοκιμασιών και θλίψεων σε επικαλούμαι, κατά την ημέραν εκείνην άκουσε και κάμε σύντομα δεκτήν την προσευχήν μου·
3 Το πρόσωπό σου μη μου το κρύβεις σήμερα που θλίβομαι· στρέψε την προσοχή σου κατά μένα· τη μέρα ετούτη που σου φωνάζω μην αργήσεις να μου αποκριθείς.
4 ὅτι ἐξέλιπον ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ὡσεὶ φρύγιον συνεφρύγησαν.
4 διότι αι ημέραι μου εχάθησαν ώσαν καπνός, που διαλύεται στον αέρα. Και τα κόκκαλά μου εξηράνθησαν ωσάν τα φρύγανα.
4 Γιατί η ζωή μου χάνεται σαν τον καπνό και σαν τα φρύγανα ξεραίνονται τα κόκαλά μου.
5 ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου.
5 Εμαράθηκα και εκτυπήθηκα ωσάν το χόρτον, που το ξηραίνει ο ήλιος. Η καρδία μου εστέγνωσε από την νηστείαν, διότι μέσα στο βάρος του πόνου μου ελησμόνησα να φάγω τον άρτον μου.
5 Καταπατιέται σαν τη χλόη η καρδιά μου και μαραίνεται, και το ψωμί μου να το φάω λησμονώ.
6 ἀπὸ φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου.
6 Εξ αιτίας των γοερών μου στεναγμών έγινα πετσί και κόκκαλο, εκολλήθη το δέρμα μου επάνω εις τα οστά μου.
6 Από τους θρήνους και τους στεναγμούς έμεινα μοναχά πετσί και κόκαλο.
7 ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ,
7 Εγκατελείφθην και απεμονώθην από τους άλλους ανθρώπους, έμεινα μόνος ωσάν τον ερημικόν πελεκάνο. Εγινα όμοιος με το κλαψοπούλι της νύχτας, που θρηνεί στους ερειπωμένους οίκους.
7 Μοιάζω με πελεκάνο στην ερμιά· με κουκουβάγια στα χαλάσματα.
8 ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος.
8 Εμεινα άγρυπνος, έγινα όμοιος με το στρουθίον, που έχασε τον σύντροφόν του, και θλιμμένον μένει μόνον του επάνω εις την στέγην.
8 Ύπνο δεν έχω, κι έγινα σαν το μοναχικό σπουργίτι στη σκεπή.
9 ὅλην τὴν ἡμέραν ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, καὶ οἱ ἐπαινοῦντές με κατ᾿ ἐμοῦ ὤμνυον.
9 Καθ' όλον το διάστημα της ημέρας με ενέπαιζαν και με ύβριζαν οι εχθροί μου· και αυτοί οι οποίοι προηγουμένως με επαινούσαν, ορκίζονται τώρα εναντίον μου και με καταρώνται.
9 Όλη τη μέρα με περιγελούν οι εχθροί μου· αν κάποιον θέλουν να καταραστούν, του λέν’ να καταντήσει σαν εμένα.
10 ὅτι σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον ἔφαγον καὶ τὸ πόμα μου μετὰ κλαυθμοῦ ἐκίρνων
10 Εξ αιτίας του βάρους των θλίψεών μου κατήντησα να τρώγω στάκτην αντί του άρτου και το νερό, το οποίον πίνω, το αναμιγνύω με τα δάκρυα του κλαυθμού μου.
10 Τρώω το χώμα αντίς ψωμί και δάκρυα στο ποτό μου ανακατεύω.
11 ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου καὶ τοῦ θυμοῦ σου, ὅτι ἐπάρας κατέῤῥαξάς με.
11 Αυτά υποφέρω εξ αιτίας της οργής και του μεγάλου θυμού σου δια τας αμαρτίας μου. Διότι συ, αφού με εσήκωσες υψηλά, με απέσπασες από την πατρίδα μου και συντετριμμένον με εξετίναξες εις την ξένην γην.
11 Αιτία γι’ αυτό η αγανάκτησή σου κι η οργή σου, γιατί, αφού μ’ ανύψωσες, τώρα με ταπεινώνεις.
12 αἱ ἡμέραι μου ὡσεὶ σκιὰ ἐκλίθησαν, κἀγὼ ὡσεὶ χόρτος ἐξηράνθην.
12 Και έτσι αι ημέραι της ζωής μου χάνονται, όπως αι σκιαι κατά την δύσιν του ηλίου. Εστέγνωσα, ωσάν το εφήμερο χορτάρι που ξηραίνεται από το καύμα του ηλίου και είναι έτοιμον να ριφθή εις την φωτιάν.
12 Χάνονται οι μέρες μου καθώς το απόσπερο οι σκιές κι εγώ μαραίνομαι σαν το χορτάρι.
13 σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα μένεις, καὶ τὸ μνημόσυνόν σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
13 Συ όμως, Κυριε, μένεις αναλλοίωτος στους αιώνας των αιώνων, και το Ονομά σου μνημονεύεται δια μέσου όλων των γενεών.
13 Αλλά, Κύριε, εσύ αιώνια μένεις και σε θυμούνται όλες οι γενιές.
14 σὺ ἀναστὰς οἰκτειρήσεις τὴν Σιών, ὅτι καιρὸς τοῦ οἰκτειρῆσαι αὐτήν, ὅτι ἥκει καιρός·
14 Συ, λοιπόν, ο αιώνιος και παντοδύναμος Θεός, σήκω από τον θρόνον της μεγαλωσύνης σου, σπλαγχνίσου την Σιών, διότι έφθασεν ο καιρός, που πρέπει να την λυπηθής, να την ελεήσης, να την σώσης. Ηλθε πλέον ο προσδιωρισμένος από σε χρόνος της απελευθερώσεώς μας.
14 Θα σηκωθείς και τη Σιών θα σπλαχνιστείς –είναι καιρός να της χαρίσεις το έλεός σου– γιατ’ ήρθε η στιγμή.
15 ὅτι εὐδόκησαν οἱ δοῦλοί σου τοὺς λίθους αὐτῆς, καὶ τὸν χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι.
15 Διότι οι ταλαιπωρούμενοι εις την αιχμαλωσίαν δούλοι σου, επόθησαν και αυτά ακόμη τα λιθάρια των ερειπωμένων κτιρίων της. Το από την καταστροφήν απολειφθέν χώμα της πονούν να ίδουν.
15 Εμείς οι δούλοι σου αγαπάμε ως και τις πέτρες της· ως και το χώμα της το πονάμε.
16 καὶ φοβηθήσονται τὰ ἔθνη τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς τὴν δόξαν σου,
16 Οταν συ, Κυριε, εν τη παντοδυναμία σου μας στείλης την σωτηρίαν, τα έθνη θα φοβηθούν το Ονομά σου και όλοι οι βασιλείς του κόσμου θα ευλαβηθούν και θα θαυμάσουν την δόξαν σου.
16 Οι ειδωλολάτρες τότε θα φοβηθούν τ’ όνομα του Κυρίου και όλοι οι βασιλείς της γης τη δόξα του.
17 ὅτι οἰκοδομήσει Κύριος τὴν Σιὼν καὶ ὀφθήσεται ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ.
17 Διότι ο Κυριος θα ανοικοδομήση την ερειπωμένην Σιών και θα εμφανισθη εκεί με την δόξαν του.
17 Όταν ο Κύριος θα οικοδομήσει τη Σιών, όταν θα παρουσιαστεί μέσα στη δόξα του.
18 ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδένωσε τὴν δέησιν αὐτῶν.
18 Η ανόρθωσις αυτή της Σιών θα σημάνη ότι ο Κυριος έρριψε ευμενές βλέμμα εις την προσευχήν των ταλαιπωρουμένων δούλων του και δεν εξουθενώνει πλέον ως μηδαμινήν την δέησίν των.
18 θα προσέξει τότε των απόκληρων την προσευχή, την ικεσία τους δε θα την παραβλέψει.
19 γραφήτω αὕτη εἰς γενεὰν ἑτέραν, καὶ λαὸς ὁ κτιζόμενος αἰνέσει τὸν Κύριον.
19 Ας καταγραφή αυτή η προφητεία και η προσεχής εκπλήρωσίς της, δια να γνωσθή εις την γενεάν που πρόκειται να γεννηθή, ώστε ο λαός, που πρόκειται να δημιουργηθή, να υμνήση τον Κυριον.
19 Ετούτο να γραφτεί για την επόμενη γενιά· ώστε ο λαός που θα δημιουργηθεί, να υμνεί τον Κύριο.
20 ὅτι ἐξέκυψεν ἐξ ὕψους ἁγίου αὐτοῦ, Κύριος ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν ἐπέβλεψε
20 Διότι ο Κυριος έσκυψεν από τα άγια ύψη του, από τον ουράνιον θρόνον του, έρριψεν ο Κυριος βλέμμα στοργικόν και ευμενές επάνω εις την γην,
20 Έσκυψε ο Κύριος απ’ το απρόσιτο άγιό του από τους ουρανούς επέβλεψε στη γη,
21 τοῦ ἀκοῦσαι τοῦ στεναγμοῦ τῶν πεπεδημένων, τοῦ λῦσαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων,
21 δια να ακούση τον στεναγμόν των αλυσοδεμένων αιχμαλώτων, δια να λύση τα δεσμά από τα παιδιά εκείνων, που είχαν αιχμαλωτισθή και θανατωθή.
21 τους στεναγμούς των αιχμαλώτων για ν’ ακούσει και να ελευθερώσει τους μελλοθάνατους.
22 τοῦ ἀναγγεῖλαι ἐν Σιὼν τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ τὴν αἴνεσιν αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ
22 Ωστε οι τέως σιδηροδέσμιοι δούλοι, ελεύθεροι πλέον, να διακηρύξουν εις την Σιών και να αναγγείλουν το Ονομα του Κυρίου και την δοξολογίαν αυτού εις την Ιερουσαλήμ,
22 Έτσι τ’ όνομα του Κυρίου στη Σιών θα διακηρύσσεται κι ο ύμνος του στην Ιερουσαλήμ,
23 ἐν τῷ συναχθῆναι λαοὺς ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ βασιλεῖς τοῦ δουλεύειν τῷ Κυρίῳ.
23 όταν θα συγκεντρωθούν εκεί οι λαοί και οι βασιλείς της γης, δια να υπηρετούν τον Κυριον.
23 όταν όλοι οι λαοί θα συγκεντρώνονται και τα βασίλεια, τον Κύριο να λατρέψουν.
24 ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν ὁδῷ ἰσχύος αὐτοῦ· τὴν ὀλιγότητα τῶν ἡμερῶν μου ἀνάγγειλόν μοι·
24 Ο αιχμαλωτισμένος και ταλαιπωρημένος εις την εξορίαν λαός των Ιουδαίων, με όσην δύναμιν του απέμεινεν, είπε προς τον Κυριον· Καμε με να εννοήσω, Κυριε, πόσον ολίγαι ημέραι ζωής μου υπολείπονται, και να σκεφθώ, αν θα προφθάσω άραγε να ίδω την θαυμαστήν σου απελευθέρωσίν μου.
24 Εκείνος μου εξασθένησε, καθώς πορεύομαι, τη δύναμή μου, λιγόστεψε τις μέρες μου.
25 μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου· ἐν γενεᾷ γενεῶν τὰ ἔτη σου.
25 Μη με αφαρπάσης στο μέσον της ζωής μου· δώσε παράτασιν εις τας ημέρας μου, διότι συ έχεις ατελείωτα τα έτη σου, που μένουν από γενεάς εις γενεάν.
25 Και λέω: «Θεέ μου, μη μ’ αρπάξεις μες στης ζωής μου τα μισά». Εσένα, Κύριε, τα χρόνια σου διαρκούν αιώνια.
26 κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί·
26 Συ, Κυριε, κατ' αρχάς εδημιούργησες και εθεμελίωσες την γην, και έργα των παντοδυνάμων χειρών σου είναι οι ουρανοί.
26 Εσύ αρχικά θεμέλιωσες τη γη κι οι ουρανοί δικά σου είναι έργα.
27 αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις, καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτοὺς καὶ ἀλλαγήσονται·
27 Αυτοί θα καταστραφούν, συ όμως παραμένεις ο αυτός και αναλλοίωτος δια μέσου των αιώνων. Ολος ο υλικός κόσμος σαν ένδυμα θα παληώση και σαν πανωφόρι, που περιβάλλονται οι άνθρωποι, θα τον γυρίσης, θα τον περιτυλίξης, θα τον αλλάξης, ώστε να γίνη καινούργιος.
27 Αυτοί θ’ αφανιστούν, μα εσύ θα παραμένεις, και όλοι τους σαν ρούχο θα παλιώσουν· θα τους αλλάξεις σαν μια φορεσιά και θα χαθούν.
28 σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν.
28 Συ όμως είσαι ο ίδιος και αναλλοίωτος και τα έτη της αιωνιότητός σου δεν θα εξαντληθούν ποτέ.
28 Αλλά εσύ είσαι πάντα ο ίδιος· τα χρόνια σου δεν έχουν τελειωμό.
29 οἱ υἱοὶ τῶν δούλων σου κατασκηνώσουσι, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα κατευθυνθήσεται.
29 Κατω από την ιδικήν σου παντοδύναμον προστασίαν τα τέκνα και οι απόγονοι των δούλων σου, των πατριαρχών, θα εύρουν ασφαλή κατοικίαν και οι απόγονοί των χάρις εις σε θα ευδοκιμούν δια μέσου όλων των αιώνων.
29 Οι γιοι των αφοσιωμένων σου θα ζουν στον τόπο τους κι οι απόγονοί τους με τη χάρη σου θα επιβιώνουν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ διακήρυξη τοῦ βασιλιᾶ.
α2 Γιά νά φέρονται οἱ ἄνθρωποι ἔντιμα στίς συναλλαγές τους.
β Ὅταν δυσκολεύεσαι καί θέλης νά βρῆς παρηγοριά.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού φέρουν ἀξιώματα, γιά νά βοηθοῦν τόν κόσμο μέ καλωσύνη καί κατανόηση.
ε ".....ἁρμόζει ἡ προσευχή τοῦ παρόντος ψ., ἤτοι ὁ παρών ψ., ὅταν αὐτός ἀκηδιάσῃ, ἤτοι ὀλιγοψυχήσῃ, πολεμούμενος ἀπό τούς ἀοράτους ἐχθρούς καί προσφέρῃ τήν δέησίν του ἔμπροσθεν εἰς τόν Θεόν".
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή).
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 102

ΨΑΛΜΟΣ 102 - ΕΥΛΟΓΗΣΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ!

Τῷ Δαυΐδ.

1 Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ·
1 Ω ψυχή μου, δοξολόγει ακατάπαυστα τον Κυριον, και όλαι αι εσωτερικαί μου δυνάμεις, ο νους και η καρδία μου, ας δοξολογούν το άγιον όνομά του, δια τα μεγαλεία και τας πολλάς του ευεργεσίας.
1 Του Δαβίδ. Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου, και όλο μου το είναι το όνομά του τ’ άγιο!
2 εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ·
2 Δοξολόγει, ω ψυχή μου, τον Κυριον και μη λησμονής ποτέ καμμίαν από τας ευεργεσίας του προς σέ.
2 Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου, και μην ξεχνάς καμιά απ’ τις καλοσύνες του!
3 τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου·
3 Δοξολόγει τον Θεόν σου, ο οποίος σου συγχωρεί όλας τας ανομίας, θεραπεύει όλας τας σωματικάς και πνευματικάς ασθενείας σου.
3 Αυτός σου συγχωρεί όλες τις ανομίες σου, και θεραπεύει τις αρώστιες σου όλες.
4 τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς·
4 Αυτόν, που λυτρώνει και απαλλάσσει την ζωήν σου, πολλές φορές, από την φθοράν του θανάτου και του άδου και περικοσμεί πάντοτε την κεφαλήν σου, ωσάν με λαμπρόν στέφανον, με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών του.
4 Αυτός από το θάνατο γλιτώνει τη ζωή σου, σε πλημμυρίζει μ’ έλεος κι αγάπη.
5 τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου.
5 Δοξολόγησε τον Κυριον, ο οποίος χορταίνει με όλα τα αγαθά τας ευγενείς επιθυμίας σου, ώστε η νεανική σου ηλικία και ακμή να ανανεώνεται πάντοτε, όπως του αετού.
5 Σου δίνει όσα πόθησες αγαθά, η νιότη σου καθώς του αϊτού θ’ ανανεώνεται.
6 ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις.
6 Ο Κυριος είναι εκείνος, που πάντοτε κάνει έργα ελέους και ευσπλαγχνίας και αποδίδει το δίκαιον εις όλους τους αθώους ανθρώπους, που αδικούνται.
6 Έργα δικαιοσύνης κάνει ο Κύριος και δίκαιη κρίση σ’ όλους τους κατατρεγμένους.
7 ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ.
7 Αυτός κατέστησεν στον Μωϋσήν γνωστούς όλους τους τρόπους της ενεργείας του δια την απελευθέρωσιν του ισραηλιτικού λαού, εις δε τον ισραηλιτικόν λαόν εφανέρωσε το θέλημά του.
7 Φανέρωσε τα σχέδιά του στο Μωυσή και στους Ισραηλίτες τα έργα του.
8 οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος·
8 Ο Κυριος είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και γεμάτος από ελέη.
8 Ο Κύριος είναι πονετικός και γενναιόδωρος, ανεκτικός κι άμετρα σπλαχνικός.
9 οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ·
9 Δεν οργίζεται, δια να μας καταστρέψη τελείως, ούτε κρατεί αιωνίαν την οργήν του.
9 Δεν είναι η οργή του αδιάκοπη και δεν κρατά ο θυμός του για παντοτινά.
10 οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν,
10 Δεν μας ετιμώρησέ ποτέ ανάλογά με την βαρύτητα και το πλήθος των ανομιών μας, ούτε και σύμφωνα με τας αμαρτίας μας ανταπέδωκεν εις ημάς την πρέπουσαν τιμωρίαν.
10 Ό,τι μας έπρεπε για τις αμαρτίες μας δε μας το ’κανε, κι ανάλογα με τις παρανομίες μας δε μας τιμώρησε.
11 ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν·
11 Διότι, όσον απροσμέτρητον είναι το ύψος του ουρανού από την γην, τόσον μέγα και κραταιόν, τόσον αμέτρητον είναι το έλεος του Θεού προς εκείνους που τον φοβούνται και τον ευλαβούνται.
11 Όσο είναι το ύψος τ’ ουρανού πάνω απ’ τη γη, τόσο απέραντη είναι η αγάπη του για κείνους που τον σέβονται.
12 καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν.
12 Οσον απροσμέτρητος είναι η απόστασις της ανατολής από την δύσιν, τόσον απεμάκρυνεν από ημάς ο Θεός τας αμαρτίας μας, ώστε να είμεθα απηλλαγμένοι από αυτάς.
12 Όσο απέχει από τη δύση η ανατολή, τόσο απομάκρυνε από μας τις ανομίες μας.
13 καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν,
13 Οπως ευσπλαγχνίζεται ο στοργικός πατήρ τα παιδιά του, έτσι και ο Κυριος σπλαγχνίζεται πάντοτε εκείνους, που τον φοβούνται.
13 Όπως σπλαχνίζεται ο πατέρας τα παιδιά του, έτσι σπλαχνίζεται ο Κύριος εκείνους που τον σέβονται.
14 ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν.
14 Διότι αυτός γνωρίζει από τι επλάσθημεν, έχει πάντοτε υπ' όψιν του, ότι είμεθα πλασμένοι από το ευτελές χώμα της γης.
14 Ξέρει αυτός από τι πλαστήκαμε, θυμάται πως είμαστε χώμα.
15 ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει·
15 Αι ημέραι του ανθρώπου ομοιάζουν με το εφήμερον χόρτον του αγρού. Ετσι και αυτός σαν το άνθος του αγρού ανθίζει και φαίνεται επ' ολίγον εις την γην.
15 Σαν το χορτάρι είναι του ανθρώπου η ζωή, σαν το λουλούδι του αγρού· έτσι ανθίζει.
16 ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ.
16 Οταν δε καυστικός άνεμος περάση από το άνθος, το καταστρέφει, το εξαφανίζει και έτσι αυτό δεν υπάρχει πλέον, δεν αφήνει κανένα ίχνος στον τόπον του, ώστε κανείς να μη ξέρη, που είχε αυτό προηγουμένως φυτρώσει. Ετσι και ο άνθρωπος έρχεται και παρέρχεται και γρήγορα λησμονείται.
16 Μα άνεμος πάνω του περνά και δεν υπάρχει πια κι ούτε που φαίνεται ο τόπος που βρισκόταν.
17 τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν
17 Η ευσπλαγχνία όμως του Κυρίου απλώνεται εις αιώνας αιώνων προς τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι τον φοβούνται. Και η δικαιοσύνη του, φρουρός ασφαλής, παραμένει εις όλας τας γενεάς των ανθρώπων.
17 Αλλά η αγάπη του Κυρίου για κείνους που τον σέβονται είναι από πάντα και για παντοτινά· όπως κι η δικαιοσύνη του για των παιδιών τους τα παιδιά,
18 τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς.
18 Των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι φυλάσσουν τον Νομον του και έχουν πάντοτε στον νουν και την καρδίαν των τας εντολάς του, δια να τας τηρούν και συμμορφώνωνται προς αυτάς.
18 για κείνους που τηρούν τη διαθήκη του και που τις εντολές του τις θυμούνται και τις κάνουνε πράξη.
19 Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει.
19 Ο Κυριος ητοίμασε και εστερέωσε τον θρόνον του υψηλά στον ουρανόν και η βασιλεία του κυριαρχεί επί του σύμπαντος.
19 Ο Κύριος έστησε στον ουρανό το θρόνο του κι η εξουσία του απλώνεται στα πάντα.
20 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ.
20 Δοξολογείτε, λοιπόν, τον Κυριον όλοι οι άγγελοι αυτού, σεις οι οποίοι είσθε ισχυροί, ώστε να πράττετε το θέλημά του, πρόθυμοι να ακούετε και να εκτελήτε την διαταγήν των λόγων του.
20 Τον Κύριο ευλογείτε όλοι του οι άγγελοι, δυνάμεις ισχυρότατες, που εκτελείτε ό,τι σας πει, υπάκουοι στη φωνή της προσταγής του!
21 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ·
21 Ευλογείτε τον Κυριον όλαι αι στρατιαί των αγγελικών δυνάμεων, οι λειτουργοί αυτού, όλοι όσοι τηρούν το θέλημά του.
21 Τον Κύριο ευλογείτε όλες οι ουράνιες δυνάμεις του, που τον υπηρετείτε και κάνετε ό,τι κι αν θελήσει!
22 εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
22 Ευλογείτε τον Κυριον όλα τα έργα, τα οποία υπάρχουν εις κάθε τόπον της κυριαρχίας του. Ω ψυχή μου, δοξολόγει πάντοτε τον Κυριον.
22 Το Κύριο ευλογείτε όλα τα έργα του, σε κάθε τόπο που αυτός εξουσιάζει! Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ κραυγή ἑνός ἀνθρώπου σέ δοκιμασία.
α2 Γιά τίς ψυχολογικές ἀσθένειες.
β Ὅταν θέλης νά εὐχαριστήσης τόν Θεό καί νά τόν εὐλογήσης.
γ Γιά νά ἔλθουν τά ἔμμηνα, ὅταν καθυστεροῦν.
ε Διά τοῦ ψ."...παρακινεῖ ὁ Δαβίδ νά δοξολογῇ τόν Θεόν καί τό ὄνομά Του τό ἅγιον, τό ὁποῖον ἁγιάζει ἐκείνους ὁπού τό δοξολογοῦν".
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"
"Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 103

ΨΑΛΜΟΣ 103 - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ

Τῷ Δαυΐδ, ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου συστάσεως.

1 Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω
1 Δοξολόγει ακατάπαυστα, ω ψυχή μου, τον Κυριον. Κυριε και Θεέ μου, ασύγκριτον και άφθαστον είναι το μεγαλείον σου.
1 Ψυχή μου, ευλόγησε τον Κύριο! Κύριε, Θεέ μου, πόσο είσαι μεγάλος! Ντύθηκες λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια.
2 ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέῤῥιν·
2 Ως άλλο ιμάτιον περιεβλήθης την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν. Σέ, που ακτινοβολείς ολόγυρά σου το φως, ωσάν να το έχης ενδυθή ως ένδυμα· απλώνστον ουρανόν από το ένα άκρον του ορίζοντος έως στο άλλο, ωσάν πολύτιμον δερμάτινον κάλυμμα σκηνής.
2 Φόρεσες για μανδύα σου το φως· καθώς σκηνή τον ουρανό απλώνεις.
3 ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων·
3 Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος στεγάζει τα ανώτερα στρώματα του ουρανού με ύδατα νεφών, αυτός που επιβαίνει επάνω εις τα νέφη ως εις πολυτελή ταχέα άρματα· αυτός που περιπατεί ταχέως φερόμενος επάνω εις τας πτέρυγας των ανέμων.
3 Τα δώματά σου είναι μες στα ουράνια ύδατα, τα σύννεφα τα κάνεις άρμα σου, πορεύεσαι πάνω στου ανέμου τα φτερά.
4 ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα.
4 Αυτάς είναι εκείνος, ο οποίος έπλασε τους αγγέλους ταχείς ως τους ανέμους και τους ασωμάτους λειτουργούς του δραστηρίους και φωτεινούς σαν την φλόγα του πυρός.
4 Κάνεις ωσάν ανέμους τους αγγέλους σου, κι αυτούς που σε υπηρετούν, σαν της φωτιάς τη φλόγα.
5 ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
5 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εστερέωσεν ασφαλή την γην επί θεμελιών απαρασαλεύτων, ώστε ποτέ στον αιώνα να μη κλονισθή.
5 Θεμέλιωσες τη γη πάνω στις βάσεις της, δεν πρόκειται ποτέ να κλονιστεί.
6 ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα·
6 Αβυσσος υδάτων την σκεπάζει ως ιμάτιον, και επάνω εις τα όρη έχουν σταθή υπό την μορφήν χιόνος τα ύδατα.
6 Με τον ωκεανό σαν μ’ ένδυμα την κάλυψες, πάνω απ’ τα βουνά στέκονταν τα νερά.
7 ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν.
7 Οταν όμως αντηχήση η προσταγή σου, Κυριε, τα ύδατα θα υποχωρήσουν, θα φύγουν, θα κατεβούν εις τας πεδιάδας, θα καταλήξουν εις τας θαλάσσας. Η βροντερά φωνή σου τα αναγκάζει να αποχωρήσουν και να φανή η ξηρά.
7 Θα φύγουνε κάτω απ’ την απειλή σου κάτω απ’ τον ήχο της βροντής σου θα διασκορπιστούν.
8 ἀναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τὸν τόπον ὃν ἐθεμελίωσας αὐτά·
8 Ανυψώνονται τα όρη προς τα άνω και αι πεδιάδες φέρονται προς τα κάτω, το καθένα στους τόπους, όπου συ τα εθεμελίωσες.
8 Ανέβηκαν στα όρη και κατεβήκαν στις πεδιάδες, στον τόπο που καθόρισες γι’ αυτά.
9 ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν.
9 Εθεσες όριον ανάμεσα εις την θάλασσαν και την ξηράν, το οποίον τα ύδατα της θαλάσσης δεν θα υπερβούν, ούτε θα επιστρέψουν πλέον να κατακλύσουν την γην.
9 Έβαλες σύνορα που δε θα τα διαβούνε· κι ούτε πια θα ξανάρθουν για να σκεπάσουνε τη γη.
10 ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα·
10 Αυτός είναι, που έστειλε και καθόρισε τας πηγάς να αναβλύζουν ανάμεσα εις τας φάραγγας και έτσι δια μέσου των ορέων διέρχονται τα ύδατά των.
10 Κάνεις πηγές να τρέχουν στα φαράγγια, ανάμεσα από τα βουνά περνούν νερά.
11 ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν·
11 Τα ύδατα αυτά ποτίζουν τα θηρία της υπαίθρου και οι άγριοι όνοι σβήνουν την δίψαν των εις αυτά.
11 Σ’ αυτά ποτίζονται όλα τα ζώα του αγρού, τ’ άγρια γαϊδούρια σβήνουνε τη δίψα τους.
12 ἐπ᾿ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν.
12 Επάνω εις τα δένδρα, που φυτρώνουν και μεγαλώνουν πλησίον εις τα ύδατα, τα πτηνά του ουρανού κτίζουν τας φωλεάς των και από τους γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάδημά των.
12 Στις όχθες τους τα πουλιά χτίζουν φωλιές, ανάμεσα στους θάμνους κελαηδούνε.
13 ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ.
13 Ο Κυριος είναι, που ποτίζει τα ξηρά βουνά με τας βροχάς του ουρανού. Από την βροχήν, που είναι έργον των χειρών σου, Κυριε, θα χορταίνη πάντοτε η γη.
13 Ποτίζεις τα βουνά απ’ τα ψηλά σου δώματα, απ’ τους καρπούς των έργων σου χορταίνει η γη.
14 ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς·
14 Ο Κυριος είναι, που διατάσσει χαι αναβλαστάνει από την γην το χόρτον δια τα φυτοφάγα ζώα και η χλόη δια την εξυπηρέτησιν των αναγκών του ανθρώπου, ώστε να βγάζη η γη και να προμηθεύεται ο άνθρωπος από αυτήν άρτον,
14 Κάνεις χορτάρι να βλασταίνει για τα ζώα κι άλλα φυτά για να καλλιεργεί ο άνθρωπος, για να βγάζει από τη γη τροφή:
15 καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.
15 αλλά και οίνον που ευφραίνει την καρδίαν του ανθρώπου. Ελαιον προς τροφήν, ώστε να γίνεται ιλαρόν το πρόσωπον του ανθρώπου και άρτον, ο οποίος θα στηρίζη την καρδίαν του.
15 Κρασί για να του δίνει ευθυμία, το λάδι, ώστε το πρόσωπό του να λαμποκοπά και το ψωμί για να τον δυναμώνει.
16 χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας.
16 Θα χορτάσουν από ύδατα τα δένδρα της υπαίθρου, όπως και αι πελώριοι κέδροι του Λιβάνου, τας οποίας συ ο ίδιος ο Θεός εφύτευσες.
16 Θα χορτάσουνε τα μεγάλα δέντρα του Κυρίου, οι κέδροι του Λιβάνου, που εκείνος φύτεψε.
17 ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν.
17 Εις τους κλάδους των δένδρων τα μικρά στρουθία στήνουν τας φωλεάς των, επάνω δε από αυτάς προεξέχει υψηλότερα κτισμένη η φωλεά του τσικνιά (αστερίου).
17 Εκεί τα πουλιά χτίζουν φωλιές, του πελαργού η κατοικία στις κορφές τους.
18 ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς.
18 Τα υψηλά χλοερά βουνά ώρισεν ο Κυριος ως τόπον κατοικίας των ελάφων, τα δε πετρώδη άδενδρα μέρη ως καταφύγιον των λαγωών.
18 Βουνά ψηλά για τ’ αγριοκάτσικα, βράχοι για καταφύγιο των ασβών.
19 ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς, ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ.
19 Ο Κυριος εδημιούργησε την σελήνην, δια να προσδιορίζη τας εποχάς. Ο ήλιος γνωρίζει το σημείον, στο οποίον θα δύση.
19 Έκανες το φεγγάρι για το μέτρημα του χρόνου, ο ήλιος ξέρει πότε πάει στη δύση του.
20 ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ· ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ.
20 Συ, Κυριε, έθεσες το σκοτάδι και γίνεται νύκτα. Κατά το διάστημα αυτής τριγυρίζουν εις τα δάση και τας πεδιάδας τα άγρια θηρία και αναζητούν την τροφήν των.
20 Φέρνεις σκοτάδι και γίνεται νύχτα, ώρα όπου όλα τριγυρνούν τα ζωντανά του δάσους.
21 σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς.
21 Εξέρχονται ανά τα δάση βρυχώμενα τα μικρά των λεόντων, δια να αρπάσουν την λείαν των και ο βρυχηθμός των είναι δέησις προς τον Θεόν, δια να τους δώση τροφήν.
21 Βρυχιούνται λιονταρόπουλα να βρουν κάτι ν’ αρπάξουν· από σένα γυρεύουνε τροφή.
22 ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται.
22 Οταν ανατέλλη ο ήλιος, τα άγρια θηρία συγκεντρώνονται εις τις σπηλιές των, δια να κοιμηθούν.
22 Με την ανατολή του ήλιου αποτραβιούνται, μες στις σπηλιές τους πάν’ ν’ αναπαυτούν.
23 ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας.
23 Τοτε, περί την ανατολήν του ηλίου, εξέρχεται ο άνθρωπος στο έργον του. Θα ασχοληθή με τας εργασίας του έως την εσπέραν.
23 Βγαίνει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του και με τα έργα του ως το βράδυ να ασχοληθεί.
24 ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου.
24 Ποσον μεγαλειώδη είναι, Κυριε, τα έργα σου! Ολα τα εδημιούργησες με άπειρον σοφίαν. Η γη είναι γεμάτη από τα πολυάριθμα κτίσματά σου, που μαρτυρούν την πανσοφίαν, την παντοδυναμίαν και την αγαθότητά σου.
24 Πόσο πολλά τα έργα σου είναι, Κύριε! Τα ’κανες όλα με σοφία· με όσα έφτιαξες εσύ, γέμισε η γη!
25 αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων·
25 Εμπρός μας απλώνεται αυτή η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος. Εκεί υπάρχουν αναρίθμητα ψάρια, εντός αυτής ζουν και κινούνται μικρά και μεγάλα ζώα. Ψαλ. 103 ,26 ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ.
25 Να, η μεγάλη κι η πλατιά η θάλασσα· εκεί μέσα κινούνται αναρίθμητα ζώα, μικρά όπως και μεγάλα.
26 ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ.
26 Αυτήν διασχίζουν προς διαφόρους διευθύνσεις τα πλοία. Εκεί ζη το μέγα θαλάσσιον κήτος, το οποίον συ έπλασες τόσον ισχυρόν, ώστε να εμπαίζη τα κύματα της θαλάσσης.
26 Εκεί καράβια ταξιδεύουν· κι ετούτος ο Λεβιάθαν, που τον έφτιαξες για να παίζει σ’ αυτήν.
27 πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον.
27 Ολα αυτά τα ζώα του ουρανού και της γης και της θαλάσσης από σε περιμένουν να τους δώσης εις την κατάλληλον ώραν την τροφήν των.
27 Αυτά όλα από σένα περιμένουν, για να τους δώσεις την τροφή τους στην κατάλληλη στιγμή.
28 δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν, ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος.
28 Οταν δε συ τους την δώσης εκείνα θα σπεύσουν να την συλλέξουν. Οταν εν τη αγαθότητί σου ανοίγης το πλουσιόδωρο χέρι σου, τα σύμπαντα γεμίζουν από τα αγαθά σου.
28 Τους την παρέχεις κι αυτά τη συνάζουν, τη χούφτα σου ανοίγεις κι αυτά χορταίνουν αγαθά.
29 ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν.
29 Οταν όμως αποστρέψης το πρόσωπόν σου, θα καταλυφθούν τα πάντα από ταραχήν και τρόμον. Τους αφαιρείς την ζωογόνον πνοήν και σβήνουν από την ζωήν και επιστρέφουν στο χώμα, από το οποίον επλάσθησαν.
29 Κρύβεις το πρόσωπό σου, τρέμουνε· παίρνεις πίσω το Πνεύμα σου, πεθαίνουν και χώμα ξαναγίνονται.
30 ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
30 Αποστέλλεις όμως πάλιν εις αυτά το ζωογόνον πνεύμα σου και αναδημιουργούνται και τοιουτοτρόπως ξανακαινουργώνστο πρόσωπον της γης.
30 Στέλνεις πάλι το Πνεύμα σου και δημιουργούνται κι ανακαινίζεις το πρόσωπο της γης.
31 ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας, εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ·
31 Ας είναι, λοιπόν, η δόξα του Κυρίου αιωνία και ο Κυριος ας ευφραίνεται βλέπων την σκοπιμότητα και ωραιότητα των θαυμασίων έργων του.
31 Ας είναι αιώνια η δόξα του Κυρίου· ας χαίρεται ο Κύριος για τα έργα του!
32 ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται.
32 Ο Κυριος είναι τόσον ισχυρός, ώστε ρίπτει ένα βλέμμα εις την γην και την κάμνει να τρέμη. Εγγίζει μόνον τα όρη και εκείνα πυρακτώνονται και καπνίζονται.
32 Ρίχνει το βλέμμα του στη γη κι εκείνη τρέμει, αγγίζει τα βουνά και βγάζουνε καπνό.
33 ᾄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω·
33 Θα ψάλλω εις όλην μου την ζωήν προς τον Κυριον. Θα υμνολογώ τον Θεόν μου, εφ' όσον υπάρχω.
33 Όσο θα ζω στον Κύριο θα ψάλλω· όσο θα υπάρχω το Θεό θα υμνολογώ.
34 ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ.
34 Είθε να δοκιμάζω πάντοτε ιδιαιτέραν γλυκύτητα και χαράν, διαλεγόμενος προς τον Κυριον. Και θα ευφραίνωμαι δοξολογών αυτόν.
34 Ας του είναι το τραγούδι μου ευχάριστο· εγώ στον Κύριο θα βρίσκω τη χαρά μου.
35 ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
35 Είθε να λείψουν εντελώς οι αμαρτωλοί από την γην και οι άνομοι, ώστε να μη υπάρχουν πλέον, αλλά να εξαφανισθούν εξ ολοκλήρου. Δοξολόγει συ, ω ψυχή μου, τον Κυριον.
35 Ας εξαφανιστούν από τη γη οι αμαρτωλοί και πια οι ασεβείς ας μην υπάρχουν. Τον Κύριο ευλόγησε, ψυχή μου! Αινείτε τον Κύριο!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ
α2 Ὁμαδική προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
β Ὅταν θέλης νά εὐχαριστήσης τόν Θεό καί νά τόν εὐλογήσης.
Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τά ὑπάρχοντα τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μήν στεροῦνται καί θλίβονται, ἀλλά νά δοξάζουν τόν Θεό.
ε "Δια τοῦ παρόντος πάλιν αὐτόν ὑπερθαυμάζων μάλιστα τήν παρ' αὐτοῦ γενομέην δημιουργίαν τῆς κτίσεως".
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 104

ΨΑΛΜΟΣ 104 - Η ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ἀπαγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὰ ἔργα αὐτοῦ·
1 Δοξολογείτε τον Κυριον με θσυμασμόν δια το μεγαλείον του και με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του. Επικαλείσθε πάντοτε το άγιον Ονομά του, διαλαλήσατε εις τα έθνη τα θαυμάσια αυτού έργα.
1 Δοξολογήστε τον Κύριο! Το όνομά του επικαλείσθε· γνωρίστε στους λαούς τα έργα του!
2 ᾄσατε αὐτῷ καὶ ψάλατε αὐτῷ, διηγήσασθε πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ.
2 Ψαλατε μελωδικούς ύμνους και συνθέσατε μουσικάς αρμονίας προς αυτόν. Διηγηθήτε μεταξύ σας όλα τα αξιοθαύμαστα έργα του.
2 Ψάλτε σ’ αυτόν και τραγουδήστε του παιάνες, όλα αναφέροντας τα θαυμαστά του έργα!
3 ἐπαινεῖσθε ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ. εὐφρανθήτω καρδία ζητούντων τὸν Κύριον·
3 Πλημμυρίσατε από δικαιολογημένην καύχησιν στο άγιον Ονομα του Θεού, καυχώμενοι διότι τέτοιον έχετε Θεόν. Ας ευφρανθή η καρδία όλων εκείνων, οι οποίοι ζητούν τον Κυριον.
3 Να ’στε περήφανοι για τ’ όνομά του το άγιο! Όσοι τον Κύριο αναζητούν ας χαίρεται η καρδιά τους!
4 ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ κραταιώθητε, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διαπαντός.
4 Επιζητήσατε τον Κυριον ως προστάτην και θα λάβετε μεγάλην δύναμιν. Ζητήσατε πάντοτε την στοργικήν και παντοδύναμον προστασίαν του.
4 Τον Κύριο ζητήστε και τη δύναμή του, γυρεύετε ακατάπαυστα την παρουσία του.
5 μνήσθητε τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε, τὰ τέρατα αὐτοῦ καὶ τὰ κρίματα τοῦ στόματος αὐτοῦ,
5 Ενθυμηθήτε τα θαυμαστά έργα, τα οποία επραγματοποίησεν ο Κυριος· τα καταπληκτικά υπερφυσικά έργα του, τας δικαίας κρίσεις και αποφάσστου.
5 Φέρτε στο νου σας τα έργα του τα θαυμαστά, τα θαύματά του και τις αποφάσεις του,
6 σπέρμα Ἁβραὰμ δοῦλοι αὐτοῦ, υἱοὶ Ἰακὼβ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ.
6 Ενθυμηθήτε σεις, απόγονοι του Αβραάμ, δούλοι του Θεού, απόγονοι του Ιακώβ, τους οποίους ο Θεός ανάμεσα από όλους τους άλλους λαούς εξέλεξεν ως λαόν του.
6 εσείς οι απόγονοι του Αβραάμ, του αφοσιωμένου του, εσείς, οι γιοι του Ιακώβ, οι εκλεκτοί του!
7 αὐτὸς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν πάσῃ τῇ γῇ τὰ κρίματα αὐτοῦ.
7 Ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος, αυτός είναι ο Κυριος και Θεός μας. Και αι δίκαιαι αυτού αποφάσεις έχουν κύρος και ισχύν εις όλην την γην.
7 Ο Κύριος, αυτός είν’ ο Θεός μας· ισχύουν οι αποφάσεις του για ολόκληρη τη γη.
8 ἐμνήσθη εἰς τὸν αἰῶνα διαθήκης αὐτοῦ, λόγου, οὗ ἐνετείλατο εἰς χιλίας γενεάς,
8 Ενεθυμήθη και ενθυμείται πάντοτε την διαθήκην, την οποίαν συνήψε με τον λαόν του, τον λόγον τον οποίον έδωσεν ως εντολήν του δια τας γενεάς των γενεών,
8 Θυμάται στους αιώνες τη διαθήκη του, τις υποσχέσεις του σε χίλιες γενιές.
9 ὃν διέθετο τῷ Ἁβραάμ, καὶ τοῦ ὅρκου αὐτοῦ τῷ Ἰσαὰκ
9 αυτόν τον οποίον συνήψε με τον Αβραάμ και τον οποίον ενόρκως διεβεβαίωσεν στον Ισαάκ.
9 Ό,τι συμφώνησε με τον Αβραάμ και το υποσχέθηκε με όρκο στον Ισαάκ
10 καὶ ἔστησεν αὐτὸν τῷ Ἰακὼβ εἰς πρόσταγμα καὶ τῷ Ἰσραὴλ εἰς διαθήκην αἰώνιον
10 Αυτόν τον λόγον εθέσπισε και ώρισεν στον Ιακώβ ως αμετακίνητον και απαράβατον πρόσταγμα και ως αιωνίαν διαθήκην προς χάριν του ισραηλιτικού λαού
10 και νόμο το ’κανε για τον Ιακώβ, για τον Ισραήλ αιώνια διαθήκη,
11 λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν Χαναὰν σχοίνισμα κληρονομίας ὑμῶν.
11 λέγων ρητώς· Εις σας θα δώσω την γην Χαναάν ως κληρονομικόν μερίδιόν σας.
11 όταν του είπε: «Τη χώρα σού χαρίζω της Χαναάν· μερίδιο για ιδιοκτησία σας».
12 ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἀριθμῷ βραχεῖς, ὀλιγοστοὺς καὶ παροίκους ἐν αὐτῇ
12 Αυτά δε υπεσχέθη και διεκήρυξεν ο Θεός, όταν αυτοί ήσαν ολιγάριθμοι, ελάχιστοι και κατοικούσαν ως πάροικοι και ξένοι εις την γην Χαναάν.
12 Εκείνοι τότε ήταν μετρημένοι, ελάχιστοι και ξένοι στη χώρα αυτή·
13 καὶ διῆλθον ἐξ ἔθνους εἰς ἔθνος, καὶ ἐκ βασιλείας εἰς λαὸν ἕτερον.
13 Ακριβώς δε διότι δεν είχον ιδικήν των γην εκείνοι οι πατριάρχαι μας, μετεκινούντο από το ένα έθνος στο άλλο και από το ένα βασίλειον στο άλλο βασίλειον.
13 και πήγαιναν από έθνος σ’ άλλο έθνος, από βασίλειο σ’ άλλον λαό.
14 οὐκ ἀφῆκεν ἄνθρωπον ἀδικῆσαι αὐτοὺς καὶ ἤλεγξεν ὑπὲρ αὐτῶν βασιλεῖς·
14 Αν και ήσαν ξένοι και ανίσχυροι ανάμεσα στους άλλους λαούς, δεν επέτρεψεν ο Κυριος εις κανένα άνθρωπον να τους βλάψη και ήλεγξε βασιλείς προς χάριν των λέγων·
14 Μα ο Κύριος δεν άφησε κανένα να τους καταπιέσει και βασιλιάδες προειδοποίησε για χάρη τους, λέγοντας:
15 μὴ ἅπτεσθε τῶν χριστῶν μου καὶ ἐν τοῖς προφήταις μου μὴ πονηρεύεσθε.
15 Μη εγγίζετε με διαθέσεις κακάς αυτούς, που έχουν το χρίσμα μου. Και μη σκέπτεσθε πονηρά εναντίον των προφητών μου, εκείνων οι οποίοι εμπνέονται από το πνεύμα μου.
15 «Μην αγγίξετε τους εκλεκτούς μου και τους προφήτες μου μην τους βλάψετε».
16 καὶ ἐκάλεσε λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, πᾶν στήριγμα ἄρτου συνέτριψεν·
16 Επροκάλεσε πείναν, στέρησιν άρτου και φαγητού ανάμεσα εις την χώραν των. Κατέστρεψε κάθε απόθεμα άρτου, ο οποίος στηρίζει και ενδυναμώνει τον άνθρωπον.
16 Όταν πείνα προκάλεσε στη χώρα και κάθε στάχυ σύντριψε, που θα ’δινε ψωμί,
17 ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτῶν ἄνθρωπον, εἰς δοῦλον ἐπράθη Ἰωσήφ.
17 Εστειλεν εμπρός από αυτούς εκλεκτόν άνθρωπον εις την Αίγυπτον· εκεί επωλήθη ως δούλος ο Ιωσήφ.
17 πριν από κείνους έστειλε έναν άνθρωπο, τον Ιωσήφ, που είχε πουληθεί σαν δούλος.
18 ἐταπείνωσαν ἐν πέδαις τοὺς πόδας αὐτοῦ, σίδηρον διῆλθεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ
18 Εκεί τον έρριψαν εις την φυλακήν, έδεσαν με σιδηρά δεσμά τους πόδας του και τον εξηυτέλισαν, ως εάν επρόκειτο περί κακούργου. Η ψυχή του υπέφερε την αγωνίαν των σιδηρών αυτών αλύσεων·
18 Μες σε αλυσίδες σφίξανε τα πόδια του και περιλαίμιο του περάσαν σιδερένιο,
19 μέχρι τοῦ ἐλθεῖν τὸν λόγον αὐτοῦ, τὸ λόγιον τοῦ Κυρίου ἐπύρωσεν αὐτόν.
19 μέχρις ότου έφθασεν η εκπλήρωσίς του λόγου, τον οποίον προς αυτόν είχεν είπει ο Κυριος και του οποίου την εκπλήρωσιν επερίμενεν ο Ιωσήφ, ευρισκόμενος μέσα εις την κάμινον του πυρός της δοκιμασίας.
19 ώσπου εκπληρώθηκε του Κυρίου η πρόρρηση· ο λόγος του Κυρίου με τη δοκιμασία τον ανέδειξε.
20 ἀπέστειλε βασιλεὺς καὶ ἔλυσεν αὐτόν, ἄρχων λαοῦ, καὶ ἀφῆκεν αὐτόν.
20 Ο Φαραώ έστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν και τον έλυσε. Ο άρχων αυτός του αιγυπτιακού λαού διέταξε και τον αφήκαν ελεύθερον.
20 Ο βασιλιάς έστειλε και τον έλυσε, ο άρχοντας λαών τον ελευθέρωσε.
21 κατέστησεν αὐτὸν κύριον τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης τῆς κτήσεως αὐτοῦ
21 Τον εγκατέστησε κύριον στον οίκον του, άρχοντα και διαχειριστήν όλης της περιουσίας του.
21 Κύριο τον διόρισε του ανακτόρου του κι άρχοντα σ’ όλη του την ιδιοκτησία·
22 τοῦ παιδεῦσαι τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ ὡς ἑαυτὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους αὐτοῦ σοφίσαι.
22 Εδωκεν ο Φαραώ αυτό το υψηλόν αξίωμα στον Ιωσήφ, δια να εκπαιδεύση και καθοδηγήση τους άρχοντας της Αιγύπτου, να τους αναδείξη κατά το δυνατόν ωσάν τον εαυτόν του συνετούς κυβερνήτας. Να διδάξη και τους μεγαλυτέρους του σοφίαν και σύνεσιν.
22 για να διευθύνει του τιτλούχους του όπως ήθελε, και στους συμβούλους του σοφία να διδάξει.
23 καὶ εἰσῆλθεν Ἰσραὴλ εἰς Αἴγυπτον, καὶ Ἰακὼβ παρῴκησεν ἐν γῇ Χάμ.
23 Επειτα από τα γεγονότα αυτά εισήλθεν ο Ιακώβ εις την Αίγυπτον. Ο Ιακώβ εγκατεστάθη ως προσωρινός και πάροικος εις την χώραν αυτήν του Χαμ.
23 Τότε ο Ιακώβ ήρθε στην Αίγυπτο και μετανάστης έγινε ο Ισραήλ στου Χαμ τη χώρα.
24 καὶ ηὔξησε τὸν λαὸν αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐκραταίωσεν αὐτὸν ὑπὲρ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ.
24 Και ο Κυριος ηύξησε και επολλαπλασίασε τον ισραηλιτικόν του λαόν. Τον έκαμεν ισχυρόν, ισχυρότερον από τους εχθρούς του.
24 Και πλήθυνε πάρα πολύ ο Κύριος το λαό του κι απ’ τους εχθρούς του πιο ισχυρό τον έκανε.
25 μετέστρεψε τὴν καρδίαν αὐτοῦ τοῦ μισῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ, τοῦ δολιοῦσθαι ἐν τοῖς δούλοις αὐτοῦ.
25 Επέτρεψεν όμως ο Κυριος και μετεστράφη η καρδία του νέου Φαραώ, ώστε αυτός να μισήση τον λαόν τούτον και να χρησιμοποιήση δόλια και εξοντωτικά μέσα με τα όργανά του εναντίον του ισραηλιτικού λαού.
25 Των Αιγυπτίων τις διαθέσεις άλλαξε, έτσι που να μισήσουν το λαό του και με πανουργία να φέρνονται στους αφοσιωμένους του.
26 ἐξαπέστειλε Μωϋσῆν τὸν δοῦλον αὐτοῦ, Ἀαρών, ὃν ἐξελέξατο ἑαυτῷ.
26 Αλλά τότε ο Κυριος έστειλε τον δούλον του τον Μωϋσήν και τον Ααρών, τους οποίους αυτός είχεν εκλέξει, δια να τους χρησιμοποιήση εις την υπηρεσίαν του.
26 Έστειλε το Μωυσή, τον έμπιστό του, και τον Ααρών, τον εκλεγμένο του,
27 ἔθετο ἐν αὐτοῖς τοὺς λόγους τῶν σημείων αὐτοῦ καὶ τῶν τεράτων αὐτοῦ ἐν γῇ Χάμ.
27 Εθεσεν στον νουν και το στόμα αυτών τους λόγους του, την δύναμιν των καταπληκτικών θαυμάτων του και των εξαιρετικών γεγονότων, που θα επραγματοποιούσαν εις την χώραν του Χαμ.
27 που κάναν τα σημεία του Θεού σ’ αυτούς στην Αίγυπτο, στου Χαμ τη χώρα τα θαύματά του.
28 ἐξαπέστειλε σκότος καὶ ἐσκότασεν, ὅτι παρεπίκραναν τοὺς λόγους αὐτοῦ·
28 Ετσι δε ο Θεός εξαπέστειλε σκοτάδι και εσκοτείνιασε την χώραν της Αιγύπτου, διότι οι Αιγύπτιοι αντεστάθησαν εις τας εντολάς του και τον εξώργισαν.
28 Σκοτάδι έστειλε ο Θεός κι η χώρα όλη σκοτείνιασε, γιατί αυτοί στα λόγια του αντιταχθήκαν.
29 μετέστρεψε τὰ ὕδατα αὐτῶν εἰς αἷμα, καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἰχθύας αὐτῶν.
29 Αυτός μετέβαλε τα ύδατά των εις αίμα και εφόνευσε τα ψάρια, που εζούσαν μέσα εις τα ύδατα.
29 Άλλαξε τα νερά τους κι αίμα τα ’κανε, τα ψάρια τους θανατικό τα βρήκε.
30 ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους ἐν τοῖς ταμιείοις τῶν βασιλέων αὐτῶν.
30 Η χώρα των έβγαλε βατράχους, οι οποίοι επηδούσαν και εσύροντο φθάνοντες μέχρι και αυτών των βασιλικών διαμερισμάτων.
30 Η χώρα τους από βατράχια κατακλύστηκε ως τα ιδιαίτερα βασιλικά δωμάτια.
31 εἶπε, καὶ ἦλθε κυνόμυια καὶ σκνῖπες ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν.
31 Διέταξε και ήλθαν κυνόμυιαι και σκνίπες εις όλην την έκτασιν των ορίων της Αιγύπτου.
31 Είπ’ ο Θεός κι ήρθανε σμήνη οι μύγες, κουνούπια σ’ όλη τους την επικράτεια.
32 ἔθετο τὰς βροχὰς αὐτῶν χάλαζαν, πῦρ καταφλέγον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν,
32 Μετέβαλε τας βροχάς, που ως ευεργετικάς επερίμεναν οι Αιγύπτιοι, εις χάλαζαν. Εστειλεν αστραπάς και κεραυνούς εναντίον της χώρας των.
32 Τους έδωσε αντίς βροχή, χαλάζι, φλόγες φωτιάς στη χώρα τους.
33 καὶ ἐπάταξε τὰς ἀμπέλους αὐτῶν καὶ τὰς συκᾶς αὐτῶν καὶ συνέτριψε πᾶν ξύλον ὁρίου αὐτῶν.
33 Εκτύπησε και απεγύμνωσε από καρπούς και φύλλα τα αμπέλια των και τις συκιές των. Συνέτριψε και κατέστρεψε κάθε δένδρον εις την περιοχήν των.
33 Κατάστρεψε τ’ αμπέλια τους και τις συκιές τους· και μες στα σύνορά τους τα δέντρα τους όλα τα τσάκισε.
34 εἶπε καὶ ἦλθεν ἀκρίς, καὶ βροῦχος, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός,
34 Διέταξε και ήλθεν ακρίδα και βρούχος, καταστρεπτικά έντομα αναρίθμητα.
34 Είπ’ ο Θεός κι ήρθαν ακρίδες, ακριδολόι αναρίθμητο.
35 καὶ κατέφαγε πάντα τὸν χόρτον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καὶ κατέφαγε τὸν καρπὸν τῆς γῆς αὐτῶν.
35 Τα σμήνη αυτά των ακρίδων κατέφαγον ολο το χορτάρι της χώρας των και τους καρπούς της καλλιεργημένης γης των.
35 Και φάγανε της χώρας όλο το χορτάρι και φάγαν τους καρπούς της γης.
36 καὶ ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν.
36 Εθανάτωσεν όλα τα πρωτοτόκα εις την χώραν των· την απαρχήν της τεκνοποιΐας και γεννήσεως ανθρώπων και ζώων.
36 Θανάτωσε ο Θεός όλα τα πρωτογέννητα στη χώρα τους, τον πιο πολύτιμο καρπό της ζωτικότητάς τους.
37 καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ, καὶ οὐκ ἦν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν ὁ ἀσθενῶν.
37 Εβγαλεν έπειτα αυτούς από την Αίγυπτον με άργυρον και με χρυσόν, που τους είχαν δώσει οι Αιγύπτιοι. Κανείς δε ασθενής και ανίκανος να βαδίση δεν υπήρχε μεταξύ των Ισραηλιτών.
37 Τότε τους έφερε έξω απ’ τα σύνορα με ασήμι και χρυσάφι· κι ούτ’ ένας μέσα στις φυλές τους δε βρέθηκε άρρωστος.
38 εὐφράνθη Αἴγυπτος ἐν τῇ ἐξόδῳ αὐτῶν, ὅτι ἐπέπεσεν ὁ φόβος αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτούς.
38 Ηυφράνθησαν οι Αιγύπτιοι με την αναχώρησιν των Ισραηλιτών, διότι θα εσταματούσαν πλέον αι εναντίον των τιμωρίαι του Θεού και διότι είχεν επιπέσει ο φόβος των Ισραηλιτών βαρύς επάνω των.
38 Χάρηκε η Αίγυπτος για την έξοδό τους, γιατί τους είχαν φοβηθεί.
39 διεπέτασε νεφέλην εἰς σκέπην αὐτοῖς καὶ πῦρ τοῦ φωτίσαι αὐτοῖς τὴν νύκτα.
39 Ηπλωσεν ο Κυριος νεφέλην, δια να σκεπάζη τους Ισραηλίτας από το καύμα των ηλιακών ακτίνων κατά την ημέραν, στύλον δε πυρός, δια να τους φωτίζη κατά την νύκτα.
39 Άπλωσε ο Κύριος για προκάλυμμά τους σύννεφο, και φωτιά που τη νύχτα να φωτίζει.
40 ᾔτησαν, καὶ ἦλθεν ὀρτυγομήτρα, καὶ ἄρτον οὐρανοῦ ἐνέπλησεν αὐτούς·
40 Εζήτησαν τροφήν και έδωκεν εις αυτούς άφθονα ορτύκια, έδωσεν εις αυτούς το μάνα, άρτον που κατέβαινεν από τον ουρανόν και δι' αυτών τους εχόρτασε με το παραπάνω.
40 Ζήτησαν κι έκανε ο Κύριος να ’ρθούν ορτύκια και με ψωμί απ’ τον ουρανό τούς χόρτασε.
41 διέῤῥηξε πέτραν, καὶ ἐῤῥύησαν ὕδατα, ἐπορεύθησαν ἐν ἀνύδροις ποταμοί.
41 Διέρρηξε τον ξηρόν βράχον και ανέβλυσαν άφθονα νερά. Μέσα εις ανύδρους τόπους εξεχύθησαν ποταμοί.
41 Το βράχο άνοιξε κι ανάβρυσαν νερά, σαν ποταμοί κυλήσανε στις άνυδρες εκτάσεις.
42 ὅτι ἐμνήσθη τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τοῦ πρὸς Ἁβραὰμ τὸν δοῦλον αὐτοῦ
42 Εκαμεν όλα αυτά τα θαυμάσια υπέρ του λαού του ο Κυριος, διότι ενεθυμήθη τον άγιον λόγον του, την ιεράν υπόσχεσιν, την οποίαν έδωκε προς τον Αβραάμ τον δούλον του.
42 Γιατί θυμήθηκε την άγια του υπόσχεση στον αφοσιωμένο του, τον Αβραάμ.
43 καὶ ἐξήγαγε τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐν εὐφροσύνῃ.
43 Και από την χώραν της δουλείας, από την Αίγυπτον, έβγαλε τον λαόν του ελεύθερον χαίροντα και ευφραινόμενον· αυτούς, που εδιάλεξεν ανάμεσα από τα αλλά έθνη, τους ωδήγησεν ευφραινομένους προς την γην της επαγγελίας.
43 Απελευθέρωσε τον εκλεκτό λαό του κάνοντάς τους ν’ αγάλλονται και να σκορπούν κραυγές χαράς.
44 καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς χώρας ἐθνῶν, καὶ πόνους λαῶν κατεκληρονόμησαν,
44 Εδωκεν εις αυτούς χώρας, τας οποίας κατείχον ειδωλολατρικά έθνη, και έτσι αυτοί εκληρονόμησαν ως ιδικούς των πολυχρονίους κόπους άλλων λαών.
44 Τους έδωσε των ειδωλολατρών τις χώρες κι έκαναν κτήμα τους το μόχθο των λαών.
45 ὅπως ἂν φυλάξωσι τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ ἐκζητήσωσιν.
45 Εστειλε δε ο Κυριος όλας αυτάς τας ανεκτιμήτους και θαυμαστάς ευεργεσίας του προς τον λαόν, δια να φυλάξουν και εκείνοι τας εντολάς και τα δικαιώματά του και να επιζητήσουν με όλην των την θέλησιν την ακριβή γνώσιν και εφαρμογήν του νόμου του.
45 Για να τηρούν τις εντολές του και να εφαρμόζουνε τους νόμους του. Αινείτε τον Κύριο!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Στό Θεό, Τόν Μεγάλο Δημιουργό.
α2 Προσευχή γιά τούς ταξιδεύοντες, ὁδηγούς, ναυτικούς, ἀεροπόρους καί ἐπιβάτες.
β Γιά νά ἐνθυμεῖσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός. Οἱ δέ ἄνθρωποι ἀχάριστοι.
Νά ὑμνήσης τόν Θεό τό Σάββατο.
Πῶς θά ὑμνῆς τό Θεό καί γιά ποιά πράγματα ἀλλά καί ποιοί πρέπει νά λέγουν τόν ὕμνο.
γ Γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους.
ε "Παρακινεῖ δέ ὁ ψ. οὗτος τούς ἀνθρώπους νά δοξολογοῦν τόν Θεόν καί διδάσκει τούς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς διά τάς εὐεργεσίας ἐκείνας μέ τάς ὁποίας εὐεργέτησεν ὁ Θεός τόν παλαιόν λαόν τῶν Ἑβραίων· καί ποῖος ἦταν ὁ λαός αὐτός πρότερον καί ποῖον ἔκαμεν αὐτόν ὁ Θελός ὕστερον".
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".
"Ἱστορικοί, ἐν οἷς ἐκτίθενται ἁπλῶς ἱστορικα γεγονότα".

ΨΑΛΜΟΣ 105

ΨΑΛΜΟΣ 105 - Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
1 Δοξολογείτε πάντοτε τον Κυριον, δια το άπειρον αυτού μεγαλείον και τας αναριθμήτους ευεργεσίας, που μας έχει κάμει, διότι είναι αγαθός και ευεργετικός, το δε έλεός του προς ημάς είναι ανεξάντλητον και αιώνιον.
1 Αλληλούια, αινείτε τον Κύριο! Δοξολογείτε τον Κύριο, γιατί είναι καλός κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
2 τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ;
2 Ποιός είναι δυνατόν να διηγηθή τα θαυμαστά έργα της δυνάμεως του Κυρίου, να διαλαλήση και να κάμη ακουστάς εις όλον τον κόσμον τας δοξολογίας, που του πρέπουν;
2 Ποιος μπορεί για τα θαυμαστά τα έργα του Κυρίου να πει, να κάνει ν’ ακουστούν όλα τα εγκώμια που του πρέπουν;
3 μακάριοι οἱ φυλάσσοντες κρίσιν καὶ ποιοῦντες δικαιοσύνην ἐν παντὶ καιρῷ.
3 Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, οι οποίοι τηρούν τας εντολάς του, αυτοί οι οποίοι πράττουν πάντοτε ο,τι είναι δίκαιον και σύμφωνον, με τον Νομον του.
3 Μακάριοι εκείνοι που τηρούν τις αποφάσεις του Θεού, που ενεργούν πάντα με δικαιοσύνη!
4 μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ τοῦ λαοῦ σου, ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῷ σωτηρίῳ σου
4 Ενθυμήσου και ημάς, Κυριε, με την ευμένειαν και την καλωσύνην, με την οποίαν περιέβαλες τον λαόν σου. Ελα εις επίσκεψίν μας προσφέρων εις ημάς την ιδικήν σου σωτηρίαν,
4 Θυμήσου με κι εμένα, Κύριε, μέσα στην εύνοια που δείχνεις στο λαό σου· έλα σε βοήθειά μου όταν τους σώσεις.
5 τοῦ ἰδεῖν ἐν τῇ χρηστότητι τῶν ἐκλεκτῶν σου, τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν τῇ εὐφροσύνῃ τοῦ ἔθνους σου, τοῦ ἐπαινεῖσθαι μετὰ τῆς κληρονομίας σου.
5 δια να γνωρίσωμεν και απολαύσωμεν το έλεος και τας ευεργεσίας, που συ προσφέρεις στους εκλεκτούς σου· δια να ευφρανθώμεν την χαράν του έθνους σου, δια να καυχώμεθα στο Ονομά σου μαζή με τον λαόν, που είναι ιδική σου κληρονομία.
5 Για ν’ απολαύσω την ευτυχία των εκλεκτών σου, να χαίρομαι με τη χαρά του έθνους σου, να συμμερίζομαι την καύχηση εκείνων που σου ανήκουν.
6 ἡμάρτομεν μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν.
6 Ημείς όμως ημαρτήσαμεν μαζή με τους προγόνους μας, παρέβημεν τον Νομον σου, διεπράξαμεν αδικήματα.
6 Αμαρτήσαμε, όπως οι πρόγονοί μας, παρανομήσαμε και ασεβήσαμε.
7 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν Αἰγύπτῳ οὐ συνῆκαν τὰ θαυμάσιά σου καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τοῦ πλήθους τοῦ ἐλέους σου καὶ παρεπίκραναν ἀναβαίνοντες ἐν τῇ ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ.
7 Οι πρόγονοί μας εκεί εις την Αίγυπτον δεν εσυνετίσθησαν από τα θαυμάσια έργα σου και δεν ενεθυμήθησαν το αμέτρητον πλήθος της ευσπλαγχνίας σου, αλλά εγόγγυσαν εναντίον σου, σε παρεπίκραναν και σε εξώργισαν, όταν ανέβαιναν εις την Ερυθράν Θαλασσαν.
7 Οι πρόγονοί μας στην Αίγυπτο δεν κατανόησαν τα θαυμαστά τα έργα, του Κυρίου, ξέχασαν τις πολλές ευεργεσίες του· κι εξεγερθήκανε κοντά στη θάλασσα, στη Θάλασσα την Ερυθρά.
8 καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦ γνωρίσαι τὴν δυναστείαν αὐτοῦ·
8 Εσωσεν όμως αυτούς ο Κυριος ένεκεν του Ονόματός του, που σημαίνει πάντοτε αγαθότητα και έλεος, δια να καταστήση γνωστήν την ακατανίκητον δύναμίν του εις όλους.
8 Κι όμως αυτός τους έσωσε για την τιμή του ονόματός του· ώστε η δύναμή του να φανερωθεί.
9 καὶ ἐπετίμησε τῇ ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, καὶ ἐξηράνθη, καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν ἀβύσσῳ ὡς ἐν ἐρήμῳ·
9 Εδωσε διαταγήν εις την Ερυθράν Θαλασσαν και εξηράνθη το ύδωρ αυτής, και ωδήγησεν αυτούς δια του βυθού της θαλάσσης ωσάν επάνω εις ξηράν και έρημον περιοχήν.
9 Την Ερυθρά Θάλασσα πρόσταξε κι εκείνη στέγνωσε· και τους οδήγησε ανάμεσα από τα νερά, ωσάν στην έρημο να περπατούσαν.
10 καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἐκ χειρὸς μισοῦντος καὶ ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν·
10 Ετσι δε τους έσωσεν από τα χέρια των διωκτών, που τους εμισούσαν, τους εγλύτωσεν από τα χέρια των εχθρών των.
10 Τους έσωσε από τα χέρια εκείνων που τους μάχονταν, τους γλίτωσε απ’ την εξουσία των εχθρών τους.
11 ἐκάλυψεν ὕδωρ τοὺς θλίβοντας αὐτούς, εἷς ἐξ αὐτῶν οὐχ ὑπελείφθη.
11 Το δε ύδωρ της Ερυθράς Θαλάσσης εσκέπασε και κατεπόντισεν εκείνους, οι οποίοι τους έθλιψαν. Ούτε ένας από τους εχθρούς των δεν υπελείφθη ζωντανός.
11 Τα νερά σκέπασαν τους αντιπάλους τους· δεν έμεινε απ’ αυτούς ούτ’ ένας.
12 καὶ ἐπίστευσαν τοῖς λόγοις αὐτοῦ καὶ ᾖσαν τὴν αἴνεσιν αὐτοῦ.
12 Ενώπιον αυτού του καταπληκτικού θαύματος και της ακατανικήτου προστασίας επίστευσαν εις τα λόγια του οι Ισραηλίται και έψαλαν την επινικειον ωδήν.
12 Και τότε πίστεψαν στα λόγια του Θεού και τον ύμνο του ψάλαν.
13 ἐτάχυναν, ἐπελάθοντο τῶν ἔργων αὐτοῦ, οὐχ ὑπέμειναν τὴν βουλὴν αὐτοῦ·
13 Αλλά πολύ γρήγορα ελησμόνησαν τα θαυμαστά δια την προστασίαν των έργα του· δεν είχαν την υπομονήν να ίδουν και γνωρίσουν, ποίον ήτο το πάνσοφον και αγαθόν σχέδιον του Κυρίου δι' αυτούς.
13 Μα δεν αργήσαν να ξεχάσουνε τα έργα του και δεν περίμεναν το σχέδιό του να τελειώσει.
14 καὶ ἐπεθύμησαν ἐπιθυμίαν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἐπείρασαν τὸν Θεὸν ἐν ἀνύδρῳ.
14 Οταν δε ευρίσκοντο εις την έρημον, κατελήφθησαν από την σφοδράν επιθυμίαν των λαχανικών της Αιγύπτου και εις τόπον, που δεν υπήρχεν ύδωρ, ωλιγοπίστησαν και έθεσαν εις δοκιμασίαν την δύναμιν και την αγαθότητα του Θεού.
14 Τους έπιασε η πλεονεξία μες στην έρημο και το Θεό προκάλεσαν μέσα στις ερημιές.
15 καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς τὸ αἴτημα αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλε πλησμονὴν εἰς τὰς ψυχὰς αὐτῶν.
15 Ο Κυριος όμως εξεπλήρωσε το αίτημά των, έδωκε και έστειλε προς αυτούς πλούσιον χορτασμόν, κρέατα, άφθονον ύδωρ, δια να χορτάσουν αι ψυχαί των.
15 Αυτός τους έδωσε εκείνο που ζητούσαν αλλά μαζί τούς έστειλε κακό θανατικό.
16 καὶ παρώργισαν Μωυσῆν ἐν τῇ παρεμβολῇ, τὸν Ἀαρὼν τὸν ἅγιον Κυρίου·
16 Αυτοί όμως, εκεί εις την κατασκήνωσίν των, εξώργισαν τον Μωϋσήν και τον Ααρών, τον οποίον ο Θεός εδιάλεξε και εξεχώρισε προς χάριν αυτών.
16 Μες στο στρατόπεδο ζηλοφθονήσαν το Μωυσή και τον Ααρών, που ήταν στον Κύριο αφιερωμένος.
17 ἠνοίχθη ἡ γῆ καὶ κατέπιε Δαθὰν καὶ ἐκάλυψεν ἐπὶ τὴν συναγωγὴν Ἀβειρών·
17 Τοτε ήνοιξεν η γη και κατέπιε τον Δαθάν και αυτή η ανοιχθείσα γη εσκέπασε όλην την ομάδα του Αβειρών.
17 Τότε η γης εσχίστηκε και κατάπιε το Δαθάν και σκέπασε του Αβιρώμ τους συνενόχους.
18 καὶ ἐξεκαύθη πῦρ ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, φλὸξ κατέφλεξεν ἁμαρτωλούς.
18 Φωτιά εξεπήδησεν εκεί, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι εκείνοι, και η φλόγα της κατέκαυσε τους αμαρτωλούς εκείνους ανθρώπους.
18 Φωτιά έπεσε πάνω στη φατρία τους, και φλόγα τούς κατάκαψε τους ασεβείς.
19 καὶ ἐποίησαν μόσχον ἐν Χωρὴβ καὶ προσεκύνησαν τῷ γλυπτῷ.
19 Αυτοί κατεσκεύασαν χρυσούν μόσχον εις Χωρήβ και προσεκύνησαν το ανάγλυφον αυτό άγαλμα ως θεόν των και ελησμόνησαν τον πραγματικόν Θεόν.
19 Και φτιάξανε μοσχάρι στο Χωρήβ και λάτρεψαν ένα κομμάτι μέταλλο.
20 καὶ ἠλλάξαντο τὴν δόξαν αὐτῶν ἐν ὁμοιώματι μόσχου ἐσθίοντος χόρτον.
20 Ετσι δε αντικατέστησαν τον αληθινόν Θεόν, που ήτο δόξα και καύχημά των, με το είδωλον ενός μόσχου, ο οποίος τρώγει και τρέφεταί με χορτάρι!
20 Κι αντικατέστησαν τη δόξα του Θεού τους με το ομοίωμα χορτοφάγου μοσχαριού.
21 καὶ ἐπελάθοντο τοῦ Θεοῦ τοῦ σῴζοντος αὐτούς, τοῦ ποιήσαντος μεγάλα ἐν Αἰγύπτῳ,
21 Ελησμόνησαν τον Θεόν, τον σωτήρα των, ο οποίος προς χάριν αυτών είχε κάμει τόσα και τόσα μεγάλα και αξιοθαύμαστα έργα εις την Αίγυπτον·
21 Ξεχάσαν το Θεό, τον ελευθερωτή τους, που είχε κάνει έργα μέγιστα στην Αίγυπτο,
22 θαυμαστὰ ἐν γῇ Χάμ, φοβερὰ ἐπὶ θαλάσσης ἐρυθρᾶς.
22 θαυμαστά έργα εις την χώραν του Χαμ, φοβερά θαύματα εις την Ερυθράν Θαλασσαν.
22 έργα αξιοθαύμαστα στου Χαμ τη χώρα και τρομερά σημεία στη Θάλασσα την Ερυθρά.
23 καὶ εἶπε τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς, εἰ μὴ Μωυσῆς ὁ ἐκλεκτὸς αὐτοῦ ἔστη ἐν τῇ θραύσει ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς.
23 Και επάνω εις την δικαίαν του οργήν απεφάσισε και είπεν ο Κυριος να τους εξολοθρεύση· και θα τους εξωλόθρευεν, εάν ο Μωϋσής, ο εκλεκτός αυτός δούλος του, δεν ίστατο ενώπιον του Θεού κατά την εξοντωτικήν εκείνην θραύσιν του Ισραήλ, δια να κατευνάση με την θερμήν παράκλησίν του τον δίκαιον θυμόν του Κυρίου, ώστε να μη εξολοθρεύση εντελώς τους Ισραηλίτας.
23 Κι όπως το είχε πει, θα τους αφάνιζε ο Θεός αν δε στεκόταν ο Μωυσής, ο εκλεκτός του, μπροστά του καθώς πρόμαχος, για ν’ αποστρέψει την οργή του ώστε να μην καταστραφούν.
24 καὶ ἐξουδένωσαν γῆν ἐπιθυμητήν, οὐκ ἐπίστευσαν τῷ λόγῳ αὐτοῦ·
24 Και όταν ολίγον βραδύτερον, τρομοκρατημένοι από τας υπερβολικάς διηγήσεις των δέκα κατασκόπων, κατεφρόνησαν την επιθυμητήν γην, την γην της Επαγγελίας, και δεν επίστευσαν στον λόγον του Κυρίου, ότι θα εγίνετο εκείνη με την ιδικήν του βοήθειαν ιδική των,
24 Περιφρονήσανε τη χώρα των ονείρων τους και δεν πιστέψανε το λόγο του Θεού.
25 καὶ ἐγόγγυσαν ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν, οὐκ εἰσήκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου.
25 εγόγγυσαν μέσα εις τας σκηνάς των και δεν έδωσαν προσοχήν εις τας τόσας και τόσας φοράς τους είχεν υποσχεθή ο Κυριος.
25 Μες στις σκηνές τους διαμαρτύρονταν και στου Κυρίου τη φωνή δεν υπακούσαν.
26 καὶ ἐπῆρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοὺς τοῦ καταβαλεῖν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ
26 Δικαίως ωργισμένος ο Κυριος ύψωσε την τιμωρόν χείρα του, να τους συντρίψη και τους εξοντώση εκεί εις την έρημον·
26 Τότε, το χέρι υψώνοντας αυτός ορκίστηκε να πέσουνε στην έρημο νεκροί·
27 καὶ τοῦ καταβαλεῖν τὸ σπέρμα αὐτῶν ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ διασκορπίσαι αὐτοὺς ἐν ταῖς χώραις.
27 να καταβάλη και διασπείρη ταπεινωμένους τους απογόνους των ανάμεσα, εις τα αλλά έθνη και να τους διασκορπίση μεταξύ των ξένων χωρών.
27 ανάμεσα σε ειδωλολάτρες οι απόγονοί τους να πεθάνουνε και μες στις χώρες να διασκορπιστούν.
28 καὶ ἐτελέσθησαν τῷ Βεελφεγὼρ καὶ ἔφαγον θυσίας νεκρῶν·
28 Ελαβον μέρος εις τας αποκρουστικάς και αηδιαστικάς τελετάς του ειδωλολατρικού θεού Βεελφεγώρ και έφαγον από τας θυσίας θεών, που είναι ανύπαρκτοι και νεκροί.
28 Κατόπι στη λατρεία προσχώρησαν του Βάαλ, στη Φεγώρ, κι έφαγαν απ’ τις θυσίες που προσφέρθηκαν σε θεούς νεκρούς.
29 καὶ παρώξυναν αὐτὸν ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν, καὶ ἐπληθύνθη ἐν αὐτοῖς ἡ πτῶσις.
29 Εξόργισαν τον Κυριον με τα πονηρά αυτών έργα και ένεκα τούτου πολύ πλήθος από αυτούς έπεσαν νεκροί, κτυπημένοι από την δικαίαν άργήν του Θεού.
29 Κι ερέθισαν τον Κύριο με τα έργα τους, κι έπεσε πάνω τους θανατικό.
30 καὶ ἔστη Φινεὲς καὶ ἐξιλάσατο, καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις·
30 Γεμάτος όμως ζήλον Θεού ο Φινεές εξηγέρθη εναντίον των παρανομούντων, εξιλέωσε τον Κυριον και έτσι εσταμάτησεν η θραύσις εναντίον των Ισραηλιτών.
30 Αλλά σηκώθηκε ο Φινεές και τους εξιλέωσε, και το θανατικό πήρε έτσι τέλος.
31 καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἕως τοῦ αἰῶνος.
31 Η πράξις του αυτή κατελογίσθη ως πράξις δικαία, αξία να επαινήται και να υμνήται από γενεάς εις γενεάν μέχρι συντελείας του αιώνος.
31 Αυτό σαν πράξη δίκαιη του καταλογίστηκε από τη μια γενιά στην άλλη και για πάντα.
32 καὶ παρώργισαν αὐτὸν ἐπὶ ὕδατος ἀντιλογίας καὶ ἐκακώθη Μωυσῆς δι᾿ αὐτούς,
32 Και πάλιν εξώργισαν τον Κυριον στον τόπον, που είχεν ονομασθή ύδωρ αντιλογίας, και εξ αιτίας αυτών ετιμωρήθη ο Μωϋσής, ώστε να μη αξιωθή της χαράς να εισέλθη εις την γην της Επαγγελίας.
32 Και στα νερά της Μεριβά εξόργισαν τον Κύριο και κακό βρήκε το Μωυσή εξαιτίας τους.
33 ὅτι παρεπίκραναν τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ διέστειλεν ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ.
33 Διότι εκείνοι επίκραναν και ανετάραξαν το πνεύμα του Μωϋσέως, ώστε αυτός ομίλησε με δισταγμόν και ολιγοπιστίαν.
33 Επειδή πίκραναν το Πνεύμα του και δίχως σκέψη μίλησαν τα χείλη του.
34 οὐκ ἐξωλόθρευσαν τὰ ἔθνη, ἃ εἶπε Κύριος αὐτοῖς,
34 Και όταν οι πρόγονοί μας κατέλαβαν την γην της Επαγγελίας, δεν εξωλόθρευσαν τα έθνη, τα οποία ο ίδιος ο Θεός τους είχε διατάξει να εξοντώσουν.
34 Δεν εξοντώσαν τους λαούς, όπως τους το ’χε ο Κύριος διατάξει.
35 καὶ ἐμίγησαν ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἔμαθον τὰ ἔργα αὐτῶν·
35 Ηλθαν εις επικοινωνίαν με αυτούς, συνήψαν συνοικέσια με τα έθνη αυτά και έμαθαν να πράττουν τα πονηρά έργα εκείνων.
35 Αλλά με τους ειδωλολάτρες αναμείχθηκαν και μάθανε να ζουν καθώς εκείνοι.
36 καὶ ἐδούλευσαν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν, καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς εἰς σκάνδαλον·
36 Εγιναν αξιοδάκρυτοι δούλοι και προσκυνηταί εις τα είδωλα των εθνών. Αυτό δε έγινεν αιτία να περιπέσουν αυτοί εις πολλάς περιπετείας και θλίψεις.
36 Λατρεία στα είδωλά τους πρόσφεραν που γίνανε γι’ αυτούς παγίδα.
37 καὶ ἔθυσαν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν τοῖς δαιμονίοις
37 Εθυσίασαν τους υιούς των και τας θυγατέρας των εις τα δαιμόνια, εις τα είδωλα.
37 Θυσίασαν στους δαίμονες τους γιους τους και τις κόρες τους.
38 καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον, αἷμα υἱῶν αὐτῶν καὶ θυγατέρων, ὧν ἔθυσαν τοῖς γλυπτοῖς Χαναὰν καὶ ἐφονοκτονήθη ἡ γῆ ἐν τοῖς αἵμασι
38 Εχυσαν αίμα αθώον, το αίμα δηλαδή των υιών και των θυγατέρων των, που εθυσίασαν εις τα γλυπτά είδωλα των Χαναναίων, και έτσι η ιερά γη των εγέμισε με το αδικοχυμένον αίμα των αθώων παιδιών των.
38 Και αίμα αθώο χύσανε των αγοριών τους και των κοριτσιών τους, που τα θυσίασαν στα είδωλα της Χαναάν· και μιάνθηκε η χώρα με το αίμα τους.
39 καὶ ἐμιάνθη ἐν τοῖς ἔργοις αὐτῶν, καὶ ἐπόρνευσαν ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν.
39 Εμολύνθη η γη με τα αποκρουστικά αυτά έργα των και αυτοί εξετράπησαν εις την πορνείαν με τα αμαρτωλά και αηδιαστικά έργα των.
39 Αμάρτησαν με τα έργα τους και με τις πράξεις τους απίστησαν.
40 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐβδελύξατο τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ·
40 Δια τούτο ωργίσθη πολύ ο Κυριος εναντίον αυτού του λαού, εσιχάθηκε την κληρονομίαν του.
40 Κι άναψε του Κυρίου η οργή ενάντια στο λαό του και τους δικούς του τους αποστράφηκε.
41 καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, καὶ ἐκυρίευσαν αὐτῶν οἱ μισοῦντες αὐτούς.
41 Τους παρέδωκε δούλους εις τα χέρια των εχθρών των και εκείνοι οι οποίοι τους εμισούσαν, έγιναν κύριοι και αυθένται των.
41 Στην εξουσία τούς έδωσε των ειδωλολατρών και δέσποσαν επάνω τους αυτοί που τους μισούσαν.
42 καὶ ἔθλιψαν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, καὶ ἐταπεινώθησαν ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτῶν.
42 Οι εχθροί αυτοί τους κατέθλιψαν και έτσι οι Ισραηλίται κάτω από την τυραννίαν εκείνων εταπεινώθησαν και εξηυτελίσθησαν.
42 Τους καταπίεσαν οι εχθροί τους, κι αυτοί υποτάχτηκαν στην εξουσία τους.
43 πλεονάκις ἐῤῥύσατο αὐτούς, αὐτοὶ δὲ παρεπίκραναν αὐτὸν ἐν τῇ βουλῇ αὐτῶν καὶ ἐταπεινώθησαν ἐν ταῖς ἀνομίαις αὐτῶν.
43 Αλλά πολλές φορές ο Κυριος τους εγλύτωσεν από κινδύνους ολεθρίους. Αυτοί όμως πολλές φορές τον επίκραναν με τας παρανόμους επιθυμίας και αποφάσεις των και εξηυτελίσθησαν μέσα εις τας παρανομίας των.
43 Πολλές φορές ο Κύριος τους απελευθέρωσε, μα αυτοί στην ανταρσία τους με πείσμα μένανε και μες στην ανομία τους βυθίζονταν.
44 καὶ εἶδε Κύριος ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, ἐν τῷ αὐτὸν εἰσακοῦσαι τῆς δεήσεως αὐτῶν·
44 Καθ' ον χρόνον όμως εταλαιπωρούντο και κατεθλίβοντο εις τας περιπετείας των αυτάς, ο Κυριος έρριξε ευμενές βλέμμα προς αυτούς, ώστε να ακούση και να κάμη δεκτήν την προσευχήν των.
44 Ωστόσο ο Κύριος είδε τη θλίψη τους, όταν τους άκουγε να του φωνάζουν·
45 καὶ ἐμνήσθη τῆς διαθήκης αὐτοῦ καὶ μετεμελήθη κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους αὐτοῦ
45 Ενεθυμήθη την υπόσχεσιν, την οποίαν είχε δώσει προς τους πατριάρχας, και κατά το άπειρον αυτού έλεος ελυπήθη δια τα δεινά του λαού του.
45 θυμήθηκε τη διαθήκη του για χάρη τους, κι ως πολυεύσπλαχνος άλλαξε γνώμη.
46 καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς εἰς οἰκτιρμοὺς ἐναντίον πάντων τῶν αἰχμαλωτευσάντων αὐτούς.
46 Ενέπνευσεν οίκτον και έλεος υπέρ αυτών εις τας καρδίας εκείνων, που τους είχαν αιχμαλωτίσει.
46 Κι έκανε να τους σπλαχνιστούν όλοι αυτοί που τους κρατούσαν αιχμαλώτους.
47 σῶσον ἡμᾶς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐπισυνάγαγε ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐθνῶν τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου τῷ ἁγίῳ, τοῦ ἐγκαυχᾶσθαι ἐν τῇ αἰνέσει σου.
47 Και ημείς, οι ταλαιπωρημένοι απόγονοι εκείνων, σε παρακαλούμεν, Κυριε και Θεέ μας, σώσε μας και συνάθροισέ μας πάλιν από τα διάφορα έθνη ελευθέρους εις την πατρίδα μας, δια να δοξολογήσωμεν το άγιον Ονομά σου και δια να έχωμεν το θάρρος και το δικαίωμα να καυχώμεθα, ότι λατρεύομεν και ύμνούμεν σε, τον αληθινόν και άγιον Θεόν μας.
47 Σώσε μας, Κύριε, Θεέ μας, συγκέντρωσέ μας μέσ’ απ’ τους ειδωλολάτρες για να δοξολογούμε το άγιο σου το όνομα και καύχημά μας να ’χουμε πως σε υμνούμε.
48 εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. καὶ ἐρεῖ πᾶς ὁ λαός· γένοιτο γένοιτο.
48 Δοξασμένος ας είναι ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού στους αιώνας των αιώνων. Και όλος ο λαός ας αναφωνήση “γένοιτο, γένοιτο”.
48 Ευλογητός ας είναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, από πάντα και για παντοτινά· κι ας πει όλος ο λαός: «Αμήν! Αλληλούια!»

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος στό Θεό γιά τήν διαθήκη Του μέ τό Ἰσραήλ.
α2 Γιά κάθε θλιμμένο, φτωχό καί βασανισμένο ἄνθρωπο.
β Γιά νά ἐνθυμεῖσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός. Οἱ δέ ἄνθρωποι ἀχάριστοι.
Νά ὑμνήσης τόν Θεό τό Σάββατο.
γ Γιά νά δώση φώτιση ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους νά μήν ξεκλίνουν ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας.
ε "Ὁ ψ. οὗτος διηγεῖται τά θαυμάσια καί τήν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ.
θ "Ἱστορικοί, ἐν οἷς ἐκτίθενται ἁπλῶς ἱστορικά γεγονότα".

ΨΑΛΜΟΣ 106

ΨΑΛΜΟΣ 106 - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·
1 Δοξολογείτε και ευχαριστείτε τον Κυριον δια το άπειρον αυτού μεγαλείον και τας αναριθμήτους ευεργεσίας του, διότι είναι αγαθός και ευεργετικός, η δε ευσπλαγχνία του παραμένει ανεξάντλητος στους αιώνας των αιώνων.
1 Δοξολογήστε τον Κύριο, γιατί είναι καλός κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
2 εἰπάτωσαν οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου, οὓς ἐλυτρώσατο ἐκ χειρὸς ἐχθροῦ.
2 Ας διαλαλήσουν εκείνοι, που έχουν λυτρωθή υπό του Κυρίου, αυτοί τους οποίους απηλευθέρωσεν ο Κυριος από την εξουσίαν του εχθρού,
2 Έτσι ας λένε αυτοί που ο Κύριος τους λύτρωσε, που τους λευτέρωσε απ’ την εξουσία του εχθρού,
3 καὶ ἐκ τῶν χωρῶν συνήγαγεν αὐτούς, ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βοῤῥᾶ καὶ θαλάσσης.
3 και από τας διαφόρους ξένας χώρας τους επανέφερεν εις την πατρίδα των, από ανατολών και δυσμών, από βορρά και νότου.
3 και που τους σύναξε μέσ’ απ’ τις χώρες όλες, από τη δύση κι από την ανατολή, απ’ το βορρά κι από το νότο.
4 ἐπλανήθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν γῇ ἀνύδρῳ, ὁδὸν πόλεως κατοικητηρίου οὐχ εὗρον,
4 Περιεπλανήθησαν εις την έρημον, εις περιοχήν, η οποία ήτο άνυδρος και δεν έβρισκαν δρόμον, που θα τους ωδηγούσεν εις πόλιν κατοικουμένην, δια να εύρουν στέγην και τροφήν.
4 Περιπλανιούνταν μέσ’ στην έρημο την άβατη, για πόλη να την κατοικήσουνε δρόμο δε βρίσκαν.
5 πεινῶντες καὶ διψῶντες, ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἐν αὐτοῖς ἐξέλιπε·
5 Πεινώντες και διψώντες περιπλανώντο εις την έρημον, η δε ζωη των εκινδύνευε να σβήση και να λείψη.
5 Από την πείνα και τη δίψα υπέφεραν και κάθε ελπίδα για ζωή τούς είχ’ εγκαταλείψει.
6 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτοὺς
6 Μέσα εις την θλίψιν των αυτήν έκραξαν δια της προσευχής των προς τον Κυριον και τους εγλύτωσεν από τας συμφοράς εκείνας.
6 Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
7 καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς εἰς ὁδὸν εὐθεῖαν τοῦ πορευθῆναι εἰς πόλιν κατοικητηρίου.
7 Τους ωδήγησεν στον ευθύν δρόμον, δια να μεταβούν εις πάλιν κατοικουμένην.
7 Και τους οδήγησε μέσ’ από δρόμο ολόισιο, σε πολιτεία να πάνε που να μπορούν να κατοικήσουν.
8 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων,
8 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, αυτοί τον Κυριον δια τας πολυαρίθμους προς αυτούς ευεργεσίας του και ας διακηρύξουν τα θαυμαστά αυτού έργα εις τους άλλους ανθρώπους.
8 Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
9 ὅτι ἐχόρτασε ψυχὴν κενὴν καὶ πεινῶσαν ἐνέπλησεν ἀγαθῶν.
9 Διότι ο Κυριος εχόρτασε ψυχήν, που είχεν αδειάσει και εξαντληθή από την στέρησιν, και τους πεινώντας τους εγέμισεν από αγαθά.
9 Αυτός ξεδίψασε τους διψασμένους, τους πεινασμένους τους γέμισε αγαθά.
10 καθημένους ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, πεπεδημένους ἐν πτωχείᾳ καὶ σιδήρῳ,
10 Το ίδιον έκαμε και εις τους φυλακισμένους, που ευρίσκοντο εις σκοτεινήν φυλακήν, εκεί όπου τους εβάρυνεν η σκια του θανάτου. Ησαν αυτοί δεμένοι χέρια και πόδια με σιδηρά δεσμά. Εζούσαν με στερήσεις και ταλαιπωρίας.
10 Άλλοι είχανε για κατοικία τους το ζοφερό σκοτάδι δεσμώτες με χειροπέδες στην αθλιότητα,
11 ὅτι παρεπίκραναν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Ὑψίστου παρώξυναν,
11 Τούτο δέ, διότι είχαν πικράνει τον Κυριον με τας παραβάσεις των αγίων εντολών του. Εξώργισαν τον Υψιστον και αντετάχθησαν εις τα αγαθά αυτού δι' εκείνους σχέδια.
11 γιατ’ είχαν απειθήσει στα λόγια του Θεού, του Ύψιστου τη συμβουλή είχαν καταφρονήσει.
12 καὶ ἐταπεινώθη ἐν κόποις ἡ καρδία αὐτῶν, ἠσθένησαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν·
12 Από τους πολλούς κόπους και τας ταλαιπωρίας της δουλείας εταπεινώθη και έχασε κάθε θάρρος η καρδία των, εξηντλήθησαν και παρέλυσαν, χωρίς να υπάρχη κανείς, δια να τους βοηθήση.
12 Κάτω απ’ τον κόπο λύγισε την καρδιά τους, απόκαμαν κι ούτ’ ένας δε βρέθηκε βοηθός.
13 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἔσωσεν αὐτοὺς
13 Υπό το κράτος όμως της τρομεράς αυτής καταθλίψεως έκραξαν δια της προσευχής των προς τον Κυριον και ο σπλαγχνικός Κυριος τους έσωσεν από τας ταλαιπωρίας των.
13 Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
14 καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ σκότους καὶ σκιᾶς θανάτου καὶ τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν διέῤῥηξεν.
14 Τους έβγαζεν έξω από την σκοτεινήν φυλακήν, από την καταθλιπτικήν σκιαν του θανάτου. Εσπασε τα δεσμά από τα χέρια και τα πόδια των και τους ηλευθέρωσε.
14 Τους έβγαλε απ’ το ζοφερό σκοτάδι και τα δεσμά τους τα ’σπασε.
15 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων,
15 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, αυτοί με ευγνομοσύνην τον Κυριον δια τα ελέη και τας ευεργεσίας του και ας διαλαλήσουν εις τους άλλους ανθρώπους το θαυμάσια έργα του Θεού.
15 Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του· και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
16 ὅτι συνέτριψε πύλας χαλκᾶς καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνέθλασεν.
16 Διότι ο Κυριος, εν τη αγαθότητί του, συνέτριψε τας χαλκίνας πύλας των φυλακών των και τους σιδηρούς μοχλούς τους εθρυμμάτισε.
16 Αυτός σύντριψε χάλκινες πύλες και σιδερένιους θρυμμάτισε μοχλούς.
17 ἀντελάβετο αὐτῶν ἐξ ὁδοῦ ἀνομίας αὐτῶν, διὰ γὰρ τὰς ἀνομίας αὐτῶν ἐταπεινώθησαν·
17 Τους ανέσυρεν ο Κυριος με την παντοδυναμον δεξιάν του από τον δρόμον των παρανομιών των, διότι αυτοί εξ αιτίας των παρανομιών των υπέστησαν αυτάς τας ταπεινώσεις.
17 Άλλοι απ’ τη διαγωγή τους την παράνομη είχαν παραφρονήσει κι υπέφεραν από τις παραβάσεις τους·
18 πᾶν βρῶμα ἐβδελύξατο ἡ ψυχὴ αὐτῶν, καὶ ἤγγισαν ἕως τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου·
18 Εξ αιτίας των φοβερών ταλαιπωριών των εκόπηκεν η όρεξίς των. Απεστρέφοντο με αηδίαν κάθε φαγητόν και έφθασαν έτσι έως εις τας πύλας του άδου.
18 τους προκαλούσε αηδία κάθε λογής τροφή και πλησιάζανε στις πύλες του θανάτου.
19 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἔσωσεν αὐτούς,
19 Αλλά καθ' ον χρόνον τόσον πολύ εθλίβοντο, έκραξαν με θερμήν προσευχήν προς τον Κυριον και ο Κυριος τους απήλλαξεν από τας φοβεράς αυτάς ανάγκας των.
19 Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
20 ἀπέστειλε τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτοὺς καὶ ἐῤῥύσατο αὐτοὺς ἐκ τῶν διαφθορῶν αὐτῶν.
20 Ως διαταγήν έστειλε τον λόγον του, ο οποίος και τους εθεράπευσε. Τους έσωσεν από τα κακά, τα οποία τους έφθειραν και τους έλυωναν.
20 Το λόγο του έστειλε και τους γιάτρεψε και τη ζωή τους γλίτωσε απ’ τον τάφο.
21 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων
21 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, και αυτοί με ευγνωμοσύνην τας αμετρήτους ευεργεσίας του Θεού και ας διαλαλήσουν στους άλλους ανθρώπους τας θαυματουργικάς ενεργείας εκείνου.
21 Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
22 καὶ θυσάτωσαν αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐξαγγειλάτωσαν τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει.
22 Ας προσφέρουν προς αυτόν θυσίαν δοξολογίας και ας βροντοφωνήσουν τα έργα του γεμάτοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην.
22 Θυσίες ευχαριστήριες ας προσφέρουνε, μ’ ενθουσιασμό τα έργα του ας κηρύττουν.
23 οἱ καταβαίνοντες εἰς θάλασσαν ἐν πλοίοις, ποιοῦντες ἐργασίαν ἐν ὕδασι πολλοῖς,
23 Επίσης αυτοί, που κατεβαίνουν εις την θάλασσαν και ταξιδεύουν με πλοία και διασχίζουν πελάγη μεγάλα, όπου η εργασία των τους καλεί,
23 Άλλοι ταξίδευαν στη θάλασσα με πλοία κι εργάζονταν μέσ’ στα πολλά νερά·
24 αὐτοὶ εἶδον τὰ ἔργα Κυρίου καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ ἐν τῷ βυθῷ.
24 αυτοί είδαν τα έργα του Κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εις τας βαθείας θαλάσσας.
24 αυτοί είδανε τι μπορεί να κάνει ο Κύριος, τα θαυμαστά του έργα στα βάθη του ωκεανού.
25 εἶπε, καὶ ἔστη πνεῦμα καταιγίδος, καὶ ὑψώθη τὰ κύματα αὐτῆς·
25 Είδον ότι ο Κυριος διέταξε και αμέσως εσηκώθη σφοδρός καταιγίδος άνεμος και ανυψώθησαν τα κύματα της θαλάσσης.
25 Πρόσταξε αυτός κι ανεμοθύελλα σηκώθηκε, που ύψωσε τα κύματα της θάλασσας.
26 ἀναβαίνουσιν ἕως τῶν οὐρανῶν καὶ καταβαίνουσιν ἕως τῶν ἀβύσσων, ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἐν κακοῖς ἐτήκετο·
26 Ανεβαίνουν με τα πλοία των επάνω εις την κορυφήν των κυμάτων έως εις τα νέφη του ουρανού και καταβαίνουν έως εις τα βάθη των θαλασσίων αβύσσων. Η ψυχή των έλυωνε από φόβον εμπρός εις τα φοβερά αυτά σημεία.
26 Κι αυτοί ανεβαίνουν ως τον ουρανό, και κατεβαίνουν ως τα βάθη της αβύσσου· λιώνει η ψυχή τους μπρος στον κίνδυνο.
27 ἐταράχθησαν, ἐσαλεύθησαν ὡς ὁ μεθύων, καὶ πᾶσα ἡ σοφία αὐτῶν κατεπόθη·
27 Κατελήφθησαν από ζάλην, ετρίκλιζαν εξ αιτίας της τρικυμίας ωσάν μεθυσμένοι, όλη δε η ναυτική των γνώσις και πείρα απεδείχθη άχρηστος, εξηφανίσθη.
27 Τρικλίζουν και παραπατούν σαν μεθυσμένοι κι όλη η επιδεξιότητά τους χάνεται.
28 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐξήγαγεν αὐτοὺς
28 Εκραξαν και αυτοί προς τον Κυριον, καθ' ον χρόνον εταλαιπωρούντο από την τρικυμίαν, και ο Κυριος τους έβγαλεν από την επικίνδυνον αυτήν περιπέτειάν των.
28 Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν, κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
29 καὶ ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καὶ ἔστη εἰς αὔραν, καὶ ἐσίγησαν τὰ κύματα αὐτῆς·
29 Διότι διέταξε την καταιγίδα της θαλάσσης και εσταμάτησε και μετεβλήθη εις λεπτήν ευχάριστον αύραν. Και ηρέμησαν τα κύματα της θαλάσσης.
29 Κατασιγάζει την ανεμοζάλη και ησυχάζουνε τα κύματα.
30 καὶ εὐφράνθησαν, ὅτι ἡσύχασαν, καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπὶ λιμένα θελήματος αὐτοῦ.
30 Οι ναύται και όσοι άλλοι ήσαν εις τα πλοία εγέμισαν από χαράν και ευφροσύνην, διότι ησύχασαν από την ταραχήν της τρικυμίας. Και ο Κυριος τους ωδήγησεν ασφαλείς στον λιμένα, που ήθελε.
30 Κι ετούτοι χαίρονται για τη γαλήνη που ξανάρθε· κι ο Κύριος τους οδηγεί στο ποθητό λιμάνι τους.
31 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων.
31 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, και αυτοί τον Κυριον δια τα πολυάριθμα ελέη του. Ας διαλαλήσουν και στους άλλους ανθρώπους τα θαυμάσια αυτού έργα.
31 Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
32 ὑψωσάτωσαν αὐτὸν ἐν ἐκκλησίᾳ λαοῦ καὶ ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων αἰνεσάτωσαν αὐτόν.
32 Ας τον μεγαλύνουν και ας τον εξυψώσουν εις συγκέντρωσιν πλήθους λαού και ας ψάλουν προς αυτόν αίνον και ωδήν δοξολογίας, εις τόπον οπού συνεδριάζουν οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες.
32 Ας λέν’ το μεγαλείο του μες στου λαού τη σύναξη κι ας τον υμνούνε στο συνέδριο των πρεσβυτέρων.
33 ἔθετο ποταμοὺς εἰς ἔρημον καὶ διεξόδους ὑδάτων εἰς δίψαν,
33 Αυτός εξήρανε ποταμούς και μετέβαλε τας κοίτας αυτών εις έρημον περιοχήν, και τας πηγάς, από όπου ανέβλυζαν άφθονα ύδατα, μετέβαλεν εις έκτασιν άνυδρον και διψασμένην.
33 Εκείνος μεταβάλλει τους ποταμούς σ’ έρημη γη και τις νεροπηγές σ’ άνυδρους τόπους.
34 γῆν καρποφόρον εἰς ἅλμην ἀπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ.
34 Μετέβαλε γην εύφορον και καρποφόρον εις αλμυρόν βάλτον εξ αιτίας της κακίας των κατοίκων της.
34 Την καρποφόρα γη σε αλμυρή για των κατοίκων της την κακία.
35 ἔθετο ἔρημον εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ γῆν ἄνυδρον εἰς διεξόδους ὑδάτων.
35 Εξ αντιθέτου μετέβαλε χώραν άνυδρον, έρημον και άγονον, εις λίμνας υδάτων και χώραν διψασμένην εις πηγάς υδάτων.
35 Άλλοτε πάλι αλλάζει την έρημο σε λίμνες με νερό, και την άνυδρη γη σε νερομάνες.
36 καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ πεινῶντας, καὶ συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας
36 Εκεί ο Κυριος εγκατέστησεν ανθρώπους, οι οποίοι επεινούσαν και οι οποίοι έκτισαν πόλεις, δια να κατοικούν.
36 Τους πεινασμένους τούς εγκαθιστά εκεί και πόλη ιδρύουν για να κατοικήσουν.
37 καὶ ἔσπειραν ἀγροὺς καὶ ἐφύτευσαν ἀμπελῶνας καὶ ἐποίησαν καρπὸν γεννήματος,
37 Εσπειραν εκεί αγρούς, εφύτευσαν αμπέλια, παρήγαγαν γεννήματα και καρπούς από τα καλλιεργηθέντα εδάφη.
37 Σπέρνουν αγρούς και φυτεύουν αμπέλια και τη συγκομιδή κάνουνε του καρπού.
38 καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐπληθύνθησαν σφόδρα, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν οὐκ ἐσμίκρυνε.
38 Ο Κυριος τους ηυλόγησε και επληθύνθησαν αυτοί πάρα πολύ, και τα κατοικίδια ζώα των έγιναν πολυάριθμα.
38 Τους ευλογεί ο Κύριος και πλήθος γίνονται μεγάλο και δεν αφήνει τα κοπάδια τους να λιγοστέψουν.
39 καὶ ὠλιγώθησαν καὶ ἐκακώθησαν ἀπὸ θλίψεως κακῶν καὶ ὀδύνης.
39 Εν τω μεταξύ ωλιγόστευσαν εις αριθμόν, διότι εκακοπάθησαν και εδεινοπάθησαν, από τους πόνους και τας συμφοράς, τας οποίας κακοί άνθρωποι, που επήλθον εναντίον των, τους επροκάλεσαν.
39 Αλλά όταν λιγοστεύουν κι εξευτελίζονται από την καταπίεση, τη συμφορά, τις θλίψεις,
40 ἐξεχύθη ἐξουδένωσις ἐπ᾿ ἄρχοντας αὐτῶν, καὶ ἐπλάνησεν αὐτοὺς ἐν ἀβάτῳ καὶ οὐχ ὁδῷ.
40 Αλλά από τον Θεόν εξαπεστάλη εκμηδένισις και εξευτελισμός εναντίον των αρχόντων· τους ηνάγκασε να πλανώνται εις μέρη άβατα και όχι εις δρόμον βατόν και γνωστόν.
40 στέλνει ο Κύριος την καταφρόνεση στους άρχοντες, σ’ έρημο αδιάβατη τους κάνει να περιπλανιούνται.
41 καὶ ἐβοήθησε πένητι ἐκ πτωχείας καὶ ἔθετο ὡς πρόβατα πατριάς.
41 Εβοήθησεν ο Θεός τον πτωχόν λαόν, δια να απαλλαγή από την πτωχείαν, η οποία τον εμάστιζεν, και αποκατέστησε τας οικογενείας των πολυπληθείς ωσάν ποίμνια προβάτων.
41 Μα τους φτωχούς τούς εξυψώνει απ’ την ανέχεια και κάνει τις φαμίλιες τους ν’ αυξαίνουν σαν κοπάδια.
42 ὄψονται εὐθεῖς καὶ εὐφρανθήσονται, καὶ πᾶσα ἀνομία ἐμφράξει τὸ στόμα αὐτῆς.
42 Οι δίκαιοι άνθρωποι θα ίδουν όλα αυτά τα θαυμάσια έργα της αγαθότητας, της δικαιοσύνης και της παντοδυναμίας του Θεού και θα ευφρανθούν. Εξ αντιθέτου όμως κάθε παράνομος θα κλείση το στόμα του κατεντροπιασμένος.
42 Τα βλέπουν τούτα οι τίμιοι και χαίρονται· κι αποστομώνεται ο κάθε μοχθηρός.
43 τίς σοφὸς καὶ φυλάξει ταῦτα καὶ συνήσει τὰ ἐλέη τοῦ Κυρίου;
43 Ποιός είναι σοφός και συνετός άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση αυτά και θα κατανοήση την άπειρον ευσπλαγχνίαν του Κυρίου;
43 Εκείνος που ’χει φρόνηση ετούτα ας τα παρατηρεί· και την αγάπη του Κυρίου θα καταλάβει.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀνυπακοή τοῦ Ἰσραήλ.
α2 Προσευχή γιά τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς.
β Γιά νά ἐνθυμεῖσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός. Οἱ δέ ἄνθρωποι ἀχάριστοι.
Νά ὑμνήσης τόν Θεό τό Σάββατο.
γ Γιά νά λύση ὁ Θεός τήν στείρωση τῶν γυναικῶν.
δ Ἄν ἀνησυχῆς γιά ἀγαπητά σου πρόσωπα.
ε "Ὁ ψ. οὗτος διηγεῖται τάς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ".
στ Προσευχή γιά τούς φυλακισμένους.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 107

ΨΑΛΜΟΣ 107 - ΑΣ ΑΠΛΩΘΕΙ Η ΔΟΞΑ ΣΟΥ Σ' ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ

1 ᾨδὴ ψαλμοῦ τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Ωδή του Δαβίδ.
2 Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου.
2 Είναι έτοιμη η καρδιά μου, ω Θεέ μου, είναι έτοιμη, δια να ψάλλω με την φωνήν μου προς δόξαν σου, να παίζω μουσικά όργανα με όλην μου την ψυχήν.
2 Θεέ, είν’ η καρδιά μου στεριωμένη. Θα ψάλω και θα παίξω μουσική. Εμπρός, ψυχή μου!
3 ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα· ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου.
3 Σηκω επάνω, ψυχή μου, και σεις μουσικά μου όργανα, λύρα και κιθάρα, σηκωθήτε, δια να υμνολογήσετε τον Θεόν. Ναι, θα σηκωθώ λίαν πρωϊ δια να ψάλλω προς τον Θεόν μου.
3 Ξύπνα άρπα και κιθάρα μου, θέλω εγώ τον ήλιο να ξυπνήσω.
4 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν λαοῖς, Κύριε, ψαλῶ σοι ἐν ἔθνεσιν,
4 Θα σε δοξολογήσω, Κυριε, εν μέσω λαών. Θα ψάλλω εις δόξαν σου εν μέσω των άλλων εθνών.
4 Θα σε δοξολογήσω στους λαούς μέσα, Κύριε, στα έθνη μέσα ύμνους θα σου ψάλω.
5 ὅτι μέγα ἐπάνω τῶν οὐρανῶν τὸ ἔλεός σου καὶ ἕως τῶν νεφελῶν ἡ ἀλήθειά σου.
5 Διότι η ευσπλαγχνία σου είναι μεγάλη και απροσμέτρητρς. Υψώνεται υπεράνω από τους ουρανούς. Μέχρι των νεφελών φθάνει η αλήθειά σου και η αξιοπιστία σου.
5 Γιατ’ είναι πιο μεγάλη κι απ’ τους ουρανούς η αγάπη σου, και φτάνει ως τα σύννεφα η πιστότητά σου.
6 ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου.
6 Ας υψωθή το μεγαλείον σου επάνω στους ουρανούς, ω Θεέ μου, και η δόξα σου ας απλωθή εις ολόκληρον την οικουμένην.
6 Υψώσου ως απάνω στους ουρανούς, Θεέ, πάνω σ’ ολόκληρη τη γη ας είναι η δόξα σου!
7 ὅπως ἂν ῥυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί σου, σῶσον τῇ δεξιᾷ σου καὶ ἐπάκουσόν μου.
7 Καμε αισθητήν την ένδοξον εμφάνισίν σου, Κυριε, δια να γλυτώσουν οι αγαπητοί σου Ιουδαίοι από τους κινδύνους. Με την παντοδύναμον δεξιάν σου σώσον με και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου.
7 Για να ελευθερωθούν οι αγαπητοί σου, σώσε μας με τη δύναμή σου και δώσ’ μου απόκριση.
8 ὁ Θεὸς ἐλάλησεν ἐν τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· ὑψωθήσομαι καὶ διαμεριῶ Σίκιμα, καὶ τὴν κοιλάδα τῶν σκηνῶν διαμετρήσω·
8 Ο Θεός απήντησε με επισημότητα. Ελάλησεν εκεί στο άγιον θυσιαστήριόν του και είπε· Θα δείξω το μεγαλείον και την δύναμίν μου, θα διαμοιράσω εις σας την Συχέμ, που ευρίσκεται προς δυσμάς του Ιορδάνου, θα μετρήσω και θα σας παραχωρήσω την κοιλάδα των σκηνών, που ευρίσκεται πέραν του Ιορδάνου. Ολόκληρον την Παλαιστίνην θα την μετρήσω και θα την χαρίσω εις σας.
8 Ο Θεός μίλησε μέσα στον άγιο του ναό: «Θα θριαμβεύσω, θα σας μοιράσω τη Συχέμ και την κοιλάδα της Σουκώθ θα σας παραχωρήσω.
9 ἐμός ἐστι Γαλαάδ, καὶ ἐμός ἐστι Μανασσῆς, καὶ Ἐφραὶμ ἀντίληψις τῆς κεφαλῆς μου, Ἰούδας βασιλεύς μου,
9 Διότι εις εμέ ανήκει η χώρα Γαλαάδ. Ιδική μου χώρα είναι η περιοχή Μανασσή η πέραν του Ιορδάνου. Η εντεύθεν του Ιορδάνου φυλή του Εφραίμ, η προστασία και το κράνος της κεφαλής μου, όπως επίσης και η φυλή Ιούδα, από την οποίαν προέρχονται οι βασιλείς του λαού μου.
9 Δικός μου είν’ ο Γαλαάδ, δικός μου ο Μανασσής· ο Εφραΐμ, η περικεφαλαία μου, και νομοθέτης μου ο Ιούδας.
10 Μωὰβ λέβης τῆς ἐλπίδος μου, ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐπιβαλῶ τὸ ὑπόδημά μου, ἐμοὶ ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν.
10 Οι Μωαβίται θα ταπεινωθούν, θα γίνουν λεκάνη ποδονιψίματος δια τον ελπιδοφόρον λαόν μου, και στους Ιδουμαίους θα απλώσω την κυριαρχίαν μου. Εις εμέ θα υποταχθούν οι Φιλισταίοι.
10 Είν’ η Μωάβ λεκάνη όπου νίβομαι, και ρίχνω το σανδάλι μου στη χώρα του Εδώμ· πολεμική ιαχή ενάντια στων Φιλισταίων τη χώρα θ’ αλαλάξω».
11 τίς ἀπάξει με εἰς πόλιν περιοχῆς; ἢ τίς ὁδηγήσει με ἕως τῆς Ἰδουμαίας;
11 Αυτά είπες, Κυριε. Ποιός τώρα θα με φέρη νικητήν εις περιτειχισμένην πόλιν, όπως είναι η πρωτεύουσα της Ιδουμαίας; Ποιός θα με οδηγήση έως εις την χώραν τήίς Ιδουμαίας;
11 Ποιος θα με φέρει στην οχυρωμένη πόλη; και ποιος θα μ’ οδηγήσει ως την Εδώμ;
12 οὐχὶ σύ, ὁ Θεός, ὁ ἀπωσάμενος ἡμᾶς; καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν;
12 Συ, Κυριε, δεν θα είσαι ο οδηγός μου, συ ο οποίος προηγουμένως μας είχες απομακρύνει από κοντά σου; Συ ο Θεός μου δεν θα εξέλθης μαζή με τας στρατιωτικάς μας δυνάμεις, δια να μας οδηγήσης εις νίκας;
12 Ποιος άλλος από σένα, Θεέ, που μας απέρριψες, και που δε βγαίνεις πια στον πόλεμο, Θεέ, με τις στρατιές μας;
13 δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως, καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου.
13 Δος μας, λοιπόν, βοήθειαν εις την παρούσαν θλίψιν, διότι είναι μάταιον να περιμένωμεν σωτηρίαν και βοήθειαν από ανθρώπους.
13 Δώσ’ μας βοήθεια στον εχθρό ενάντια· είναι ανώφελη η ανθρώπινη βοήθεια.
14 ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν.
14 Με την βοήθειαν του Θεού θα ενεργήσωμεν με δύναμιν και θα νικήσωμεν. Και αυτός μόνος θα εκμηδενίση και θα εξευτελίση τους εχθρούς μας.
14 Με το Θεό μαζί μας θα κάνουμε σπουδαία κατορθώματα· εκείνος θα συντρίψει τους εχθρούς μας.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος στό Θεό, τόν Λυτρωτή.
α2 Εἰδική προσευχή γιά τόν ταξιδιώτη, τόν αἰχμάλωτο, τόν ἄρρωστο
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
Γιά ἐπίδειξη προθυμίας.
γ Γιά νά ταπεινώση ὁ Θεός τούς ἐχθρούς γιά ν' ἀλλάξουν τίς κακές των διαθέσεις.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"

ΨΑΛΜΟΣ 108

ΨΑΛΜΟΣ 108 - ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΕΠΕΜΒΕΙ

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ὁ Θεός, τὴν αἴνεσίν μου μὴ παρασιωπήσῃς,
1 Ω Θεέ μου, μη σιωπήσης εμπρός εις την προσευχήν, την οποίαν μετά δοξολογίας απευθύνω προς σέ.
1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ. Θεέ, που σ’ εξυμνώ, μη μένεις σιωπηλός!
2 ὅτι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἐπ᾿ ἐμὲ ἠνοίχθη, ἐλάλησαν κατ᾿ ἐμοῦ γλώσσῃ δολίᾳ
2 Διότι στόμα αμαρτωλού και δολίου ανθρώπου ηνοίχθη εναντίον μου. Ανδρες ασεβείς και πονηροί εστράφησαν εναντίον μου με δολίαν γλώσσαν.
2 Γιατί, το στόμα του ασεβή και του ύπουλου το στόμα μιλάνε εναντίον μου· με γλώσσα που λέει ψέματα μίλησαν για μένα.
3 καὶ λόγοις μίσους ἐκύκλωσάν με καὶ ἐπολέμησάν με δωρεάν.
3 Με περιεκύκλωσαν με λόγια μίσους και με πολεμούν χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν.
3 Με λόγια μίσους με κυκλώνουνε κι αναίτια με πολεμούν.
4 ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με, ἐγὼ δὲ προσηυχόμην·
4 Αντί να με αγαπούν δια την καλωσύνην μου, με συκοφαντούσαν· εγώ δε προσηυχόμην δι' αυτούς.
4 Ενώ εγώ τους αγαπώ, αντιδικούν μαζί μου, αλλά εγώ προσεύχομαι γι’ αυτούς.
5 καὶ ἔθεντο κατ᾿ ἐμοῦ κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ μῖσος ἀντὶ τῆς ἀγαπήσεώς μου.
5 Μου ανταπέδωσαν κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγάπης, που έτρεφα προς αυτούς.
5 Μου ανταποδίδουνε κακό για το καλό, αντί για την αγάπη μίσος.
6 κατάστησον ἐπ᾿ αὐτὸν ἁμαρτωλόν, καὶ διάβολος στήτω ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ·
6 Βαλε ασεβή και σκληρόν αυθέντην επάνω εις την κεφαλήν του κυρίως υπευθύνου δια την άδικον αυτήν καταφοράν και από τα δεξιά του ας σταθή διαβολικός κατήγορος.
6 Λένε: «Ας τον καταγγείλουμε ως ασεβή κι ας του ορίσουμε δολερό συνήγορο.
7 ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν ἐξέλθοι καταδεδικασμένος, καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν.
7 Οταν αυτός θα δικάζεται, είθε να εξέλθη καταδικασμένος και η προσευχή, την οποίαν εις την ώραν αυτήν της ανάγκης θα κάμη, ας καταλογισθή εις αυτόν ως αμαρτία και ας γίνη εις καταδίκην του.
7 Ώστε όταν θα δικάζεται, ένοχος να βρεθεί κι η προσευχή του να του λογιστεί αμαρτία.
8 γενηθήτωσαν αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος.
8 Αι ημέραι της ζωής του ας γίνουν ολίγαι και το αξίωμά του είθε να το πάρη άλλος.
8 Ας γίνουν λιγοστές οι μέρες του κι άλλος ας πάρει το αξίωμά του.
9 γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα·
9 Ορφανά και απροστάτευτα ας μείνουν τα παιδιά του, χήρα ας μείνει η γυναίκα του.
9 Ας γίνουν τα παιδιά του ορφανά κι η γυναίκα του χήρα.
10 σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπαιτησάτωσαν, ἐκβληθήτωσαν ἐκ τῶν οἰκοπέδων αὐτῶν.
10 Τα παιδιά του από τόπου εις τόπον μεταφερόμενα ας γίνουν επαίται. Ας εκδιωχθούν από τα κρημνισμένα σπίτια των.
10 Οι γιοι του ας πλανιούνται κι ας παρακαλούν, ας ζητιανεύουνε μακριά απ’ των σπιτιών τους τα ερείπια.
11 ἐξερευνησάτω δανειστὴς πάντα, ὅσα ὑπάρχει αὐτῷ, καὶ διαρπασάτωσαν ἀλλότριοι τοὺς πόνους αὐτοῦ·
11 Ο δανειστής ας ερευνήση και ας καταγράψη όλα όσα ανήκουν εις αυτόν, και ξένοι άνθρωποι ας διαρπάσουν τους κόπους των χειρών του.
11 Ας απαιτήσει ο δανειστής όλα τα υπάρχοντά του, και ξένοι ας αρπάζουνε το μόχθο του.
12 μὴ ὑπαρξάτω αὐτῷ ἀντιλήπτωρ, μηδὲ γενηθήτω οἰκτίρμων τοῖς ὀρφανοῖς αὐτοῦ·
12 Ας μη υπάρξη άνθρωπος να τον βοηθήση εις την συμφοράν του αυτήν, ούτε κανείς δια να λυπηθή τα ορφανά του.
12 Κανείς να μην του είναι στοργικός, κανένας σπλαχνικός για τα ορφανά του.
13 γενηθήτω τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς ἐξολόθρευσιν, ἐν γενεᾷ μιᾷ ἐξαλειφθείη τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
13 Ας εξολοθρευθούν τα παιδιά του, ώστε το όνομά του να σβήση, χωρίς να φθάση εις δεύτερον γενεάν τέκνων.
13 Οι απόγονοί του να ξολοθρευτούν, σε μια γενιά να σβήσει τ’ όνομά τους.
14 ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν πατέρων αὐτοῦ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς μητρὸς αὐτοῦ μὴ ἐξαλειφθείη·
14 Είθε να μείνουν ολοφάνεροι και αλησμόνητοι ενώπιον του Κυρίου, οχι μόνον αι ιδικαί του αμαρτίαι αλλά και αι αμαρτίαι των προγόνων του. Ας μη διαγραφούν όσα ημάρτησεν η μητέρα του, ώστε και δια τας προγονικάς παραβάσεις να τιμωρηθή εκ μέρους του Θεού.
14 Ας τη θυμάται ο Κύριος την ανομία των προγόνων του, η αμαρτία της μάνας του ας μην εξαλειφτεί.
15 γενηθήτωσαν ἐναντίον Κυρίου διαπαντός, καὶ ἐξολοθρευθείη ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν,
15 Ας παραμένουν πάντοτε ενώπιον του Κυρίου όλαι αυταί αι αμαρτίαι, δια να επισύρουν την θείαν οργήν, ώστε να εξολοθρευθή οπό τας κοινωνίας των ανθρώπων η μνήμη αυτού, με τους προγόνους και τους απογόνους του.
15 Να τα θυμάται όλ’ αυτά για πάντα ο Κύριος, μα η θύμηση των ίδιων από τη γη να εξαλειφθεί.
16 ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐμνήσθη ποιῆσαι ἔλεος καὶ κατεδίωξεν ἄνθρωπον πένητα καὶ πτωχὸν καὶ κατανενυγμένον τῇ καρδίᾳ τοῦ θανατῶσαι.
16 Διότι δεν εσκέφθη και δεν απεφάσισε να φανή εύσπλαγχνος, αλλά τουναντίον κατεδίωξεν άνθρωπον δυστυχή, πτωχόν, καταλυπημένον εις την καρδίαν, δια να τον εξοντώση.
16 Γιατί δε νοιάστηκε να δείξει έλεος, τον δύστυχο κατάτρεξε και τον φτωχό, τον ταλαιπωρημένο για να τον σκοτώσει.
17 καὶ ἠγάπησε κατάραν, καὶ ἥξει αὐτῷ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν εὐλογίαν, καὶ μακρυνθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
17 Ο εχθρός μου ηγάπησε την κατάραν, και θα πέση επάνω του αυτή. Δεν ηθέλησε την ευλογίαν και δια τούτο η ευλογία θα απομακρυνθή από αυτόν.
17 Να καταριέται του άρεσε· ας πέσει πάνω του η κατάρα. Την ευλογία δεν την ήθελε· ας φύγει μακριά απ’ αυτόν.
18 καὶ ἐνεδύσατο κατάραν ὡς ἱμάτιον, καὶ εἰσῆλθεν ὡσεὶ ὕδωρ εἰς τὰ ἔγκατα αὐτοῦ καὶ ὡσεὶ ἔλαιον ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτοῦ.
18 Ως άλλο ένδυμα εφόρεσε και έφερε μαζή του την κατάραν και αυτή εισήλθεν στο εσωτερικόν του, όπως το ύδωρ που πίνομεν, όπως το έλαιον που τρώγομεν και το οποίον εισέρχεται μέχρι των οστών.
18 Ντύθηκε την κατάρα όπως το ρούχο του· ας μπει αυτή μέσα του σαν το νερό και σαν το λάδι ας μείνει πάνω του.
19 γενηθήτω αὐτῷ ὡς ἱμάτιον, ὃ περιβάλλεται, καὶ ὡσεὶ ζώνη, ἣν διαπαντὸς περιζώννυται.
19 Η κατάρα ας γίνη δι' αυτόν, αφού το θέλει, ως ένδυμα, το οποίον φορεί, και ωσάν ζώνη, με την οποίαν πάντοτε είναι ζωσμένος.
19 Λοιπόν, ας μείνει πάνω του καθώς η φορεσιά που πάντα τον σκεπάζει κι όπως η ζώνη που πάντα του την περιζώνεται».
20 τοῦτο τὸ ἔργον τῶν ἐνδιαβαλλόντων με παρὰ Κυρίου καὶ τῶν λαλούντων πονηρὰ κατὰ τῆς ψυχῆς μου.
20 Αυτο είναι το τραγικόν κατάντημα εκ μέρους του Κυρίου εναντίον εκείνων γενικώς, οι οποίοι με συκοφαντούν και λαλούν πονηρά και παράνομα κατά της ψυχής μου.
20 Μ’ αυτή την τιμωρία πλήρωσέ τους, Κύριε, αυτούς που με κατηγορούν και με συκοφαντούνε.
21 καὶ σύ, Κύριε Κύριε, ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου. ῥῦσαί με,
21 Συ, Κυριέ μου Κυριε, ενέργησε κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να φανή, ότι είσαι πράγματι μαζή μου. Βοήθησέ με ένεκεν του Ονόματός σου, που εκφράζει έλεος και ευσπλαγχνίαν. Αγαθή και ευεργετική είναι η ευσπλαγχνία σου.
21 Εσύ, Κύριε, Θεέ, πράξε για μένα όπως αυτό που είσαι σου επιβάλλει· η καλοσύνη σου είναι τέλεια, γλίτωσέ με.
22 ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ, καὶ ἡ καρδία μου τετάρακται ἐντός μου.
22 Λυτρωσέ με, διότι εγώ είμαι πτωχός και ταλαιπωρημένος, και η καρδία μου έχει συγκλονισθή εντός μου.
22 Γιατί, εγώ είμαι φτωχός και πένητας, και πληγωμένη είναι μέσα μου η καρδιά μου.
23 ὡσεὶ σκιὰ ἐν τῷ ἐκκλῖναι αὐτὴν ἀντανῃρέθην, ἐξετινάχθην ὡσεὶ ἀκρίδες.
23 Οπως η σκια κατά την δύσιν του ηλίου κλίνει και σβήνει, έτσι και εγώ κινδυνεύω να χαθώ. Οπως αι ακρίδες εκτινάσσονται από τον σφοδρόν άνεμον, έτσι και εγώ τινάσσομαι και ωθούμαι από την δυστυχίαν μου.
23 Σαν τη σκιά που αποτραβιέται, λίγο λίγο χάνομαι, μ’ αποτινάξανε σαν να ’μουνα ακρίδα.
24 τὰ γόνατά μου ἠσθένησαν ἀπὸ νηστείας, καὶ ἡ σάρξ μου ἠλλοιώθη δι᾿ ἔλαιον.
24 Τα γόνατά μου από την πείναν και την ασιτίαν έχουν εξασθενήσει, όλη δε η εμφάνισίς μου έχει αλλοιωθή από την έλλειψιν λαδιού· έγινα αγνώριστος.
24 Τα γόνατά μου απ’ τη νηστεία τρέμουνε και το κορμί μου απόμεινε ισχνό.
25 κἀγὼ ἐγενήθην ὄνειδος αὐτοῖς· εἴδοσάν με, ἐσάλευσαν κεφαλὰς αὐτῶν.
25 Κατήντησα αντικείμενον χλευασμού και ύδρεων στους εχθρούς μου. Αυτοί με είδαν και ευχαριστήθησαν. Εκίνησαν εμπαικτικώς τας κεφαλάς των εναντίον μου.
25 Κι εγώ τους έγινα περίγελως· όταν με βλέπουνε κουνάνε το κεφάλι.
26 βοήθησόν μοι, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ σῶσόν με κατὰ τὸ ἔλεός σου.
26 Βοήθησέ με, λοιπόν, Κυριε και Θεέ μου, και σώσε με από τα χέρια αυτών, σύμφωνα με το αμέτρητον έλεός σου.
26 Βοήθησέ με, Κύριε, Θεέ μου, με την πολλή σου αγάπη σώσε με.
27 καὶ γνώτωσαν ὅτι ἡ χείρ σου αὕτη καὶ σύ, Κύριε, ἐποίησας αὐτήν.
27 Ας μάθουν ότι η σωτηρία μου είναι έργον της παντοδυνάμου δεξιάς σου. Συ επραγματοποίησες την λύτρωσίν μου.
27 Κι ας δουν σ’ αυτήν την πράξη σου τη δύναμή σου, και πως δικό σου έργο είναι, Κύριε.
28 καταράσονται αὐτοί, καὶ σὺ εὐλογήσεις· οἱ ἐπανιστάμενοί μοι αἰσχυνθήτωσαν, ὁ δὲ δοῦλός σου εὐφρανθήσεται.
28 Εκείνοι θα καταρώνται, συ όμως θα με ευλογής. Ετσι δε οι εχθροί, που επαναστατούν εναντίον μου, θα κατεντροπιασθούν και θα εξευτελισθούν, εγώ δε ο δούλός σου θα ευφρανθώ δια τας δωρεάς σου.
28 Κι αν καταριούνται αυτοί, εσύ θα μ’ ευλογείς· κι αν σηκωθούνε εναντίον μου, θα καταντροπιαστούνε, και θα χαρεί ο αφοσιωμένος σου.
29 ἐνδυσάσθωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντές με ἐντροπὴν καὶ περιβαλέσθωσαν ὡς διπλοΐδα αἰσχύνην αὐτῶν.
29 Οι συκοφάνται μου ας ενδυθούν ως μόνιμον ισοβιον ένδυμα την εντροπήν. Ας περιβληθούν μόνιμον την καταισχύνην, ωσάν πλατύν μανδύαν με πολλάς περιτυλίξεις.
29 Οι συκοφάντες μου ας ντυθούνε την ντροπή, και την αισχύνη τους καθώς μανδύα ας τη φορέσουν.
30 ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ σφόδρα ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἐν μέσῳ πολλῶν αἰνέσω αὐτόν,
30 Εγώ δε θα δοξολογήσω τον Κυριον με όλην μου την δύναμιν δια του στόματός μου. Εν μέσω πολλών άλλων θα υμνολογήσω αυτόν.
30 Τον Κύριο με τα λόγια μου πολύ θα τον δοξολογώ, και μες στο πλήθος ύμνους θα του ψάλλω.
31 ὅτι παρέστη ἐκ δεξιῶν πένητος τοῦ σῶσαι ἐκ τῶν καταδιωκόντων τὴν ψυχήν μου.
31 Διότι παρεστάθη βοηθός εκ δεξιών εμού του πτωχού, δια να σώση την ζωήν μου από εκείνους, που με καταδιώκουν.
31 Αυτός τον φτωχό τον παραστέκεται, για να τον σώζει από κείνους που τον καταδικάζουν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος στό Θεό.
α2 Γιά νά βροῦν προκοπή οἱ διστακτικοί ἄνθρωποι.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς σεληνιασμένους (ἐπιληπτικούς) ἤ γιά νά ἐλεήση τούς ψευδομάρτυρες νά μετανοήσουν.

ΨΑΛΜΟΣ 109

ΨΑΛΜΟΣ 109 - ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑΣ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
1 Είπεν ο Κυριος και Θεός μου προς τον Κυριον και Θεόν μου, προς τον Μεσσίαν· Καθησαι εις τα δεξιά του θρόνου μου και εγώ θα θέσω όλους τους εχθρούς σου ως υποπόδιον των ποδών σου.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Είπε στον Κύριό μου ο Κύριος: «Κάθισε στα δεξιά μου, ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ την εξουσία σου».
2 ῥάβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ σοι Κύριος ἐκ Σιών, καὶ κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου.
2 Και ο Δαυίδ λαβών την αποκάλυψιν αυτήν λέγει προς τον Μεσσίαν· Βασιλικήν ράβδον ακατανικήτου δυνάμεως θα χορηγήση εις σε ο Κυριος από την αγίαν Σιών. Κυριάρχησε, λοιπόν, και μένε κύριος και εξουσιαστής εν μέσω των εχθρών σου.
2 Απ’ τη Σιών θα στείλει ο Κύριος της εξουσίας σου το σκήπτρο· δέσποζε στους εχθρούς σου ανάμεσα.
3 μετὰ σοῦ ἡ ἀρχὴ ἐν ἡμέρᾳ τῆς δυνάμεώς σου ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου· ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε.
3 Μαζή σου, αναφαίρετος και προαιωνία, είναι η απόλυτος εξουσία και κυριαρχία, την οποίαν κυρίως κατά την ημέραν της επιφανείας σου θα εκδηλώσης εν μέσω της λαμπρότητος των αγίων, αγγέλων και ανθρώπων. Ο Θεός και Πατήρ λέγει προς τον Μεσσίαν· Από τους κόλπους μου, από την ιδίαν την ουσίαν μου, πριν από τον αυγερινόν και τα άλλα αστέρια, προαιωνίως και αϊδίως, σε έχω γεννήσει.
3 Σ’ ακολουθεί ο λαός σου εθελοντικά, όταν τους προσκαλείς ν’ αγωνιστούνε. Ομορφοστόλιστα σαν να ’ταν για την άγια γιορτή, δροσάτα καθώς της αυγής τ’ αγιάζι, τα παλικάρια σου τριγύρω σου συνάζονται.
4 ὤμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
4 Και ο Δαυίδ λέγει· Ο Κυριος ωρκίσθηκε και δεν πρόκειται να αλλάξη γνώμην. Συ, ο Μεσσίας είσαι αρχιερεύς στους αιώνας των αιώνων, κατά την τάξιν του Μελχισεδέκ.
4 Ο Κύριος τ’ ορκίστηκε και δε θ’ αλλάξει γνώμη: Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ.
5 Κύριος ἐκ δεξιῶν σου συνέθλασεν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς αὐτοῦ βασιλεῖς·
5 Ο Κυριος, ο συμπαραστάτης και βοηθός σου εκ δεξιών σου, θα συντρίψη κατά την ημέραν της οργής του τους βασιλείς της γης, που θα πάρουν εχθρικήν στάσιν απέναντί σου.
5 Ο Κύριος σου παραστέκεται· συντρίβει βασιλιάδες τη μέρα που θα οργιστεί.
6 κρινεῖ ἐν τοῖς ἔθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλὰς ἐπὶ γῆς πολλῶν.
6 Θα κρίνη και θα καταδικάση όλα τα αμαρτωλά και ασεβή έθνη, θα γεμίση με πτώματα την οικουμένην, θα συντρίψη τας κεφαλάς πολλών αρχόντων της γης.
6 Δικάζει ανάμεσα στα έθνη, γεμίζει πτώματα τη γη· τους αρχηγούς συντρίβει πολλών χωρών.
7 ἐκ χειμάῤῥου ἐν ὁδῷ πίεται· διὰ τοῦτο ὑψώσει κεφαλήν.
7 Ο Μεσσίας αγωνιζόμενος υπέρ του λαού του θα πίη με απλότητα νερό από τον χείμαρρον. Δια δε την κακοπάθειάν του αυτήν και την ταπείνωσιν θα τον αναδείξη και θα τον δοξάση ο Κυριος.
7 Καθώς πορεύεται θα πιει απ’ το ποτάμι κι απ’ αυτό δύναμη θα ξαναβρεί.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Κραυγή γιά ἐκδίκηση.
α2 Γιά τούς αχάριστους πού μέ τά ἔργα τους καί τά λόγια τους ἀδικοῦν τούς εὐεργέτες τους
γ Γιά νά ἔχουν σεβασμό οἱ νεώτεροι στούς μεγαλυτέρους.
θ "Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 110

ΨΑΛΜΟΣ 110 - ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐν βουλῇ εὐθέων καὶ συναγωγῇ.
1 Θα σε δοξολογήσω, Κυριε, με όλην μου την ψυχήν εν μέσω εκλεκτών και εναρέτων ανθρώπων, αλλά και εις πολυπληθή σύναξιν πιστών.
1 Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Τον Κύριο θα δοξολογήσω μ’ όλη μου την καρδιά, μες στων πιστών του τη συνάθροιση.
2 μεγάλα τὰ ἔργα Κυρίου, ἐξεζητημένα εἰς πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ·
2 Μεγάλα και αξιοθαύμαστα είναι τα έργα του Κυρίου· ωλοκληρωμένα λεπτομερώς με κάθε σοφίαν και αγαθότητα, σύμφωνα με το σοφόν και αγαθόν θέλημά του.
2 Μεγάλα του Κυρίου τα έργα! Όλοι τα μελετούν, όσοι σ’ αυτά βρίσκουνε τη χαρά τους.
3 ἐξομολόγησις καὶ μεγαλοπρέπεια τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
3 Το κάθε έργον του είναι μαρτυρία και διακήρυξις της δόξης και της μεγαλοπρεπείας του. Η δικαιοσύνη του παραμένει λαμπρά και αναλλοίωτος στους αιώνας των αιώνων.
3 Δόξα και μεγαλείο το έργο του, και η δικαιοσύνη του μένει για πάντα.
4 μνείαν ἐποιήσατο τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ὁ Κύριος·
4 Ο Κυριος διέταξε τους γονείς να ενθυμούνται οι ίδιοι, να διδάσκουν δε και εις τα παιδιά των τα θαυμάσια αυτού έργα. Ο Κυριος, ο οποίος έκαμε τα εξαίρετα αυτά έργα, είναι σπλαγχνικός και οικτίρμων.
4 Τα έκανε άξια να μνημονεύονται τα θαυμαστά του έργα· έχει αγάπη κι είναι σπλαχνικός ο Κύριος.
5 τροφὴν ἔδωκε τοῖς φοβουμένοις αὐτόν, μνησθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα διαθήκης αὐτοῦ.
5 Αυτός έδωσε τροφήν το μάνα στους σεβομένους το Ονομά του. Θα ενθυμήται πάντοτε την διαθήκην του, δια της οποίας υπεσχέθη να προστατεύη τον λαόν του.
5 Σ’ όσους τον σέβονται έδωσε τροφή, τη διαθήκη του για πάντα τη θυμάται.
6 ἰσχὺν ἔργων αὐτοῦ ἀνήγγειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ τοῦ δοῦναι αὐτοῖς κληρονομίαν ἐθνῶν.
6 Την δύναμιν των μεγάλων και καταπληκτικών έργων του ανήγγειλε και κατέστησε γνωστήν στον λαόν του, με το να δώση εις αυτόν κληρονομίαν τα ειδωλολατρικά έθνη, την χώραν της Παλαιστίνης.
6 Τη δύναμη των έργων του έδειξε στο λαό του, δίνοντάς τους τη χώρα των ειδωλολατρών.
7 ἔργα χειρῶν αὐτοῦ ἀλήθεια καὶ κρίσις· πισταὶ πᾶσαι αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ,
7 Τα έργα των χειρών του διακηρύττουν πάντοτε την φιλαλήθειάν του, την πιστότητά του, την δικαιοκρισίαν του. Αξιόπιστοι και ασάλευτοι είναι όλαι αι εντολαί του,
7 Όλα όσα κάνει ο Κύριος είν’ έργα αξιοπιστίας και δίκαιης κρίσης· όλες οι εντολές του αμετάβλητες,
8 ἐστηριγμέναι εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, πεποιημέναι ἐν ἀληθείᾳ καὶ εὐθύτητι.
8 θεμελιωμέναι και ακλόνητοι στον αιώνα του αιώνος. Είναι θεσπισμέναι και περιέχουν αλήθειαν και ευθύτητα, χωρίς ίχνος ψεύδους και ιδιοτελείας.
8 σταθερές σ’ όλους τους αιώνες, για να τηρούνται με πιστότητα κι ευθύτητα.
9 λύτρωσιν ἀπέστειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἐνετείλατο εἰς τὸν αἰῶνα διαθήκην αὐτοῦ· ἅγιον καὶ φοβερὸν τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
9 Λυτρωσιν, απελευθέρωσιν από την σκληράν δουλείαν των Αιγυπτίων, έστειλεν ο Κυριος στον λαόν του. Εδωσεν επί του όρους Σινά τον αιώνιον Νομον του. Αγιον και σεβαστόν είναι πάντοτε το Ονομά του.
9 Λύτρωση στο λαό του έστειλε, τη διαθήκη του την όρισε αιώνια· άγια είναι η ύπαρξή του και φοβερή.
10 ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτήν. ἡ αἴνεσις αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
10 Αρχή και θεμέλιον της πραγματικής σοφίας είναι η ευλάβεια και ο σεβασμός προς τον Κυριον, η δε σύνεσις είναι ωφέλιμος μόνον εις εκείνους, οι οποίοι την εφαρμόζουν και ζουν σύμφωνα με αυτήν. Η δοξολογία προς τον Κυριον μένει και πρέπει να μένη εις πάντας τους αιώνας.
10 Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο· κι όλοι αυτοί που τη βιώνουν έχουν τη σωστή κρίση. Η εξύμνηση του Κυρίου μένει παντοτινά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Βασιλιᾶς καί ἱερέας γιά πάντα".
α2 Εὐχαριστήριος γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων .
Διαβάζεται κάθε Κυριακή.
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄδικοι κριταί καί νά κρίνουν δίκαια τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
ε "Εὐχαριστήριος ψ.".
ζ Ἀναφαίρεται στή δικαιοσύνη καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 91

ΨΑΛΜΟΣ 91 - ΕΣΥ, ΚΥΡΙΕ, ΠΑΡΑΜΕΝΕΙΣ Ο ΜΟΝΟΣ ΥΨΙΣΤΟΣ ΘΕΟΣ

1 Ψαλμὸς ᾠδῆς, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου.
1 -
1 Ψαλμός, ωδή για την ημέρα του Σαββάτου.
2 Ἀγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε,
2 Ευχαριστον και ωφέλιμον είναι, εις εμέ να δοξάζω σε τον Κυριον και να υμνολογώ το πάντιμον όνομά σου, ω Υψιστε.
2 Είναι καλό να σ’ εξυμνούνε, Κύριε, και μουσική να παίζουνε για σένα, Ύψιστε!
3 τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα
3 Να διαλαλώ ημέραν και νύκτα την ευσπλαγχνίαν σου, την φιλαλήθειάν σου και την αξιοπιστίαν σου εις τας υποσχέσεις σου.
3 Απ’ το πρωί να διαλαλούν την ευσπλαχνία σου και την πιστότητά σου όλη τη νύχτα,
4 ἐν δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾿ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ.
4 Με ψαλτήριον δεκάχορδον, με άσμα το οποίον θα το συνοδεύη η κιθάρα,
4 με λύρα και με όργανο δεκάχορδο, με άσματα και με κιθάρα.
5 ὅτι εὔφρανάς με, Κύριε, ἐν τοῖς ποιήμασί σου, καὶ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου ἀγαλλιάσομαι.
5 διότι συ, Κυριε, μου δίδεις χαράν και ευφροσύνην, με γεμίζεις αγαλλίασιν με τα θαυμαστά έργα των χειρών σου.
5 Με τα έργα σου χαρά μου ’δωσες, Κύριε· θ’ αγάλλομαι για όσα έχεις φτιάξει.
6 ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε· σφόδρα ἐβαθύνθησαν οἱ διαλογισμοί σου.
6 Ποσον μεγαλειώδη και αξιοθαύμαστα είναι, Κυριε, τα έργα σου! Βαθείς και ανεξερεύνητοι είναι οι διαλογισμοί σου και αι αποφάσεις σου.
6 Πόσο μεγάλα, Κύριε, τα έργα σου! Πολύ βαθιές οι σκέψεις σου!
7 ἀνὴρ ἄφρων οὐ γνώσεται, καὶ ἀσύνετος οὐ συνήσει ταῦτα.
7 Ανθρωπος όμως, τον οποίον ο αμαρτωλός βίος έκαμεν άφρονα, δεν ημπορεί να γνωρίση τα θαυμάσια αυτά έργα σου. Και ασύνετος, εξ αιτίας του σκοτισμού της αμαρτίας, δεν είναι εις θέσιν να τα κατανοήση.
7 Ο άνθρωπος ο ανόητος δεν τις γνωρίζει· και ο μωρός δεν τις αντιλαμβάνεται.
8 ἐν τῷ ἀνατεῖλαι ἁμαρτωλοὺς ὡσεὶ χόρτον καὶ διέκυψαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
8 Οι ασύνετοι αμαρτωλοί φυτρώνουν ταχέως και αυξάνουν και ανθοφορούν, ωσάν τον χόρτον. Ολοι οι εργάται της ανομίας σηκώνουν την κεφαλήν και υψώνονται· ματαίως όμως, διότι το κατάντημά των θα είναι ο αιώνιος όλεθρος.
8 Ψηλώνουν οι ασεβείς σαν το χορτάρι, κι ανθίζουν όλοι οι δράστες της παρανομίας, μα θα εξαφανιστούν για πάντα.
9 σὺ δὲ Ὕψιστος εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε·
9 Συ όμως, Κυριε, παραμένεις ο μόνος Υψιστος Θεός στους αιώνας των αιώνων.
9 Κι εσύ ύψιστος μένεις στον αιώνα, Κύριε.
10 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἀπολοῦνται, καὶ διασκορπισθήσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν,
10 Ιδού, οι εχθροί σου, Κυριε, το πιστεύω και το διακηρύττω, ιδού οι εχθροί σου οπωσδήποτε θα καταστραφούν και θα διασκορπισθούν ανά τα διάφορα σημεία όλοι, όσοι εργάζονται την ανομίαν.
10 Κι όσο για τους εχθρούς σου, Κύριε, αυτοί όλοι θα καταστραφούν· και θα διασκορπιστούνε όλοι της ανομίας οι δράστες.
11 καὶ ὑψωθήσεται ὡς μονοκέρωτος τὸ κέρας μου καὶ τὸ γῆράς μου ἐν ἐλαίῳ πίονι·
11 Εξ αντιθέτου η ιδική μου όμως δύναμις θα υψωθή, θα ενισχυθή, όπως του ισχυρού μονρκέρωτος, και τα γηράματά μου, χάρις εις τας ιδικάς σου δωρεάς, θα είναι θαλερά, όπως το σώμα που αλείφεται με παχύ έλαιον.
11 Μ’ έκανες δυνατό σαν αγριοβούβαλο· μ’ έχρισες με καινούριο λάδι.
12 καὶ ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου, καὶ ἐν τοῖς ἐπανισταμένοις ἐπ᾿ ἐμὲ πονηρευομένοις ἀκούσεται τὸ οὖς μου.
12 Το μάτι μου θα ιδή με δικαίαν ικανοποίησιν τον όλεθρον των εχθρών μου και το αυτί μου θα ακούση την τιμωρίαν των πονηρών εχθρών μου, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
12 Τα μάτια μου βλέπουν την πτώση των εχθρών μου· της ανομίας τους δράστες θ’ ακούω που θα υποφέρουν, αυτούς που εναντίον μου με μοχθηρία στραφήκαν.
13 δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, ὡσεὶ ἡ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
13 Ομως ο δίκαιος άνθρωπος θα ανθίζη πάντοτε, όπως ο φοίνιξ· θα αυξηθή και θα πληθυνθή, όπως τα κέδρα του Λιβάνου.
13 Ο δίκαιος θα φουντώσει σαν το φοίνικα· σαν κέδρος του Λιβάνου θα ψηλώνει.
14 πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν·
14 Φυτευμένοι οι δίκαιοι στον οίκον του Κυρίου, εις τας ιεράς αυλάς του Θεού μου, θα ανθίζουν και θα καρποφορούν τας αρετάς.
14 Σαν τα φυτά στον οίκο του Κυρίου, που στου Θεού μας τις αυλές ανθούν.
15 ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται τοῦ ἀναγγεῖλαι
15 Και στο βαθύ ακόμη γήρας των θα προκόπτουν εις αρετήν και καλά έργα, θα είναι θαλεροί και ακμαίοι, δια να αναγγέλλουν πάντοτε τα μεγαλεία του Θεού.
15 Καρπό θα δίνει ως τα γηρατειά, θα ’ναι ακμαίος κι αγέραστος,
16 ὅτι εὐθὴς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ.
16 Διότι ο Κυριος ο Θεός μας είναι δίκαιος και ευθύς και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αδικία.
16 για να διακηρύττει: «Ο Κύριος είναι δίκαιος, είναι το φρούριό μου, και σ’ αυτόν δε βρίσκεται αδικία καμιά».

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἐμπιστέψου τόν Θεό καί μεῖνε ἥσυχος.
α2 Γιά τόν πονοκέφαλο καί ἄλλους σωματικούς πόνους.
Γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἡ γυναίκα κατά τήν ἐγκυμοσύνη.
Γιά ὅσους δέν βγαίνει ἡ ψυχή, (ψυχορραγοῦν).
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθης.
Νά ὑμνήσης τόν Θεό τό Σάββατο.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός σύνεση στούς ἀνθρώπους καί νά προκόβουν πνευματικά.
στ Βραδυνή προσευχή πρός τόν Κύριο.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 93

ΨΑΛΜΟΣ 93 - Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, τετράδι σαββάτου.

1 Θεὸς ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαῤῥησιάσατο.
1 Ο Θεός και Κυριος είναι ο δίκαιος κριτής, ο τιμωρών τον κακόν, βραβεύων και περιφρουρών τον δίκαιον. Ο Θεός των δικαίων αποφάσεων κατέστησε και καθιστά πάντοτε ολοφάνερον την παρουσίαν του.
1 Κύριε, Θεέ ανταποδόσεων, ανταποδόσεων Θεέ, εμφανίσου.
2 ὑψώθητι ὁ κρίνων τὴν γῆν, ἀπόδος ἀνταπόδοσιν τοῖς ὑπερηφάνοις.
2 Συ, ο κριτής της οικουμένης, υψώθητι υπεράνω από όλους, δίκασε, δώσε την πρέπουσαν ανταπόδοσιν στους υπερηφάνους.
2 Ορθώσου εσύ, κριτή της γης, του αλαζόνα το έργο ανταπόδωσε.
3 ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται,
3 Διότι έως πότε, Κυριε, οι αμετανόητοι ασεβείς, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα αλαζονεύωνται και θα καυχώνται;
3 Ως πότε, Κύριε, οι ασεβείς, ως πότε οι ασεβείς θα θριαμβεύουν;
4 φθέγξονται καὶ λαλήσουσιν ἀδικίαν, λαλήσουσι πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν;
4 Εως πότε με κομπασμόν και αναίδειαν θα αποφαίνωνται; Θα λαλούν και θα υποστηρίζουν την αδικίαν; Εως πότε με τα αδιάκριτα στόματα θα διαφημίζουν οι εργαζόμενοι την ανομίαν τας αδικίας των;
4 Ως πότε θα μιλούν με θράσος, θα φλυαρούν; ως πότε θα καυχιούνται όλοι της ανομίας οι δράστες;
5 τὸν λαόν σου, Κύριε, ἐταπείνωσαν καὶ τὴν κληρονομίαν σου ἐκάκωσαν,
5 Αυτοί τον ιδικόν σου λαόν τον εξηυτέλισαν, την ιδικήν σου κληρονομίαν την εκακοποίησαν,
5 Τσακίζουν, Κύριε, το λαό σου, καταπιέζουνε εκείνους που σου ανήκουν.
6 χήραν καὶ ὀρφανὸν ἀπέκτειναν, καὶ προσήλυτον ἐφόνευσαν
6 διότι την χήραν και το ορφανόν εθανάτωσαν και τους προσηλύτους εφόνευσαν.
6 Χήρες και ξένους εξοντώνουν, και τα ορφανά δολοφονούν.
7 καὶ εἶπαν· οὐκ ὄψεται Κύριος, οὐδὲ συνήσει ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.
7 Και είπαν· Δεν θα ίδη ο Κυριος τα εγκλήματά μας. Ο Θεός των απογόνων του Ιακώβ δεν θα εννοήση, τι ημείς διαπράττομεν.
7 Λένε: «Δε βλέπει ο Κύριος· τίποτα δεν καταλαβαίνει ο Θεός του Ιακώβ».
8 σύνετε δή, ἄφρονες ἐν τῷ λαῷ· καί, μωροί, ποτὲ φρονήσατε.
8 Ω άφρονες ασεβείς μεταξύ του λαού τούτου, συνετισθήτε λοιπόν. Σεις οι μωροί βάλετε επί τέλους μυαλό και γνώσιν.
8 Οι αλόγιστοι μες στο λαό εννοήστε, κι εσείς ανόητοι, πότε θα βρείτε σύνεση;
9 ὁ φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει; ἢ ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ;
9 Αυτός, ο οποίος εφύτευσεν εις την κεφαλήν μας το αυτί, δεν ακούει; Αυτός, ο οποίος έπλασε τον οφθαλμόν, ώστε να βλέπωμεν, δεν βλέπει και δεν εννοεί τι συμβαίνει;
9 Αυτός που την ακοή δίνει, μπορεί να μην ακούει; ή αυτός, που τα μάτια έφτιαξε, γίνεται να μη βλέπει;
10 ὁ παιδεύων ἔθνη οὐχὶ ἐλέγξει; ὁ διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν;
10 Αυτός, που παιδαγωγικώς ανέκαθεν τιμωρεί τα αμαρτάνοντα ειδωλολατρικά έθνη, δεν θα ελέγξη και τον ισραηλιτικόν λαόν; Εκείνος, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους την γνώσιν, είναι δυνατόν να μη έχη γνώσιν των όσων συμβαίνουν;
10 Αυτός, που τους ειδωλολάτρες διαπαιδαγωγεί, γίνεται να μην τιμωρεί; εκείνος που τον άνθρωπο διδάσκει, πώς θα ’ταν δυνατό να μη γνωρίζει;
11 Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι.
11 Ο Κυριος γνωρίζει ότι οι συλλογισμοί και αι αποφάσεις των ανθρώπων είναι πλανημέναι, μωραί και αμαρτωλαί.
11 Ο Κύριος γνωρίζει τις σκέψεις του ανθρώπου, ξέρει πόσο είναι μηδαμινές.
12 μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὃν ἂν παιδεύσῃς, Κύριε, καὶ ἐκ τοῦ νόμου σου διδάξῃς αὐτὸν
12 Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον συ, Κυριε, θα παιδαγωγήσης, και θα τον διδάξη το Νομου σου,
12 Μακάριος είν’ ο άνθρωπος, που τον διορθώνεις, Κύριε, και τον διδάσκεις με το νόμο σου!
13 τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ᾿ ἡμερῶν πονηρῶν, ἕως οὗ ὀρυγῇ τῷ ἁμαρτωλῷ βόθρος.
13 ώστε να μένη ήρεμος και ατάραχος κατά τας ημέρας των δοκιμασιών, που του παρασκευάζει ο αμαρτωλός, έως ότου ανοιχθή βαθύς ο τάφος και καταπίη και εξαφανίση τον αμαρτωλόν.
13 Έτσι του δίνεις ανακούφιση στης συμφοράς τις μέρες, ωσότου ανοίξει ο τάφος του ασεβή.
14 ὅτι οὐκ ἀπώσεται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ οὐκ ἐγκαταλείψει,
14 Διότι ο Κυριος δεν θα απωθήση ποτέ τον λαόν του και δεν θα εγκαταλείψη την κληρονομίαν του,
14 Δεν αποδιώχνει ο Κύριος το λαό του, και δεν εγκαταλείπει τους δικούς του.
15 ἕως οὗ δικαιοσύνη ἐπιστρέψῃ εἰς κρίσιν καὶ ἐχόμενοι αὐτῆς πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. (διάψαλμα).
15 μέχρις ότου αποκατασταθή και θεμελιωθή η δικαιοσύνη. Μαζή δέ με αυτόν θα αποκατασταθούν όλοι οι ευθείς κατά την καρδίαν άνθρωποι.
15 Γιατί σύμφωνα με το δίκαιο θα βγαίνουν οι αποφάσεις, κι αυτό θ’ ακολουθούν όλοι οι έντιμοι. (Διάψαλμα)
16 τίς ἀναστήσεταί μοι ἐπὶ πονηρευομένοις; ἢ τίς συμπαραστήσεταί μοι ἐπὶ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν;
16 Ποιός θα σηκωθή και θα αναλάβη την υπεράσπισίν μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται και θέλουν πονηρά κατ' εμού; Μονον ο Θεός. Ποιός θα είναι ο συμπαραστάτης και βοηθός μου εναντίον των ανθρώπων, που εργάζονται την παρανομίαν;
16 Ποιος θα μου συμπαρασταθεί ενάντια στους κακούς; και ποιος θα με υπερασπιστεί ενάντια στης ανομίας τους δράστες;
17 εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἐβοήθησέ μοι, παρὰ βραχὺ παρῴκησε τῷ ᾅδῃ ἡ ψυχή μου.
17 Εάν ο Κυριος κατά το παρελθόν δεν με βοηθούσε, η ψυχή μου ολίγον ακόμη και θα κατέβαινεν στον άδην.
17 Αν δεν μου ’δινες, Κύριε, βοήθεια, ακόμη λίγο κι η ψυχή μου θα ’ταν μες στου θανάτου τη σιωπή.
18 εἰ ἔλεγον· σεσάλευται ὁ πούς μου, τὸ ἔλεός σου, Κύριε, ἐβοήθει μοι.
18 Καθε φορά, που φοβισμένος έλεγα προς σέ, Κυριε· “Κλονίζονται τα πόδια μου”, η ευσπλαγχνία σου με βοηθούσε αμέσως.
18 Την ώρα που έλεγα: «Κλονίστηκαν τα βήματά μου», το έλεός σου, Κύριε, με στήριζε.
19 Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου.
19 Κυριε, ανάλογοι με το πλήθος και την δριμύτητα των οδυνών, αι οποίαι κατεξέσχιζον την καρδίαν μου, ήσαν και αι παρηγορίαι σου, αι οποίαι έδιναν ευφροσύνην και χαράν εις την ψυχήν μου.
19 Όταν πολύ ήταν το άγχος μέσα μου, οι παρηγόριες σου απαλαίναν την ψυχή μου.
20 μὴ συμπροσέστω σοι θρόνος ἀνομίας, ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα.
20 Παράνομος βασιλικός θρόνος η άδικον δικαστικόν βήμα, που υποστηρίζουν αδικίας και εν ονόματι τάχα του νόμου ασκούν καταπιέσεις επί των ανθρώπων, ας μη έχουν καμμίαν ποτέ σχέσιν προς σέ.
20 Γίνεται να ’χουν σύμμαχο εσένα οι διεφθαρμένοι δικαστές; μπορούν να προκαλούν τη δυστυχία, ενάντια στο νόμο σου;
21 θηρεύσουσιν ἐπὶ ψυχὴν δικαίου καὶ αἷμα ἀθῷον καταδικάσονται.
21 Αυτοί, που κάθονται επάνω εις τέτοιους θρόνους και εις τέτοια παράνομα βήματα, θηρεύουν ως ιδικήν των λείαν την ζωήν του δικαίου ανθρώπου και καταδικάζουν τον αθώον.
21 Ορμούν αυτοί ενάντια στου δικαίου τη ζωή και τον αθώο σε θάνατο καταδικάζουν.
22 καὶ ἐγένετό μοι Κύριος εἰς καταφυγὴν καὶ ὁ Θεός μου εἰς βοηθὸν ἐλπίδος μου·
22 Ο Κυριος υπήρξε και υπάρχει δι' εμέ το καταφύγιόν μου. Ο Θεός μου δίδει βέβαιον την ελπίδα ότι είναι και θα είναι βοηθός μου.
22 Αλλά εσύ έγινες, Κύριε, προστασία μου· κι εσύ, Θεέ μου, φρούριο καταφυγής μου.
23 καὶ ἀποδώσει αὐτοῖς Κύριος τὴν ἀνομίαν αὐτῶν, καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν αὐτῶν ἀφανιεῖ αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός.
23 Εις τους αμαρτωλούς όμως ο Κυριος θα ανταποδώση σύμφωνα με τας παρανομίας των, εξ αιτίας των κακιών των θα τους εξαφανίση από το πρόσωπον της γης.
23 Θα τους ανταποδώσεις την ανομία τους· για την κακία τους θα τους εξαφανίσεις· εσύ θα τους εξαφανίσεις, Κύριε, Θεέ μας!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Ὁ Κύριος βασιλεύει".
α2 Γιά νά χαρίση φώτιση ὁ Θεός.
β Νά αἰνέσης τόν Κύριο τήν Παρασκευή.
Γιά νά ὑμνῆς τόν Θεό.
γ Γιά νάφωτίση ὁ Θεός τούς ἄτακτους ἀνθρώπους πού δημιουργοῦν προβλήματα στό ἔθνος καί ἀναστατώνουν τόν λαό καί ταλειπωροῦν μέ ἀκαταστασίες καί φαγωμάρες.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 94

ΨΑΛΜΟΣ 94 - ΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΟΥΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ.

1 Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν·
1 Ελάτε, ας γεμίση η καρδία μας από αγαλλίασιν και χαράν δια τον Κυριον μας. Ας αλαλάξωμεν γεμάτοι ενθουσιασμόν προς τον Κυριον και τον σωτήρα μας.
1 Ελάτε, ας δοξολογήσουμε τον Κύριο! Ας αλαλάξουμε στης σωτηρίας μας το βράχο!
2 προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ.
2 Χωρίς αναβολήν ας σπεύσωμεν ενώπιόν του με δοξολογίας· με ψαλμούς ας τον δοξολογήσωμεν,
2 Μ’ ευχαριστία ας παρουσιαστούμε μπρος του, ας αλαλάξουμε σ’ εκείνον με ψαλμούς!
3 ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν·
3 διότι ο Κυριος αυτός είναι Θεός μέγας, μέγας βασιλεύς επί ολοκλήρου της γης.
3 Γιατ’ είναι μέγας ο Θεός, ο Κύριος· και βασιλιάς υπέρτατος πάνω απ’ όλους τους θεούς.
4 ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν·
4 Εις τα παντοδύναμα χέρια του ευρίσκεται όλη η γη μέχρι και των περάτων αυτής. Αι πανύψηλοι κορυφαί των ορέων είναι ιδικαί του.
4 Στην εξουσία του είναι της γης τα θέμελα και των βουνών οι κορυφές δικές του·
5 ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα, καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν.
5 Ιδική του είναι η θάλασσα, διότι αυτός την έκαμε. Τα χέρια του επίσης έπλασαν την ξηράν.
5 δική του η θάλασσα· αυτός την έκανε, και την ξηρά τα χέρια του την πλάσαν.
6 δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς·
6 Ελάτε, ας προσκυνήσωμεν αυτόν με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του, και με συντριβήν δια τας αμαρτίας μας ας πέσωμεν ενώπιον του· ας κλαύσωμεν εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου ο οποίος μας έχει δημιουργήσει.
6 Ελάτε, ας προσπέσουμε κι ας κλίνουμε τα γόνατα σ’ αυτόν! Ας γονατίσουμε μπροστά στον Κύριο το δημιουργό μας!
7 ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς νομῆς αὐτοῦ καὶ πρόβατα χειρὸς αὐτοῦ.
7 Αυτός είναι ο Θεός μας και ημείς είμεθα ο λαός, τον οποίον με στοργήν διατρέφει και προστατεύει. Είμεθα τα πρόβατά του, που τα καθοδηγεί με το στοργικόν παντοδύναμον χέρι του.
7 Γιατί αυτός είν’ ο Θεός μας, κι εμείς της έγνοιας του λαός, τα πρόβατα που τα οδηγεί το χέρι του. Σήμερα δώστε προσοχή, ακούστε τη φωνή του:
8 σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ,
8 Σημερον, που τον καθένα μας καλεί εις δρόμους σωτηρίας, είθε να ακούσετε την πατρικήν φωνήν του, η οποία μας λέγει· Μη κάνετε σκληράς και ανυποτάκτους τας καρδίας σας, όπως έγινε κατά τον καιρόν, που με κατεπίκραναν οι πρόγονοί σας, την ημέραν κατά την οποίαν με επροκάλεσαν εις την έρημον.
8 «Μην κλείσετε με πείσμα την καρδιά σας» –λέει ο Κύριος– «όπως οι πρόγονοί σας στη Μεριβά, όπως τη μέρα της Μασσά στην έρημο,
9 οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου.
9 Εκεί οι προπάτορές σας έθεσαν εις πειρασμόν, έθεσαν υπό δοκιμήν την δύναμίν μου, αν και τόσας και τόσας φοράς προηγουμένως είχον ίδει τα έργα μου.
9 όταν με προκαλέσανε οι πρόγονοί σας, με δοκιμάσαν κι είδανε τα έργα μου.
10 τεσσαράκοντα ἔτη προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπα· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου,
10 Επί τεσσαράκοντα έτη εβαρέθηκα, αλλά και ηνέχθην, την γενεάν εκείνην και είπα· πάντοτε αυτοί πλανώνται με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της πονηράς καρδίας των. Αυτοί δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους δρόμους της παιδαγωγίας και σωτηρίας, που εγώ τους ήνοιγα.
10 Σαράντα χρόνια αντιπαθούσα εκείνη τη γενιά· κι είπα: Αυτοί είναι λαός με φρόνημα ασταθές· και δε γνωρίσανε το θέλημά μου.
11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου· εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου.
11 Τοσον πολύ εσκληρύνθησαν εις την αμαρτωλήν των πλάνην, ώστε, όταν εθύμωσα εναντίον των, ωρκίσθηκα και είπα· Οχι, δεν θα εισέλθουν εις την γην της αναπαύσεως, εις την γην, που υπεσχέθην εγώ στους προγόνους των.
11 Έτσι, μες στην οργή μου ορκίστηκα: Στη χώρα δε θα μπούνε που τους έδωσα για ν’ αναπαυτούν».

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι ἄνθρωποι.
Νά σταματήσει ὁ Θεός αὐτούς πού πηγαίνουν στούς μάγους γιά νά βλάπτουν ἄλλους ἀνθρώπους.
β Γιά νά ὑμνῆς τόν Θεό σέ ἑορτάσιμη ἡμέρα.
Προτροπή γιά ἀνδρεία.
γ Γιά νά μή πλησιάζουν μάγια στά ἀνδρόγυνα, καί δημιουργοῦνται θέματα καί προστριβές.
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 95

ΨΑΛΜΟΣ 95 - ΥΜΝΟΣ ΝΕΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ

Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ, ὅτι ὁ οἶκος ᾠκοδόμητο μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν· ἀνεπίγραφος παρ' Ἑβραίοις.

1 Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ·
1 Ψαλατε προς τον Κυριον νέον ύμνον, ψάλατε όλοι μαζή οι κάτοικοι της γης.
1 Όταν χτιζόταν ο ναός ύστερα απ’ την αιχμαλωσία. Άσμα του Δαβίδ Ψάλτε στον Κύριο ύμνο νέο! Ψάλτε στον Κύριο, ολόκληρη η γη!
2 ᾄσατε τῷ Κυρίῳ· εὐλογήσατε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, εὐαγγελίζεσθε ἡμέραν ἐξ ἡμέρας τὸ σωτήριον αὐτοῦ·
2 Ψαλατε στον Κυριον. Δοξολογήσατε το όνομα αυτού, με χαράν μεγάλην κάθε ημέραν να διακηρύττετε συνεχώς την χαρμόσυνον αγγελίαν της σωτηρίας, που μας έστειλε.
2 Ψάλτε στον Κύριο, ευλογήστε τ’ όνομά του, κηρύξτε κάθε μέρα τη σωτηρία του!
3 ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τὰ θαυμάσια αὐτοῦ.
3 Διαλαλήσατε μεταξύ των εθνικών λαών την μεγαλοπρέπειάν του. Αναγγείλατε εις όλους τους λαούς τα θαυμαστά του έργα.
3 Ιστορήστε τη δόξα του στους ειδωλολάτρες, στους λαούς όλους τα έργα του τα θαυμαστά!
4 ὅτι μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα, φοβερός ἐστιν ὑπὲρ πάντας τοὺς θεούς·
4 Διότι είναι μέγας ο Κυριος και άξιος να υμνήται με το παραπάνω από όλους. Είναι φοβερός και ανώτερος από όλους τους άλλους θεούς της γης.
4 Μέγας είναι ο Κύριος κι ύμνος μέγας του πρέπει. Απ’ όλους τους θεούς ο τρομερότερος.
5 ὅτι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια, ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν.
5 Διότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι ανύπαρκτοι, είναι επινοήσεις δαιμονίων. Ο ιδικός μας όμως Θεός είναι ο αληθινός και πραγματικός, ο παντοδύναμος και αιώνιος, ο οποίος εκ του μηδενός εδημιούργησε τα σύμπαντα.
5 Όλοι οι θεοί των λαών είναι είδωλα· αλλά μονάχα ο Κύριος εποίησε τα ουράνια.
6 ἐξομολόγησις καὶ ὡραιότης ἐνώπιον αὐτοῦ. ἁγιωσύνη καὶ μεγαλοπρέπεια ἐν τῷ ἁγιάσματι αὐτοῦ.
6 Δοξα και ωραιότης ακτινοβολείται ενώπιόν του. Αγιότης και μεγαλοπρέπεια απαστράπτουν στον ναόν και το θυσιαστήριόν του.
6 Τον περιβάλλουν δόξα και μεγαλοπρέπεια· δύναμη κι ωραιότητα στον άγιο το ναό του.
7 ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ, αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ δόξαν καὶ τιμήν·
7 Προσφέρατε στον Κυριον και σεις, αι διάφοροι φυλαί των εθνών, προσφέρατε στον Κυριον δόξαν και τιμήν.
7 Προσφέρετε στον Κύριο λαοί όλων των χωρών, προσφέρετε στον Κύριο τη δόξα και τη δύναμη.
8 ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ δόξαν ὀνόματι αὐτοῦ, ἄρατε θυσίας καὶ εἰσπορεύεσθε εἰς τὰς αὐλὰς αὐτοῦ·
8 Προσφέρατε δοξολογίαν στο πάντιμον όνομα του Κυρίου, υψώσατε θυσίας προς αυτόν και έτσι με ευλάβειαν εισέλθετε εις τας αυλάς του ναού του.
8 Προσφέρετε στον Κύριο δόξα στην ύπαρξή του! Πάρτε τις προσφορές σας και μπείτε στις αυλές του!
9 προσκυνήσατε τῷ Κυρίῳ ἐν αὐλῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ, σαλευθήτω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ.
9 Προσκυνήσατε τον Κυριον μέσα εις την αγίαν αυλήν του ναού του. Ας συγκλονισθή ολόκληρος η γη από την παρουσίαν του Κυρίου.
9 Προσκυνήστε τον Κύριο στο μεγαλόπρεπο αγιαστήριό του· συγκλονιστείτε, όλη η γη, μπροστά του!
10 εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ὁ Κύριος ἐβασίλευσε, καὶ γὰρ κατώρθωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται, κρινεῖ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.
10 Διαλαλήσατε και καταστήσατε γνωστόν μεταξύ όλων των εθνών, ότι ο Κυριος εβασίλευσε πανταχού και πάντοτε, διότι αυτός ανώρθωσε την φυσικώς και πνευματικώς πεσμένην οικουμένην, η οποία και δεν θα κλονισθή και δεν θα σαλευθή πλέον από την θέσιν της. Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος θα κρίνη και θα δικάση με δικαιοσύνην τους λαούς.
10 Πέστε στους άπιστους: «Ο Κύριος δεσπόζει· κι αυτός την οικουμένη τη στεριώνει να μην κλονίζεται· δίκαια θα κρίνει τους λαούς».
11 εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, σαλευθήτω ἡ θάλασσα καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς·
11 Ας ευφρανθούν οι ουρανοί, ας πλημμυρίση από αγαλλίασιν η γη. Ας σαλευθή με χαράν η θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν.
11 Οι ουρανοί ας χαίρονται κι η γη ας αγαλλιάζει· η θάλασσα ας ταράζεται και ό,τι τη γεμίζει!
12 χαρήσεται τὰ πεδία καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· τότε ἀγαλλιάσονται πάντα τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ
12 Ας χαρούν αι πεδιάδες και όλα τα φυτά και τα ζώα, που υπάρχουν εις αυτάς. Τοτε και αυτά ακόμη τα δένδρα του πυκνού δάσους θα σκιρτήσουν από χαράν και αγαλλίασιν
12 Ας αλαλάζουν οι αγροί κι όσα φυτρώνουνε σ’ αυτούς! Τότε είναι που θα χαίρονται τα δέντρα όλα του δάσους
13 ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου, ὅτι ἔρχεται, ὅτι ἔρχεται κρῖναι τὴν γῆν. κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ αὐτοῦ.
13 ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος έρχεται, ναι έρχεται δια να κρίνη με δικαιοσύνην τους ανθρώπους της γης. Θα κρίνη και θα δικάση ολόκληρον την οικουμένήν με δικαιοσύνην, όλους τους λαούς με την φιλαλήθειάν του και την πιστότητα εις τας διακηρύξστου.
13 μπροστά στον Κύριο, γιατί έρχεται! Τη γη έρχεται να κρίνει. Την οικουμένη με δικαιοσύνη θα την κρίνει και τους λαούς με την αλήθεια του.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ λατρεία στόν Πλάστη μας.
α2 Ἡ προσευχή γιά κάθε Δευτέρα.
β Ὅταν οἰκοδομηθῆ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός τήν ἀκοή στούς κωφούς.
ε "Παρακινεῖ τούς Χριστιανούς διά τοῦ Ψ. τούτου νά μελωδήσουν εἰς τον Θεόν ὕμνον εὐχαριστήριον".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 92

ΨΑΛΜΟΣ 92 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΥΣΕ

Εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ προσαββάτου, ὅτε κατῴκισται ἡ γῆ· αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ.

1 Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο· καὶ γὰρ ἐστερέωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται.
1 Ο Κυριος, ο μόνος και ύψιστος Βασιλεύς του ουρανίου και επιγείου κόσμου, ενεδύθη μεγαλοπρέπειαν και δόξαν· εφόρεσε και έζωσε γύρω από την μέσην του ακατανίκητον δύναμιν εις υπεράσπισιν των ανθρώπων του. Διότι αυτός εστερέωσε την οικουμένην, η οποία δεν πρόκειται ποτέ να σαλευθή από την θέσιν της.
1 Την παραμονή του Σαββάτου, όταν κατοικήθηκε η γη· υμνητικό άσμα του Δαβίδ. Ο Κύριος είναι βασιλιάς, μεγαλοπρέπεια ντυμένος· ο Κύριος είναι δύναμη ζωσμένος· την οικουμένη τη στεριώνει να μην κλονίζεται.
2 ἕτοιμος ὁ θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ.
2 Ο ένδοξος βασιλικός σου θρόνος, Κυριε, είναι ασάλευτος και αιώνιος. Από τότε που εδημιουργείτο ο κόσμος, προ πάντων των αιώνων, συ ως άναρχος Θεός υπάρχεις.
2 Κύριε, Ο θρόνος σου είναι στεριωμένος εξαρχής, εσύ ’σαι προαιώνιος.
3 ἐπῆραν οἱ ποταμοί, Κύριε, ἐπῆραν οἱ ποταμοὶ φωνὰς αὐτῶν· ἀροῦσιν οἱ ποταμοὶ ἐπιτρίψεις αὐτῶν.
3 Οι εκάστοτε πλημμυρούντες ποταμοί, Κυριε, ύψωσαν την βοήν των υδάτων των, ύψωσαν και τας φωνάς των. Θα σηκώσουν υψηλά τα θραυόμενα κύματά των και θα προκαλούν θόρυβον με τα εξορμώντα και πλημμυρίζοντα ύδατα αυτών.
3 Ύψωσαν, Κύριε, οι ποταμοί, οι ποταμοί υψώσαν τη φωνή τους, οι ποταμοί τον παφλασμό τους ύψωσαν.
4 ἀπὸ φωνῶν ὑδάτων πολλῶν θαυμαστοὶ οἱ μετεωρισμοὶ τῆς θαλάσσης, θαυμαστὸς ἐν ὑψηλοῖς ὁ Κύριος.
4 Αξιοθαύμαστος είναι ο ρόχθος των υψουμένων κυμάτων εις την τρικυμισμένην θάλασσαν. Περισσότερον όμως άξιος παντός θαυμασμού είναι ο Κυριος, ο οποίος κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών.
4 Πιότερο απ’ τους θορύβους των πολλών νερών, πιο ψηλά από της θάλασσας τα κύματα στα ύψη εσύ υπερέχεις, Κύριε.
5 τὰ μαρτύριά σου ἐπιστώθησαν σφόδρα· τῷ οἴκῳ σου πρέπει ἁγίασμα, Κύριε, εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
5 Οι λόγοι σου, τους οποίους απ' αρχής και των προφητών σου διελάλησες, απεδείχθησαν από τα πράγματα απολύτως αξιόπιστοι. Εις τον ιερόν ναόν σου Κυριε, αρμόζει η αγιότης και η καθαρότης πάντοτε, όπως και η αγιότης όλων εκείνων, οι οποίοι εισέρχονται εις αυτόν.
5 Οι αποδείξεις σου είν’ αξιόπιστες πολύ, στον οίκο σου ταιριάζει η αγιότητα γι’ αμέτρητες μέρες, Κύριε!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὠδή γιά τό Σάββατο.
α2 Γιά νά μᾶς δίνη ὁ Θεός τά εὐλογημένα ἀγαθά Του.
γ Γιά νά προφυλάξη ὁ Θεός τό πλοῖο ὅταν κινδυνεύη ἀπό μεγάλη φουρτούνα. (ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ἔρριχνε δέ καί ἁγιασμένο νερό στά τέσσερα σημεῖα τοῦ πλοίου).
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 96

ΨΑΛΜΟΣ 96 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΥΣΕ, ΧΑΙΡΕΤΑΙ Η ΓΗ

Τῷ Δαυΐδ, ὅτε ἡ γῆ αὐτοῦ ἀποκαθίστατο.

1 Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί.
1 Ο Κυριος εθεμελίθωσε αιωνίαν και ασάλευτον παντού την βασιλείαν του. Ας γεμίση από αγαλλίασιν η γη. Ας ευφρανθούν αι πολυάριθμοι, νήσοι των θαλασσών.
1 Ο Κύριος διαφεντεύει! Ας ευφραίνεται η γη· ας χαίρεται το πλήθος των μακρινών χωρών!
2 νέφη καὶ γνόφος κύκλῳ αὐτοῦ, δικαιοσύνη καὶ κρίμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ.
2 Απρόσιτος και ακατάληπτος είναι η τελειότης του, ως εάν νεφέλη και γνόφος απλώνεται γύρω του. Δικαιοσύνη και δίκαιαι αποφάσεις είναι το θεμέλιον του βασιλικού και δικαστικού θρόνου του.
2 Νέφη τον περιβάλλουν κι ομίχλη πυκνή· δικαιοσύνη και κρίση άμεμπτη είναι του θρόνου του το στήριγμα.
3 πῦρ ἐναντίον αὐτοῦ προπορεύσεται καὶ φλογιεῖ κύκλῳ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ·
3 Ασβεστον πυρ προπορεύεται από αυτόν και η πυρκαϊά αυτή θα περικυκλώση και θα κατακαύση τους εχθρούς του.
3 Φωτιά μπροστά του ξεπετάγεται και κατακαίει γύρω τους εχθρούς του.
4 ἔφαναν αἱ ἀστραπαὶ αὐτοῦ τῇ οἰκουμένῃ, εἶδε καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ.
4 Ελαμψαν αι αστραπαί του και εφώτισαν όλην την οικουμένην. Η γη είδε την μεγαλοπρέπειάν του και συνεκλονίσθη ως από ισχυρόν σεισμόν.
4 Οι αστραπές του φώτισαν την οικουμένη· αυτό το είδε και ταράχτηκε η γη.
5 τὰ ὄρη ὡσεὶ κηρὸς ἐτάκησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ἀπὸ προσώπου Κυρίου πάσης τῆς γῆς.
5 Οπως το κερί λυώνει εμπρός στο πυρ, έτσι λυώνουν τα όρη εμπρός εις την παντοδύναμον παρουσίαν του Κυρίου, ενώπιον του κυριάρχου και εξουσιαστού όλης της γης.
5 Τα βουνά λιώσαν όπως το κερί μπροστά στον Κύριο, σ’ ολόκληρης της γης τον Κύριο μπροστά.
6 ἀνήγγειλαν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ εἴδοσαν πάντες οἱ λαοὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ.
6 Οι άγγελοι του ουρανού διαλαλούν και διαλαλούν την δικαιοσύνην του. Ολοι οι λαοί της γης είδαν την δόξαν του.
6 Τη δικαιοσύνη του διακηρύξαν οι ουρανοί, κι όλοι οι λαοί είδαν τη δόξα του.
7 αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς, οἱ ἐγκαυχώμενοι ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· προσκυνήσατε αὐτῷ, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ.
7 Ας κατεντροπιασθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι προσκυνούν γλυπτά ομοιώματα, αυτοί οι οποίοι καυχώνται δια τα είδωλά των. Ολοι όμως οι άγγελοι του ουρανού προσκυνήσατέ με ευλάβειαν τον Θεόν.
7 Ας ντροπιαστούν όλοι οι δούλοι των ειδώλων, που εξυμνούν τα τιποτένια είδωλα· όλοι οι θεοί εκείνον προσκυνήστε!
8 ἤκουσε καὶ εὐφράνθη ἡ Σιών, καὶ ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας ἕνεκεν τῶν κριμάτων σου, Κύριε·
8 Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ ήκουσαν αυτά και επλημμύρισαν από χαράν. Εσκίρτησαν από αγαλλίασιν όλαι αι πόλεις της Ιουδαίας, πνευματικαί θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ένεκα των δικαίων κρίσεων και αποφάσεών σου, Κυριε.
8 Άκουσε η Σιών και χάρηκε, κι οι πόλεις της Ιουδαίας αλαλάξαν για ό,τι ο Κύριος αποφάσισε.
9 ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, σφόδρα ὑπερυψώθης ὑπὲρ πάντας τοὺς θεούς.
9 Διότι συ είσαι ο μόνος Κυριος, ο ύψιστος και απόλυτος κυρίαρχος επί ολοκλήρου της γης. Υπερέχεις απείρως και ασυγκρίτως από όλους τους ψευδείς θεούς των ειδώλων.
9 Κύριε, εσύ είσαι ύψιστος πάνω σ’ όλη τη γη· υψώθηκες ψηλότερα από τους θεούς όλους.
10 οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον, μισεῖτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τὰς ψυχὰς τῶν ὁσίων αὐτοῦ, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλῶν ῥύσεται αὐτούς.
10 Οσοι όμως αγαπάτε με ειλικρινή καρδίαν τον Κυριον, μισείτε πάντοτε το πονηρόν. Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος φυλάσσει και περιφρουρεί τας ψυχάς των οσίων ανθρώπων. Αυτός και θα γλυτώση εκείνους από τα χέρια των αμαρτωλών.
10 Όσοι τον Κύριο αγαπάτε, το κακό να το αποστρέφεστε· φυλάει ο Κύριος των οσίων του τις ζωές, τους λευτερώνει απ’ των ασεβών την εξουσία.
11 φῶς ἀνέτειλε τῷ δικαίῳ καὶ τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ εὐφροσύνη.
11 Φως Θεού ανέτειλε και ανατέλλει στους δικαίους. Χαρά και ευφροσύνη επικρατεί εις τας καρδίας των ευθέων και ειλικρινών ανθρώπων.
11 Τον δίκαιο τον καταυγάζει φως, χαίρεται η καρδιά του έντιμου.
12 εὐφράνθητε, δίκαιοι, ἐν τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ.
12 Ευφρανθήτε δίκαιοι κάτω από την προστασίαν και την αγάπην του Κυρίου, αναπέμπετε συνεχώς δοξολογίας προς αυτόν αναλογιζόμενοι την άπειρον αγιότητά του.
12 Δίκαιοι, ευφρανθείτε χάρη στον Κύριο· την αγιότητά του θυμηθείτε κι ευχαριστήστε τον.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό μεγαλεῖο καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.
α2 Ἡ προσευχή γιά κάθε Τρίτη.
β Νά ὑμνεῖς τόν Θεό ὅταν ἡ χώρα διάγη ἐν ἡρεμία, καί νά βασιλεύη ὁ Θεός.
γ Γιά νά φύγουν τά μάγια ἀπό τούς ἀνθρώπους.
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 97

ΨΑΛΜΟΣ 97 - ΨΑΛΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΥΜΝΟ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ὅτι θαυμαστὰ ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἔσωσεν αὐτὸν ἡ δεξιὰ αὐτοῦ καὶ ὁ βραχίων ὁ ἅγιος αὐτοῦ.
1 Ψαλατε προς δόξαν και τιμήν του Κυρίου νέον ύμνον, διότι νέα αξιοθαύμαστα και καταπληκτικά έργα έκαμεν ο Κυριος. Διότι έσωσε και πάλιν με την παντοδύναμον δεξιάν του τον λαόν του. Ο άγιος και παντοδύναμος βραχίων του έκαμε τα θαυμαστά αυτά έργα.
1 Ψαλμός. Ψάλτε στον Κύριο καινούριο ύμνο, γιατί έκανε έργα θαυμαστά! Αναδείχτηκε νικητής με τη δύναμή του, με της αγιότητάς του την ισχύ.
2 ἐγνώρισε Κύριος τὸ σωτήριον αὐτοῦ, ἐναντίον τῶν ἐθνῶν ἀπεκάλυψε τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ.
2 Ο Κυριος κατέστησε την σωτηρίαν αυτήν του λαού του γνωστήν και περιφανή ενώπιον όλων των εθνών. Ενώπιον όλων των εθνών έκαμεν επίσης ολοφάνερη την δικαιοσύνην του, η οποία τιμωρεί τους κακούς και προστατεύει τους αγαθούς.
2 Έκανε ο Κύριος γνωστή τη σωτηρία του· στα μάτια των ειδωλολατρών φανέρωσε τη δικαιοσύνη του.
3 ἐμνήσθη τοῦ ἐλέους αὐτοῦ τῷ Ἰακὼβ καὶ τῆς ἀληθείας αὐτοῦ τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ· εἴδοσαν πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
3 Ενεθυμήθη την περί του ελέους υπόσχεσιν, που είχε δώσει στους απογόνους του Ιακώβ, την φιλαλήθειάν του και την πιστότητά του εις τας υποσχέσεις, που είχε δώσει στον Ισραηλιτικόν λαόν. Ολα τα έθνη, που κατοικούν έως εις τα πέρατα της γης, είδαν και εγνώρισαν την σωτηρίαν αυτήν εκ μέρους του Θεού μας.
3 Δεν ξέχασε την αγάπη του και την πιστότητά του προς το λαό του Ισραήλ· κι όλοι οι λαοί της γης είδαν τη σωτηρία μας που ήρθε απ’ το Θεό μας.
4 ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ, πᾶσα ἡ γῆ, ᾄσατε καὶ ἀγαλλιᾶσθε καὶ ψάλατε·
4 Ολοι οι άνθρωποι της οικουμένης αλαλάξατε με ενθουσιασμόν εις δόξαν του Θεού. Ψαλατε, γεμίσατε από ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ψάλατε και υμνήσατε τον Θεόν.
4 Στον Κύριο αλαλάξτε ολόκληρη η γη! Κραυγάστε με χαρά, ευφρανθείτε και παίξτε μουσική!
5 ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν κιθάρᾳ καὶ φωνῇ ψαλμοῦ·
5 Με συνοδίαν κιθάρας ψάλατε εις δόξαν του Κυρίου. Με κιθάραν και με την φωνήν σας υμνολογήσατε αυτόν.
5 Ψάλτε στον Κύριο με μουσική κιθάρας· με την κιθάρα και τον ήχο των εγχόρδων!
6 ἐν σάλπιγξιν ἐλαταῖς καὶ φωνῇ σάλπιγγος κερατίνης ἀλαλάξατε ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Κυρίου.
6 Με σάλπιγγας από σφυρηλατημένον μέταλλον και με σάλπιγγας κερατίνας αλαλάξατε ευλαβώς με ιερόν ενθουσιασμόν ενώπιον του βασιλέως Κυρίου μας.
6 Με σάλπιγγες και με τον ήχο του σοφάρ μπροστά στο βασιλιά, τον Κύριο, αλαλάξτε!
7 σαλευθήτω ἡ θάλασσα καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ.
7 Ας συγκλονισθή η θάλασσα από την χαράν και όλα τα ζώα, που υπάρχουν εις αυτήν, η γη και όλοι οι κάτοικοί της.
7 Η θάλασσα ας ταράζεται και ό,τι τη γεμίζει· η οικουμένη κι όλοι όσοι κατοικούν σ’ αυτήν.
8 ποταμοὶ κροτήσουσι χειρὶ ἐπὶ τὸ αὐτό, τὰ ὄρη ἀγαλλιάσονται,
8 Οι ποταμοί ας χειροκροτήσουν με χαράν όλοι μαζή, τα όρη ας σκιρτήσουν από αγαλλίασιν,
8 Οι ποταμοί ας χειροκροτούνε και τα βουνά μαζί ας αγάλλονται
9 ὅτι ἥκει κρῖναι τὴν γῆν· κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.
9 διότι ο Κυριος έρχεται να κυβερνήση και να κρίνη την γην. Θα κρίνη δε αυτήν με δικαιοσύνην. Θα κυβερνήση τους λαούς με ευθύτητα και καλωσύνην.
9 μπροστά στον Κύριο που έρχεται! Γιατί έρχεται τη γη να κρίνει, την οικουμένη να την κρίνει με δικαιοσύνη και τους λαούς με τιμιότητα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Αἶνος στόν Θεό.
α2 Ἡ προσευχή γιά κάθε Τετάρτη.
Γιά τά μάγια.
β Ὅταν θέλης νά ὑμνῆς τόν Θεό.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός παρηγοριά στούς στενοχωρημένους ἀνθρώπους γιά νά μήν θλίβονται.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 98

ΨΑΛΜΟΣ 98 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΣ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ὀργιζέσθωσαν λαοί· ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, σαλευθήτω ἡ γῆ.
1 Ο Κυριος εθεμελ'Ιωσε αιωνίαν και απαρασάλευτον παντού την βασιλείαν του. Ας οργίζωνται και ας μαίνωνται οι ασεβείς λαοί. Ο καθήμενος Κυριος επάνω εις τα Χερουβίμ εβασίλευσεν· ας αναστατωθούν από αγανάκτησιν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί της γης.
1 Ο Κύριος βασιλεύει, τρέμουνε οι λαοί! Στα χερουβίμ απάνω έχει το θρόνο του, σειέται η γη.
2 Κύριος ἐν Σιὼν μέγας καὶ ὑψηλός ἐστιν ἐπὶ πάντας τοὺς λαούς.
2 Ο Κυριος, που έχει τον θρόνον του εις την Σιών, είναι μέγας. Ανώτερος και κύριος επάνω εις όλους τους λαούς της γης.
2 Μεγάλος είν’ ο Κύριος στη Σιών! – Ναι, αυτός ψηλότερα είναι απ’ όλα τα έθνη.
3 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ ὀνόματί σου τῷ μεγάλῳ, ὅτι φοβερὸν καὶ ἅγιόν ἐστι.
3 Ας δοξολογήσουν το μέγα Ονομά σου όλοι, διότι είναι άγιον αλλά και τρομερόν.
3 Το όνομά σου, Κύριε, θα εξυμνούν, το τρομερό και το μεγάλο! – Ναι, είσαι άγιος.
4 καὶ τιμὴ βασιλέως κρίσιν ἀγαπᾷ· σὺ ἡτοίμασας εὐθύτητας, κρίσιν καὶ δικαιοσύνην ἐν Ἰακὼβ σὺ ἐποίησας.
4 Η εντιμότης και ευθύτης σου του βασιλέως μας αγαπά και ποθεί την εφαρμογήν της δικαιοσύνης. Συ εθέσπισες και εθεμελίωσες διατάξεις και εντολάς ευθύτητος και αληθείας. Συ έκαμες κρίσιν και εφήρμοσες δικαιοσύνην μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ.
4 Δυνατός είν’ ο βασιλιάς οπού τη δίκαιη κρίση αγαπά· αλλά την τιμιότητα εσύ την όρισες· ευθυκρισία και δικαιοσύνη εσύ τις θέσπισες στον Ιακώβ.
5 ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστι.
5 Μεγαλύνατε Κυριον τον Θεόν ημών. Προσκυνήσατε το υποπόδιον των ποδών του, διότι είναι άγιος.
5 Δοξάστε Κύριο, το Θεό μας, και προσκυνήστε μπροστά στα πόδια του! – Ναι, ο Κύριος είναι άγιος.
6 Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουσεν αὐτῶν,
6 Ο Μωϋσής και ο Ααρών ήσαν οι πρώτοι μεταξύ των ιερέων. Ο Σαμουήλ ήτο από εκείνους, οι οποίοι επεκαλούντο με πίστιν το όνομα του Κυρίου. Οσες φορές αυτοί τον επεκαλούντο, εκείνος ήκουε και εδέχετο τας προσευχάς των.
6 Ο Μωυσής κι ο Ααρών στους ιερείς του ανάμεσα κι ο Σαμουήλ ανάμεσα σ’ εκείνους, που τ’ όνομά του επικαλούνταν· καλούσαν τ’ όνομά του κι αυτός αποκρινόταν.
7 ἐν στύλῳ νεφέλης ἐλάλει πρὸς αὐτούς· ὅτι ἐφύλασσον τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ, ἃ ἔδωκεν αὐτοῖς.
7 Με στύλον νεφέλης ωμιλούσε προς αυτούς, διότι αυτοί εφύλαττον τότε τας εντολάς του και τα προστάγματα, που είχε δώσει εις αυτούς.
7 Μέσα απ’ τη στήλη της νεφέλης τούς μιλούσε· έκαναν πράξη τις προτροπές του κι όσα τους έδωσε προστάγματα.
8 Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σὺ ἐπήκουσε αὐτῶν· ὁ Θεός, σὺ εὐίλατος ἐγίνου αὐτοῖς καὶ ἐκδικῶν ἐπὶ πάντα τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν.
8 Κυριε και Θεέ μας, συ έκανες ευμενώς δεκτάς τας προσευχάς των, συ ο Θεός εδείχθης ελεήμων και συγκαταβατικός εις αυτούς, αποδίδων πάντοτε το δίκαιον εις όλα τα έργα των χειρών των.
8 Κύριε, Θεέ μας, εσύ τους αποκρίθηκες· για κείνους έγινες Θεός που συγχωρεί· μα και που τιμωρεί τις πράξεις τους.
9 ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε εἰς ὄρος ἅγιον αὐτοῦ, ὅτι ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.
9 Δοξολογείτε, λοιπόν, Κυριον τον Θεόν μας και προσκυνείτε αυτόν στον ιερόν λόφον της Σιών, όπου ο ναός του, διότι άγιος είναι ο Κυριος ο Θεός μας.
9 Δοξάστε Κύριο το Θεό μας, και προσκυνήστε τον στο άγιο του βουνό· – Ναι, άγιος είναι Κύριος, ο Θεός μας!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνα τραγούδι στό Θεό.
α2 Ἡ προσευχή γιά κάθε Πέμπτη.
γ Γιά νά εὐλογήση καί νά χαριτώση ὁ Θεός τούς νέους πού θέλουν νά ἀφιερωθοῦν στό Θεό.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 100

ΨΑΛΜΟΣ 100 - ΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΟΥ ΘΑ ΥΜΝΗΣΩ ΚΥΡΙΕ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε·
1 Την ευσπλαγχνίαν σου και την δικαιοκρισίαν σου θα υμνολογήσω προς δόξαν σου, Κυριε.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Θα τραγουδήσω την αγάπη και τη δίκαιη κρίση· σ’ εσένα τον ψαλμό μου, Κύριε, θα πω.
2 ψαλῶ καὶ συνήσω ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ· πότε ἥξεις πρός με; διεπορευόμην ἐν ἀκακίᾳ καρδίας μου ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου μου.
2 Θα σε δοξολογήσω. Κυριε, και θα κατανοήσω ποιός είναι ο άμωμος τρόπος και δρόμος της ζωής μου. Ποτε θα έλθης προς εμέ, Κυριε, ελεήμων και ευεργετικός; Εγώ συμπεριεφέρθην κατά το παρελθόν και μέχρι σήμερον, εν μέσω της οικογενείας μου, με ακακίαν καρδίας, με ευθύτητα και ανιδιοτέλειαν.
2 Θα προσπαθώ την τέλεια να ’χω διαγωγή –πότε θα ’ρθείς σ’ εμένα; Μ’ ευθύτητα θα φέρομαι καρδιάς μέσα στο σπίτι μου.
3 οὐ προεθέμην πρὸ ὀφθαλμῶν μου πρᾶγμα παράνομον, ποιοῦντας παραβάσεις ἐμίσησα· οὐκ ἐκολλήθη μοι καρδία σκαμβή.
3 Ποτέ δεν έθεσα προ των οφθαλμών μου και δεν επεδίωξα ως συμφέρον μου παράνομον τινα πράξιν. Τουναντίον εμίσησα όλους εκείνους, οι οποίοι παρέβαιναν τον Νομον σου. Ποτέ έως τώρα δεν προσεκολλήθη κοντά μου ως φίλος η ως μέλος της αυλής μου άνθρωπος με καρδίαν στρεβλήν.
3 Για καμιά πράξη ποταπή δε θα ενδιαφερθώ· τα έργα της αποστασίας τ’ αποστρέφομαι· δε θα ’χω τίποτα κοινό μ’ αυτά.
4 ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ οὐκ ἐγίνωσκον.
4 Καμμίαν γνώσιν και καμμίαν σχέσιν δεν είχον προς πονηρόν άνθρωπον, ο οποίος, αφού ματαίως επιχειρούσε να με πλησίαση, απεμακρύνετο από εμέ.
4 Μακριά μου θα κρατήσω κάθε διεστραμμένον· τον μοχθηρό δεν θέλω να τον ξέρω.
5 τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον· ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον.
5 Τον άνθρωπον, ο οποίος κατέκρινε κρυφίως τον πλησίον του, τον εξεδίωκα από κοντά μου. Με άνθρωπον, ο οποίος είχεν αλαζονικούς τους οφθαλμούς και εφέρετο με περιφρόνησιν προς τους άλλους, είχε δε και άπληστον καρδίαν, ποτέ δεν συνέτρωγα, ποτέ δεν τον είχα σύντροφόν μου.
5 Αυτόν, που στα κρυφά θα μου διαβάλει τον πλησίον του, θα τον εξολοθρέψω· τον υπερόπτη και τον άπληστο δε θα τους ανεχτώ.
6 οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπὶ τοὺς πιστοὺς τῆς γῆς τοῦ συγκαθῆσθαι αὐτοὺς μετ᾿ ἐμοῦ· πορευόμενος ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ, οὗτός μοι ἐλειτούργει.
6 Αλλά είχα εστραμμένους πάντοτε τους οφθολμούς μου προς τους πιστούς και ενάρετους ανθρώπους της χώρας μου. Αυτούς προσεκάλουν να παρακάθηνται μαζή μου ως φίλοι και σύμβουλοί μου. Εκείνον, ο οποίος εζούσε βίον ανεπίληπτον και καθαρόν, αυτόν προσελάμβανα ως υπάλληλόν μου, ως βοηθόν μου και συνεργάτην μου.
6 Θα βλέπω ποιοι είναι μες στη χώρα οι πιστοί, για να μένουν μαζί μου· όποιος μ’ ευθύτητα πορεύεται, αυτός και θα με υπηρετεί.
7 οὐ κατῴκει ἐν μέσῳ τῆς οἰκίας μου ποιῶν ὑπερηφανίαν, λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου.
7 Μέσα στον οίκον μου δεν κατώκησε ούτε θα κατοικήση άνθρωπος εγωϊστής και υπερήφανος· άνθρωπος, που λαλεί και επιδιώκει αδικίας, δεν θα ευδοκιμήση ούτε θα ημπορέση να σταθή ενώπιόν μου.
7 Ο απατεώνας δε θα μείνει μες στο σπίτι μου, ο ψευδολόγος μπρος μου δε θα σταθεί.
8 εἰς τὰς πρωίας ἀπέκτεινον πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ πόλεως Κυρίου πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν.
8 Καθε πρωΐαν εδίκαζα και κατεδίκαζα εις θάνατον όλους τους εγκληματίας της χώρας μου, δια να εξολοθρεύσω από την πάλιν του Κυρίου, την Ιερουσαλήμ, όλους εκείνους, οι οποίοι πεισμόνως και αμετανοήτως εργάζονται το κακόν.
8 Κάθε πρωί θα εξολοθρεύω όλους της χώρας τους κακούς· για να ξεριζωθούν από την πόλη του Κυρίου όσοι τη δυστυχία προκαλούν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 "Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Θεός".
α2 Προσευχή γιά κάθε Σάββατο.
β Γιά νά κριθῆς μέ εὐσπλαχνία.
γ Γιά νά δίδη ὁ Θεός χαρίσματα στούς καλοκάγαθους ἀνθρώπους, γιά νά βοηθοῦν τούς συνανθρώπους των.
ε "Ὁ Δαβίδ συνέγραψε τόν παρόντα Ψ. διηγούμενος ἐκ προσώπου ἐκείνου τήν ἐνάρετον ζωήν του καί βάλλοντας αὐτόν εἰκόνα ἔμπροσθεν εἰς τούς ἀνθρώπους τῆς ὀρθῆς πολιτείας καί παράδειγμα τῆς τελειότητος".
θ "Συμβουλευτικός καί διδακτικός εἰς τούς ἡγεμόνας".

ΨΑΛΜΟΣ 99

ΨΑΛΜΟΣ 99 - ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ εἰς ἐξομολόγησιν.

1 Ἀλαλάξετε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ,
1 Αλαλάξατε με ιερόν ενθουσιασμόν δοξολογούντες τον Κυριον. Ολοι οι κάτοικοι της γης ας τον υμνολογήσουν.
1 Ψαλμός ευχαριστήριος. Στον Κύριο αλαλάξτε ολόκληρη η γη!
2 δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν εὐφροσύνῃ, εἰσέλθετε ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει.
2 Υπηρετήσατε τον Κυριον με χαρουμένην καρδίαν, προσέλθετε στον ναόν του με αγαλλίασιν ψυχής.
2 Τον Κύριο λατρέψτε με χαρά! Ελάτε μπρος του μ’ αγαλλίασης κραυγές!
3 γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς· ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ καὶ πρόβατα τῆς νομῆς αὐτοῦ.
3 Μαθετε καλά ότι ο Κυριος, κυρίαρχος και δημιουργός του παντός, είναι ο Θεός μας. Αυτός μας εδημιούργησε και μας ανέδειξε και ως ανθρώπους και ως έθνος. Δεν ανεδείξαμεν ημείς τον εαυτόν μας με την δύναμίν μας. Ημείς είμεθα λαός του και πρόβατα, τα οποία αυτός με στοργήν καθοδηγεί και διατρέφει.
3 Καλά γνωρίστε ότι ο Κύριος, αυτός είν’ ο Θεός· αυτός μας έφτιαξε κι όχι εμείς· λαός δικός του είμαστε, κοινότητα που τη φροντίζει.
4 εἰσέλθετε εἰς τὰς πύλας αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει, εἰς τὰς αὐλὰς αὐτοῦ ἐν ὕμνοις. ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
4 Εισέλθετε εις τας πύλας των αυλών του ναού του με δοξολογίας. Εισέλθετε εις τας αυλάς του ιερού περιβόλου του με ύμνους. Δοξολογείτε αυτόν, υμνείτε πάντοτε το πάντιμον όνομά του·
4 Τις πύλες του μ’ ευχαριστία περάστε, με ύμνο μπείτε στου ναού του τις αυλές· δοξολογήστε τον, το όνομά του ευλογήστε!
5 ὅτι χρηστὸς Κύριος, εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ ἕως γενεᾶς καὶ γενεᾶς ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
5 διότι ο Κυριος είναι αγαθός. Η ευσπλαγχνία του είναι αιωνία και ακατάλυτος, και η αξιοπιστία των λόγων του παραμένει εις όλας τας γενεάς.
5 Είναι καλός ο Κύριος! Αιώνια διαρκεί η αγάπη του, κι η αξιοπιστία του σε όλες τις γενιές.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός συγχωρῆ τόν λαό Του.
α2 Ἡ προσευχή γιά κάθε Παρασκευή.
β Βλέποντας τήν θεία Πρόνοια νά διδάξης τήν πίστη, τήν ὑπακοή καί νά (ὁδηγηθοῦν) στήν ἐξομολογηση.
γ Γιά νά εὐλογήση καί ἐκπληρώση ὁ Θεός τούς θείους πόθους τῶν ἀνθρώπων.
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 81

ΨΑΛΜΟΣ 81 - Ο ΘΕΟΣ ΕΓΓΥΗΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ.
1 Ο Θεός εστάθη ανάμεσα εις συγκέντρωσιν των κριτών και αρχόντων της Ιουδαίας. Εν μέσω δε αυτών ως υπέρτατος Θεός- κριτής θα κρίνη αυτούς, που έχουν αναλάβει και διαχειρίζονται θείαν εξουσίαν. Θα τους ερωτήση και θα τους ελέγξη λέγων·
1 Ψαλμός του Ασάφ. Σηκώνεται ο Θεός μες στων θεών τη σύναξη· στο μέσο των θεών δικάζει:
2 ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε; (διάψαλμα).
2 Εως πότε θα δικάζετε αδίκως και θα λαμβάνετε υπ' όψιν πρόσωπα χαριζόμενοι εις αμαρτωλούς, πλουσίους και ισχυρούς;
2 «Ως πότε άδικα θα κρίνετε και θα χαρίζεστε στους ασεβείς; (Διάψαλμα)
3 κρίνατε ὀρφανῷ καὶ πτωχῷ, ταπεινὸν καὶ πένητα δικαιώσατε·
3 Φροντίσατε να εκδίδετε δικαίας αποφάσεις υπέρ του ορφανού και του πτωχού να αποδίδετε το δίκαιον στον αθώον, στον ταπεινόν και πτωχόν άνθρωπον.
3 Δικαιοσύνη αποδώστε στον άμοιρο, στον ορφανό· δώστε το δίκιο του φτωχού και του απόρου.
4 ἐξέλεσθε πένητα καὶ πτωχόν, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ ῥύσασθε αὐτόν.
4 Ελευθερώσατε τον αξιοδάκρυτον και πτωχόν από τους εκμεταλλευομένους αυτόν, γλυτώσατέ τον από τα χέρια του αδίκου και αμαρτωλού.
4 Ελευθερώστε τον αδύνατο και τον φτωχό, λυτρώστε τους από την εξουσία των ανόμων.
5 οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται· σαλευθήσονται πάντα τὰ θεμέλια τῆς γῆς.
5 Οι άδικοι όμως κριταί, σκοτισμένοι εις την ηθικήν αναλγησίαν των, δεν είχαν και δεν ηθέλησαν να έχουν επίγνωσιν των καθηκόντων, που τους επιβάλλει το αξίωμά των. Ούτε αντελήφθησαν με ποίαν σύνεσιν πρέπει να ασκούν το έργον των. Περιπατούν εις τα σκοτάδια των αδίκων κρίσεων. Εξ αιτίας των αδίκων αποφάσεών των συνεκλονίσθησαν τα θεμέλια της κοινωνίας των.
5 »Χωρίς να έχουν γνώση ούτε επίγνωση, βαδίζουν στο σκοτάδι· κλονίζοντ’ όλα τα θεμέλια της γης.
6 ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες·
6 Εγώ δε είπα προς σας, ω δικασταί. Ολοι σεις είσθε αντιπρόσωποι του δικαίου Θεού, υιοί του Υψίστου, του ενός και μοναδικού Θεού.
6 Σκέφτηκα εγώ, εσείς είστε θεοί, είσαστε όλοι σας παιδιά του Υψίστου.
7 ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε.
7 Σεις όμως, αναίσθητοι εις την τιμήν του αξιώματός σας, αδικείτε, δι' αυτό και θα αποθάνετε ωσάν ένας από τους κοινούς και συνήθεις και χωρίς υπόληψιν άρχοντας.
7 Κι ωστόσο θα πεθάνετε σαν όλους τους ανθρώπους· θα πέσετε νεκροί, το ίδιο όπως κι οι άρχοντες».
8 ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
8 Ακούων αυτά εγώ, ο εμπνευσμένος ποιητής, κράζω προς τον Θεόν· Σηκω, λοιπόν, ω Θεέ, και εφάρμοσε την δικαίαν σου κρίσιν και απόφασιν επί της γης, διότι κάτω από την ιδικήν σου κυριότητα και κατοχήν ευρίσκονται όλα τα έθνη.
8 Σήκω επάνω εσύ, Θεέ, κρίνε τον κόσμο, γιατί όλα τα έθνη είναι στην εξουσία σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ κατά τόν θερισμό.
α2 Γιά νά βάλουν μυαλό οἱ πεισματάρηδες καί νά σκεφτοῦν σωστά.
γ Γιά νά ἀγοράσουν οἱ ἄνθρωποι τά προϊόντα τῶν γεωργῶν γιά νά μήν στενοχωροῦνται καί θλίβονται οἱ χωρικοί.
θ "Συμβουλευτικοί καί διδακτικοί εἰς τούς ἡγεμόνας".

ΨΑΛΜΟΣ 82

ΨΑΛΜΟΣ 82 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ

1 ᾨδὴ ψαλμοῦ τῷ Ἀσάφ.
1 -
1 Ωδή ψαλμού του Ασάφ.
2 Ὁ Θεὸς, τίς ὁμοιωθήσεταί σοι; μὴ σιγήσῃς μηδὲ καταπραΰνῃς, ὁ Θεός·
2 Ω Θεέ μου, ποιός είναι δυνατόν να συγκριθή και αντιπαραβληθή με σένα; Δι' αυτό, ως παντοδύναμος και πάνσοφος που είσαι, μη μένης σιωπηλός, μηδέ καταπραΰνης και μη αφήσης ανεκδήλωτον την δικαίαν σου οργήν, ω Θεέ μου.
2 Θεέ, μη μένεις σιωπηλός! Μη σιγάς και μην ησυχάζεις, Θεέ!
3 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἤχησαν, καὶ οἱ μισοῦντές σε ᾖραν κεφαλήν,
3 Διότι οι εχθροί μας, που είναι και ιδικοί σου εχθροί, εξέσπασαν εις οχλοβοήν πολεμικήν και οι μισούντες σε εσήκωσαν υπερήφανον την κεφαλήν των εναντίον μας.
3 Γιατί νάτοι, οι εχθροί σου θορυβούν· αυτοί που σε μισούν σηκώνουν το κεφάλι.
4 ἐπὶ τὸν λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην καὶ ἐβουλεύσαντο κατὰ τῶν ἁγίων σου·
4 Συνέλαβαν και κατέστρωσαν πανούργα σχέδια εναντίον του λαού σου. Ελαβαν ολεθρίας αποφάσεις εναντίον των αγίων σου Ισραηλιτών.
4 Πανούργα σχέδια καταστρώνουν εναντίον του λαού σου, και συζητούν ενάντια σ’ αυτούς που προστατεύεις.
5 εἶπαν· δεῦτε καὶ ἐξολοθρεύσωμεν αὐτοὺς ἐξ ἔθνους, καὶ οὐ μὴ μνησθῇ τὸ ὄνομα Ἰσραὴλ ἔτι.
5 Απεφάσισαν και είπαν μεταξύ των· Ελάτε να τους εξολοθρεύσωμεν, ώστε να παύσουν να αποτελούν έθνος και κανείς να μη ενθυμήται πλέον το όνομα των Ισραηλιτών.
5 Είπαν: «Εμπρός, ας τους εξαφανίσουμε σαν έθνος· και πια ας μη μνημονεύεται τ’ όνομα του Ισραήλ».
6 ὅτι ἐβουλεύσαντο ἐν ὁμονοίᾳ ἐπὶ τὸ αὐτό, κατὰ σοῦ διαθήκην διέθεντο
6 Μη μείνης αδιάφορος, Κυριε, διότι αυτοί από κοινού και εκ συστάσεως με μίαν καρδίαν όλοι των απεφάσισαν την καταστροφήν μας. Υπέγραψαν ένορκον συμφωνίαν εναντίον σου.
6 Ομόφωνα το σκέφτηκαν και συμμαχία κάναν’ εναντίον σου.
7 τὰ σκηνώματα τῶν Ἰδουμαίων καὶ οἱ Ἰσμαηλῖται, Μωὰβ καὶ οἱ Ἀγαρηνοί,
7 Αυτοί οι εχθροί μας είναι οι σκηνίται, οι Ιδουμαίοι, οι Ισμαηλίται, οι Μωαβίται και οι Αγαρηνοί.
7 Είναι οι Εδωμίτες κι οι Ισμαηλίτες, οι Μωαβίτες κι οι Αγαρηνοί,
8 Γεβὰλ καὶ Ἀμμὼν καὶ Ἀμαλὴκ καὶ ἀλλόφυλοι μετὰ τῶν κατοικούντων Τύρον.
8 Οι της φυλής Γεβάλ και Αμμών και Αμαλήκ, οι Φιλισταίοι και οι κάτοικοι της Τυρου.
8 ο λαός του Γεβάλ, οι Αμμωνίτες κι οι Αμαληκίτες.
9 καὶ γὰρ καὶ Ἀσσοὺρ συμπαρεγένετο μετ᾿ αὐτῶν, ἐγενήθησαν εἰς ἀντίληψιν τοῖς υἱοῖς Λώτ. (διάψαλμα).
9 Αλλά και οι Ασσύριοι συνετάχθησαν και ήλθον με το μέρος αυτών. Εβοήθησαν τους απογόνους του Λωτ εναντίον μας, τους Μωαβίτας και Αμμωνίτας.
9 Μαζί τους συμμαχήσαν κι οι Ασσύριοι, τους απογόνους να ενισχύσουνε του Λωτ. (Διάψαλμα)
10 ποίησον αὐτοῖς ὡς τῇ Μαδιὰμ καὶ τῷ Σισάρᾳ, ὡς τῷ Ἰαβεὶμ ἐν τῷ χειμάῤῥῳ Κεισών·
10 Πράξε εναντίον αυτών ο,τι άλλοτε έκαμες εναντίον των Μαδιανιτών, εναντίον του σκληρού στρατηγού των Σισάρα και του βασιλέως Ιαβείν εις τον χείμαρρον Κεισών.
10 Κάνε σ’ αυτούς, Θεέ, ό,τι στους Μαδιανίτες, ό,τι στο Σίσερα, ό,τι και στον Ιαβίν, στο χείμαρρο Κισών.
11 ἐξωλοθρεύθησαν ἐν Ἀενδώρ, ἐγενήθησαν ὡσεὶ κόπρος τῇ γῇ.
11 Εκείνοι εξωλοθρεύθησαν δια της δικαίας σου οργής εις Αενδώρ και τα σώματά των έγιναν κόπρος και λίπασμα της γης.
11 Ξολοθρευτήκαν στην Εν-Δωρ· της γης έγιναν λίπασμα.
12 θοῦ τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν ὡς τὸν Ὠρὴβ καὶ Ζὴβ καὶ Ζεβεὲ καὶ Σαλμανὰ πάντας τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν,
12 Ολους τους άρχοντας αυτών θέσε τους εις την αυτήν μοίραν και τιμώρησέ τους, όπως δια του Γεδεών εξωλόθρευσας τον Ωρήβ και Ζηβ και Ζεβεέ και Σαλμανά, όλους τους άρχοντας των Μαδιανιτών·
12 Τους άρχοντές τους κάνε τους σαν τον Ωρήβ και το Ζεέβ· κι όλους τους αρχηγούς τους σαν τον Ζεβάχ και σαν το Σαλμουννά.
13 οἵτινες εἶπαν· Κληρονομήσωμεν ἑαυτοῖς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ.
13 αυτών, οι οποίοι είπαν· Ας κατακτήσωμεν ως ιδικήν μας κληρονομίαν και εις όφελος του εαυτού μας τον άγιον τόπον, τον ναόν και το θυσιαστήριον του Θεού.
13 Αυτοί είχαν πει: «Δική μας θα την κάνουμε τη χώρα που ανήκει στο Θεό».
14 ὁ Θεός μου, θοῦ αὐτοὺς ὡς τροχόν, ὡς καλάμην κατὰ πρόσωπον ἀνέμου·
14 Ω Θεέ μου, κάμε τους ωσάν ανεμοστρόβιλον, ώστε να μη ημπορούν να σταθούν πουθενά. Καμε τους ωσάν το ξηρόν άχυρον, που το φυσά και το διασκορπίζει ο άνεμος.
14 Θεέ μου, κάν’ τους σαν το γαϊδουράγκαθο, σαν το άχυρο στον άνεμο,
15 ὡσεὶ πῦρ, ὃ διαφλέξει δρυμόν, ὡσεὶ φλόξ, ἣ κατακαύσει ὄρη,
15 Κατάκαυσέ τους, όπως η πυρκαϊά κατακαίει τα δάση του δρυμού, όπως μια μεγάλη φλόγα κατακαίει τα κατάφυτα όρη.
15 σαν τη φωτιά που κατακαίει το δάσος και σαν τη φλόγα που λαμπαδιάζει τα βουνά.
16 οὕτως καταδιώξεις αὐτοὺς ἐν τῇ καταιγίδι σου, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου συνταράξεις αὐτούς.
16 Ετσι και συ, Κυριε, καταδίωξέ τους εις την καταιγίδα της οργής σου, αναστάτωσέ τους και συγκλόνισέ τους επάνω στον δίκαιον θυμόν σου.
16 Έτσι κατάδιωξέ τους με την καταιγίδα σου· με την ανεμοθύελλά σου τρόμαξέ τους.
17 πλήρωσον τὰ πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας, καὶ ζητήσουσι τὸ ὄνομά σου, Κύριε.
17 Γέμισε τα πρόσωπά των με καταισχύνην και εξευτελισμόν, ώστε να αναγκασθούν να επικαλεσθούν το όνομά σου, Κυριε.
17 Γέμισε με ντροπή τα πρόσωπά τους, για να γυρέψουν τ’ όνομά σου, Κύριε.
18 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ταραχθήτωσαν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος καὶ ἐντραπήτωσαν καὶ ἀπολέσθωσαν
18 Ας κατεντροπιασθούν, ας αναστατωθούν δια μέσου όλων των αιώνων, ας εντροπιαοθούν και ας εξολοθρευθούν.
18 Ας ντροπιαστούν κι ας ταραχτούν για πάντα, κι ατιμωμένοι ας καταστραφούν.
19 καὶ γνώτωσαν ὅτι ὄνομά σοι Κύριος· σὺ μόνος Ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.
19 Ας αναγνωρίσουν αυτοί, ότι το όνομά σου είναι Κυριος, ότι συ είσαι ο μοναδικός και Υψιστος Κυριος εις όλην την γην.
19 Κι ας μάθουν ότι μόνο εσύ έχεις τ’ όνομα «Κύριος», είσαι ο Ύψιστος σ’ ολόκληρη τη γη.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά μήν ἀδικοῦν οἱ δικαστές τούς ἀθώους.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί θέλουν νά βεβηλώσουν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἐσύ νά προσευχηθῆς μέ αὐτόν τόν ψ. καί νά ἐλπίζης στά λόγια του.
γ Γιά νά ἐμποδίση ὁ Θεός τούς κακούς ἀνθρώπους πού θέλουν νά κάνουν δολοφονίες.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 83

ΨΑΛΜΟΣ 83 - ΑΣΜΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ ΚΑΘΩΣ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· τοῖς υἱοῖς Κορέ.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το γκιττίθ. Ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.
2 Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων.
2 Ποσον αγαπητοί και ποθητοί είναι εις εμέ οι ιεροί χώροι του ναού σου, όπου κατοικείς συ, ο Κυριος των ουρανίων και επιγείων δυνάμεων.
2 Πόσο αγαπητοί είναι οι χώροι της λατρείας σου, Κύριε του σύμπαντος!
3 ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα.
3 Φλέγεται η ψυχή μου από τον πόθον, λυώνει από την επιθυμίαν να ευρεθή εις τας αυλάς του Κυρίου. Η ψυχή μου και το σώμα μου σκιρτούν από χαράν και ευφροσύνην διο· τον αληθινόν και ζώντα Θεόν.
3 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο για του Κυρίου τις αυλές· χαράς τραγούδια λέει η καρδιά και το κορμί μου για τον αληθινό Θεό.
4 καὶ γὰρ στρουθίον εὗρεν ἑαυτῷ οἰκίαν καὶ τρυγὼν νοσσιὰν ἑαυτῇ, οὗ θήσει τὰ νοσσία ἑαυτῆς, τὰ θυσιαστήριά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου.
4 Και αυτά τα στρουθία ευρήκαν στον ναόν σου κατοικίαν. Η τρυγών έκαμε εκεί την φωλεάν δια τους νεοσσούς της. Το θυσιαστήριόν σου ποθώ και εγώ, Κυριε των δυνάμεων, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου.
4 Και το σπουργίτι ακόμα βρήκε στέγη κι η χελιδόνα τη φωλιά της για ν’ αποθέσει τα μικρά της, στα θυσιαστήριά σου, Κύριε του σύμπαντος, Θεέ μου και βασιλιά μου.
5 μακάριοι οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων αἰνέσουσί σε. (διάψαλμα).
5 Τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι είναι εκείνοι, που κατοικούν εις τας αυλάς του ναού σου, διότι αυτοί και οι απόγονοί των θα σε υμνολογούν παντοτεινά.
5 Μακάριοι όσοι μένουν στο ναό σου· αδιάκοπα σε υμνούν! (Διάψαλμα)
6 μακάριος ἀνήρ, ᾧ ἐστιν ἡ ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ σοί· ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο
6 Τρισευτυχισμένος ο άνθρωπος, που ευρίσκεται κάτω από την κραταιάν προστασίαν σου και απεφάσισε με την καρδιά του να πραγματοποιήση ιεράν άνοδον, ευλαβή επίσκεψιν προς την Σιών.
6 Μακάριοι οι άνθρωποι που η δύναμή τους βρίσκεται σ’ εσένα· που επιθυμούν να ’ρθούν προσκυνητές στον άγιο σου ναό!
7 εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, εἰς τὸν τόπον, ὃν ἔθετο· καὶ γὰρ εὐλογίας δώσει ὁ νομοθετῶν.
7 Θα διέλθη από την κοιλάδα του κλαυθμώνος, θα ανεβή στον ιερόν τόπον της Σιών, εκεί όπου εσκόπευε να φθάση. Και ο Κυριος, που εθεσμοθέτησε τας εορτάς και τους ιερούς αυτούς τόπους, θα γεμίση με τας ευλογίας του τους προσκυνητάς.
7 Όταν περνούν του θρήνου την κοιλάδα τη μεταλλάζουν σε πεδιάδα των πηγών· κι οι πρώιμες βροχές τής ρίχνουν ευλογίες.
8 πορεύσονται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ὀφθήσεται ὁ Θεὸς τῶν θεῶν ἐν Σιών.
8 Αυτοί θα πορεύωνται προς την Σιών, με νέας πάντοτε και ακμαίας δυνάμεις. Και όταν φθάσουν εκεί, θα εμφανισθή ο Θεός των Θεών και Κυριος των κυρίων εις την Σιών.
8 Πορεύονται από δύναμη σε δύναμη ώσπου μπρος στο Θεό των θεών να ’ρθούνε, στη Σιών.
9 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι, ὁ Θεὸς Ἰακώβ. (διάψαλμα).
9 Κυριε και Θεέ των ουρανίων και επιγείων δυνάμεων, άκουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου, δέξαι την εις τα αυτιά σου, ω Θεέ του Ιακώβ και των απογόνων του.
9 Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, άκου την προσευχή μου· προσεκτικά άκουσέ με, Θεέ του Ιακώβ. (Διάψαλμα)
10 ὑπερασπιστὰ ἡμῶν, ἴδε, ὁ Θεός, καὶ ἐπίβλεψον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ χριστοῦ σου.
10 Ω Θεέ, συ ο οποίος είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μας, ρίξε ένα ευμενές βλέμμα στο πρόσωπον του βασιλέως, τον οποίον συ έχρισες ως βασιλέα.
10 Κοίταξε, Θεέ, εσύ που είσ’ ασπίδα μας, ρίξε το βλέμμα σου στην όψη του εκλεκτού σου.
11 ὅτι κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας· ἐξελεξάμην παραῤῥιπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἢ οἰκεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν.
11 Δι' εμέ είναι προτιμότερον να ζήσω έστω και μίαν ημέραν εις τας αυλάς του ναού σου, παρά να ζω χιλιάδας ημέρας μακράν από σε και τον ναόν σου. Εχω πλέον προτιμήσει και προτιμώ να είμαι κάπου παραπεταμένος στον ναόν του Θεού μου, παρά να κατοικώ εις πλουσίας κατοικίας αμαρτωλών ανθρώπων.
11 Μία μέρα στις αυλές σου, Θεέ μου, καλύτερη είναι από χιλιάδες· κάλλιο να στέκω στου ναού σου το κατώφλι, παρά να ζω στων ασεβών τα δώματα.
12 ὅτι ἔλεος καὶ ἀλήθειαν ἀγαπᾷ Κύριος ὁ Θεός, χάριν καὶ δόξαν δώσει· Κύριος οὐ στερήσει τὰ ἀγαθὰ τοῖς πορευομένοις ἐν ἀκακίᾳ.
12 Διότι ο Κυριος και Θεός αγαπά το έλεος και την αλήθειαν, θα δώσης δε στους προσκυνούντας και πιστεύοντας εις αυτόν χάριν και δόξαν. Ο Κυριος δεν θα στερήση ποτέ τα αγαθά από εκείνους, οι οποίοι πορεύονται με αγαθότητα και απλότητα.
12 Ήλιος κι ασπίδα είν’ ο Κύριος ο Θεός, χάρη και δόξα δίνει ο Κύριος· κανένα δεν αρνιέται αγαθό σ’ αυτούς που ζούνε άμεμπτα.
13 Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπὶ σέ.
13 Ω Κυριε και Θεέ των δυνάμεων ουρανού και γης, τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έχει αποθέσει την ελπίδα του μετά πίστεως εις σέ.
13 Κύριε του σύμπαντος, μακάριοι οι άνθρωποι που ελπίζουνε σ’ εσένα!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά βοήθεια
α2 Γιά ἀποκοπή τῆς μαζικῆς ἐπίθεσης.
β Νά εὐχαριστήσῃς τόν Κύριο, βλέποντας τήν Χάρη Του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὅταν πληροῦσαι ἀπό θεῖο πόθο.
γ Γιά νά διατηρηθοῦν ἀπό τόν Θεό τά ὑπάρχοντα τοῦ σπιτιοῦ καλά, τά ζῶα καί τά προϊόντα τῶν παραγωγῶν.
η "...μακάριος ὅστις εὕρεν τά ἀγαπητά σκηνώματα τοῦ Θεοῦ".
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 84

ΨΑΛΜΟΣ 84 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

1 Εἰς τὸ τέλος· τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμός.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.
2 Εὐδόκησας, Κύριε, τὴν γῆν σου, ἀπέστρεψας τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰακώβ·
2 Εκαμες φανεράν και έστειλες, Κυριε, την ευαρέσκειάν σου εις την γην της Επαγγελίας, διότι επανέφερες εις αυτήν τους αιχμαλώτους απογόνους του Ιακώβ.
2 Έδειξες, Κύριε, την αγάπη σου στη χώρα σου· απ’ την αιχμαλωσία έφερες πίσω τους απογόνους του Ιακώβ.
3 ἀφῆκας τὰς ἀνομίας τῷ λαῷ σου, ἐκάλυψας πάσας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. (διάψαλμα).
3 Εδωσες συγχώρησιν εις τας παρανομίας του λαού σου και εσκέπασες εν τω ελέει σου όλας τας αμαρτίας των.
3 Συγχώρησες την ανομία του λαού σου και σκέπασες όλες τις αμαρτίες τους. (Διάψαλμα)
4 κατέπαυσας πᾶσαν τὴν ὀργήν σου, ἀπέστρεψας ἀπὸ ὀργῆς θυμοῦ σου.
4 Εσταμάτησες την εναντίον μας δικαίαν σου οργήν, αφήκες κατά μέρος την οργήν του θυμού σου.
4 Έβαλες τέλος σ’ όλη την οργή σου· απόστρεψες τη φλόγα του θυμού σου.
5 ἐπίστρεψον ἡμᾶς, ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν, καὶ ἀπόστρεψον τὸν θυμόν σου ἀφ᾿ ἡμῶν.
5 Επανάφερε όλους μας από την εξορίαν, ω Κυριε, συ ο οποίος πολλές φορές μας έχεις σώσει κατά το παρελθόν. Απομάκρυνε τον δίκαιον θυμόν σου από ημάς.
5 Φέρε μας πάλι, Θεέ σωτήρα μας, στην πρωτινή μας ευτυχία· σταμάτησε ν’ αγανακτείς μαζί μας.
6 μὴ εἰς τοὺς αἰῶνας ὀργισθῇς ἡμῖν; ἢ διατενεῖς τὴν ὀργήν σου ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν;
6 Μηπως τάχα και θα μένης ωργισμένος εναντίον μας δια παντός; Η μήπως θα παρατείνης την οργήν σου πάντοτε από της μιας γενεάς εις την άλλην;
6 Αιώνια θα ’ναι η οργή σου εναντίον μας; θα παρατείνεις το θυμό σου από γενιά σ’ άλλη γενιά;
7 ὁ Θεός, σὺ ἐπιστρέψας ζωώσεις ἡμᾶς, καὶ ὁ λαός σου εὐφρανθήσεται ἐπὶ σοί.
7 Ω Θεέ, συ θα στρέψης το πρόσωπόν σου και πάλιν με ευμένειαν προς ημάς. Θα μας δώσης νέαν ζωήν και ο πονεμένος και θλιμμένος λαός σου θα χαρή από τας δωρεάς σου.
7 Δεν είσ’ εσύ που θα ξανάρθεις για να μας δώσεις τη ζωή, για να ’σαι η ευφροσύνη του λαού σου;
8 δεῖξον ἡμῖν, Κύριε, τὸ ἔλεός σου καὶ τὸ σωτήριόν σου δῴης ἡμῖν.
8 Δείξε μας λοιπόν, Κυριε, την ευσπλαγχνίαν σου και δώσε μας την σωτηρίαν που ποθούμεν.
8 Δείξε μας, Κύριε, την αγάπη σου· και δώσ’ μας τη βοήθειά σου.
9 ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι λαλήσει εἰρήνην ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ἐπιστρέφοντας καρδίαν ἐπ᾿ αὐτόν.
9 Εγώ θα ακούσω, τι θα είπη εις την καρδίαν μου Κυριος ο Θεός, διότι θα ομιλήση ειρηνικά στον λαόν του, στους αφοσιωμένους προς αυτόν Ισραηλίτας· στους επιστρέφοντας με όλην των την καρδίαν δι' ειλικρινούς μετανοίας προς αυτόν.
9 Ακούω αυτό που λέει ο Θεός, ο Κύριος: Υπόσχεται ειρήνη στο λαό του, στους ευσεβείς του, σ’ αυτούς που την καρδιά τους σ’ εκείνον στρέφουνε.
10 πλὴν ἐγγὺς τῶν φοβουμένων αὐτὸν τὸ σωτήριον αὐτοῦ τοῦ κατασκηνῶσαι δόξαν ἐν τῇ γῇ ἡμῶν.
10 Βεβαίως η σωτηρία, που παρέχεται από τον Θεόν στον λαόν του, είναι πάντοτε κοντά εις εκείνους, που τον ευλαβούνται, ώστε δι' αυτής να εγκατασταθή η δόξα του εις την χώραν μας.
10 Σίγουρα κοντά είν’ η σωτηρία του σ’ αυτούς που τον φοβούνται, ώστε να μένει η δόξα του στη χώρα μας.
11 ἔλεος καὶ ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη κατεφίλησαν·
11 Το έλεος του Θεού και η ακριβής επαλήθευσις των υποσχέσεών του συνηντήθησαν και ηνώθησαν. Η δικαιοσύνη του, η τιμωρούσα το κακόν και αμείβουσα το αγαθόν, και η ειρήνη έδωσαν αμοιβαίον ασπασμόν.
11 Η αγάπη κι η αλήθεια συναντήθηκαν, φιλήθηκαν η δικαιοσύνη και η ειρήνη.
12 ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε, καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε.
12 Ανεβλάστησεν ωραία και καρποφόρος η αλήθεια από την γην, από δε τον ουρανόν έσκυψε προς τα κάτω και επεσκέφθη την γην η δικαιοσύνη και κάθε αρετή.
12 Η αλήθεια φυτρώνει στη γη κι η δικαιοσύνη σκύβει από τον ουρανό.
13 καὶ γὰρ ὁ Κύριος δώσει χρηστότητα, καὶ ἡ γῆ ἡμῶν δώσει τὸν καρπὸν αὐτῆς·
13 Διότι ο Κυριος πλουσίαν θα δείξη και θα δώση την καλωσύνην του, και η γη μας θα δώση αφθόνους τους καρπούς της.
13 Ο Κύριος δίνει τ’ αγαθά κι η γη μάς δίνει τον καρπό της.
14 δικαιοσύνη ἐνώπιον αὐτοῦ προπορεύσεται καὶ θήσει εἰς ὁδὸν τὰ διαβήματα αὐτοῦ.
14 Προ του Κυρίου θα προπορεύεται η δικαιοσύνη, την δε πορείαν του και τον τρόπον της συμπεριφοράς του θα καταστήση άγιον παράδειγμα συμπεριφοράς δι' όλους μας.
14 Η δικαιοσύνη μπροστά απ’ τον Κύριο πορεύεται και μπρος στα βήματά του ανοίγει δρόμο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό τραγοῦδι ἑνός προσκυνητή.
α2 Καθημερινή προσευχή.
β Ὅταν ἐλευθερώνεσαι ἀπό τήν αἰχμαλωσία νά εὐχαριστήσεις τόν Κύριο.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν πληγωθῆ ἀπό ληστές καί πάσχουν ἀπό φοβία.
θ "Ἐν παραλήσει θρησκευτικῶν καθηκόντων".
"Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 85

ΨΑΛΜΟΣ 85 - ΚΥΡΙΕ Σ' ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΑΙ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ ΜΟΥ

Προσευχὴ τῷ Δαυΐδ.

1 Κλῖνον, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἐπάκουσόν μου, ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ.
1 Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου εις τα λόγια μου. Ακουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου, διότι εγώ είμαι πτωχός και δυστυχής.
1 Προσευχή του Δαβίδ. Με προσοχή άκουσε, Κύριε, κι απάντησέ μου, έτσι ταπεινωμένος που είμαι και φτωχός.
2 φύλαξον τὴν ψυχήν μου, ὅτι ὅσιός εἰμι· σῶσον τὸν δοῦλόν σου, ὁ Θεός μου, τὸν ἐλπίζοντα ἐπὶ σέ.
2 Προφύλαξε την ζωήν μου από τους θανασίμους κινδύνους, διότι εις σε είμαι αφιερωμένος· ιδικός σου είμαι, Κυριε. Σώσε εμέ τον δούλον σου, ω Θεέ μου, ο οποίος έχω στηρίξει εις σε τας ελπίδας μου.
2 Φύλαξε την ψυχή μου, γιατί εγώ σου είμαι πιστός· Θεέ μου, εσύ, σώσε το δούλο σου, που αφήνεται σ’ εσένα.
3 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράξομαι ὅλην τὴν ἡμέραν.
3 Ελέησέ με, Κυριε, διότι δεν έπαυσα όλην την ημέραν να κράζω μετά πίστεως προς σέ.
3 Δώσ’ μου το έλεός σου, Κύριε· σ’ εσένα όλη τη μέρα κράζω.
4 εὔφρανον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, ἦρα τὴν ψυχήν μου.
4 Γέμισε με χαράν και ευφροσύνην, την καρδίαν του δούλου σου, διότι προς σε εγώ ύψωσα την ψυχήν μου και εναπέθεσα την ζωήν μου.
4 Δώσε χαρά στο δούλο σου, γιατί σ’ εσένα, Κύριε, προσεύχομαι.
5 ὅτι σύ, Κύριε, χρηστὸς καὶ ἐπιεικὴς καὶ πολυέλεος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις σε.
5 Διότι συ, Κυριε, είσαι ευεργετικός και αγαθός, επιεικής και πολυέλεος προς όλους εκείνους, οι οποίοι σε επικαλούνται με θερμήν προσευχήν.
5 Κύριε, είσαι καλός κι επιεικής συνάμα· και πολυεύσπλαχνος σ’ όλους που σε φωνάζουν.
6 ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν προσευχήν μου καὶ πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου.
6 Ακουσε, Κυριε, την προσευχήν μου, δώσε προσοχήν εις την φωνήν της δεήσεώς μου.
6 Δέξου την προσευχή μου, Κύριε, πρόσεξε τη φωνή της δέησής μου.
7 ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου ἐκέκραξα πρὸς σέ, ὅτι ἐπήκουσάς μου.
7 Και άλλοτε, εις περίοδον θλίψεώς μου, έκραξα δια της προσευχής μου προς σε και με ήκουσες. Ετσι και τώρα, Κυριε, κάμε δεκτήν την προσευχήν μου.
7 Στης θλίψης μου τη μέρα σ’ επικαλούμαι γιατί θα μου αποκριθείς.
8 οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε, καὶ οὐκ ἔστι κατὰ τὰ ἔργα σου.
8 Κανένας από τους θεούς των ειδωλολατρικών λαών δεν ημπορεί να συγκριθή με σένα, Κυριε. Κανένα έργον αυτών δεν ημπορεί να συγκριθή με τα ιδικά σου πανθαύμαστα έργα.
8 Θεός μ’ εσένα όμοιος, Κύριε, δεν υπάρχει· κι έργο κανένα δε συγκρίνεται με τα δικά σου τα έργα.
9 πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐποίησας, ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν σου, Κύριε, καὶ δοξάσουσι τὸ ὄνομά σου.
9 Ολα τα έθνη, τα οποία συ εδημιούργησες, και αυτά τα ειδωλολατρικά, θα έλθουν και θα προσκυνήσουν ενώπιόν σου. Κυριε, και θα δοξολογήσουν το Ονομά σου.
9 Όλοι οι λαοί που έκανες θα ’ρθούν να προσκυνήσουν μπρος σου, Κύριε· και θα δοξολογήσουν τ’ όνομά σου.
10 ὅτι μέγας εἶ σὺ καὶ ποιῶν θαυμάσια, σὺ εἶ Θεὸς μόνος.
10 Διότι συ είσαι μέγας και κάνεις πάντοτε έργα άξια παντός θαυμασμού. Συ είσαι ο μόνος αληθινός και τέλειος Θεός.
10 Γιατί εσύ είσαι μέγας και κάνεις έργα θαυμαστά· Θεός εσύ ’σαι μόνο.
11 ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου, καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· εὐφρανθήτω ἡ καρδία μου τοῦ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου.
11 Οδήγησέ με, Κυριε, στον δρόμον των εντολών σου και εγώ θα πορεύωμαι και θα φέρωμαι σύμφωνα με την αλήθειάν σου. Θα ευφρανθή η καρδία μου πλημμυρισμένη με τον ιερόν σεβασμόν προς το Ονομά σου.
11 Το δρόμο σου, Κύριε, δίδαξέ με, και πάνω στην αλήθεια σου θα περπατώ· κάνε να χαίρεται η καρδιά μου στου ονόματός σου το σεβασμό.
12 ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, καὶ δοξάσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα.
12 Θα σε δοξολογώ, Κυριε και Θεέ μου, με όλην μου την καρδίαν και θα δοξάζω πάντοτε το πανένδοζον Ονομά σου.
12 Θα σ’ εξυμνώ, Κύριε και Θεέ μου, μ’ όλη μου την καρδιά· κι αιώνια θα δοξάζω τ’ όνομά σου.
13 ὅτι τὸ ἔλεός σου μέγα ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐῤῥύσω τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου.
13 Διότι μέγα είναι το έλεος, που έδειξες προς εμέ, αφού έσωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, από αυτόν τον βαθύτατον άδην.
13 Η ευσπλαχνία σου για μένα είναι μεγάλη· έσωσες τη ζωή μου από βέβαιο θάνατο.
14 ὁ Θεός, παράνομοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ συναγωγὴ κραταιῶν ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου καὶ οὐ προέθεντό σε ἐνώπιον αὐτῶν.
14 Ω Θεέ μου, άνθρωποι παράνομοι επανεστάτησαν εναντίον μου και συμμορία ισχυρών ανδρών εζήτησαν να μου αφαιρέσουν την ζωήν, και δεν έλαβαν καθόλου υπ' όψιν των σέ, τον δίκαιον Θεόν.
14 Θεέ, εναντίον μου ξεσηκωθήκαν αλαζόνες, και συμμαχία τυράννων το θάνατό μου θέλησε, αυτοί που δε σε υπολογίζουν.
15 καὶ σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός.
15 Συ όμως, Κυριε και Θεέ μου, είσαι ευσπλαγχνικός, ελεήμων, μακρόθυμος, πολυέλεος και αληθινός πάντοτε εις όσα λέγεις.
15 Εσύ, όμως, Κύριε, είσαι Θεός όλο ευσπλαχνία και συμπάθεια, ανεκτικός, γεμάτος καλοσύνη και πιστότητα.
16 ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, δὸς τὸ κράτος σου τῷ παιδί σου καὶ σῶσον τὸν υἱὸν τῆς παιδίσκης σου.
16 Ριψε, λοιπόν, ευμενές βλέμμα εις εμέ και ελέησέ με. Δώσε την δύναμίν σου εις εμέ τον δούλον σου και σώσε εμέ, τον υιόν της δούλης σου, της μητρός μου.
16 Ρίξε το βλέμμα σου σ’ εμένα, γίνε μου σπλαχνικός, δώσε στο δούλο σου τη δύναμή σου και σώσε το παιδί της δούλης σου.
17 ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθόν, καὶ ἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με καὶ αἰσχυνθήτωσαν, ὅτι σύ, Κύριε, ἐβοήθησάς μοι καὶ παρεκάλεσάς με.
17 Καμε προς σωτηρίαν μου έκτακτον θαύμα, ας το ίδουν αυτοί, οι οποίοι με μισούν και ας κατεντροπιασθούν, διότι συ, Κυριε, πράγματι με εβοήθησες εις την θλίψιν μου και με παρηγόρησες.
17 Δείξε μου ένα σημάδι της καλοσύνης σου· και σαν το δουν αυτοί που με μισούνε θα ντροπιαστούν· γιατί εσύ, Κύριε, με βοήθησες και μ’ ανακούφισες.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Εὐχαριστία καί προσευχή.
α2 Γιά τήν χάραξη μιᾶς σωστῆς πορείας μέσα στή ζωῆς.
β Ὅταν ἐχθροί κυκλώνουν τήν ψυχή σου.
γ Γιά νά σώση ὁ Θεός τόν κόσμο, ὅταν πέφτη χολέρα στούς ἀνθρώπους καί πεθαίνουν.
ε "Διδάσκει πῶς πρέπει νά προσεύχεται κάθε ἄνθρωπος, ὁπού εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκας".
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων".

ΨΑΛΜΟΣ 87

ΨΑΛΜΟΣ 87 - ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ, ΠΡΙΝ ΑΠΟΘΑΝΩ

1 ᾨδὴ ψαλμοῦ τοῖς υἱοῖς Κορέ· εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Μαελὲθ τοῦ ἀποκριθῆναι λόγον συνέσεως Αἰθὰμ τῷ Ἰσραηλίτῃ.
1 -
1 Ωδή ψαλμού για τη συγγένεια του Κορέ· στον πρωτοψάλτη, όπως το «μαχαλάθ-λαανώθ». Μασχίλ του Εζραΐτη Αιμάν.
2 Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου·
2 Κυριε, ο Θεός και σωτήρ μου, προς σε έκραξα όλην την ημέραν και την νύκτα όρθιος ενώπιόν σου προσευχόμενος. Ψαλ. 873 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου.
2 Κύριε Θεέ, σωτήρα μου, σ’ εσένα φώναξα τη μέρα, τη νύχτα μπρος σου στάθηκα.
3 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου.
3 Είθε να ανοίξη η θύρα του ελέους σου, δια να εισέλθη ενώπιόν σου η προσευχή μου. Κλίνε το αυτί σου, δια να ακούση τα λόγια της δεήσεώς μου
3 Μέχρι σ’ εσένα ας φτάσει η προσευχή μου· άκου προσεκτικά το θρήνο μου.
4 ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε·
4 Διότι υπερεπλημμύρισεν η καρδία μου από συμφοράς και η ζωη μου έχει φθάσει εις το χείλος του άδου.
4 Η ψυχή μου είναι γεμάτη πόνους, και η ζωή μου ζύγωσε στο θάνατο.
5 προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος,
5 Θεωρούμαι πλέον όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στον βαθύν λάκκον του τάφου. Εγινα άνθρωπος αβοήθητος, ερριμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακράν από κάθε επικοινωνίαν με τους ζώντας.
5 Με λογαριάζουν για νεκρό· είμαι σαν άνθρωπος δίχως πια δύναμη.
6 ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν.
6 Είμαι ωσάν τους θανασίμως τραυματισμένους άνδρας, οι οποίοι κοιμώνται την νάρκην του θανάτου στον τάφον, και τους οποίους δεν ενθυμείσαι πλέον ως ζωντανούς, αλλά τους απώθησες μακράν από την προστασίαν σου.
6 Παρατημένος μέσα στους νεκρούς, αυτούς που κείτονται στον τάφο. Αυτούς δεν τους υπολογίζεις πια, δεν κάνεις τίποτε γι’ αυτούς.
7 ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου.
7 Οι πόνοι και αι συμφοραί μου με εβύθισαν στον βαθύτατον λάκκον του θανάτου, εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου, όπου βασιλεύει η σκια του θανάτου
7 Στα βάθη της αβύσσου μ’ έριξες, στα σκότη, στου θάνατου τη σκιά.
8 ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ. (διάψαλμα).
8 Βαρύς έπεσεν επάνω μου ο θυμός σου και όλα τα κύματα της οργής σου τα αφήκες να εκσπάσουν εναντίον μου.
8 Βάρυνε πάνω μου ο θυμός σου κι όλα τα κύματά σου πάνω μου ξέσπασαν. (Διάψαλμα)
9 ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην.
9 Απεμάκρυνες από εμέ τους γνωστούς μου, με εσιχάθησαν και με αηδίασαν. Παρεδόθην εις την δυστυχίαν και δεν ημπορώ πλέον να απαλλαγώ από αυτήν.
9 Μάκρυνες από μένα τους γνωστούς μου, μ’ έκανες να ’μαι φρίκη για τα μάτια τους· έμεινα αποκλεισμένος και δεν μπορώ να διαφύγω.
10 οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου·
10 Τα μάτια μου αδυνάτισαν, εθάμπωσαν από τας ταλαιπωρίας και από τα πολλά μου δάκρυα. Εκραξα προς σέ, Κυριε, προσευχόμενος όλην την ημέραν. Απλωσα και ύψωσα προς σε τα χέρια μου.
10 Θολώσανε τα μάτια μου από την αθλιότητά μου. Όλη τη μέρα, Κύριε, σου φώναζα, τα χέρια μου άπλωνα σ’ εσένα.
11 μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι;
11 Βοήθησέ με, Κυριε, πριν η αποθάνω. Μηπως, τάχα, και θα δείξης τα θαυμαστά σου έργα στους νεκρούς, και εις εμέ όταν αποθάνω; Η μήπως οι ιατροί ημπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, δια να σε δοξολογήσουν;
11 Θα κάνεις θαύματα για τους νεκρούς; ή μήπως οι σκιές των νεκρών θα σηκωθούν να σε δοξολογήσουν; (Διάψαλμα)
12 μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ;
12 Μηπως επίσης είναι δυνατόν να διηγηθή κανείς το έλεός σου και την αλήθειάν σου μεταξύ των νεκρών κάτω εις τον άδην;
12 Θα διηγηθεί κανείς μέσα στον τάφο την αγάπη σου και την αλήθεια σου στον τόπο της φθοράς;
13 μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ;
13 Μηπως και είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά τα θαυμαστά σου έργα εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου και τα έργα της δικαιοσύνης σου εις την λησμονημένην χώραν των νεκρών;
13 Μπορούν μες στα τρισκόταδα ν’ αναφανούν τα θαύματά σου και η δικαιοσύνη σου στη γη της λησμονιάς;
14 κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε.
14 Δια τούτο και εγώ, Κυριε, τώρα που ευρίσκομαι ακόμη εν τη ζωή, έκραξα καθ' όλον το διάστημα της νυκτός προς σέ· και το πρωϊ η προσευχή μου θα σε προφθάση.
14 Αλλά εγώ, Κύριε, σ’ εσένα φώναξα· και το πρωί θα σε προσμένει η προσευχή μου.
15 ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
15 Διατί, Κυριε, απωθείς την ψυχήν μου, και γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου, μακράν από εμέ;
15 Γιατί αποδιώχνεις την ψυχή μου, Κύριε; Γιατί κρυμμένο μού κρατάς το πρόσωπό σου;
16 πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην.
16 Εγώ είμαι πτωχός και ανάμεσα εις κόπους έχω ζήσει από την νεότητά μου. Οταν δε κοινωνικώς και υλικώς εξυψώθην, εταπεινώθηκα και πάλιν κατόπιν και περιέπεσα εις αμηχανίαν και απορίαν.
16 Άθλιος είμ’ εγώ κι από τα νιάτα μου στο θάνατο κοντά· υψώθηκα και ταπεινώθηκα και απορώ.
17 ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με,
17 'Επέρασαν από επάνω μου αι οργαί σου, αι φοβεραί απειλαί σου με συνεκλόνισαν,
17 Πάνω μου πέρασαν οι πυρωμένες θύελλες της οργής σου και με εξουθενώσαν οι φοβέρες σου.
18 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα.
18 αυταί με περιεκύκλωσαν ωσάν ύδωρ όλην την ημέραν, με περιέβαλαν ταυτοχρόνως από παντού.
18 Σαν τα νερά έρχονται κατά πάνω μου απ’ όλες τις μεριές, γύρω μου σφίγγουν τον κλοιό από παντού.
19 ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας.
19 Εμάκρυνες από εμέ όλους τους φίλους μου και τους γείτονάς μου και γενικώς όλους τους γνωστούς μου εξ αιτίας της δυστυχίας μου.
19 Μάκρυνες από μένα γείτονες και φίλους και μόνη συντροφιά μου η σκοτεινιά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Στήν πόλη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τήν οἰκογενειακή γαλήνη.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί κυκλώνουν τήν ψυχή σου.
γ Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός ὅλους τούς ἀπροστάτευτους ἀνθρώπους πού ταλαιπωροῦνται ἀπό σκληρούς ἀνθρώπους.
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή)
η "Δι' αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία, ὡς καί πᾶσα ψυχή αἰσθανομένη ὡς μέλος αὐτῆς, παρίσταται πάσχουσα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἀναπληροῦσα τά ὑστερήματα τῶν τέκνων της".
θ "Εν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.

ΨΑΛΜΟΣ 88

ΨΑΛΜΟΣ 88 - ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΕ, ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΣΤΟ ΔΑΒΙΔ;

1 Συνέσεως Αἰθὰμ τῷ Ἰσραηλίτῃ.
1 -
1 Μασχίλ του Εθάν του Εζραΐτη.
2 Τὰ ἐλέη σου, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα ᾄσομαι, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἀπαγγελῶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῷ στόματί μου,
2 Τα ελέη σου, Κυριε, θα υμνολογώ εγώ παντοτεινά· εις γενεάν και γενεάν θα διαλαλώ με το στόμα μου την αλήθειάν σου.
2 Κύριε, τις καλοσύνες σου αιώνια θα τις ψάλλω· από γενιά σ’ άλλη γενιά θα λέω για την πιστότητά σου.
3 ὅτι εἶπας· εἰς τὸν αἰῶνα ἔλεος οἰκοδομηθήσεται· ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου·
3 Διότι συ είπες· το οικοδόμημα του ελέους μου θα ορθώνεται και συνεχώς θα ανοικοδομήται στους αιώνας των αιώνων. Εις τους αιωνίους και αδιασείστους ουρανούς εστηρίχθη και στερεώνεται η αλήθεια και η αξιοπιστία σου.
3 Είπα: «Η αγάπη σου αιώνια διαρκεί· στερεωμένη στα ουράνια η πιστότητά σου».
4 διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὤμοσα Δαυΐδ τῷ δούλῳ μου·
4 Συ είπες· Εκαμα συμφωνίαν με τους εκλεκτούς ανθρώπους του λαού μου, έδωσα υπόσχεσίν με ορκον εις τον δούλον μου τον Δαυίδ και είπα·
4 Κι είπες: «Έκανα συμφωνία με τον εκλεκτό μου και στο Δαβίδ το δούλο μου ορκίστηκα:
5 ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα σου καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον σου. (διάψαλμα).
5 μέχρι της συντελείας του αιώνος θα στερεώσω και θα ενισχύσω τους απογόνους σου. Ως στερεόν και ακλόνητον οικοδόμημα θα θεμελιώσω και θα ανεγείρω τον βασιλικόν σου θρόνον από γενεάς εις γενεάν.
5 Για πάντα θα στεριώσω τους απογόνους σου· το θρόνο σου θα τον στηρίζω από γενιά σ’ άλλη γενιά» (Διάψαλμα)
6 ἐξομολογήσονται οἱ οὐρανοὶ τὰ θαυμάσιά σου, Κύριε, καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν ἐκκλησίᾳ ἁγίων.
6 Αι ουράνιαι αγγελικαί δυνάμεις θα ανυμνολογήσουν τα θαυμάσια έργα σου, Κυριε, και την αξιοπιστίαν των λόγων σου θα δοξολογήσουν εις την επουράνιον εκκλησίαν των αγγέλων και των αγίων σου.
6 Πανηγυρίζουν οι ουρανοί, τα θαυμαστά σου έργα, Κύριε, και στων αγίων τη σύναξη ανυμνείται η πιστότητά σου.
7 ὅτι τίς ἐν νεφέλαις ἰσωθήσεται τῷ Κυρίῳ; καὶ τίς ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρίῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ;
7 Διότι ποιός και από εκείνους, που υπάρχουν υπεράνω από τας νεφέλας στους ουρανούς, δύναται να εξισωθή και αντιπαραβληθή προς τον Κυριον; Η ποιός από τους αγγέλους του ουρανού η τους κατά χάριν υιούς του Θεού είναι δυνατόν να ομοιωθή προς τον Κυριον;
7 Γιατί, ποιος θα μπορούσε με τον Κύριο στα ουράνια να συγκριθεί; ποιος τάχα στους θεούς ανάμεσα με τον Κύριο μοιάζει;
8 ὁ Θεὸς ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ ἁγίων, μέγας καὶ φοβερός ἐστιν ἐπὶ πάντας τοὺς περικύκλῳ αὐτοῦ.
8 Ο Θεός, αυτός δοξάζεται ακσπαπαύστως εν μέσω συγκεντρώσεων των αγίων αγγέλων του στους ουρανούς· είναι μέγας, θαυμαστός και φοβερός εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον περικυκλώνουν.
8 Ο Θεός φοβερός πολύ μες στων αγίων τη σύσκεψη· και τρομερός αφάνταστα σ’ όσους τον περιβάλλουν.
9 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, τίς ὅμοιός σοι; δυνατὸς εἶ, Κύριε, καὶ ἡ ἀλήθειά σου κύκλῳ σου.
9 Ω Κυριε και Θεέ των εν ουρανοίς αγγελικών δυνάμεων, ποιός είναι δυνατόν να συγκριθή προς σέ; Συ Κυριε, είσαι παντοδύναμος και η αλήθειά σου σε περιβάλλει και ακτινοβολείται γύρω σου.
9 Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, ποιος είναι σαν κι εσένα; ποιος σαν εσένα, Κύριε, ισχυρός; Είσαι όλος πιστότητα.
10 σὺ δεσπόζεις τοῦ κράτους τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ σάλον τῶν κυμάτων αὐτῆς σὺ καταπραΰνεις.
10 Συ κυριαρχείς απολύτως εις την δύναμιν της θαλάσσης την δε αναταραχήν των κυμάτων της συ την καταπραΰνεις και την γαληνεύεις.
10 Εσύ δαμάζεις τη θαλασσοταραχή· το σάλο των κυμάτων εσύ τον γαληνεύεις.
11 σὺ ἐταπείνωσας ὡς τραυματίαν ὑπερήφανον, ἐν τῷ βραχίονι τῆς δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τοὺς ἐχθρούς σου.
11 Συ εταπείνωσες τον υπερήφανον Φαραώ ως τραυματίαν πολέμου, και με τον ακατανίκητον βραχίονά σου διεσκόρπισες τους εχθρούς σου εκεί, παρά την Ερυθράν Θαλασσαν.
11 Εσύ διαπέρασες, πάταξες τη Ραάβ· μ’ ενέργειες της δύναμής σου τους εχθρούς σου τους σκόρπισες.
12 σοί εἰσιν οἱ οὐρανοί, καὶ σή ἐστιν ἡ γῆ· τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἐθεμελίωσας.
12 Ιδικοί σου είναι οι ουρανοί, ιδική σου είναι η γη. Την οικουμένην και όλα, όσα γεμίζουν απ' άκρου εις άκρον την γην, συ εθεμελίωσες επί ασφαλών βάσεων.
12 Σ’ εσένα ουρανοί και γη ανήκουν. Στην οικουμένη και σ’ ό,τι τη γεμίζει εσύ έδωσες υπόσταση.
13 τὸν βοῤῥᾶν καὶ τὴν θάλασσαν σὺ ἔκτισας, Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται.
13 Την προς βορράν έκτασιν και την Μεσόγειον Θαλασσαν συ εδημιούργησες. Το καταπράσινον Θαβώρ και το χιονισμένον Ερμών, όταν ακούουν το όνομά σου, σκιρτούν από αγαλλίασιν και δοξολογούν σέ, τον δημιουργόν των.
13 Βορρά και νότο δημιούργησες εσύ· το Θαβώρ κι ο Ερμών αναγαλλιάζουν στ’ όνομά σου.
14 σὸς ὁ βραχίων μετὰ δυναστείας· κραταιωθήτω ἡ χείρ σου, ὑψωθήτω ἡ δεξιά σου.
14 Ο ιδικός σου βραχίων ενεργεί με ακατανίκητον δύναμιν. Ας είναι λοιπόν πάντοτε πανίσχυρος η χείρ σου, δια να υπερασπίζη τους δικαίους και παρέχη τας ευλογίας σου. Ας μεγαλύνεται αυτή με τα θαυμαστά της έργα.
14 Δικός σου είναι ο δυνατός βραχίονας· το χέρι σου είναι ισχυρό, η δεξιά σου υψωμένη.
15 δικαιοσύνη καὶ κρίμα ἑτοιμασία τοῦ θρόνου σου, ἔλεος καὶ ἀλήθεια προπορεύσονται πρὸ προσώπου σου.
15 Η δικαιοσύνη σου και αι ορθαί και δίκαιαι πάντοτε αποφάσεις σου αναδεικνύουν ένδοξον τον θρόνον σου. Η δε ευσπλαγχνία σου και η αλήθειά σου εις τα λόγια σου, εις τας αποφάσεις σου, εις τας υποσχέσεις σου, ως άλλοι άγγελοι, προπορεύονται ενώπιόν σου, δια να εξαγγέλλουν το μεγαλείον σου.
15 Δικαιοσύνη και ευθυκρισία είν’ το θεμέλιο του θρόνου σου· η καλοσύνη κι η πιστότητα την παρουσία σου προαγγέλλουν.
16 μακάριος ὁ λαὸς ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν· Κύριε, ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου πορεύσονται
16 Ευτυχής και ευλογημένος είναι ο λαός εκείνος, που έμαθε με αλαλαγμούς να δοξολογή τον Κυριον κατά τας εορτάς. Κυριε, με το φως της ιδικής σου παρουσίας θα πορεύωνται τον ορθόν δρόμον οι άνθρωποι αυτοί.
16 Μακάριος είν’ ο λαός που ξέρει μ’ ενθουσιασμό να σ’ εξυμνεί! Με το φως, Κύριε, πορεύονται της ύπαρξής σου.
17 καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ὑψωθήσονται.
17 Με την πίστιν και την ελπίδα στο πάντιμον και σεβαστόν Ονομά σου θα χαίρουν και θα αγάλλωνται όλας τας ημέρας της ζωής των, και με την ιδικήν σου προστατευτικήν δικαιοσύνην θα υψωθούν και θα δοξασθούν.
17 Στο όνομά σου κάθε μέρα αγάλλονται, με τη δικαιοσύνη σου ευτυχούν.
18 ὅτι καύχημα τῆς δυνάμεως αὐτῶν σὺ εἶ, καὶ ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου ὑψωθήσεται τὸ κέρας ἡμῶν.
18 Διότι συ είσαι το καύχημα της δυνάμεώς των και με την ιδικήν σου ευμένειαν και προστασίαν θα αναδειχθή ένδοξος η παράταξις μας.
18 Γιατ’ είσαι εσύ της δύναμής τους καύχημα και με την εύνοιά σου το κύρος μας υψώνεις.
19 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ ἀντίληψις καὶ τοῦ ἁγίου Ἰσραὴλ βασιλέως ἡμῶν.
19 Ο Κυριος είναι ο προστάτης και σωτήρ εις τας δυσκόλους περιστάσεις της ζωής μας. Αυτός, ο άγιος Θεός του ισραηλιτικού λαού, ο βασιλεύς μας.
19 Γιατί ο Κύριος είν’ η προστασία μας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο βασιλιάς μας.
20 τότε ἐλάλησας ἐν ὁράσει τοῖς υἱοῖς σου καὶ εἶπας· ἐθέμην βοήθειαν ἐπὶ δυνατόν, ὕψωσα ἐκλεκτὸν ἐκ τοῦ λαοῦ μου·
20 Εις τον κατάλληλον τότε και ωρισμένον χρόνον με οράματα συ απεκάλυψες το θέλημά σου στους υιούς σου, τους προφήτας, και είπες· Εδωσα την βοήθειάν μου εις ένα άνθρωπον, τον ανέδειξα ισχυρόν, τον ύψωσα ως τον εκλεκτόν μου μεταξύ του λαού,
20 Μίλησες τότε με όραμα στους ευσεβείς σου και είπες: «Σ’ έναν γενναίο έδωσα βοήθεια· ανέδειξα τον εκλεκτό μέσ’ από το λαό.
21 εὗρον Δαυΐδ τὸν δοῦλόν μου, ὁ ἐν ἐλαίῳ ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν.
21 ευρήκα, δηλαδή, εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού τον Δαυίδ, τον δούλον μου, και με άγιον έλαιον έχρισα αυτόν βασιλέα.
21 Βρήκα το δούλο μου το Δαβίδ, τον έχρισα με τ’ άγιο μου το λάδι,
22 ἡ γὰρ χείρ μου συναντιλήψεται αὐτῷ καὶ ὁ βραχίων μου κατισχύσει αὐτόν·
22 Η παντοδύναμος δεξιά μου θα βοηθή και θα προστατεύη αυτόν, και ο βραχίων της δυνάμεώς μου θα τον ενδυναμώνη πάντοτε.
22 ώστε να τον στεριώνει η δύναμή μου και η ισχύς μου να τον κραταιώνει.
23 οὐκ ὠφελήσει ἐχθρὸς ἐν αὐτῷ, καὶ υἱὸς ἀνομίας οὐ προσθήσει τοῦ κακῶσαι αὐτόν.
23 Ο εχθρός του δεν έχει τίποτε να επιτύχη εις βάρος του, να ωφεληθή και κερδίση από αυτόν. Και κανείς κακοποιός ποτέ δεν θα κατορθώση και δεν θα επιχειρήση πάλιν να του κάμη κάτι κακόν.
23 Δε θα κερδίσει απ’ αυτόν ο εχθρός κι ο άνομος δε θα τον καταβάλει.
24 καὶ συγκόψω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς μισοῦντας αὐτὸν τροπώσομαι.
24 Ενώπιόν του θα κατακόψω όλους τους εχθρούς του και εκείνους, οι οποίοι τον μισούν, θα τους κατατροπώσω, θα τους τρέψω πανικόβλητους εις φυγήν.
24 Μπροστά του θα συντρίψω τους εχθρούς του και θα πατάξω αυτούς που τον μισούν.
25 καὶ ἡ ἀλήθειά μου καὶ τὸ ἔλεός μου μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ ὀνόματί μου ὑψωθήσεται τὸ κέρας αὐτοῦ.
25 Η αλήθειά μου και η ευσπλαγχνία μου θα είναι πάντοτε μαζή του. Δι' εμού θα εξυψωθή και θα δοξασθή η δύναμίς του.
25 Η αλήθεια μου κι η αγάπη μου μαζί του θα ’ναι· και με την παρουσία μου την ενεργό το κύρος του θα αυξηθεί.
26 καὶ θήσομαι ἐν θαλάσσῃ χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐν ποταμοῖς δεξιὰν αὐτοῦ.
26 Θα θεμελιώσω την κυριαρχίαν του μέχρι και της Μεσογείου Θαλάσσης και την δύναμιν της δεξιάς του μέχρι και των ποταμών Ευφράτου και Τιγρητος.
26 Θ’ απλώσω ως τη θάλασσα την εξουσία του, και την κυριαρχία του ως τους ποταμούς.
27 αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με· πατήρ μου εἶ σύ, Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου·
27 Αυτός με πίστιν θα με επικαλεσθή και θα μου πη· Συ είσαι ο πατήρ μου, ο Θεός μου, ο προστάτης και σωτήρ μου.
27 Αυτός θα πρέπει να ομολογήσει: “εσύ ’σαι ο πατέρας μου, της σωτηρίας μου σιγουριά, Θεός μου”.
28 κἀγὼ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς.
28 Και εγώ, ως άλλον προνομιούχον πρωτότοκον υιόν μου, θα τον αναδείξω, θα τον κάμω ενδοξότατον μεταξύ όλων των βασιλέων της γης.
28 Κι εγώ προνόμια σ’ αυτόν πρωτότοκου θα δώσω· υπέρτατον στης γης τους βασιλιάδες θα τον κάνω.
29 εἰς τὸν αἰῶνα φυλάξω αὐτῷ τὸ ἔλεός μου, καὶ ἡ διαθήκη μου πιστὴ αὐτῷ·
29 Αιωνία θα είναι η προς αυτόν ευσπλαγχνία μου και η μετ' αυτού διαθήκη μου θα παραμένη πάντοτε αξιόπιστος και βεβαία εις όφελός του.
29 Γι’ αυτόν την εύνοιά μου θα κρατήσω αιώνια· τη διαθήκη μου απαράβατη μ’ αυτόν.
30 καὶ θήσομαι εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος τὸ σπέρμα αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ.
30 Θα αναδεικνύω πάντοτε τους απογόνους και διαδόχους του, ώστε ο βασιλικός του θρόνος να διαρκή όσον και ο ουρανός· να μείνη αιώνιος.
30 Τους απογόνους του για πάντα θα τους διατηρήσω, το θρόνο του όσο θα υπάρχει ο ουρανός.
31 ἐὰν ἐγκαταλίπωσιν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὸν νόμον μου καὶ τοῖς κρίμασί μου μὴ πορευθῶσιν,
31 Εάν όμως οι απόγονοί του εγκαταλείψουν τον Νομον μου και δεν ζήσουν σύμφωνα με τας εντολάς μου,
31 Αν οι απόγονοί του το νόμο μου εγκαταλείψουν και με τις εντολές μου σύμφωνα δεν πορευτούν,
32 ἐὰν τὰ δικαιώματά μου βεβηλώσωσι καὶ τὰς ἐντολάς μου μὴ φυλάξωσιν,
32 εάν βεβηλώσουν τα προστάγματά μου και δεν τηρήσουν τας εντολάς μου,
32 αν παραβούν τα διατάγματά μου και δεν τηρήσουν τις δικές μου εντολές,
33 ἐπισκέψομαι ἐν ῥάβδῳ τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τὰς ἀδικίας αὐτῶν·
33 τότε εγώ θα τους επισκεφθώ με ράβδον τιμωρίας δια τας παρανομίας των και με μαστιγώσεις δια τας αδικίας, τας οποίας θα διαπράττουν.
33 θα τιμωρήσω αυστηρά τις παραβάσεις τους, και για τις ανομίες τους θα τους δώσω συμφορές.
34 τὸ δὲ ἔλεός μου οὐ μὴ διασκεδάσω ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἀδικήσω ἐν τῇ ἀληθείᾳ μου,
34 Παρ' όλον τούτο όμως δεν θα απομακρύνω εγώ το έλεός μου από αυτούς, ούτε και θα αθετήσω τας υποσχέσεις, που τους έχω δώσει.
34 Αλλά δε θ’ αποσύρω απ’ αυτόν το έλεός μου, και την πιστότητά μου δε θα τη διαψεύσω.
35 οὐδ᾿ οὐ μὴ βεβηλώσω τὴν διαθήκην μου καὶ τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου οὐ μὴ ἀθετήσω.
35 Δεν θα καταπατήσω εγώ την ένορκον υπόσχεσίν μου και δεν θα αθετήσω τα λόγια, τα οποία εξήλθον από το στόμα μου.
35 Δε θα παραβώ τη διαθήκη μου, και ό,τι βγήκε από τα χείλη μου δε θα το αθετήσω.
36 ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαυΐδ ψεύσομαι·
36 Μια φορά ωρκίσθην εις την αγιότητά μου· δεν θα ψευσθώ, λοιπόν, προς τον Δαυίδ σχετικώς με τας υποσχέσεις μου.
36 Μία φορά ορκίστηκα στην αγιότητά μου· δε θ’ απογοητεύσω το Δαβίδ.
37 τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μενεῖ καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον μου
37 Οι απόγονοι και διάδοχοι του θρόνου του θα υπάρχουν πάντοτε και ο βασιλικός του θρόνος θα παραμένη ενώπιόν μου όπως ο φωτεινός ήλιος,
37 Οι απόγονοί του αιώνια θα υπάρχουν· κι ο θρόνος του όπως απέναντί μου ο ήλιος κι η σελήνη,
38 καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός. (διάψαλμα).
38 και όπως η σελήνη, η οποία έχει δημιουργηθή δια να υπάρχη αιωνίως. Ο μάρτυς δε ο αξιόπιστος και φιλαλήθης είμαι εγώ, ο οποίος κατοικώ στον ουρανόν.
38 αιώνια στεριωμένος θα ’ναι –μάρτυρες αξιόπιστοι είναι τα ουράνια». (Διάψαλμα)
39 σὺ δὲ ἀπώσω καὶ ἐξουδένωσας, ἀνεβάλου τὸν χριστόν σου·
39 Συ όμως, Κυριε, που τόσας και τόσας υποσχέσεις έδωκες δια τον Δαυίδ, απώθησες, εξηυτέλισες, και απέβαλες και δεν θέλεις να ίδης τον καταγόμενον από τον Δαυίδ χρισμένον βασιλέα του Ισραήλ τον Ροβοάμ.
39 Ωστόσο εσύ, Κύριε, απώθησες τον εκλεκτό σου και τον βδελύχθηκες· και εναντίον του οργίστηκες πολύ.
40 κατέστρεψας τὴν διαθήκην τοῦ δούλου σου, ἐβεβήλωσας εἰς τὴν γῆν τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ.
40 Ηκύρωσες και κατέλυσες την διαθήκην σου προς τον δούλόν σου Δαυίδ και παρεχώρησες να βεβηλωθή και ποδοπατηθή εις την γην το ιερόν του βασιλέως μας στέμμα και ανάκτορον.
40 Τη συμφωνία με το δούλο σου την απαρνήθηκες· το διάδημά σου το ξευτέλισες στη γη.
41 καθεῖλες πάντας τοὺς φραγμοὺς αὐτοῦ, ἔθου τὰ ὀχυρώματα αὐτοῦ δειλίαν·
41 Εκρήμνισες και μετέβαλες εις ερείπια τα τείχη της πόλεώς του. Τα οχυρωματικά του έργα τα έκαμες ασθενή και μηδαμινά, ώστε να φέρουν δειλίαν στους στρατιώτας.
41 Όλα τα τείχη του τα γκρέμισες, ερείπια έκανες τα οχυρά του.
42 διήρπαζον αὐτὸν πάντες οἱ διοδεύοντες ὁδόν, ἐγενήθη ὄνειδος τοῖς γείτοσιν αὐτοῦ.
42 Ελεηλάτησαν και λεηλατούν την χώραν του όλοι οι διαβάται και ο λαός σου έγινεν εμπαιγμός και περίγελως εις τα γειτονικά ειδωλολατρικά έθνη.
42 Στο δρόμο όσοι περνούν τον λεηλατούν· στους γείτονές του έγινε περίγελως.
43 ὕψωσας τὴν δεξιὰν τῶν θλιβόντων αὐτόν, εὔφρανας πάντας τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ.
43 Ενίσχυσες την δεξιάν χείρα και την δύναμιν των ανθρώπων, οι οποίοι τον καταπιέζουν, και έτσι παρεχώρησες να ευφρανθούν όλοι οι εχθροί του.
43 Τη νίκη χάρισες στους αντιπάλους του, χαρά έδωσες σ’ όλους τους εχθρούς του.
44 ἀπέστρεψας τὴν βοήθειαν τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀντελάβου αὐτοῦ ἐν τῷ πολέμῳ.
44 Απεμάκρυνες την βοήθειάν σου από τα στρατεύματά του και δεν τον εβοήθησες εις ώραν πολέμου.
44 Την κόψη του σπαθιού του στόμωσες και δεν του παραστάθηκες στον πόλεμο.
45 κατέλυσας ἀπὸ καθαρισμοῦ αὐτοῦ, τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν κατέῤῥαξας.
45 Κατήργησες την υπό του Νομου σου προβλεπομένην τελετουργικήν κάθαρσιν, και τον θρόνον του τον συνέτριψες και ερείπια τον ερριψες κάτω εις την γην.
45 Το μεγαλείο του το αφάνισες, το θρόνο του τον γκρέμισες στη γη.
46 ἐσμίκρυνας τὰς ἡμέρας τοῦ χρόνου αὐτοῦ, κατέχεας αὐτοῦ αἰσχύνην. (διάψαλμα).
46 Περιώρισες και εμικρυνες τας ημέρας της ζωής του και τον περιέλουσες με καταισχύνην.
46 Λιγόστεψες της νιότης του τις μέρες, τον γέμισες ντροπή. (Διάψαλμα)
47 ἕως πότε, Κύριε, ἀποστρέφῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ἡ ὀργή σου;
47 Εως πότε, Κυριε, θα αποστρέφης τελείως από ημάς το πρόσωπόν σου και η οργή σου θα ανάπτη ολονέν και περισσότερον ως πυρκαϊά;
47 Ως πότε, Κύριε, θα κρύβεσαι; για πάντα σαν φωτιά θα λαμπαδιάζει η οργή σου;
48 μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις· μὴ γὰρ ματαίως ἔκτισας πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων;
48 Ενθυμήσου πόσον βραχεία και παροδική είναι η ζωή εμού και όλων των ανθρώπων. Μηπως, Κυριε, ματαίως και χωρίς κανένα σκοπόν έπλασες όλους τους ανθρώπους;
48 Θυμήσου πόσο η ζωή μου διαρκεί, πόσο προσωρινό το δημιούργησες το γένος των ανθρώπων.
49 τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται, καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον; ῥύσεται τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ᾅδου; (διάψαλμα).
49 Ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα ζήση και δεν θα ίδη τον θάνατον; Θα ευρεθή, τάχα, ποτέ κανείς, να απαλλάξη τον αποθανόντα άνθρωπον από τα χέρια του άδου;
49 Είναι κανείς που να μπορεί να ζει, χωρίς ο θάνατος να τονε φτάνει; ή να μπορεί να σώσει τη ζωή του από την εξουσία του άδη; (Διάψαλμα)
50 ποῦ ἐστι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα, Κύριε, ἃ ὤμοσας τῷ Δαυΐδ ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου;
50 Που είναι, λοιπόν, Κυριε, τα αρχαία ελέη σου, τα οποία με όρκον υπεσχέθης εν τη φιλαληθεία σου προς τον Δαυίδ;
50 Πού είναι, Κύριε, η ευσπλαχνία σου η γνώριμη από παλιά, που στο Δαβίδ την υποσχέθηκες με την πιστότητά σου;
51 μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ὀνειδισμοῦ τῶν δούλων σου, οὗ ὑπέσχον ἐν τῷ κόλπῳ πολλῶν ἐθνῶν,
51 Ενθυμήσου, Κυριε, και ιδέ τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην των δούλων σου, των ομοεθνών μου, την οποίαν υπέστησαν μέχρι εις τα κατάβαθα της καρδίας των εκ μέρους πολλών εθνών.
51 Θυμήσου, Κύριε, πώς πρόσβαλαν τους δούλους σου! Πόσων λαών τους χλευασμούς πρέπει να υποστώ;
52 οὗ ὠνείδισαν οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, οὗ ὠνείδισαν τὸ ἀντάλλαγμα τοῦ χριστοῦ σου.
52 Ιδέ τον χλευασμόν, με τον οποίον μας περιύβρισαν οι εχθροί σου, Κυριε, και κατεξηυτέλισαν έτσι τον βασιλέα, αυτόν τον οποίον συ εις αντικατάστασιν του χρισθέντος υπό σου Δαυίδ μας έδωκες.
52 Κύριε, χλευάζουν οι εχθροί σου το βασιλιά που έχρισες· ναι, τρέχουνε πίσω του και τον χλευάζουν.
53 εὐλογητὸς Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο γένοιτο.
53 Παρ' όλας όμως αυτάς τας δοκιμασίας και ταπεινώσεις, που υφιστάμεθα, ας είναι δοξασμένος ο Κυριος στους αιώνας. Διότι και πάλιν θα μας επισκεφθή με το έλεός του και με τας δωρεάς του. Γένοιτο, γένοιτο.
53 Ευλογητός ας είσαι, Κύριε, στον αιώνα! Αμήν, αμήν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ κραυγή ἑνός ἀπελπισμένου ἀνθρώπου.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά παραταθῆ ἡ ζωή κάποιου ἀνθρώπου
β Ὅταν ἐπιμένουν οἱ ἐχθροί νά σέ κακοποιήσουν.
Γιά νά ἐνθυμῆσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός, οἱ δέ ἄνθρωποι ἀχάριστοι.
γ Γιά νά δυναμώση ὁ Θεός τούς φιλάσθενους καί ἀδυνάτους ἀνθρώπους, γιά νά μποροῦν νά ἐργάζονται χωρίς νἀ κουράζονται καί νά θλίβονται.
ε "Διηγεῖται ὁ Δαβίδ τά δικά του πράγματα καί ὑμνεῖ τόν Θεόν ὡς εὐεργέτην του, σμίγει δέ ἀναμεταξύ καί τά περί τοῦ Χριστοῦ προφητεύων τήν γέννησιν αὐτοῦ καί βασιλείαν καί τό πάθος".
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 86

ΨΑΛΜΟΣ 86 - ΣΙΩΝ, Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμὸς ᾠδῆς.

1 Οἱ θεμέλιοι αὐτοῦ ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις·
1 Τα ασάλευτα θεμέλια, τα οποία ο ίδιος ο Κυριος έθεσεν, ευρίσκονται εις τα ιερά υψώματα της Σιών.
1 Για τη συγγένεια του Κορέ. Ψαλμός ωδής. Σιών, τα θέμελά σου στ’ άγια τα βουνά.
2 ἀγαπᾷ Κύριος τὰς πύλας Σιὼν ὑπὲρ πάντα τὰ σκηνώματα Ἰακώβ.
2 Ο Κυριος αγαπά περισσότερον από όλας τας πόλεις των απογόνων του Ιακώβ τας πύλας της Ιερουσαλήμ.
2 Αγαπάει ο Κύριος τις πύλες σου, Σιών πιότερο απ’ όλες τις κατοικίες του Ιακώβ.
3 δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ. (διάψαλμα).
3 Πολις του Θεού, αγία Ιερουσαλήμ, ένδοξα και θαυμαστά διαλαλούνται πανταχού δια σέ.
3 Ω, πόλη του Θεού, ό,τι για σένα λέει ο Κύριος, τη δόξα σου πληθαίνει: (Διάψαλμα)
4 μνησθήσομαι Ῥαὰβ καὶ Βαβυλῶνος τοῖς γινώσκουσί με· καὶ ἰδοὺ ἀλλόφυλοι καὶ Τύρος καὶ λαὸς τῶν Αἰθιόπων, οὗτοι ἐγενήθησαν ἐκεῖ.
4 Θα ενθυμηθώ την αμαρτωλήν Αίγυπτον και την Βαβυλώνα και θα συμπεριλάβω αυτάς μεταξύ εκείνων, οι οποίοι με γνωρίζουν και με αναγνωρίζουν ως Θεόν των. Ιδού και αυτοί οι Φιλισταίοι, η Τυρος και οι Αιθίοπες, θα πορευθούν εις την Ιερουσαλήμ, δια να με προσκυνήσουν.
4 «Την Αίγυπτο συγκαταλέγω και τη Βαβυλώνα σ’ εκείνους που μ’ αναγνωρίζουν· τη Φιλισταία, την Τύρο μαζί και την Αιθιοπία. Καθένας έχει μια απ’ αυτές πατρίδα.
5 μήτηρ Σιών, ἐρεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἄνθρωπος ἐγενήθη ἐν αὐτῇ, καὶ αὐτὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν ὁ Ὕψιστος.
5 Πνευματικήν μητέρα θα ονομάση την Σιών κάθε άνθρωπος. Πλήθος ανθρώπων έχουν έλθει προς αυτήν, διότι αυτός ο ίδιος ο Υψιστος έθεσε τα θεμέλιά της.
5 Όμως για τη Σιών πρέπει να πουν: “καθένας έχει αυτήν αληθινή πατρίδα, γιατί τη στέριωσε ο ίδιος ο Ύψιστος”».
6 Κύριος διηγήσεται ἐν γραφῇ λαῶν καὶ ἀρχόντων τούτων τῶν γεγενημένων ἐν αὐτῇ. (διάψαλμα).
6 Ο Κυριος θα διηγηθή τα στο βιβλίον του γραμμένα ονόματα των λαών και των αρχόντων, οι οποίοι έχουν έλθει και έχουν εγκατασταθή εις την πόλιν αυτήν.
6 Όταν ο Κύριος θα καταγράψει τους λαούς, θα σημειώσει για καθέναν απ’ αυτούς: «Αυτός έχει αληθινή πατρίδα τη Σιών». (Διάψαλμα)
7 ὡς εὐφραινομένων πάντων ἡ κατοικία ἐν σοί.
7 Ολον το ευλαβές πλήθος, ω Σιών, που θα εγκατασταθή εις σε θα ευφραίνεται πράγματι και θα αγάλλεται πάντοτε.
7 Χορεύοντας και τραγουδώντας με χαρά, «εσύ ’σαι η πατρίδα μας» θα λέμε.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου σέ δυσκολία.
α2 Γιά νά βοηθήση ὁ Θεός νά βγοῦμε ἀπό τά ἀδιέξοδα καί ἄλλες δυσκολίες τῆς καθημερινότητας.
β Γιά νά γνωρίσεις τήν διαφορά τῆς Ἐκκλησίας μέ τά σχίσματα.
γ Γιά νά παρατείνει ὁ Θεός τήν ζωή στούς οἰκογενειάρχες, πού ἔχουν ἀκόμη οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.
η "Ἀναφέρεται εἰς τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ, τήν Σιών, τήν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίς, εἰς τήν ὁποίαν θά προστέξουν πάντα τά ἔθνη".
θ "Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 89

ΨΑΛΜΟΣ 89 - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΕΥΓΕΙ, Ο ΘΕΟΣ ΜΕΝΕΙ ΑΙΩΝΙΑ

Προσευχὴ τοῦ Μωυσῆ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

1 Κύριε, καταφυγὴ ἐγενήθης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ γενεᾷ·
1 Κυριε, συ από γενεάς εις γενεάν, μέχρι και των ημερών μας, υπήρξες το ασφαλές καταφύγιόν μας εις όλας τας περιστάσεις της ζωής μας.
1 Προσευχή του Μωυσή, ανθρώπου του Θεού. Κύριε, καταφύγιό μας έγινες εσύ από γενιά σ’ άλλη γενιά.
2 πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ.
2 Πριν γίνουν τα όρη και πριν διαμορφωθή η γη και η οικουμένη, προ πάντων των αιώνων συ υπήρχες, υπάρχεις και θα υπάρχης.
2 Πριν γεννηθούνε τα βουνά και πάρει υπόσταση η οικουμένη, από πάντα και για παντοτινά εσύ ’σαι ο Θεός.
3 μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ εἶπας· ἐπιστρέψατε υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
3 Μη επιτρέψης, Κυριε, να επανέλθη ο άνθρωπος δια της αμαρτίας στον εξευτελισμόν και τον όλεθρον. Συ είπες· επιστρέψατε δια της μετανοίας, ω άνθρωποι, προς εμέ, δια να έχετε ζωήν και ευλογίαν.
3 Ξαναγυρνάς τον άνθρωπο στο χώμα, λέγοντας: «Γυρίστε πίσω, άνθρωποι, σ’ αυτό».
4 ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί.
4 Χιλια έτη της ζωής μας, δια σε τον προαιώνιον Θεόν είναι μία ημέρα, ωσάν η χθεσινή, η οποία επέρασε. Μάλλον δε σαν ένα τετράωρον νυκτερινής φρουράς.
4 Χίλια χρόνια στα μάτια σου είναι σαν τη μέρα τη χτεσινή, που πέρασε, και σαν τη βάρδια τη νυχτερινή.
5 τὰ ἐξουδενώματα αὐτῶν ἔτη ἔσονται. τὸ πρωΐ ὡσεὶ χλόη παρέλθοι,
5 Η εξουδενωμένη όμως από τας αθλιότητας και τας αμαρτίας ζωή των ανθρώπων, ολίγα μόνον έτη διαρκεί είναι ωσάν την χλόην, η οποία βλαστάνει το πρωϊ και ταχέως παρέρχεται.
5 Παίρνεις σαν την πλημμύρα κάθε χρόνο κάτι απ’ αυτούς. Είναι καθώς η χλόη, που φυτρώνει το πρωί.
6 τὸ πρωΐ ἀνθήσαι καὶ παρέλθοι, τὸ ἑσπέρας ἀποπέσοι, σκληρυνθείη καὶ ξηρανθείη.
6 Το πρωϊ, πριν ανατείλη ο ήλιος, θα ανθίση και όταν το καύμα του ηλίου την κτυπήση, θα μαρανθή και θα πέση, θα σκληρυνθή και θα ξηρανθή.
6 Το πρωί ανθίζει και ψηλώνει, το βράδυ γέρνει και ξεραίνεται.
7 ὅτι ἐξελίπομεν ἐν τῇ ὀργῇ σου καὶ ἐν τῷ θυμῷ σου ἐταράχθημεν.
7 Ετσι συνέβη και με ημάς, που είμεθα λαός σου. Εξωλοθρεύθημεν ένεκα της οργής σου. Συνεταράγθημεν από τον μεγάλον σου θυμόν.
7 Η οργή σου μας αφάνισε και μας συντάραξε ο θυμός σου.
8 ἔθου τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐναντίον σου· ὁ αἰὼν ἡμῶν εἰς φωτισμὸν τοῦ προσώπου σου.
8 Εβαλες εμπρός εις τα μάτια μας όλας τας αμαρτίας και αθλιότητάς μας. Ολόκληρος η ζωη μας ευρίσκεται κάτω από το απαστράπτον φως, που εκπέμπει το πρόσωπόν σου.
8 Τις ανομίες μας τις έβαλες μπροστά σου, τις αμαρτίες μας τις κρυφές στης όψης σου το φως.
9 ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐξέλιπον, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου ἐξελίπομεν· τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐμελέτων.
9 Ακριβώς, διότι όλαι αι ημέραι μας εχάθησαν ματαίως, δια τούτο τώρα εξαφανιζόμεθα υπό της οργής σου. Τα χρόνια μας είναι γεμάτα από ματαίους και αμαρτωλούς διαλογισμούς. Ομοιάζουν με τον ιστόν της αράχνης, που ευκολώτατα διαλύεται.
9 Γι’ αυτό όλες τις μέρες μας η οργή σου τις αφάνισε· τα χρόνια μας διαβήκαν σαν στεναγμός.
10 αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος· ὅτι ἐπῆλθε πρᾳότης ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ παιδευθησόμεθα.
10 Ολαι αι ημέραι των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου εις εβδομήκοντα έτη. Εάν δε κανείς έχη ισχυράν κράσιν ημπορεί να φθάση εις τα ογδοήκοντα έτη. Τα πέραν τούτων είναι κόπος και ταλαιπωρία. Διότι λόγω του γήρατος επέρχεται σιγά σιγά η κατάπτωσις των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων και ταλαιπωρούμεθα.
10 Όλη η ζωή μας είναι δεν είναι εβδομήντα χρόνια, ογδόντα, αν υπάρχει ακόμη ακμή, και τα καλύτερα απ’ αυτά κόπος και πόνος· γιατί φεύγουν γοργά κι εμείς μισεύουμε.
11 τίς γινώσκει τὸ κράτος τῆς ὀργῆς σου καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου σου τὸν θυμόν σου ἐξαριθμήσασθαι;
11 Ποιός, προς συνετισμόν και διόρθωσίν του, έχει κατανοήσει, όσον πρέπει, το μέγεθος της οργής σου; Ποιός ημπορεί να υπολογίση τον θυμόν σου με το ευλαβές ιερόν δέος, που εμπνέει ο σεβασμός προς σέ;
11 Ποιος ξέρει της οργής σου τη δύναμη, και ποιος τη βία του θυμού σου;
12 τὴν δεξιάν σου οὕτω γνώρισόν μοι καὶ τοὺς πεπαιδευμένους τῇ καρδίᾳ ἐν σοφίᾳ.
12 Την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία τιμωρεί και παιδαγωγεί, κατάστησέ μου την γνωστήν με την σοφήν παιδαγωγίαν σου. Γνώρισέ μου δε και τους μορφωμένους κατά την καρδίαν εις την αληθινήν σοφίαν, δια να αποκτήσω και εγώ από αυτούς σοφίαν.
12 Δίδαξέ μας, λοιπόν, ότι οι μέρες μας είναι μετρημένες· έτσι βαθιά μας θ’ αποκτήσουμε επίγνωση.
13 ἐπίστρεψον, Κύριε· ἕως πότε; καὶ παρακλήθητι ἐπὶ τοῖς δούλοις σου.
13 Στρέψε, Κυριε, ευμενές και ιλαρόν το πρόσωπόν σου εις ημάς. Εως πότε θα οργίζεσαι εναντίον μας; Δέξου τας παρακλήσεις των δούλων σου.
13 Γύρισε, Κύριε, ως πότε; και σπλαχνίσου τους δούλους σου.
14 ἐνεπλήσθημεν τὸ πρωΐ τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ ἠγαλλιασάμεθα καὶ εὐφράνθημεν ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις ἡμῶν· εὐφρανθείημεν
14 Ευδόκησες Κυριε, να γεμίσωμεν ταχέως από το έλεός σου. Ας σκιρτήσωμεν από χαράν και αγαλλίασιν όλας τας ημέρας της ζωής μας.
14 Χόρτασέ μας το πρωί απ’ την αγάπη σου, και θα ’χουμε ευφροσύνη κι αγαλλίαση όλες τις μέρες της ζωής μας.
15 ἀνθ᾿ ὧν ἡμερῶν ἐταπείνωσας ἡμᾶς, ἐτῶν, ὧν εἴδομεν κακά.
15 Είθε να ευφρανθώμεν, αντί των ημερών, κατά τας οποίας μας ετιμώρησες και μας εταπείνωσες, αντί των ετών, κατά τα οποία εδοκιμάσαμεν θλίψεις και κακοπαθείας.
15 Δώσε μας τόσες μέρες αγαλλίασης όσες ήταν οι μέρες που μας παίδευες, όσος ο χρόνος που δυστυχούσαμε.
16 καὶ ἴδε ἐπὶ τοὺς δούλους σου καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα σου καὶ ὁδήγησον τοὺς υἱοὺς αὐτῶν,
16 Κυτταξε με συμπάθειαν τους δούλους σου Ισραηλίτας, ιδέ τα προς χάριν αυτών έργα των χειρών σου και καθοδήγησε τους απογόνους του Ιακώβ εις δρόμους σωτηρίας.
16 Δείξε στους αφοσιωμένους σου το έργο σου, και στα παιδιά τους τη μεγαλοσύνη σου.
17 καὶ ἔστω ἡ λαμπρότης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον.
17 Λαμπρά ας είναι και πάλιν η ευσπλαγχνία, η εύνοια και η καλωσύνη Κυρίου του Θεού μας εις ημάς. Ευόδωσε εις καλήν και πλουσίαν καρποφορίαν τα έργα των χειρών μας, Κυριε. Καμε να προοδεύση εις επιτυχίαν τα κάθε καλόν έργον των χειρών μας.
17 Ας είναι πάνω μας η καλοσύνη σου, Κύριε, Θεέ μας· και δώσε διάρκεια στο αποτέλεσμα των έργων μας, ναι, στέριωνε το αποτέλεσμα των έργων μας.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ὕμνος καί ἡ προσευχή
α2 Γιά νά συγχωρέση ὁ Θεός τά παραπτώματά μας, εἴτε ἔγιναν ἐν γνώσει, εἴτε ἐν ἀγνοία.
β Πώς προσευχήθηκε ὁ Μωϋσῆς.
γ Γιά νά βρέξη ὁ Θεός, ὅταν ὑπάρχει ἀνομβρία, ἤ ὅταν στερέψουν τά πηγάδια γιά νά βγάλουν νερό.
ε "Διδάσκει δέ ὁ Ψ. οὗτος πῶς πρέπει νά παρακαλοῦμεν τόν Θεόν εἰς τόν καιρόν ὁπού ἔχομεν θλίψεις".
στ Προσευχή νά εὐοδώσει ὁ Κύριος τά βιοποριστικά μας ἔργα, καθώς καί κάθε ἔργο τῶν χειρῶν μας.
θ "Περιγραφή διά ζωηρῶν χρωμάτων τῆς ματαιότητος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου".

ΨΑΛΜΟΣ 90

ΨΑΛΜΟΣ 90 - ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗ ΣΤΕΓΗ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ

Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ.

1 Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται.
1 Εκείνος που ευρίσκεται, και παραμένει κάτω από την ακατανίκητον βοήθειαν του Υψίστου, αυτός θα αναπαύεται από την σκέπην του Θεού του ουρανού.
1 Όποιος κάτω απ’ τη στέγη του Υψίστου κατοικεί, όποιος στου Παντοκράτορα τον ίσκιο διαμένει,
2 ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου, καὶ ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν,
2 Θα είπη και θα λέγη προς τον Κυριον· Συ είσαι ο βοηθός μου, το καταφύγιόν μου εις όλην μου την ζωήν, μάλιστα δε εις περιπετείας και κινδύνους. Αυτός είναι ο Θεός μου, στον οποίον εγώ στηρίζω και θα στηρίζω τας ελπίδας μου.
2 ας λέει στον Κύριο: «Κρησφύγετο και φρούριό μου είν’ ο Θεός μου που σ’ αυτόν ελπίζω».
3 ὅτι αὐτὸς ῥύσεταί σε ἐκ παγίδος θηρευτῶν καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους.
3 Ελπίζε και συ εις αυτόν, διότι αυτός θα σε γλυτώση από τας δολίας παγίδας των πονηρών εχθρών σου, οι οποίοι, ωσάν πανούργοι θηρευταί, ζητούν να, συλλάβουν την ψυχήν σου. Αυτός θα σε προφυλάξη από δηλητηριώδη λόγια, τα οποία αναστατώνουν και πικραίνουν την ψυχήν.
3 Αυτός σ’ ελευθερώνει από παγίδα κυνηγού, από τις συκοφαντικές καταγγελίες.
4 ἐν τοῖς μεταφρένοις αὐτοῦ ἐπισκιάσει σοι, καὶ ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐλπιεῖς· ὅπλῳ κυκλώσει σε ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.
4 Αυτός, ιστάμενος εμπρός από σέ, θα σε υπερασπίζη από τους εχθρούς σου, ώστε συ να ευρίσκης ασφάλειαν οπίσω από αυτόν. Κατω από την προστασίαν των πτερύγων του θα ελπίζης εις αποτελεσματικήν βοήθειαν. Ωσάν με ασπίδα θα σε περιβάλλη ολόκληρον η φιλαλήθειά του και η προστασία, την οποίαν έχει υποσχεθη.
4 Με τις φτερούγες του θα σε σκεπάσει, κάτω απ’ το φτέρωμά του θα κρυφτείς· ασπίδα σου και περιτείχισμα θα ’ναι η πιστότητά του.
5 οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας,
5 Δεν θα φοβηθής από κίνδυνον νυκτερινόν, ούτε από βέλος που ρίπτεται εναντίον σου εν καιρώ ημέρας.
5 Απ’ της νυχτιάς το ρίγος δεν θα φοβηθείς ούτε τη μέρα από αιφνίδιο βέλος,
6 ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ.
6 Δεν θα φοβηθής από φόβητρον, που επέρχεται κατά την νύκτα, ούτε από κανένα δυσάρεστον γεγονός της ημέρας, η από δαιμόνιον πονηρόν, που ενεργεί κατά την μεσημβρίαν.
6 από καταστροφή που στο σκοτάδι έρχεται, ή από πανούκλα που θερίζει μέρα μεσημέρι.
7 πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ·
7 Χιλιοι θα πέσουν νεκροί εξ αριστερών σου και χιλιάδες χιλιάδων από τα δεξιά σου. Θα χάνωνται πολυάριθμοι άνθρωποι γύρω σου. Αλλά σε ούτε καν και θα σε εγγίση το κακόν.
7 Στ’ αριστερά σου χίλιοι θα πεθάνουν, χιλιάδες δέκα στα δεξιά σου, μα εσένα δε θα σ’ εύρει το κακό.
8 πλὴν τοῖς ὀφθαλμοῖς σου κατανοήσεις καὶ ἀνταπόδοσιν ἁμαρτωλῶν ὄψει.
8 Διότι συ είσαι δίκαιος, θα έχης ανοικτά τα μάτια σου, δια να βλέπης πως εξολοθρεύονται οι αμαρτωλοί και να δοξάζης έτσι τον δίκαιον Θεόν. Γεμάτος δε ευλάβειαν θα αναφωνής·
8 Τα μάτια σου μονάχα θα θωρούν να δουν των ασεβών την τιμωρία.
9 ὅτι σύ, Κύριε, ἡ ἐλπίς μου· τὸν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν σου.
9 συ, Κυριε, είσαι η ελπίς μου· και θα έχης ως απάντησιν. Τον Κυριον έθεσες πράγματι ως καταφύγιόν σου·
9 Γιατί εσύ λες: «Ο Κύριος είναι το κρησφύγετό μου». Τον Ύψιστο τον έβαλες προστάτη σου.
10 οὐ προσελεύσεται πρὸς σὲ κακά, καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν τῷ σκηνώματί σου.
10 και δεν θα σε πλησιάσουν συμφοραί, και μάστιγες δοκιμασιών δεν θα φθάσουν εις την κατοικίαν σου.
10 Κακό κανένα δε θα πέσει πάνω σου και συμφορά δε θα σιμώσει τη σκηνή σου.
11 ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου·
11 Διότι ο Κυριος θα δώση εντολήν στους αγγέλους του δια σε να σε προφυλάξουν εις όλους τους δρόμους της ζωής σου.
11 Αυτός διατάζει τους αγγέλους του για χάρη σου, να σε φυλάνε όπου κι αν πας.
12 ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου·
12 Θα σε αναλάβουν οι άγγελοι εις τα χέρια των και θα σε καθοδηγούν, ώστε ούτε το ένα σου πόδι να μη σκοντάψη εις κανένα λίθον.
12 Θα σε σηκώσουνε στα χέρια τους, να μη σκοντάψει το πόδι σου σε πέτρα.
13 ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα.
13 Θα πατήσης άφοβα επάνω εις δηλητηριώδεις όφεις, όπως είναι η ασπίς και ο βασιλίσκος, και θα καταπατήσης λέοντα και δράκοντα, χωρίς κανένα από τα θηρία αυτά να σε βλάψη.
13 Θα περπατάς απάνω σε λιοντάρια και σε φίδια· με το πόδι σου θα συντρίβεις τα λιονταράκια και τους δράκοντες.
14 ὅτι ἐπ᾿ ἐμὲ ἤλπισε, καὶ ῥύσομαι αὐτόν· σκεπάσω αὐτόν, ὅτι ἔγνω τὸ ὄνομά μου.
14 Ο ίδιος ο Θεός διακηρύσσει και λέγει· Επειδή ο δούλος μου εστήριξεν εις εμέ τας ελπίδας του, εγώ θα τον γλυτώσω από κάθε κίνδυνον. Θα τον σκεπάσω με την προστασίαν μου, διότι αυτός εγνώρισε και εδόξασε το όνομά μου.
14 «Εγώ θα σώσω εκείνον» –λέει ο Κύριος– «που πάνω μου στηρίζεται· θα τον υψώσω, γιατί ξέρει ποιος είμαι.
15 κεκράξεται πρός με, καὶ ἐπακούσομαι αὐτοῦ, μετ᾿ αὐτοῦ εἰμι ἐν θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτόν, καὶ δοξάσω αὐτόν.
15 Θα κράξη δια της προσευχής του προς εμέ και εγώ θα κάμω δεκτήν την προσευχήν του. Θα ευρεθώ παρά το πλευρόν του εις τας θλίψεις της ζωής του. Θα τον βγάλω από τας δοκιμασίας και περιπετείας και θα τον δοξάσω ακόμη περισσότερον.
15 Μ’ επικαλείται και του αποκρίνομαι, μαζί του είμ’ εγώ στη θλίψη· θα τον λυτρώνω και θα τον δοξάζω.
16 μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτὸν καὶ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου.
16 Θα χαρίσω εις αυτόν μακρότητα ημερών και θα του δεικνύω καθ' όλον τον μακρόν βίον του την σωτηρίαν μου.
16 Χρόνους πολλούς θα του δώσω να ζήσει και θα τον κάνω να δει πως ο σωτήρας του είμαι εγώ».

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Σύντομη καί σκληρή ἡ ζωή.
α2 Γιά τούς ἀνθρώπους πού βασανίζονται ἄδικα ἀπό σκληρούς συνανθρώπους μας.
β Γιά νά ἐνθαρρύνεις τόν ἑαυτό σου καί τούς ἄλλους στήν πρός τόν Θεό εὐσέβεια.
γ Γιά νά ἐξαφανισθῆ ὁ διάβολος, ὅταν παρουσιάζεται σέ ἄνθρωπο καί τόν τρομάζη.
δ Ἄν εἶσαι ἄρρωστος ἤ πονᾶς.
ε "Διδάσκει δέ ὁ Ψ. οὗτος τῆς εἰς Θεόν ἐλπίδος τό ἄμαχον".
στ Βραδυνή προσευχή πρός τόν Κύριο.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 71

ΨΑΛΜΟΣ 71 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΥΛΟΓΗΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ

Εἰς τὸ τέλος· Εἰς Σαλωμών· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως
1 Ω Θεέ μου, δώσε στον βασιλέα και στον διάδοχον αυτού, υιόν του βασιλέως, την σύνεσιν και την σοφίαν,
1 Για το Σολομώντα. Κύριε, την ευθυκρισία σου δώσε στο βασιλιά· και τη δικαιοσύνη σου σ' αυτόν, που 'ναι κι ο νόμιμος διάδοχος.
2 κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοὺς πτωχούς σου ἐν κρίσει.
2 ώστε να κρίνη και να απονέμη το δίκαιον σύμφωνα με την ιδικήν σου δικαιοσύνην. Δος του σοφίαν, δια να κρίνη δικαίως τον λαόν σου και να υπερασπίζη τους αδυνάτους και αδικουμένους εις τας διαφόρους δίκας.
2 Ώστε να κυβερνήσει το λαό σου αμερόληπτα· και ν' αποδώσει δικαιοσύνη στους φτωχούς σου.
3 ἀναλαβέτω τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ σου καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην.
3 Με την ιδικήν σου αγαθότητα και παντοδυναμίαν ας καρποφορήσουν τα όρη ειρήνην δια τον λαόν σου και εις τα βουνά ας φυτρώση η δικαιοσύνη.
3 Τα βουνά ας φέρνουνε ειρήνη στο λαό· και δίκαιη κρίση οι λόφοι.
4 κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς τοῦ λαοῦ καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων καὶ ταπεινώσει συκοφάντην
4 Ο προτυπούμενος από τον βασιλέα βασιλεύς Μεσσίας θα αποδώση το δίκαιον στους πτωχούς και καταφρονημένους ανθρώπους του λαού. Θα τους σώση από την αδικίαν και θα ταπεινώση τους ψευδολόγους και τους συκοφάντας.
4 Του λαού ας κρίνει δίκαια τους φτωχούς, ο βασιλιάς, τους γιους ας βοηθάει των αδυνάτων· σκόνη ας κάνει τους καταπιεστές τους.
5 καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ καὶ πρὸ τῆς σελήνης γενεὰς γενεῶν.
5 Και θα συμπαραμείνη ζων και βασιλεύων αιωνίως λαμπρός, όπως ο ήλιος, θα προηγήται και θα υπερέχη από την σελήνην εις δόξαν εις τας γενεάς των γενεών.
5 Ας ζήσει ο βασιλιάς όσο ο ήλιος κι όσο η σελήνη σ' όλες τις γενιές.
6 καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον καὶ ὡσεὶ σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τὴν γῆν.
6 Ο βασιλεύς Μεσσίας θα κατεβή από τον ουρανόν αθορύβως, όπως η βροχή, η οποία πίπτει επάνω στο ποκάρι των μαλλιών, ευεργετικός όπως η ποτιστική βροχή η ποτίζουσα την γην.
6 Θα πέσει στα χωράφια σαν δροσιά σαν τη βροχή όπου τη γη ποτίζει.
7 ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη.
7 Από την πνευματικήν δε αυτήν γλυκείαν άρδευσιν θα αναβλαστήση και θα ανθίση επί των ημερών του δικαιοσύνη και ειρήνη πλουσία και ατελείωτος, μέχρις ότου κατά την συντέλειαν του κόσμου λάβη τέλος η σελήνη.
7 Στις μέρες του θα προοδεύει ο δίκαιος και πολλή θα 'ναι ειρήνη, ως τότε που η σελήνη δε θα υπάρχει πια.
8 καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ ποταμῶν ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης.
8 Αυτός θα κατακυριεύση ολόκληρον την γην από τον ένα ωκεανόν έως τον άλλον και από τους μεγάλους ποταμούς έως εις τα πέρατα της οικουμένης.
8 Και θα κυριαρχήσει από τη μια ως την άλλη θάλασσα, κι από τον ποταμό ως τα πέρατα της γης.
9 ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται Αἰθίοπες, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ χοῦν λείξουσι.
9 Ενώπιόν του θα προσπέσουν, δια να τον προσκυνήσουν, Αιθίοπες. Οι δε εχθροί αυτού, ταπεινωμένοι και συντετριμμένοι, θα κύψουν την κεφαλήν και με την γλώσσαν των θα γλείψουν χώμα.
9 Μπροστά του θα προσπέσουνε οι νομάδες της ερήμου· χώμα θα γλείψουν οι αντίπαλοί του.
10 βασιλεῖς Θαρσὶς καὶ νῆσοι δῶρα προσοίσουσι, βασιλεῖς Ἀράβων καὶ Σαβᾶ δῶρα προσάξουσι.
10 Οι βασιλείς της Ισπανικής πόλεως Θαρσίς και αι νήσοι, που είναι διάσπαρτοι ανά την Μεσόγειον, θα προσφέρουν εις αυτόν ως φόρον υποτελείας δώρα. Το ίδιον θα πράξουν και οι βασιλείς της Αραβίας, όπως επίσης και της Σαβά.
10 Οι βασιλιάδες της Θαρσείς και των χωρών των μακρινών δώρα θα φέρουν· θα δώσουν φόρο υποτέλειας οι βασιλιάδες της Σαβά και της Σεβά.
11 καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, πάντα τὰ ἔθνη δουλεύσουσιν αὐτῷ.
11 Θα τον προσκυνήσουν όλοι οι βασιλείς της γης, και όλα τα έθνη θα υποταχθούν και θα δουλεύσουν εις αυτόν.
11 Και θα τον προσκυνήσουν όλοι οι βασιλιάδες· όλοι οι λαοί αυτόν θα υπηρετούν.
12 ὅτι ἐῤῥύσατο πτωχὸν ἐκ δυνάστου καὶ πένητα, ᾧ οὐχ ὑπῆρχε βοηθός.
12 Τούτο δέ, διότι αυτός θα γλυτώση τον πτωχόν από τον ισχυρόν που τον καταπιέζει, όπως επίσης τον αδύνατον και περιφρονημένον, στον οποίον δεν υπήρχε κανείς βοηθός.
12 Αυτός θα ελευθερώσει το φτωχό, που εκλιπαρεί βοήθεια· και τον αδύνατο, που βοηθό δεν έχει.
13 φείσεται πτωχοῦ καὶ πένητος καὶ ψυχὰς πενήτων σώσει.
13 Θα σπλαγχνισθή τον πτωχόν και τον πένητα και θα σώση την ζωήν όλων εκείνων, οι οποίοι ευρίσκονται εις στέρησιν και αδυναμίαν.
13 Σπλαχνίζεται φτωχούς και αδυνάτους και τη ζωή των φτωχών σώζει.
14 ἐκ τόκου καὶ ἐξ ἀδικίας λυτρώσεται τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ ἔντιμον τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτῶν.
14 Θα γλυτώση από την τοκογλυφίαν και την αδικίαν την ζωήν των και θα είναι έντιμον και προσκυνητόν το Ονομά του εις αυτούς.
14 Από την καταπίεση κι από την αδικία θα εξαγοράσει τις ζωές τους· το αίμα τους θα 'ναι στα μάτια του πολύτιμο.
15 καὶ ζήσεται, καὶ δοθήσεται αὐτῷ ἐκ τοῦ χρυσίου τῆς Ἀραβίας, καὶ προσεύξονται περὶ αὐτοῦ διαπαντός, ὅλην τὴν ἡμέραν εὐλογήσουσιν αὐτόν.
15 Θα ζήση αυτός μεγαλειώδη ατέρμονα ζωήν. Εις αυτόν θα δοθή ο χρυσός της Αραβίας, και οι πιστοί του θα προσεύχωνται υπέρ της βασιλείας αυτού πάντοτε. Ολας τας ημέρας των θα τον δοξολογούν και θα τον υμνούν.
15 Θα ζήσει και θα του δοθεί απ' το χρυσάφι της Σαβά, και θα προσεύχονται γι' αυτόν παντοτινά· όλες τις μέρες θα τον ευλογούν.
16 ἔσται στήριγμα ἐν τῇ γῇ ἐπ᾿ ἄκρων τῶν ὀρέων· ὑπεραρθήσεται ὑπὲρ τὸν Λίβανον ὁ καρπὸς αὐτοῦ, καὶ ἐξανθήσουσιν ἐκ πόλεως ὡσεὶ χόρτος τῆς γῆς.
16 Θα είναι αυτός βεβαία ελπίς και σταθερόν στήριγμα όλων, που κατοικούν εις την γην μέχρι και αυτών, που ευρίσκονται εις τας κορυφάς των ορέων. Οι καρποί της δικαίας αυτού διοικήσεως θα στοιβάζωνται ολονέν άφθονοι, ώστε να υπερκαλύψουν και αυτόν ακόμη τον Λιβανον. Οι πιστοί θα αυξηθούν, θα πλημμυρίσουν τας πόλεις, θα ανθίσουν και θα καρποφορήσουν, όπως το χορτάρι πλημμυρίζει την γην στον κατάλληλον καιρόν.
16 Και θα υπάρχει αφθονία σταριού στη χώρα, ίσαμε τις βουνοκορφές, και σαν τα δάση του Λιβάνου θα κυματίζουνε τα στάχυα· και θα ευδοκιμούν οι πόλεις όμοια με το χορτάρι το άφθονο της γης.
17 ἔσται τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας, πρὸ τοῦ ἡλίου διαμένει τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, πάντα τὰ ἔθνη μακαριοῦσιν αὐτόν.
17 Θα είναι το Ονομά του ένδοξον και ευλογημένον εις όλους τους αιώνας. Αιωνίως ένδοξον και άσβεστον, περισσότερον από τον λαμπρόν ήλιον. Δι' αυτού θα απολαύσουν τας ευλογίας του Θεού όλαι αι φυλαί της γης, όλα τα έθνη θα τον επαινούν και θα τον μακαρίζουν.
17 Αιώνια ας μείνει τ' όνομά του όσο υπάρχει ήλιος, κι η φήμη του ας ακτινοβολεί. Ένας στον άλλο ας εύχεται την ευλογία που έλαβε κι εκείνος· αυτόν ας μακαρίζουν όλοι οι λαοί.
18 εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος,
18 Ευλογητός είναι ο Κυριος ο Θεός, ο οποίος λατρεύεται και προσκυνείται από τον Ισραήλ, αυτός που μόνος έχει την δύναμιν να επιτελή θαυμάσια, έργα καταπληκτικά.
18 Ας είναι ευλογημένος Κύριος, ο Θεός, του Ισραήλ ο Θεός· που μόνο εκείνος πράττει έργα αξιοθαύμαστα.
19 καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, καὶ πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. γένοιτο, γένοιτο. (Ἐξέλιπον οἱ ὕμνοι Δαυΐδ τοῦ υἱοῦ Ἰεσσαί.)
19 Ας είναι ευλογημένον το ένδοξον Ονομά του και τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων. Ας γεμίση από την δόξαν του όλη η γη. Αμήν, Αμήν.
19 Ευλογημένο το ένδοξό του όνομα αιώνια, κι ας είναι όλη η γη γεμάτη από τη δόξα του, αμήν και αμήν·

20 Τέλος των προσευχών του Δαβίδ, γιου του Ιεσσαί.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή στά γηρατειά.
α2 Γιά τούς γέροντες πού βρίσκονται σέ μοναξιά νά μήν θλίβονται.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τά ἀγαθά τῆς νέας ἐσοδιᾶς πού μετέφεραν στά σπίτια τους οἱ γεωργοί.
θ "Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 72

ΨΑΛΜΟΣ 72 - ΟΤΑΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΣΕ ΟΛΑ ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ὡς ἀγαθὸς ὁ Θεὸς τῷ Ἰσραήλ, τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ.
1 Ποσον αγαθός είναι ο Θεός και πλήρης ευεργεσιών προς τους Ισραηλίτας και μάλιστα εις όσους έχουν καρδίαν ευθείαν και ειλικρινή!
1 Ψαλμός του Ασάφ. Πόσο καλός είν' ο Θεός για τον Ισραήλ, για όσους έχουν καθαρή καρδιά!
2 ἐμοῦ δὲ παραμικρὸν ἐσαλεύθησαν οἱ πόδες, παρ᾿ ὀλίγον ἐξεχύθη τὰ διαβήματά μου.
2 Αλλά εις εμέ παρ' ολίγον να σαλευθούν οι πόδες μου, να κλονισθούν από αμφιβολίαν αι πεποιθήσεις μου. Παρ' ολίγον αι πορείαι της ζωής μου να είχαν εκκλίνει από την οδόν του Κυρίου.
2 Ωστόσο θα κλονίζονταν, παρά λίγο, τα πόδια μου· λίγο ακόμη και θα γλίστραγαν τα βήματά μου.
3 ὅτι ἐζήλωσα ἐπὶ τοῖς ἀνόμοις εἰρήνην ἁμαρτωλῶν θεωρῶν,
3 Διότι κατελήφθην από ζήλειαν και από δυσφορίαν, επειδή έβλεπα την ευημερίαν των αμαρτωλών ανθρώπων.
3 Γιατί τους αλαζόνες ζήλεψα, την ευτυχία βλέποντας των ασεβών.
4 ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν καὶ στερέωμα ἐν τῇ μάστιγι αὐτῶν·
4 Εβλεπα ότι δεν υπάρχει, μακρά αγωνία και βάσανος κατά τον θάνατόν των και δεν διαρκεί επί πολύ η τυχόν μαστίζουσα αυτούς θλίψις.
4 Αυτοί δεν δοκιμάζουν λύπες! Κι είναι όλο υγεία κι ευεξία το σώμα τους.
5 ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται.
5 Αυτοί δεν κοπιάζουν, όπως οι άλλοι άνθρωποι, δια τον πορισμόν των αγαθών της ζωής. Και γενικώς δεν καταθλίβονται, όπως οι άλλοι.
5 Οι μόχθοι των θνητών σ' εκείνους δεν υπάρχουν· σκληρά δεν τιμωρούνται καθώς οι άλλοι άνθρωποι.
6 διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία αὐτῶν, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν.
6 Δι' αυτό και τους κατέλαβεν εξ ολοκλήρου η υπερηφάνειά των. Κατά τρόπον επιδεικτικόν φορούν και φέρουν την αδικίαν προς τους άλλους και την ασέβειαν προς τον Θεόν.
6 Για τούτο στο λαιμό τους σαν περιδέραιο φορούν την έπαρση· και σαν χιτώνας τούς σκεπάζει η αδικία.
7 ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτῶν, διῆλθον εἰς διάθεσιν καρδίας·
7 Η αδικία των θα εξέλθη λιπαρά, πλουσία και μεστωμένη από την διεφθαρμένην των καρδίαν. Εξεπέρασαν κάθε όριον αι πονηραί επιθυμίαι της καρδίας των. Ψαλ. 728 διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν·
7 Απ' την αναισθησία πηγάζει η κακία τους και φαίνονται οι αμαρτωλές επιθυμίες της καρδιάς τους.
8 διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν·
8 Εσκέφθησαν και απεφάσισαν πονηοά εναντίον των άλλων ανθρώπων. Διελάλησαν χωρίς εντροπήν μεγαλοφώνως τα κακουργήματά των.
8 Ειρωνεύονται τους άλλους, εγκωμιάζουν το κακό, με αναίδεια μιλάνε κι απειλητικά.
9 ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς.
9 Ηνοιξαν το στόμα των και έφθασε μέχρι του ουρανού, δια να υβρίση και αυτόν τον Θεόν. Και από εκεί η γλώσσα των επέρασε επάνω εις την γην εξαπολύουσα συκοφαντίας και ύβρεις.
9 Ως και τους ουρανούς τούς έπιασαν στο στόμα τους, κι η γλώσσα τους τη γη σαρώνει.
10 διὰ τοῦτο ἐπιστρέψει ὁ λαός μου ἐνταῦθα, καὶ ἡμέραι πλήρεις εὑρεθήσονται ἐν αὐτοῖς.
10 Δια τούτο ο ισραηλιτικός λαός από το κακόν παράδειγμα εκείνων εγκαταλείπει εμέ και επιστρέφει εδώ, όπου ευρίσκονται αυτοί, παρασυρόμενος από την φαινομενικήν των ευτυχίαν. Φαντάζονται οι σκανδαλισμένοι Ισραηλίται ότι και μεταξύ αυτών θα ανατείλουν έτσι ημέραι ευτυχίας.
10 Για τούτο ξεστρατίζει του Θεού ο λαός και σ' αυτούς βρίσκει ικανοποίηση η δίψα τους.
11 καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστῳ;
11 Και είπαν πολλοί σκανδαλισθέντες από την φαινομενικήν ειδαιμονίαν των ασεβών· άρα γε λαμβάνει γνώσιν ο Θεός αυτών, που συμβαίνουν εις την γην; Και υπάρχει πράγματι γνώσις αυτών στον Υψιστο
11 Και λένε: «Πώς θα το ξέρει ο Θεός;» Κι ακόμη λένε: «Τάχα λαβαίνει γνώση ο Ύψιστος;»
12 ἰδοὺ οὗτοι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ εὐθηνοῦντες· εἰς τὸν αἰῶνα κατέσχον πλούτου.
12 Ιδού, ότι αυτοί εδώ είναι αμαρτωλοί και όμως ευτυχούν. Απέκτησαν πλούτον, ο οποίος συνεχώς και αυξάνει εις τα χέρια των.
12 Να, αυτοί είναι οι ασεβείς και οι αιώνια αμέριμνοι: Αυξάνουνε σε δύναμη.
13 καὶ εἶπα· ἄρα ματαίως ἐδικαίωσα τὴν καρδίαν μου καὶ ἐνιψάμην ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου·
13 Είπα και εγώ παρασυρθείς προς στιγμήν από τας σκέψεις αυτάς· άρά γε ματαίως διετήρησα καθαράν την καρδίαν μου και έχω νίψει τας χείρας μου ως αθώος μεταξύ των αθώων;
13 'Aραγε άσκοπα καθάρισα, Κύριε, την καρδιά μου κι έπλυνα τα χέρια μου για να δείξω την αθωότητά μου;
14 καὶ ἐγενόμην μεμαστιγωμένος ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ ὁ ἔλεγχός μου εἰς τὰς πρωΐας.
14 Ματαίως υφιστάμην με υπομονήν τας μαστιγώσεις των διαφόρων θλίψεων όλην την ημέραν, και κάθε πρωϊ εξετάζω και ελέγχω τον εαυτόν μου, μήπως έχω πταίσει εις τίποτε, δια να προλάβω ενδεχομένας άλλας πτώσεις.
14 Τιμωρημένος ήμουν κάθε μέρα· και παιδευόμουν τα πρωινά.
15 εἰ ἔλεγον· διηγήσομαι οὕτως, ἰδοὺ τῇ γενεᾷ τῶν υἱῶν σου ἠσυνθέτηκα.
15 Εάν έλεγα, ότι θα διηγηθώ αυτούς τους δισταγμούς της ολιγοπιστίας μου, θα εκθέσω τας σκέψεις μου εις την γενεάν των υιών σου, τότε θα ανεδεικνυόμην ασύνετος και αποστάτης, διδάσκαλος του κακού.
15 Αν συλλογιόμουν: «Θα μιλήσω σαν κι αυτούς», τη γενιά τότε των παιδιών σου θα την πρόδινα.
16 καὶ ὑπέλαβον τοῦ γνῶναι τοῦτο· κόπος ἐστὶν ἐνώπιόν μου,
16 Ενόμισα όμως ότι έπρεπε να μελετήσω, δια να κατανοήσω καλώς αυτό το ζήτημα. Η μελέτη όμως αυτή υπήρξε δι' εμέ κόπος ανωφελής και εξαντλητικός. Λυσιν δεν ευρήκα·
16 Προσπάθησα το θέμα αυτό να το σκεφτώ και να το καταλάβω, αλλά στα μάτια μου φαινόταν πράγμα δύσκολο·
17 ἕως εἰσέλθω εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ καὶ συνῶ εἰς τὰ ἔσχατα αὐτῶν.
17 μέχρις ότου εισήλθα στον άγιον ναόν του Θεού και εκεί φωτισθείς είδα και εννόησα τα τέλη των αμαρτωλών αυτών ανθρώπων.
17 ωσότου μπήκα στο άγιο του Θεού και κατανόησα ποιο θα είν' το τέλος τους.
18 πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι.
18 Τωρα ευτυχούν, αλλά δια τας δολιότητάς των επεφύλαξες δι' αυτούς συμφοράς. Θα τους ταπεινώσης, θα συντρίψης την υπερηφάνειάν των.
18 Αχ, τους έβαλες, αλήθεια, σ' έδαφος ολισθηρό, τους έκανες να πέσουν σε ερείπια.
19 πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα· ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν.
19 Πως έξαφνα ερημώθηκαν όλοι; Εξηφανίσθησαν, εχάθησαν εξ αιτίας της παρανομίας των.
19 Πώς έγιναν σε μια στιγμή συντρίμμια! Χάθηκαν κι είχαν τέλος τρομερό.
20 ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξεγειρομένου, Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις.
20 Οπως διαλύεται και σβήνει το όνειρον του ανθρώπου που εξυπνά και σηκώνεται, έτσι και συ, Κυριε, εξεμηδένισας εις την πόλιν σου Ιερουσαλήμ την πρόσκαιρον και λαμπράν εμφάνισιν των αμαρτωλών.
20 Σαν τ' όνειρο που χάνεται στο ξύπνημα, έτσι θα εξαφανίσεις, Κύριε, την εικόνα τους, όταν θα επέμβεις.
21 ὅτι ἐξεκαύθη ἡ καρδία μου, καὶ οἱ νεφροί μου ἠλλοιώθησαν,
21 Προηγουμένως είχε φλογισθή από ζηλοτυπίαν και δυσφορίαν η καρδία μου δια την ευτυχίαν των ασεβών ανθρώπων. Οι νεφροί μου και το εσωτερικόν μου ανεστατώθησαν, ήλλαξαν όψιν.
21 Όσο καιγόταν η καρδιά μου, και στα νεφρά μου πόνοι μ' έσφαζαν,
22 κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοι.
22 Κατω από τας σκέψεις αυτάς έγινα και εγώ ένα τίποτε. Δεν εννόησα καθόλου το πρόβλημα τούτο. Ενώπιόν σου έγινα ωσάν ζώον· ωσάν ένα κτήνος κατά τον νουν.
22 ήμουν ανόητος και τίποτα δεν καταλάβαινα· στεκόμουνα μπροστά σου σαν το ζώο.
23 κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου
23 Αλλά εγώ, ως πιστός σου, θα είμαι πάντοτε μαζή σου. Διότι συ με εκράτησες από την δεξιάν μου χείρα, ώστε να μη πέσω.
23 Ωστόσο, εγώ πάντα κοντά σου βρίσκομαι και με κρατάς απ' το δεξί μου χέρι.
24 καὶ ἐν τῇ βουλῇ σου ὡδήγησάς με καὶ μετὰ δόξης προσελάβου με.
24 Συ, εν τη αγαθή και παντοδυνάμω βουλή σου, με ωδήγησας εις την παρούσαν ζωήν, και με δόξαν θα με παραλάβης εις την άλλην ζωήν.
24 Με τις δικές σου συμβουλές με οδηγείς, κοντά στη δόξα σου με παίρνεις.
25 τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;
25 Διότι τι άλλο άξιον προσοχής και αγάπης υπάρχει στον ουρανόν πλην από σέ; Τι άλλο, πλην από σέ, θα επιθυμούσα εδώ εις την γην;
25 Ποιον άλλον έχω, αν όχι εσένανε, στον ουρανό; Τι άλλο ακόμα να ποθήσω πάνω στη γη αφού έχω εσένα;
26 ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα.
26 Η καρδία μου και όλον μου το σώμα έσβησαν από τας ταλαιπωρίας μου. Και όμως ο Θεός είναι και παραμένει ο πόθος της καρδίας μου. Ο Θεός είναι η αναφαίρετος και αιωνία κληρονομία μου.
26 Η σάρκα μου εξαντλήθηκε, το ίδιο κι η καρδιά μου μα της καρδιάς μου βράχος και μερίδα μου, ο Θεός για τους αιώνες θα 'ναι.
27 ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται, ἐξωλόθρευσας πάντα τὸν πορνεύοντα ἀπὸ σοῦ.
27 Ιδού, αυτοί οι οποίοι απομακρύνονται από σέ, θα καταστραφούν, διότι συ εν τη δικαιοσύνη σου εξωλόθρευσες και θα εξολοθρεύης πάντοτε καθένα που αποστατεί από σέ.
27 Γιατί να, καταστρέφονται όσοι από σένα ξεμακραίνουν· τους εξοντώνεις όλους αυτούς που σου είναι άπιστοι.
28 ἐμοὶ δὲ τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα μου τοῦ ἐξαγγεῖλαί με πάσας τὰς αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυγατρὸς Σιών.
28 Εις εμέ ένα μόνον ύψιστον αγαθόν υπάρχει, να προσκολλώμαι στον Θεόν, να αποθέτω την ελπίδα μου στον Κυριον, να κηρύττω και να διαλαλώ όλους τους αίνους σου και τας ευχαριστίας μου δια τας ευεργεσίας σου ενώπιον πλήθους λαού εις τας πύλας της κόρης σου, της Ιερουσαλήμ.
28 Αλλά εγώ, να προσηλώνομαι στο Θεό, αυτή 'ναι η ευτυχία μου· την ελπίδα μου απόθεσα στον Κύριο και Θεό, όλα για να εξιστορώ τα θαυμαστά σου τα έργα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά τό βασιλιᾶ.
α2 Γιά νά ἀποδίδεται ὀρθή δικαιοσύνη.
β Ὅταν εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς καί θλίβονται οἱ δίκαιοι, ἐσύ νά μήν κλονισθεῖς.
γ Γιά νά μετανοήσουν οἱ κακοποιοί ἄνθρωποι.
ε "Ὁ Ψ.οὗτος ἀποβλέπει καί ἰατρεύει ἐκείνους τούς μικροψύχους, ὁπού σκανδαλίζονται διά τά ἀκατάληπτα κρίματα τοῦ Θεοῦ...δηλαδή πῶς ὁ Θεός ὑποφέρει μέν τούς κακούς ἀνθρώπους ὁπού εὐτυχοῦν, παραβλέπει δέ τούς καλούς ἀνθρώπους ὁπού δυστυχοῦν!... "Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. καί εἰς κάθε Χριστιανόν μικρόψυχον, ἐπειδή καί παρατηρεῖ τήν μικροψυχίαν του".
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 73

ΨΑΛΜΟΣ 73 - ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΘΕΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Συνέσεως τῷ Ἀσάφ.

1 Ἱνατί ἀπώσω, ὁ Θεός, εἰς τέλος; ὠργίσθη ὁ θυμός σου ἐπὶ πρόβατα νομῆς σου;
1 Διατί άρά γε, ω Θεέ μου, μας απώθησες και μας απεμάκρυνες εξ ολοκλήρου από κοντά σου; Διατί εξέσπασεν ο θυμός σου εναντίον των προβάτων της ποίμνης σου και της βοσκής σου;
1 Μασχίλ του Ασάφ. Γιατί, Θεέ, μάς εγκατέλειψες για πάντα; γιατί απειλείς με την οργή σου εκείνους που φροντίζεις;
2 μνήσθητι τῆς συναγωγῆς σου, ἧς ἐκτήσω ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἐλυτρώσω ῥάβδον κληρονομίας σου, ὄρος Σιὼν τοῦτο, ὃ κατεσκήνωσας ἐν αὐτῷ.
2 Ενθυμήσου ημάς, τον λαόν σου, τον οποίον έκαμες ιδικόν σου κτήμα από αρχαιοτάτων χρόνων. Τον ελευθέρωσες από την Αίγυπτον δια να είναι ωσάν βασιλική ράβδος της κληρονομίας σου, δείγμα της ιδικής σου εξουσίας, και να κατοική στο όρος τούτο, την Σιών, στο οποίον συ έστησας την σκηνήν σου, τον ναόν σου.
2 Θυμήσου το λαό σου, που τον απέκτησες απ' τα πανάρχαια χρόνια, τη φυλή που εξαγόρασες για ιδιοκτησία σου. Θυμήσου το όρος της Σιών, που κατοικία σου το 'κανες.
3 ἔπαρον τὰς χεῖράς σου ἐπὶ τὰς ὑπερηφανίας αὐτῶν εἰς τέλος, ὅσα ἐπονηρεύσατο ὁ ἐχθρὸς ἐν τοῖς ἁγίοις σου.
3 Σηκωσε τας χείρας σου και κτύπα με ορμήν τας αλαζονικάς επάρσεις των εχθρών σου. Συντριψέ τους εξ ολοκλήρου ένεκα των κακουργημάτων, που ετόλμησαν οι εχθροί σου να διαπράξουν εις βάρος των αγίων σου.
3 Φέρε τα βήματά σου σ' αυτά τα θλιβερά ερείπια· όλα τα λεηλάτησαν στο ναό οι εχθροί σου.
4 καὶ ἐνεκαυχήσαντο οἱ μισοῦντές σε ἐν μέσῳ τῆς ἑορτῆς σου, ἔθεντο τὰ σημεῖα αὐτῶν σημεῖα καὶ οὐκ ἔγνωσαν.
4 Οι ειδωλολατρικοί αυτοί λαοί, που σε εμισούσαν, εκαυχώντο, διότι εισήλθον στον ναόν σου εν ώρα λατρείας και έθεσαν τα ειδωλολατρικά των σήματα ως σημεία θριάμβου και δεν ενόησαν, ποίαν τρομεράν βεβήλωσιν έκαμαν στον άγιόν σου τόπον.
4 Βρυχήθηκαν οι αντίπαλοί σου μέσα στο χώρο της λατρείας σου· κι εκεί υψώσαν τις σημαίες τους.
5 ὡς εἰς τὴν ἔξοδον ὑπεράνω,
5 Εστησαν τας σημαίας των προς την έξοδον του ναού, επάνω από την πύλην.
5 Έμοιαζαν σα να κράδαιναν τσεκούρια μες στο δάσος.
6 ὡς ἐν δρυμῷ ξύλων ἀξίναις ἐξέκοψαν τὰς θύρας αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ κατέῤῥαξαν αὐτήν.
6 Σαν να ευρίσκοντο εις πυκνόν δάσος δένδρων όλοι μαζή κατέκοψαν με αξίνας τας θύρας της. Με πέλεκυν και με σφήνα οξείαν την κατεθρυμμάτισαν.
6 Και μονομιάς έσπασαν όλα τα ξυλόγλυπτα, χτυπώντας με τσεκούρια και σφυριά.
7 ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ τὸ ἁγιαστήριόν σου, εἰς τὴν γῆν ἐβεβήλωσαν τὸ σκήνωμα τοῦ ὀνόματός σου.
7 Εβαλαν φωτιά και κατέκαυσαν το θυσιαστήριόν σου, εβεβήλωσαν και έρριψαν κάτω εις την γην εις ερείπια το σκήνωμα του αγίου Ονόματός σου.
7 Πυρπόλησαν το αγιαστήριό σου· ισοπεδώσαν και μολύνανε την κατοικία της ύπαρξής σου.
8 εἶπαν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν αἱ συγγένειαι αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό· δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς.
8 Είπαν από κοινού εις τας καρδίας των αι φυλαί και συγγένειαί των· Ελάτε και ας θέσωμεν οριστικόν τέρμα εις όλας τας εορτάς του Θεού από την γην, ώστε να μη γίνουν ποτέ πλέον.
8 Και σκέφτηκαν: «Όλους ας τους συντρίψουμε μια κι έξω κι ας κάψουμε όλους τους τόπους της λατρείας του Θεού στη χώρα».
9 τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ εἴδομεν, οὐκ ἔστιν ἔτι προφήτης, καὶ ἡμᾶς οὐ γνώσεται ἔτι.
9 Είπαν εν συνεχεία· Δεν είδαμε άλλως τε κανένα από τα σημεία και τα θαύματα, με τα οποία λέγουν ότι ο Θεός τους επροστάτευε. Δεν υπάρχει πλέον προφήτης μεταξύ των και δεν θα μάθη ο Θεός των αυτά, τα οποία ημείς πράττομεν!
9 Δε βλέπουμε πια τα σημεία της παρουσίας σου· προφήτης δεν υπάρχει πια κι ούτε κανένας μας γνωρίζει το πόσο θα κρατήσει αυτό.
10 ἕως πότε, ὁ Θεός, ὀνειδιεῖ ὁ ἐχθρός, παροξυνεῖ ὁ ὑπεναντίος τὸ ὄνομά σου εἰς τέλος;
10 Κυριε και Θεέ, έως πότε θα υβρίζη και θα χλευάζη ο εχθρός μας και θα παροξύνη το Ονομά σου και θα προκαλή τόσον πολύ ο αντίθετός μας την οργήν σου με τας βλασφημίας του;
10 Θεέ, ως πότε θα ονειδίζει ο καταπιεστής; θα χλευάζει ο πολέμιος για πάντα τ' όνομά σου;
11 ἱνατί ἀποστρέφεις τὴν χεῖρά σου καὶ τὴν δεξιάν σου ἐκ μέσου τοῦ κόλπου σου εἰς τέλος;
11 Διατί απομακρύνστο προστατευτικόν σου χέρι από ημάς; Και διατί δεν βγάζεις την παντοδύναμον δεξιάν σου από τον κόλπον σου, δια να κτυπήσης οριστικά τους εχθρούς σου;
11 Γιατί απέσυρες τη δύναμή σου και μένεις αδρανής;
12 ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, εἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς.
12 Και όμως ο Θεός μας είναι ο προαιώνιος βασιλεύς μας. Αυτός επραγματοποίησε κατά τρόπον θαυμαστόν την σωτηρίαν μας φανερά εν μέσω όλης της γης, ώστε να γίνη γνωστή εις όλον τον κόσμον.
12 Αλλά εσύ Θεέ είσαι ο βασιλιάς μας από τότε που υπάρχουμε· εσύ που ενεργείς τη σωτηρία σ' όλη τη γη.
13 σὺ ἐκραταίωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν, σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.
13 Συ, με την ακατανίκητον δύναμίν σου διέρρηξες την θάλασσαν και εκράτησες ακίνητα εκατέρωθεν τα ύδατά της, δια να διέλθη ο λαός σου. Συ συνέτριψες τας κεφαλάς των δρακόντων, των αρχηγών δηλαδή του αιγυπτιακού στρατού, και έπνιξες αυτούς μαζή με τον στρατόν των εις τα ύδατα.
13 Εσύ, με τη δύναμή σου, διαχώρισες τη θάλασσα· σύντριψες τα κεφάλια των θαλασσινών δρακόντων.
14 σὺ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, ἔδωκας αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψι.
14 Συ συνέτριψες την κεφαλήν του άλλου δράκοντός, του Φαραώ, και παρέδωκες την χώραν του ως λάφυρον στους λαούς των Αιθιόπων.
14 Εσύ τσάκισες του Λεβιάθαν τα κεφάλια· τον έδωσες τροφή στα ζώα της ερήμου.
15 σὺ διέῤῥηξας πηγὰς καὶ χειμάῤῥους, σὺ ἐξήρανας ποταμοὺς Ἠθάμ.
15 Συ έσπασες βράχους και ανέβλυσαν πηγαί με ύδατα. Συ εξ αντιθέτου εξήρανες τους πλουσίους ποταμούς Ηθάμ και τους εστείρευσες.
15 Εσύ έκανες ν' αναβρύσουν πηγές και χείμαρροι, εσύ ποτάμια ξέρανες αστείρευτα.
16 σή ἐστιν ἡ ἡμέρα, καὶ σή ἐστιν ἡ νύξ, σὺ κατηρτίσω φαῦσιν καὶ ἥλιον.
16 Ιδική σου είναι η ημέρα, ιδική σου είναι και η νύκτα. Συ εδημιούργησες το φως και τον ήλιον.
16 Δική σου είναι η μέρα, δική σου και η νύχτα· εσύ έκανες τον ήλιο και τ' αστέρια.
17 σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· θέρος καὶ ἔαρ, σὺ ἔπλασας αὐτά.
17 Συ εδημιούργησες όλα τα ωραία πράγματα της φύσεως, συ έπλασες το θέρος και την άνοιξιν.
17 Εσύ στερέωσες όλα τα όρια της γης, καλοκαίρι και χειμώνα, εσύ τα έκανες.
18 μνήσθητι ταύτης· ἐχθρὸς ὠνείδισε τὸν Κύριον, καὶ λαὸς ἄφρων παρώξυνε τὸ ὄνομά σου.
18 Ενθυμησου, Κυριε, τούτο· ότι εχθρός άνθρωπος ύβρισε και εχλεύασε τον Κυριον, και λαός, εξ αιτίας της ασεβείας του άμυαλος, ύβρισε εξοργιστικώς το Ονομά σου.
18 Θυμήσου τούτο: Σε περιγελά, Κύριε, ο εχθρός, κι ένας ανόητος λαός προσβάλλει τ' όνομά σου.
19 μὴ παραδῷς τοῖς θηρίοις ψυχὴν ἐξομολογουμένην σοι, τῶν ψυχῶν τῶν πενήτων σου μὴ ἐπιλάθῃ εἰς τέλος.
19 Μη λοιπόν παραδώσης στους θηριώδεις αυτούς ανθρώπους την ζωήν ημών, οι οποίοι σε δοξολογούμεν. Μη λησμονήσης ημάς τους πτωχούς και συντετριμμένους και μη μας αφήσης να καταστραφώμεν τελείως.
19 Στα θηρία μην αφήνεις τη ζωή του αθώου σου, των δύστυχών σου τη ζωή συνέχεια μην ξεχνάς.
20 ἐπίβλεψον εἰς τὴν διαθήκην σου, ὅτι ἐπληρώθησαν οἱ ἐσκοτισμένοι τῆς γῆς οἴκων ἀνομιῶν.
20 Ριξε ένα βλέμμα εις την διαθήκην, την οποίαν έχεις κάμει συ με ημάς. Τιμώρησε τους κακούς, διότι όλοι οι απόμεροι και απόκρυφοι τόποι της χώρας μας εγέμισαν από κακοποιούς, έγιναν κρησφύγετα της ανομίας.
20 Επίβλεψε στη διαθήκη σου, επειδή γέμισαν οι σκοτεινές της γης γωνιές εστίες αδικίας.
21 μὴ ἀποστραφήτω τεταπεινωμένος καὶ κατῃσχυμένος· πτωχὸς καὶ πένης αἰνέσουσι τὸ ὄνομά σου.
21 Ας μη γυρίση πίσω ταπεινωμένος και καταντροπιασμένος ο πτωχός λαός σου, ο οποίος σε ικετεύει. Αλλως τε, όχι οι πλούσιοι αλλά οι πτωχοί και οι άποροι, αυτοί θα υμνολογήσουν το όνομά σου.
21 Μην αφήνεις να ντροπιαστεί ο καταπιεσμένος· δώσε ο φτωχός κι ο δύστυχος να υμνούνε τ' όνομά σου.
22 ἀνάστα, ὁ Θεός, δίκασον τὴν δίκην σου· μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ σου τοῦ ὑπὸ ἄφρονος ὅλην τὴν ἡμέραν.
22 Σηκω επάνω, ω Θεέ, δίκασε την υποθεσίν σου, που είναι και ιδικόν σου ζήτημα. Ενθυμήσου τους χλευασμούς και τας βλασφημίας, που σου απευθύνουν οι μωροί αυτοί λαοί όλας τας ημέρας της ζωής των.
22 Σήκω, Θεέ, υπερασπίσου το δίκιο σου· θυμήσου πώς σε χλεύαζε όλη μέρα ο ασεβής.
23 μὴ ἐπιλάθῃ τῆς φωνῆς τῶν ἱκετῶν σου· ἡ ὑπερηφανία τῶν μισούντων σε ἀνέβη διὰ παντός.
23 Μη λησμονήσης, Κυριε, την φωνήν αυτών, οι οποίοι τώρα σε ικετεύουν. Η αλαζονεία εκείνων, που σε μισούν, εξεπέρασε κάθε όριον, και διαρκώς ανεβαίνει εξοργιστική μέχρις αυτού του ουρανίου θρόνου σου.
23 Μην ξεχνάς τις κραυγές των αντιπάλων σου, το θόρυβο, που ολοένα εντείνεται, αυτών που σε μισούν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀδικία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ συκοφαντίες.
Κατά τῆς γλωσσοφαγιᾶς.
β Βλέποντας τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πρός τόν λαό ἐσύ νά παρηγορήσης μέ τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ.
γ Γιά νά προφυλάξει ὁ Θεός τούς χωρικούς πού ἐργάζονται στά χωράφια τους, ὅταν ἐχθροί ἔχουν κυκλωμένο τό χωριό.
στ Προσευχή πρός τόν Κύριον νά μή ἐγκαταλείψη τόν λαό του καί τή χριστιανική χώρα μας καί ἐπιτρέψη δοκιμασίες ἀπό τούς ἐχθρούς της.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 74

ΨΑΛΜΟΣ 74 - Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΡΙΤΗΣ

1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· ψαλμὸς ᾠδῆς τῷ Ἀσάφ.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Ψαλμός του Ασάφ, άσμα.
2 Ἐξομολογησόμεθά σοι, ὁ Θεός, ἐξομολογησόμεθά σοι καὶ ἐπικαλεσόμεθα τὸ ὄνομά σου.
2 Θα σε δοξολογήσωμεν, ω Θεέ. Θα σε δοξολογήσωμεν δια την προστασίαν και τας ευεργεσίας, που μας παρέχεις και θα επικαλούμεθα πάντοτε το άγιον Ονομά σου.
2 Σ' ευχαριστούμε, Θεέ, σ' ευχαριστούμε! Τ' όνομά σου φωνάζουμε, τα θαυμαστά σου έργα εξιστορούμε.
3 διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου, ὅταν λάβω καιρόν· ἐγὼ εὐθύτητας κρινῶ.
3 Εγώ προσωπικώς θα διηγηθώ και θα διακηρύττω μεταξύ των άλλων τας θαυματουργικάς σου υπέρ ημών επεμβάσεις. Και ο Κυριος απαντά· Οταν θα έλθη ο κατάλληλος καιρός, τότε εγώ θα κρίνω και θα δικάσω με ευθύτητα και δικαιοσύνην.
3 «Στο χρόνο που θα ορίσω εγώ θα κρίνω με τιμιότητα», είπ' ο Θεός.
4 ἐτάκη ἡ γῆ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ, ἐγὼ ἐστερέωσα τοὺς στύλους αὐτῆς. (διάψαλμα).
4 Η γη και οι κάτοικοί της θα λυώσουν από τον τρόμον των τιμωριών, που εγώ θα στείλω. Εγώ έχω ακλόνητα στερεώσει τους στύλους του κόσμου και επομένως δεν θα σαλευθούν.
4 «Μ' όλο που σείεται η γη κι όλοι οι κάτοικοί της τρέμουν, εγώ στηρίζω τις κολώνες της». (Διάψαλμα)
5 εἶπα τοῖς παρανομοῦσι· μὴ παρανομεῖτε, καὶ τοῖς ἁμαρτάνουσι· μὴ ὑψοῦτε κέρας,
5 Επειτα από την διακήρυξιν αυτήν του Θεού ο ψαλμωδός λέγει· Είπα, λοιπόν, και εγώ στους παρανόμους· μη παρανομείτε πλέον. Και στους αμαρτωλούς· μη αμαρτάνετε και μη σηκώνετε το μέτωπόν σας.
5 Είπα στους άφρονες: «Πάψτε τις αφροσύνες», στους ασεβείς: «Μη γίνεστε υπερόπτες.
6 μὴ ἐπαίρετε εἰς ὕψος τὸ κέρας ὑμῶν καὶ μὴ λαλεῖτε κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν.
6 Μη υψώνετε εγωϊστικώς την δύναμίν σας και μη αλαζονεύεσθε δι' αυτήν. Μη προβάλλετε με αλαζονείαν την ισχύν σας και καταφέρεσθε αδίκως εναντίον του παντοδυνάμου Θεού.
6 Μην υπερβάλλετε το κύρος σας, και μη μιλάτε με θρασύτατη φωνή.
7 ὅτι οὔτε ἐξ ἐξόδων οὔτε ἀπὸ δυσμῶν οὔτε ἀπὸ ἐρήμων ὀρέων,
7 Διότι σωτηρία και διαφυγή σας δεν υπάρχει ούτε από ανατολών, ούτε από δυσμών, ούτε από τας ερήμους ορεινάς περιοχάς, που ευρίσκονται προς νότον.
7 Γιατί ούτε απ' την ανατολή ούτε απ' τη δύση· ούτε απ' την έρημο, μα ούτε κι απ' τα όρη έρχεται η δίκαιη κρίση.
8 ὅτι ὁ Θεὸς κριτής ἐστι, τοῦτον ταπεινοῖ καὶ τοῦτον ὑψοῖ.
8 Διότι ο Θεός είναι κριτής, κύριος του σύμπαντος, και άλλον εν τη παντοδυναμία του ανυψώνει, άλλον δε ταπεινώνει.
8 Αλλά ο Θεός είν' ο κριτής· τον ένα ταπεινώνει και τον άλλο υψώνει».
9 ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος. καὶ ἔκλινεν ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, πλὴν ὁ τρυγίας αὐτοῦ οὐκ ἐξεκενώθη, πίονται πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς·
9 Και τούτο, διότι στο χέρι του Κυρίου υπάρχει ποτήρι γεμάτο από ανόθευτον, χωρίς νερό, δριμύτατο κρασί, πότισμα δια κάθε αμαρτωλόν. Ο Κυριος κλίνει το ποτήριον τούτο και προσφέρει το πικρόν περιεχόμενόν του τώρα μένστούτον τον αμαρτωλόν, άλλοτε εις εκείνον. Το πικρόν όμως περιεχόμενον του ποτηρίου, παρ' όλα τα ποτίσματα, δεν εξεκενώθη θα πιουν εν καιρώ όλοι οι αμαρτωλοί του κόσμου και θα τιμωρηθούν.
9 Στο χέρι του κρατάει ο Κύριος κούπα με δυνατό κρασί, που ακόμα αφρίζει· από την κούπα αυτή κερνάει όλους της γης τους ασεβείς, να το ρουφήξουν, να το πιουν ως το πικρό του κατακάθι.
10 ἐγὼ δὲ ἀγαλλιάσομαι εἰς τὸν αἰῶνα, ψαλῶ τῷ Θεῷ Ἰακώβ· καὶ πάντα τὰ κέρατα τῶν ἁμαρτωλῶν συνθλάσω, καὶ ὑψωθήσεται τὰ κέρατα τοῦ δικαίου.
10 Τοτε δε και εγώ, όταν θα βλέπω να τιμωρούνται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, θα σκιρτώ πάντοτε από δικαίαν χαράν και αγαλλίασιν και θα υμνολογώ τον Θεόν του Ισραήλ. Και ο Θεός διαβεβαιώνει· Ναι, θα συντρίψω όλας τας δυνάμεις των αμαρτωλών και θα υψώσω τας δυνάμεις των δικαίων ανθρώπων.
10 Όμως εγώ θα σ' εξυμνώ αιώνια· ωδές θα ψέλνω στο Θεό του Ιακώβ, που θα τσακίσει όλη τη δύναμη των ασεβών, και θα υψώσει των δικαίων τη δύναμη.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Θρῆνος γιά τήν καταστροφή τοῦ ναοῦ.
α2 Ὅταν αἰσθανόμαστε ἐγκαταλελειμμένοι ἀπό οἰκογένεια καί τούς φίλους.
β Γιά εὐχαριστία γιά τήν βοήθειά Του ὅταν σέ καταδίωκαν.
Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά ἡμερέψη τό βάρβαρο ἀφεντικό, νά μήν βασανίζη τούς συνανθρώπους του, ὑπαλλήλους.
ε "Διδάσκει νά ἀποβλέπουν εἰς τό τέλος τῆς ζωῆς ταύτης καί νά μή διαφθείρουν τόν ἑαυτόν τους μέ τάς ἁμαρτίας".
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος."
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 75

ΨΑΛΜΟΣ 75 - ΣΤΗ ΣΙΩΝ Ο ΘΕΟΣ ΣΥΝΤΡΙΨΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ, ᾠδὴ πρὸς τὸν Ἀσσύριον.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· με λαούτα. Ψαλμός του Ασάφ, άσμα.
2 Γνωστὸς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ὁ Θεός, ἐν τῷ Ἰσραὴλ μέγα τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
2 Γνωστός είναι, ο Θεός εις την Ιουδαίαν, μέγα και πολυύμνητον είναι το Ονομά του μεταξύ των Ισραηλιτών.
2 Γνωστός στην Ιουδαία ο Θεός· στον Ισραήλ μεγάλο τ' όνομά του.
3 καὶ ἐγενήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ τόπος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἐν Σιών·
3 Ειρήνη επεκράτησεν στον τόπον του, ειρήνη υπάρχει στο κατοικητήριόν του, εις την Σιών.
3 Στην Ιερουσαλήμ στήθηκε ο ναός του κι η κατοικία του στη Σιών.
4 ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅπλον καὶ ῥομφαίαν καὶ πόλεμον. (διάψαλμα).
4 Διότι εις την πόλιν και την χώραν αυτήν συνέτριψε τα πανίσχυρα τόξα των εχθρών, όπλα και ξίφη και πολεμικάς επιχειρήσεις.
4 Εκεί του τόξου σύντριψε τα βέλη, το ξίφος, την ασπίδα και τον πόλεμο. (Διάψαλμα)
5 φωτίζεις σὺ θαυμαστῶς ἀπὸ ὀρέων αἰωνίων·
5 Οπως ο ήλιος από τα αιωνόβια όρη σκορπίζει το φως του εις ανθρώπους, έτσι και συ, Κυριε, κατά θαυμαστόν τρόπον φωτίζεις με το φως της αληθείας τους καλοπροαίρετους.
5 Εσύ 'σαι μεγαλόπρεπος, πιο επιβλητικός κι απ' τα αιώνια τα βουνά.
6 ἐταράχθησαν πάντες οἱ ἀσύνετοι τῇ καρδίᾳ, ὕπνωσαν ὕπνον αὐτῶν καὶ οὐχ εὗρον οὐδὲν πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ πλούτου ταῖς χερσὶν αὐτῶν.
6 Ολοι οι εχθροί σου και εχθροί μας, οι ασύνετοι κατά την καρδίαν Ασσύριοι εκοιμήθησαν τον αιώνιον ύπνον του θανάτου και όλοι αυτοί οι άνδρες, οι οποίοι επεθύμησαν να λαφυραγωγήσουν την Ιερουσαλήμ δια να πλουτίσουν, όταν απέθαναν, δεν είχαν εις τα χέρια των τίποτε από όσα είχαν επιθυμήσει.
6 Οι σκληροτράχηλοι λεηλατήθηκαν κι αποκοιμήθηκαν τον ύπνο του θανάτου· κι όλοι οι πολεμιστές δε βρήκαν δύναμη στα χέρια τους.
7 ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου, ὁ Θεὸς Ἰακώβ, ἐνύσταξαν οἱ ἐπιβεβηκότες τοῖς ἵπποις.
7 Μονον με μίαν ιδικήν σου επίπληξιν, ω Θεέ και Κυριε του Ισραηλιτικού λαού, κατελήφθησαν από υπνηλίαν και νάρκην, ανίκανοι να πολεμήσουν οι έφιπποι αυτοί εχθροί σου.
7 Από την απειλή σου, Θεέ του Ιακώβ, ναρκώθηκαν αμάξια κι άλογα.
8 σὺ φοβερὸς εἶ, καὶ τίς ἀντιστήσεταί σοι; ἀπὸ τότε ἡ ὀργή σου.
8 Συ είσαι τρομερός· και ποιός δύναται να αντισταθή εις σε από την στιγμήν, κατά την οποίαν θα ανάψη η οργή σου;
8 Εσύ 'σαι φοβερός· κι όταν οργίζεσαι, ποιος στέκεται μπροστά σου;
9 ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἠκούτισας κρίσιν, γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν
9 Από τον ουρανόν εβροντοφώνησες και έκαμες ακουστήν την δικαίαν καταδικαστικήν σου απόφασιν εναντίον των εχθρών. Η γη ολόκληρος εφοβήθη, η δε Ιουδαία ησύχασεν από τους πολέμους.
9 Από τον ουρανό άφησες ν' ακουστεί η κρίση σου· η γη φοβήθηκε και σώπασε,
10 ἐν τῷ ἀναστῆναι εἰς κρίσιν τὸν Θεὸν τοῦ σῶσαι πάντας τοὺς πραεῖς τῆς γῆς. (διάψαλμα).
10 Διότι, συ ο Κυριος, ηγέρθης εις καταδίκην των εχθρών σου, δια να σώσης όλους τους πραείς και ταπεινούς δούλους της χώρας, ημάς τους Ιουδαίους.
10 όταν σηκώθηκε ο Θεός να κρίνει, για να σώσει όλους τους δύστυχους της γης. (Διάψαλμα)
11 ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι, καὶ ἐγκατάλειμμα ἐνθυμίου ἑορτάσει σοι.
11 Ετσι δε κάθε ανθρωπίνη σκέψις και καρδία, όχι μόνον των πιστών εις σε αλλά και αυτών ακόμη των εχθρών σου, θα έχη μεταστραφή εις δοξολογίαν σου· και τα υπολείμματα ακόμη των πικρών αναμνήσεων, όπως και οι απομένοντες εχθροί, θα πανηγυρίσουν προς δόξαν σου.
11 Ακόμα κι η μανία των ανθρώπων σε ύμνο μετατρέπεται για σένα· κι όσοι απ' αυτήν ξεφεύγουν, σαν διάδημα θα σε κοσμούν.
12 εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· πάντες οἱ κύκλῳ αὐτοῦ οἴσουσι δῶρα
12 Σεις, λοιπόν, οι ευσεβείς Ιουδαίοι, κάμετε τάματα προς τον Κυριον και αποδώσατέ τα προς αυτόν ως χρέος οφειλόμενον. Και όλοι επίσης οι γύρω από την χώραν του λαοί θα προσφέρουν δώρα προς αυτόν.
12 Τάματα κάντε κι εκπληρώστε τα στον Κύριο, το Θεό σας, όλοι εσείς οι γύρω του φέρτε δώρα στον τρομερό,
13 τῷ φοβερῷ καὶ ἀφαιρουμένῳ πνεύματα ἀρχόντων, φοβερῷ παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς.
13 Προς τον φοβερόν Κυριον, ο οποίος αφαιρεί την αναπνοήν και ζωήν των αρχόντων, στον φοβερόν δι' όλους τους βασιλείς της γης.
13 σ' αυτόν που κόβει τον αέρα των αρχόντων, και τον φοβούνται οι βασιλιάδες της γης

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός εἶναι Κριτής.
α2 Γιά νά ἀποδώση ὁ Θεός δικαιοσύνη.
β Νά ἀποδείξεις ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες καί αἱρετικοί δέν ἔχουν Θεογνωσία.
γ Σέ μητέρα πού φοβᾶται στήν γέννα της, γιά νά τήν ἐνθαρρύνει καί νά τήν προστατεύση ὁ Θεός.
στ Προσευχή πρός τόν Κύριον νά μᾶς ἀποκαλύπτεται παντοιοτρόπως, ἔτσι ὥστε νά φωτίζεται ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας, καί νά βαδίζουμε στό δρόμο τοῦ θελήματός Του.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".
"Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 76

ΨΑΛΜΟΣ 76 - ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ ΑΝΑΘΥΜΑΜΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΟΥ ΕΡΓΑ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Ἰδιθούν· ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως ο Ιεδουθούν. Ψαλμός του Ασάφ.
2 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ προσέσχε μοι.
2 Με φωνήν ισχυραν έκραξα προς τον Κυριον, με έντονον την φωνήν επεκαλέσθην τον Θεόν και εκείνος επρόσεξε την δέησίν μου.
2 Φωνάζω στο Θεό και κράζω· φωνάζω στο Θεό και θα μ’ ακούσει.
3 ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου τὸν Θεὸν ἐξεζήτησα, ταῖς χερσί μου νυκτὸς ἐναντίον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠπατήθην· ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου.
3 Εις περίοδον μεγάλης θλίψεώς μου με πόθον πολύν κατέφυγα προς τον Θεόν. Και κατά τας νύκτας ύψωνα ικετευτικώς τας χείρας μου προς αυτόν και δεν διεψεύσθην εις τας ελπίδας μου. Λογω της πολλής και βαρείας θλίψεώς μου, η ψυχή μου ηρνείτο και απεστρέφετο κάθε παρηγορίαν.
3 Στης θλίψης μου τη μέρα ζήτησα τον Κύριο· τη νύχτα ήταν τα χέρια μου απλωμένα και δεν κουράστηκαν· αρνήθηκε η ψυχή μου να παρηγορηθεί.
4 ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην· ἠδολέσχησα, καὶ ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμά μου. (διάψαλμα).
4 Καθε φοράν όμως που κατά το διάστημα της θλίψεώς μου ενεθυμούμην τον Κυριον, εύρισκα γαλήνην και χαράν. Αλλ' όταν ενέστρεφα το βλέμμα μου και ενεβάθυνα εις την συμφοράν μου, ελιποψυχούσε το πνεύμα μου.
4 Θυμάμαι το Θεό κι αναστενάζω· σκέφτομαι και λιγοψυχώ. (Διάψαλμα)
5 προκατελάβοντο φυλακὰς οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθην καὶ οὐκ ἐλάλησα.
5 Αγρυπνα έμεναν τα μάτια μου όλην την νύκτα και επρολάμβαναν τας αλλαγάς των νυκτερινών φρουρών. Κατά τας αϋπνίας μου αυτάς με ετάρασσεν η σκέψις της θλίψεώς μου και έμεινα σιωπηλός.
5 Κράτησες άγρυπνα των ματιών μου τα βλέφαρα· αναστατώθηκα και να μιλήσω δεν μπορώ.
6 διελογισάμην ἡμέρας ἀρχαίας, καὶ ἔτη αἰώνια ἐμνήσθην καὶ ἐμελέτησα·
6 Εσκέφθην έπειτα παλαιάς ενδόξους ημέρας του έθνους μας. Ενεθυμήθην αιώνια έτη, παναρχαίας εποχάς, και εβυθίσθην εις την μελέτην αυτών.
6 Μέρες στοχάστηκα παλιές, αιώνες, χρόνια·
7 νυκτὸς μετὰ τῆς καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλε τὸ πνεῦμά μου.
7 Κατά τας νύκτας της αυπνίας μου εσκεπτόμουν και εφιλοσοφούσα. Το πνεύμα μου εσκάλιζε παλαιά και σύγχρονα γεγονότα.
7 θυμήθηκα και συλλογίστηκα, μέσα στη νύχτα αναρωτιόμουν και σκεφτόμουνα:
8 μὴ εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπώσεται Κύριος καὶ οὐ προσθήσει τοῦ εὐδοκῆσαι ἔτι;
8 Εσκέφθην μεταξύ των άλλων, μήπως τάχα ο Κυριος θα μας απομακρύνη από κοντά του, θα μας εγκαταλείψη τελείως και δεν θα θελήση ποτέ πλέον να δείξη προς ημάς την ευμένειάν του και την προστασίαν του;
8 Αιώνια θα μας απορρίπτει ο Κύριος; δε θα μας είναι πια ευνοϊκός;
9 ἢ εἰς τέλος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀποκόψει; συνετέλεσε ῥῆμα ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν;
9 Μηπως έχει αποκόψει εξ ολοκλήρου το έλεός του από ημάς; Εθεσε τέρμα εις τας υποσχέσεις της διαθήκης του από τας αρχαίας γενεάς μέχρι της ιδικής μας, ώστε να παύσωμεν πλέον ημείς να είμεθα ο εκλεκτός και περιούσιος λαός του;
9 Σταμάτησε για πάντα η αγάπη του ή έληξε η επαγγελία του για όλες τις γενιές;
10 ἢ ἐπιλήσεται τοῦ οἰκτειρῆσαι ὁ Θεός; ἢ συνέξει ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ τοὺς οἰκτιρμοὺς αὐτοῦ; (διάψαλμα).
10 Μηπως ο Θεός θα λησμονήση την ευσπλαγχνίαν του προς ημάς; Μηπως θα συγκρατήση και θα αναστείλη με την οργήν του το έλεός του;
10 Λησμόνησε τους οικτιρμούς του ο Θεός; Απάνω στην οργή του μήπως τα σπλάχνα του έκλεισε; (Διάψαλμα)
11 καὶ εἶπα· νῦν ἠρξάμην, αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου.
11 Είπα εν συνεχεία από μέσα μου· Τωρα αρχίζω να εννοώ. Η μεταβολή αυτή της καταστάσεώς μας είναι έργον της δεξιάς του Υψίστου Θεού μας.
11 Κι είπα: «Αυτό είναι το πλήγμα μου: πως άλλαξε η εύνοια του Υψίστου».
12 ἐμνήσθην τῶν ἔργων Κυρίου, ὅτι μνησθήσομαι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῶν θαυμασίων σου
12 Διότι ενεθυμήθην από αρχαίων χρόνων τα έργα του Κυρίου. Τα επαναφέρω και θα επαναφέρω εις την μνήμην μου τα θαυμάσια έργα σου απ' αρχής.
12 Αναπολώ τ’ αξιοθαύμαστά σου έργα, Κύριε, αναθυμάμαι από παλιά τα θαύματά σου.
13 καὶ μελετήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασί σου ἀδολεσχήσω.
13 Θα μελετήσω με πολλήν προσοχήν και σύνεσιν όλα τα έργα σου. θα εμβαθύνω εις τα ολόλαμπρα και ένδοξα κατορθώματά σου.
13 Στοχάζομαι όλα τα έργα σου· και μελετώ τ’ ανδραγαθήματά σου.
14 ὁ Θεός, ἐν τῷ ἁγίῳ ἡ ὁδός σου· τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;
14 Ω Θεέ, άγιος είναι ο τρόπος της συμπεριφοράς σου προς ημάς. Ποιός άλλος θεός είναι μέγας, όπως είσαι συ ο Θεός μας;
14 Θεέ, άγια είναι η κάθε σου ενέργεια· ποιος Θεός είναι μέγας σαν το Θεό μας;
15 σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια, ἐγνώρισας ἐν τοῖς λαοῖς τὴν δύναμίν σου·
15 Συ είσαι ο Θεός μας, ο οποίος έκαμες και κάμνεις τόσον θαυμαστά έργα, ώστε και στους ειδωλολατρικούς ακόμη λαούς να καθιστάς γνωστήν την μεγάλην σου δύναμιν.
15 Εσύ ’σαι ο Θεός που κάνεις θαύματα· γνώρισαν οι λαοί τη δύναμή σου.
16 ἐλυτρώσω ἐν τῷ βραχίονί σου τὸν λαόν σου, τοὺς υἱοὺς Ἰακὼβ καὶ Ἰωσήφ. (διάψαλμα).
16 Συ, ηλευθέρωσες τον ισσραηλιτικόν λαόν σου, τους απογόνους του πατριάρχου Ιακώβ και Ιωσήφ, από την σκληράν δουλείαν των Αιγυπτίων.
16 Με την ισχύ σου το λαό σου λύτρωσες· τους απογόνους του Ιακώβ και του Ιωσήφ. (Διάψαλμα)
17 εἴδοσάν σε ὕδατα, ὁ Θεός, εἴδοσάν σε ὕδατα καὶ ἐφοβήθησαν, ἐταράχθησαν ἄβυσσοι,
17 Τα ύδατα της Ερυθράς Θαλάσσης σε είδαν, ω Θεέ, άλλοτε, σε είδαν αυτά τα ύδατα και ετρόμαξαν. Εταράχθησαν τα κατώτατα βάθη της θαλάσσης, ώστε μεγάλη να ακούεται η βοή των κυμάτων.
17 Σε είδαν τα νερά, Θεέ, τα νερά σε είδαν και φοβήθηκαν κι οι άβυσσοι ταράχτηκαν.
18 πλῆθος ἤχους ὑδάτων, φωνὴν ἔδωκαν αἱ νεφέλαι, καὶ γὰρ τὰ βέλη σου διαπορεύονται·
18 Βρονταί εξαπελύθησαν από τα σύννεφα, διότι αι αστραπαί εφαίνοντο σαν βέλη να διασχίζουν αυτά.
18 Κατακλυσμός νερών απ’ τα πυκνά τα σύννεφα, βροντή έδωσαν τα νέφη κι οι αστραπές σου σκόρπισαν παντού.
19 φωνὴ τῆς βροντῆς σου ἐν τῷ τροχῷ, ἔφαναν αἱ ἀστραπαί σου τῇ οἰκουμένῃ, ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ.
19 Η βροντερά φωνή σου, Κυριε, αντήχησεν ολόγυρα, αι αναρίθμητοι αστραπαί σου εφώτιζαν την οικουμένην, συνεκλονίσθη εκ θεμελίων και κατετρόμαξεν η γη.
19 Η φωνή της βροντής σου μες στον ανεμοστρόβιλο· φώτισαν οι αστραπές την οικουμένη, κλονίζεται και τρέμει η γη.
20 ἐν τῇ θαλάσσῃ αἱ ὁδοί σου, καὶ αἱ τρίβοι σου ἐν ὕδασι πολλοῖς, καὶ τὰ ἴχνη σου οὐ γνωσθήσονται.
20 Συ ήνοιξες δρόμους μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Ιδικαί σου είναι αι πορείαι του λαού σου δια μέσου των αναριθμήτων υδάτων της θαλάσσης αυτής. Συ επραγματοποίησας τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα, χωρίς να φαίνεσαι, διότι είσαι αόρατος, και ανεξιχνίαστοι είναι αι ενέργειαί σου.
20 Μέσ’ απ’ τη θάλασσα είναι ο δρόμος σου, τα μονοπάτια σου στην πλημμύρα· αλλά τα ίχνη σου δε φάνηκαν.
21 ὡδήγησας ὡς πρόβατα τὸν λαόν σου ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών.
21 Συ, δια του Μωϋσέως και του Ααρών ωδήγησες με ασφάλειαν και στοργήν, ωσάν πρόβατα, τον ισραηλιτικόν σου λαόν.
21 Οδήγησες καθώς κοπάδι το λαό σου με του Μωυσή το χέρι και του Ααρών.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνας ὕμνος ἀπελευθέρωσης.
α2 Κατά ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς μαγείας.
β Ὅταν σέ στενοχωροῦν οἱ ἐχθροί μή ταραχθῆς ἀλλά νά προσεύχεσαι καί ἐάν εἰσακουσθῆς εὐχαρίστησε τόν Κύριο.
γ Ὅταν δέν ὑπάρχη κατανόηση μεταξύ γονέων καί παιδιῶν, νά τούς φωτίση ὁ Θεός, γιά νά ἀκοῦνε τά παιδιά τούς γονεῖς, καί οἱ γονεῖς νά δείχνουν ἀγάπη.
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
η "Ὁ Ψ, ἔχει σχέσιν μέ τόν πόνον τῆς ψυχῆς τῆς βιούσης τήν ἀπουσίαν τοῦ Θεοῦ".
θ "Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας".
"Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 77

ΨΑΛΜΟΣ 77 - ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΜΑΘΗΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ

Συνέσεως τῷ Ἀσάφ.

1 Προσέχετε, λαός μου, τῷ νόμῳ μου, κλίνατε τὸ οὖς ὑμῶν εἰς τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου·
1 Ανθρωποι του ισραηλιτικού λαού μου, προσέχετε εις την διδασκαλίαν μου, κλίνατε προς εμέ τα αυτιά σας και ακούσατε με προσοχήν τα λόγια του στόματός μου.
1 Μασχίλ του Ασάφ. Τη διδαχή μου, λαέ μου, ακροάσου· πρόσεξε αυτά που θα σου πω.
2 ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿ ἀρχῆς.
2 Θα αρχίσω με διδακτικάς παραβολικάς ιστορίας, γεμάτας ιερά διδάγματα. Θα σας διηγηθώ αρχαία γεγονότα με βαθύτατα νοήματα.
2 Με παροιμίες θα μιλήσω· θα πω παλιού καιρού παράδοξα,
3 ὅσα ἠκούσαμεν καὶ ἔγνωμεν αὐτὰ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν διηγήσαντο ἡμῖν,
3 Αυτά είναι από όσα ηκούσαμεν και εμάθαμεν καλά, αυτά που οι πατέρες μας έχουν διηγηθή εις ημάς.
3 που ακούσαμε και μάθαμε· και μας τα διηγήθηκαν οι πατεράδες μας.
4 οὐκ ἐκρύβη ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν, ἀπαγγέλλοντες τὰς αἰνέσεις Κυρίου καὶ τὰς δυναστείας αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε.
4 Δεν απεκρύβησαν τα μεγάλα αυτά γεγονότα από τα τέκνα των προγόνων μας, αλλά μετεδόθησαν πιστά από γενεάς εις γενεάν. Με αυτά εξιστορούνται αι πανένδοξοι πράξστου Κυρίου και τα έργα της καταπληκτικής δυνάμεως του· τα θαυμαστά του αυτά έργα, τα οποία έκαμε προς χάριν του ισραηλιτικού λαού.
4 Δε θα τα κρύψουμε από τους απογόνους τους. Θα διηγηθούμε στη γενιά που έρχεται τα ένδοξα του Κυρίου έργα, τη δύναμή του, και τα θαύματα που έκανε.
5 καὶ ἀνέστησε μαρτύριον ἐν Ἰακὼβ καὶ νόμον ἔθετο ἐν Ἰσραήλ, ὅσα ἐνετείλατο τοῖς πατράσιν ἡμῶν τοῦ γνωρίσαι αὐτὰ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν,
5 Ανήγειρε και έστησεν ολοφάνερην την μαρτυρίαν του μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ, έθεσε Νομον στους Ισραηλίτας και τους διέταξεν όσα εκείνος είχε νομοθετήσει στους προγόνους μας να τα καταστήσουν αυτοί γνωστά εις τα τέκνα των.
5 Εντολή όρισε στον Ιακώβ και νόμο θέσπισε στον Ισραήλ, και ζήτησε από τους προγόνους μας να τον διδάξουν στα παιδιά τους,
6 ὅπως ἂν γνῷ γενεὰ ἑτέρα, υἱοὶ οἱ τεχθησόμενοι, καὶ ἀναστήσονται καὶ ἀπαγγελοῦσιν αὐτὰ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν·
6 Δια να τα μάθη η μεταγενεστέρα γενεά, αυτοί οι οποίοι θα εγεννώντο βραδύτερον. Και αυτοί, όταν θα ανδρωθούν, να τα αναγγείλουν εις τα παιδιά των και εν συνεχεία να μεταδίδωνται αυτά από γενεάς εις γενεάν.
6 ώστε να τον γνωρίσει η επερχόμενη γενιά, τα παιδιά που ήταν να γεννηθούν, κι εκείνοι μεγαλώνοντας να τα ιστορήσουν στα παιδιά τους.
7 ἵνα θῶνται ἐπὶ τὸν Θεὸν τὴν ἐλπίδα αὐτῶν καὶ μὴ ἐπιλάθωνται τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐκζητήσωσιν·
7 Τούτο δέ, δια να αποθέτουν οι ακούοντες την ελπίδα των στον Θεόν και να μη λησμονήσουν τα θαυμαστά αυτά έργα του Θεού, αλλά με πόθον να ζητούν πάντοτε να μανθάνουν και να πράττουν τας εντολάς του,
7 Για ν’ αποθέσουν την ελπίδα τους στο Θεό, να μην ξεχάσουν του Θεού τα θαυμαστά τα έργα αλλά τις εντολές του να τηρούν.
8 ἵνα μὴ γένωνται ὡς οἱ πατέρες αὐτῶν, γενεὰ σκολιὰ καὶ παραπικραίνουσα, γενεά, ἥτις οὐ κατηύθυνε τὴν καρδίαν ἑαυτῆς καὶ οὐκ ἐπιστώθη μετὰ τοῦ Θεοῦ τὸ πνεῦμα αὐτῆς.
8 ώστε να μη γίνουν οι μεταγενέστεροι, όπως ήσαν οι πατέρες των, γενεά δηλαδή διεστραμμένη, η οποία ελυπούσε τον Κυριον, γενεά η οποία δεν εφύλαξεν ευθείαν την καρδίαν της απέναντι του Θεού, και δεν παρέμεινε πιστόν το πνεύμα της στον Θεόν.
8 Και να μη γίνουν σαν τους πατεράδες τους γενιά της ανυπακοής και της αντίρρησης, γενιά με φρόνημα ασταθές και που δεν έμεινε στο Θεό πιστή η καρδιά της.
9 υἱοὶ Ἐφραὶμ ἐντείνοντες καὶ βάλλοντες τόξοις ἐστράφησαν ἐν ἡμέρᾳ πολέμου.
9 Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ, αν και ήσαν ισχυροί να τεντώνουν τα τόξα και να ρίπτουν με επιτυχίαν τα βέλη των, έστρεψαν εν τούτοις τα νώτα των εν καιρώ πολέμου και ετράπησαν εις φυγήν.
9 Οι Εφραϊμίτες, οπλισμένοι και καλοί τοξότες, λιποταχτήσαν την ημέρα του αγώνα·
10 οὐκ ἐφύλαξαν τὴν διαθήκην τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ οὐκ ἠβουλήθησαν πορεύεσθαι.
10 Τούτο δέ, διότι δεν εφύλαξαν την εντολήν του Θεού και δεν ηθέλησαν να ζήσουν σύμφωνα με τον νόμον αυτού.
10 δεν τήρησαν τη διαθήκη του Θεού κι αρνήθηκαν να πορευτούν σύμφωνα με το νόμο του.
11 καὶ ἐπελάθοντο τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἔδειξεν αὐτοῖς,
11 Αυτοί ελησμόνησαν τας ευεργεσίας του Θεού και τα θαυμαστά έργα, τα οποία ολοφάνερα είχε δείξει προς αυτούς ο Κυριος.
11 Λησμόνησαν τα έργα του, τα θαύματά του που τους έκανε να δουν.
12 ἐναντίον τῶν πατέρων αὐτῶν ἃ ἐποίησε θαυμάσια ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν πεδίῳ Τάνεως.
12 Τα θαυμαστά έργα, τα οποία έκαμεν ενώπιον των προγόνων των, εις την Αίγυπτον, εις την πεδιάδα Τανεως.
12 Μπροστά στους πρόγονούς τους έκανε θαύματα· στην πεδιάδα της Σοάν, στην Αίγυπτο.
13 διέῤῥηξε θάλασσαν καὶ διήγαγεν αὐτούς, παρέστησεν ὕδατα ὡσεὶ ἀσκὸν
13 Διέρρηξε την Ερυθράν Θαλασσαν εις δύο, έστησεν όρθια τα ύδατα αυτής, ως εάν ήταν κλεισμένα εις ασκούς, και δια μέσου αυτής ωδήγησεν ασφαλείς τους Ισραηλίτας.
13 Τη θάλασσα τη χώρισε και πέρασμα της άνοιξε κι έστησε καθώς φράγμα τα νερά.
14 καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν νεφέλῃ ἡμέρας καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἐν φωτισμῷ πυρός.
14 Την ημέραν τους ωδήγησε δια της νεφέλης, καθ' όλην δε την νύκτα με το φως του πυρίνου στύλου.
14 Με τη νεφέλη τούς οδήγησε τη μέρα, κι όλη τη νύχτα με τη λάμψη της φωτιάς.
15 διέῤῥηξε πέτραν ἐν ἐρήμῳ καὶ ἐπότισεν αὐτοὺς ὡς ἐν ἀβύσσῳ πολλῇ
15 Διέρρηξε βράχον εις έρημον και άνυδρον τόπον και τους επότιζεν από πηγήν, που ανέβλυζεν άφθονα ύδατα ωσάν μεγάλης Θαλάσσης.
15 Έσκισε βράχους μες στην έρημο, νερό τους έδωσε να πιουν σαν από πηγές αστείρευτες.
16 καὶ ἐξήγαγεν ὕδωρ ἐκ πέτρας καὶ κατήγαγεν ὡς ποταμοὺς ὕδατα.
16 Αυτός έκαμε να αναβλύσουν πλούσια νερά από τον βράχον και κατέβασε ποτάμια υδάτων από αυτόν.
16 Ρυάκια έκανε να αναβρύσουν απ’ το βράχο κι άφησε να ξεχυθούν ποτάμια τα νερά.
17 καὶ προσέθεντο ἔτι τοῦ ἁμαρτάνειν αὐτῷ, παρεπίκραναν τὸν Ὕψιστον ἐν ἀνύδρῳ
17 Εν τούτοις όμως οι Ισραηλίται προσέθεσαν πάλιν νέας αμαρτίας και επίκραναν τον Υψιστον εις περιοχήν, όπου δεν υπήρχεν ύδωρ.
17 Αλλά αυτοί συνέχισαν σ’ εκείνον ν’ αμαρτάνουν· και εναντίον του Υψίστου να ορθώνονται στην έρημο.
18 καὶ ἐξεπείρασαν τὸν Θεὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, τοῦ αἰτῆσαι βρώματα ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν
18 Ηθέλησαν να θέσουν εις δοκιμασίαν τον Θεόν και τον ελύπησαν με τας αμαρτωλάς και λαιμάργους επιθυμίας των καρδιών των, διότι εζήτησαν φαγητά κατά τας επιθυμίας της καρδίας των.
18 Τολμήσανε να προκαλέσουν το Θεό, ζητώντας φαγητό κατά την όρεξή τους.
19 καὶ κατελάλησαν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπαν· μὴ δυνήσεται ὁ Θεὸς ἑτοιμάσαι τράπεζαν ἐν ἐρήμῳ;
19 Ωλιγοπίστησαν, κατεφέρθησαν κατά του Θεού και είπαν· Μηπως τάχα δύναται να ετοιμάση ο Θεός τράπεζαν με φαγητά εις την έρημον;
19 Και τον αμφισβητήσαν· είπαν· «Μπορεί ο Θεός στην ερημιά τραπέζι να ετοιμάσει;
20 ἐπεὶ ἐπάταξε πέτραν καὶ ἐῤῥύησαν ὕδατα καὶ χείμαῤῥοι κατεκλύσθησαν, μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι ἢ ἑτοιμάσαι τράπεζαν τῷ λαῷ αὐτοῦ;
20 Επειδή, τάχα, εκτύπησε τον βράχον και ανέβλυσαν ύδατα και χείμαρροι πολλοί, και κατέκλυσαν την περιοχήν, μήπως δύναται να μας δώση και άρτον η να ετοιμάση τράπεζαν με φαγητά δια τον λαόν του;
20 Πράγματι, χτύπησε το βράχο και τρέξαν τα νερά και ξεχυθήκαν χείμαρροι· μπορεί άραγε να δώσει και ψωμί; ή κρέας να προμηθεύσει το λαό του;»
21 διὰ τοῦτο ἤκουσε Κύριος καὶ ἀνεβάλετο, καὶ πῦρ ἀνήφθη ἐν Ἰακώβ, καὶ ὀργὴ ἀνέβη ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ,
21 Δια τας αναιδείς και ασεβείς αυτάς κατηγορίας, τας οποίας ήκουσεν ο Κυριος, ανέβαλε την είσοδόν των εις την γην της Επαγγελίας. Καταστρεπτικόν πυρ ήναψε τότε ανάμεσα στους απογόνους του Ιακώβ και η οργή του Κυρίου εξέσπασεν επάνω στους Ισραηλίτας.
21 Τ’ άκουσε ο Κύριος κι οργίστηκε και ξέσπασε η οργή στον Ιακώβ κι ενάντια στον Ισραήλ θυμός,
22 ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ Θεῷ οὐδὲ ἤλπισαν ἐπὶ τὸ σωτήριον αὐτοῦ.
22 Διότι δεν επίστευσαν στον Θεόν, ούτε ήλπισαν εις την σωτηρίαν των, την οποίαν αυτός θα τους έδιδε.
22 γιατί δε μείναν στο Θεό πιστοί και στη σωτηρία του δεν έλπισαν.
23 καὶ ἐνετείλατο νεφέλαις ὑπεράνωθεν καὶ θύρας οὐρανοῦ ἀνέῳξε
23 Εν τούτοις ο Θεός εμακροθύμησεν, έδωσεν εντολήν εις τα υπεράνω της γης σύννεφα, ήνοιξε τας θύρας του ουρανού
23 Μα εκείνος διάταξε τα σύννεφα από πάνω· κι άνοιξε τους πυλώνες τ’ ουρανού.
24 καὶ ἔβρεξεν αὐτοῖς μάννα φαγεῖν καὶ ἄρτον οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς·
24 και έβρεξε προς χάριν αυτών μάννα, δια να φάγουν. Εδωσεν εις αυτούς άρτον ουρανοκατέβατον.
24 Πάνω τους έριξε βροχή το μάννα για τροφή τους, το στάρι τ’ ουρανού τούς πρόσφερε.
25 ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος, ἐπισιτισμὸν ἀπέστειλεν αὐτοῖς εἰς πλησμονήν.
25 Ετσι δε ο άνθρωπος έφαγεν άρτον έτοιμασμένον από τους αγγέλους. Πλουσίαν διατροφήν έστειλεν ο Κυριος προς αυτούς.
25 Έτσι οι ανθρώποι το ψωμί φάγανε των αγγέλων, τους έστειλε άφθονη ως τον κορεσμό τροφή.
26 ἀπῇρε Νότον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἐπήγαγεν ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ Λίβα
26 Εσήκωσεν από τον ουρανόν νότιον άνεμον, εν τη παντοδυναμία του έφερεν προς αυτούς λίβαν
26 Στον ουρανό τον άνεμο σήκωσε της ανατολής και με τη δύναμή του έφερε του νοτιά τον άνεμο.
27 καὶ ἔβρεξεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὡσεὶ χοῦν σάρκας καὶ ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν πετεινὰ πτερωτά,
27 και έβρεξεν επάνω τους, ωσάν πυκνότατον σύννεφον από σκόνιν, ορτύκια ωσάν την άμμον της θαλάσσης κατά το πλήθος, πτηνά πτερωτά.
27 Κι έβρεξε πάνω τους το κρέας σαν τη σκόνη, και σαν της θάλασσας την άμμο τα πουλιά.
28 καὶ ἐπέπεσον ἐν μέσῳ παρεμβολῆς αὐτῶν κύκλῳ τῶν σκηνωμάτων αὐτῶν,
28 Αυτά έπεσαν στο μέσον του στρατοπέδου των Ισραηλιτών, ολόγυρα από τας σκηνάς των.
28 Έπεσαν μέσα στο στρατόπεδό τους, γύρω από τις σκηνές,
29 καὶ ἔφαγον καὶ ἐνεπλήσθησαν σφόδρα, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ἤνεγκεν αὐτοῖς,
29 Εκείνοι έφαγαν, παραέφαγαν και εχόρτασαν πολύ, διότι ο Κυριος ικανοποίησε με το παραπάνω τας επιθυμίας των.
29 κι έφαγαν και καλοχορτάσανε· τους έδωσε ό,τι είχαν πεθυμήσει.
30 οὐκ ἐστερήθησαν ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν. ἔτι τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ στόματι αὐτῶν,
30 Τιποτε δεν εστερήθησαν, από όσα είχαν επιθυμήσει. Αλλα ενώ η τροφή ήτο ακόμη στο στόμα των,
30 Πριν όμως κορεστεί η επιθυμία τους, κι ενώ στο στόμα την τροφή τους είχαν ακόμα,
31 καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀνέβη ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἀπέκτεινεν ἐν τοῖς πλείοσιν αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Ἰσραὴλ συνεπόδισεν.
31 η οργή του Θεού εξέσπασε, δια την αχαριστίαν των, εναντίον αυτών και εθανάτωσε πάρα πολλούς από αυτούς. Και αυτούς ακόμη τους επισήμους άνδρας των Ισραηλιτών τους έρριψε κάτω νεκρούς.
31 ξέσπασε πάνω τους του Θεού η οργή κι εξόντωσε τους πιο σπουδαίους ανάμεσά τους· αφάνισε τα νιάτα του Ισραήλ.
32 ἐν πᾶσι τούτοις ἥμαρτον ἔτι καὶ οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ,
32 Παρ' όλας όμως τας ευεργεσίας και τας τιμωρίας αυτάς του Θεού, εξακολουθούσαν ακόμη οι Ισραηλίται να αμαρτάνουν, και δεν επίστευσαν εις αυτόν, μολονότι έβλεπαν τα θαυμάσια έργα του.
32 Παρ’ όλα αυτά δεν πάψαν ν’ αμαρτάνουν και δεν πιστέψανε στα θαύματά του.
33 καὶ ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν μετὰ σπουδῆς.
33 Επέρασαν ματαίως και ασκόπως τας ημέρας των. Πολύ γρήγορα έφυγαν, χωρίς κανένα καρπόν αρετής, τα έτη της ζωής των.
33 Και τέλειωσε τις μέρες τους με μια πνοή και μ’ άξαφνη καταστροφή τα χρόνια τους.
34 ὅταν ἀπέκτεινεν αὐτούς, τότε ἐξεζήτουν αὐτὸν καὶ ἐπέστρεφον καὶ ὤρθριζον πρὸς τὸν Θεὸν
34 Οταν ο Κυριος τους παρέδιδεν εις θάνατον, προς τιμωρίαν και παιδαγωγίαν, τότε εζητούσαν αυτόν με ζήλον, επέστρεφαν εις αυτόν και από τον βαθύν όρθρον κατέφευγαν προς αυτόν δια της προσευχής.
34 Όταν τους εξολόθρευε, τότε τον εζητούσαν, μετανοούσανε κι επέστρεφαν σ’ αυτόν.
35 καὶ ἐμνήσθησαν ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς αὐτῶν ἐστι καὶ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος λυτρωτὴς αὐτῶν ἐστι.
35 Τοτε ενεθυμούντο, ότι ο Θεός είναι ο παντοδύναμος βοηθός των, ότι ο Θεός ο Υψιστος είναι ο ελευθερωτής και σωτήρ των.
35 Θυμούνταν πως ο Θεός ήταν ο βράχος τους, ο ύψιστος Θεός ο απελευθερωτής τους.
36 καὶ ἠγάπησαν αὐτὸν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο αὐτῷ,
36 Αλλά τον ηγάπησαν επιφανειακώς, μόνον με το στόμα των, ενώ με τα λόγια των και με την άλλην συμπεριφοράν των εψεύσθησαν απεναντί του, εφέρθησαν ανειλικρινώς.
36 Αλλά με λόγια τον κολάκευαν, και με τη γλώσσα τον εξαπατούσαν.
37 ἡ δὲ καρδία αὐτῶν οὐκ εὐθεῖα μετ᾿ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐπιστώθησαν ἐν τῇ διαθήκῃ αὐτοῦ.
37 Διότι η καρδία των δεν ήτο ευθεία απέναντι του Θεού και δεν εφάνησαν πιστοί εις τας υποχρεώσεις, που ανέλαβαν δια της Διαθήκης απέναντι του Θεού.
37 Η καρδιά τους δε στάθηκε σταθερή μαζί του· και στη διαθήκη του δεν έμειναν πιστοί.
38 αὐτὸς δέ ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσκεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν καὶ οὐ διαφθερεῖ καὶ πληθυνεῖ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν αὐτοῦ καὶ οὐχὶ ἐκκαύσει πᾶσαν τὴν ὀργὴν αὐτοῦ.
38 Ο Θεός όμως είναι ελεήμων και έδειχνε το έλεός του εις τας αμαρτίας αυτών. Δεν ηθέλησε να τους καταστρέψη. Εις πολυαρίθμους περιστάσεις ανέστειλε και απεμάκρυνε τον θυμόν του· δεν αφήκε να ανάψη και να εκσπάση όλη η οργή του εναντίον των.
38 Αλλ’ αυτός είναι σπλαχνικός, την ανομία συγχωράει και δεν εξοντώνει. Πολλές φορές το θυμό του συγκράτησε δεν εκδήλωσε όλη του την οργή.
39 καὶ ἐμνήσθη ὅτι σάρξ εἰσι, πνεῦμα πορευόμενον καὶ οὐκ ἐπιστρέφον.
39 Είχεν υπ' όψιν του ο Κυριος, ότι αυτοί οι αμαρτάνοντες ήσαν αδύνατες σάρκες, πνοή ανέμου περαστική, η οποία δεν επιστρέφει πάλιν.
39 Θυμήθηκε ότι αυτοί ήταν από σάρκα, άνεμος που παρέρχεται και πίσω δε γυρίζει.
40 ποσάκις παρεπίκραναν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, παρώργισαν αὐτὸν ἐν γῇ ἀνύδρῳ;
40 Ποσες και πόσες φορές τον επίκραναν πολύ εις την έρημον, τον εξώργισαν εις τόπον άνυδρον!
40 Πόσες φορές στην έρημο ξεσηκωθήκαν εναντίον του, τον λύπησαν στην άνυδρη τη γη!
41 καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἐπείρασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ παρώξυναν.
41 Και εις άλλας περιπτώσεις εστράφησαν, δια να απομακρυνθούν από αυτόν. Εθεσαν υπό δοκιμασίαν και πειρασμόν τυν Θεόν των· εξώργισαν τον άγιον αυτόν Κυριον του ισραηλιτικού λαού.
41 Ξανάρχισαν να προκαλούνε το Θεό, να πικραίνουν τον Άγιο Θεό του Ισραήλ.
42 καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τῆς χειρὸς αὐτοῦ, ἡμέρας, ἧς ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλίβοντος,
42 Δεν ενεθυμήθησαν την παντοδύναμον και στοργικήν δι' αυτούς δεξιάν του, με την οποίαν κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν τους εγλύτωσεν από τα χέρια του καταθλίβοντος αυτούς Φαραώ.
42 Λησμόνησαν τη δύναμή του, τη μέρα που τους ελευθέρωσε από την εξουσία του εχθρού·
43 ὡς ἔθετο ἐν Αἰγύπτῳ τὰ σημεῖα αὐτοῦ καὶ τὰ τέρατα αὐτοῦ ἐν πεδίῳ Τάνεως.
43 Ελησμόνησαν, πως ο Θεός εις την Αίγυπτον έδειξε τα καταπληκτικά σημεία, που εμαρτυρούσαν την παντοδυναμίαν του, τα τεράστια πρωτοφανή έργα που είχε κάμει εις την πεδιάδα Τανεως και τα οποία εγέμισαν φόβον και τρόμον τους Αιγυπτίους.
43 τα θαύματα που έκανε στην Αίγυπτο, τα θαυμαστά του έργα στην πεδιάδα της Σοάν.
44 καὶ μετέστρεψεν εἰς αἷμα τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ τὰ ὀμβρήματα αὐτῶν, ὅπως μὴ πίωσιν·
44 Ελησμόνησαν, ότι ο Κυριος μετέβαλε το ύδωρ των ποταμών εις αίμα, όπως επίσης και τα βρόχινα νερά των δεξαμενών των δια να μη ημπορούν να πίουν οι Αιγύπτιοι.
44 Άλλαξε των Αιγυπτίων τα ποτάμια και τα ’κανε αίμα· και τα ρυάκια τους δεν ήτανε πια πόσιμα.
45 ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς κυνόμυιαν, καὶ κατέφαγεν αὐτούς, καὶ βάτραχον, καὶ διέφθειρεν αὐτούς·
45 Ο Κυριος εξαπέστειλεν επίσης εναντίον των Αιγυπτίων κυνόμυιαν, η οποία τους κατέφαγε, και βατράχους οι οποίοι μετέδωσαν εις αυτούς φθοροποιούς και μολυσματικάς ασθενείας.
45 Μύγες τούς έστειλε και τους κατέφαγαν και βάτραχους και τους εξολοθρέψαν.
46 καὶ ἔδωκε τῇ ἐρυσίβῃ τοὺς καρποὺς αὐτῶν καὶ τοὺς πόνους αὐτῶν τῇ ἀκρίδι·
46 Παρέδωκεν εις την σκωρίασιν τους καρπούς των αγρών των, και τους κόπους των καλλιεργημένων αγρών των εις τας ακρίδας.
46 Παρέδωσε σ’ ακρίδες τη σοδειά τους και τον καρπό του μόχθου τους σ’ ακριδομάνες.
47 ἀπέκτεινεν ἐν χαλάζῃ τὴν ἄμπελον αὐτῶν καὶ τὰς συκαμίνους αὐτῶν ἐν τῇ πάχνῃ·
47 Κατέστρεψε τα αμπέλια των με χάλαζαν και τας συκομορέας των με παγωνιά.
47 Με το χαλάζι χάλασε τ’ αμπέλια τους· και με τον πάγο τις συκιές τους.
48 καὶ παρέδωκεν εἰς χάλαζαν τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν τῷ πυρί·
48 Παρέδωκεν εις καταστρεπτικήν θανατηφόρον χάλαζαν τα ζώα των και την υπόλοιπον περιουσίαν των παρέδωσεν στο πυρ των κεραυνών του.
48 Παράτησε τα ζωντανά τους στο χαλάζι και τα κοπάδια τους στους κεραυνούς.
49 ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ, θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ θλῖψιν, ἀποστολὴν δι᾿ ἀγγέλων πονηρῶν.
49 Εξαπέλυσεν εναντίον των την τιμωρόν οργήν της αγανακτήσεώς του, θυμόν και οργήν και θλίψιν, δεινά φοβερά, τα οποία έστειλε με εξολοθρευτάς αγγέλους.
49 Τους έστειλε την πυρωμένη οργή του, θυμό, μανία και θλίψη, στρατιά αγγέλων συμφοράς.
50 ὡδοποίησε τρίβον τῇ ὀργῇ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐφείσατο ἀπὸ θανάτου τῶν ψυχῶν αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν εἰς θάνατον συνέκλεισε
50 Αφήκε να εκδηλωθή ασυγκράτητος η οργή του, δεν ελυπήθη την ζωήν των και δεν επροφύλαξεν αυτούς από τον θάνατον και αυτά ακόμη τα κατοικίδια ζώα των τα συνέκλεισεν μέσα εις τας παγίδας του θανάτου και της καταστροφής.
50 Άφησε την οργή του ελεύθερη· δε γλίτωσε απ’ το θάνατο τη ζωή τους μα στην πανούκλα τούς παρέδωσε.
51 καὶ ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν ἐν τοῖς σκηνώμασι Χάμ,
51 Εκτύπησε με θάνατον όλα τα πρωτότοκα της γης Αιγύπτου· αυτά που αποτελούν την απαρχήν των πόνων της τεκνοποιΐας στους οίκους των Αιγυπτίων, των απογόνων αυτών του Χαμ.
51 Όλα τα πρωτογέννητα στην Αίγυπτο τα εξόντωσε, τους πρωτοτόκους στις σκηνές του Χαμ.
52 καὶ ἀπῇρεν ὡς πρόβατα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἀνήγαγεν αὐτοὺς ὡσεὶ ποίμνιον ἐν ἐρήμῳ
52 Ανέλαβε δε ο Κυριος ως στοργικός ποιμήν τον ισραηλιτικόν λαόν, ωσάν πρόβατά του, και τα ωδήγησεν ως ιδικόν του ποίμνιον δια μέσου της ερήμου.
52 Κι έβγαλε το λαό του σαν τα πρόβατα, τους έφερε στην έρημο καθώς κοπάδι.
53 καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ οὐκ ἐδειλίασαν, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν ἐκάλυψε θάλασσα.
53 Αυτός τους ωδήγησε, τους ενέπνευσεν ελπίδα και θάρρος, ώστε εκείνοι δεν εδειλίασαν κατά την διάβασιν της Ερυθράς Θαλάσσης. Τους δε εχθρούς των τους εσκέπασε και τους έπνιζεν η θάλασσα.
53 Με ασφάλεια τους οδήγησε και δε φοβήθηκαν κι η θάλασσα κατάπιε τους εχθρούς τους.
54 καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς ὄρος ἁγιάσματος αὐτοῦ, ὄρος τοῦτο, ὃ ἐκτήσατο ἡ δεξιὰ αὐτοῦ,
54 Τους εισήγαγε κατόπιν εις την γην της Επαγγελίας, εις την οποίαν υψώνεται το όρος Σιών το άγιον, προς λατρείαν αυτού, το όρος αυτό το οποίον κατέκτησεν η παντοδύναμος δεξιά του.
54 Στη χώρα της αγιότητάς του τους οδήγησε, στο βουνό ετούτο, που με τη δύναμή του το απόκτησε.
55 καὶ ἐξέβαλεν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν ἔθνη καὶ ἐκληροδότησεν αὐτοὺς ἐν σχοινίῳ κληροδοσίας καὶ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
55 Εδιωξε εμπρός από αυτούς τα ειδωλολατρικά έθνη και εμοίρασε την χώραν εκείνων εις αυτούς με σχοινί καταμετρήσεως· και εκεί όπου προηγουμένως κατοικούσαν οι λαοί εκείνοι, εγκατέστησε τας φυλάς του Ισραήλ.
55 Ειδωλολατρικούς λαούς απόδιωξε από μπρος τους, τους μοίρασε τη γη κληρονομιά τους· και στις σκηνές τους μέσα εγκατέστησε τις φυλές του Ισραήλ.
56 καὶ ἐπείρασαν καὶ παρεπίκραναν τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ οὐκ ἐφυλάξαντο
56 Αυτοί όμως έθεσαν υπό δοκιμασίαν τον Θεόν, παρεπίκραναν και εξώργισαν τον Υψιστον, και τας εντολάς αυτού δεν ετήρησαν.
56 Αυτοί όμως θέλησαν να προκαλέσουν το Θεό τον ύψιστο, και ορθωθήκαν εναντίον του· τις εντολές του δεν τις τήρησαν.
57 καὶ ἀπέστρεψαν καὶ ἠθέτησαν, καθὼς καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, μετεστράφησαν εἰς τόξον στρεβλὸν
57 Απεμακρύνθησαν από αυτόν, ηρνήθησαν και παρέβησαν τας εντολάς του, όπως και οι πρόγονοί των, και έγιναν ωσάν το στρεβλόν τόξον, που δεν ρίπτει με ευθυβολίαν.
57 Απίστησαν και λοξοδρόμησαν σαν τους προγόνους τους, ξαστόχησαν σαν το στραβό το τόξο.
58 καὶ παρώργισαν αὐτὸν ἐν τοῖς βουνοῖς αὐτῶν, καὶ ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν παρεζήλωσαν αὐτόν.
58 Τον εξώργισαν με την ειδωλολατρείαν των επάνω εις τα όρη. Προεκάλεσαν την ζηλοτυπίαν του με τα γλυπτά είδωλα, που ελάτρευαν εκεί.
58 Τον εξοργίσαν με τους ιερούς τόπους τους τον πίκραναν γιατί προτίμησαν τ’ ανάγλυφά τους.
59 ἤκουσεν ὁ Θεὸς καὶ ὑπερεῖδε καὶ ἐξουδένωσε σφόδρα τὸν Ἰσραήλ.
59 Ο Κυριος ήκουσε τας ειδωλολατρικάς αυτών προαευχάς, απέστρεψεν από αυτούς το βλέμμα του, δια να μη τους βλέπη, και παρέδωσεν εις εξουθένωσαν και καταφρόνησιν μεγάλην τον ισραηλιτικόν λαόν.
59 Άκουσε ο Θεός κι οργίστηκε, σιχάθηκε βαθιά τον Ισραήλ.
60 καὶ ἀπώσατο τὴν σκηνὴν Σιλώμ, σκήνωμα, ὃ κατεσκήνωσεν ἐν ἀνθρώποις.
60 Απώθησε και εστέρησε την πόλιν Σηλώμ από την προστασίαν του, την οποίαν πόλιν ο ίδιος είχεν εκλέξει, δια να εγκατασταθή μεταξύ των ανθρώπων η Σκηνή του Μαρτυρίου του.
60 Την κατοικία του στη Σιλώ την εγκατέλειψε· τη σκηνή όπου έμενε στους ανθρώπους ανάμεσα.
61 καὶ παρέδωκεν εἰς αἰχμαλωσίαν τὴν ἰσχὺν αὐτῶν καὶ τὴν καλλονὴν αὐτῶν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν
61 Παρέδωσεν εις τα χέρια των εχθρών των, στους Φιλισταίους, την δύναμίν των, όπως επίσης και το λαμπρόν των στόλισμα, δηλαδή την Κιβωτόν του Μαρτυρίου.
61 Άφησε στην αιχμαλωσία τη δύναμή του και τη μεγαλοπρέπειά του στον εχθρό.
62 καὶ συνέκλεισεν ἐν ῥομφαίᾳ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ ὑπερεῖδε.
62 Αφήκε να περικυκλωθή ο λαός του από εχθρούς, οι οποίοι εκρατούσαν γυμνήν την ρομφαίαν, και εγύρισεν αλλού το βλέμμα του, όταν αυτοί, η περίφημος κληρονομία του, εσφάζοντο.
62 Στη σφαγή το λαό του παρέδωσε κι οργίστηκε στους κληρονόμους του ενάντια.
63 τοὺς νεανίσκους αὐτῶν κατέφαγε πῦρ, καὶ αἱ παρθένοι αὐτῶν οὐκ ἐπενθήθησαν·
63 Τους νεαρούς υιούς των κατέφαγε το πυρ του πολέμου, τας θυγατέρας δε παρθένους των, όταν ωδηγούντο εις αιχμαλωσίαν και εξευτελισμόν, δεν ευρέθη κανείς να τας πενθήση.
63 Κατέκαψε τους νέους τους η φωτιά κι οι κόρες τους δεν παντρευτήκαν.
64 οἱ ἱερεῖς αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ ἔπεσον, καὶ αἱ χῆραι αὐτῶν οὐ κλαυθήσονται.
64 Οι ιερείς των έπεσαν εν στόματι ρομφαίας, και τας χήρας των σφαγιασθέντων ανδρών δεν ευρέθη κανείς να τας παρηγορήση και να κλαύση μαζή των.
64 Με ξίφος θανατώθηκαν οι ιερείς τους κι οι χήρες τους δεν πένθησαν.
65 καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατὸς κεκραιπαληκὼς ἐξ οἴνου,
65 Αλλά ο μακρόθυμος Κυριος ηγέρθη από την φαινομενικήν απραξίαν του, όπως εγείρεται ο εξυπνών από τον ύπνον του, όπως ο γίγας που συνέρχεται από την μέθην του.
65 Τότε ορθώθηκε σαν απ’ τον ύπνο ο Κύριος· σαν ήρωας, που τον φαιδρύνει το κρασί.
66 καὶ ἐπάταξε τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω, ὄνειδος αἰώνιον ἔδωκεν αὐτοῖς.
66 Και εκτύπησε τους εχθρούς του, τους έτρεψε πανικόβλητους εις φυγήν και έδωκεν εις αυτούς αιωνίαν καταισχύνην με την ταπεινωτικήν ήτταν των.
66 Και τσάκισε τα νώτα των εχθρών, τους έριξε για πάντα στην ντροπή.
67 καὶ ἀπώσατο τὸ σκήνωμα Ἰωσὴφ καὶ τὴν φυλὴν Ἐφραὶμ οὐκ ἐξελέξατο·
67 Αλλά και απεμάκρυνεν από την προστασίαν του τους απογόνους του Ιωσήφ, έπαυσε να έχη ως εκλεκτήν ηγεμονεύουσαν φυλήν τους Εφραιμίτας.
67 Απέρριψε την οικογένεια του Ιωσήφ και τη φυλή του Εφραΐμ δεν την προτίμησε.
68 καὶ ἐξελέξατο τὴν φυλὴν Ἰούδα, τὸ ὄρος τὸ Σιών, ὃ ἠγάπησε,
68 Αλλά εξέλεξεν ως άρχουσαν φυλήν την φυλήν του Ιούδα και ως τόπον ιερόν του το όρος Σιών, το οποίον ιδιαιτέρως ηγάπησεν.
68 Μα διάλεξε του Ιούδα τη φυλή, το όρος της Σιών, αυτό που αγάπησε.
69 καὶ ᾠκοδόμησεν ὡς μονοκέρωτος τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ, ἐν τῇ γῇ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα.
69 Εκεί ηυδόκησεν ο Κυριος και οικοδομήθη το θυσιαστήριόν του, ισχυρότατον όπως ο μονόκερως. Εις την γην της Παλαιστίνης εστερέωσεν αιωνίαν την φυλήν του Ιούδα.
69 Κι έχτισε σαν τα ουράνια ύψη το ναό του· και σαν τη γη αιώνια το θεμέλιωσε.
70 καὶ ἐξελέξατο Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ ἀνέλαβεν αὐτὸν ἐκ τῶν ποιμνίων τῶν προβάτων,
70 Ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα τον δούλον του Δαυίδ και τον επήρεν από τα κοπάδια των προβάτων.
70 Το δούλο του διάλεξε το Δαβίδ, τον πήρε απ’ τα κοπάδια των προβάτων.
71 ἐξόπισθεν τῶν λοχευομένων ἔλαβεν αὐτόν ποιμαίνειν Ἰακὼβ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ Ἰσραὴλ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ
71 Τον επήρεν από εκεί, που ακολουθούσε τα ετοιμόγεννα πρόβατα, και τον έβαλε να κυβερνά και να καθοδηγή τους δούλους του, τους απογόνους του Ιακώβ, τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι ιδική του κληρονομία.
71 Τον κάλεσε από ’κει που ήταν πίσω απ’ το κοπάδι, για να ποιμαίνει το λαό του τον Ιακώβ, τον Ισραήλ που του ανήκει.
72 καὶ ἐποίμανεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἀκακίᾳ τῆς καρδίας αὐτοῦ, καὶ ἐν τῇ συνέσει τῶν χειρῶν αὐτοῦ ὡδήγησεν αὐτούς.
72 Ο Δαυίδ εκυβέρνησε πράγματι αυτούς με άδολον καρδίαν και τους καθωδήγησεν στον δρόμον του Θεού και της ασφαλείας με τα πλήρη συνέσεως έργα του.
72 Κι αυτός τους φρόντισε μ’ ευθύτητα καρδιάς και τους οδήγησε με χέρι έμπειρο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Παρελθόν καί παρόν.
α2 Γιά παρηγοριά ἀπό τίς θλίψεις.
β Ὅταν ἐπιμένουν οἱ ἐχθροί νά σέ κακοποιήσουν.
Γιά νά ἐνθυμῆσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός, οἱ δέ ἄνθρωποι ἀχάριστοι.
γ Γιά νά φωτίση ὁ Θεός τούς δανειστές νά μήν πιέζουν τούς συνανθρώπους των γιά τό χρέος καί νά εἶναι εὐσπλαχνικοί.
ε "Διά νά γνωρίσουν ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁπού λαλεῖ ἐδῶ καί πρός ποίους λαλεῖ· καί ποῖος εἶναι ὁ νόμος ὁ ἐν αὐτῷ ἀναφερόμενος. Ὁ μέν γάρ λαλῶν ἐν τῷ Ψ. τούτῳ εἶναι ὁ Προφήτης Δαβἰδ, ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ πρός τούς ὁποίους λαλεῖ εἶναι οἱ πιστεύοντες τῷ Χριστῷ Χριστιανοί· καί νόμος δέ ὁ ἐν αὐτῷ ἀνεφερόμενος εἶναι ὀ τοῦ Εὐαγγελίου".
θ "Ἱστορικοί, ἐν οἷς ἐκτίθενται ἁπλῶς ἱστορικα γεγονότα".

ΨΑΛΜΟΣ 78

ΨΑΛΜΟΣ 78 - ΕΛΑ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΙΣ, ΓΙΑΤΙ ΠΕΣΑΜΕ ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΑ

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ὁ Θεὸς, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ἔθεντο Ἱερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον.
1 Ω Θεέ, ειδωλολατρικά έθνη επήλθον, εναντίον της ιδικής σου κληρονομίας και κατεπλημμύρισαν την γην, εβεβήλωσαν τον άγιόν σου ναόν και μετέβαλαν την Ιερουσαλήμ εις ερείπια, ωσάν μίαν αχυροκαλύβην, η οποία είχε χρησιμεύσει δια την πρόχειρον συγκέντρωσιν των οπωρικών.
1 Ψαλμός του Ασάφ. Θεέ, ειδωλολάτρες κατακτήσανε τη χώρα σου, μίαναν τον άγιο σου ναό, μετέβαλαν την Ιερουσαλήμ σ’ ερείπια.
2 ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς·
2 Αφήκαν άταφα τα πτώματα των δούλων σου, τροφήν εις τα πτηνά του ουρανού, και τας σάρκας των ανθρώπων των αφωσιωμένων εις σέ, ως βοράν εις τα θηρία της γης.
2 Τα πτώματα έδωσαν των δούλων σου στα όρνια τ’ ουρανού τροφή, τη σάρκα των πιστών σου στης γης τ’ αγρίμια.
3 ἐξέχεαν τὸ αἷμα αὐτῶν ὡσεὶ ὕδωρ κύκλῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν ὁ θάπτων.
3 Αφθονον έχυσαν το αίμα των, ωσάν το νερό κύκλω από την Ιερουσαλήμ και κανείς δεν υπήρξε να τους θάψη.
3 Χύσαν το αίμα τους σαν το νερό γύρω απ’ την Ιερουσαλήμ και δεν ήταν κανείς για να τους θάψει.
4 ἐγενήθημεν ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμὸς τοῖς κύκλῳ ἡμῶν.
4 Εγίναμεν περίγελως και εξευτελισμός στους γειτονικούς μας ειδωλολατρικούς λαούς, τους Μωαβίτας, τους Αμμωνίτας και τους Ιδουμαίους. Εγίναμεν χλευασμός και εμπαιγμός στους περικυκλούντας την χώραν μας αλλοφύλους.
4 Γίναμε στους γειτόνους μας ντροπή στους γύρω μας γελοίοι, καταγέλαστοι.
5 ἕως πότε, Κύριε, ὀργισθήσῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ὁ ζῆλός σου;
5 Εως πότε, Κυριε, θα οργίζεσαι εναντίον μας, χωρίς και να έχη τελειωμόν η οργή σου; Εως πότε θα αναρριπίζεται ως φοβερά πυρκαϊά εναντίον μας η ζηλοτυπία σου;
5 Ως πότε, Κύριε, θα οργίζεσαι ακατάπαυστα; θα ’ναι καυτό σαν τη φωτιά το αίτημά σου για αποκλειστικότητα;
6 ἔκχεον τὴν ὀργήν σου ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ γινώσκοντά σε καὶ ἐπὶ βασιλείας, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο,
6 Στρέψε ορμητικήν την οργήν σου εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, τα οποία δεν σε αναγνωρίζουν ως Θεόν των, εναντίον των βασιλείων, τα οποία ποτέ δεν επεκαλέσθησαν το Ονομά σου.
6 Σκόρπισε την οργή σου στους ειδωλολάτρες, που δε σ’ αναγνωρίζουν, και σε βασίλεια, που δεν επικαλούνται τ’ όνομά σου.
7 ὅτι κατέφαγον τὸν Ἰακώβ, καὶ τὸν τόπον αὐτοῦ ἠρήμωσαν.
7 Τα έθνη και αι βασιλείαι αυταί κατέφαγαν τους απογόνους του Ιακώβ, ερήμωσαν την χώραν των.
7 Αυτοί κατέφαγαν τον Ιακώβ κι ερήμωσαν τη χώρα του.
8 μὴ μνησθῇς ἡμῶν ἀνομιῶν ἀρχαίων· ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα.
8 Μη ενθυμηθής, Κυριε, τας από αρχαιότατα χρόνια και μέχρι σήμερον συνεχιζομένας αμαρτίας μας. Ταχέως, πριν καταστραφώμεν, Κυριε, ας μας προλάβουν τα ελέη σου, διότι έχομεν περιπέσει εις αθλιωτάτην κατάστασιν.
8 Μη μας καταλογίσεις τις ανομίες των προγόνων μας· ας έρθει να μας προϋπαντήσει η ευσπλαχνία σου, γιατί δεν έχουμε άλλη απαντοχή.
9 βοήθησον ἡμῖν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν· ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ῥῦσαι ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκα τοῦ ὀνόματός σου,
9 Ω Θεέ, συ ο οποίος είσαι ο Θεός μας, ο σωτήρ μας, βοήθησέ μας. Προς δόξαν του αγίου Ονόματός σου, Κυριε, γλύτωσέ μας από τους εχθρούς μας, συγχώρησε τας αμαρτίας μας δια το Ονομά σου, το οποίον διαλαλεί πάντοτε έλεος και ευσπλαγχνίαν.
9 Βοήθησέ μας, Θεέ, σωτήρα μας, για χάρη κάν’ το της δικής σου δόξας· σώσε μας και συγχώρησε τις αμαρτίες μας για την τιμή του ονόματός σου.
10 μή ποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἔστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν; καὶ γνωσθήτω ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν ἡ ἐκδίκησις τοῦ αἵματος τῶν δούλων σου τοῦ ἐκκεχυμένου.
10 Σώσε μας, δια να μη καταστραφώμεν και έπειτα οι ειδωλολατρικοί λαοί είπουν· Που είναι ο Θεός των; Ας γίνη φανερά και πασίγνωστος εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να την ίδωμεν με τους οφθαλμούς μας τώρα που ζώμεν, η εκ μέρους σου δικαία τιμωρία των δια το χυθέν από αυτούς αίμα των δούλων σου.
10 Γιατί να πουν οι ειδωλολάτρες, «πού είναι ο Θεός τους»; Ας μάθουν οι ειδωλολάτρες, και κάνε να το δούμε με τα μάτια μας, πως εκδικιέσαι για των δούλων σου το θάνατο.
11 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων, κατὰ τὴν μεγαλωσύνην τοῦ βραχίονός σου περιποίησαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων.
11 Ο στεναγμός των αλυσοδεμένων αιχμαλώτων Ιουδαίων ας φθάση ενώπιόν σου, Κυριε. Και σύμφωνα με την μεγαλειώδη και παντοδύναμον ισχύν του βραχίονός σου, λάβε υπό την προστασίαν σου, σώσε και περιποιήσου τα παιδιά των φονευθέντων.
11 Σ’ εσένα ας φτάσει ο στεναγμός των αιχμαλώτων· με τη μεγάλη δύναμή σου σώσε τους μελλοθάνατους.
12 ἀπόδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν ἑπταπλασίονα εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, ὃν ὠνείδισάν σε, Κύριε.
12 Ανταπόδωσε στους γειτονικούς μας λαούς τιμωρίαν πολλαπλασίαν εις τας καρδίας των και τον ονειδισμόν, με τον οποίον αυτοί σε ωνείδισαν, Κυριε.
12 Στους γείτονές μας ανταπόδωσε εφτά φορές στο σώμα τους, Κύριε, τον ονειδισμό που σου ’καναν.
13 ἡμεῖς δὲ λαός σου καὶ πρόβατα νομῆς σου ἀνθομολογησόμεθά σοι εἰς τὸν αἰῶνα, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἐξαγγελοῦμεν τὴν αἴνεσίν σου.
13 Ημείς δέ, οι οποίοι είμεθα ιδικός σου λαός και πρόβατα της ιδικής σου ποίμνης, θα σε ευχαριστούμεν και θα σε δοξάζωμεν πάντοτε, δια τας ευεργεσίας σου. Θα αναγγέλλωμεν εις όλας τας γενεάς την δόξαν σου.
13 Κι εμείς, που είμαστε λαός σου και της βοσκής σου πρόβατα, αιώνια θα σε υμνούμε· τον έπαινό σου θ’ απαγγέλλουμε από γενιά σ’ άλλη γενιά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μαθήματα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ.
α2 Γιά νά συνετιστοῦν οἱ ἀχάριστοι ἄνθρωποι.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί θέλουν νά βεβηλώσουν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἐσύ νά προσευχηθῆς μέ αὐτόν τόν ψ.
γ Γιά νά προφυλάξη ὁ Θεός τά χωριά ἀπό ληστεῖες καί καταστροφές ἀπό ἐχθρικά στρατεύματα.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν.
Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 79

ΨΑΛΜΟΣ 79 - ΟΔΗΓΗΤΗ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΑΚΟΥ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων· μαρτύριον τῷ Ἀσάφ, ψαλμὸς ὑπὲρ τοῦ Ἀσσυρίου.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το «σωσανίμ-εδούθ» (τα κρίνα είναι μάρτυρες). Ψαλμός του Ασάφ.
2 Ὁ ποιμαίνων τὸν Ἰσραήλ, πρόσχες, ὁ ὁδηγῶν ὡσεὶ πρόβατα τὸν Ἰωσήφ. ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, ἐμφάνηθι.
2 Συ, ο οποίος ως καλός και στοργικός ποιμήν προστατεύεις και καθοδηγείς τον ισραηλιτικόν λαόν, ιδέ και δώσε προσοχήν εις την συμφοράν, που μας ευρήκε. Συ, ο οποίος οδηγείς ως ιδικά σου πρόβατα την φυλήν του Ιωσήφ, κάθησε ως επί θρόνου επάνω εις τα Χερουβίμ, δείξε φανερά την προστασίαν σου.
2 Οδηγητή του Ισραήλ, άκου μέ προσοχή, εσύ, που κατευθύνεις σαν κοπάδι τους απογόνους του Ιωσήφ· εσύ, που ’χεις το θρόνο σου πάνω στα χερουβίμ, αποκαλύψου!
3 ἐναντίον Ἐφραὶμ καὶ Βενιαμὶν καὶ Μανασσῆ ἐξέγειρον τὴν δυναστείαν σου καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς.
3 Εμφανίσου πρόμαχος εμπρός εις τας φυλάς Εφραίμ και Βενιαμίν και Μανασσή, που ταλαιπωρούνται από τας επιδρομάς των Ασσυρίων. Θέσε εις ενέργειαν την ακατανίκητον δύναμίν σου και έλα ταχέως, δια να μας σώσης.
3 Μπρος στον Εφραΐμ και στον Βενιαμίν και μπρος στο Μανασσή, ξύπνα τη δύναμή σου και έλα να μας σώσεις.
4 ὁ Θεός, ἐπίστρεψον ἡμᾶς καὶ ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου καὶ σωθησόμεθα.
4 Κυριε ο Θεός, αποκατάστησέ μας ελευθέρους και ασφαλείς εις την χώραν μας, δείξε ευμενές το πρόσωπόν σου προς ημάς και έτσι ημείς θα σωθώμεν από τον πλήρη όλεθρον.
4 Θεέ, φέρε μας πίσω, το πρόσωπό σου ας λάμψει και θα σωθούμε.
5 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ἕως πότε ὀργίζῃ ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν δούλων σου;
5 Κυριε και Θεέ των επουρανίων και επιγείων δυνάμεων, έως πότε θα οργίζεσαι εναντίον μας, εναντίον δε και αυτής της προσευχής των δούλων σου;
5 Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, ως πότε θα κρατά η οργή σου ενάντια στο λαό σου που προσεύχεται;
6 ψωμιεῖς ἡμᾶς ἄρτον δακρύων; καὶ ποτιεῖς ἡμᾶς ἐν δάκρυσιν ἐν μέτρῳ;
6 Εως πότε θα μας δίδης αντί άρτου δάκρυα και αντί ύδατος θα μας ποτίζης με πλήρες, κατά την δίκαίαν σου κρίσιν, το δοχείον από τα δάκρυά μας;
6 Τους έθρεψες με δακρυοζύμωτο ψωμί, τους πότισες κούπες γεμάτες δάκρυα.
7 ἔθου ἡμᾶς εἰς ἀντιλογίαν τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, καὶ οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐμυκτήρισαν ἡμᾶς.
7 Μας κατέστησες δια τας αμαρτίας μας αντικείμενον εμπαιγμών εις τα γειτονικά μας έθνη. Οι δε εχθροί μας μας χλευάζουν και μας περιγελούν.
7 Λεία μάς έκανες, που οι γείτονές μας τη διεκδικούν· και μας περιγελούν οι εχθροί μας.
8 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ἐπίστρεψον ἡμᾶς καὶ ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου, καὶ σωθησόμεθα. (διάψαλμα).
8 Κυριε και Θεέ των επουρανίων και επιγείων δυνάμεων, αποκατάστησέ μας εις την χώραν μας ελευθέρους και ασφαλείς. Γυρισε και δείξε ιλαρόν γεμάτο καλωσύνην το πρόσωπόν σου προς ημάς και ημείς θα σωθώμεν από τον εξαφανισμόν.
8 Φέρε μας πίσω, του σύμπαντος Θεέ, το βλέμμα σου ευνοϊκό ας πέσει πάνω μας και θα σωθούμε.
9 ἄμπελον ἐξ Αἰγύπτου μετῇρας, ἐξέβαλες ἔθνη καὶ κατεφύτευσας αὐτήν·
9 Τον λαόν του Ισραήλ, ωσάν πολύκαρπον ευλογημένην άμπελόν σου, μετέφερες από την Αίγυπτον εις την Παλαιστίνην. Εδιωξες από εκεί τα ειδωλολατρικά έθνη και την εφύτευσες και την ερρίζωσες εις αυτήν.
9 Αμπέλι από την Αίγυπτο ξερίζωσες· λαούς απόδιωξες κι εκεί το φύτεψες.
10 ὡδοποίησας ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ κατεφύτευσας τὰς ῥίζας αὐτῆς, καὶ ἐπλήρωσε τὴν γῆν.
10 Ηνοιξες ενώπιόν της την οδόν από Αιγύπτου μέχρι Παλαιστίνης, την εφύτευσες με βαθειές ρίζες και εγέμισεν όλην την Παλαιστίνην.
10 Ετοίμασες το έδαφος για χάρη του, κι έτσι άπλωσες τις ρίζες του και γέμισε τη γη.
11 ἐκάλυψεν ὄρη ἡ σκιὰ αὐτῆς καὶ αἱ ἀναδενδράδες αὐτῆς τὰς κέδρους τοῦ Θεοῦ·
11 Η σκια της αμπέλου αυτής εκάλυψε τα όρη της χώρας και αι διακλαδώσεις της εσκέπασαν τας θεοφυτεύτους κέδρους του Λιβάνου.
11 Σκέπασε τα βουνά με τη σκιά του και τα κλαδιά του σκίασαν τους κέδρους τους γιγάντιους.
12 ἐξέτεινε τὰ κλήματα αὐτῆς ἕως θαλάσσης καὶ ἕως ποταμῶν τὰς παραφυάδας αὐτῆς.
12 Ηυδόκησας και εξηπλώθησαν προς δυσμάς τα κλήματά της, μέχρι της Μεσογείου Θαλάσσης και προς ανατολάς οι κλάδοι της μέχρι του Ευφράτου και των παραποτάμων του.
12 Άπλωσε ως τη θάλασσα τις κληματόβεργές του κι ως το ποτάμι τα βλαστάρια του.
13 ἱνατί καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν;
13 Διατί τώρα εκρήμνισες τον ολόγυρα φράκτην της, την προστασίαν σου, ώστε όλοι οι διερχόμενοι από την οδόν διαβάται να τρυγούν τους καρπούς της;
13 Γιατί έριξες τους φράχτες του και το τρυγάνε όλοι οι περαστικοί;
14 ἐλυμήνατο αὐτὴν ὗς ἐκ δρυμοῦ, καὶ μονιὸς ἄγριος κατενεμήσατο αὐτήν.
14 Φοβερός αγριόχοιρος, ο Ασσύριος, επέδραμεν από αβάτους δρυμούς και την κατέστρεψεν. Αγριος μονιός, περισσότερον φοβερός αγριόχοιρος, που ζη μόνος του, κατέφαγεν αυτήν.
14 Ο αγριόχοιρος του δάσους το ρημάζει· και το αποτρών’ τα ζώα του αγρού.
15 ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ἐπίστρεψον δή, καὶ ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην
15 Ω Θεέ των ουρανίων και επιγείων δυνάμεων, στρέψε και πάλιν ιλαρόν το πρόσωπόν σου προς αυτήν. Ριξε ένα βλέμμα καλωσύνης και στοργής από τον ουράνιόν σου θρόνον και ίδε και επίσκεψαι την άμπελον αυτήν.
15 Θεέ του σύμπαντος, γύρνα λοιπόν και πάλι! Κοίτα απ’ τα ύψη τ’ ουρανού και δες κι έλα να επισκεφθείς αυτό το αμπέλι.
16 καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου, καὶ ἐπὶ υἱὸν ἀνθρώπου, ὃν ἐκραταίωσας σεαυτῷ.
16 Επανάφερέ την εις την προτέραν θαλερότητα, την ασφάλειαν και την καρποφορίαν, αυτήν, την οποίαν εφύτευσεν η δεξιά σου. Επίβλεψε με ευμένειαν και στοργήν στον άνθρωπον εκείνον, στον οποίον συ έδωσες την ισχύν να άρχη επί του έθνους σου προς δόξαν του Ονόματός σου.
16 Και στέριωσε ό,τι φύτεψε η ευνοϊκή σου δύναμη –το γιο που τον κραταίωσες για σένα.
17 ἐμπεπυρισμένη πυρὶ καὶ ἀνεσκαμμένη· ἀπὸ ἐπιτιμήσεως τοῦ προσώπου σου ἀπολοῦνται.
17 Η χώρα μας έχει κατακαή, έχει ανασκαφη. Οι Ισραηλίται κινδυνεύουν να χαθούν από τους ελέγχους και τας τιμωρίας του ωργισμένου προσώπου σου.
17 Τον κάψανε με τη φωτιά σαν αποκλάδι· ας ρημαχτούν μπρος στου προσώπου σου την απειλή.
18 γενηθήτω ἡ χείρ σου ἐπ᾿ ἄνδρα δεξιᾶς σου καὶ ἐπὶ υἱὸν ἀνθρώπου, ὃν ἐκραταίωσας σεαυτῷ·
18 Ας έλθη προστατευτική η παντοδύναμος χείρ σου στον άνδρα εκείνον, τον οποίον συ θα τιμήσης και θα θέσης αυτόν εκ δεξιών σου, και στον υιόν ανθρώπου τον οποίον ανέδειξες συ κραταιόν προς δόξαν του Ονόματός σου.
18 Ας είν’ το χέρι σου πάνω στον άντρα που ευνοείς, στο γιο τ’ ανθρώπου οπού για σένα τον κραταίωσες.
19 καὶ οὐ μὴ ἀποστῶμεν ἀπὸ σοῦ, ζωώσεις ἡμᾶς, καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπικαλεσόμεθα.
19 Υποσχόμεθα δε όλοι, ότι δεν θα απομακρυνθώμεν πλέον από σέ. Συ δε θα μας αναζωογονήσης και ημείς θα επικαλούμεθα το όνομά σου.
19 Κι εμείς πια δε θα φύγουμε μακριά σου· διατήρησέ μας ζωντανούς και τ’ όνομά σου θα φωνάζουμε.
20 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ἐπίστρεψον ἡμᾶς καὶ ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου, καὶ σωθησόμεθα.
20 Ω Κυριε και Θεέ των εν ουρανοίς και επί γης δυνάμεων, αποκατάστησέ μας ελευθέρους και ασφαλείς εις την χώραν μας, δείξε ιλαρόν το πρόσωπόν σου εις ημάς και ημείς θα διαφύγωμεν την τελείαν καταστροφήν.
20 Φέρε μας πίσω, Κύριε, του σύμπαντος Θεέ! Το βλέμμα σου ευνοϊκό ας πέσει πάνω μας, και θα σωθούμε.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ Ἱεροσουλήμ σέ ἐρείπια.
α2 Σέ εἰλικρινή μετάνοια.
Γιά νά φύγουν οἱ ἐχθροί μας ἄπρακτοι.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ὅταν πρήζεται τό πρόσωπό τους καί πονάη ὅλο τό κεφάλι του.
στ Προσευχή γιά τόν ὑπό δοκιμασία πνευματικό ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου.
θ "Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 80

ΨΑΛΜΟΣ 80 - ΑΧ, ΑΝ ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ Ο ΛΑΟΣ ΜΟΥ!...

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς ᾠδῆς τῷ Ἀσάφ.
1 -
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το γκιττίθ. Του Ασάφ.
2 Ἀγαλλιᾶσθε τῷ Θεῷ τῷ βοηθῷ ἡμῶν, ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ Ἰακώβ·
2 Πλημμυρίσατε όλοι από αγαλλίασιν και χαράν δία τον Θεόν, που είναι βοηθός μας. Αλαλάξατε όλοι προς δόξαν του Θεού, τον οποίον επίστευε και ελάτρευε ο γενάρχης μας ο Ιακώβ.
2 Φωνάξτε μ’ ενθουσιασμό στο Θεό, το βοηθό μας! Αλαλάξτε στο Θεό του Ιακώβ!
3 λάβετε ψαλμὸν καὶ δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνὸν μετὰ κιθάρας·
3 Αρχίσατε να ψάλλετε σεις οι Λευίται, δώσατε στους τυμπανιστάς το τύμπανον και στους άλλους μουσικούς ψαλτήριον τερπνόν και κιθάραν, δια να συνοδεύουν τους ύμνους σας.
3 Παίξτε τα έγχορδα, το τύμπανο χτυπήστε· με την κιθάρα τη μελωδική και με την άρπα!
4 σαλπίσατε ἐν νεομηνίᾳ σάλπιγγι, ἐν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ὑμῶν·
4 Σεις οι ιερείς σαλπίσατε με την ιεράν σάλπιγγα κατά την πρώτην του εβδόμου μηνός Τισρή, κατά την εξόχως επίσημον ημέραν της μεγάλης εορτής σας.
4 Σαλπίστε στον καιρό της νουμηνίας και στην πανσέληνο, στη μέρα της γιορτής μας!
5 ὅτι πρόσταγμα τῷ Ἰσραήλ ἐστι καὶ κρῖμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
5 Διότι η εορτή αυτή είναι πρόσταγμα του Θεού προς τον ισραηλιτικόν λαόν, εντολή του Θεού προς τους απογόνους του Ιακώβ.
5 Αυτό είναι νόμος για τον Ισραήλ, είν’ εντολή του Θεού του Ιακώβ.
6 μαρτύριον ἐν τῷ Ἰωσὴφ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ ἐξελθεῖν αὐτὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου· γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἔγνω, ἤκουσεν·
6 Τον Νομον αυτόν, που καθορίζει τας επισήμους εορτάς, έδωσεν ο Κυριος εν μέσω του λαού, των αδελφών του Ιωσήφ, όταν αυτοί έφυγαν ελεύθεροι από την Αίγυπτον. Τοτε αυτοί ήκουσαν γλώσσαν, την οποίαν ποτέ άλλοτε δεν είχαν γνωρίσει.
6 Το έκανε νόμο για τον Ιωσήφ όταν εβγήκε από την Αίγυπτο. Γλώσσα που δεν εννοούσα άκουσα:
7 ἀπέστησεν ἀπὸ ἄρσεων τὸν νῶτον αὐτοῦ, αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐν τῷ κοφίνῳ ἐδούλευσαν.
7 Ο Κυριος απήλλαξε την ράχιν των από τα βαρέα φορτία, και αι χείρες των, που εδούλευαν έως τότε εις τα κοφίνια δια την μεταφοράν πηλού, απηλευθερώθησαν.
7 «Ελάφρωσα τον ώμο σου απ’ το βάρος· και πήρα το κοφίνι το βαρύ από τα χέρια σου.
8 ἐν θλίψει ἐπεκαλέσω με, καὶ ἐῤῥυσάμην σε· ἐπήκουσά σου ἐν ἀποκρύφῳ καταιγίδος, ἐδοκίμασά σε ἐπὶ ὕδατος ἀντιλογίας. (διάψαλμα).
8 Εζήτησες την βοήθειάν μου, όταν ευρίσκετο υπό βάρος μεγάλης θλίψεως και εγώ σε εγλύτωσα από τας συμφοράς. Σε ήκουσα κρυμμένος στον γνόφον και τας αστραπάς της καταιγίδος. Σε εδοκίμασα τότε και συ έδειξες ποιός είσαι στο ύδωρ της αντιλογίας σου, τότε που εγόγγυσες εναντίον μου.
8 Στη θλίψη φώναξες και σ’ ελευθέρωσα, σου ’δωσα απόκριση απ’ της βροντής την κρύπτη· στα νερά σε δοκίμασα της Μεριβά. (Διάψαλμα)
9 ἄκουσον, λαός μου, καὶ διαμαρτύρομαί σοι, Ἰσραήλ, ἐὰν ἀκούσῃς μου,
9 Ακουσε λαέ μου, την έντονον διαμαρτυρίαν μου και προτροπήν. Ισραηλιτικέ λαέ μου, εάν θα με ακούσης
9 “Άκουσε, λαέ μου, ό,τι σου προμηνάω· αχ, Ισραήλ, και να μπορούσες να μ’ ακούσεις!
10 οὐκ ἔσται ἐν σοὶ Θεὸς πρόσφατος, οὐδὲ προσκυνήσεις Θεῷ ἀλλοτρίῳ·
10 δεν θα πρέπει να υπάρχη εις σε άλλος νέος θεός, δεν πρέπει ποτέ να προσκυνήσης ξένον θεόν,
10 Να μην υπάρχει άλλος Θεός για σένα, και να μην προσκυνήσεις ξένο θεό.
11 ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἀναγαγών σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου· πλάτυνον τὸ στόμα σου, καὶ πληρώσω αὐτό.
11 διότι εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός σου, ο οποίος σε ηλευθέρωσα και σε καθωδήγησα από την γην της Αιγύπτου έως εις την Παλαιστίνην. Ανοιξε διάπλατα το στόμα σου, προσευχόμενος και δοξολογών εμέ, και εγώ θα ικανοποιήσω τα αιτήματά σου.
11 Εγώ είμ’ ο Κύριος, ο Θεός σου, που σ’ ελευθέρωσα απ’ την Αίγυπτο· το στόμα σου άνοιξε κι εγώ θα σ’ το γεμίσω”.
12 καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ λαός μου τῆς φωνῆς μου, καὶ Ἰσραὴλ οὐ προσέσχε μοι·
12 Ο λαός μου όμως δεν ήκουσε την φωνήν μου και οι Ισραηλίται δεν έδωσαν προσοχήν εις εμέ.
12 »Αλλά δεν άκουσε ο λαός μου τη φωνή μου, ο Ισραήλ με αγνόησε.
13 καὶ ἐξαπέστειλα αὐτοὺς κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα τῶν καρδιῶν αὐτῶν, πορεύσονται ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν.
13 Δια τούτο και εγώ τους αφήκα να πορεύωνται σύμφωνα με τας ενόχους επιθυμίας των αμαρτωλών καρδιών των, να πορεύωνται και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την σκοτισμένην θέλησιν και διάθεσίν των.
13 Έτσι τους άφησα να ζουν με της καρδιάς τους τη σκληρότητα και να πορεύονται με τις δικές τους σκέψεις.
14 εἰ ὁ λαός μου ἤκουσέ μου, Ἰσραὴλ ταῖς ὁδοῖς μου εἰ ἐπορεύθη,
14 Εάν ο λαός μου με ήκουεν, εάν ο ισραηλιτικός λαός επορεύετο στους δρόμους μου, αμέσως
14 Αν μ’ άκουγε ο λαός μου, αν περπατούσε ο Ισραήλ στο δρόμο μου,
15 ἐν τῷ μηδενὶ ἂν τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν ἐταπείνωσα καὶ ἐπὶ τοὺς θλίβοντας αὐτοὺς ἐπέβαλον ἂν τὴν χεῖρά μου.
15 και στο μηδέν θα είχα ταπεινώσει τους εχθρούς των και θα άπλωνα βαρείαν και τιμωρόν την χείρα μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι τους καταθλίβουν και τους ταπεινώνουν.
15 γρήγορα θα νικούσα τους εχθρούς τους· τα πλήγματά μου θα ’στρεφα κατά των καταπιεστών τους».
16 οἱ ἐχθροὶ Κυρίου ἐψεύσαντο αὐτῷ, καὶ ἔσται ὁ καιρὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα.
16 Οι εχθροί του Κυρίου θα ηναγκάζοντο, έστω και υποκριτικώς, να δηλώσουν υποταγήν εις αυτόν, ενώ ο λαός του Ισραήλ θα έμενεν ειρηνικός και ευτυχής παντοτεινά.
16 Τότε οι ενάντιοι στον Κύριο θα σέρνονταν μπροστά του δουλικά· αυτή θα ’τανε στον αιώνα η τύχη τους.
17 καὶ ἐψώμισεν αὐτοὺς ἐκ στέατος πυροῦ καὶ ἐκ πέτρας μέλι ἐχόρτασεν αὐτούς.
17 Τοτε ο Θεός τους έθρεψεν εις την έρημον με το πλέον εκλεκτόν άλευρον του σίτου και τους εχόρτασε με άφθονον μέλι από την ξηράν και άγονον πέτραν. Ετσι και τώρα θα τους διέτρεφε και θα τους εχόρταινε, εάν υπήκουον εις τας εντολάς του.
17 Μα το λαό του θα τον έτρεφε με το καλύτερο αλεύρι· και θα τον χόρταζε με αγριόμελο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά ἀποκατάσταση τοῦ Ἰσραήλ.
α2 Γιά νά πᾶνε καλά οἱ ἀγροτικές σοδειές.
β Γιά νά ὑμνῆς τόν Θεό σέ ἑορτάσιμη ἡμέρα.
Προτροπή γιά ἀνδρεία.
γ Γιά νά οἰκονομήση ὁ Θεός τούς φτωχούς, πού στεροῦνται καί στενοχωροῦνται ἀπό τήν ἀνέχεια καί θλίβονται.
ε "Διδάσκει πῶς ἔχουνοἱ ἀχάριστοι νά ἀποβληθοῦν, ἵνα ἀσφαλίσῃ τόν νέον λαόν τῶν Χριστιανῶν, ἵνα μή καί αὐτός ἀποβληθῇ ὡς ὁ παλαιός τῶν Ἑβραίων καί ἵνα μή μιμηθῇ τήν ἐκείνου κακίαν καί ἀπείθειαν".
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 61

ΨΑΛΜΟΣ 61 - ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΓΑΛΗΝΗ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Ἰδιθούν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως ο «Ιεδουθούν». Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Οὐχὶ τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου; παρ᾿ αὐτῷ γὰρ τὸ σωτήριόν μου·
2 Εις τον Θεόν δεν θα υποταχθή η ψυχή μου; Βεβαίως. Διότι εις τα χέρια αυτού υπάρχει η σωτηρία μου.
2 Μονάχα στο Θεό βρίσκει η ψυχή μου τη γαλήνη· μόνο από κείνον έρχεται η σωτηρία μου.
3 καὶ γὰρ αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ σαλευθῶ ἐπὶ πλεῖον.
3 Ακριβώς επειδή αυτός ο Θεός μου, είναι ο σωτήρ μου και ο υπερασπιστής μου, δεν θα κλονισθώ πλέον στους πειρασμούς, οι οποίοι ενδεχομένως θα με προσβάλουν.
3 Μονάχα εκείνος είναι προστάτης και σωτήρας μου και κάστρο μου· μπορεί να κλονιστώ, μα δε θα πέσω.
4 ἕως πότε ἐπιτίθεσθε ἐπ᾿ ἄνθρωπον; φονεύετε πάντες ὑμεῖς ὡς τοίχῳ κεκλιμένῳ καὶ φραγμῷ ὠσμένῳ.
4 Εως πότε σεις θα επιτίθεσθε με φονικήν μανίαν εναντίον αθώου ανθρώπου; Εως πότε σεις θα επιζητήτε να με φονεύσετε επιπίπτοντες εναντίον μου, ωσάν προς ετοιμόρροπον τοίχον και προς φράκτην ο οποίος έχει σπρωχθή και είναι έτοιμος να σωριασθή στο έδαφος;
4 Ως πότε θα τα βάζετε όλοι σας μ' έναν άνθρωπο και θα ζητάτε να τον ρίξετε καθώς τον τοίχο οπού γέρνει, καθώς το φράχτη τον ετοιμόρροπο;
5 πλὴν τὴν τιμήν μου ἐβουλεύσαντο ἀπώσασθαι, ἔδραμον ἐν δίψει, τῷ στόματι αὐτῶν εὐλόγουν καὶ τῇ καρδίᾳ αὐτῶν κατηρῶντο. (διάψαλμα).
5 Παρ' όλην την τραγικήν μου κατάστασιν, οι εχθροί μου εσκέφθησαν να ποδοπατήσουν στο χώμα την βασιλικήν μου τιμήν. Και προς τούτο, διψασμένοι δια το αίμα μου, έτρεξαν εναντίον μου. Με το στόμα των έλεγαν λόγους επαινετικούς και κολακευτικούς. Με την καρδιάν των όμως με κατηρώντο.
5 Αυτό που θέλουν είναι να τον ρίξουν απ' την τιμητική του θέση· το ψέμα τούς αρέσει· με το στόμα τους ευλογούν, μέσα τους καταριούνται. (Διάψαλμα).
6 πλὴν τῷ Θεῷ ὑποτάγηθι, ἡ ψυχή μου, ὅτι παρ᾿ αὐτῷ ἡ ὑπομονή μου.
6 Πλην συ, ω ψυχή μου, στον Θεόν πρέπει να υποταχθής, διότι από αυτόν με υπομονήν και πίστιν θα περιμένω λύτρωσιν από τας θλίψεις μου.
6 Μονάχα στο Θεό βρίσκει η ψυχή μου τη γαλήνη· γιατί αυτός μου δίνει την ελπίδα μου.
7 ὅτι αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ μεταναστεύσω.
7 Διότι αυτός είναι ο Θεός και σωτήρ μου, το στήριγμά μου· και παρά την μανίαν των εχθρών μου δεν θα μεταναστεύσω εξόριστος εις ξένας περιοχάς.
7 Μονάχα εκείνος είναι προστάτης και σωτήρας μου και κάστρο μου· καθόλου δε θα κλονιστώ.
8 ἐπὶ τῷ Θεῷ τὸ σωτήριόν μου καὶ ἡ δόξα μου· ὁ Θεὸς τῆς βοηθείας μου, καὶ ἡ ἐλπίς μου ἐπὶ τῷ Θεῷ.
8 Εις τον Θεόν έχω στηρίξει με πίστιν την σωτηρίαν μου και την δόξαν μου. Ο Θεός αυτός είναι ο βοηθός μου και όλαι αι ελπίδες μου εις αυτόν στηρίζονται.
8 Η σωτηρία κι η δόξα μου βρίσκονται στο Θεό· αυτός είναι ο δυνατός προστάτης μου, το καταφύγιό μου είναι στο Θεό.
9 ἐλπίσατε ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσα συναγωγὴ λαοῦ· ἐκχέετε ἐνώπιον αὐτοῦ τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς ἡμῶν. (διάψαλμα).
9 Εις τον Θεόν στηρίξατε τας ελπίδας σας όλα τα πλήθη του λαού. Αφήσατε να εκχυθή προς αυτόν το περιεχόμενον της καρδίας σας, είτε θλίψις είναι και πόνοι, είτε χαρά και αγαλλίασις. Διότι ο Θεός είναι βοηθός μας.
9 Σ' εκείνον έλπιζε κάθε στιγμή, λαέ μου, μπροστά του ανοίξτε τις καρδιές σας· το καταφύγιό μας είν' ο Θεός. (Διάψαλμα)
10 πλὴν μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ψευδεῖς οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς τοῦ ἀδικῆσαι αὐτοὶ ἐκ ματαιότητος ἐπὶ τὸ αὐτό.
10 Εξ αντιθέτου οι άνθρωποι είναι ματαιολόγοι και κούφοι, ψεύδονται μεταξύ των, απατούν και απατώνται, και αδικούν ο ενας τον άλλον. Ολοι αυτοί κινούνται από συμφώνου ένεκα της ματαιοδοξίας των.
10 Πνοή τ' ανέμου οι επιφανείς και σαν καπνός οι άσημοι· στης ζυγαριάς το δίσκο όλοι μαζί λιγότερο θα ζύγιζαν απ' την πνοή του ανέμου.
11 μὴ ἐλπίζετε ἐπ᾿ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν.
11 Σεις, οι άνθρωποι, μη στηρίζετε τας ελπίδας σας στον πλούτον και εις την αδικίαν. Μη φλογίζεσθε από τον πόθον δια πλούτη, που προέρχονται από αρπαγάς. Και αν ίδετε ωσάν ποτάμι να ρέη ο πλούτος εμπρός σας, μη προσκολλάτε εις αυτόν την καρδίαν σας.
11 Στη βία μην εμπιστεύεστε, μάταια μην ελπίζετε στην αρπαγή· κι ο πλούτος αν πληθαίνει μην προσηλώνεστε σ' αυτόν.
12 ἅπαξ ἐλάλησεν ὁ Θεός, δύο ταῦτα ἤκουσα, ὅτι τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ,
12 Απαξ δια παντός διεκήρυξεν ο Θεός, εγώ δε ήκουσα τα δύο αυτά πράγματα. Πρώτον ότι η κραταιά δύναμις ανήκει εις σε τον Θεόν
12 Μία φορά μίλησε ο Θεός κι εγώ άκουσα δύο πράγματα: Πως στο Θεό ανήκει η δύναμη,
13 καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.
13 και δεύτερον ότι η ευσπλαγχνία είναι επίσης ιδική σου. Βασει λοιπόν αυτών, Κυριε, συ θα αποδώσης εις έκαστον κατά τα έργα του. Θα τιμωρήσης δια τας αδικίας του τον ένοχον. Θα αμείψης τον αγαθόν δια τα καλά του έργα.
13 σ' εσένα, Κύριε, η καλοσύνη· και πως εσύ ανταποδίδεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός κουρασμένου βασιλιᾶ.
α2 Γιά τούς ἐργοδότες πού δέν πᾶνε καλά οἱ δουλιές τους.
β Ὅταν ὁρμοῦν μέ ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον σου, ἐσύ νά ὑποτάσσεσαι περισότερο στόν Κύριο
γ Γιά νά ἀπαλλάξη ὁ Θεός ἀπό δοκιμασίες τόν ὁλιγόψυχο ἄνθρωπο, πού δέν ἔχει ὑπομονή καί γογγύζει.
ε "Ὁ Ψ. δέ οὗτος εἶναι μία παρακίνησις εἰς τό νά ὑπομένῃ τινάς τούς πειρασμούς καί εἰς τό νά ἐλπίζῃ πρός τόν Θεόν".
στ Ἡ προσευχή ὁλοκληρωτικῆς ὑποταγῆς καί ἀκράδαντης ἐλ πίδας στόν Θεό καί ὄχι σέ ἀνθρώπους, πλοῦτο καί ἄλλα ὑλικά πράγματα.
θ 'Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.

ΨΑΛΜΟΣ 62

ΨΑΛΜΟΣ 62 - Η ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΙ ΑΠ' ΤΗ ΖΩΗ

1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας.
1 -
1 Ψαλμός του Δαβίδ, όταν ήταν στην έρημο του Ιούδα.
2 Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ.
2 Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωϊ, από τα χαράματα προσεύχομαι προς σέ. Σε διψά και σε ποθεί η ψυχή μου. Ποσες φορές και αυταί αι αισθήσστου σώματός μου, εις την έρημον αυτήν χώραν την δύσδατον και άνυδρον επόθησαν να ίδουν και να απολαύσουν τον άγιόν σου ναόν!
2 Θεέ, Θεός μου είσ' εσύ, σ' αναζητώ απ' τα χαράματα· διψάει για σένα η ψυχή μου· η σάρκα μου σ' αποζητάει σε μια έρημη, στεγνή κι άνυδρη γη.
3 οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι τοῦ ἰδεῖν τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν δόξαν σου.
3 Με την δίψαν αυτήν επαρουσιαζόμην σωματικώς και ψυχικώς άλλοτε στον ιερόν σου τόπον, δια να ίδω και σκεφθώ την δύναμίν σου και την δόξαν σου.
3 Στο ναό τον άγιο κοίταξα για σένα, τη δύναμή σου και τη δόξα σου να δω.
4 ὅτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς· τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί σε.
4 Σε επόθησα και σε ποθώ σφοδρώς, Κυριέ μου, διότι το έλεός σου είναι ανώτερον από χιλιάδας και χιλιάδας ζωάς. Τα χείλη μου θα σε υμνούν και θα σε δοξολογούν.
4 Επειδή είναι πιο καλή κι απ' τη ζωή η ευσπλαχνία σου, τα χείλη μου θα σ' ανυμνούν.
5 οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τὰς χεῖράς μου.
5 Με τον αυτόν τρόπον θα σε ευλογώ και θα σε δοξολογώ καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου και μόνον στο Ονομά σου θα υψώνω τας χείράς μου, και προς σε θα προσεύχωμαι.
5 Όλη μου τη ζωή θα σ' ευλογώ και στ' όνομά σου θα προσεύχομαι.
6 ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τὸ στόμα μου.
6 Με την χαράν και την ευφροσύνην της προσευχής θα χορταίνη και θα ευφραίνεται η ψυχή μου, όπως θα ηυφραίνετο το σώμα, όταν θα έτρωγε λιπαρά και νόστιμα φαγητά. Με χείλη πλημμυρισμένα από αγαλλίασιν θα σε υμνή τότε το στόμα μου.
6 Θα χορτάσει η ψυχή μου σαν από εκλεκτό συμπόσιο· και με χείλη χαρούμενα το στόμα μου θα υμνολογεί.
7 εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ·
7 Οταν, καθώς πέφτω κατά την νύκτα στο στρώμα μου, σε ενθυμούμαι και κοιμώμαι με την παράστασιν του μεγαλείου σου, τότε πολύ πρωϊ θα εξυπνώ και θα μελετώ τα μεγαλεία σου και θα σε δοξολογώ.
7 Τη νύχτα στο κρεβάτι μου η σκέψη μου σ' εσένα όλο γυρίζει και ψιθυρίζω προσευχές.
8 ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι.
8 Διότι συ κατά το παρελθόν υπήρξες βοηθός και στο μέλλον θα δοκιμάζω αγαλλίασιν και χαράν ευρισκόμενος κάτω από την σκέπην των πτερύγων σου.
8 Γιατί μου στάθηκες βοηθός, στον ίσκιο απ' τις φτερούγες σου ύμνους χαράς τονίζω.
9 ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου.
9 Προσεκολλήθη πάντοτε η ψυχή μου προς σέ. Συ δε ήπλωσες την δεξιάν σου χείρα και με εστήριξες, με καθωδήγησες και με επροστάτευσες.
9 Μαζί σου δέθηκε η ζωή μου· και με στηρίζει το δυνατό σου χέρι.
10 αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς·
10 Αυτοί δε οι εχθροί μου, οι οποίοι με πολεμούν, ματαίως προσεπάθησαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Θα αποτύχουν στο έργον των, αλλά και οι ίδιοι θα φονευθούν και θα κατέλθουν στον άδην, εις τα βάθη της γης.
10 Μα εκείνοι που ζητάνε να καταστρέψουν την ψυχή μου, θα μπουν στα έγκατα της γης.
11 παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ῥομφαίας, μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται.
11 Θα παραδοθούν εις σφαγήν ρομφαίας, τα σώματά των άταφα θα γίνουν τροφή δια τας αλώπεκας.
11 Στην εξουσία του ξίφους θα παραδοθούν· των τσακαλιών τροφή θα γίνουν.
12 ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.
12 Εγώ όμως ο βασιλεύς θα ευφρανθώ με την προστασίαν και την χαράν, την οποίαν ο Θεός μου δίδει. Και καθένας, ο οποίος ορκίζεται στον αληθινόν Θεόν, θα δοξασθή. Εξ αντιθέτου θα φραγή και θα κλείση το στόμα εκείνων, οι οποίοι λαλούν αδικίας και ψεύδη.
12 Κι ο βασιλιάς στο Θεό θα 'βρει τη χαρά του· όποιος ορκίζεται στ' όνομα του Θεού, μπορεί να χαίρεται γιατί των ψευδολόγων θα κλειστεί το στόμα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνας ψαλμός ἀγάπης καί ἐπανάστασης.
α2 Γιά νέους πού δέν βρίσκουν ἐργασία.
γ Γιά νά καρπίσουν τά χωράφια καί τά δένδρα, όταν στερούνται νερό.
ε "Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. οὗτος καί εἰς ἡμᾶς τούς Χριστιανούς, διά τί, ἐάν καί ἡμεῖς εὑρισκώμεθα εἰς τήν ἐρημίαν τῶν ἡδονικῶν τοῦ κόσμου πραγμάτων καί ἔχωμεν διάπυρον ἔρωτα πρός τόν Θεόν, βέβαια ἐξολοθρεύονται οἱ ὁρατοί καί ἀόρατοι ἐχθροί μας καί τίποτε νά μᾶς βλάψουν δέν ἠμποροῦν".
στ Ἡ πρωϊνή προσευχή πρός τόν Κύριο.
η "Παρουσιάζει τόν θεῖον ἔρωτα καί τήν ἐναγώνιον ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ ὑπό τῆς ψυχῆς, ἕως οὗ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ καταστῇ πραγματικότης".

ΨΑΛΜΟΣ 63

ΨΑΛΜΟΣ 63 - Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΚΑΚΟΓΛΩΣΣΟΥΣ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Εἰσάκουσον, ὁ Θεός, τῆς φωνῆς μου, ἐν τῷ δέεσθαί με πρὸς σέ, ἀπὸ φόβου ἐχθροῦ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν μου.
2 Ακουσε και κάμε δεκτήν, Κυριε και Θεέ μου, την προσευχήν μου τώρα που δέομαι προς σε και ελευθέρωσε την ψυχήν μου από τον φόβον, που μου εμπνέει ο εχθρός μου.
2 'Aκουσε, Θεέ, της θρηνωδίας μου τη φωνή· από τον κίνδυνο του εχθρού φύλαξε τη ζωή μου.
3 σκέπασόν με ἀπὸ συστροφῆς πονηρευομένων, ἀπὸ πλήθους ἐργαζομένων ἀδικίαν,
3 Σκέπασέ με και προστάτευσέ με από τας μυστικάς συνωμοσίας των πονηρών ανθρώπων και από το πλήθος των κακών ανθρώπων, που συστηματικώς εργάζονται την αδικίαν.
3 Κρύψε με απ' τις συνωμοσίες των κακούργων, απ' των παράνομων τη σύναξη.
4 οἵτινες ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν πρᾶγμα πικρὸν
4 Ολοι αυτοί ηκόνησαν, ως μεγάλην μάχαιραν, τας γλώσσας των, ετέντωσαν το τόξον των και έθεσαν επάνω εις αυτό, δια να εκσφενδονίσουν εναντίον μου αντί βέλους λόγους πικρούς και συκοφαντικούς,
4 Ακόνισαν τη γλώσσα τους σαν ξίφος, κατεύθυναν τα βέλη τους λόγια πικρά,
5 τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν ἀποκρύφοις ἄμωμον, ἐξάπινα κατατοξεύσουσιν αὐτὸν καὶ οὐ φοβηθήσονται.
5 δια να κατατοξεύσουν και κτυπήσουν υπούλως και κρυφίως τον άμεμπτον. Θέλουν αιφνιδιαστικώς να με κτυπήσουν χωρίς κανένα φόβον και δισταγμόν.
5 για να τοξεύουν στα κρυφά τον άψογο· άξαφνα του ρίχνουν με το τόξο και δε φοβούνται.
6 ἐκραταίωσαν ἑαυτοῖς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο τοῦ κρύψαι παγίδα, εἶπαν· τίς ὄψεται αὐτούς;
6 Εμελέτησαν, ετελειοποίησαν και ενίσχυσαν με κάθε τρόπον το πονηρόν σχέδιον μεταξύ των. Συνεννοήθησαν να μου στήσουν κρυφήν παγίδα και είπαν· Ποιός, άνθρωπος η ο Θεός, θα τους ίδη; Κανείς.
6 Αμετακίνητοι στο πονηρό τους έργο, συμβούλια κάνουν, πώς τις παγίδες τους να κρύψουν· και λεν: «Ποιος θα τις δει;»
7 ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις. προσελεύσεται ἄνθρωπος, καὶ καρδία βαθεῖα,
7 Επενόησαν ποικίλους τρόπους δια το καταχθόνιον έργον των. Εξηντλήθησαν μελετώντες τας μηχανορραφίας των. Καθένας από αυτούς θα με πλησιάση με δολιότητα και μοχθηρίαν. Καταχθονία είναι η καρδία των, μέσα εις την οποίαν κρύπτονται αι πονηραί των προθέσεις.
7 Εγκλήματα σχεδιάζουν λέγοντας: «Είμαστε έτοιμοι· η δουλειά καλά μελετημένη». Ανεξερεύνητη η καρδιά κι η σκέψη κάθε ανθρώπου.
8 καὶ ὑψωθήσεται, ὁ Θεός. βέλος νηπίων ἐγενήθησαν αἱ πληγαὶ αὐτῶν,
8 Τα σχέδιά των όμως δεν θα πραγματοποιηθούν. Θα υψωθή και θα νικήση ο κραταιός Θεός, ο προστάτης μου. Αι πληγαί, τας οποίας θα μου προξενήσουν, θα είναι ωσάν τας πληγάς, που προέρχονται από βέλη ριπτόμενα από νήπια.
8 Αλλά ο Θεός έριξε πάνω τους τα βέλη του και ξαφνικά βρεθήκαν πληγωμένοι.
9 καὶ ἐξησθένησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς αἱ γλῶσσαι αὐτῶν. ἐταράχθησαν πάντες οἱ θεωροῦντες αὐτούς,
9 Ητόνησαν και παρέλυσαν εις τα στόματά των, αι κομπορρημονούσαι γλώσσαι των. Ολοι, όσοι είδαν τας ενεργείας των και τας αποτυχίας των, εξεπλάγησαν.
9 'Aφησε να καταστραφούν από τη γλώσσα τους· όλοι όσοι τους βλέπουνε κουνάνε το κεφάλι.
10 καὶ ἐφοβήθη πᾶς ἄνθρωπος. καὶ ἀνήγγειλαν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ συνῆκαν.
10 Και κάθε άνθρωπος ιδών την συντριβήν των πονηρών σχεδίων των εφοβήθη και ευλαβήθη τον Θεόν. Ολοι δε διεκήρυξαν τα έργα της θαυμαστής προστασίας του Θεού, διότι κατενόησαν τα έργα αυτά ως έργα Κυρίου.
10 Όλοι οι άνθρωποι φοβήθηκαν, διαλάλησαν το έργο του Θεού και ό,τι έπραξε, καλά το καταλάβαν.
11 εὐφρανθήσεται δίκαιος ἐν τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλπιεῖ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐπαινεθήσονται πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
11 Καθε δε δίκαιος άνθρωπος, βλέπων τα μεγαλεία του Θεού, θα ευφρανθή εν Κυρίω και θα ελπίζη περισσότερον τώρα εις αυτόν. Ολοι οι ευθείς και ειλικρινείς άνθρωποι θα δοξασθούν από τον Θεόν και από τους συνανθρώπους των.
11 Στον Κύριο βρίσκει ο δίκαιος τη χαρά του, σ' αυτόν και την ελπίδα του· όλες οι τίμιες καρδιές θα τον δοξάζουν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ διψασμένη καρδιά.
α2 Διαβάζεται μετά ἀπό κάθε πετυχημένη συμφωνία γιά νά εὐοδωθῆ τό μέλλον.
β Ὅταν καταδιώκεσαι σέ ἔρημο μή φοβηθῆς, ψάλλε τόν παρόντα Ψ. κατά τόν ὄρθρον.
γ Ὅταν δαγκωθῆ ὁ ἄνθρωπο ςἀπό λύκο, ἤ σκῦλο λυσσασμένο, τούς ἔδινε καί διαβασμένο νερό.
στ Ὅταν μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς ἐπιβουλεύονται.
θ "Ἐν παραλήσει θρησκευτικῶν καθηκόντων.
Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 64

ΨΑΛΜΟΣ 64 - Σ' ΕΣΕΝΑ ΥΜΝΟΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ, ΘΕΕ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ, ᾠδὴ Ἱερεμίου καὶ Ἰεζεκιήλ ἐκ τοῦ λαοῦ τῆς παροικίας, ὅτε ἔμελλον ἐκπορεύεσθαι.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ, τραγούδι.
2 Σοὶ πρέπει ὕμνος, ὁ Θεός, ἐν Σιών, καὶ σοὶ ἀποδοθήσεται εὐχὴ ἐν Ἱερουσαλήμ.
2 Εις σέ, Κυριε, είναι πρέπον να αναπέμπεται κάθε δοξολογία εις την Σιών. Εις την Ιερουσαλήμ πρέπει να εκπληρώνεται το τάξιμον του λαού σου προς σέ.
2 Στη Σιών ύμνος σού ταιριάζει, Θεέ! Σ' εσένα να εκπληρώνονται τα τάματα.
3 εἰσάκουσον προσευχῆς μου· πρὸς σὲ πᾶσα σὰρξ ἥξει.
3 Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου, διότι κάθε ανθρωπίνη σαρξ, ασθενής καθώς είναι, προς σε θα έλθη να ζητήση βοήθειαν.
3 Σ' εσένα που εισακούς τις προσευχές έρχεται κάθε άνθρωπος.
4 λόγοι ἀνόμων ὑπερεδυνάμωσαν ἡμᾶς, καὶ ταῖς ἀσεβείαις ἡμῶν σὺ ἱλάσῃ.
4 Πολλαί και διάφοροι ανομίαι με λόγια και με έργα υπερίσχυσαν, υπεδούλωσαν την θέλησίν μας, ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου. Συ όμως, Κυριε, θα φανής ελεήμων εις τας αμαρτίας μας και θα μας συγχωρήσης.
4 Οι ανομίες μας μας ξεπερνούν σε δύναμη· αλλά τις παραβάσεις μας μπορείς εσύ να συγχωρήσεις.
5 μακάριος ὃν ἐξελέξω καὶ προσελάβου· κατασκηνώσει ἐν ταῖς αὐλαῖς σου. πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τοῦ οἴκου σου· ἅγιος ὁ ναός σου,
5 Τρισευτυχισμένος εκείνος, τον οποίον συ εξέλεξες και με στοργήν επήρες κοντά σου. Αυτός θα μένη διαρκώς εις τας ιεράς αυλάς του ναού σου. Εάν αξιώσης και ημάς αυτής της δωρεάς, θα χορτάσωμεν από τα πλούσια αγαθά του οίκου σου. Αγιος είναι και ιερός ο ναός σου. Αξιοθαύμαστος ο ναός σου δια τα πλούσια έργα της δικαιοσύνης σου.
5 Μακάριος είν' αυτός που εκλέγεις, που τον παίρνεις κοντά σου μες στις αυλές σου για να κατοικεί! Θα μας χορτάσουν τ' αγαθά του οίκου σου, η ιερότητα του αγιαστηρίου σου.
6 θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ. ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν,
6 Καμε δεκτήν την προσευχήν μας συ, ο Θεός και ο σωτήρ μας· η ελπίς όλων των ανθρώπων μέχρι και των περάτων της γης και αυτών που διαπλέουν θαλάσσας και κατοικούν εις νήσους μακράν.
6 Μες στην πιστότητά σου θα μας αποκριθείς κάνοντας έργα εκπληκτικά, Θεέ, σωτήρα μας, η σιγουριά σ' όλες της γης τις άκρες, στις μακρινές τις θάλασσες.
7 ἑτοιμάζων ὄρη ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, περιεζωσμένος ἐν δυναστείᾳ,
7 Συ, ο οποίος στερεώνεις με την τεραστίαν δύναμίν σου τα όρη, συ ο οποίος είσαι περιζωσμένος με άπειρον ισχύν.
7 Με την ισχύ σου θεμελιώνεις τα βουνά, δύναμη είσαι ζωσμένος·
8 ὁ συνταράσσων τὸ κῦτος τῆς θαλάσσης, ἤχους κυμάτων αὐτῆς. ταραχθήσονται τὰ ἔθνη,
8 Συ, ο οποίος αναταράσσεις την θάλασσαν καθ' όλον το πλάτος και βάθος αυτής, και προκαλείς την βοήν των κυμάτων της. Από όλας αυτάς τας μεγαλειώδεις εκδηλώσεις της δυνάμεώς σου θα καταπλαγούν και θα ταραχθούν τα έθνη.
8 της θάλασσας τον παφλασμό ηρεμείς, τον ήχο των κυμάτων της και των λαών το θόρυβο.
9 καὶ φοβηθήσονται οἱ κατοικοῦντες τὰ πέρατα ἀπὸ τῶν σημείων σου· ἐξόδους πρωΐας καὶ ἑσπέρας τέρψεις.
9 Από τα αξιοθαύμαστα έργα σου θα τρομάξουν οι κατοικούντες μέχρι και εις τα πέρατα του κόσμου. Θα τέρψης όμως και θα γοητεύσης τους ανθρώπους με το πρωϊνόν φως, τότε που αρχίζει η πρωΐα και με το ηλιοβασίλεμμα, τότε που αρχίζει η εσπέρα.
9 Οι άνθρωποι που κατοικούν στης γης τα πέρατα στέκουν με τρόμο μπρος στα θαυμαστά σου έργα· απ' της ανατολής την άκρη ως της δύσης κάνεις να υψώνονται φωνές χαράς.
10 ἐπεσκέψω τὴν γῆν καὶ ἐμέθυσας αὐτήν, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν· ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ ἐπληρώθη ὑδάτων· ἡτοίμασας τὴν τροφὴν αὐτῶν, ὅτι οὕτως ἡ ἑτοιμασία.
10 Επεσκέφθης, Κυριε, με ευεργετικήν βροχήν την γην. Ερριψες άφθονο νερό και την εμέθυσες, έβρεξες πολύ, δια να πλουτίσης την χώραν μας με πλουσίαν καρποφορίαν. Ο Ιορδάνης, ο ποταμός του Θεού, εγέμισεν από ύδατα. Με τας βροχάς σου ητοίμασας πλουσίαν τροφήν στους κατοίκους της Παλαιστίνης. Διότι έτσι γίνεται η καλλιέργεια και η καρποφορία της γης.
10 Τη γη επισκέπτεσαι και της χαρίζεις αφθονία, την πλημμυρίζεις αγαθά· με νερό, Θεέ, γεμίζεις το ποτάμι σου, φροντίζεις την καρποφορία της, έτσι καθώς την προετοιμάζεις.
11 τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς, ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται ἀνατέλλουσα.
11 Ποτισε, λοιπόν, τα αυλάκια της γης με τα πλούσια νερά της βροχής, πλήθυνε τα γεννήματα και τους καρπούς της. Με την σιγαλήν ποτιστικήν βροχήν θα ευφρανθή η χώρα μας, διότι θα πλημμυρίση από βλάστησιν.
11 Δίνεις στ' αυλάκια της να πιουν, το σβωλιασμένο της το χώμα ισιώνεις, την απαλαίνεις με την ήρεμη βροχή και ευλογείς το κάθε της βλαστάρι.
12 εὐλογήσεις τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, καὶ τὰ πεδία σου πλησθήσονται πιότητος·
12 Ολον τον κύκλον του ετησίου χρόνου θα πλουτίσης, Κυριε, με τα αγαθά σου και έτσι αι πεδιάδες της χώρας σου θα πλημμυρίσουν από μεγάλην ευφορίαν.
12 Όλο τον κύκλο της χρονιάς τονε στολίζεις με τις καλοσύνες σου· όπου περάσεις χύνετ' η αφθονία.
13 πιανθήσεται τὰ ὄρη τῆς ἐρήμου, καὶ ἀγαλλίασιν οἱ βουνοὶ περιζώσονται.
13 Και αυτά τα όρη της έρημου και τα βουνά θα παρουσιάσουν πλουσίαν βλάστησιν. Θα περιβληθούν την αγαλλίασιν και την ωραιότητα του πρασίνου.
13 Στις στέπες τα λιβάδια θάλλουν κι οι λόφοι περιζώνονται χαρά.
14 ἐνεδύσαντο οἱ κριοὶ τῶν προβάτων, καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον· κεκράξονται, καὶ γὰρ ὑμνήσουσι.
14 Οι κριοι των προβάτων, χορτασμένοι από την πλουσίαν βοσκήν πεδιάδων και βουνών, θα ενδυθούν το νέον μαλλί των. Αι πεδιάδες θα παράγουν άφθονον σίτον. Δι' όλα αυτά άνθρωποι και φύσις θα κραυγάσουν και θα υμνολογήσουν τον Κυριον.
14 Γεμίζουν πρόβατα τα βοσκοτόπια, οι κάμποι μες στις θημωνιές τυλίγονται· τραγούδια και κραυγές χαράς ηχούν!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά προστασία.
α2 Γιά νά τιμωροῦνται οἱ συνωμότες καί οἱ προδότες.
β Ὅταν καταδιώκεσαι σέ ἔρημο μή φοβηθῆς, ψάλλε τόν παρόντα Ψ. κατά τόν ὄρθρον.
Γιά νά ὑμνῆς τόν Θεό.
γ Γιά νά ἔχουν οἱ ἔμποροι εὐλογία, γιά νά μή φλυαροῦν καί ἀδικοῦν τούς ἁπλούς ἀνθρώπους.
στ Ἡ προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".
"Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 65

ΨΑΛΜΟΣ 65 - ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ

Εἰς τὸ τέλος· ᾠδὴ ψαλμοῦ· ἀναστάσεως.

1 Ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ,
1 Αλαλάξατε με ιερόν ενθουσιασμόν προς δόξαν του Κυρίου, οι κατοικούντες όλην την γην.
1 Στον πρωτοψάλτη· άσμα, ψαλμός. Υμνήστε το Θεό με αλαλαγμούς όλης της γης οι άνθρωποι!
2 ψάλατε δὴ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. δότε δόξαν αἰνέσει αὐτοῦ.
2 Δοξάσατε και τα υμνολογήσατε αυτόν.
2 Ψάλτε τη δόξα του ονόματός του· προσφέρτε του ύμνο έξοχο!
3 εἴπατε τῷ Θεῷ· ὡς φοβερὰ τὰ ἔργα σου· ἐν τῷ πλήθει τῆς δυνάμεώς σου ψεύσονταί σε οἱ ἐχθροί σου.
3 Είπατε προς τον Θεόν με ύμνους· Ποσον θαυμαστά και φοβερά είναι τα έργα σου, δια την σωτηρίαν μας, Κυριε! Εμπρός εις την άπειρον δύναμίν σου θα καταληφθούν από φόβον οι εχθροί σου, θα ταπεινωθούν και θα υποταχθούν, χωρίς και να το θέλουν, προς σέ.
3 Πέστε στο Θεό «Τι φοβερά τα έργα σου! Τόσο τρομαχτική είναι η δύναμή σου που οι εχθροί σου σκύβουνε μπρος σου υποταχτικά.
4 πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτωσάν σοι καὶ ψαλάτωσάν σοι, ψαλάτωσαν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε. (διάψαλμα).
4 Ολοι οι άνθρωποι, που κατοικούν την γην, ας προσκυνήσουν και ας δοξολογήσουν σε τον παντοδύναμον Θεόν. Ας ψάλλουν ύμνους με μουσικά όργανα προς δόξαν του Ονόματός σου.
4 Σε προσκυνάει όλη η γη, ύμνους σου ψέλνουν· τ' όνομά σου δοξολογούν». (Διάψαλμα)
5 δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ· ὡς φοβερὸς ἐν βουλαῖς ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων,
5 Ελάτε και ίδετε τα καταπληκτικά έργα του Θεού. Ποσον φοβερός και άφθαστος είναι ο Θεός εις τας σκέψεις και τας αποφάσστου! Απείρως ανώτερος από όλους μαζή τους ανθρώπους.
5 Ελάτε για να δείτε τα έργα του Θεού· ενέργειες θαυμαστές για τους ανθρώπους.
6 ὁ μεταστρέφων τὴν θάλασσαν εἰς ξηράν, ἐν ποταμῷ διελεύσονται ποδί. ἐκεῖ εὐφρανθησόμεθα ἐπ᾿ αὐτῷ,
6 Αυτός, ο οποίος μεταστρέφει την θάλασσαν εις ξηράν, όπως έκαμεν εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Εστέγνωσε τον Ιορδάνην ποταμόν και επερασαν με τα πόδια των οι πρόγονοί μας. Αναλογιζόμενοι τα καταπληκτικά θαύματα εις προστασίαν των προγόνων μας θα χαρώμεν δια τον Κυριον.
6 Τη θάλασσα την έκανε στεριά, με στεγνά πόδια διασχίσαν το ποτάμι· εκεί χαρήκαμε γι' αυτό που έκανε.
7 τῷ δεσπόζοντι ἐν τῇ δυναστείᾳ αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἐπιβλέπουσιν, οἱ παραπικραίνοντες μὴ ὑψούσθωσαν ἐν ἑαυτοῖς. (διάψαλμα).
7 Δι' αυτόν, ο οποίος κυριαρχεί με την ακατανίκητον δύναμίν του εις όλους τους αιώνας. Τα μάτια του παρακολουθούν και βλέπουν όλους τους ανθρώπους όλων των εθνών. Σεις δε οι αποστάται, οι οποίοι με τα αμαρτωλά σας έργα πικραίνετε τον Κυριον, μη υψηλοφρονήτε.
7 Δεσπόζει με τη δύναμή του αιώνια, τα μάτια του επιτηρούνε τους λαούς· δε θα τολμήσουν οι αντάρτες να του αντισταθούν. (Διάψαλμα)
8 εὐλογεῖτε, ἔθνη, τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ἀκουτίσασθε τὴν φωνὴν τῆς αἰνέσεως αὐτοῦ,
8 Δοξολογήστε τα έθνη τον Θεόν μας, με βοήν ισχυράν. Καμετε ακουστήν την φωνήν της δοξολογίας σας προς αυτόν,
8 Λαοί, ευλογείτε το Θεό μας· κι ας αντηχήσει ο ύμνος του.
9 τοῦ θεμένου τὴν ψυχήν μου εἰς ζωήν, καὶ μὴ δόντος εἰς σάλον τοὺς πόδας μου.
9 ο οποίος ελύτρωσεν εμέ και τον λαόν μου από θανάσιμον κίνδυνον και μας επανέφερεν εις την ζωήν. Δεν επέτρεψε να σαλευθούν οι πόδες μου και να πέσω.
9 Αυτόν που δίνει στις ψυχές μας τη ζωή· και δε μας άφησε να κλονιστούμε.
10 ὅτι ἐδοκίμασας ἡμᾶς, ὁ Θεός, ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον·
10 Διότι μας εδοκίμασες, ω Θεέ. Μας έρριψες εις την κάμινον του πυρός, του πόνου και των θλίψεων, αλλά και μας εκαθάρισες, όπως δια του πυρός καθαρίζεται ο άργυρος.
10 Μας πέρασες από δοκιμασία, Θεέ, από το χωνευτήρι της φωτιάς, έτσι όπως καθαρίζουνε το ασήμι.
11 εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα, ἔθου θλίψεις ἐπὶ τὸν νῶτον ἡμῶν.
11 Επέτρεψες να πέσωμεν εις την παγίδα των εχθρών μας και να γίνωψεν δούλοι. Εφόρτωσες επάνω εις την ράχιν μας φορτίον θλίψεων.
11 Μας έφερες μες στην παγίδα για να πέσουμε, έβαλες φόρτωμα βαρύ πάνω στη μέση μας.
12 ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν.
12 Αφήκες να καθήσουν βαρείς επάνω από τα κεφάλια μας οι εχθροί μας. Επεράσαμεν δια μέσου πολλών και βαρειών θλίψεων, ωσάν δια μέσου πυρακτωμένης καμίνου, και δια μέσου υδάτων κατακλυσμού. Τελικώς όμως συ μας έβγαλες εις τόπον ανέσεως και αναψυχής.
12 'Aφησες να καθίσουν άνθρωποι απάνω στο κεφάλι μας, περάσαμε από φωτιά κι από νερό· και μας οδήγησες στην άνεση.
13 εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου ἐν ὁλοκαυτώμασιν, ἀποδώσω σοι τὰς εὐχάς μου,
13 Θα έλθω στον ναόν σου με ολοκαυτώματα, θα αποδώσω εις σε και θα εκπληρώσω εκεί όλα τα τάματά μου,
13 Θα φέρω στο ναό σου ολοκαυτώματα, θα εκπληρώσω ό,τι σου 'χα τάξει,
14 ἃς διέστειλε τὰ χείλη μου καὶ ἐλάλησε τὸ στόμα μου ἐν τῇ θλίψει μου·
14 όσα τα πικραμμένα χείλη μου μισοάνοιξη και έταξαν, όσα είπε και υπεσχέθη το στόμα μου κατά το διάστημα των θλίψεών μου.
14 όσα ψιθύρισαν τα χείλη μου κι είπε το στόμα μου στης θλίψης μου την ώρα.
15 ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα ἀνοίσω σοι μετὰ θυμιάματος καὶ κριῶν, ἀνοίσω σοι βόας μετὰ χιμάρων. (διάψαλμα).
15 Θα σου προσφέρω, μαζή με θυμίαμα, ζώα καλοθρεμμένα ως ολοκαυτώματα. Θα σου προσφέρω κριους και βόϊδια και τράγους.
15 Θα σου προσφέρω ολοκαυτώματα παχιά μαζί με των κριαριών την κνίσα, θα θυσιάσω βόδια και τραγιά. (Διάψαλμα)
16 δεῦτε ἀκούσατε, καὶ διηγήσομαι ὑμῖν, πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὅσα ἐποίησε τῇ ψυχῇ μου.
16 Ελάτε να ακούσετε, διότι, εγώ θα διηγηθώ προς σας, οι οποίοι ευλαβείσθε τον Θεόν, όσα θαυμαστά έργα έκαμεν εις εμέ ο Θεός καθ' όλον τον βίον μου.
16 Ελάτε, ακούστε, και θα διηγηθώ σ' όλους που το Θεό φοβούνται, όσα για μένα έκανε.
17 πρὸς αὐτὸν τῷ στόματί μου ἐκέκραξα καὶ ὕψωσα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν μου.
17 Ηνοιξα το στόμα μου και προς αυτόν κατά το διάστημα των θλίψεών μου έκραξα· και επειδή αμέσως έλαβα βοήθειαν και σωτηρίαν ανέφερα με την γλώσσάν μου προς το ύψος της μεγαλωσύνης του ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας.
17 Σ' εκείνον κραύγαζα για βοήθεια, βέβαιος κιόλας πως θα τον δοξολογούσα.
18 ἀδικίαν εἰ ἐθεώρουν ἐν καρδίᾳ μου, μὴ εἰσακουσάτω μου Κύριος.
18 Εάν έβλεπα αδικίαν μέσα εις την καρδίαν μου και η συνείδησίς μου με έτυπτεν ως ένοχον, ας μη με εισήκουεν ο Κυριος.
18 Αν είχα δει ανομία στην καρδιά μου δε θα με είχε ακούσει ο Κύριος.
19 διὰ τοῦτο εἰσήκουσέ μου ὁ Θεός, προσέσχε τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου.
19 Επειδή όμως ήμουν αθώος, ο Κυριος ήκουσε και έκαμε δεκτήν την προσευχήν μου. Επρόσεξεν εις την φωνήν της δεήσεώς μου.
19 Ωστόσο μ' άκουσ' ο Θεός, πρόσεξε τη φωνή της προσευχής μου.
20 εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀπέστησε τὴν προσευχήν μου καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ.
20 Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο οποίος δεν απέρριψε την προσευχήν μου και δεν απεμάκρυνεν από εμέ το έλεός του.
20 Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, που ούτε την προσευχή μου καταφρόνησε ούτε απομάκρυνε από μένα το έλεός του.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος εὐχαριστίας.
α2 Γιά νά πᾶνε καλά τά σπαρτά.
β Περί ἀναστάσεως.
γ Γιά νά μή φέρη αναποδιές ὁ πονηρός στά σπίτια καί θλί βει τίς οἰκογένειες.
ε "Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. καί εἰς κάθε Χριστιανόν, ὁπού μεθίσταται καί μεταβαίνει ἀπό τήν ἁμαρτίαν (εἰς τήν ὁποίαν ἔπεσε κτυπηθείς ἀπό τάς σαΐτας τῶν παθῶν καί σκλαβωθείς ὑπό τῶν δαιμόνων) καί ἔρχεται εἰς τήν μετάνοιαν καί τήν ἀρετήν".
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".

ΨΑΛΜΟΣ 67

ΨΑΛΜΟΣ 67 - ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΗ ΘΕΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· ᾠδῆς ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· του Δαβίδ. Ψαλμός, άσμα.
2 Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν.
2 Ας εγερθή ο Θεός, ας κάμη αισθητήν την παρουσίαν και την δύναμίν του ο Κυριος, και αμέσως οι εχθροί του θα διασκορπισθούν. Θα φύγουν πανικόβλητοι από εμπρός του όλοι εκείνοι, οι οποίοι τον μισούν.
2 Ας εγερθεί ο Θεός, κι ας σκορπιστούν οι εχθροί του· ας φύγουν από μπρος του αυτοί που τον μισούν!
3 ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός, οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ.
3 Οπως εξαφανίζεται και διαλύεται ο καπνός, έτσι θα εξαφανισθούν και αυτοί. Οπως διαλύεται το κηρί εμπρός στο πυρ, κατά παρόμοιον τρόπον θα εξολοθρευθούν και οι αμαρτωλοί εμπρός εις την παρουσίαν του παντοδυνάμου Θεού.
3 Όπως διαλύεται ο καπνός διαλύονται· έτσι όπως λιώνει το κερί μπρος στης φωτιάς τη φλόγα, έτσι χάνονται οι ασεβείς μπρος στου Θεού την παρουσία.
4 καὶ οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τερφθήτωσαν ἐν εὐφροσύνῃ.
4 Οι δίκαιοι όμως θα ευφρανθουν. Θα πλημμυρίσουν από αγαλλίασιν ενώπιον του Θεού. Θα απολαύσουν θεοσδότους τέρψεις με κάθε ευφροσύνην.
4 Αλλά οι δίκαιοι χαίρονται κι ευφραίνονται μπρος στο Θεό, κι από χαρά φωνάζουν.
5 ᾄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ ὀνόματι αὐτοῦ· ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν, Κύριος ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἀγαλλιᾶσθε ἐνώπιον αὐτοῦ.
5 Ψαλατε, λοιπόν, προς τον Θεόν, συνθέσατε αρμονικούς ύμνους εις δόξαν του Ονοματός του. Ετοιμάσατε εις την έρημον την όδον, δι' εκείνον ο οποίος ως θριαμβευτής κάθεται επάνω στο άρμα και προχωρεί προς δυσμάς εις την γην της επαγγελίας. Κυριος είναι το όνομά του. Σκιρτήσατε οι πιστοί από αγαλλίασιν ενώπιον αυτού.
5 Τραγουδήστε στο Θεό, με το ψαλτήρι υμνήστε τ' όνομά του. Ετοιμάστε το δρόμο γι' αυτόν που τα σύννεφα ιππεύει! Κύριος είναι τ' όνομά του· αγάλλεστε μπροστά του.
6 ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν· ὁ Θεὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ.
6 Οι άδικοι και οι παράνομοι θα τρομάξουν και με μόνην την εμφάνισιν αυτού, διότι αυτός είναι ο πατήρ και προστάτης των ορφανών, ο κριτής και υπερασπιστής των χηρών. Ας το ακούσουν οι άδικοι· υπάρχει ο Θεός στον ιερόν τόπον της κατοικίας του, στον ναόν, και παρακολουθεί τα πάντα.
6 Πατέρας για τα ορφανά και βοηθός στις χήρες είν' ο Θεός στο άγιο του κατοικητήριο.
7 ὁ Θεὸς κατοικίζει μονοτρόπους ἐν οἴκῳ ἐξάγων πεπεδημένους ἐν ἀνδρείᾳ, ὁμοίως τοὺς παραπικραίνοντας, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις.
7 Ο Θεός εγκαθιστά εις οίκον και αναδεικνύει ευτυχισμένους οικογενειάρχες τους μεμονωμένους και εγκαταλελειμμένους, οι όποιοι πιστεύουν εις αυτόν. Αυτός βγάζει ανδρείους από τας φυλακάς τους αλυσοδεμένους και λυτρώνει από τας αιχμαλωσίας. Αυτός επίσης, εκείνους, οι οποίοι με τας παραβάσεις των τον πικραίνουν, τους αφήνει στους σκοτεινούς τάφους της δυστυχίας των.
7 Στους έρημους δίνει οικογένεια ο Θεός, ανοίγει στους κρατούμενους της ευτυχίας την πύλη· μόνο οι αποστάτες μένουν σ' άνυδρη γη.
8 ὁ Θεός, ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε ἐνώπιον τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ. (διάψαλμα).
8 Ω Κυριε και Θεέ! Οταν έβγαινες από την Αίγυπτον, προπορευόμενος του λαού σου, όταν μαζή σου διέβαινε την έρημον ο λαός, η γη συνεκλονίσθη.
8 Θεέ, όταν βγήκες να οδηγήσεις το λαό σου, όταν προπορευόσουν μες στην έρημο. (Διάψαλμα)
9 γῆ ἐσείσθη, καὶ γὰρ οἱ οὐρανοὶ ἔσταξαν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ Σινᾶ, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ.
9 Οι δε ουρανοί έβρεξαν το μάνα κατόπιν εντολής του Θεού, ο όποιος είχε φανερωθή στο όρος Σινά. Εγινε τούτο αμέσως μόλις παρουσιάσθη ο Θεός στον ισραηλιτικόν λαόν.
9 Έτρεμε τότε η γη κι οι ουρανοί σταλάζανε μπροστά σου, Θεέ, που στο Σινά εφανερώθης, Θεέ του Ισραήλ.
10 βροχὴν ἑκούσιον ἀφοριεῖς, ὁ Θεός, τῇ κληρονομίᾳ σου, καὶ ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν.
10 Εν τη απείρω σου καλωσύνη και ευμενεία, ω Θεέ, βροχήν πλουσίων δωρεών έστειλες από τον ουρανόν, στον ισραηλιτικόν λαόν, που είναι κληρονομία σου. Και ότάν αυτοί απέκαμαν και εξησθένησαν, συ τους εστήριξες μέχρι της εγκαταστάσεώς των εις την γην της Επαγγελίας.
10 Έριξες άφθονη βροχή, Θεέ· την κουρασμένη σου κληρονομιά εσύ τη στήριξες.
11 τὰ ζῷά σου κατοικοῦσιν ἐν αὐτῇ· ἡτοίμασας ἐν τῇ χρηστότητί σου τῷ πτωχῷ, ὁ Θεός.
11 Και τα ζώα του λαού σου, τα οποία είναι και αυτά ιδικά σου, θα ζουν πλέον και θα παχύνωνται μέσα εις την αφθονίαν της γης αυτής, την οποίαν συ με την καλωσύνην σου έκαμες εύφορον και γόνιμον, ω Θεέ, δια τους πτωχούς του λαού σου.
11 Ο λαός που σου ανήκει, κατοίκησε στη χώρα αυτή· που την ετοίμασες για τον δυστυχισμένο, Θεέ, απ' την καλοσύνη σου.
12 Κύριος δώσει ῥῆμα τοῖς εὐαγγελιζομένοις δυνάμει πολλῇ,
12 Ο Κυριος δίδει και θα δίδη πάντοτε λόγον και εντολήν αυθεντίας και κύρους εις εκείνους, οι οποίοι με ευγλωττίαν και δυνατήν φωνήν θα ευαγγελίζονται το άγγελμα της νίκης λέγοντες προς τον λαόν·
12 Ο Κύριος έδωσε την προσταγή και την αναγγέλλουν πλήθος γυναίκες:
13 ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαπητοῦ, τῇ ὡραιότητι τοῦ οἴκου διελέσθαι σκῦλα.
13 Ο βασιλεύς και κύριος των στρατιωτικών δυνάμεων του αγαπητού του λάου, του ισραηλιτικού, παραγγέλλει να μοιρασθούν τα λάφυρα μεταξύ των Ισραηλιτών δια τον καλλωπισμόν των οικιών των και εις ανάμνησιν των δωρεών του Θεού.
13 «Βασιλιάδες κι οι στρατιές τους τρέπονται σ' άτακτη φυγή! Και του σπιτιού οι γυναίκες μοιράζουνε τα λάφυρα.
14 ἐὰν κοιμηθῆτε ἀνὰ μέσον τῶν κλήρων, πτέρυγες περιστερᾶς περιηργυρωμέναι, καὶ τὰ μετάφρενα αὐτῆς ἐν χλωρότητι χρυσίου.
14 Οταν νικηταί τότε αναπαύεαθε εις τα δοθέντα προς ημάς με κλήρον μερίδια της γης Χαναάν, θα γίνετε περιφανείς και ένδοξοι. Θα ομοιάζετε προς πτέρυγας της περιστεράς, που από το χρώμα των παρουσιάζονται σαν επαργυρωμέναι και με χρυσοπράσινα μεταξύ των πτερύγων των πτερά.
14 Όσο εσείς ανάμεσα στις μάντρες των προβάτων, ξαποσταίνατε, της περιστέρας τα φτερά σκεπάζονταν με ασήμι· και τα μικρά της πούπουλα, πρασινωπό χρυσάφι».
15 ἐν τῷ διαστέλλειν τὸν ἐπουράνιον βασιλεῖς ἐπ᾿ αὐτῆς, χιονωθήσονται ἐν Σελμών.
15 Οταν ο επουράνιος Κυριος διεσκόρπιζε πανικοβλήτους τους αλλοφύλους βασιλείς της Χαναάν, οι Ισραηλίται, κατάφορτοι από τα λάφυρα, ήσαν λαμπροί ωσάν το χιονισμένον όρος Σελμών.
15 Όταν σκόρπιζε ο Παντοδύναμος τους βασιλιάδες μες στη χώρα, ήτανε σαν να χιόνιζε στ' όρος Σαλμών.
16 ὄρος τοῦ Θεοῦ, ὄρος πῖον, ὄρος τετυρωμένον, ὄρος πῖον.
16 Το όρος του Θεού, η Σιών. Ορος παχύ, όρος στερεόν, όρος πλουσίας πνευματικής ζωής.
16 Βουνό Θεού, το όρος της Βασάν· βουνό πολύκορφο, το όρος της Βασάν.
17 ἱνατί ὑπολαμβάνετε, ὄρη τετυρωμένα, τὸ ὄρος, ὃ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς κατοικεῖν ἐν αὐτῷ; καὶ γὰρ ὁ Κύριος κατασκηνώσει εἰς τέλος.
17 Διατί παίρνετε τον λόγον και παραπονείσθε σεις όρη μεγάλα και στερεά δια τα όρος της, Σιών, στο οποίον ηυδόκησεν ο Θεός να κατοική; Πράγματι ο Κυριος θα κατοική εκεί μέχρι τέλους του παρόντος κόσμου.
17 Γιατί, πολύκορφα βουνά, ζηλεύετε το όρος της Σιών, που το επιθύμησε ο Θεός για κατοικία του; Κι όμως ο Κύριος θα μένει εκεί για πάντα.
18 τὸ ἅρμα τοῦ Θεοῦ μυριοπλάσιον, χιλιάδες εὐθηνούντων· Κύριος ἐν αὐτοῖς ἐν Σινᾷ ἦν, ἐν τῷ ἁγίῳ.
18 Το ένδοξον άρμα, επάνω στο οποίον κάθεται ο Θεός, ο ερχόμενος, δια να κατοικήση εις την Σιών, το συνοδεύουν μυριάδες και χιλιάδες αγγέλων και αγίων πλημμυρισμένοι από χαράν. Ο Κυριος, όπως άλλοτε εν μέσω των αγγέλων αυτού ήτο στο όρος Σινά, έτσι και τώρα είναι στον άγιον τόπον.
18 Τ' αστραφτερά του Θεού τ' άρματα είναι αναρίθμητες χιλιάδες. Ο Κύριος είναι ανάμεσά τους, ο Κύριος του Σινά, με την αγιότητά του.
19 ἀνέβης εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν, ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις, καὶ γὰρ ἀπειθοῦντας τοῦ κατασκηνῶσαι.
19 Υψιστε Κυριε, ανέβης εις την Σιών. Ανέβης εις τα ανώτατα ύψη του ουρανού, αφού κατήγαγες θρίαμβον εις την γην, συνέλαβες αιχμαλώτους, επήρες φόρον υποτέλειας από τους υποδουλωθέντας προς σε λαούς. Ακόμη δε και από δυστροπούντας, οι οποίοι υπετάγησαν εις σέ, ώστε να κατασκηνώσης, εν τη αγαθότητί σου, εν μέσω αυτών.
19 Στα ψηλώματα ανέβηκες, έπιασες αιχμαλώτους· απ' τους ανθρώπους δώρα έλαβες και από τους αποστάτες· ώστε να κατοικήσουνε κι αυτοί στο Θεό κοντά, στον Κύριο.
20 Κύριος ὁ Θεὸς εὐλογητός, εὐλογητὸς Κύριος ἡμέραν καθ᾿ ἡμέραν· κατευοδώσαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν. (διάψαλμα).
20 Ο Κυριος και μόνος αληθινός Θεός ας είναι ευλογημένος, ας είναι ο μόνος δοξασμένος και ευλογημένος όλας τας ημέρας. Είθε να μας κατευοδώση ο Κυριος, ο οποίος πολλές φορές μέχρι σήμερον υπήρξεν η σωτηρία μας.
20 Ας έχει δόξα ο Κύριος που μέρα με τη μέρα σηκώνει το φορτίο μας, της σωτηρίας μας ο Θεός! (Διάψαλμα)
21 ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σῴζειν, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τοῦ θανάτου.
21 Ο Θεός μας είναι ο Θεός, ο οποίος μας σώζει. Εις αυτόν τον Κυριον και Θεόν μας οφείλεται το γεγονός, ότι πολλές φορές απηλλάγημεν από θανασίμους κινδύνους.
21 Ο Θεός είναι για μας Θεός σωτηρίας· κι ο Κύριός μας, ο Θεός, μάς γλιτώνει απ' το θάνατο.
22 πλὴν ὁ Θεὸς συνθλάσει κεφαλὰς ἐχθρῶν αὐτοῦ, κορυφὴν τριχὸς διαπορευομένων ἐν πλημμελείαις αὐτῶν.
22 Αλλ' εάν ο Θεός προστατεύη και σώζη τον ευσεβή λαόν, συντρίβει και θα συντρίψη τας κεφαλάς των εχθρών του, τας αλαζονικάς κεφαλάς τας στολισμένας με πλουσίαν υπερήφανον κόμην. Θα συντρίψη την κεφαλήν εκείνων, οι οποίοι ζουν και περιφέρονται μέσα εις τας αμαρτίας των.
22 Ο Θεός το κεφάλι των εχθρών του συντρίβει, εξοντώνει αυτούς που επιμένουν στις ανομίες τους.
23 εἶπε Κύριος· ἐκ Βασὰν ἐπιστρέψω, ἐπιστρέψω ἐν βυθοῖς θαλάσσης.
23 Είπεν ο Κυριος· Θα επαναφέρω τους εχθρούς από το όρος Βασάν, εάν καταφύγουν εκεί και αποκρυβούν εις τα πυκνά του δάση· έστω και αν βυθισθούν εις την θάλασσαν, θα τους ανασύρω από τους βυθούς της και θα τους επαναφέρω,
23 Είπε ο Κύριος: «Τους φέρνω πίσω απ' τη Βασάν· τους φέρνω πίσω από το βυθό της θάλασσας,
24 ὅπως ἂν βαφῇ ὁ πούς σου ἐν αἵματι, ἡ γλῶσσα τῶν κυνῶν σου ἐξ ἐχθρῶν παρ᾿ αὐτοῦ.
24 δια να σφαγούν και να ρεύση τόσον άφθονον το αίμα των, ώστε εις αυτό να βαφούν, ω Ισραηλίται, οι πόδες σας, και αι γλώσσαι των σκυλιών σας να βαφούν και αυταί στο αίμα των εχθρών σας.
24 για να βαφτεί το πόδι σου στο αίμα, κι η γλώσσα των σκυλιών σου να 'χει κι αυτή μερίδιο απ' τους εχθρούς σου».
25 ἐθεωρήθησαν αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός, αἱ πορεῖαι τοῦ Θεοῦ μου τοῦ βασιλέως τοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ.
25 Εγιναν αισθηταί και θεαταί εκ μέρους όλων μας αι πορείαι σου, ω Θεέ μου. Αι επεμβάσεις σου του Θεού και βασιλέως μας, έγιναν φανεραί στον ιερόν τούτον λόφον Σιών.
25 Είδαμε τη θριαμβευτική σου είσοδο, Θεέ· την είσοδό σου στο ναό τον άγιο, Θεέ μου, βασιλιά μου.
26 προέφθασαν ἄρχοντες ἐχόμενοι ψαλλόντων ἐν μέσῳ νεανίδων τυμπανιστριῶν.
26 Προπορεύονται εμπρός από την ενθουσιώδη συνοδείαν άρχοντες, οι οποίοι ακολουθούνται από μουσικούς, που παίζουν έγχορδα όργανα ανάμεσα εις νεανίδας, που κτυπούν τα τύμπανα.
26 Οι ψάλτες πήγαιναν μπροστά, πίσω οι κιθαριστές, και γύρω γύρω κόρες τυμπανίστριες.
27 ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν, Κύριον ἐκ πηγῶν Ἰσραήλ.
27 Και όλοι μαζή ψάλλουν· Συναθροισθήτε εις ιεράς συνάξεις και δοξολογήσατε τον Θεόν, τον Κυριον, όλοι οι Ισραηλίται, οι απόγονοι της αστειρεύτου πηγής του Ιακώβ.
27 «Μες στις συνάξεις ευλογείτε το Θεό ευλογείτε τον Κύριο, όσοι είστε απόγονοι του Ισραήλ».
28 ἐκεῖ Βενιαμὶν νεώτερος ἐν ἐκστάσει, ἄρχοντες Ἰούδα ἡγεμόνες αὐτῶν, ἄρχοντες Ζαβουλών, ἄρχοντες Νεφθαλείμ.
28 Εκεί εις την ιεράν αυτήν λιτανείαν, υπάρχει ο νεώτερος από όλους τους δώδεκα πατριάρχας, ο Βενιαμίν, έκθαμβος και σαν έξω από τον εαυτόν του εξ αιτίας της μεγάλης του χαράς. Εκεί είναι η αρχηγοί της φυλής του Ιούδα με τους άλλους άρχοντας. Εκεί υπάρχουν οι άρχοντες της φυλής Ζαβουλών και οι άρχοντες της φυλής Νεφθαλείμ.
28 Εκεί βρίσκονται ο Βενιαμίν, ο νεότερος, που πάει μπροστά απ' τους άλλους, οι άρχοντες του Ιούδα κι ο λαός τους· οι άρχοντες του Ζαβουλών, οι άρχοντες του Νεφθαλί.
29 ἔντειλαι, ὁ Θεός, τῇ δυνάμει σου, δυνάμωσον, ὁ Θεός, τοῦτο, ὃ κατειργάσω ἐν ἡμῖν.
29 Δώσε, Κυριε, εντολήν εις την δύναμίν σου, να συμπαρασταθή στον λαόν σου. Ενίσχυσε, Θεέ μου, το έργον τούτο, το οποίον συ επραγματοποίησες εν μέσω ημών.
29 Δίνει ο Θεός σου διαταγή, Ισραήλ, να είσαι δυνατός. «Στέριωσε, Θεέ, εκείνο που έκανες για μας.
30 ἀπὸ τοῦ ναοῦ σου ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ σοὶ οἴσουσι βασιλεῖς δῶρα.
30 Με θαυμασμόν και ευλάβειαν προς τον ναόν σου, ο οποίος υψούται επάνω εις την Ιερουσαλήμ, θα ανέλθουν επί της Σιών και θα σου προσφέρουν δώρα λατρείας οι βασιλείς του κόσμου.
30 Μες στο ναό σου στην Ιερουσαλήμ, οι βασιλείς το φόρο τους σου φέρνουν.
31 ἐπιτίμησον τοῖς θηρίοις τοῦ καλάμου· ἡ συναγωγὴ τῶν ταύρων ἐν ταῖς δαμάλεσι τῶν λαῶν τοῦ ἐγκλεισθῆναι τοὺς δεδοκιμασμένους τῷ ἀργυρίῳ· διασκόρπισον ἔθνη τὰ τοὺς πολέμους θέλοντα.
31 Ελεγξε και επιτίμησε τους αμαρτωλούς και αγρίους λαούς, που ομοιάζουν προς θηρία και κροκοδείλους κρυμμένους στους καλαμώνας των ελών. Ωσάν αγέλη αγρίων ταύρων ανάμεσα εις τας δαμάλεις ομοιάζουν οι συνηγμένοι βάρβαροι αυτοί λαοί, που θέλουν να πολιορκήσουν τον λαόν σου, τον καθαρόν ως άργυρον στο χωνευτήριον. Διασκόρπισε, Κυριε, τα έθνη, τα οποία θέλουν τους πολέμους.
31 Φοβέρισέ το το θεριό της καλαμιάς, τα έθνη, αυτό το κοπάδι από μοσχάρια κι από ταύρους, αυτούς που προσκυνούν μπροστά σου, κρατώντας ασήμι στα χέρια τους». Σκόρπισε ο Κύριος τους λαούς τούς πολεμόχαρους.
32 ἥξουσι πρέσβεις ἐξ Αἰγύπτου, Αἰθιοπία προφθάσει χεῖρα αὐτῆς τῷ Θεῷ.
32 Και αφού τα διασκορπίσης και αποκατασταθή η ειρήνη, θα έλθουν πρέσβεις από την Αίγυπτον εις την Ιερουσαλήμ. Και αυτή η μακρυνή Αιθιοπία θα απλώση με προθυμίαν το χέρι της γεμάτο δώρα προς τον Θεόν της Ιερουσαλήμ.
32 Θα 'ρθούν απεσταλμένοι από την Αίγυπτο· απ' την Αιθιοπία με δώρα θα τιμήσουν το Θεό.
33 αἱ βασιλεῖαι τῆς γῆς, ᾄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ Κυρίῳ. (διάψαλμα).
33 Σεις, αι βασιλείαι της γης δοξολογήσατε τον Θεόν. Συνθέσατε ψαλμούς εις δόξαν του Κυρίου.
33 Βασίλεια της γης, ψάλτε στο Θεό· υμνήστε τον Κύριο! (Διάψαλμα)
34 ψάλατε τῷ Θεῷ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς· ἰδοὺ δώσει τῇ φωνῇ αὐτοῦ φωνὴν δυνάμεως.
34 Ψαλατε στον Θεόν, ο οποίος ωσάν επί μεγαλοπρεπούς άρματος ανεβαίνει εις τα ανώτατα σημεία του ουρανού προς ανατολάς. Ιδού, θα δώση φωνήν, και η φωνή του θα γίνη βροντή δυνατή.
34 Αυτόν που ιππεύει στους ουρανούς στους ουρανούς τους πανάρχαιους! Να την, ακούγεται η φωνή του, φωνή πανίσχυρη.
35 δότε δόξαν τῷ Θεῷ· ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ ἡ μεγαλοπρέπεια αὐτοῦ, καὶ ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐν ταῖς νεφέλαις.
35 Δωσατε δόξαν στον Θεόν. Η μεγαλοπρέπεια αυτού εκτείνεται προστατευτική επάνω στον ισραηλιτικόν λαόν και η δύναμίς του απλώνεται επάνω από τα νέφη, από το ένα άκρον έως το άλλο άκρον του ορίζοντος.
35 Αναγνωρίστε του Θεού τη δύναμη απλώνεται η μεγαλοσύνη του στον Ισραήλ· στα σύννεφα η δύναμή του.
36 θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ· ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, αὐτὸς δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. εὐλογητὸς ὁ Θεός.
36 Αξιοθαύμαστος είναι ο Θεός δια την προστασίαν, που παρέχει στους αγίους του. Ο Θεός του ισραηλιτικού λαού αυτός θα δώση δύναμιν εις ενίσχυσιν και σωτηρίαν του λαού του. Δοξασμένος ας είναι Κυριος ο Θεός.
36 Τρομερός είν' ο Θεός στον άγιο του τον τόπο, ο Θεός του Ισραήλ, αυτός δίνει τη δύναμη και την ισχύ στο λαό του· ας έχει δόξα ο Θεός!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ θερισμός.
α2 Γιά νά προσετατεύη ὁ Θεός τά ἀγαθά τῆς γῆς ἀπό Θεομηνεῖες καί ληστεῖες.
γ Γιά νά ἐλευθερωθοῦν οἱ μητέρες πού δυσκολεύονται νά ἀποβάλλουν, ὅταν παθαίνουν κακό.
στ Προσευχή Ἀναστάσιμη.
θ "Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα".
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 66

ΨΑΛΜΟΣ 66 - ΝΑ ΣΕ ΥΜΝΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΛΑΟΙ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· ψαλμὸς ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· με λαούτο. Ψαλμός, άσμα.
2 Ὁ Θεὸς οἰκτειρήσαι ἡμᾶς καὶ εὐλογήσαι ἡμᾶς, ἐπιφάναι τὸ πρόσωπον αὑτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐλεήσαι ἡμᾶς. (διάψαλμα).
2 Είθε, Κυριος ο Θεός, να δείξη και να στείλη προς ημάς την άπειρον ευσπλαγχνίαν του, να μας ευλογήση, να εμφανίση εις ημάς γεμάτο καλωσύνην το πρόσωπόν του και να μας ελεήση·
2 Θεέ, σπλαχνίσου μας κι ευλόγησέ μας! Το βλέμμα σου ευνοϊκό ας πέσει πάνω μας. (Διάψαλμα)
3 τοῦ γνῶναι ἐν τῇ γῇ τὴν ὁδόν σου, ἐν πᾶσιν ἔθνεσι τὸ σωτήριόν σου.
3 ώστε δια μέσου ημών, που απολαμβάνομεν τας ευλογίας σου, να γνωρίση όλος ο κόσμος την πορείαν της θείας σου προνοίας, και να κηρυχθή η σωτηρία σου εις όλα τα έθνη.
3 Για να γνωρίσουν όλοι πάνω στη γη πώς ενεργείς· κι όλοι οι λαοί τη σωτηρία που δίνεις.
4 ἐξομολογησάσθωσάν σοι λαοί, ὁ Θεός, ἐξομολογησάσθωσάν σοι λαοὶ πάντες.
4 Τοτε θα σε δοξολογήσουν οι λαοί, Θεέ μου. Ναι, θα δοξολογήσουν σε όλοι οι λαοί.
4 Να σε υμνούν λαοί, Θεέ· όλοι οι λαοί να σε υμνούνε!
5 εὐφρανθήτωσαν καὶ ἀγαλλιάσθωσαν ἔθνη, ὅτι κρινεῖς λαοὺς ἐν εὐθύτητι καὶ ἔθνη ἐν τῇ γῇ ὁδηγήσεις. (διάψαλμα).
5 Θα πλημμυρίσουν από ευφροσύνην και αγαλλίασιν όλα τα έθνη, διότι συ ως βασιλεύς θα κρίνης τους λαούς με δικαιοσύνην και ευθύτητα και θα καθοδηγής τα έθνη ασφαλή και ειρηνικά εις τας χώρας των.
5 Να χαίρονται όλα τα έθνη και ν' αγάλλονται γιατί κρίνεις μ' ευθύτητα την οικουμένη, και κατευθύνεις όλα τα έθνη πάνω στη γη. (Διάψαλμα)
6 ἐξομολογησάσθωσάν σοι λαοί, ὁ Θεός, ἐξομολογησάσθωσάν σοι λαοὶ πάντες.
6 Θα σε δοξολογήσουν, ω Θεέ, λαοί. Θα δοξολογήσουν σε όλοι οι λαοί.
6 Να σε υμνούν λαοί Θεέ· όλοι οι λαοί να σε υμνούνε!
7 γῆ ἔδωκε τὸν καρπὸν αὐτῆς· εὐλογήσαι ἡμᾶς ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν.
7 Η γη θα δώση πλούσιον τον καρπόν αυτής. Είθε να μας ευλογήση ο Θεός, ο Θεός μας.
7 Η γη έδωσε τον καρπό της· ο Θεός, ο Θεός μας μας ευλογεί.
8 εὐλογήσαι ἡμᾶς ὁ Θεός, καὶ φοβηθήτωσαν αὐτὸν πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς.
8 Είθε να μας ευλογήση ο Θεός. Να ευλαβηθούν δε και να λατρεύσουν αυτόν όλοι οι κάτοικοι της γης μέχρι και των περάτων της γης.
8 Ναι, ας μας ευλογεί ο Θεός· κι αυτόν ας σέβονται σ' όλα τα πέρατα της γης!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Αἶνος καί λατρεία. Ἐθνική καί ἀτομική.
α2 Γιά νά προστατεύειὁ Θεός ὅλο τό ἔθνος.
β Ὅταν ζητῆς τό θεῖον ἔλεος, ὕμνησέ τον.
γ Γιά νά εὐλογηθοῦν τά πουλερικά (ὀρνιθοτροφεῖα).
θ "Δοξολογία, ἐπίκλησις καί προβολή μεσιτείας'.

ΨΑΛΜΟΣ 68

ΨΑΛΜΟΣ 68 - Η ΟΛΟΨΥΧΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΟ ΣΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων· Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «Σοσανίμ» (τα Κρίνα). Του Δαβίδ.
2 Σῶσόν με, ὁ Θεός, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου.
2 Σώσε με, ω Θεέ μου. Τα κύματα των θλίψεων κατακλύζουν την ψυχήν μου. Απειλούν και αυτήν ακόμη την ζωήν μου.
2 Σώσε με, Θεέ· γιατί φτάσανε ως το στόμα μου τα νερά.
3 ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις· ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ καταιγὶς κατεπόντισέ με.
3 Εχω χωθή εις λάσπην βυθού, κάτω από την οποίαν δεν υπάρχει στερεός πυθμήν. Ομοιάζω ως εάν έχω βυθισθή εις τα βάθη της θαλάσσης, ως εάν φοβερά καταιγίς με κατεπόντισεν στο πέλαγος.
3 Βυθίστηκα βαθιά στη λάσπη και δεν υπάρχει στήριγμα· μπήκα στα βάθη των νερών κι η πλημμύρα με σκέπασε.
4 ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου.
4 Απέκαμα να φωνάζω προς σε δυνατά. Ο λάρυγξ μου εβράχνιασε, τα μάτια μου, προσηλωμένα προς σε τον Θεόν μου, έχασαν το φως των, διότι έχασαν την ελπίδα βοηθείας.
4 Κουράστηκα φωνάζοντας, ξεράθηκε ο λάρυγγάς μου, τα μάτια μου σβηστήκανε, προσμένοντας εσένα, Θεέ μου.
5 ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου οἱ μισοῦντές με δωρεάν, ἐκραταιώθησαν οἱ ἐχθροί μου οἱ ἐκδιώκοντές με ἀδίκως· ἃ οὐχ ἥρπαζον, τότε ἀπετίννυον.
5 Εκείνοι, που με μισούν χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν, επληθύνθησαν περισσότερον από τας τρίχας της κεφαλής μου. Εγιναν πολύ ισχυροί οι εχθροί μου· αυτοί, οι οποίοι με καταδιώκουν αδίκως και αδικαιολογήτως. Με τας διαβολάς και τας συκοφαντίας των επλήρωσα πράγματα, τα οποία εγώ ποτέ δεν είχα αρπάσει.
5 Πιότεροι απ' τα μαλλιά της κεφαλής μου γίναν' αυτοί που αναίτια με μισούν, πήραν ισχύ όσοι γυρεύουν το χαμό μου κι εχθροί μου είναι άδικα· ζητούν να επιστρέψω εκείνο που δεν άρπαξα.
6 ὁ Θεός, σὺ ἔγνως τὴν ἀφροσύνην μου καὶ αἱ πλημμέλειαί μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβησαν.
6 Συ, ω Θεέ μου, γνωρίζεις τας άλλας απερισκεψίας μου. Και τα πλημμελήματά μου δεν είναι κρυμμένα από τα μάτια σου. Γνωρίζεις όμως επίσης, ότι ποτέ δεν έχασα τον σεβασμόν μου προς σέ.
6 Θεέ, ξέρεις εσύ την αφροσύνη μου· κι η ενοχή μου δε σου είναι κρυφή.
7 μὴ αἰσχυνθείησαν ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ὑπομένοντές σε, Κύριε, Κύριε τῶν δυνάμεων, μηδὲ ἐντραπείησον ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ζητοῦντές σε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,
7 Ας μη κατεντροπιασθούν εξ αιτίας μου εκείνοι, οι οποίοι με μεγάλην υπομονήν περιμένουν την προστασίαν σου, ω Κυριε, Κυριε των αγγελικών δυνάμεων του ουρανού. Οταν με βλέπουν αβοήθητον και εγκαταλελειμμένον, ας μη εντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι ζητούν βοήθειαν από σέ, ω Θεέ του Ισραήλ.
7 Ας μη γίνω αφορμή ντροπή να νιώσουν όσοι σ' εσένα ελπίζουνε, Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, κι ας μη γίνω αφορμή ν' απογοητευτούν αυτοί που σε γυρεύουνε, Θεέ του Ισραήλ.
8 ὅτι ἕνεκά σου ὑπήνεγκα ὀνειδισμόν, ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν μου.
8 Μη με εγκαταλείψης Κυριε, διότι εγώ προς χάριν σου υπομένω εμπαιγμούς και ύβρεις. Το πρόσωπόν μου επλημμύρισεν από εντροπήν, έγινε κατακόκκινον.
8 Για χάρη σου υπέφερα τον εξευτελισμό· σκέπασε η ντροπή το πρόσωπό μου.
9 ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου,
9 Ξένος και αγνώριστος κατήντησα μεταξύ των αδελφών μου. Αγνωστος και ξένος και εις αυτούς ακόμη τους ομομητρίους αδελφούς μου.
9 Αποξενώθηκα απ' τ' αδέρφια μου· κι αλλοφερμένος έγινα για της μητέρας μου τους γιους.
10 ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
10 Πασχω δε όλα αυτά, διότι ο φλογερός ζήλος υπέρ του ναού σου ως πυρ με έχει καταφλέξει· Αι αναίσχυντοι ύβρεις, αι οποίαι εκτοξεύονται εναντίον σου από τους ασεβείς ανθρώπους, πίπτουν όλαι βαρείαι επάνω μου.
10 Γιατί η φλογερή αγάπη για το ναό σου με κατέφαγε· κι οι εξευτελισμοί πέσαν απάνω μου εκείνων που με βρίζουν.
11 καὶ συνεκάλυψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγενήθη εἰς ὀνειδισμοὺς ἐμοί·
11 Δια την ασέβειάν των αυτήν επόνεσα βαθύτατα. Εταπείνωσα με ασιτίαν την ζωήν μου και αντί το πένθος μου δι' αυτούς να τους συγκινήση, εγινεν εξ αντιθέτου αιτία ονειδισμών εναντίον μου.
11 Με τη νηστεία συγκράτησα την οργή της ψυχής μου, κι αυτοί με χλεύασαν.
12 καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολήν.
12 Αντί του συνήθους ενδύματος εφόρεσα τρίχινον σάκκον θλίψεως και μετανοίας. Κατήντησα δι' αυτούς παροιμιώδες πρόσωπον διακωμωδήσεως και ύβρεων.
12 Όταν τη συντριβή μου έδειξα φορώντας ρούχα πένθιμα μετάνοιας, αυτοί με περιγέλασαν.
13 κατ᾿ ἐμοῦ ἠδολέσχουν οἱ καθήμενοι ἐν πύλαις, καὶ εἰς ἐμὲ ἔψαλλον οἱ πίνοντες οἶνον.
13 Εναντίον μου εφλυαρούσαν οι αργόσχολοι προ των πυλών των τειχών. Και εις βάρος μου ετραγουδούσαν οι μέθυσοι πίνοντες τον οίνον.
13 Για μένα κουβεντιάζουν αυτοί που κάθονται στην είσοδο της πόλης, και τραγουδούν σε βάρος μου, εκείνοι που τα πίνουν.
14 ἐγὼ δὲ τῇ προσευχῇ μου πρὸς σέ, Κύριε· καιρὸς εὐδοκίας, ὁ Θεός, ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου· ἐπάκουσόν μου, ἐν ἀληθείᾳ τῆς σωτηρίας σου.
14 Εγώ όμως, Κυριε, και τότε δια της προσευχής μου είχα στραφή προς σέ. Είναι πλέον καιρός να δείξης προς εμέ την ευδοκίαν σου, Θεέ μου, σύμφωνα με το άπειρον έλεός σου. Καμε δεκτήν την προσευχήν μου σύμφωνα με τας αληθείς υποσχέσεις σου περί της σωτηρίας των δούλων σου.
14 Αλλά εγώ προσεύχομαι σ' εσένα, Κύριε, την ώρα την κατάλληλη· Θεέ, με την πολλή ευσπλαχνία σου απάντησέ μου, με την αλήθεια σου δώσε τη σωτηρία μου.
15 σῶσόν με ἀπὸ πηλοῦ, ἵνα μὴ ἐμπαγῶ· ῥυσθείην ἐκ τῶν μισούντων με καὶ ἐκ τῶν βαθέων τῶν ὑδάτων.
15 Σώσε με από την λάσπην, εις την οποίαν ευρίσκομαι, δια να μη βυθισθώ εξ ολοκλήρου. Γλύτωσέ με από τους εχθρούς, που με μισούν. Βγάλε με από τα βαθειά ύδατα των θλίψεων, που με έχουν κοπαπλημμυρίσει.
15 Τράβηξέ με απ' το βούρκο ώστε να μη βουλιάξω· σώσε με απ' τους εχθρούς μου κι απ' των νερών τα βάθη.
16 μή με καταποντισάτω καταιγὶς ὕδατος, μηδὲ καταπιέτω με βυθός, μηδὲ συσχέτω ἐπ᾿ ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ.
16 Ας μη με καταποντίση νεροποντή καταιγίδος. Ας μη με καταπίη ο βυθός της θαλάσσης, ας μη κλείση επάνω μου το στόμιον του φρέατος των θλίψεών μου και χαθώ οριστικώς.
16 Ας μη με κατακλύσει η πλημμύρα των υδάτων, κι ας μη με καταπιεί, ο βυθός· κι ας μην κλείσει του τάφου το στόμα πάνω μου.
17 εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμέ.
17 Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου, διότι είναι αγαθόν και ευεργετικόν το έλεός σου προς πάντας. Συμφωνα με την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου ρίψε ένα στοργικόν βλέμμα εις εμέ.
17 Απάντησέ μου, Κύριε, γιατί είν' η αγάπη σου καλή· νοιάσου με όπως ταιριάζει στην ευσπλαχνία σου την πολλή.
18 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου.
18 Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ τον δούλον σου, διότι θλίβομαι πάρα πολύ. Συντομα, Κυριε, άκουσε την προσευχήν μου.
18 Και μην κρύψεις την παρουσία σου απ' το δούλο σου· επειδή βρίσκομαι σε θλίψη, γρήγορα αποκρίσου μου.
19 πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου ῥῦσαί με.
19 Δώσε προσοχήν εις τας ικεσίας μου και εις την θλίψιν της ψυχής μου και σπεύσε να με γλυτώσης. Ενεκα των εχθρών μου, δια να μη καυχώνται και αποθρασύνωνται αυτοί, σώσε μέ.
19 Σίμωσε την ψυχή μου, λύτρωσέ την· αφού έχω εχθρούς, απάλλαξέ με.
20 σὺ γὰρ γινώσκεις τὸν ὀνειδισμόν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐναντίον σου πάντες οἱ θλίβοντές με.
20 Γρήγορα έλα εις βοήθειάν μου, Κυριε, διότι συ γνωρίζστους εμπαιγμούς των, που εξαπολύουν εναντίον μου, την αισχυνην και την εντροπήν μου εξ αιτίας των. Ενώπιόν σου, Κυριε, ευρίσκονται όλοι αυτοί που με θλίβουν και των οποίων η κακία δέν σου διαφεύγει.
20 Ξέρεις εσύ το διασυρμό μου, τον εξευτελισμό μου, την ντροπή μου· βλέπεις όλους τους καταπιεστές μου.
21 ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον.
21 Οπου και αν στραφή η πονεμένη μου ψυχή, δεν περιμένει τίποτε άλλο παρά ύβρεις και ταλαιπωρίαν. Επερίμενα να ευρεθή κάποιος, να με συμπονέση και κανείς δεν παρουσιάσθηκε. Ανεζήτησα κάποιον να με παρηγορήση, και δεν ευρήκα κανένα.
21 Σύντριψε την καρδιά μου ο χλευασμός κι είναι απελπισμένη· έλπισα ότι θα βρω κάποιον να με συμμεριστεί αλλά μάταια· και παρηγορητές, αλλά δε βρήκα.
22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος.
22 Οταν δε επείνασα μου έδωκαν αντί φαγητού χολήν, και όταν εδίψησα, μου έδωκαν να πιώ ξίδι.
22 Και μου 'δωσαν χολή στο φαγητό μου κι όταν διψούσα με ποτίζαν ξύδι.
23 γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν ἐνώπιον αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς ἀνταπόδοσιν καὶ εἰς σκάνδαλον.
23 Η πλουσία τράπεζά των, που απολαμβάνουν τα αγαθά της ζωής, είθε να μετατραπή εις παγίδα ενώπιόν των. Να γίνη τιμωρία και ανταπόδοσις δια τα κακά, τα οποία μου κάνουν. Πρόσκομμα, δια να σκοντάψουν και πέσουν.
23 Παγίδα ας γίνουν τα τραπέζια τους μπροστά τους· και δόκανο για τους συνδαιτημόνες τους τα φαγητά απ' τις ειρηνικές θυσίες τους.
24 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον.
24 Ας σκοτισθούν τα μάτια των μέχρι σημείου, ώστε να μη βλέπουν. Κυρτωσε την ράχιν των δια παντός, ώστε να μένουν ανήμποροι και συντετριμμένοι.
24 Τα μάτια τους ας σκοτεινιάσουν να μη βλέπουν· και δίπλωσε τη μέση τους για πάντα.
25 ἔκχεον ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου, καὶ ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου καταλάβοι αὐτούς.
25 Χύσε επάνω των, σαν ποτάμι, ολόκληρον την οργήν σου, και ο θυμός της μεγάλη αγανακτήσεώς σου είθε να τους καταλάβη.
25 'Aδειασε την οργή σου πάνω τους· κι ο άγριος θυμός σου ας τους βρει.
26 γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἠρημωμένη, καὶ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν·
26 Ας γίνη το περιποιημένον αγρόκτημά των έρημον και εις τας κατοικίας των ας μην υπάρξη κανείς απόγονός των, που να κατοικήση.
26 Ας γίνει η κατασκήνωσή τους έρημη· και στις σκηνές τους ψυχή ας μην καθίσει.
27 ὅτι ὃν σὺ ἐπάταξας, αὐτοὶ κατεδίωξαν, καὶ ἐπὶ τὸ ἄλγος τῶν τραυμάτων μου προσέθηκαν.
27 Διότι εκείνον, τον οποίον συ επέτρεψες θλίψεις και οδυνηράς μαστιγώσεις, αντί να τον συμπονέσουν, τον κατεδίωξαν και στον δριμύν πόνον των τραυμάτων μου προσέθεσαν άλλον πόνον.
27 Γιατί αυτόν που χτύπησες εσύ, τον καταδίωξαν· και στον πόνο εκεινών που τους πλήγωσες πρόσθεσαν κι άλλον.
28 πρόσθες ἀνομίαν ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ αὐτῶν, καὶ μὴ εἰσελθέτωσαν ἐν δικαιοσύνῃ σου·
28 Εγκατάλειψέ τους, ώστε να περιπίπτουν από αμαρτίας εις αμαρτίαν, δια να μη εισέλθουν στον δρόμον της μετανοίας και εύρουν δικαίωσιν ενώπιόν σου.
28 Λογάριασε όλα τους τ' αμαρτήματα κι ας μην έχουν σ' εσένα πέραση για δίκαιοι.
29 ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφήτωσαν.
29 Ας σβησθούν εξ όλοκλήρου τα ονόματά των από το βιβλίον των σωζομένων εις ζωήν αιώνιον και ας καταγραφούν με τα ονόματα των δικαίων.
29 Απ' το βιβλίο των ζώντων ας σβηστούν· και με τους δίκαιους ας μην καταγραφούν.
30 πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου.
30 Εγώ είμαι πτωχός και αβοήθητος γεμάτος πόνους και οδύνας. Η σωτηρία σου, ω Θεέ μου, είθε να με στηρίξη και με βοηθήση.
30 Αλλά εγώ 'μαι αδύνατος και πονεμένος· η σωτηρία σου, Θεέ, ας με προστατέψει.
31 αἰνέσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου μετ᾿ ᾠδῆς, μεγαλυνῶ αὐτὸν ἐν αἰνέσει,
31 Τοτε εγώ γεμάτος ευγνωμοσύνην θα υμνολογήσω το όνομα του Θεού μου με ωδήν. Θα διαλαλήσω το μεγαλείον του με αίνεσιν δοξολογίας.
31 Θα εξυμνήσω τ' όνομα του Θεού μου με τραγούδι· με την ευχαριστία θα τον δοξάσω.
32 καὶ ἀρέσει τῷ Θεῷ ὑπὲρ μόσχον νέον κέρατα ἐκφέροντα καὶ ὁπλάς.
32 Και η ευγνώμων αυτή δοξολογία και λατρεία μου θα αρέση στον Θεόν περισσότερον από την θυσίαν μόσχου αρτιμελούς, του οποίου μόλις έχουν αρχίσει να φυτρώνουν τα κέρατα και αι οπλαί στους πόδας του.
32 Κι αυτό μπροστά στον Κύριο θα 'ναι καλύτερο από θυσία βοδιού και μοσχαριού, με κέρατα και οπλές.
33 ἰδέτωσαν πτωχοὶ καὶ εὐφρανθήτωσαν· ἐκζητήσατε τὸν Θεόν, καὶ ζήσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν,
33 Ας ίδουν την θαυμαστήν λύτρωσίν μου οι πονεμένοι και οι ταιπεινοί του κόσμου και ας ευφρανθούν με την πεποίθησιν ότι ο Θεός προστατεύει τους ιδικούς του. Ζητήσατε με όλην σας την καρδίαν τον Θεόν και θα αναζωογονηθήτε.
33 Οι ταπεινοί κοιτάξτε και χαρείτε! Σεις που ζητάτε το Θεό ας πάρει θάρρος η καρδιά σας!
34 ὅτι εἰσήκουσε τῶν πενήτων ὁ Κύριος καὶ τοὺς πεπεδημένους αὐτοῦ οὐκ ἐξουδένωσεν.
34 Διότι ο Κυριος ακούει και κάνει δεκτάς τας προσευχάς των πτωχών και δεν καταφρονεί τους αλυσοδεμένους αιχμαλώτους του λαού του.
34 'Aκουσε ο Κύριος τους φτωχούς· και τους φυλακισμένους του δεν καταφρόνεσε.
35 αἰνεσάτωσαν αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ, θάλασσα καὶ πάντα τὰ ἕρποντα ἐν αὐτῇ.
35 Ας δοξολογήσουν οι ουρανοί και η γη τον Θεόν, η θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν και διασχίζουν τα νερά της.
35 Ας τον υμνήσουν οι ουρανοί κι η γη, τα ύδατα κι όσα κινούνται μες σ' αυτά.
36 ὅτι ὁ Θεὸς σώσει τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήσονται αἱ πόλεις τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατοικήσουσιν ἐκεῖ καὶ κληρονομήσουσιν αὐτήν·
36 Διότι ο Θεός θα σώση την πόλιν Σιών και θα ανοικοδομηθούν αι πόλεις της Ιουδαίας και θα κατοικήσουν εις αυτας ως εις μόνιμον και οριστικήν των κληρονομίαν οι Ισραηλίται.
36 Τη σώζει τη Σιών ο Θεός κι οικοδομεί τις πόλεις του Ιούδα· και θα γυρίσουν εκεί για να ζήσουν μόνιμα.
37 καὶ τὸ σπέρμα τῶν δούλων αὐτοῦ καθέξουσιν αὐτήν, καὶ οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου κατασκηνώσουσιν ἐν αὐτῇ.
37 Και οι απόγονοι των δούλων σου αυτών θα συνεχίσουν να κατέχουν την γην αυτήν. Εκείνοι που αγαπούν το Ονομά σου, θα στήσουν μονίμως τας κατοικίας των εις την ιεράν γην της Επαγγελίας.
37 Οι απόγονοι των δούλων του θα την κληρονομήσουν· σ' αυτήν θα κατοικούν εκείνοι που τ' όνομά του αγαπούν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό θριαμβευτικό τραγοῦδι τοῦ Ἰσρήλ.
α2 Γιά νά νικήση ὁ στρατός τούς ἐχθρούς μας.
γ Ὅταν γίνονται θεομηνίες καί πλημμυρίζουν τά ποτάμια καί παρασέρνουν σπίτια καί ἀνθρώπους.
ε "Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. καί εἰς κάθε Χριστιανόν, ὁπού πολεμεῖται τόσον κατά τό σῶμα, ὅσον καί κατά τήν ψυχήν".
θ "Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.

ΨΑΛΜΟΣ 70

ΨΑΛΜΟΣ 70 - ΜΗ Μ' ΑΡΝΗΘΕΙΣ ΣΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΜΟΥ

Τῷ Δαυΐδ ψαλμὸς τῶν υἱῶν Ἰωναδὰβ καὶ τῶν πρώτων αἰχμαλωτισθέντων· ἀνεπίγραφος παρ' Ἑβραίοις.

1 Ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα.
1 Εις σε Κυριε έχω στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα εντροπιασθώ.
1 Σ' εσένα, Κύριε, κατέφυγα· ποτέ ας μην ντροπιαστώ.
2 ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με, κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου καὶ σῶσόν με.
2 Εν ονόματι της δικαιοσύνης σου και δια της δικαιοσύνης σου γλύτωσέ με και ελευθέρωσέ με από αδίκους πειρασμούς και κατατρεγμούς. Κλίνε το αυτί σου προς εμέ, άκουσε την προσευχήν μου και σώσε με.
2 Με τη δικαιοσύνη σου θα με λυτρώσεις και θα μ' ελευθερώσεις· την προσοχή σου στρέψε την σ' εμένα και σώσε με.
3 γενοῦ μοι εἰς Θεὸν ὑπερασπιστὴν καὶ εἰς τόπον ὀχυρὸν τοῦ σῶσαί με, ὅτι στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου εἶ σύ.
3 Γινε εις εμέ Θεός υπερασπιστής και φρούριον απόρθητον, δια να με σώσης από τους κινδύνους. Διότι βράχος, επί του οποίου σταθερά στηρίζομαι, και ασφαλές καταφύγιόν μου είσαι συ.
3 Γίνε για μένα βράχος, για να προστατευτώ, φρούριο, για να με σώσεις· γιατί βράχος μου και φρούριό μου είσ' εσύ.
4 ὁ Θεός μου, ῥῦσαί με ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἐκ χειρὸς παρανομοῦντος καὶ ἀδικοῦντος·
4 Ω Θεέ μου, γλύτωσέ με από τα χέρια του κάθε αμαρτωλού. Από τα χέρια εκείνων, οι οποίοι παραβαίνουν τον Νομον σου και διαπράττουν αδικίας.
4 Θεέ μου, μ' ελευθέρωσες απ' του κακού την εξουσία, απ' τη λαβή του αμαρτωλού και του καταπιεστή.
5 ὅτι σὺ εἶ ἡ ὑπομονή μου, Κύριε· Κύριε, ἡ ἐλπίς μου ἐκ νεότητός μου,
5 Γιατί εσύ 'σαι, Κύριε, η ελπίδα μου· από της νιότης μου τα χρόνια, Κύριε, η εμπιστοσύνη μου.
5 Διότι συ, Κυριε είσαι εκείνος, από τον οποίον με υπομονήν περιμένω βοήθειαν. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτών ακόμη των χρόνων της νεότητός μου.
6 ἐπὶ σὲ ἐπεστηρίχθην ἀπὸ γαστρός, ἐκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εἶ σκεπαστής· ἐν σοὶ ἡ ὕμνησίς μου διαπαντός.
6 Από τότε που ήμουν ακόμη έμβρυον, εις σε είχα στηριχθή. Από την κοιλίαν της μητρός μου συ ήσουνα και είσαι προστάτης και υπερασπιστής μου. Δια τούτο και εγώ ακαταπαύστως θα σε δοξολογώ.
6 Επάνω σου στηρίχτηκα· αγέννητος ακόμη, από της μάνας μου τη μήτρα το καταφύγιό μου είσ' εσύ· εσένα υμνώ παντοτινά.
7 ὡσεὶ τέρας ἐγενήθην τοῖς πολλοῖς, καὶ σὺ βοηθός μου κραταιός.
7 Ωσάν κάποιο παράδοξον φαινόμενον συμφορών εφάνηκα στους πολλούς. Εν μέσω όμως των δυστυχιών μου αυτών συ ήσουνα ο πανίσχυρος βοηθός μου.
7 Πολλοί νομίζουν ότι μ' εγκατέλειψες· αλλά εσύ 'σαι το ισχυρό μου καταφύγιο.
8 πληρωθήτω τὸ στόμα μου αἰνέσεως, ὅπως ὑμνήσω τὴν δόξαν σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν μεγαλοπρέπειάν σου.
8 Ας γεμίση το στόμα μου από ύμνους, δια να υμνώ το μεγαλείον σου, όλην την ημέραν την θείαν σου μεγαλοπρέπειαν.
8 Γεμάτο είναι το στόμα μου απ' τον ύμνο σου· όλη τη μέρα απ' τη μεγαλοπρέπειά σου.
9 μὴ ἀποῤῥίψῃς με εἰς καιρὸν γήρως, ἐν τῷ ἐκλείπειν τὴν ἰσχύν μου μὴ ἐγκαταλίπῃς με.
9 Μη με εγκαταλείψης τώρα εις τα γηράματά μου. Τωρα που με αφήνουν αι σωματικαί μου δυνάμεις συ, Κυριε, μη με εγκαταλείψης.
9 Μη μ' αρνηθείς στα γηρατειά μου· σαν φεύγει η δύναμή μου μη μ' εγκαταλείψεις.
10 ὅτι εἶπαν οἱ ἐχθροί μου ἐμοὶ καὶ οἱ φυλάσσοντες τὴν ψυχήν μου ἐβουλεύσαντο ἐπὶ τὸ αὐτό
10 Διότι οι εχθροί μου, αυτοί που καιροφυλακτούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου, συνεσκέφθησαν μεταξύ των
10 Οι εχθροί μου με κακολογούν· κι αυτοί που κατατρέχουν τη ζωή μου συσκέπτονται μαζί,
11 λέγοντες· ὁ Θεὸς ἐγκατέλιπεν αὐτόν· καταδιώξατε καὶ καταλάβετε αὐτόν, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ ῥυόμενος.
11 και είπαν· Ο Θεός τον εγκατέλειψε. Καταδιώξατε, λοιπόν, αυτόν και συλλάβετέ τον, διότι δεν υπάρχει κανείς να τον γλυτώση από τα χέρια μας.
11 λέγοντας: «Τον παράτησε ο Θεός· καταδιώξτε τον και πιάστε τον, γιατί δεν έχει αυτός σωτήρα».
12 ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες.
12 Ω Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ. Ω Θεέ μου, δώσε προσοχήν εις την κατάστασίν μου και σπεύσε να με βοηθήσης.
12 Θεέ, από μένα μην απομακρύνεσαι· Θεέ μου, τρέξε να με βοηθήσεις.
13 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι.
13 Ας καταισχυνθούν και ας αφανισθούν εκείνοι, οι οποίοι επιβουλεύονται την ζωήν μου. Ας φορέσουν ωσάν ένδυμα την καταισχύνην και την εντροπήν εκείνοι, οι οποίοι σκέπτονται και επιζητούν την καταστροφήν μου.
13 Ας ντροπιαστούνε κι ας χαθούν όσοι μ' επιβουλεύονται, ας σκεπαστούν μ' αισχύνη κι όνειδος αυτοί που το κακό μου επιδιώκουν.
14 ἐγὼ δὲ διαπαντὸς ἐλπιῶ ἐπὶ σὲ καὶ προσθήσω ἐπὶ πᾶσαν τὴν αἴνεσίν σου.
14 Εγώ δε συνεχώς και ακαταπαύστως θα έχω τας ελπίδας μου εις σε και κοντά εις τας άλλας αινέσεις και δοξολογίας, που σου ανέπεμψα, θα προσθέσω και νέαν υμνολογίαν προς δόξαν του Ονόματός σου.
14 Εγώ όμως πάντα ελπίζω κι αδιάκοπα θα σε δοξολογώ.
15 τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν σωτηρίαν σου, ὅτι οὐκ ἔγνων γραμματείας.
15 Οταν συ θα με σώσης από αυτούς, που απειλούν την ζωήν μου, τότε το στόμα μου θα διαλαλήση την δικαιοσύνην σου αυτήν προς όλους. Ολην την ημέραν θα διακηρύττω την σωτηρίαν, την οποίαν συ στέλλεις. Προφορικώς θα εξαγγέλλω την ευγνωμοσύνην μου προς σέ, διότι εγώ δεν είμαι γραμματεύς δια να συγγράψω βιβλία και να καταγράφω εις αυτά τα θαυμαστά έργα σου.
15 Το στόμα μου θα εξιστορεί τη δικαιοσύνη σου, όλη τη μέρα τη βοήθειά σου· γιατί να τις απαριθμήσω δεν μπορώ.
16 εἰσελεύσομαι ἐν δυναστείᾳ Κυρίου· Κύριε, μνησθήσομαι τῆς δικαιοσύνης σοῦ μόνου.
16 Θα εισέλθω εις την εξιστόρησιν όλων των θαυμαστών έργων, που έκαμεν η παντοδυναμία του Κυρίου. Ναι, Κυριε, θα ενθυμηθώ την δικαιοσύνην σου, διότι συ είσαι ο απόλυτος και μόνος δίκαιος.
16 Θ' αναφερθώ στα κατορθώματα Κυρίου του Θεού· στο νου θα φέρω τη δικαιοσύνη σου -μονάχα τη δική σου.
17 ὁ Θεός, ἃ ἐδίδαξάς με ἐκ νεότητός μου, καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἀπαγγελῶ τὰ θαυμάσιά σου.
17 Ω Θεέ μου, θα αναγγείλω και θα διαλαλήσω τας θαυμαστάς επεμβάσεις της προστασίας σου, με τας οποίας με εδίδαξες από την νεότητά μου μέχρι σήμερα να ελπίζω εις την προστασίαν σου.
17 Θεέ, απ' τα νιάτα μου με δίδαξες και ως τα τώρα διαλαλώ τα θαυμαστά σου έργα.
18 καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, ὁ Θεός, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ἕως ἂν ἀπαγγελῶ τὸν βραχίονά σου τῇ γενεᾷ πάσῃ τῇ ἐπερχομένῃ,
18 Και μέχρι των γηρατείων μου και μέχρι της πλέον προχωρημένης ηλικίας μου, ω Θεέ μου, μη με εγκαταλείψης, μέχρις ότου διαλαλήσω την προστασίαν της παντοδυνάμου δεξιάς σου εις κάθε γενεάν, η οποία επακολουθεί.
18 Ακόμα κι ως τα γερατειά κι όταν ασπρίσουν τα μαλλιά, Θεέ, να μη μ' αφήσεις, ώσπου τη δύναμή σου να κηρύξω σ' ετούτη τη γενιά, και σ' όλες που θα 'ρθούνε την ισχύ σου,
19 τὴν δυναστείαν σου καὶ τὴν δικαιοσύνην σου. ὁ Θεός, ἕως ὑψίστων ἃ ἐποίησας μεγαλεῖα· ὁ Θεός, τίς ὅμοιός σοι;
19 Μα εξαγγείλω την ακατανίκητον δύναμίν σου, την άπειρον δικαιοσύνην σου. Ω Θεέ, μέχρι των υψίστων και απεριορίστων περιοχών του ουρανίου κόσμου φθάνουν τα μεγαλεία τα οποία έκαμες. Ο Θεός, ποιός όμοιος υπάρχει προς σέ;
19 και τη δικαιοσύνη σου, Θεέ, ως τα ύψη, γιατί σπουδαία έργα έκανες· ποιος είναι όμοιός σου, Θεέ;
20 ὅσας ἔδειξάς μοι θλίψεις πολλὰς καὶ κακάς, καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς με, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές με.
20 Ποσας και πόσας θλίψεις, βαρείας και οδυνηράς, μου έστειλες! Πλην έστρεψες προς εμέ στοργικόν το βλέμμα σου και την αγάπην σου, και με ανεζωογόνησες, και από τα απύθμενα βάθη της γης πάλιν με ανεβίβασες.
20 Εσύ, που θλίψεις μου 'δωσες πολλές και συμφορές, μου ξαναδίνεις τη ζωή· κι από την άβυσσο της γης επάνω μ' ανεβάζεις.
21 ἐπλεόνασας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν μεγαλωσύνην σου καὶ ἐπιστρέψας παρεκάλεσάς με καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές με.
21 Πλουσίαν έδειξες εις εμέ την μεγαλειώδη συγκατάβασίν σου, διότι συ επιστραφείς με επαρηγόρησες. Και από τα κατώτατα βάθη των συμφορών, όπου είχα βυθισθή, πάλιν με επανέφερες εις την επιφάνειαν.
21 Το μεγαλείο μου αύξησε και παρηγόρησέ με πάλι.
22 καὶ γὰρ ἐγὼ ἐξομολογήσομαί σοι ἐν σκεύει ψαλμοῦ τὴν ἀλήθειάν σου, ὁ Θεός· ψαλῶ σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ.
22 Δια τούτο και εγώ θα υμνολογήσω με μουσικά όργανα την αξιοπιστίαν και αλήθειαν των λόγων και των υποσχέσεών σου. Θα σε υμνολογήσω με την κιθάραν, ω άγιε Θεέ του Ισραήλ.
22 Κι εγώ θα σε δοξολογήσω με άρπα· Θεέ μου, το πόσο είσαι πιστός με λύρα θα σου ψάλλω, ʼγιε Θεέ του Ισραήλ.
23 ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοι, καὶ ἡ ψυχή μου, ἣν ἐλυτρώσω.
23 Οταν εγώ ψάλλω ύμνους προς το μεγαλείον σου, θα γεμίσουν από αγαλλίασιν τα χείλη μου και η ψυχή μου, την οποίαν τόσες και τόσες φορές συ εγλύτωσες.
23 Τα χείλη μου θα ψάλλουν με χαρά γιατί με λύτρωσες· και η ψυχή που λύτρωσες θα χαίρεται.
24 ἔτι δὲ καὶ ἡ γλῶσσά μου ὅλην τὴν ἡμέραν μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅταν αἰσχυνθῶσι καὶ ἐντραπῶσιν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι.
24 Ακόμη δε και η γλώσσα μου θα μελετά όλας τας ημέρας την δικαιοσύνην σου. Οταν μάλιστα βλέπω να αποτυγχάνουν αυτοί, που ζητούν την καταστροφήν μου, να καταισχύνωνται και να κατεντροπιάζωνται.
24 Η γλώσσα μου όλη τη μέρα τη δικαιοσύνη σου θα ψιθυρίζει· γιατί αισχυνθήκαν και ντροπιάστηκαν όσοι γυρεύουν το κακό μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά ἐπείγουσα κλίση γιά βοήθεια.
α2 Σέ καταστάσεις ἐκτάκτου ἀνάγκης.
β Ὅταν καταδιώκεσαι σέ ἔρημο μή φοβηθεῖς, ψάλλε τον κατά τόν ὄρθρο.
γ Γιά ἐγκαταλελειμμένους ἀνθρώπους πού γίνονται βαρετοί ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου καί ἔρχονται σέ ἀπόγνωση, γιά ἔλεος ἀπό τόν Θεό καί περίθαλψη.
ε "Σωτηρίαν δέ ὁ Ψ. οὗτος ζητεῖ παρά Θεοῦ καί ἐλευθερίαν ἀπό τούς πολεμοῦντας, διά τοῦτο ἁρμόζει νά λέγεται καί ἀπό ἡμᾶς τούς Χριστιανούς ἐναντίον τῶν νοητῶν καί αἰσθητῶν ἐχθρῶν, ὁπού μᾶς πολεμοῦν".
στ Ἡ προσευχή πρός τόν Κύριο νά εἶναι ὑπερασπιστής μας σέ κάθε τι, παντοῦ καί πάντοτε ἀπό τή νεότητά μας ἕως τά βαθιά γηρατειά μας.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.

ΨΑΛΜΟΣ 69

ΨΑΛΜΟΣ 69 - ΕΛΑ, ΚΥΡΙΕ, ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ

1 Εἰς τὸ τέλος· τῷ Δαυΐδ, εἰς ἀνάμνησιν, εἰς τὸ σῶσαί με Κύριον.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· του Δαβίδ. Αναμνηστικός.
2 Ὁ Θεὸς, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον.
2 Ω Θεέ μου, δώσε προσοχήν εις την κατάστασίν μου και έλα εις βοήθειάν μου. Ναι, Κυριε, σπεύσε να με βοηθήσης.
2 Κύριε, στέρξε να με σώσεις· τάχυνε, Κύριε, να με βοηθήσεις.
3 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου· ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ βουλόμενοί μου κακά·
3 Ας εντραπούν και ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ζητούν να μου αφαιρέσουν την ζωήν. Ας στραφούν εις τα οπίσω και ας εντροπιασθούν όσοι θέλουν τα κακά μου.
3 Ας ντροπιαστούν κι ας εξουθενωθούν αυτοί που θέλουν ν' αφαιρέσουν τη ζωή μου· ατιμασμένοι ας πισωστρέψουν αυτοί που με τη δυστυχία μου χαίρονται.
4 ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε εὖγε.
4 Ας γυρίσουν αμέσως προς τα οπίσω κατεντροπιασμένοι αυτοί, οι οποίοι χαιρεκακούν εις την δυστυχίαν μου και λέγουν ειρωνικώς· Ωραία, ωραία!
4 Ας πισωστρέψουν καταντροπιασμένοι όσοι για μένα λέν': «Καλά να πάθει».
5 ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε, ὁ Θεός, καὶ λεγέτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου.
5 Ολοι δε όσοι βλέπουν την βοήθειαν και προστασίαν, την οποίαν συ προσφέρεις προς τους πιστούς, ας σκιρτήσουν από αγαλλίασιν. Και ας ευφρανθούν, ω Θεέ μου, όλοι αυτοί, οι οποίοι ζητούν και επικαλούνται σέ· όλοι όσοι ποθούν την σωτηρίαν, που συ προσφέρεις, ας λέγουν πάντοτε ακαταπαύστως· Ας δοξάζεται και ας μεγαλύνεται ο Κυριος.
5 Ας ευφρανθούν και ας χαρούν κοντά σου όλοι, όσοι σε ζητάνε, Κύριε, και πάντα ας λένε: «Μεγάλος είναι ο Θεός!» όσοι αγαπούν τη σωτηρία που χαρίζεις.
6 ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ῥύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς.
6 Εγώ δε είμαι πτωχός και άθλιος. Βοήθησέ με, Θεέ μου. Βοηθός μου και λυτρωτής μου είσαι συ, Κυριε, μη βραδύνης, μη αργοπορήσης.
6 Εγώ όμως είμαι άθλιος και φτωχός, Θεέ, για μένα πρόφτασε! Εσύ 'σαι βοηθός μου κι ελευθερωτής, Κύριε, μην αργήσεις.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ δοκιμασία.
α2 Ὅταν γίνονται μεγάλες καταστροφές.
β Ὅταν καταδιώκεσαι σέ ἔρημο μή φοβηθεῖς, ψάλλε τόν παρόντα Ψ. κατά τόν ὄρθρον.
γ Γιά εὐαίσθητους ἀνθρώπους πού θλίβονται γιά τό παραμικρό, καί ἔρχονται σέ ἀπόγνωση νά τούς ἐνισχύει ὁ Θεός.

ΨΑΛΜΟΣ 51

ΨΑΛΜΟΣ 51 - ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΤΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· συνέσεως τῷ Δαυΐδ·
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· Μασχίλ του Δαβίδ.
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν Δωὴκ τὸν Ἰδουμαῖον καὶ ἀναγγεῖλαι τῷ Σαοὺλ καὶ εἰπεῖν αὐτῷ· ἦλθε Δαυΐδ εἰς τὸν οἶκον Ἀβιμέλεχ.
2 -
2 Την εποχή που ήρθε στο Σαούλ ο Δωέγ ο Εδωμίτης και του κατέδωσε το Δαβίδ, ότι κρυβόταν στο σπίτι του Αχιμέλεχ.
3 Τί ἐγκαυχᾷ ἐν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τὴν ἡμέραν;
3 Διατί αλαζονεύεσαι δια την κακίαν σου συ, ω δυνατέ, ώστε να διαπράττης ανομίας με θρασύτητα και να παραβαίνης όλην την ημέραν τον νόμον του Θεού;
3 Γιατί καυχιέσαι, δυνατέ, για το κακό; Η καλοσύνη του Θεού υπάρχει όλη μέρα.
4 ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου· ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον.
4 Αδίκους λογισμούς της καρδίας σου ελάλησε το απύλωτον στόμα σου· ώσαν με ξυράφι ακονισμένον δια της γλώσσης σου ειργάσθης δολίως προς καταστροφήν του πλησίον.
4 Κακία μελετά η γλώσσα σου, δολερή σαν μαχαίρι κοφτερό, μάστορας είσαι στην απάτη.
5 ἠγάπησας κακίαν ὑπὲρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπὲρ τοῦ λαλῆσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα).
5 Ηγάπησες την κακίαν και όχι την αγαθότητα. Επροτίμησες την δολιότητα και συκοφαντίαν από του να λαλής την αλήθειαν και την δικαιοσύνην.
5 Αντί για το καλό, το κακό αγάπησες, αντί για την ευθύτητα το ψέμα. (Διάψαλμα)
6 ἠγάπησας πάντα τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν.
6 Επροτίμησες να λέγης λόγους, οι οποίοι φέρουν καταποντισμόν και όλεθρον, και να έχης γλώσσαν δολίαν και συκοφαντικήν εναντίον των άλλων.
6 Όλα τα λόγια της φθοράς τ' αγάπησες· τη γλώσσα της απάτης.
7 διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς καθέλοι σε εἰς τέλος· ἐκτίλαι σε καὶ μεταναστεύσαι σε ἀπὸ σκηνώματός σου καὶ τὸ ῥίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων. (διάψαλμα).
7 Δια τούτο ο Θεός θα σε κατακρημνίση, θα σε ξερριζώση εντελώς, θα σε μαδήση και θα σε γυμνώση από όλα όσα έχεις. Θα σε εκδιώξη και θα σε εξορίση από την πατρίδα σου, και αυτάς ακόμη τας ρίζας των απογόνων σου θα εξαφανίση εκ μέσου των ζώντων.
7 Για τούτο και θα σε γκρεμίσει για πάντα ο Θεός, θα σε τραβήξει κι έξω θα σε πετάξει απ' τη σκηνή του· και θα σε ξεριζώσει από τη χώρα της ζωής. (Διάψαλμα)
8 ὄψονται δίκαιοι καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν γελάσονται καὶ ἐροῦσιν·
8 Θα ίδουν οι δίκαιοι την δικαίαν εκ μέρους του Θεού τιμωρίαν σου και θα φοβηθούν. Κατόπιν όμως θα γελάσουν με ικανοποίησιν και χαράν, διότι απεδόθη η πρέπουσα δικαιοσύνη και θα είπουν·
8 Οι δίκαιοι θα τα δουν αυτά και θα τους πιάσει τρόμος· ύστερα θα γελάσουνε μαζί σου και θα πουν:
9 ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐπήλπισεν ἐπὶ τὸ πλῆθος τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ.
9 Ιδού ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος δεν ηθέλησε τον Θεόν ως συμπαραστάτην και βοηθόν του, αλλά ήλπισεν στον πολύν πλούτον του. Εστήριξε και εμεγάλωσε την δύναμίν του επί ματαίων και εφημέρων πραγμάτων.
9 «Να, ο άνθρωπος που δεν έβαλε για στήριγμά του το Θεό, αλλά έλπισε στον άφθονό του πλούτο· νιώθει ισχυρός με τις απάτες του».
10 ἐγὼ δὲ ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ· ἤλπισα ἐπὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
10 Εγώ όμως αντιθέτως θα είμαι μέσα στον οίκον του Κυρίου, όπως η κατάκαρπος ελαία. Εγώ εστήριξα τας ελπίδας μου στο έλεος του Θεού μου πάντοτε, στους αιώνας των αιώνων.
10 Αλλά εγώ σαν την ελιά που θάλλει στον οίκο του Θεού· έλπισα στου Θεού το έλεος, αιώνια και παντοτινά.
11 ἐξομολογήσομαί σοι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἐποίησας, καὶ ὑπομενῶ τὸ ὄνομά σου, ὅτι χρηστὸν ἐναντίον τῶν ὁσίων σου.
11 Κυριε, σε δοξολογώ και θα σε δοξολογώ πάντοτε, διότι έκαμες και θα κάμης δεκτά τα αιτήματά μου. Εις κάθε δε δυσκολίαν της ζωής μου θα περιμένω την ιδικήν σου επέμβασιν, διότι αυτή είναι πάντοτε αγαθοποιός και ευεργετική στους αφωσιωμένους προς σέ.
11 Αιώνια θα σε υμνολογώ, Θεέ, για όλα όσα έκανες· μπροστά σ' εκείνους που σου μένουνε πιστοί θα διακηρύττω πόσο είσαι καλός.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ παράκληση γιά τήν ἀναγνώριση
α2 Γιά τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἐξομολογητικός ψαλμός.
β Ὅταν συκοφαντῆσαι καί ὁ συκοφάντης καυχᾶται ἀλαζονικῶς.
γ Γιά νά μετανοήσουν οἱ σκληροκάρδιοι ἄρχοντες καί νά γίνουν εὐσπλαχνικοί, γιά νά μή βασανίζουν τόν λαό.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 52

ΨΑΛΜΟΣ 52 - ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ Σ' ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Μαελέθ· συνέσεως τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «μαχαλάθ». Μασχίλ του Δαβίδ.
2 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν.
2 Σκοτισμένος μέχρις αφροσύνης από τας πολλάς του αμαρτίας ο ασεβής λέγει από μέσα του· Δεν υπάρχει Θεός. Αυτός και οι όμοιοί του διεφθάρησαν από την κακίαν των. Εγιναν αηδιαστικοί και συχαμεροί με τας παρανομίας των. Κανείς από αυτούς δεν σκέπτεται και δεν πράττει το αγαθόν.
2 Είπε μες στην καρδιά του ο ασύνετος: «Δεν υπάρχει Θεός που να ενεργεί». Φθαρμένα είναι τα έργα τους κι ανόσια, κανείς δεν πράττει το αγαθό.
3 ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
3 Ο Θεός έσκυψεν από τον ουρανόν, δια να ίδη τους υιούς των ανθρώπων· εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη σύνεσιν και γνώσιν Θεού η να αναζητή και να προσεύχεται προς τον Θεόν.
3 Παρατηρεί απ' τους ουρανούς ο Κύριος τους ανθρώπους, να δει αν υπάρχει συνετός κανείς, που το Θεό γυρεύει.
4 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
4 Είδεν ότι όλοι έχουν παρεκκλίνει από την ορθήν οδόν. Εγιναν διεφθαρμένοι και αχρείοι. Δεν υπάρχει κανείς, που να ζητή το αγαθόν, δεν υπάρχει ούτε ενας.
4 Όλοι απομακρύνθηκαν, όλοι μαζί φθαρήκαν. Κανείς δεν πράττει το καλό, έστω κι ένας μονάχος.
5 οὐχί γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ κατεσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
5 Δεν θα βάλουν επί τέλους ποτέ γνώσιν και δεν θα συνετισθούν όλοι αυτοί, οι οποίοι διαπράττουν τας παρανομίας; Αυτοί, οι οποίοι κατατρώγουν τον λαόν μου με τόσην ευκολίαν και χαράν, με όσην τρώγουν το ψωμί των, ουδέποτε εστράφησαν προς τον Θεόν, ουδέποτε επεκαλέσθησαν τον Κυριον.
5 «Δεν έχουνε», ρωτάει ο Θεός, «επίγνωση οι δράστες όλοι του κακού; Κατασπαράζουν το λαό μου, έτσι όπως τρώνε το ψωμί· σ' εμένα δεν προσεύχονται».
6 ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς διεσπόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς.
6 Αυτοί εφοβήθησαν και επανικοβλήθησαν εκεί, όπου δεν υπήρχε φόβος. Συνετρίβησαν, διότι, ο Θεός συνέτριψε και διεσκόρπισε τα οστά των ανθρώπων εκείνων, που θέλουν να αρέσουν στους άλλους και όχι στον Θεόν. Αυτοί κατεξηυτελίσθησαν, διότι ο Θεός τους εξουθένωσε.
6 Θα πέσει μέγας φόβος εκεί που φόβος δεν υπήρχε, γιατί διασκόρπισε ο Θεός τα κόκαλα των πολιορκητών σου, λαέ μου· τους ντρόπιασε, γιατί ο Θεός τούς είχε απορρίψει.
7 τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν Θεὸν τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.
7 Ποίος άλλος εκτός από τον Κυριον ζεκινών από την Ιερουσαλήμ θα προσφέρη σωτηρίαν και ασφάλειαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Κανείς άλλος, παρά ο Θεός. Οταν ο Κυριος επαναφέρη τους εξορίστους του λαού του από την αιχμαλωσίαν, θα πλημμυρίσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι του Ιακώβ, θα ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών.
7 Ποιος θα χαρίσει απ' τη Σιών τη σωτηρία του Ισραήλ; Όταν ο Κύριος ξαναφέρει το λαό του στην πρωτινή ευτυχία του, οι απόγονοι του Ιακώβ θ' αγάλλονται, όλος ο Ισραήλ θα χαίρεται.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ καταδίκη τοῦ πονηροῦ
α2 Γιά νά τιμωρηθοῦν οἱ μάγοι καί αὐτοί πού καταφεύγουν σέ αὐτούς.
Γιά τήν τιμωρία τῶν ὑποχθόνιων ἀνθρώπων.
β Ὅταν βλασφημεῖται ἡ θεία Πρόνοια.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τά δίχτυα νά γεμίσουν ψάρια.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 53

ΨΑΛΜΟΣ 53 - ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη, με λαούτα. Μασχίλ του Δαβίδ,
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν τοὺς Ζιφαίους καὶ εἰπεῖν τῷ Σαούλ· οὐκ ἰδοὺ Δαυΐδ κέκρυπται παρ᾿ ἡμῖν;
2 -
2 την εποχή που ήρθαν στο Σαούλ οι Ζιφίτες και του κατέδωσαν ότι ο Δαβίδ κρυβόταν στην περιοχή τους.
3 Ὁ Θεὸς, ἐν τῷ ὀνόματί σου σῶσόν με καὶ ἐν τῇ δυνάμει σου κρῖνόν με.
3 Θεέ μου, συ που το όνομά σου είναι ευσπλαγχνία και αγαθότης, σώσε με και με την παντοδύναμον δικαιοσύνην σου κρίνε την υπόθεσίν μου.
3 Θεέ, με τη δική σου ύπαρξη σώσε με· και με τη δύναμή σου απόδωσε το δίκιο μου.
4 ὁ Θεός, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου.
4 Ω Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Βαλε εις τα αυτιά σου τα λόγια του στόματός μου.
4 Θεέ, την προσευχή μου άκουσε, και πρόσεξε τα λόγια που σου λέω.
5 ὅτι ἀλλότριοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ κραταιοὶ ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου καὶ οὐ προέθεντο τὸν Θεὸν ἐνώπιον αὐτῶν. (διάψαλμα).
5 Διότι ιδού, άνθρωποι ξένοι και εχθροί προς εμέ επανεστάτησαν εναντίον μου, και ισχυροί επεδίωξαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου και δεν έλαβον υπ' όψιν των τον δίκαιον Θεόν.
5 Γιατί αλλοεθνείς ξεσηκωθήκαν εναντίον μου, και τύραννοι γυρεύουν τη ζωή μου· και το Θεό δεν τον υπολογίζουνε. (Διάψαλμα)
6 ἰδοὺ γὰρ ὁ Θεὸς βοηθεῖ μοι, καὶ ὁ Κύριος ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου.
6 Αυτοί με ενόμισαν εγκαταλελειμμένον από σέ. Ηπατήθησαν όμως, διότι ιδού, ο Θεός απ' αρχής και μέχρι σήμερον με βοηθεί. Ο Κυριος απ' αρχής και μέχρι τώρα είναι ο υπερασπιστής και προστάτης της ζωής μου.
6 Να όμως που ο Θεός είναι βοηθός μου· ο Κύριος είναι της ζωής μου στήριγμα.
7 ἀποστρέψει τὰ κακὰ τοῖς ἐχθροῖς μου· ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου ἐξολόθρευσον αὐτούς.
7 Αυτός και τα κακά της παρούσης περιόδου θα τα επιστρέψη και θα τα ρίψη επάνω εις τας κεφαλάς των εχθρών μου. Συ, Κυριε, ως αξιόπιστος, που είσαι εις τας υποσχέσεις σου, εξολόθρευσε τους εχθρούς μου.
7 Θα στρέψει στους εχθρούς μου το κακό! Εξόντωσέ τους, Κύριε, γιατί κρατάς το λόγο σου.
8 ἑκουσίως θύσω σοι, ἐξομολογήσομαι τῷ ὀνόματί σου, Κύριε, ὅτι ἀγαθόν·
8 Εγώ δε με όλην μου την θέλησιν και την καρδίαν θα προσφέρω εις σε την θυσίαν μου και με ευγνωμοσύνην θα σε δοξολογήσω, διότι είσαι πανάγαθος.
8 Αυθόρμητα θυσία θα σου προσφέρω· την ύπαρξή σου, Κύριε, θα υμνώ, γιατ' είσαι όλος καλοσύνη.
9 ὅτι ἐκ πάσης θλίψεως ἐῤῥύσω με, καὶ ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου.
9 Διότι και στο παρελθόν με εγλύτωσες από κάθε θλίψιν, τα δε μάτια μου είδον τον εξευτελισμόν των εχθρών μου. Πιστεύω ότι αυτό θα γίνη και τώρα, Κυριε.
9 Γιατί με λύτρωσες από τις θλίψεις μου όλες, κι είδαν τα μάτια μου τι πάθαν οι εχθροί μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀνοησία τοῦ ἄθεου.
β Ὅταν σέ καταδιώκουν καί σέ διαβάλλουν, ἐσύ νά ἐμπιστεύεσαι στόν Κύριο.
γ Γιά νά φωτίση ὁ Θεός τούς πλούσιους πού ἔχουν ἀγορασμένους δούλους, νά τούς ἐλευθερώσουν.
ε "....ὅτι συνετοῦ ἀνδρός εἶναι ἴδιον τό εἰς τοῦτον καιρόν κινδύνων νά ὑμνῇ καί νά εὐχαριστῇ τόν Θεόν καί τοῦτον νά ἐπικαλῆται ὡς κριτήν καί ἐκδικητήν τῶν αὐτῶν ἐπικαλουμένων".
στ Ὅταν μᾶς καταδιώκουν οἱ ἰσχυροί τοῦ παρόντος αἰῶνος.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν, περιπετειῶν καί θλίψεων".

ΨΑΛΜΟΣ 54

ΨΑΛΜΟΣ 54 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· με λαούτα, μασχίλ του Δαβίδ.
2 Ἐνώτισαι, ὁ Θεός, τὴν προσευχήν μου καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν δέησίν μου,
2 Ακουσε, ω Θεέ μου, την προσευχήν μου, μη καταφρόνησης την δέησίν μου.
2 Πρόσεξε, Θεέ, την προσευχή μου· μην αποφύγεις την παράκλησή μου.
3 πρόσχες μοι καὶ εἰσάκουσόν μου. ἐλυπήθην ἐν τῇ ἀδολεσχίᾳ μου καὶ ἐταράχθην
3 Δώσε εις εμέ προσοχήν και άκουσέ με. Η συνεχής σκέψις και μελέτη της θλιβεράς μου καταστάσεως με έχει γεμίσει, από λύπην.
3 'Aκου με κι αποκρίσου μου! Περιπλανιέται η σκέψη μου στη θλίψη μου έγνοιες γεμάτη,
4 ἀπὸ φωνῆς ἐχθροῦ καὶ ἀπὸ θλίψεως ἁμαρτωλοῦ, ὅτι ἐξέκλιναν ἐπ᾿ ἐμὲ ἀνομίαν καὶ ἐν ὀργῇ ἐνεκότουν μοι.
4 Συνεκλονίσθην και εταράχθην από τας απειλητικάς κραυγάς των εχθρών μου, από την κατάθλιψιν και καταπίεσιν, που οι αμαρτωλοί ασκούν εναντίον μου. Διότι αυτοί έρριψαν και επεσώρευσαν εναντίον μου κάθε παρανομίαν των και κυριευμένοι από μοχθηράν οργήν έτρεφαν και τρέφουν φοβερόν μίσος εναντίον μου.
4 απ' τις κραυγές του εχθρού κι από του μοχθηρού την καταπίεση. Μου αποδίδουν ανομίες και με κατηγορούν με οργή.
5 ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ·
5 Η καρδία μου συνεταράχθη εντός μου. Ανίκητος φόβος θανάτου έπεσεν επάνω μου.
5 Σπαράζει μέσα μου η καρδιά μου· κι ο φόβος του θανάτου έπεσε πάνω μου.
6 φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος.
6 Φοβος και τρόμος επλημμύρισε το εσωτερικόν μου και σκοτάδι αθυμίας και απογοητεύσεως με εσκέπασεν ολόκληρον.
6 Φόβος και τρόμος με κατέχουν· και ρίγος με διαπερνά.
7 καὶ εἶπα· τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;
7 Και είπα από μέσα μου· ποιός ημπορεί να μου δώση πτέρυγας ώσαν αυτάς της αγρίας περιστεράς, δια να πετάξω ταχέως και να φύγω αμέσως εις τόπον ήσυχον και ασφαλή;
7 Και σκέφτομαι: «Ποιος θα μου δώσει φτερά σαν του περιστεριού;» Τότε θα πέταγα να βρω την ησυχία μου.
8 ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. (διάψαλμα).
8 Ιδού, εάν είχα τέτοιες πτέρυγες, θα απεμακρυνόμην από τον τόπον αυτόν, θα έφευγα· θα κατοικούσα εις ένα έρημον και ήσυχον τόπον.
8 Ναι, θα 'φευγα μακριά· στην έρημο θα κατοικούσα. (Διάψαλμα)
9 προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σῴζοντά με, ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος.
9 Εκεί θα επερίμενα τον σωτήρα και Θεόν μου, δια να με απαλλάξη από την λιποψυχίαν μου αυτήν και από την μαινομένην εναντίον μου καταιγίδα των εχθρών μου.
9 Με βιάση θα 'τρεχα να βρω ένα καταφύγιο για την ανεμοθύελλα και για την καταιγίδα.
10 καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει.
10 Καταπόντισέ τους και εξαφάνισέ τους, Κυριε, εις τα βάθη της θαλάσσης. Φέρε σύγχυσιν και αντιλογίαν εις τας γλώσσας των, διότι εγώ είδα ότι εξ αιτίας των εις την Ιερουσαλήμ υπάρχουν παρανομίαι, φιλονεικίαι και διαπληκτισμοί.
10 Μπέρδεψε, Κύριε, και κομμάτιασε τη γλώσσα τους· γιατί είδα τη βιαιότητα και τη διχόνοια μες στην πόλη,
11 ἡμέρας καὶ νυκτὸς κυκλώσει αὐτὴν ἐπὶ τὰ τείχη αὐτῆς, καὶ ἀνομία καὶ κόπος ἐν μέσῳ αὐτῆς
11 Ημέραν και νύκτα μαίνεται η παρανομία γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Εντός δε της πόλεως επικρατεί τέτοια καταπίεσις και μόχθος και παρανομία
11 μερόνυχτα να τριγυρνούν ψηλά πάνω στα τείχη της. Μέσα της μόχθος κι ανομία·
12 καὶ ἀδικία, καὶ οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος.
12 και αδικία, ώστε και εις αυτάς τας δημοσίας πλατείας δεν έλειψεν ο παράνομος τόκος και η δολιότης, αλλά διενεργείται με θρασύτητα.
12 μέσα της η διαφθορά. Η βία κι η απάτη ποτέ δε λείπουν από τις πλατείες της.
13 ὅτι εἰ ἐχθρὸς ὠνείδισέ με, ὑπήνεγκα ἄν, καὶ εἰ ὁ μισῶν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησεν, ἐκρύβην ἂν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
13 Η κατάθλιψίς μου είναι πολύ μεγάλη, διότι εάν επί τέλους ένας από τους εχθρούς μου με ύβριζε, θα υπέφερα με υπομονήν την ύβριν. Και αν άνθρωπος, ο οποίος με μισεί, εξανίστατο με θρασύτητα εναντίον μου και εκομπορρημονούσε, εγώ θα εκρυπτόμην από αυτόν.
13 Δεν είν' ένας εχθρός που με προσβάλλει· αυτό θα το υπέφερα. Δεν είν' ένας αντίπαλος που θριαμβεύει εναντίον μου· μπροστά του θα κρυβόμουν.
14 σὺ δέ, ἄνθρωπε ἰσόψυχε, ἡγεμών μου καὶ γνωστέ μου,
14 Αυτοί είναι εχθροί μου. Συ όμως, ω άνθρωπε, τον οποίον εθεωρούσα και αγαπούσα ωσάν τον εαυτόν μου, άρχοντά μου και σύμβουλέ μου, φίλε μου και γνωστέ μου,
14 Αλλά είσ' εσύ, άνθρωπος της σειράς μου, ο έμπιστος κι ο φίλος μου.
15 ὃς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐγλύκανάς μοι ἐδέσματα, ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθην ἐν ὁμονοίᾳ.
15 συ ο οποίος συνέτρωγες μαζή μου και με την παρουσίαν σου εγλύκαινες τα φαγητά μου, συ με τον οποίον ανέβαινα στον οίκον του Θεού με τόσην αγάπτην και ομόνοιαν, έπραξες αυτό;
15 Που μεταξύ μας φιλικά μιλούσαμε κι αρμονικά βαδίζαμε στον οίκο του Θεού.
16 ἐλθέτω δὴ θάνατος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς ᾅδου ζῶντες· ὅτι πονηρία ἐν ταῖς παροικίαις αὐτῶν ἐν μέσῳ αὐτῶν.
16 Ας πέση, λοιπόν, εναντίον αυτών ο θάνατος. Ας ανοίξη ο άδης το στόμα του και ας καταβούν, και αυτοί και ο προδότης, ζωντανοί στον τάφον. Διότι μόνον πονηρία και κακία υπάρχει ανάμεσά των και εις τας κατοικίας των.
16 Ας ήταν να τους βρει θανατικό αναπάντεχο κι ας κατεβούνε ζωντανοί στον άδη· γιατί η κακία βρίσκεται στα σπίτια τους και μέσα τους.
17 ἐγὼ πρὸς τὸν Θεὸν ἐκέκραξα, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσέ μου.
17 Εγώ όμως προς τον Θεόν με πίστιν έκραξα και ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου.
17 Εγώ φωνάζω στο Θεό· κι ο Κύριος θα με σώσει.
18 ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας διηγήσομαι καὶ ἀπαγγελῶ, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου.
18 Την εσπέραν και το πρωϊ και την μεσημβρίαν, καθ' όλην την ημέραν, εγώ θα διηγούμαι προς τον Κυριον τας συμφοράς μου. Θα αναγγέλλω εις αυτόν την θλιβεράν κατάστασίν μου με την προσευχήν μου και πιστεύω ότι θα προσέξη την φωνήν μου.
18 Βράδυ, πρωί και μεσημέρι θρηνώ κι αναστενάζω· κι αυτός ακούει τη φωνή μου.
19 λυτρώσεται ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῶν ἐγγιζόντων μοι, ὅτι ἐν πολλοῖς ἦσαν σὺν ἐμοί.
19 Πιστεύω δε απολύτως, ότι ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν μου από τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι με πλησιάζουν με εχθρικάς διαθέσεις, όσον πολλοί και αν είναι εναντίον μου και θα μου χαρίση ειρήνην και ασφάλειαν.
19 Μ' ελευθερώνει απ' τις επιθέσεις των εχθρών μου και ασφαλή με διατηρεί, γιατί πολλοί θα 'ναι μαζί μου.
20 εἰσακούσεται ὁ Θεὸς καὶ ταπεινώσει αὐτοὺς ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων. (διάψαλμα). οὐ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἀντάλλαγμα, ὅτι οὐκ ἐφοβήθησαν τὸν Θεόν.
20 Ο Θεός θα μ' ακούσει και θα τους ταπεινώσει -αυτός που προαιώνια κυβερνά- γιατί μεταστροφή δεν έχουν και δεν φοβούνται το Θεό.
20 Ο Θεός θα ακούση με ευμένειαν την δέησίν μου. Αυτός ο προαιώνιος Κυριος, θα κατεξευτελίση τους εχθρούς μου, θα τους ταπεινώση, διότι καμμία αλλαγή και μεταβολή προς το καλύτερον δεν υπάρχει εις αυτούς. Καμμία διόρθωσις δεν παρατηρείται, διότι δεν εφοβήθησαν ούτε και φοβούνται τον Κυριον.
21 ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐν τῷ ἀποδιδόναι· ἐβεβήλωσαν τὴν διαθήκην αὐτοῦ.
21 Ο Κυριος άπλωσε την παντοδύναμον δεξιάν του, δια να αποδώση εις αυτούς την δικαίαν τιμωρίαν, διότι κατεφρόνησαν και κατεπάτησαν αναιδώς την διαθήκην του.
21 Καθένας τους το χέρι του σηκώνει ενάντια στους φίλους του· τη συμφωνία του αθετεί.
22 διεμερίσθησαν ἀπὸ ὀργῆς τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἤγγισαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπὲρ ἔλαιον, καὶ αὐτοί εἰσι βολίδες.
22 Εξέσπασεν όμως η οργή του προσώπου του Κυρίου εναντίον των. Διεμελίσθησαν και εξεσχίσθησαν εις κομμάτια εκείνοι, των οποίων η καρδία είχεν ενωθή εις συνωμοσίαν εναντίον μου. Οι λόγοι του αρχηγού των και προδότου ήσαν γλυκείς, απαλοί περισσότερον από το έλαιον. Εις την πραγματικότητα όμως ήσαν φαρμακερά βέλη.
22 Τα λόγια τους πιο μαλακά είναι κι απ' το βούτυρο, μα έχουν τον πόλεμο μες στην καρδιά τους· είν' οι κουβέντες τους κι απ' το λάδι απαλότερες κι ωστόσο είναι γυμνά σπαθιά.
23 ἐπίῤῥιψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν αἰῶνα σάλον τῷ δικαίῳ.
23 Ριψε, ω ψυχή μου, την φροντίδα σου και την μέριμνάν σου δια την σωτηρίαν και ασφάλειάν σου στον Κυριον και αυτός θα σε διαθρέψη και θα συντηρήση την ζωήν σου. Αυτός δεν θα επιτρέψη να επιπέση στον δίκαιον αδιάκοπος και συνεχής ταραχή σαν τα κύματα της τρικυμισμένης θαλάσσης. Αλλά θα δώση αισίαν έκβασιν εις την περιπέτειάν του.
23 «ʼσε στον Κύριο τις έγνοιες σου κι αυτός θα σε φροντίσει· δε θα επιτρέψει στον αιώνα να κλονιστεί ο ευσεβής».
24 σὺ δέ, ὁ Θεός, κατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς· ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος οὐ μὴ ἡμισεύσωσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν, ἐγὼ δέ, Κύριε, ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
24 Συ δέ, ω Θεέ μου, θα κατακρημνίσης και θα καταθάψης τους δολίους εχθρούς μου εις φρέαρ καταστροφής και αφανισμού. Ανθρωποι, που χύνουν αίματα αθώων και σκέπτονται συνεχώς δολιότητας εις βάρος των άλλων, δεν θα φθάσουν ούτε στο ήμισυ των ημερών της ζωής των. Εγώ όμως, Κυριε, έχω και θα έχω στηριγμένας εις σε τας ελπίδας μου πάντοτε.
24 Όμως εσύ, Θεέ, εκείνους θα τους ρίξεις στο λάκκο της καταστροφής. Απατεώνες είναι και φονιάδες, που δε θα ζήσουν ούτε τις μισές από τις μέρες της ζωής τους. Αλλά σ' εσένα ελπίζω εγώ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ κραυγή γιά βοήθεια.
α2 Γιά νά μή προδίδονται μυστικά.
β Ἄν σέ θλίβουν καί σέ ὑβρίζουν καί σέ συκοφαντοῦν, νά παρηγορηθῆς ἀπό τόν Θεό.
γ Γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑπόληψη τῆς δυσφημισμένης οἰκογένειας πού ἔχει συκοφαντηθεῖ.
θ " Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 55

ΨΑΛΜΟΣ 55 - ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπὸ τῶν ἁγίων μεμακρυμμένου· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι ἐν Γέθ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «Μακρινό περιστέρι της σιωπής». Μικτάμ του Δαβίδ, όταν τον είχαν συλλάβει οι Φιλισταίοι στη Γαθ.
2 Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με.
2 Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Ολας τας ημέρας με κατέθλιψε με τον πόλεμον, που εξήγειρεν εναντίον μου.
2 Δώσ' μου το έλεός σου, Θεέ, γιατί με κατατρέχουν· όλη τη μέρα με συνθλίβουν οι πολιορκητές.
3 κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους.
3 Με καταπατούν οι εχθροί μου όλας τας ημέρας, διότι οι πολεμούντες με είναι ισχυροί, και με πολεμούν από υψηλόν, ασφαλές και απρόσβλητον μέρος.
3 Οι εχθροί μου απάνω μου χυμούν όλη τη μέρα· γιατί πολλοί με πολεμάνε, Ύψιστε.
4 ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
4 Εγώ όμως όλας αυτάς τας ημέρας του πολέμου των δεν τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
4 Όταν με πιάνει τρόμος σ' εσένα εγκαταλείπομαι.
5 ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς λόγους μου, ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ.
5 Με την βοήθειαν του Θεού μου οι λόγοι αυτοί θα αποδειχθούν πραγματικώς έπαινός μου. Εις τον Θεόν μου εστήριξα τας ελπίδας μου. Δεν θα φοβηθώ, τι θα σκεφθή και θα πράξη εναντίον μου φθαρτή ανθρωπίνη σαρξ.
5 Στο Θεό που το λόγο του εξυμνώ, στο Θεό ελπίζω, δε φοβάμαι· τι θα μου κάνει ένας θνητός;
6 ὅλην τὴν ἡμέραν τοὺς λόγους μου ἐβδελύσσοντο, κατ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν εἰς κακόν.
6 Ολην την ημέραν εκείνοι αηδίαζαν και απεστρέφοντο τους λόγους μου. Αι δε σκέψεις και αι αποφάσεις των εστρέφοντο εναντίον μου, δια να μου κάμουν κακόν.
6 Ολημερίς διαστρέφουνε τα λόγια μου· εναντίον μου οι σκέψεις τους όλες για το κακό.
7 παροικήσουσι καὶ κατακρύψουσιν· αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ ὑπέμειναν τῇ ψυχῇ μου.
7 Συναθροίζονται εις συνωμοσίαν, παραμονεύουν, προσπαθούν να κρύψουν τα πονηρά των σχέδια. Αυτοί παρακολουθούν τα ίχνη μου, όπως οι κυνηγοί τα ίχνη των θηραμάτων, δια να με εξοντώσουν, με την ιδίαν επιμονήν, με όσην εγώ επιμένω και επιζητώ την σωτηρίαν μου από σέ.
7 Κρύβονται, καιροφυλακτούν, κατασκοπεύουνε τα βήματά μου· τη ζωή μου επιβουλεύονται.
8 ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς, ἐν ὀργῇ λαοὺς κατάξεις. ὁ Θεός,
8 Μηδενικά και αρνητικά στοιχεία είναι εις την ζωήν των. Συ, λοιπόν, θα τους σώσης; Οχι βέβαια. Αλλά και λαούς ακόμη ολοκλήρους θα οδηγήσης στον άδην, ω Θεέ μου, εν τη δικαία σου οργή.
8 Γι' αυτήν την ανομία τους πώς θα ξεφύγουν την οργή σου; Θεέ, ρίξε στο χώμα τους λαούς!
9 τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου ὡς καὶ ἐν τῇ ἐπαγγελίᾳ σου.
9 Σου εξέθεσα, Κυριε, ολόκληρον την πολυβασανισμένην μου ζωήν. Συ δε έλαβες υπ' όψιν σου τα δάκρυά μου, σύμφωνα και με την υπόσχεσίν σου.
9 Ξέρεις εσύ πόσες φορές πήρα το δρόμο της φυγής. Μάζεψε τα δάκρυά μου μες στο ασκί σου· δεν τα 'χεις ένα ένα μετρημένα;
10 ἐπιστρέψουσιν οἱ ἐχθροί μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε· ἰδοὺ ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ σύ.
10 Οι εχθροί μου πανικόβλητοι θα τραπούν εις φυγήν εις ημέραν, κατά την οποίαν εγώ θα επικαλεσθώ την βοήθειάν σου. Ιδού, εγνώρισα και επείσθην μέχρι σήμερον, ότι συ είσαι ο Θεός μου.
10 Πισωδρομούν οι εχθροί μου, κάθε φορά που σου ζητώ βοήθεια· το ξέρω ότι ο Θεός είναι μαζί μου.
11 ἐπὶ τῷ Θεῷ αἰνέσω ῥῆμα, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ αἰνέσω λόγον.
11 Εις δόξαν του Θεού μου θα μελοποιήσω τον ύμνον μου. Θα ψάλλω προς τον Κυριον εκτενή δοξολογίαν.
11 Στο Θεό που το λόγο του εξυμνώ· στον Κύριο, που εξυμνώ το λόγο του,
12 ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.
12 Εις τον Θεόν μου ήλπισα και δεν έχω να φοβηθώ, τι σκέπτεται να μου κάμη ο οιοσδήποτε άνθρωπος.
12 σ' αυτόν έλπισα, και δε φοβάμαι πια· ο άνθρωπος τι μπορεί να μου κάνει;
13 ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου,
13 Εχω κάμει, Κυριε, τάματα, τα οποία με όλην μου την καρδίαν και δοξάζων το άγιον Ονομά σου θα εκπληρώσω,
13 Τα τάματα που σου 'κανα θα τα εκπληρώσω, Θεέ· σ' εσένα θα προσφέρω τις ευχαριστήριες θυσίες μου.
14 ὅτι ἐῤῥύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων.
14 διότι συ εγλύτωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, διεφυλαξες τους πόδας μου από θανατηφόρον ολίσθημα. Θα πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, εφ' όσον ευρίσκομαι υπό το φως του ηλίου εν μέσω των ζώντων ανθρώπων εις την γην.
14 Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου απ' το θάνατο, δεν άφησες τα πόδια μου στο λάκκο να γλιστρήσουν· για να μπορώ μπρος στο Θεό μου να πορεύομαι μες στης ζωής το φως.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ δυσκολία.
α2 Γιά ξεκαθάρισμα τῶν συναισθημάτων καί νά ἰδωθοῦν καθαρά τά πράγματα.
Γιά νά φανῆ ἡ καθαρή ἀλήθεια χωρίς συναισθηματισμό.
β Ὅταν σέ καταδιώκουν καί σέ διαβάλλουν, ἐσύ νά ἐμπιστεύεσαι στόν Κύριο.
γ Γιά εὐαίσθητους πού ἔχουν πληγωθεῖ ψυχικά ἀπό τούς συνανθρώπους τους.
στ Προσευχή ἐλπίδος πρός τόν Θεό νά μᾶς προστατεύει ἀπό κάθε κακό καί ἐπίβουλο ἐχθρό μας.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.

Συντομογραφίες:

α1. Ἐξήγηση ψαλμῶν, σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
α2. Χρήση τῶν ψαλμῶν σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
 β. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, Ἑρμηνευτικά Α, ψαλμοί,πρός Μάρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν ψαλμῶν. Ε.Π.Ε. τόμος 5ος, Θεσ/κη 1975.
 γ. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ἱερομ. Χρυσοστόμου "ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 227
 δ. Περιοδικό· " Ὁσία Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ", Ἱ. Μ. Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τεῦχος 323, 1988
 ε. Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· "Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. ἔκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσ/κη 1972
 σ. Χ. Τσολακίδη, Οἱ ψαλμοί γιά κάθε περίσταση, β, ἔκδ. Τσολακίδη, 2, Ἀθῆναι 2003
 ζ. Ιεροῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς, ἔκδ. Ὠφελίμου βιβλίου, Ἀθῆναι 1973, τόμοι 53 -60
 η. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Κατήχήσεις καί λόγοι "Ἀγαλιασώμεθα τῶ Κυρίῳ", τόμ. 3, Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς, 1999.
 θ. Ἁγίου Νεκταρίου, "Ψαλτἠριον τοῦ Παντάνακτος Δαυΐδ", ἔκδ. β, ἔκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003


Πηγές