fbpx

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 40

ΨΑΛΜΟΣ 40 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
2 Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος.
2 Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που κατανοεί την θέσιν του πτωχού και του πένητος, τον συμπαθεί και ενδιαφέρεται δι' αυτόν. Αυτόν εις ημέραν δύσκολον θα τον βοηθήση ο Κυριος δι' αυτήν την καλωσύνην του.
2 Μακάριος όποιος νοιάζεται τον αδύναμο· θα τον λυτρώσει ο Κύριος στης δυστυχίας τη μέρα.
3 Κύριος διαφυλάξαι αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν καὶ μακαρίσαι αὐτὸν ἐν τῇ γῇ καὶ μὴ παραδῷ αὐτὸν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ.
3 Ο Κυριος θα τον διαφύλαξη από κάθε κίνδυνον. Θα του χαρίση μακρότητα ζωής και ασφάλειαν. Θα τον καταστήση ευτυχισμένον και χαρούμενον στον κόσμον αυτόν και δεν θα τον παραδώση ποτέ εις τα χέρια των εχθρών του.
3 Τον προστατεύει ο Κύριος, του δίνει τη ζωή και θα τον πουν στη γη ευτυχισμένο· κι ούτε θα παραδώσει τη ζωή του στους εχθρούς του.
4 Κύριος βοηθήσαι αὐτῷ ἐπὶ κλίνης ὀδύνης αὐτοῦ· ὅλην τὴν κοίτην αὐτοῦ ἔστρεψας ἐν τῇ ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ.
4 Ο Κυριος θα τον βοηθήση να εγερθή υγιής από την κλίνην του. Ναι, Κυριε, θα μεταβάλης το στρώμα του, όπου κατάκειται ασθενής και πονών, εις κλίνην ανέσεως, όπου υγιής θα αναπαύεται.
4 Ο Κύριος τον βοηθά να σηκωθεί απ' της αρρώστιας του το στρώμα· σ' όλες του τις ασθένειες τον ανακουφίζει.
5 ἐγὼ εἶπα· Κύριε, ἐλέησόν με, ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι.
5 Εγώ, κατά το διάστημα της ασθενείας μου, προσηυχήθην και είπα προς τον Θεόν· Κυριε, ελέησόν με. Θεράπευσε την ζωήν μου από την ασθένειάν της, διότι εις σε ημάρτησα και εξ αιτίας της αμαρτίας μου ησθένησα.
5 Εγώ είπα: «Δώσ' μου, Κύριε, το έλεός σου· γιάτρεψε την ψυχή μου γιατί σ' εσένα αμάρτησα».
6 οἱ ἐχθροί μου εἶπαν κακά μοι· πότε ἀποθανεῖται, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ;
6 Οι εχθροί μου είπαν λόγια κακεντρεχή και πονηρά εναντίον μου· Ποτε θα αποθάνη και θα σβήση αυτός και το όνομά του από την γην;
6 Οι εχθροί μου εναντίον μου λόγια λαλούν κακόβουλα: «Αχ, πότε να πεθάνει και τ' όνομά του να χαθεί!»
7 καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ καρδία αὐτοῦ συνήγαγεν ἀνομίαν ἑαυτῷ, ἐξεπορεύετο ἔξω καὶ ἐλάλει ἐπὶ τὸ αὐτό.
7 Και εάν κανείς από τους κακεντρεχείς αυτούς ανθρώπους εισήρχετο στον οίκόν μου, τάχα προς επίσκεψίν μου, έλεγε προς εμέ λόγια δόλια και υποκριτικά. Συγχρόνως δε η καρδία του συνήθροιζε και εσχεδίαζε συκοφαντίας και διαβολάς, αι οποίαι τελικώς θα εξεσπούσαν εις βάρος του. Εβγαινεν έξω από το δωμάτιόν μου και συζητούσε κακά εναντίον μου.
7 Κι αν έρθει κάποιος να με δει, μου λέει ανοησίες· μαζεύει στην καρδιά του θέματα για κακογλωσσιά, φεύγει από μένα και τα διαλαλεί στους δρόμους.
8 κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ᾿ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακά μοι·
8 Εψιθύριζαν όλοι αυτοί οι εχθροί μου εναντίον μου. Διελογίζοντο πάντοτε κακά εις βάρος μου.
8 Ανάμεσά τους ψιθυρίζουν εναντίον μου όλοι που με μισούνε· για μένα σκέφτονται το χειρότερο:
9 λόγον παράνομον κατέθεντο κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ κοιμώμενος οὐχὶ προσθήσει τοῦ ἀναστῆναι;
9 Λογους ψευδείς και αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού έθεταν εις κυκλοφορίαν εναντίον μου και έλεγαν· Μηπως και δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθή πλέον υγιής, αυτός ο ασθενής, που κατάκειται και κοιμάται εις την κλίνην του;
9 «Αγιάτρευτο κακό τον βρήκε. Τώρα, μια και τον έριξε η αρρώστια, δε θα μπορέσει πια να σηκωθεί».
10 καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν.
10 Οχι δε μόνον οι εχθροί μου, αλλά και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλον λάκτισμα.
10 Κι ο φίλος μου ακόμα ο ακριβός, που τον εμπιστευόμουν και τρώγαμε ψωμί μαζί, μου γύρισε την πλάτη και με κλώτσησε.
11 σὺ δέ, Κύριε, ἐλέησόν με καὶ ἀνάστησόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς.
11 Συ λοιπόν, Κυριε, ελέησέ με, σπλαγχνίσου με, σήκωσέ με από την κλίνην της ασθενείας μου, και εγώ θα ανταποδώσω τα πρέποντα εις εκείνους, που με αδικούν.
11 Εσύ όμως, Κύριε, δωσ' μου το έλεός σου, κάνε να σηκωθώ, κι εγώ θα τους το ξεπληρώσω.
12 ἐν τούτῳ ἔγνων ὅτι τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ.
12 Με αυτό το θαυμαστόν έργον του ελέους σου θα έχω πεισθή, ότι απολαμβάνω την εύνοιάν σου. Χαρις εις αυτό δεν θα καταστραφώ και δεν θα χαρή εις βάρος μου ο εχθρός μου.
12 Έτσι θα καταλάβω πως έχω την αγάπη σου: Όταν δε θα καυχιέται ο εχθρός σε βάρος μου.
13 ἐμοῦ δὲ διὰ τὴν ἀκακίαν ἀντελάβου, καὶ ἐβεβαίωσάς με ἐνώπιόν σου εἰς τὸν αἰῶνα.
13 Συ, δια την αθωότητά μου αυτήν, με εστήριξες στο παρελθόν και θα με υποστήριξης και τώρα. Την βοήθειάν σου αυτήν εις εμέ θα την καταστήσης μόνιμον και εις όλας τας επερχομένας γενεάς.
13 Αλλά για την ακεραιότητά μου εσύ με στήριξες, μπροστά στην παρουσία σου με στέριωσες αιώνια.
14 εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο, γένοιτο.
14 Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, στους αιώνας των αιώνων. Αμήν, αμήν.
14 Ευλογημένος να 'ναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, από πάντα και για παντοτινά! Αμήν, αμήν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ δοξολογία καί προσευχή ἀπό ξέχειλη καρδιά.
α2 Σέ κάθε δυσκολία τῆς ζωῆς.
β Γιά μακαρισμό.
Γιά νά ἐπαινῆς τούς ἐλεήμονες καί νά προτρέπης τούς ἄλλους νά ἐλεοῦν.
γ Γιά νά ἐλευθερωθοῦν οἱ μητέρες στή γέννα ἀπό πρόωρο τοκετό.
δ Ἄν εἶσαι ἄρρωστος ἤ πονᾶς.
θ "Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 21

ΨΑΛΜΟΣ 21 - ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ Μ' ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ;

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως «το ελάφι της αυγής». Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ὁ Θεὸς, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου.
2 Θεέ μου Θεέ μου, δώσε προσοχήν στον πόνον μου. Διατί με έχεις εγκαταλείψει; Βλέπω, ότι η σωτηρία μου είναι πολύ μακράν. Εχω βυθισθή εις απύθμενον βάθος οδύνης, και συ δεν ακούεις τας θρηνώδεις κραυγάς της προσευχής μου.
2 Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; γιατί στέκεις μακριά και δε με σώζεις; γιατί τα λόγια της κραυγής μου δεν ακούς;
3 ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί.
3 Θεέ μου, φωνάζω προς σε όλην την ημέραν, χωρίς όμως και να εισακούωμαι. Κράζω όλην την νύκτα, χωρίς ποτέ από κανένα να χαρακτηρισθή ως παραλογισμός και ανοησία η εναγώνιος αυτή προσευχή μου.
3 Θεέ μου, σου κράζω όλη τη μέρα, μα εσύ δεν αποκρίνεσαι· φωνάζω και τη νύχτα, μα να ησυχάσω δεν μπορώ.
4 σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς, ὁ ἔπαινος τοῦ Ἰσραήλ.
4 Και όμως αισθάνομαι ότι συ είσαι κοντά μου, διότι κατοικείς στον ιερόν τόπον της σκηνής σου, εις την Σιών. Συ είσαι η δόξα και το καύχημα του λαού σου του ισραηλιτικού.
4 Αλλά εσύ 'σαι ο Άγιος κι είσαι πάντα εκείνος που ο Ισραήλ δοξολογεί.
5 Σ' εσένα ελπίσανε οι πρόγονοί μας· ελπίσαν και τους ελευθέρωσες.
5 ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐῤῥύσω αὐτούς·
5 Εις σε είχαν στηρίξει τας ελπίδας των οι πρόγονοί μας. Εις σε ήλπισαν και συ, ανταμείβων την πίστιν των, τους απήλλαξες από τους κινδύνους.
6 πρὸς σὲ ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃσχύνθησαν.
6 Προς σε έκραξαν εκείνοι με όλην των την δύναμιν και εσώθησαν από τα κακά και τους κινδύνους, που τους απειλούσαν. Εις σε εστήριξαν τας ελπίδας των και δεν εντροπιάσθησαν δι' αυτό, αλλά εδικαιώθησαν.
6 Σ' εσένα φώναξαν με δύναμη και σώθηκαν· σ' εσένα ελπίσανε και δεν ντροπιάστηκαν.
7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.
7 Εγώ όμως είμαι άθλιος ωσάν ένας σκώληξ, δεν είμαι καν άνθρωπος. Εγινα χλευασμός και περίγελως των ανθρώπων. Σαν μια τιποτένια ύπαρξις θεωρούμαι από τον λαόν.
7 Αλλά εγώ είμαι σκουλήκι κι όχι άνθρωπος· ανθρώπου παρωδία και λαού απόδιωγμα.
8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·
8 Ολοι όσοι με βλέπουν με εμπαίζουν και με σαρκάζουν· με υβρίζουν και με βλασφημούν, κινούν ειρωνικώς και απειλητικώς την κεφαλήν των λέγοντες·
8 Με ειρωνεύεται καθένας που με βλέπει· ζαρώνουνε τα χείλη τους, κουνάνε το κεφάλι:
9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.
9 “ισχυρίζεται ότι έχει στηρίξει τας ελπίδας του στον Κυριον. Αν αυτό είναι αληθινόν, ας τον σώση ο Θεός από τον θάνατον. Ας τον σώση, διότι αυτός ισχυρίζετο, ότι ο Κυριος τον θέλει, ότι ο Κυριος τον αγαπά ιδιαιτέρως”.
9 «Κατέφυγε στον Κύριο», λένε, «ας τον σώσει· ας τον λυτρώσει, αφού τον αγαπάει».
10 ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου·
10 Και όμως εγώ αισθάνομαι και έχω την βεβαιότητα ότι αγαπώμαι από σε, διότι συ είσαι εκείνος, ο οποίος με ανέσπασες από την κοιλίαν της μητρός μου και με έφερες στον κόσμον. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτής ακόμα της βρεφικής μου ηλικίας, όταν εθήλαζα το γάλα της μητρός μου.
10 Εσύ με πήρες απ' τη μήτρα· και μ' εμπιστεύτηκες στης μάνας μου τα στήθια.
11 ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφην ἐκ μήτρας, ἀπὸ γαστρὸς μητρός μου Θεός μου εἶ σύ·
11 Και έμβρυον, όταν ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου, εις σε είχα επιρριφθή με πίστιν. Ναι, Κυριε, από της εποχής, που ήμούν εις την κοιλίαν της μητρός μου, συ είσαι ο Θεός μου και σωτήρ μου.
11 Είμαι κοντά σου από τη γέννησή μου· απ' την κοιλιά της μάνας μου εσύ 'σαι ο Θεός μου.
12 μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν.
12 Μη, λοιπόν, απομακρυνθής και τώρα από εμέ, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην θλίψιν και δεν υπάρχει κανείς να μου δώση βοήθειαν.
12 Μη φεύγεις από μένα! Η θλίψη έρχεται· και δεν υπάρχει βοηθός.
13 περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·
13 Οι εχθροί μου με έχουν περικυκλώσει, ωσάν άγριοι μόσχοι. Από παντού με έχουν περισφίγξει σαν δυνατοί μαινόμενοι ασυγκράτητοι ταύροι.
13 Με βάλανε στη μέση δυνατοί πολλοί, της Βασάν οι ταύροι με κυκλώσαν.
14 ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
14 Ηνοιξαν εναντίον μου διάπλατα φοβερόν το στόμα των σαν άγρια ληοντάρια, τα οποία ωρυόμενα αρπάζουν με μανίαν το θύμα των.
14 Δείχνονται απειλητικοί εναντίον μου σαν το λιοντάρι που ξεσκίζει και βρυχιέται.
15 ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου·
15 Από τους τρομερούς και αβάστακτους πόνους παρέλυσα. Εγινα σαν το νερό, που χύνεται ασκόπως κατά γης. Σαν να εξεκλειδώθησαν αι αρθρώσεις μου, σαν να διεσκορπίσθησαν τα οστά μου. Η καρδία μου μέσα στο στήθος μου είναι ωσάν κερί, το οποίον λυώνει από την φωτιάν.
15 Σαν το νερό παρέλυσα, τσακίστηκαν όλα τα κόκαλά μου. Μέσα μου έγιν' η καρδιά σαν το κερί που λιώνει.
16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
16 Σαν πήλινο σκεύος, το οποίον χωρίς νερό ξηραίνεται στον φλογερόν ήλιον, έτσι εξηράνθη και εξέλιπεν η δύναμίς μου. Η γλώσσα μου από την δίψαν, που με κατακαίει και την αγωνίαν, εκόλλησεν στον λάρυγγά μου. Και συ, Κυριε, φαίνεται σαν να με άφησες, να φθάσω στο χώμα του βαθέος τάφου.
16 Σαν κεραμίδι ο λάρυγγάς μου στέγνωσε, κι η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο· με έριξες στο χώμα να πεθάνω.
17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.
17 Διότι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέλη αγρίων κυνών με έχουν περικυκλώσει. Ο συρφετός αυτός των κακούργων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν διατρυπήσει τα χέρια μου και τα πόδια μου.
17 Σκύλοι με κύκλωσαν, κακοποιών φατρία μ' έβαλε στη μέση· ξεσκίσανε τα χέρια και τα πόδια μου.
18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με.
18 Από την εξάντλησιν και την αδυναμίαν, εις την οποίαν έχω καταντήσει, υμπορούν όλοι να διακρίνουν και να μετρούν τα οστά του σώματός μου. Οι εχθροί μου με χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τον πόνον μου και τον σπαραγμόν μου.
18 Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκαλά μου· κι εκείνοι με κοιτάζουνε.
19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
19 Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το ακριβώτερον ένδυμά μου- τον άρραφον χιτώνα- έβαλαν κλήρον, ποιός θα το πάρη.
19 Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους και ρίχνουν κλήρο για τη φορεσιά μου.
20 σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες.
20 Συ όμως, Κυριε, μη βραδύνης να με βοηθήσης. Μη αναβάλλης αλλά ελά εις την βοήθειάν μου.
20 Εσύ όμως, Κύριε, μη μένεις μακριά μου· έλα γοργά να με βοηθήσεις, δύναμή μου!
21 ῥῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου·
21 Γλύτωσε, Κυριε, την ζωήν μου από την ρομφαίαν, την οποίαν με μανίαν υψώνουν και ετοιμάζονται να καταφέρουν εναντίον μου οι εχθροί μου. Την μονάκριβον και πολύτιμον ψυχήν μου γλύτωσέ την, Κυριε, από την μανίαν του λαού, ο οποίος ωσάν λυσσασμένος σκύλος ορμά εναντίον μου.
21 Λύτρωσε τη ζωή μου απ' το σπαθί, από την εξουσία του σκύλου την πολύτιμη ψυχή μου.
22 σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος καὶ ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν ταπείνωσίν μου.
22 Σώσε με από τους εχθρούς μου, οι οποίοι σαν ληοντάρι πεινασμένο ανοίγουν άγριον το στόμα των, δια να με καταβροχθίσουν. Εμέ, που έχω δυθισθή εις τόσην ταπείνωσιν και εξουδένωσιν, γλύτωσέ με από τους επιτιθεμένους εναντίον μου με μανίαν ζώου μονοκέρωτος.
22 Βγάλε με απ' του λιονταριού το στόμα· σώσε με απ' του αγριοβούβαλου τα κέρατα. Κύριε, μου 'χεις κιόλας αποκριθεί!
23 διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε.
23 Εάν, Κυριε, με σώσης, και πιστεύω απολύτως ότι θα με σώσης, θα διηγούμαι τα μεγαλεία σου στους αδελφούς μου τους Ισραηλίτας. Εν μέσω συναθροίσεως λαού πολλού θα σε δοξολογώ.
23 Θα εξιστορώ στ' αδέρφια μου την ύπαρξή σου· μέσα σ' όλη τη σύναξη θα σ' εξυμνώ.
24 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰακώβ, δοξάσατε αὐτόν, φοβηθήτω δὴ ἀπ' αὐτοῦ ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰσραήλ,
24 Σεις, που φοβείσθε τον Κυριον, δοξάσατέ τον. Ολοι οι απόγονοι του Ισραήλ υμνολογήσατέ τον. Λατρεύσατέ τον με φόβον όλοι οι Ισραηλίται,
24 Όσοι τον Κύριο σέβεστε υμνήστε τον! Όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ, δοξάστε τον! Όλοι οι Ισραηλίτες, φοβηθείτε τον!
25 ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν οὐδὲ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέ μου.
25 διότι ο Κυριος δεν κατεφρόνησε και δεν παρέβλεψε με δυσφορίαν ως ενοχλητικήν την δέησιν εμού του πτωχού και εξευτελισμένου ούτε και εγύρισεν αλλού το πρόσωπόν του, αλλά όταν με πίστιν έκραξα προς αυτόν, ήκουσε και εδέχθη την προσευχήν μου.
25 Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε· δεν έκρυψε απ' αυτόν το πρόσωπό του μα στην κραυγή του για βοήθεια ανταποκρίθηκε.
26 παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ, ἐξομολογήσομαί σοι, τὰς εὐχάς μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων σε.
26 Λυτρωμένος με την δύναμίν σου, Κυριε, και ασφαλής, από σε θα πάρω την έμπνευσιν, δια να σε υμνολογήσω ανάμεσα εις πολύν λαόν. Τα τάματα, που έχω κάμει όταν σε επεκαλούμην να με σώσης, θα τα εκπληρώσω σαν ιεράν υποχρέωσιν ενώπιον όλων εκείνων, που σέβονται το Ονομά σου.
26 Ο έπαινός μου από σένα αρχίζει, Κύριε, σε σύναξη μεγάλη· τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω μπροστά σ' αυτούς που σε φοβούνται.
27 φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
27 Πλουσίαν θυσίαν ευγνωμοσύνης, υλικήν και πνευματικήν, θα προσφέρω προς σε δια την σωτηρίαν, που μου έδωσες. Από αυτήν θα φάγουν οι πτωχοί και θα χορτάσουν υλικώς και πνευματικώς και θα δοξολογήσουν τον Κυριον όλοι εκείνοι, που με προσευχήν και πίστιν τον επιζητούν. Με την ιεράν αυτήν τροφήν της θυσίας μου θα ζήσουν αι ψυχαί των εις αιώνας αιώνων.
27 Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν· όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον δοξάσουν· οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.
28 μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν,
28 Και αυτά ακόμη τα ειδωλολατρικά έθνη θα ενθυμηθούν τον Κυριον. Ολοι οι εις τα πέρατα της γης κατοικούντες λαοί θα πέσουν ενώπιόν του και θα προσκυνήσουν αυτόν όλαι αι φυλαί της γης.
28 Θα θυμηθούν και θα γυρίσουνε στον Κύριο όλα τα πέρατα της γης· και θα τον προσκυνήσουν οι οικογένειες όλες των λαών.
29 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν.
29 Διότι στον Κυριον ανήκει δικαιωματικώς και απολύτως η βασιλεία επί πάντων και αυτός είναι ο μόνος, που δικαιούται να δεσπόζη και δεσπόζει επάνω εις όλα τα έθνη.
29 Γιατί στον Κύριο η απόλυτη εξουσία ανήκει κι αυτός στα έθνη κυριαρχεί.
30 ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς, ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς γῆν. καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ ζῇ,
30 Από το συμπόσιον αυτό της πνευματικής θυσίας θα φάγουν και θα προσκυνήσουν τον Κυριον όλοι οι άρχοντες και οι μεγάλοι του κόσμου. Ενώπιόν του θα πέσουν με σεβασμόν και θα προσκυνήσουν με ευγνωμοσύνην και όλοι οι ταλαιπωρημένοι θνητοί, που έχουν καταπέσει μέχρι του εδάφους και καταπατούνται από τους ισχυρούς της γης. Η ψυχή μου, ολόκληρος η ύπαρξίς μου ζη και υπάρχει δι' αυτόν, δια να τον υπηρετή και να τον δοξάζη.
30 Μονάχα αυτόν θα προσκυνήσουν οι καλοζωισμένοι όλοι της γης· κάθε θνητός της γης θα υποκλιθεί μπροστά του· θα ζήσει κι η ψυχή μου χάρη σ' αυτόν.
31 καὶ τὸ σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ· ἀναγγελήσεται τῷ Κυρίῳ γενεὰ ἡ ἐρχομένη,
31 Και οι απόγονοί μου θα τον υπηρετήσουν με πίστιν, η γενεά αυτή των ευσεβών ανθρώπων, που πρόκειται να έλθη, θα αναγγελθή στον εν ουρανοίς Κυριον ως λαός ιδικός του.
31 Οι επερχόμενες γενιές θα τον λατρεύουν· θα μιλάνε για τον Κύριο στη γενιά που 'ρχεται,
32 καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος.
32 Θα αναγγείλουν και θα καταστήσουν γνωστήν την δικαιοσύνην του στον λαόν, ο οποίος πρόκειται να γεννηθή από το πάθημα και τον θρίαμβον του οσίου του, λαόν τον οποίον ανεγέννησε και ανέδειξεν ο Κυριος.
32 θα διαλαλούνε τη δικαιοσύνη του· σ' αυτούς που πρόκειται να γεννηθούν, τα όσα έκανε θα πουν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Εὐχαριστία γιά τόν βασιλέα.
α2 Γιά νά ἔχη σωστή πορεία ἡ χώρα, ἡ πόλη τό χωριό.
γ Γιά νά ἐμποδίση ὁ Θεός τήν (ἐπέκταση) τῆς πυρκαϊᾶς, γιά νά μήν γίνη κακό.
στ Ὅταν ἡ ψυχή διακατέχεται ἀπό ἀπελπισία.
θ "Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.
"Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος".
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 22

ΨΑΛΜΟΣ 22 - ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΜΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.
1 Ο Κυριος μου ως στοργικός ποιμήν με περιφρουρεί, με συντηρεί, με τρέφει. Τιποτε δεν θα μου λείψη.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Ποιμένας μου ο Κύριος και δεν θα στερηθώ.
2 εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με,
2 Εις πλουσίους χλοερούς βοσκοτόπους, εις τόπους ευφορίας και αναψυχής, εκεί με εγκατέστησε. Με τα ολοκάθαρα δροσερά νερά έσβησε την δίψαν μου και με ανεζωογόνησε.
2 Σε πράσινα λιβάδια με αναπαύει, με πάει σε νερά δροσιστικά.
3 τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
3 Και έτσι εις την λιποψυχήσασαν ψυχήν μου επανέδωσε σφρίγος και ζωτικότητα. Με ωδήγησε στοργικώς στους ευθείς και χαρούμενους δρόμους της δικαιοσύνης, όχι δια την αξίαν μου αλλά δια το πανάγαθον Ονομά του.
3 Ανανεώνει τη ζωή μου, στο σωστό δρόμο με οδηγεί για να δοξάσει τ' όνομά του.
4 ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ῥάβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν.
4 Ακριβώς, διότι συ, Κυριε, είσαι ο στοργικός προστάτης μου και ποιμήν, εάν βαδίσω και περάσω δια μέσου σκοτεινών και αποκρήμνων περιοχών και εάν αντικρύσω τον θάνατον, δεν θα φοβηθώ μήπως πάθω κάτι κακόν, διότι συ θα είσαι μαζή μου. Διότι η ποιμαντική σου ράβδος, η βακτηρία σου, αυτή θα με στηρίζη, θα με εμψυχώνη, θα με παρηγορή.
4 Αν πορευτώ μες σε θανατερό σκοτάδι, κακό κανένα δε φοβάμαι, γιατί μαζί μου, Κύριε, είσ' εσύ· η γκλίτσα και το ρόπαλό σου μου δίνουν σιγουριά.
5 ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.
5 Συ, Κυριε, εν τη αγαθότητί σου ητοίμασες ενώπιόν μου τράπεζαν πλουσίων φαγητών απέναντι και εις πείσμα των εχθρών μου. Ηλειψας την κεφαλήν μου με ευώδες άρωμα, πριν κατακλιθώ στο δείπνον σου, και το ποτήριόν σου, με το οποίον με εκέρασες, ήτο γεμάτο από άριστον ευφραντικόν, μεθυστικόν ποτόν.
5 Τραπέζι μπρος μου ετοιμάζεις αντίκρυ στους εχθρούς μου· μυρώνεις το κεφάλι μου με λάδι, και ξεχειλίζει το ποτήρι μου.
6 καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
6 Το έλεος της στοργής σου θα με ακολουθή και θα με καταδιώκη με επιμονήν όλας τας ημέρας της ζωής μου και έτσι εγώ χαρούμενος και ευτυχής θα κατοικώ στον ναόν σου του Κυρίου μου, εις ατελεύτητον μακρότητα ημερών.
6 Ναι, η καλοσύνη κι η αγάπη θα 'ναι μαζί μου όλες τις μέρες της ζωής μου· και στου Κυρίου θα κατοικώ τον οίκο για πάντα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Δοκιμασία καί σωτηρία.
α2 Γιά τήν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου. Γιά νά σταματοῦν οἱ πόλεμοι.
β Ὅταν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι ὁ Κύριος σέ ποιμένει καί σέ ὁδηγεῖ σέ προκοπή.
γ Γιά νά ἡμερέψει ὁ Θεός τά ἄτακτα καί ἀνυπάκουα παιδιά, πού θλίβουν τούς γονεῖς των.
δ Ἄν νοιώθης μόνος, ἀπογοητευμένος.
στ Προσευχή γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς!
η "Παρουσιάζει τό βίωμα τῆς λελυτρωμένης ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει τήν συνείδησιν τῆς πατρότητος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἰδικῆς της υἱότητος ἀλλά καί ἁμαρτωλότητος".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ ἀγαθότης καί τό ἔλεός Του".

ΨΑΛΜΟΣ 23

ΨΑΛΜΟΣ 23 - Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΟ ΝΑΟ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· τῆς μιᾶς Σαββάτων.

1 Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ.
1 Εις τον Κυριον ανηκεί η γη και κάθε τι, το οποίον την γεμίζει, κάθε κατοικουμένη περιοχή και όλοι, όσοι κατοικούν εις αυτήν.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Του Κυρίου είν' η γη και ό,τι τη γεμίζει· η οικουμένη κι όσοι μένουνε σ' αυτήν.
2 αὐτὸς ἐπὶ θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτὴν καὶ ἐπὶ ποταμῶν ἡτοίμασεν αὐτήν.
2 Αυτός εθεμελίωσε σταθεράν και ακλόνητον την γην επάνω εις τας θαλάσσας, την εστερέωσεν επάνω εις τα ποτάμια ρεύματα, και παρ' όλον τούτο μένει σταθερά και αμετακίνητος. Θαλασσαι την περιζώνουν, ποταμοί την διασχίζουν, άφθονα ύδατα ευρίσκονται κάτω από αυτήν και όμως είναι και μένει ακλόνητος.
2 Αυτός στα νερά πάνω τη θεμέλιωσε· και στα ποτάμια πάνω τη στερέωσε.
3 τίς ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ τίς στήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ;
3 Ποιός θα ανεβή στον ιερόν λόφον του Κυρίου, την Σιών, δια να προσκυνήση άξιως; Ποιός θα σταθή ακατάκριτος και με παρρησίαν στον άγιον αυτόν τόπον;
3 Ποιος μπορεί ν' ανεβεί στο όρος του Κυρίου; και ποιος στον άγιο του τον τόπο να σταθεί;
4 ἀθῷος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὃς οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ οὐκ ὤμοσεν ἐπὶ δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ.
4 Εκείνος ο οποίος έχει αθώας και αγνάς τας χείρας του από κάθε κακίαν, καθαράν και ανένοχον την καρδίαν του, αυτός ο οποίος δεν έδωσε την ψυχήν του εις τα μάταια και επιβλαβή έργα και πράγματα του κόσμου αυτού και δεν ωρκίσθη δολίως με τον σκοπόν να εξαπατήση τον πλησίον του καταπατών τους όρκους του.
4 Καθένας που τα χέρια του δεν έπραξαν κακό και καθαρή είν' η καρδιά του, όποιος δεν επιδόθηκε σε μάταια πράγματα, ούτε ορκίστηκε με δόλο για το διπλανό του.
5 οὗτος λήψεται εὐλογίαν παρὰ Κυρίου καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ.
5 Αυτός θα λάβη ευλογίας παρά του Κυρίου, και θα τύχη ελέους εκ μέρους του Θεού και σωτήρος.
5 Αυτός θα λάβει ευλογία από τον Κύριο· και δικαιοσύνη απ' το Θεό του που τον σώζει.
6 αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον, ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ. (διάψαλμα).
6 Αυτή είναι η ευσεβής γενεά των ανθρώπων, οι οποίοι πράγματι επιζητούν να ευαρεστήσουν στον Κυριον, οι οποίοι φροντίζουν να λατρεύσουν άξιως και να προσκυνήσουν το πρόσωπον του αληθινού Θεού, του Θεού του Ιακώβ.
6 Αυτή είναι η γενιά που τον ζητάει, και λαχταράει την παρουσία του ο Ιακώβ. (Διάψαλμα)
7 ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
7 Και τώρα που πρόκειται η κιβωτός του Κυρίου να εισέλθη στον ναόν, ανοίξατε διάπλατα τας πύλας σεις οι άρχοντες. Ας υψωθούν και ας πλατυνθούν αι αιωνόβιαι πύλαι, δια να εισέλθη στον ναόν ο ένδοξος βασιλεύς.
7 Ανοίξτε πύλες, και υψωθείτε θύρες αιώνιες, να μπει ο δοξασμένος βασιλιάς.
8 τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ.
8 Ποιός είναι αυτός ο ένδοξος βασιλεύς; Αυτός είναι ο Θεός, ο κραταιός και δυνατός, ο Κυριος ο πανίσχυρος στους πολέμους.
8 Ποιος είν' αυτός ο δοξασμένος βασιλιάς; Ο Κύριος ο κραταιός κι ο ισχυρός· ο Κύριος, ο δυνατός στον πόλεμο.
9 ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
9 Και πάλιν οι έξω του φρουρίου ευρισκόμενοι ανοίξατε διάπλατα τας πύλας σας, ω άρχοντες, υψώθητε αρχαιόταται πύλαι, δια να εισέλθη ο ένδοξος βασιλεύς.
9 Ανοίξτε πύλες, και υψωθείτε θύρες αιώνιες, να μπει ο δοξασμένος βασιλιάς.
10 τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
10 Ποιός είναι αυτός ο ένδοξος βασιλεύς; Είναι ο αληθινός Θεός, ο Κυριος όλων των δυνάμεων του ουρανού και της γης. Αυτός είναι ο βασιλεύς της δόξης.
10 Ποιος είν' αυτός ο δοξασμένος βασιλιάς; Ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός είναι ο δοξασμένος βασιλιάς. (Διάψαλμα)

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τά πρόβατα καί ὁ βοσκός.
α2 Γιά νά συμφιλιωθοῦν οἱ μαλωμένοι.
Γιά νά ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοί στήν ὀρθή πίστη.
β Γιά νά θαυμάζεις τήν τάξη τῆς κτίσεως καί τήν φροντίδα τῆς θείας Πρόνοιας.
Γιά εὐχαριστία τήν Κυριακή.
γ Γιά νά ἀνοίξη ὁ Θεός τήν πόρτα ὅταν χαθῆ τό κλειδί.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 24

ΨΑΛΜΟΣ 24 - ΓΝΩΡΙΣΕ ΜΟΥ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕ ΤΑ ΛΑΘΗ ΜΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Πρὸς σέ, Κύριε, ἦρα τὴν ψυχήν μου, ὁ Θεός μου.
1 Προς σέ, Κυριε, που είσαι ο Θεός μου, ανύψωσα τον νουν και την καρδίαν μου, αφού τα απέσπασα από τας ματαιότητας του κόσμου τούτου.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Σ' εσένα, Κύριε, υψώνω την ψυχή μου.
2 ἐπὶ σοὶ πέποιθα· μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα, μηδὲ καταγελασάτωσάν με οἱ ἐχθροί μου.
2 Εις σε έχω στηρίξει την πεποίθησίν μου. Μη επιτρέψης ποτέ, Κυριε, και παρασυρθώ εις αμαρτίαν και κατεξευτελισθώ εις την παρούσαν ζωήν. Ούτε και να γίνω αντικείμενον χλευασμού και ονειδισμού εκ μέρους των εχθρών μου.
2 Θεέ μου, σ' εσένα έλπισα, ας μη βγω γελασμένος· ας μην καταχαρούν για μένα οι εχθροί μου.
3 καὶ γὰρ πάντες οἱ ὑπομένοντές σε οὐ μὴ καταισχυνθῶσιν· αἰσχυνθήτωσαν οἱ ἀνομοῦντες διακενῆς.
3 Ζητώ αυτήν την χάριν από σέ, διότι βλέπω ότι όλοι όσοι υπομένουν δοκιμασίας και περιμένουν με πίστιν από σε την βοήθειαν, δεν θα καταισχυνθούν. Εξ αντιθέτου θα κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι εκτρέπονται εις παρανομίας, χωρίς μάλιστα και να αποκομίζουν κανένα κέρδος από αυτάς.
3 Κι όλοι που ελπίζουνε σ' εσένα, ας μην ντροπιαστούν· ας ντροπιαστούν οι μάταιοι παραβάτες.
4 τὰς ὁδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, καὶ τὰς τρίβους σου δίδαξόν με.
4 Καμε γνωστάς, Κυριε, εις εμέ τας οδούς των εντολών σου, δίδαξέ με με τον ιδικόν σου φωτισμόν και με την ιδικήν σου παιδαγωγίαν τους δρόμους της θεαρέστου ζωής.
4 Κύριε, δείξε μου τους δρόμους σου και μάθε μου τα μονοπάτια τα δικά σου.
5 ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου καὶ δίδαξόν με, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ σωτήρ μου, καὶ σὲ ὑπέμεινα ὅλην τὴν ἡμέραν.
5 Οδήγησέ με στο να γνωρίσω και να δεχθώ την αλήθειάν σου. Διδαξέ με, ώστε να εννοήσω βαθύτατα και να παραδεχθώ ακλόνητα, ότι συ είσαι ο Θεός μου και ο σωτήρ μου. Δι' αυτό και όλην την ημέραν και όλας τας ημέρας της ζωής μου ελπίζω και περιμένω από σε βοήθειαν.
5 Οδήγησέ με στην αλήθεια σου και δίδαξέ με, γιατί εσύ 'σαι ο Θεός μου που με σώζεις· σ' εσένα ελπίζω όλη μέρα.
6 μνήσθητι τῶν οἰκτιρμῶν σου, Κύριε, καὶ τὰ ἐλέη σου, ὅτι ἀπὸ τοῦ αἰῶνός εἰσιν.
6 Ενθυμήσου, Κυριε, και στείλε και προς εμέ τους οικτιρμούς σου και τα ελέη σου. Ανεξάντλητα και αιώνια είναι τα ελέη σου, τα οποία έδειξες στους προγόνους μας, στον λαόν του Ισραήλ.
6 Θυμήσου, Κύριε, πως ήσουν πάντα σπλαχνικός κι όλος αγάπη.
7 ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς· κατὰ τὸ ἔλεός σου μνήσθητί μου, σύ, ἕνεκεν χρηστότητός σου, Κύριε.
7 Της νεότητός μας τας αμαρτίας, όπως και τας άλλας, τας οποίας εξ αγνοίας διέπραξα, μη τας ενθυμηθής, Κυριε. Να με ενθυμηθής σύμφωνα με το άπειρον έλεός σου, διότι είναι απέραντος η καλωσύνη σου, Κυριε.
7 Τα παραπτώματα της νιότης μου και τ' ανομήματά μου μην τα θυμηθείς. Όπως ταιριάζει στην αγάπη σου, να με σκεφτείς· σύμφωνα, Κύριε, με την καλοσύνη σου.
8 χρηστὸς καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος· διὰ τοῦτο νομοθετήσει ἁμαρτάνοντας ἐν ὁδῷ.
8 Αγαθός και ευεργετικός και δίκαιος προς όλους είναι ο Κυριος. Δι' αυτό θα διδάσκη και θα καθοδηγή με τον Νομον του τους αμαρτάνοντας, δια να επιστρέψουν στον δρόμον της αρετής.
8 Καλός και δίκαιος ο Κύριος· γι' αυτό και δείχνει στους αμαρτωλούς το δρόμο.
9 ὁδηγήσει πραεῖς ἐν κρίσει, διδάξει πραεῖς ὁδοὺς αὐτοῦ.
9 Θα οδηγή πάντοτε ο Κυριος τους πράους και ευθείς στον δρόμον της αρετής και εις φωτισμένην ζωήν. Θα διδάξη τους πράους και ταπεινούς τας οδούς των εντολών του.
9 Τους πράους τούς οδηγεί στη σωστή απόφαση· σ' αυτούς το δρόμο του διδάσκει.
10 πᾶσαι αἱ ὁδοὶ Κυρίου ἔλεος καὶ ἀλήθεια τοῖς ἐκζητοῦσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ.
10 Ολαι αι εντολαί του Κυρίου, αι οποίαι αναφέρονται εις ρύθμισιν της ζωής μας, είναι γεμάται από την ευσπλαγχνίαν του και την αξιοπιστίαν του εις εκείνους, οι οποίοι ενδιαφέρονται και ζητούν να μάθουν το θέλημά του και όλας τας εντολάς του.
10 Όλοι οι δρόμοι του Κυρίου είναι χάρη κι αλήθεια σ' όσους τη διαθήκη του εφαρμόζουν και τις δικές του εντολές.
11 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, καὶ ἱλάσθητι τῇ ἁμαρτίᾳ μου, πολλὴ γάρ ἐστι.
11 Δια το Ονομά σου, ελεήμων Κυριε, και προς δόξαν της αγαθότητός σου συγχώρησε τας αμαρτίας μου, αι οποίαι είναι πολλαί και μεγάλαι.
11 Για τ' όνομά σου, Κύριε, συγχώρησε κι αυτή την ενοχή μου, κι ας ήτανε μεγάλη.
12 τίς ἐστιν ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον; νομοθετήσει αὐτῷ ἐν ὁδῷ, ᾗ ᾑρετίσατο.
12 Ποιός είναι ο άνθρωπος, ο οποίος πράγματι ευλαβείται και σέβεται τον Κυριον; Εις αυτόν θα δώση Νομον ο Κυριος, δια να καθοδηγήται στον δρόμον, τον οποίον έχει εκλέξει.
12 Εκείνος που τον Κύριο σέβεται διδάσκεται απ' αυτόν τι δρόμο να διαλέξει.
13 ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ κληρονομήσει γῆν.
13 Η ψυχή του ανθρώπου αυτού θα αναπαύεται ανάμεσα εις πλούσια αγαθά και οι απόγονοί του θα κληρονομούν και θα κατέχουν πάντοτε την γην των προγόνων των.
13 Θ' απολαμβάνει μόνιμα τα αγαθά η ψυχή του· κι οι απόγονοί του τη χώρα θα 'χουν κτήμα τους.
14 κραταίωμα Κύριος τῶν φοβουμένων αὐτόν, καὶ ἡ διαθήκη αὐτοῦ δηλώσει αὐτοῖς.
14 Ο Κυριος είναι η κραταιά και ακατανίκητος δύναμις αυτών, που τον φοβούνται. Αυτήν την αλήθειαν μαρτυρεί και θα μαρτυρή η διαθήκη, την οποίαν έκαμε προς αυτούς.
14 Ο Κύριος εμπιστεύεται αυτούς που τον φοβούνται· σ' αυτούς θα φανερώσει τη διαθήκη του.
15 οἱ ὀφθαλμοί μου διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου.
15 Δια τούτο οι οφθαλμοί μου είναι πάντοτε εστραμμένοι προς τον Κυριον, διότι αυτός θα αποσπάση και θα ελευθερώση τα πόδια μου από την παγίδα.
15 Τα μάτια μου ασταμάτητα στον Κύριο τα στρέφω· γιατί θα βγάλει αυτός τα πόδια μου απ' την παγίδα.
16 ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, ὅτι μονογενὴς καὶ πτωχός εἰμι ἐγώ.
16 Κυριε, ρίψε ευσπλαγχνικόν το βλέμμα σου προς εμέ και ελέησέ με, διότι είμαι μόνος και ταλαιπωρημένος εις την ζωήν.
16 Κοίτα με και σπλαχνίσου με, έτσι μόνος κι αδύνατος που είμαι.
17 αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπληθύνθησαν· ἐκ τῶν ἀναγκῶν μου ἐξάγαγέ με.
17 Αι θλίψεις της καρδίας μου έχουν πληθυνθή και βαρυνθή. Βγάλε με και λύτρωσέ με από τας στενοχώρους αυτάς περιστάσεις.
17 Αυξήθηκαν οι θλίψεις της καρδιάς μου· λευτέρωσέ με από τα άγχη μου.
18 ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου.
18 Ιδε, Κυριε, την ταπείνωσιν, εις την οποίαν έχω καταπέσει και τον μόχθον, από τον οποίον βαρύνομαι, και συγχώρησε όλας μου τας αμαρτίας.
18 Κοίτα την αθλιότητά μου και το μόχθο μου· κι εξάλειψε όλα τα αμαρτήματά μου.
19 ἴδε τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με.
19 Ιδέ ακόμη, Κυριε, και τους εχθρούς μου, διότι πάρα πολύ επληθύνθησαν, και με ένα άδικον φοβερόν μίσος με έχουν μισήσει.
19 Κοίταξε πόσο αυξήθηκαν οι εχθροί μου, και με μισούν θανάσιμα.
20 φύλαξον τὴν ψυχήν μου καὶ ῥῦσαί με· μὴ καταισχυνθείην, ὅτι ἤλπισα ἐπὶ σέ.
20 Φυλαξε την ζωήν μου από τας επιβουλάς αυτών των εχθρών και γλύτωσέ με. Μη επιτρέψης να εντροπιασθώ και κατεξευτελισθώ από αυτούς, διότι εγώ έχω στηρίξει εις σε την ελπίδα της βοηθείας μου.
20 Φύλαξε την ψυχή μου και λευτέρωσέ με· ας μη βγω γελασμένος που σ' εσένα κατέφυγα.
21 ἄκακοι καὶ εὐθεῖς ἐκολλῶντό μοι, ὅτι ὑπέμεινά σε, Κύριε.
21 Απονήρευτοι και ευθείς άνθρωποι, ξένοι προς κάθε δολιότητα και κακίαν με ακολουθούσαν πιστώς, διότι εγώ, Κυριε, υπέμεινα και επέμεινα ελπίζων εις σέ.
21 Δικαιοσύνη κι αθωότητα ας με φυλάνε, γιατί σ' εσένα, Κύριε, έλπισα.
22 λύτρωσαι, ὁ Θεός, τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ.
22 Δια να ενθαρρυνθούν και στερεωθούν και αυτοί εις την προς σε πίστιν, γλύτωσέ με, Κυριε, από θλίψεις και κινδύνους και όχι μόνον εμέ αλλά ολόκληρον τον Ισραηλιτικόν λαόν από όλας τας θλίψστου.
22 Λύτρωσε, Θεέ, τον Ισραήλ απ' όλες του τις θλίψεις.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Λατρεία.
α2 Γιά νά μαλακώσουν οἱ καρδιές τῶν σκληρόκαρδων ἀνθρώπων
β Ὅταν οἱ ἐχθροί σέ περιτριγυρίζουν.
γ Γιά τούς ἀνθρώπους πού φθονεῖ ὁ πειρασμός καί τούς φέρνει συνέχεια ἀναποδιές στήν ζωή τους, γιά νά γογγύσουν.
στ Πρωϊνή δέηση καί ἱκεσία πρός τόν Κύριο, ὅπου ζητεῖται ὁ φωτισμός καί ἡ καθοδήγηση, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ προστασία ἀπό ἐχθρούς ἰσχυρούς
θ Αἴτηση παρά τοῦ Θεοῦ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας.
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 25

ΨΑΛΜΟΣ 25 - ΕΝΑΣ ΑΘΩΟΣ ΠΡΟΣΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟ ΘΕΟ

Τοῦ Δαυΐδ.

1 Κρῖνόν με, Κύριε, ὅτι ἐγὼ ἐν ἀκακίᾳ μου ἐπορεύθην καὶ ἐπὶ τῷ Κυρίῳ ἐλπίζων, οὐ μὴ ἀσθενήσω.
1 Κρίνόν με, Κυριε, ότι εγώ εν ακακία μου επορεύθην και επί τω Κυρίω ελπίζων ου μη ασθενήσω.
1 Του Δαβίδ. Κρίνε με, Κύριε, γιατί με αθωότητα εγώ πορεύτηκα· σ' εσένα έλπισα, δε θα σαλευτώ.
2 δοκίμασόν με, Κύριε, καὶ πείρασόν με, πύρωσον τοὺς νεφρούς μου καὶ τὴν καρδίαν μου.
2 Δοκιμασον με, Κυριε, και πείρασόν με, πύρωσον τους νεφρούς μου και την καρδίαν μου.
2 Δοκίμασέ με, Κύριε, κι εξέτασε την πίστη μου· τις σκέψεις μου και την καρδιά μου ερεύνησε.
3 ὅτι τὸ ἔλεός σου κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μού ἐστι, καὶ εὐηρέστησα ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου.
3 Οτι το έλεός σου κατέναντι των οφθαλμών μου εστι, και ευηρέστησα εν τη αληθεία σου.
3 Γιατί ποτέ μου δεν ξεχνάω την αγάπη σου· και σύμφωνα με την αλήθεια σου πορεύομαι.
4 οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω·
4 Ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος και μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω·
4 Δεν κάθισα μαζί με ευτελείς θνητούς· και με υστερόβουλους ποτέ μου δε θα πάω.
5 ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω.
5 εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω.
5 Τη σύσκεψη των φαύλων μίσησα· και με τους ασεβείς δε θα συνεδριάσω.
6 νίψομαι ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν σου, Κύριε,
6 Νιψομαι εν αθώοις τας χείράς μου και κυκλώσω το θυσιαστήριόν σου, Κυριε,
6 Στην αθωότητα, Κύριε, πλένω τα χέρια μου· και συμμετέχω στη λατρεία σου.
7 τοῦ ἀκοῦσαί με φωνῆς αἰνέσεώς σου καὶ διηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου.
7 του ακούσαί με φωνής αινέσεως κοι διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσιά σου.
7 Για ν' ακουστεί ηχηρά η ευχαριστία· κι όλα τα θαυμαστά σου έργα να τα διηγηθώ.
8 Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου.
8 Κυριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου.
8 Κύριε, πολύ πεθύμησα να μένω στο ναό σου· στον τόπο αυτό που η δόξα σου τον κατοικεί.
9 μὴ συναπολέσῃς μετὰ ἀσεβῶν τὴν ψυχήν μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν αἱμάτων τὴν ζωήν μου,
9 Μη συναπολέσης μετά ασεβών την ψυχήν μου και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου,
9 Μην κατατάξεις την ψυχή μου με τους ασεβείς· ούτε με δολοφόνους τη ζωή μου.
10 ὧν ἐν χερσὶν ἀνομίαι, ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐπλήσθη δώρων.
10 ων εν χερσίν ανομίαι, η δεξιά αυτών επλήσθη δώρων.
10 Τα δάχτυλά τους βάφτηκαν στο έγκλημα κι απ' τα δωροδοκήματα γεμάτο το δεξί τους χέρι.
11 ἐγὼ δὲ ἐν ἀκακίᾳ μου ἐπορεύθην· λύτρωσαί με καὶ ἐλέησόν με.
11 Εγώ δε εν ακακία μου επορεύθην· λύτρωσαί με και ελέησόν με.
11 Όσο για μένα με την αθωότητά μου ζω· Κύριε, λύτρωσέ με και σπλαχνίσου με.
12 ὁ πούς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι· ἐν ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε, Κύριε.
12 Ο πούς μου έστη εν ευθύτητι· εν εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κυριε.
12 Το πόδι μου πατάει με σιγουριά· σ' ευλογώ στις συνάξεις, Κύριε.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ δυσκολία.
α2 Κατά τῆς μαγείας.
Γιά νά σταματήσουν νά μᾶς ἐπιτίθενται οἱ συνάνθρωποί μας.
β Ὅταν ἐπιμένουν οἱ ἐχθροί νά σέ κακοποιήσουν.
γ Ὅταν ζητᾶ κανείς κάτι καλό ἀπό τόν Θεό, γιά νά τοῦ δώση, χωρίς νά τόν βλάψη.
θ "Αἴτησις βοηθείας παρά τοῦ Θεοῦ ἐν περιστάσεσι".

ΨΑΛΜΟΣ 26

ΨΑΛΜΟΣ 26 - ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΣΦΑΛΗΣ

Τοῦ Δαυΐδ· πρὸ τοῦ χρισθῆναι.

1 Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;
1 Ο Κυριος είναι το φως μου μέσα στο σκοτάδι και εις την άγνοιαν της παρούσης ζωής. Ο Κυριος είναι ο σωτήρ μου. Ποιόν λοιπόν έχω να φοβηθώ; Κανένα. Ο Κυριος υπερασπίζει την ζωήν μου από κάθε κίνδυνον. Από τας απειλάς ποίου έχω να δειλιάσω;
1 Του Δαβίδ. Κύριε, φως μου και σωτηρία μου, ποιον θα φοβηθώ; Κύριε, καταφύγιο της ζωής μου από ποιον θα πανικοβληθώ;
2 ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου, οἱ θλίβοντές με καὶ οἱ ἐχθροί μου, αὐτοὶ ἠσθένησαν καὶ ἔπεσαν.
2 Ενῷ με επλησίαζον ορμητικοί οι κακοποιοί άνθρωποι, δια να με κατασπαράξουν και σαν άγρια θηρία να καταφάγουν τας σάρκας μου, αυτοί, που με έθλιβαν και με τέτοιας εχθρικάς διαθέσεις επήρχοντο εναντίον μου, εκλονίσθησαν και έπεσαν συντετριμμένοι κάτω στο χώμα. Τους είχε κτυπήσει ο Κυριος μου και σωτήρ μου.
2 Όταν με ζύγωσαν κακοί τη σάρκα μου να φθείρουν, εχθροί και καταπιεστές μου, αυτοί σκοντάψαν κι έπεσαν.
3 ἐὰν παρατάξηται ἐπ᾿ ἐμὲ παρεμβολή, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ᾿ ἐμὲ πόλεμος, ἐν ταύτῃ ἐγὼ ἐλπίζω.
3 Εάν, λοιπόν, και παραταχθή ολόκληρον στράτευμα εναντίον μου, δεν θα δειλιάση καθόλου η καρδία μου. Και εάν εξεγερθή πόλεμος εναντίον μου, και εις την περίπτωσιν αυτήν εγώ θα έχω στηριγμένας τας ελπίδας μου στον Κυριον.
3 Κι αν συναχτεί στράτευμα για να με πολεμήσει, η καρδιά μου δεν δειλιάζει· κι αν πόλεμος ξεσπάσει εναντίον μου και τότε εγώ θα έχω εμπιστοσύνη.
4 μίαν ᾐτησάμην παρὰ Κυρίου, ταύτην ἐκζητήσω· τοῦ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν τερπνότητα Κυρίου καὶ ἐπισκέπτεσθαι τὸν ναὸν τὸν ἅγιον αὐτοῦ.
4 Μιαν παράκλησιν δια της προσευχής υπέβαλα στον Κυριον. Μιαν χάριν του εζήτησα και του ζητώ· να κατοικώ στον οίκον του Κυρίου όλας τας ημέρας της ζωής μου, δια να βλέπω και να απολαμβάνω τα θέλγητρα του Θεού μου και να επισκέπτωμαι, ως ευλαβής και ταπεινός λάτρης, τον άγιον ναόν του.
4 Ένα απ' τον Κύριο ζήτησα, και πάλι αυτό ζητάω: Στον οίκο του να κατοικώ όλες τις μέρες που θα ζω· τη χάρη του Κυρίου να θωρώ και στο ναό του να συχνάζω.
5 ὅτι ἔκρυψέ με ἐν σκηνῇ αὑτοῦ ἐν ἡμέρᾳ κακῶν μου, ἐσκέπασέ με ἐν ἀποκρύφῳ τῆς σκηνῆς αὑτοῦ, ἐν πέτρᾳ ὕψωσέ με.
5 Αυτοί οι πόθοι πλημμυρίζουν την καρδίαν μου, διότι εις περίοδον μεγάλων κινδύνων ο Κυριος με έκρυψε και με ησφάλισεν εις την σκηνήν του Μαρτυρίου του. Και ως εάν ήμην εις υψηλόν βράχον με ανύψωσεν ασφαλή, με εδόξασε, με έσωσε.
5 Γιατί μες στη σκηνή του θα με προστατέψει τη μέρα του κακού, στα μύχια της σκηνής του θα μ' αποκρύψει· πάνω σε βράχο θα μ' ανεβάσει ψηλό.
6 καὶ νῦν ἰδοὺ ὕψωσε κεφαλήν μου ἐπ᾿ ἐχθρούς μου· ἐκύκλωσα καὶ ἔθυσα ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ θυσίαν ἀλαλαγμοῦ, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ τῷ Κυρίῳ.
6 Και τώρα, πιστεύω εις την παντοδύναμον προστασίαν του και διακηρύττω ότι ανύψωσε την κεφαλήν, μου εναντίον των εχθρών μου με ανέδειξεν ανώτερόν των. Δι' αυτό και εις ευλαβή λιτανείαν θα κάμω κύκλον περί το θυσιαστήριόν του, θα προσφέρω εις την Σκηνήν του ευχαριστήριον θυσίαν με αλαλαγμούς χαράς, θα τραγουδώ τα μεγαλεία του και θα παίζω μουσικά όργανα προς δόξαν του Κυρίου μου.
6 Και τώρα το κεφάλι μου υψώνεται πάνω από τους εχθρούς που με κυκλώνουν, θυσίες θριάμβου στη σκηνή του θα προσφέρω· θα ψαλμωδήσω και θα παιανίσω για του Κυρίου τη χάρη.
7 εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς φωνῆς μου, ἧς ἐκέκραξα· ἐλέησόν με καὶ εἰσάκουσόν μου.
7 Κυριε, άκουσε την φωνήν της προσευχής μου, με την οποίαν κραυγάζω τώρα προς σέ. Ελέησέ με και κάμε δεκτήν την παράκλησίν μου.
7 Άκου, Κύριε, τη φωνή μου που σ' εσένα απευθύνεται· σπλαχνίσου με και δώσ' μου απόκριση.
8 σοὶ εἶπεν ἡ καρδία μου· Κύριον ζητήσω· ἐξεζήτησέ σε τὸ πρόσωπόν μου· τὸ πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω.
8 Προς σε στρέφεται η καρδία μου και λέγει· Σε τον Κυριον ποθώ και αναζητώ πάντοτε. Με πόθον, Κυριε, η καρδία μου αναζητεί και θα αναζητή το πρόσωπόν σου, την επικοινωνίαν σου.
8 Θυμήθηκα πως είπες: «Αναζητήστε με». Για τούτο, Κύριε, το πρόσωπό σου αναζητώ.
9 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ μὴ ἐκκλίνῃς ἐν ὀργῇ ἀπὸ τοῦ δούλου σου· βοηθός μου γενοῦ, μὴ ἀποσκορακίσῃς με καὶ μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ὁ Θεός, ὁ σωτήρ μου.
9 Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Μη απομακρυνθής ωργισμένος από εμέ τον δούλόν σου. Γινε βοηθός μου. Μη με αποπέμψης ως ενοχλητικόν και φορτικόν. Θεέ μου και σωτήρα μου, μη με εγκαταλείψης.
9 Μην κρύβεσαι από μένα! Το δούλο σου οργισμένος μην τον απωθείς! Εσύ ήσουν ο βοηθός μου· μη μ' αφήνεις και μη μ' εγκαταλείπεις, Θεέ μου και σωτήρα μου.
10 ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με.
10 Διότι ενώ ο πατήρ μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν, ο Κυριος με προσέλαβε και με ανέλαβεν υπό την προστασίαν του.
10 Η μάνα κι ο πατέρας μου μ' εγκαταλείψαν, μα ο Κύριος με δέχεται.
11 νομοθέτησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου καὶ ὁδήγησόν με ἐν τρίβῳ εὐθείᾳ ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου.
11 Γινε συ, Κυριε, ο νομοθέτης μου. Διδαξέ με τον δρόμον των εντολών σου, οδήγησέ με εις την ευθείαν οδόν των εντολών σου ένεκα των εχθρών, που με απειλούν.
11 Μάθε με, Κύριε, το δρόμο σου, στο δρόμο οδήγησέ με το σωστό σε πείσμα των εχθρών μου.
12 μὴ παραδῷς με εἰς ψυχὰς θλιβόντων με, ὅτι ἐπανέστησάν μοι μάρτυρες ἄδικοι, καὶ ἐψεύσατο ἡ ἀδικία ἑαυτῇ.
12 Μη με παραδώσης εις τα χέρια εκείνων, οι οποίοι έχουν σκοπόν να με καταθλίψουν. Διότι κατά τον καιρόν αυτόν εσηκώθησαν εναντίον μου συκοφάνται, διετύπωσαν ψευδείς κατηγορίας και συκοφαντίας εναντίον μου, δια να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά των.
12 Στη βουλιμία των εχθρών μου μη με παραδώσεις, γιατί ψευδομάρτυρες κατέθεσαν σε βάρος μου και αποπνέουν αδικία.
13 πιστεύω τοῦ ἰδεῖν τὰ ἀγαθὰ Κυρίου ἐν γῇ ζώντων.
13 Εγώ όμως πιστεύω, ότι θα σωθώ από τους κινδύνους, που με απειλούν. Θα ζήσω και θα ίδω τα αγαθά του Κυρίου εις την γην αυτήν μαζή με τους άλλους ανθρώπους.
13 Αλίμονό μου αν δεν πίστευα πως του Κυρίου τ' αγαθά στη γη των ζωντανών θα δω.
14 ὑπόμεινον τὸν Κύριον· ἀνδρίζου, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία σου, καὶ ὑπόμεινον τὸν Κύριον.
14 Ω ψυχή μου, υπόμεινε και επίμενε στο θέλημα του Κυρίου. Περίμενε τον Κυριον, έχε θάρρος, ας ενισχύεται η καρδία σου. Υπόμεινε τον Κυριον εις τας θλίψεις σου και περίμενε την λυτρωτικήν επέμβασίν του.
14 Στον Κύριο έλπιζε, ας έχει θάρρος η καρδιά σου και γενναιότητα· ναι, έλπιζε στον Κύριο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή ἑνός δίκαιου ἀνθρώπου
α2 Σέ κάθε δυσκολία.
β Ὅταν ἐπιτίθενται μέ σφοδρότητα οἱ ἐχθροί καί σέ καταφρονοῦν.
γ Γιά νά προστατέψη ὁ Θεός τούς χωρικούς ἀπό ἐχθρικά στρατεύματα, νά μήν τούς λεηλατήσουν.
δ Ἄν νοιώθης μόνος, ἀπογοητευμένος.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων".

ΨΑΛΜΟΣ 27

ΨΑΛΜΟΣ 27 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Τοῦ Δαυΐδ.

1 Πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ὁ Θεός μου, μὴ παρασιωπήσῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ, μήποτε παρασιωπήσῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
1 Προς σε, Κυριε, συνεχώς δια της προσευχής μου κραυγάζω. Συ, ο Θεός μου, μη κωφεύσης και μη αντιπαρέλθης με σιωπήν την αίτησίν μου. Διότι, όταν αδιαφορήσης και δεν απαντήσης εις εμέ, θα γίνω όμοιος με ένα από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι ρίπτονται νεκροί στον βαθύν τάφον.
1 Του Δαβίδ. Σ' εσένα, Κύριε, φωνάζω, βράχε μου, αδιάφορος μη μου σταθείς. Αν δεν μου αποκριθείς θα 'μαι όμοιος μ' εκείνους που τους κατεβάζουνε στον τάφο.
2 εἰσάκουσον τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ δέεσθαί με πρὸς σέ, ἐν τῷ αἴρειν με χεῖράς μου πρὸς ναὸν ἅγιόν σου.
2 Καμε δεκτήν την φωνήν της δεήσεώς μου, την ώραν που με υψωμένα ευλαβώς τα χέριά μου προς τον άγιον ναόν σου σου απευθύνω εκ βάθους καρδίας ολόθερμον ικεσίαν.
2 Άκουσε τη φωνή μου όταν σου δέομαι, όταν βοήθεια σου ζητώ· όταν τα χέρια μου υψώνω στον άγιο σου ναό.
3 μὴ συνελκύσῃς με μετὰ ἁμαρτωλῶν καὶ μετὰ ἐργαζομένων ἀδικίαν μὴ συναπολέσῃς με τῶν λαλούντων εἰρήνην μετὰ τῶν πλησίον αὐτῶν, κακὰ δὲ ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.
3 Μη με σύρης και μη με καταδικάσης εις όλεθρον μαζή με τους αμαρτωλούς ανθρώπους· με εκείνους, οι οποίοι ως έργον των και σκοπόν της ζωής έχουν, το να αδικούν. Αυτοί είναι δίβουλοι και διπρόσωποι. Ειρηνικούς και φιλικούς λόγους ομιλούν προς τους γύρωτων, σχεδιάζουν όμως κακά έργα μέσα εις τας καρδίας των.
3 Μη με πάρεις κι εμένα μαζί με τους ασεβείς, μ' όσους πράττουνε την ανομία· που φιλικά μιλάνε στον πλησίον τους, μα έχουν στην καρδιά τους την κακία.
4 δὸς αὐτοῖς, Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν· κατὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν δὸς αὐτοῖς, ἀπόδος τὸ ἀνταπόδομα αὐτῶν αὐτοῖς.
4 Δώσε, Κυριε, εις αυτούς σύμφωνα με τα έργα των, σύμφωνα με την πονηρίαν και την πανουργίαν των εγκληματικών των σχεδίων και ενεργειών. Δώσε εις αυτούς σύμφωνα με τα κακά έργα των, που διαπράττουν με τα ίδια των τα χέρια. Πλήρωσέ τους και ανταπόδωσέ τους ως μισθόν και ποινήν αυτό, που αρμόζει εις τας αμαρτωλάς των πράξεις.
4 Όμοια δώσ' τους μ' ό,τι πράξανε· όπως ήταν οι πονηρές τους πράξεις, τα ίδια τους τα έργα· την ανταπόδοση που τους αξίζει δώσε τους.
5 ὅτι οὐ συνῆκαν εἰς τὰ ἔργα Κυρίου καὶ εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ· καθελεῖς αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ οἰκοδομήσεις αὐτούς.
5 Διότι αυτοί δεν ηθέλησαν να μελετήσουν και κατανοήσουν τα έργα της παντοδυναμίας και δικαιοσύνης του Κυρίου, τα έργα των χειρών του. Θα τους κατακρημνίσης, θα τους αφήσης στο χώμα συντετριμμένους και δεν θα τους ανεγείρης ποτέ πλέον.
5 Γιατί δεν κατανόησαν τις πράξεις του Κυρίου τα έργα του που έκαμε· θα τους ρημάξει και δε θα τους επανορθώσει πια.
6 εὐλογητὸς Κύριος, ὅτι εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου.
6 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Κυριος, διότι ήκουσε και εδέχθη με ευμένειαν την φωνήν της δεήσεώς μου.
6 Ευλογημένος να 'ναι ο Κύριος που άκουσε της δέησής μου τη φωνή.
7 Κύριος βοηθός μου καὶ ὑπερασπιστής μου· ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ καρδία μου, καὶ ἐβοηθήθην, καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου· καὶ ἐκ θελήματός μου ἐξομολογήσομαι αὐτῷ.
7 Ο Κυριος έγινε βοηθός μου και υπερασπιστής μου. Η καρδία μου εστήριξεν εις αυτόν την ελπίδα της. Δι' αυτό δε και έλαβα στοργικήν βοήθειαν από εκείνον. Το ταλαιπωρημένον και κατεξηντλημένον σώμα μου ανεζωογονήθη. Δια τούτο με όλην μου την θέλησιν και επιθυμίαν θα τον δοξολογήσω.
7 Ο Κύριος ενίσχυσή μου και προστασία μου, σ' αυτόν έλπισε η καρδιά μου! Βρήκα βοήθεια κι αναγάλλιασα, με το τραγούδι μου θα τον ευχαριστήσω.
8 Κύριος κραταίωμα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ ὑπερασπιστὴς τῶν σωτηρίων τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ ἐστι.
8 Ο Κυριος είναι η ακατανίκητος δύναμις και κραταιά βοήθεια του λαού του. Αυτός είναι ο υπερασπιστής του, ώστε με πολλούς και διαφόρους τρόπους και εις πολλάς περιστάσεις εχάρισε την σωτηρίαν στον βασιλέα, τον οποίον ο ίδιος έχρισε.
8 Ο Κύριος είναι του λαού του δύναμη· κι εγγυητής αυτός της σωτηρίας του εκλεκτού του.
9 σῶσον τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου καὶ ποίμανον αὐτοὺς καὶ ἔπαρον αὐτοὺς ἕως τοῦ αἰῶνος.
9 Σώσε τον λαόν σου τον ισραηλιτικόν και ευλόγησε αυτούς, τους οποίους εξεχώρισες ανάμεσα από τα άλλα έθνη ως ιδικήν σου κληρονομίαν και τους εξέλεξες, δια να ανήκουν εις σέ. Ως στοργικός ποιμήν προστάτευσέ τους, κυβέρνησέ τους, διάθρεψέ τους, πάρε τους υπό την προστασίαν σου δια παντός.
9 Σώσε, Κύριε, το λαό σου και τους δικούς σου ευλόγησε! Γίνε τους οδηγός και δείχνε τους αιώνια το δρόμο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἐμπιστοσύνη καί ἀφιέρωση στόν Θεό.
α2 Γιά νά ἔχουμε καλό ταξίδι.
Γιά οἰκογενειακή καί κοινωνική γαλήνη.
β Ὅταν ἐπιμένουν οἱ ἐχθροί, μήν τούς προσέχεις, ἀλλά
κράζε στόν Θεό.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς νευρασθενεῖς καί τούς νευρόπονους.
ε "Ἁρμόζει καί εἰς κάθε ἄνθρωπον ὁπού πέσῃ εἰς συμφοράς".
θ "Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".

ΨΑΛΜΟΣ 28

ΨΑΛΜΟΣ 28 - Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· ἐξοδίου σκηνῆς.

1 Ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ, υἱοὶ Θεοῦ, ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ υἱοὺς κριῶν, ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ δόξαν καὶ τιμήν,
1 Σεις οι ιερείς του Κυρίου προσφέρατε προς τον Κυριον, προσφέρατε αμνούς θυσίαν προς τον Κυριον. Προσφέρατε με τας ευλαβείς αυτάς θυσίας δόξαν και τιμήν προς τον Κυριον.
1 Προσφέρετε στον Κύριο, γιοι του Θεού, προσφέρετε στον Κύριο τη δόξα, τη δύναμή του διακηρύξτε!
2 ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ δόξαν ὀνόματι αὐτοῦ, προσκυνήσατε τῷ Κυρίῳ ἐν αὐλῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ.
2 Προσφέρατε προς τυν Κυριον την αρμόζουσαν στο μεγαλοπρεπές Ονομά του δόξαν. Προσκυνήσατε αυτόν εις την ιεράν αυλήν της Σκηνής του.
2 Προσφέρετε στον Κύριο δόξα στ' όνομά του· τον Κύριο προσκυνήστε, που φανερώνει μεγαλόπρεπη την αγιοσύνη του.
3 φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε, Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν.
3 Φωνή Κυρίου αντηχεί επάνω από τα πυκνά, τα φορτωμένα με νερά σύννεφα. Ο μέγας και ένδοξος Θεός εξαπέλυσε τας βροντάς. Ο Κυριος υψώνεται υπεράνω από τας ανυπολογίστους ποσότητας των υδάτων, που υπάρχουν εις τα νέφη.
3 Φωνή Κυρίου πάνω απ' τα νερά -βροντά ο Θεός ο δοξασμένος, ο Κύριος πάνω απ' τους ωκεανούς.
4 φωνὴ Κυρίου ἐν ἰσχύϊ, φωνὴ Κυρίου ἐν μεγαλοπρεπείᾳ.
4 Φωνή Κυρίου ισχυρά! Φωνή Κυρίου ακούεται μεγαλοπρεπεστάτη.
4 Φωνή Κυρίου έντονη· φωνή Κυρίου μεγαλόπρεπη.
5 φωνὴ Κυρίου συντρίβοντος κέδρους, καὶ συντρίψει Κύριος τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου
5 Φωνή Κυρίου βροντά, καθ' ον χρόνον οι κεραυνοί του συντρίβουν τα πανύψηλα κέδρα· και θα συντρίψη ο Κυριος με τους κεραυνούς του τας κέδρους του Λιβάνου.
5 Φωνή Κυρίου συντρίβει κέδρους· ναι, θα συντρίψει ο Κύριος τους κέδρους του Λιβάνου.
6 καὶ λεπτυνεῖ αὐτὰς ὡς τὸν μόσχον τὸν Λίβανον, καὶ ὁ ἠγαπημένος ὡς υἱὸς μονοκερώτων.
6 Θα λεπτύνη και θα μεταβάλη εις σκόνιν το τεράστιον δάσος, που σκεπάζει τον Λιβανον, όπως εις σκόνιν μετέβαλε τον χρυσούν μόσχον. Αλλά ο ηγαπημένος στον Θεόν λαός του Ισραήλ εν μέσω αυτών των καταιγίδων και καταστροφών παραμένει απτόητος σαν ισχυρός νεαρός υιός του μονοκέρωτος.
6 Κάνει τα όρη να σκιρτούν, σαν το μοσχάρι ο Λίβανος, και σαν το δαμαλάκι το όρος το Σιριών.
7 φωνὴ Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός,
7 Η φωνή αυτή του Κυρίου, η βροντή, που έρχεται μετά την αστραπήν, διασχίζει και ανακόπτει φλόγα πυρός·
7 Φωνή Κυρίου αστράφτει φλόγες πύρινες.
8 φωνὴ Κυρίου συσσείοντος ἔρημον καὶ συσσείσει Κύριος τὴν ἔρημον Κάδης.
8 η φωνή του Κυρίου συνταράσσει την έρημον και θα συνταράξη Κυριος την έρημον Καδης.
8 Φωνή Κυρίου κάνει την έρημο να τρέμει· κάνει να τρέμει, ο Κύριος, την έρημο της Κάδης.
9 φωνὴ Κυρίου καταρτιζομένη ἐλάφους, καὶ ἀποκαλύψει δρυμούς· καὶ ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν.
9 Αι βρονταί με την θύελλαν τρομάζουν τας εγκύους ελάφους και κινούν αυτάς εις προώρους τοκετούς. Απογυμνώνουν δάση ολόκληρα, ώστε να φαίνωνται οι γυμνοί βράχοι. Και ταύτα, εις στιγμήν κατά την οποίαν στον ναόν του Κυρίου, πάντες οι πιστοί, ήρεμοι δοξάζουν τον Θεόν.
9 Φωνή Κυρίου ξεγεννάει τις ελαφίνες, τα δάση απογυμνώνει· και όποιος βρίσκεται μες στο ναό του τη δόξα του υμνολογεί.
10 Κύριος τὸν κατακλυσμὸν κατοικιεῖ, καὶ καθιεῖται Κύριος βασιλεὺς εἰς τὸν αἰῶνα.
10 Ο Κυριος έχει την κατοικίαν του στον κατακλυσμόν των υδάτων, θα καθήση μεγαλοπρεπής εν μέσω των μαινομένων στοιχείων της φύσεως, βασιλεύς αιώνιος και κυβερνήτης πάντων, εμψύχων και αψύχων.
10 Ο Κύριος δεσπόζει στην πλημμύρα και κυβερνάει αυτός σαν βασιλιάς αιώνια.
11 Κύριος ἰσχὺν τῷ λαῷ αὐτοῦ δώσει, Κύριος εὐλογήσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ.
11 Ο Κυριος θα δώση δύναμιν στον λαόν του, κατά τας κρισίμους περιστάσεις. Ο Κυριος θα ευλογήση τον λαόν του, ώστε να ζη ειρηνικός παρ' όλας τας δυσκολίας και τας περιπετείας, που θα του δημιουργή το περιβάλλον.
11 Ο Κύριος τη δύναμη τη δίνει στο λαό του· και στο λαό του δίνει αυτός την ευλογία της ειρήνης.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή καί ἡ ἀπάντηση.
α2 Γιά νά προστατεύση ὁ Θεός τά ὑπάρχοντά μας.
Κατά τῆς ἐπιβουλῆς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
β Πῶς πρέπει νά προσφέρης εὐχαριστία στόν Κύριο, σκεπτόμενος πνευματικῶς.
γ Γι' αὐτούς πού τούς πειράζει ἡ θάλασσα καί φοβοῦνται στήν πολλή φουρτούνα.
ε "Προστάζει ὁ ψ. τί πρέπει νά κάμνωμεν καί πῶς πρέπει νά ἑτοιμαζώμεθα διά τήν ἔξοδον τήν ἀπό τοῦ σώματος, ἤτοι διά τόν θάνατον".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 29

ΨΑΛΜΟΣ 29 - ΚΥΡΙΕ, ΜΟΥ 'ΔΩΣΕΣ ΠΙΣΩ ΤΗ ΖΩΗ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς ᾠδῆς τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ οἴκου· Δαυΐδ.
1 -
1 Ψαλμός του Δαβίδ· άσμα για τα εγκαίνια του ναού.
2 Ὑψώσω σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ.
2 Θα σε δοξολογήσω και θα σε υπερυψωσω με ευγνωμοσύνην, Κυριε, διότι με υπεβάστασες και με εστήριξες και δεν επέτρεψες να ευφρανθούν οι εχθροί μου από ενδεχομένην πτώσιν και καταστροφήν μου.
2 Θα σ' εξυμνήσω, Κύριε, γιατί με γλίτωσες· και δεν άφησες να χαρούν για μένα οι εχθροί μου.
3 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ ἰάσω με·
3 Κυριε ο Θεός μου, εφώναξα προς σε με όλην μου την δύναμιν από την κλίνην της ασθενείας μου και συ με εθεράπευσες.
3 Κύριε, Θεέ μου· σου ζήτησα βοήθεια και με θεράπευσες.
4 Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον.
4 Από αυτόν τον άδην ανέβασες και επανέφερες την ψυχήν μου. Με έσωσες και δεν αφήκες να συγκαταριθμηθώ με τους νεκρούς, οι οποίοι οδηγούνται στον τάφον.
4 Κύριε, μου 'δωσες πίσω τη ζωή την ώρα που με θάβαν και στη ζωή με κράτησες.
5 ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ·
5 Ας δοξολογήσουν και ας ευχαριστήσουν τον Κυριον μαζή μου όλοι, όσοι είναι αφοσιωμένοι εις αυτόν. Να διατηρήτε ζωηράν στον νουν και την καρδίαν σας την ανάμνησιν της αγιότητός του και της απείρου τελειότητος και να δοξολογήτε το άγιον Ονομά του.
5 Τον Κύριο υμνήστε οι πιστοί του! Ευχαριστία δώστε του ως ανάμνηση της αγιότητάς του.
6 ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ· τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.
6 Δοξολογήσατέ τον, διότι, σαν δίκαιος που είναι, αφήνει να εκσπάση η αγανάκτησίς του και να εκδηλωθή ως οργή και τιμωρία κατά των ασεβών. Αλλά και από το θέλημά του και την ευσπλαγχνίαν του χορηγείται η ζωή και το έλεος στους αγαπώντας αυτόν, διότι είναι πανάγαθος και ελεήμων. Εάν το βράδυ θα διανυκτερεύη μαζή σας, σαν παροδικός επισκέπτης, ο κλαυθμός, την πρωΐαν όμως θα έλθη από τον Κυριον η χαρά και η ευφροσύνη.
6 Η οργή του είναι για μια στιγμή, αλλά για μια ζωή η εύνοιά του· αν μένουν δάκρυα το βράδυ, η χαρά φτάνει με την αυγή.
7 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου· οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα.
7 Ανόητος εγώ, βυθισμένος εις τα πλούσια υλικά αγαθά, είπα εν τη ανοησία μου. Δεν θα μετακινηθώ από την κατάστασιν αυτήν της ευτυχίας.
7 Είπα με αυτοπεποίθηση: «Ποτέ μου δε θα κλονιστώ».
8 Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύναμιν· ἀπέστρεψας δὲ τὸ πρόσωπόν σου καὶ ἐγενήθην τεταραγμένος.
8 Κυριε, ελησμόνησα ότι συ με την καλωσύνην σου μου έδωσες δύναμιν εις ο,τι καλόν έχω. Πικραμμένος όμως συ από την ματαιοφροσύνην μου έστρεψες αλλού το πρόσωπόν σου. Και εγώ τότε περιέπεσα εις ταραχήν και σύγχυσιν.
8 Κύριε, με την καλοσύνη σου στεριώθηκα ωσάν ασάλευτο βουνό· σαν έκρυψες το πρόσωπό σου, κατατρόμαξα.
9 πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι.
9 Προς σε, λοιπόν, Κυριε, κράζω· προς σε τον Θεόν μου απευθύνω και θα απευθύνω την δέησιν αυτήν.
9 Σ' εσένα κράζω, Κύριε, σ' εσέ προσεύχομαι, τον Κύριό μου.
10 τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειάν σου;
10 Ποία ωφέλεια θα προέλθη, εάν χύσω το αίμά μου και καταβώ εις την αποσύνθεσιν του τάφου; Μηπως από το χώμα του τάφου το αποσυντεθειμένον σώμα μου θα αναπέμψη εις σε δοξολογίαν η θα διακηρύξη και θα διαλαλήση την αλήθειάν σου;
10 Τι θα κερδίσεις αν χυθεί το αίμα μου ή αν στον τάφο κατεβώ; Τάχα μπορεί να σε υμνήσει η στάχτη; ή να διακηρύξει την αλήθεια σου;
11 ἤκουσε Κύριος, καὶ ἠλέησέ με, Κύριος ἐγενήθη βοηθός μου.
11 Αφησε με, λοιπόν, Κυριε εις την ζωήν. Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου και με ηλέησεν. Ο Κυριος έγινε και πάλιν βοηθός μου.
11 Άκουσε, Κύριε, κι ελέησέ με· Κύριε, έλα βοηθός μου.
12 ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί, διέῤῥηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην,
12 Ζυ, Κυριε, μετέβαλες τον θρήνον μου εις χαράν, έσχισες τον τρίχινον σάκκον, που φορούσα εις ένδειξιν του πένθους και της ταπεινώσεώς μου, και με επλημμύρισες και με περιέβαλες με ευφροσύνην·
12 Τη θλίψη μου την άλλαξες σ' ευφρόσυνο χορό· μου έβγαλες τα πένθιμα και τη χαρά με ντύνεις,
13 ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ δόξα μου καὶ οὐ μὴ κατανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξομολογήσομαί σοι.
13 δια να ψάλη έτσι προς σε ύμνους δοξολογίας και ευγνωμοσύνης η ψυχή μου και να μη κυριευθώ από λύπην και παραμελήσω την δοξολογίαν σου. Κυριε και Θεέ μου, πάντοτε θα σε δοξολογώ.
13 για να σου ψάλλω δοξασμούς και πια να μη σωπαίνω. Κύριε και Θεέ μου, αιώνια θα σε υμνολογώ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ βροντή τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ Θεομηνεῖες.
β Ὅταν κάνης ἐγκαίνια στό σπίτι σου ἀλλά καί τῆς ψυχῆς πού ὑποδέχεται τόν Κύριο.
γ Γι' αὐτούς πού ζοῦν μακριά, μέσα σέ βαρβάρους καί ἀπίστους λαούς,νά τούς φυλάξη ὁ Θεός καί νά φωτίση νά ἡμερέψουν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό.
στ Δοξολογητική προσευχή κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Προσευχή μετά τήν ἐξομολόγηση.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"

Συντομογραφίες:

α1. Ἐξήγηση ψαλμῶν, σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
α2. Χρήση τῶν ψαλμῶν σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
 β. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, Ἑρμηνευτικά Α, ψαλμοί,πρός Μάρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν ψαλμῶν. Ε.Π.Ε. τόμος 5ος, Θεσ/κη 1975.
 γ. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ἱερομ. Χρυσοστόμου "ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 227
 δ. Περιοδικό· " Ὁσία Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ", Ἱ. Μ. Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τεῦχος 323, 1988
 ε. Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· "Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. ἔκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσ/κη 1972
 σ. Χ. Τσολακίδη, Οἱ ψαλμοί γιά κάθε περίσταση, β, ἔκδ. Τσολακίδη, 2, Ἀθῆναι 2003
 ζ. Ιεροῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς, ἔκδ. Ὠφελίμου βιβλίου, Ἀθῆναι 1973, τόμοι 53 -60
 η. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Κατήχήσεις καί λόγοι "Ἀγαλιασώμεθα τῶ Κυρίῳ", τόμ. 3, Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς, 1999.
 θ. Ἁγίου Νεκταρίου, "Ψαλτἠριον τοῦ Παντάνακτος Δαυΐδ", ἔκδ. β, ἔκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003


Πηγές