fbpx

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 30

ΨΑΛΜΟΣ 30 - ΚΥΡΙΕ, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΟΥ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· ἐκστάσεως.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με.
2 Εις σέ, Κυριε, έχω στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου. Μη επιτρέψης ποτέ και ντροπιασθώ με την διάψευσιν αυτών. Εν ονόματι της δικαιοσύνης σου γλύτωσέ με και βγάλε με από τους κινδύνους και κατατρεγμούς.
2 Σ' εσένα, Κύριε, κατέφυγα· ποτέ ας μη ντροπιαστώ· σώσε με, εσύ που είσαι δίκαιος.
3 κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου, τάχυνον τοῦ ἐξελέσθαι με· γενοῦ μοι εἰς Θεὸν ὑπερασπιστὴν καὶ εἰς οἶκον καταφυγῆς τοῦ σῶσαί με.
3 Σκύψε προς εμέ με καλωσύνην, Κυριε, πλησίασε το αυτί σου κοντά μου και άκουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου. Σπεύσε γρήγορα να με βγάλης από την δυσκολίαν, εις την οποίαν ευρίσκομαι. Γινε δι' εμέ Θεός υπερασπιστής, οικία ασφαλής, όπου δύναμαι να καταφύγω, δια να σωθώ.
3 Δείξε μου τη φροντίδα σου, τώρα ελευθέρωσέ με· γίνε πανίσχυρος προστάτης μου, το καταφύγιό μου, για να με σώσεις.
4 ὅτι κραταίωμά μου καὶ καταφυγή μου εἶ σὺ καὶ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὁδηγήσεις με καὶ διαθρέψεις με·
4 Διότι οχύρωμά μου κραταιόν και καταφύγιόν μου απόρθητον είσαι συ. Και χάρις στο φιλεύσπλαγχνον Ονομά σου, θα με οδηγήσης ως στοργικός προστάτης εις τόπους ασφαλείς και θα με διαθρέψης.
4 Εσύ 'σαι βράχος μου και προστασία μου, αφού υπάρχεις· μ' οδηγείς και με φροντίζεις.
5 ἐξάξεις με ἐκ παγίδος ταύτης, ἧς ἔκρυψάν μοι, ὅτι σὺ εἶ ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε.
5 Θα με προφυλάξης και θα με βγάλης σώον από την κρυφή παγίδα, που μου έχουν στήσει δολίως οι εχθροί μου, δια να με συλλάβουν. Διότι συ είσαι, Κυριε, ο υπερασπιστής μου.
5 Βγάλε με απ' την παγίδα που για μένα έστησαν· γιατί εσύ 'σαι η δύναμή μου.
6 εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου· ἐλυτρώσω με, Κύριε ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας.
6 Εις την ακαταγώνιστον δεξιάν σου θα εμπιστευθώ την ψυχήν μου, διότι έως τώρα πολλές φορές, Κυριε, με εγλύτωσες, συ ο Θεός της αληθείας, που τηρείς τας υποσχέσεις σου.
6 Όποτε άφησα στα χέρια σου το πνεύμα μου, Κύριε, με λύτρωσες, Θεέ αληθινέ.
7 ἐμίσησας τοὺς διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενῆς· ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ Κυρίῳ ἤλπισα.
7 Εμίσησες όλους εκείνους, οι οποίοι προσέχουν και λατρεύουν τας ματαιότητας των ειδώλων, χωρίς και να βλέπουν κανένα κέρδος από αυτά. Εγώ όμως αντιθέτως προς αυτούς εστήριξα και στηρίζω τας ελπίδας μου στον Κυριον.
7 Τους απεχθάνομαι αυτούς που σέβονται τα τιποτένια είδωλα· αλλά εγώ στον Κύριο στήριξα την ελπίδα μου.
8 ἀγαλλιάσομαι καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ ἐλέει σου, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου
8 Θα γεμίσω από αγαλλίασιν, θα πλημμυρίσω από χαράν και ευφροσύνην, όταν απολαύσω το έλεός σου. Είμαι δε βέβαιος ότι θα μου στείλης το έλεός σου, διότι και στο παρελθόν πολλές φορές επέβλεψες με καλωσύνην και συμπάθειαν εις την ταπείνωσίν μου και έσωσες από τους κινδύνους και τας ανάγκας την ψυχήν μου.
8 Αγάλλομαι και χαίρομαι από το έλεός σου· είδες με κατανόηση την αθλιότητά μου και ξέρεις της ψυχής μου το άγχος.
9 καὶ οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου.
9 Δεν επέτρεψες να περικυκλωθώ και εγκλεισθώ αιχμάλωτος εις τα χέρια των εχθρών μου. Εις ανοικτόν, ευρύχωρον τόπον εστήριξες ακλόνητα τα πόδια μου.
9 Δε μ' εγκατέλειψες στα χέρια των εχθρών μου· και μου εξασφάλισες την άνεση να φύγω.
10 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι· ἐταράχθη ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλμός μου, ἡ ψυχή μου καὶ ἡ γαστήρ μου.
10 Ελέησέ με, Κυριε, διότι θλίβομαι. Εταράχθη η λειτουργία του οφθαλμού μου και εθόλωσε από την δικαίαν σου οργήν. Η ψυχή μου και τα σωθικά μου ανεστατώθησαν εντός μου.
10 Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι σε αγωνία· μάτια, ψυχή και σάρκα μου τα ζάρωσε ο μόχθος.
11 ὅτι ἐξέλιπεν ἐν ὀδύνῃ ἡ ζωή μου καὶ τὰ ἔτη μου ἐν στεναγμοῖς· ἠσθένησεν ἐν πτωχείᾳ ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ἐταράχθησαν.
11 Διότι επέρασε και έφθασεν έως τέλους ολόκληρος η ζωη μου με θλίψεις και πόνους, και τα έτη μου επέρασαν με στεναγμούς. Λογω των πολλών ταλαιπωριών μου εκλονίσθη και αδυνάτισεν η σωματική μου δύναμις. Τα οστά μου εταράχθησαν και κινδυνεύουν να εξαρθρωθούν.
11 Κατέστρεψαν η θλίψη τη ζωή μου κι οι στεναγμοί τα χρόνια μου· τη δύναμή μου σκόρπισαν οι ταλαιπωρίες· ακόμα και τα κόκαλά μου φθάρηκαν.
12 παρὰ πάντας τοὺς ἐχθρούς μου ἐγενήθην ὄνειδος καὶ τοῖς γείτοσί μου σφόδρα, καὶ φόβος τοῖς γνωστοῖς μου· οἱ θεωροῦντες με ἔξω ἔφυγον ἀπ᾿ ἐμοῦ.
12 Εγινα περίγελως και εξουθένωμα εις όλους τους εχθρούς μου. Οι γείτονές μου με εχλεύασαν ανυπόφορα και έχω φθάσει μέχρι του σημείου, ώστε να προκαλώ φόβον στους γνωστούς μου, οι οποίοι και με αποφεύγουν.
12 Απ' όλους τους εχθρούς μου ονειδιζόμουν και χλευαζόμουν απ' τους γείτονές μου, για τους γνωστούς μου ήμουν θέαμα φοβερό κι όσοι με βλέπαν έξω, φεύγαν' από μπρος μου.
13 ἐπελήσθην ὡσεὶ νεκρὸς ἀπὸ καρδίας, ἐγενήθην ὡσεὶ σκεῦος ἀπολωλός.
13 Ελησμονήθην από την καρδίαν των φίλων μου, σαν να είμαι πλέον νεκρός. Εγινα σαν σπασμένο αγγείον, το οποίον απορρίπτεται άχρηστον στους δρόμους.
13 Σαν να 'μουνα ένας νεκρός οι άνθρωποι με ξέχασαν, σαν να 'μουνα ένα σπασμένο βάζο.
14 ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν παροικούντων κυκλόθεν· ἐν τῷ ἐπισυναχθῆναι αὐτοὺς ἅμα ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ λαβεῖν τὴν ψυχήν μου ἐβουλεύσαντο.
14 Και επί πλέον ήκουσα συκοφαντίας ανθρώπων, οι οποίοι, κατοικούν γύρω μου. Ολοι αυτοί συνεκεντρώθησαν εναντίον μου και απεφάσισαν να μου πάρουν την ζωήν.
14 Άκουσα ψίθυρο πολλών -τρόμους από τριγύρω- καθώς αυτοί μαζί σχεδίαζαν ενάντια σ' εμένα· να μ' αφαιρέσουν τη ζωή ήταν η πρόθεσή τους.
15 ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός μου.
15 Εγώ όμως ήλπισα εις σέ, Κυριε. Εγώ είπα μετά πίστεως και θάρρους· συ είσαι ο Θεός μου.
15 Αλλά εγώ σ' εσένα έλπισα, Κύριε, «είσαι Θεός μου», είπα.
16 ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροί μου· ῥῦσαί με ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν μου καὶ ἐκ τῶν καταδιωκόντων με.
16 Εις τα χέρια σου υπάρχουν αι τύχαι μου. Απάλλαξέ με από τα χέρια αυτών των εχθρών μου, που με καταδιώκουν.
16 Στην εξουσία σου τα χρόνια μου είναι· σώσε με, από τα χέρια των εχθρών μου κι εκείνων που με κατατρέχουν.
17 ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου, σῶσόν με ἐν τῷ ἐλέει σου.
17 Ας λάμψη το πρόσωπόν σου με το φως της καλωσύνης και του ελέους σου εις εμέ τον δούλόν σου, και σώσε με όχι δια την αξίαν μου, αλλά δια το έλεός σου.
17 Δείξε την παρουσία σου στο δούλο σου· σώσε με, χάρη στην πιστή σου αγάπη.
18 Κύριε, μὴ καταισχυνθείην, ὅτι ἐπεκαλεσάμην σε· αἰσχυνθείησαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ καταχθείησαν εἰς ᾅδου.
18 Κυριε, μη παραχωρήσης ποτέ, να εντροπιασθώ, διότι σε και μόνον εγώ δια της προσευχής έχω επικαλεσθή και εις σε εστήριξα τας ελπίδας μου. Ας εντροπιασθούν όμως οι ασεβείς και ας κρημνισθούν εις τα βάθη του άδου.
18 Κύριε, ας μην ντροπιαστώ που σε επικαλούμαι· ας ντροπιαστούν οι ασεβείς, στον άδη ας σωπάσουν.
19 ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια τὰ λαλοῦντα κατὰ τοῦ δικαίου ἀνομίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει.
19 Βουβά και αμίλητα ας γίνουν τα χείλη των, από τα οποία βγαίνει δόλος και πονηρία και τα οποία λαλούν εναντίον του δικαίου παρανομίας με αλαζονείαν και θράσος, που εζουδενώνει τα πάντα.
19 Ας βουβαθούν τα χείλη αυτά τα ψεύτικα, που λέν' λόγια σκληρά στον δίκαιο ενάντια με περιφρόνηση και υπεροψία.
20 ὡς πολὺ τὸ πλῆθος τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε, ἐξειργάσω τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπὶ σὲ ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
20 Ποσον μέγα είναι το πλήθος της αγαθότητος και καλωσύνης σου, Κυριε, το οποίον επιφυλάσσεις δι' εκείνους, που σε φοβούνται, και έχεις ετοιμάσει να το δώσης εις εκείνους, οι οποίοι με θάρρος ενώπιον όλων των ανθρώπων ελπίζουν εις σέ!
20 Πόσο μεγάλη, Κύριε, η αγαθότητά σου, που τη φυλάς για κείνους που σε σέβονται! Όλοι μπορούν να δουν πως τη χαρίζεις σ' εκείνους που σ' εσένα ελπίζουνε.
21 κατακρύψεις αὐτοὺς ἐν ἀποκρύφῳ τοῦ προσώπου σου ἀπὸ ταραχῆς ἀνθρώπων, σκεπάσεις αὐτοὺς ἐν σκηνῇ ἀπὸ ἀντιλογίας γλωσσῶν.
21 Θα κρύψης αυτούς ασφαλώς εις απόκρυφον καταφύγιον της θείας σου προστασίας, όπου και θα προφυλαχθούν από την άδικον οργήν και επίθεσιν των πονηρών ανθρώπων. Θα τους σκεπάσης μέσα εις την Σκηνήν σου, ώστε να μη θίγωνται καθόλου από ελεεινάς συκοφαντίας φαρμακερών γλωσσών.
21 Προφυλαγμένους τους κρατάς στη σιγουριά της παρουσίας σου απ' των ανθρώπων τις συκοφαντίες· τους προστατεύεις μέσα στη σκηνή σου από τις επιθέσεις των εχθρών τους.
22 εὐλογητὸς Κύριος, ὅτι ἐθαυμάστωσε τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐν πόλει περιοχῆς.
22 Ας είναι δοξοσμένος ο Κυριος, διότι κατά τρόπον θαυμαστόν έδειξεν εις εμέ το έλεός του, και με έσωσε, ως εάν ευρισκόμην μέσα εις οχυράν και απόρθητον πόλιν.
22 Ευλογημένος να 'ναι ο Κύριος, που έκανε σ' εμένα το θαύμα της αγάπης του την ώρα του αποκλεισμού μου.
23 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· ἀπέῤῥιμμαι ἀπὸ προσώπου τῶν ὀφθαλμῶν σου. διὰ τοῦτο εἰσήκουσας τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ.
23 Και όμως εγώ εις στιγμάς παραζάλης και ολιγοπιστίας είχα πει· έχω, λοιπόν, απορριφθή μακράν από τα μάτια σου. Συ όμως ήκουσες την πονεμένην φωνήν της παρακλήσεώς μου, όταν εκραύγασα προς σέ.
23 Κι εγώ μέσα στην αγωνία μου είχα πει: «Μ' έδιωξε απ' τη φροντίδα του». Εσύ όμως άκουσες της δέησής μου τη φωνή όταν βοήθεια ζήτησα από σένα.
24 ἀγαπήσατε τὸν Κύριον πάντες οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, ὅτι ἀληθείας ἐκζητεῖ Κύριος καὶ ἀνταποδίδωσι τοῖς περισσῶς ποιοῦσιν ὑπερηφανίαν.
24 Ολοι σεις οι ευσεβείς αγαπήσατε τον Κυριον, διότι ο Κυριος ευαρεστείται εις την αλήθειαν και ανταποδίδει την πρέπουσαν τιμωρίαν εις εκείνους, οι οποίοι φέρονται και ενεργούν με πλεονάζουσαν αλαζονείαν και θράσος.
24 Αγαπάτε τον Κύριο, οι ευσεβείς του όλοι! Ο Κύριος φροντίζει τους πιστούς· και τιμωρεί πολύ σκληρά αυτούς που φέρνονται μ' αλαζονεία.
25 ἀνδρίζεσθε, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον.
25 Να έχετε γενναίον και ανδρείον φρόνημα και η καρδία όλων εκείνων, οι οποίοι ελπίζουν στον Κυριον, ας γίνεται κραταιά και ατρόμητος.
25 Γίνετε ανδρείοι και με γενναία καρδιά, όλοι που ελπίζετε στον Κύριο.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Εὐχαριστία γιά τήν παράταση τῆς ζωῆς.
α2 Γιά νά ξεπερνιέται ὁ κίνδυνος θανάτου μετά ἀπό ἀτυχήματα.
β Ὅταν μισεῖσαι καί καταδιώκεσαι χάριν τῆς ἀληθείας.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός ἀφθονία, σπαρτῶν καί καρπῶν στά δένδρα, ὅταν ὁ καιρός δέν εἶναι εὐνοϊκός.
στ Ὅταν ἡ ψυχή μας διακατέχεται ἀπό δειλία.
θ "Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δειτῶν περιπετειῶν καί θλίψεων".
"Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"

ΨΑΛΜΟΣ 11

ΨΑΛΜΟΣ 11 (12) - Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ' ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη με το οκτάχορδο. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
2 Σώσε μέ, Κυριε, από την κακίαν και τους κακούς, που με περιβάλλουν, διότι δεν έχει απομείνει πλέον άνθρωπος ενάρετος επάνω εις την γην. Σπάνιοι είναι οι ειλικρινείς και αληθινοί λόγοι μεταξύ των ανθρώπων.
2 Κύριε, βοήθα, γιατί αλλιώς ο γνήσιος πιστός σου θα χαθεί· λιγόστεψαν οι ειλικρινείς.
3 μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά.
3 Λογια ψευδή και επιβλαβή ανταλλάσσει ο καθένας με τον πλησίον του. Από την αμαρτωλήν καρδίαν των βγαίνουν δια του στόματός των δολιότητες. Ογκος κακίας υπάρχει εις την καρδίαν των, την οποίαν εκφράζουν με πανουργίαν τα χείλη των.
3 Καθένας ψέματα στο διπλανό του λέει· μιλούν με λόγια απατηλά και με σκέψη διπλή.
4 ἐξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τὰ χείλη τὰ δόλια καὶ γλῶσσαν μεγαλοῤῥήμονα.
4 Είθε να εξολοθρεύση ο Κυριος όλα τα δόλια και απατηλά χείλη, τας γλώσσας των διπροσώπων αυτών ανθρώπων, που καυχησιολογούν και κομπάζουν·
4 Ας καταστρέψει ο Κύριος το κάθε στόμα που απατά, τη γλώσσα που μεγάλα λέει λόγια.
5 τοὺς εἰπόντας· τὴν γλῶσσαν ἡμῶν μεγαλυνοῦμεν, τὰ χείλη ἡμῶν παρ᾿ ἡμῖν ἐστι· τίς ἡμῶν Κύριός ἐστιν;
5 όλους εκείνους, οι οποίοι είπαν· “θα δοξάσωμεν και θα αναδείξωμεν την γλώσσαν μας με την ευφράδειάν μας. Τα χείλη μας είναι εις την απόλυτον διάθεσίν μας. Ποιός είναι Κυριος επάνω από ημάς; Ημείς και κανείς άλλος”.
5 Αυτούς που λέν': «Θα δοξαστούμε με τη γλώσσα μας, δικό μας είν' το στόμα μας, ποιος μας εξουσιάζει;»
6 ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίῳ, παῤῥησιάσομαι ἐν αὐτῷ.
6 Εις την αλαζονείαν όμως και αφροσύνην αυτήν ο Κυριος απήντησεν· “εξ αιτίας της καταδυναστεύσεως των πτωχών από τους αμαρτωλούς πλουσίους, εξ αιτίας των στεναγμών των πενήτων, που καταπιέζονται, τώρα αμέσως θα εγερθώ, λέγει ο Κυριος, θα θέσω εις ασφαλή και σωτήριον τόπον τον καταπιεζόμενον πτωχόν και χάριν αυτού θα δείξω εις τα μάτια όλων την λαμπράν και ακατανίκητον δικαιοσύνην μου”.
6 «Τώρα θα έρθω εγώ», λέει ο Κύριος, «γιατί οι αβοήθητοι καταπιέζονται και οι φτωχοί στενάζουν· τη σωτηρία θα φέρω στους κατατρεγμένους».
7 τὰ λόγια Κυρίου λόγια ἁγνά, ἀργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τῇ γῇ κεκαθαρισμένον ἑπταπλασίως.
7 Αυτά τα λόγια του Κυρίου, όπως και όλα τα λόγια του, είναι καθαρά, αγνά, απηλλαγμένα από κάθε ψεύδος, όμοια προς τον άργυρον που επυρακτώθη και εχωνεύθη στον κλίβανον της γης, και είναι τελείως καθαρός.
7 Τα λόγια του Κυρίου λόγια καθαρά, ασήμι ανόθευτο σε χωματένιο χωνευτήρι καθαρισμένο εφτά φορές.
8 σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.
8 Συ, Κυριε, είθε να μας προφυλάξης από τους κακούς και το κακόν, να μας διατηρήσης καθαρούς και αβλαβείς μέσα εις την πονηράν αυτήν γενεάν τώρα και στους αιώνας των αιώνων.
8 Κύριε, εσύ κρατάς το λόγο σου· απ' τους αχρείους αυτούς θα μας φυλάς για πάντα.
9 κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι· κατὰ τὸ ὕψος σου ἐπολυώρησας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
9 Τριγύρω μας περιπατούν οι ασεβείς με δολιότητα. Συ όμως δεν αδιαφορείς δια τους υιούς των ανθρώπων. Οσον είναι το ύψος της δόξης σου, τόση είναι και η μεγάλη φροντίς και προσοχή σου δι' αυτούς.
9 Κυκλοφορούν οι ασεβείς, κι η αχρειότητα χειροτερεύει στους ανθρώπους ανάμεσα.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά διάκριση πίστης.
α2 Σέ περιπτώσεις πανικοῦ.
Γιά νά φεύγουν οἱ δαίμονες.
β Ἀντιμετώπιση τῆς ὑπερηφάνειας καί κακίας πολλῶν ἀνθρώπων γιά νά μήν ὑπάρχη εὐσέβεια.
γ Γιά τρελλούς πού ἔχουν καί κακότητα καί κάνουν κακό στούς ἀνθρώπους.
ζ Γιά τήν Κυριακή
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 13

ΨΑΛΜΟΣ 13 (14) - ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΚΙ Ο ΘΕΟΣ Σ' ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
1 Ο εσκοτισμένος από την αμαρτίαν μωρός και ασεβής άνθρωπος, είπεν από μέσα του, σύμφωνα με την επιθυμίαν της αμαρτωλής καρδίας του· “δεν υπάρχει Θεός”. Αυτός όμως και οι όμοιοί του διεφθάρησαν μέσα εις την αμαρτωλότητά των. Εγιναν μισητοί από τον Θεόν και από τους ευσεβείς ανθρώπους. Το κακόν διεδόθη τόσον πολύ, ώστε δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη σήμερον το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας.
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ. Είπε μες στην καρδιά του ο ασύνετος: «Δεν υπάρχει Θεός που να ενεργεί». Φθαρμένα είναι τα έργα τους κι ανόσια, κανείς δεν είναι το αγαθό να πράττει.
2 Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
2 Ο Κυριος έσκυψεν από το ύψος του ουρανού και έρριψε το βλέμμα του, δια να ίδη τους υιούς των ανθρώπων, δια να ίδη εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη επίγνωσιν Θεού η να επικαλήται με πίστιν τον Θεόν και προσπαθή να ευαρεστή εις αυτόν.
2 Παρατηρεί απ' τους ουρανούς ο Κύριος τους ανθρώπους, να δει αν υπάρχει συνετός κανείς, που το Θεό γυρεύει.
3 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός [τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.]
3 Αλλοίμονον! Ολοι εξετράπησαν από την ευθείαν οδόν. Εξηχρειώθησαν και διεφθάρησαν. Δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας. Ο λάρυγξ των, σαν ανοικτός τάφος, αναδίδει δυσώδεις αναθυμιάσεις. Με τας πονηράς των γλώσσας επινοούν και εκφράζουν δόλια ψεύδη και φαρμακεράς συκοφαντίας. Δηλητήριον φαρμακερών ασπίδων υπάρχει κάτω από τα χείλη των. Το στόμα των είναι γεμάτον από κατάρας εναντίον του Θεού και από δολιότητας και πικρίας εναντίον των ανθρώπων. Τα πόδια των τρέχουν με ταχύτητα, δια να χύσουν αίμα. Εις τους δρόμους της ζωής των και εις τας πράξεις των σπείρουν συντρίμματα και ταλαιπωρίας εναντίον αθώων. Εσωτερικήν ειρήνην και ειρηνικήν ζωήν με τους άλλους εξ αιτίας της αμαρτωλότητος των δεν εγνώρισαν. Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν των.
3 Όλοι απομακρύνθηκαν, όλοι μαζί φθαρήκαν. Κανείς δεν πράττει το καλό, έστω κι ένας μονάχος.
4 οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
4 Δεν θα βάλουν, λοιπόν, ποτέ γνώσιν και δεν θα συνετισθούν όλοι αυτοί, που εργάζονται την παρανομίαν; Οι πωρωμένοι αυτοί, που κατατρώγουν τον λαόν μου, με τόσην ασυνειδησίαν σαν να πρόκειται περί συνήθους άρτου; Δεν επεκαλέσθησαν ποτέ τον Κυριον. Δεν εγνώρισαν, τι είναι προσευχή.
4 «Δεν έχουνε», λέει ο Θεός, «επίγνωση οι δράστες όλοι του κακού. Κατασπαράζουν το λαό μου έτσι όπως τρώνε το ψωμί· σ' εμένα δεν προσεύχονται».
5 ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ.
5 Εκυριεύθησαν όμως από πανικόν και δειλίαν εκεί, όπου δεν υπήρχε τίποτε το φοβερόν. Και τούτο, διότι ο Κυριος μόνον εις την γενεάν των δικαίων ναι προστάτης και όχι στους αμαρτωλούς.
5 Θα πέσει μέγας φόβος εκεί που φόβος δεν υπήρχε, γιατί ο Θεός είναι με των δικαίων τη γενιά.
6 βουλὴν πτωχοῦ κατῃσχύνατε, ὁ δὲ Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι.
6 Εξευτελίζετε σεις και εμπαίζετε τας σκέψεις και τας αποφάσστου πτωχού, διότι στηρίζει τας ελπίδας του στον Κυριον.
6 Τη σκέψη εκμηδενίσατε του αδύνατου αλλ' αυτός έχει την ελπίδα του στον Κύριο.
7 τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.
7 Ποιός, λοιπόν, θα έλθη από την Σιών, δια να δώση την σωτηρίαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Θα δοθή εις αυτούς η σωτηρία, όταν ο Κυριος επαναφέρη τους ανθρώπους του λαού του από την αιχμαλωσίαν, θα σκιρτήσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι αυτοί του Ιακώβ. Θα ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών.
7 Ποιος θα χαρίσει απ' τη Σιών τη σωτηρία του Ισραήλ; Όταν ο Κύριος ξαναφέρει το λαό του στην πρωτινή ευτυχία του, οι απόγονοι του Ιακώβ θ' αγάλλονται, όλος ο Ισραήλ θα χαίρεται.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἀπό τήν ἀπόγνωση στήν ἐλπίδα.
α2 Γιά αὐτούς πού πάσχουν ἀπό μελαγχολία.
β Ὅταν βλασφημεῖται ἡ θεία Πρόνοια.
γ Γιά φοβερό δαιμόνιο,νά διαβάζεται τρεῖς φορές τήν ἡμέρα ἐπί τρεῖς ἡμέρες.
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν".

ΨΑΛΜΟΣ 15

ΨΑΛΜΟΣ 15 (16) - Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΛΥΤΡΩΣΕ ΑΠ' ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Στηλογραφία τῷ Δαυΐδ.

1 Φύλαξόν με, Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα.
1 Φυλαξέ με, Κυριε, από κάθε κακόν, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
1 Προστάτεψέ με, Θεέ, γιατί σ' εσένα καταφεύγω.
2 εἶπα τῷ Κυρίῳ· Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις.
2 Είπα δια της προσευχής προς σε τον Κυριον· “συ είσαι ο Κυριος μου και συ ωσάν ανενδεής, που είσαι, δεν έχεις ανάγκην από τα ιδικά μου υλικά αγαθά”.
2 (2-3) - Είπα στον Κύριο: «Εσύ 'σαι ο Κύριός μου. Ό,τι καλό έχω δεν προέρχεται παρά από σένα».
3 τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος, πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς.
3 Προς χάριν των εναρέτων και ευσεβών ανθρώπων, που ζουν εις την χώραν του, δηλαδή εις την γην της επαγγελίας, μεγάλα και θαυμαστά έργα έκαμεν ο Κυριος. Ολαι αι αποφάσστου, αι ευμενείς και ευάρεστοι δι' αυτούς, που τηρούν το θέλημά του, ευρίσκονται ανάμεσά των.
3 -
4 ἐπληθύνθησαν αἱ ἀσθένειαι αὐτῶν, μετὰ ταῦτα ἐτάχυναν· οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου.
4 Επληθύνθησαν, βέβαια, πάρα πολύ αι θλίψεις και αι ταλαιπωρίαι αυτών, αλλά γρήγορα διελύθησαν και εξηφανίσθησαν. Δεν θα συναθροίσω ποτέ κατά κανένα λόγον και τρόπον εις λατρευτικάς συγκεντρώσεις ανθρώπους μολυσμένους με αίματα αθώων ανθρώπων η με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών. Ποτέ δεν θα αναφέρω εις τα χείλη μου, ούτε καν και θα ενθυμηθώ, τα ονόματα των ασεβών ανθρώπων και των ειδωλολατρικών των θεών.
4 Τα βάσανα ας πληθαίνουν αυτών που ακολουθούν ξένους θεούς· εγώ δεν θα προσφέρω τις αιματηρές σπονδές τους· και δε θα ψιθυρίσουν τα χείλη μου τα ονόματά τους.
5 Κύριος μερὶς τῆς κληρονομίας μου καὶ τοῦ ποτηρίου μου· σὺ εἶ ὁ ἀποκαθιστῶν τὴν κληρονομίαν μου ἐμοί.
5 Ο Κυριος είναι δι' εμέ το πολύτιμον μερίδιον της κληρονομίας μου. Το ποτήριον, από το οποίον πίνω την γλυκείαν χαράν. Συ, Κυριε, είσαι εκείνος, ο οποίος θα με αποκαταστήσης και θα με επαναφέρης χαίροντα εις την ποθητήν πατρίδα.
5 Κύριε, μου δίνεις το μερίδιό μου σ' ό,τι έχω ανάγκη για να ζήσω, κρατάς το μέλλον μου στα χέρια σου.
6 σχοινία ἐπέπεσέ μοι ἐν τοῖς κρατίστοις· καὶ γὰρ ἡ κληρονομία μου κρατίστη μοί ἐστιν.
6 Και το μερίδιον, που μου έτυχε σαν να εμετρήθη με ακριβείς μετροταινίας, είναι άπυ τα πλέον καλά. Πράγματι η κληρονομία μου είναι αρίστη.
6 Στο μοίρασμα μου πέσανε περιοχές ωραίες· κι ο κλήρος μου μ' ευχαριστεί.
7 εὐλογήσω τὸν Κύριον τὸν συνετίσαντά με· ἔτι δὲ καὶ ἕως νυκτὸς ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί μου.
7 Κατά το διάστημα της ημέρας θα δοξολογήσω και θα υμνήσω τον Κυριον, ο οποίος μου εχάρισε σύνεσιν. Αλλά και κατά το διάστημα της νυκτός η φωνή της συνειδήσεώς μου και οι πόθοι της καρδίας μου με παιδαγωγούν προς τον Κυριον, ώστε αυτόν να θεωρώ πλούτον και στήριγμά μου.
7 Τον Κύριο που με νουθετεί, τον ευλογώ, κι οι σκέψεις μου τις νύχτες με διδάσκουν.
8 προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ.
8 Ημέραν και νύκτα έβλεπα και βλέπω τον Κυριον μου πάντοτε εμπρός μου. Τον βλέπω ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος να με προστατεύση, δια να μη ταραχθώ από οιονδήποτε φόβον η κίνδυνον.
8 Τον Κύριο έβαλα για πάντοτε μπροστά μου, στα δεξιά μου, για να μην ταλαντεύομαι.
9 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,
9 Δια τούτο ακριβώς και ευφράνθη η καρδία μου, η δε γλώσσα μου ελάλησε λόγους αγαλλιάσεως, ακόμη δε και το σώμα μου, όταν αποθάνω, θα αποτεθή στον τάφον με την ελπίδα της αναστάσεως.
9 Γι' αυτό και χαίρεται η καρδιά μου, ευφραίνεται η ατίμητη ύπαρξή μου και με ασφάλεια αναπαύεται το σώμα μου.
10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
10 Διότι συ ο Θεός μου δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον άδην, ώστε να φυλακισθή δια παντός εις αυτόν, ούτε θα επιτρέψης, εγώ αφωσιωμένος εις σε να δοκιμάσω την φθοράν και αποσύνθεσιν του τάφου. Θα με αναστήσης.
10 Στον άδη δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου, ούτε ο γνήσιος πιστός σου θ' αφήσεις ν' αντικρύσει τη φθορά.
11 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς· πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου, τερπνότητες ἐν τῇ δεξιᾷ σου εἰς τέλος.
11 Εκαμες γνωστούς εις εμέ τους δρόμους και τους τρόπους της μακαρίας και ευλογημένης ζωής. Θα με χόρτασης χαράν και αγαλλίασιν, όταν με αξιώσης να ίδω το ένδοξον πρόσωπόν σου· εις την παντοδύναμον και πανάγαθον δεξιάν σου υπάρχουν πάντοτε δια τους εκλεκτούς σου, Κυριε, τέλειαι και ατελείωτοι τέρψεις και χαραί.
11 Το δρόμο με μαθαίνεις της ζωής· αμέτρητη χαρά είν' η παρουσία σου, απόλαυση, στα δεξιά σου, αιώνια!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τήν ἀποκατάσταση διαλυμένων σχέσεων.
Ὑπέρ τῶν πτωχῶν συνανθρώπων μας.
γ Γιά νά βρεθῆ τό κλειδί ὅταν χαθῆ.
ε "Ἁρμόζει καί εἰς κάθε ἐνάρετον,ὁπού ἐπιβουλεύεται ἀπό ὁρατούς καί ἀορτους ἐχθρούς".
στ Διά τήν Πρόνοια τοῦ Κυρίου καί τήν ἐλπίδα μας πρός Αὐτόν.
Δέηση πρός τόν Κύριο νά μᾶς προστατεύη καί νά μᾶς γλυτώνη: α) ἀπό τόν κόσμο τῆς ἀσεβείας καί β) ἀπό ἀνθρώπους πονηρούς καί ἄδικους.
θ Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 12

ΨΑΛΜΟΣ 12 (13) - ΩΣ ΠΟΤΕ, ΚΥΡΙΕ;

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ἕως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
2 Εως πότε, Κυριε, θα με λησμονής εντελώς; Εως πότε θα αποστρέφης, σα να αδιαφορής δια την θλίψιν μου, το πρόσωπόν σου από εμέ;
2 Ως πότε, Κύριε, θα μ' έχεις αποξεχασμένον; ως πότε θα 'σαι αδιάφορος για μένα;
3 ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ;
3 Εως πότε, Κυριε, θα καταρτίζω μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου από τους εχθρούς μου, και όμως θα δοκιμάζη ημέραν και νύκτα η καρδία μου οδύνας, διότι θα βλέπη αυτά να ναυαγούν, ώστε να μένω έτσι εκτεθειμένος εις κινδύνους; Εως πότε θα υψώνεται απειλητικός και θα θριαμβεύη εναντίον μου ο εχθρός;
3 Ως πότε θα 'χω έγνοιες στην ψυχή μου, θλίψεις μες στην καρδιά μου καθημερνά; ως πότε θα θριαμβεύει ο εχθρός μου εναντίον μου;
4 ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον,
4 Ρίψε ένα βλέμμα συμπαθείας προς εμέ, και άκουσε την προσευχήν μου Κυριε, ο Θεός μου. Αναζωογόνησε το φως των οφθαλμών μου, το οποίον από το βάρος των μεγάλων και πολυαρίθμων θλίψεων πρόκειται να σβήση. Μη επιτρέψης να κλείσουν οριστικώς τα μάτια μου και κοιμηθώ τον ύπνον του θανάτου·
4 Ρίξε το βλέμμα σου σ' εμένα κι αποκρίσου μου, Κύριε και Θεέ μου, κραταίωσέ με για να μην αποκοιμηθώ τον ύπνο του θανάτου,
5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ.
5 δια να μη είπη με πολλήν χαιρεκακίαν ο εχθρός μου· “υπερίσχυσα εναντίον του και τον ενίκησα”. Οι εχθροί μου, που με θλίβουν, θα χαρούν πάρα πολύ, εάν κλονισθώ και πέσω.
5 για να μην πουν οι εχθροί μου, «τον νικήσαμε», κι οι αντίπαλοί μου χαρούνε που κλονίστηκα.
6 ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
6 Εγώ όμως έχω στηρίξει την ελπίδα μου εις σέ. Η καρδία μου θα αισθανθή απερίγραπτον χαράν, όταν συ ευδοκήσης και μου στείλης την ποθητήν σωτηρίαν. Τοτε εγώ θα τραγουδώ ύμνους ευχαριστίας προς σε τον ευεργέτην και Κυριον μου, και θα συνθέσω ύμνους δοξολογίας εις δόξαν του ονόματος Κυρίου του Υψίστου.
6 Αλλά εγώ στην ευσπλαχνία σου εμπιστεύομαι· για τη βοήθειά σου θ' αγάλλεται η καρδιά μου· θα υμνολογώ τον Κύριο για όσα μου 'χει κάνει.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά προσευχή γιά βοήθεια ἀπό τόν Θεό.
α2 Κατά τῆς ἐγκατάλειψης.
β Ὅταν διαρκῆ ἡ ἐπιβουλή ἐναντίον σου, μή λιποψυχεῖς, δέν σέ λησμόνησε ὁ Θεός.
γ Γι' αὐτούς πού πάσχουν ἀπό τό συκώτι.
στ Ὅταν ἡ ψυχή διακατέχεται ἀπό τήν ἀπελπισία.
θ "Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.

ΨΑΛΜΟΣ 14

ΨΑΛΜΟΣ 14 (15) - ΤΙ ΖΗΤΑΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Κύριε, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου; ἢ τίς κατασκηνώσει ἐν ὄρει ἁγίῳ σου;
1 Κυριε, ποιός είναι άξιος να φιλοξενηθή, έστω και επ' ολίγον, στο εν τη Ιερουσαλήμ κατοικητήριόν σου; Η ποιός είναι άξιος να στήση την σκηνήν του στο άγιον σου όρος, όπου υπάρχει ο ναός σου;
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, ποιος μπορεί να μπει μες στη σκηνή σου; και ποιος να κατοικήσει στ' άγιο σου βουνό;
2 πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλῶν ἀλήθειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ,
2 Μονον ο άμεμπτος και ακατηγόρητος. Εκείνος ο οποίος εργάζεται και εφαρμόζει δικαιοσύνην, ο οποίος αγαπά την αλήθειαν με όλην του την καρδίαν και αυτήν μόνον λέγει.
2 Αυτός που είναι τέλειος στη ζωή του και κάνει ό,τι είναι δίκαιο· αυτός που την αλήθεια σκέφτεται.
3 ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν γλώσσῃ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐποίησε τῷ πλησίον αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνειδισμὸν οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ τοῖς ἔγγιστα αὐτοῦ.
3 Εκείνος, που δεν έπλεξε δόλιον σχέδια με την γλώσσαν του και δεν έκαμε ποτέ κάτι κακόν προς τον πλησίον του, ούτε ενέπαιξε ποτέ η εδυσφήμησε τους γύρω του ανθρώπους.
3 Με τη γλώσσα του δε συκοφάντησε, το φίλο του δεν έβλαψε, και ούτε χλεύασε το διπλανό του.
4 ἐξουδένωται ἐνώπιον αὐτοῦ πονηρευόμενος, τοὺς δὲ φοβουμένους τὸν Κύριον δοξάζει· ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν·
4 Αυτός, στους οφθαλμούς του οποίου θεωρείται ανάξιος και εξουδενωμένος εκείνος, που βαδίζει τον δρόμον της πονηρίας, ενώ εξ αντιθέτου τιμώνται και δοξάζονται από αυτόν εκείνοι, που φοβούνται τον Κυριον. Αυτός έχει το δικαίωμα παρά του Θεού να εισέλθη στον ναόν Κυρίου· αυτός που δίδει τιμίας και ενόρκους υποσχέσεις στον πλησίον του και ποτέ δεν τας παραβαίνει, αλλά τας τηρεί με ακρίβειαν.
4 Καταφρονούν τα μάτια του τον ασεβή, τιμά αυτούς που το Θεό φοβούνται· όταν υπόσχεται, δεν αθετεί το λόγο του, ό,τι κι αν του στοιχίσει.
5 τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καὶ δῶρα ἐπ᾿ ἀθῴοις οὐκ ἔλαβεν. ὁ ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
5 Αυτός, ο οποίος δεν δανείζει τα χρήματά του με τόκον και δεν δέχεται δώρα, δια να εκδώση καταδικαστικάς αποφάσεις εις βάρος αθώων ανθρώπων. Ο άνθρωπος, που πράττει αυτά, δεν θα σαλευθή ποτέ ούτε ενώπιον και τον μεγαλυτέρων κινδύνων.
5 Δε δάνεισε με τόκο τα λεφτά του, και για να βλάψει αθώο δεν δωροδοκήθηκε. Όποιος μ' ετούτα συμμορφώνεται ποτέ του δε θα κλονιστεί.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀνοησία τοῦ ἄθεου.
α2 Γιά τούς τυφλούς ψυχικά ἀνθρώπους μας.
Γιά νά μαλακώσουν οἱ πεισματάρηδες καί οἱ ἐγωϊστές
β Ποιός ὁ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
γ Γιά νά ἀλλάξουν γνώμη οἱ ληστές καί νά ἐπιστρέψουν ἄπρακτοι καί μετανοημένοι.
ε "Ποῖος πρέπει νά εἶναι ὁ κατά τήν ἀρετήν τέλειος".
θ "Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 16

ΨΑΛΜΟΣ 16 (17) - ΤΩΡΑ Σ' ΕΣΕΝΑ ΠΡΟΣΦΕΥΓΩ

Προσευχὴ τοῦ Δαυΐδ.

1 Εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς δικαιοσύνης μου, πρόσχες τῇ δεήσει μου, ἐνώτισαι τὴν προσευχήν μου οὐκ ἐν χείλεσι δολίοις.
1 Καμε δεκτήν, Κυριε, την δικαίαν αίτησιν της προσευχής μου· δώσε προσοχήν εις την δέησίν μου, με ώτα ευμενή άκουσε την προσευχήν μου, την οποίαν εγώ τώρα απευθύνω προς σε με χείλη άδολα και ειλικρινή.
1 Προσευχή του Δαβίδ. ʼκουσε, Κύριε, τον δίκαιο, δώσε στη δέησή μου προσοχή, δώσε ακρόαση στην προσευχή μου απ' τα χείλη μου τ' άδολα.
2 ἐκ προσώπου σου τὸ κρῖμά μου ἐξέλθοι, οἱ ὀφθαλμοί μου ἰδέτωσαν εὐθύτητας.
2 Από σε προσωπικώς ποθώ και παρακαλώ να εκδοθή η δικαία απόφασις υπέρ εμού και έτσι τα μάτιά μου να ιδούν την επικράτησιν των δικαίων αποφάσεών σου.
2 Από σένα η καταδίκη μου ας προέλθει, τα μάτια τα δικά σου ας διακρίνουν ποιος είν' ο τίμιος.
3 ἐδοκίμασας τὴν καρδίαν μου, ἐπεσκέψω νυκτός· ἐπύρωσάς με, καὶ οὐχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδικία.
3 Εξήτασας τα βάθη της καρδίας μου, όταν με επεσκέφθης κατά τας νυκτερινάς ώρας της αυτοεξετάσεώς μου. Ωσάν χρυσόν στο χωνευτήριον με υπέβαλες στο πυρ των δοκιμασιών και εις όλα αυτά δεν ευρέθη μέσα μου καμμία αδικία εναντίον ουδενός.
3 Θα δοκιμάσεις την καρδιά μου, θα μ' εξετάσεις τούτη τη νυχτιά, προσεχτικά θα με βυθομετρήσεις και ανομία δε θα βρεις. Τα λόγια σου δεν αποκρύπτουν τις προθέσεις μου,
4 ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺς σκληράς.
4 Δια να μη λαλή το στόμα μου τίποτε σχετικόν με τα πονηρά έργα των ανθρώπων και δια να τηρώ τους λόγους και τα παραγγέλματα του στόματός σου, Κυριε, εγώ εβάδισα τας δυσκόλους και πλήρεις ταλαιπωρίας οδούς του θείου σου θελήματος.
4 όπως κάνουν οι άνθρωποι· εγώ τα λόγια σου ακολούθησα κι όχι τους νόμους των παρανόμων.
5 κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου ἐν ταῖς τρίβοις σου, ἵνα μὴ σαλευθῶσι τὰ διαβήματά μου.
5 Καθοδήγησε και προσάρμοσε πλήρως τα βήματα της ζωής μου στους δρόμους των εντολών σου, δια να μη κλονισθούν ποτέ αι πορείαι μου.
5 Έμειναν σταθερά τα βήματά μου πάνω στα ίχνη σου, δεν παραπαίουν τα πόδια μου.
6 ἐγὼ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπήκουσάς μου, ὁ Θεός· κλῖνον τὸ οὖς σου ἐμοὶ καὶ εἰσάκουσον τῶν ῥημάτων μου.
6 Εγώ φωνάζω τώρα προς σε, Κυριε, διότι είμαι βέβαιος ότι με έχεις ακούσει και με ακούεις. Κλίνε, λοιπόν, το αυτί σου ευμενές εις την φωνήν μου και άκουσε τα λόγια των προσευχών μου.
6 Θεέ, εσένα επικαλούμαι κι εσύ μ' ακούς· πρόσεξέ με κι εμένα κι ό,τι σου λέω άκουσε.
7 θαυμάστωσον τὰ ἐλέη σου, ὁ σῴζων τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ σὲ ἐκ τῶν ἀνθεστηκότων τῇ δεξιᾷ σου.
7 Φανέρωσέ μου κατά ένα τρόπον θαυμαστόν το έλεός σου προς εμέ, συ ο οποίος τους ελπίζοντας εις σε τους σώζεις από τους εχθρούς σου, από εκείνους οι οποίοι αντιτάσσονται εις την παντοδύναμον δεξιάν σου.
7 Κάνε να λάμψει η αγάπη σου με τρόπο θαυμαστό, εσύ που σώζεις από τον εχθρό όσους προσφεύγουν στην ευνοϊκή σου δύναμη.
8 φύλαξόν με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ· ἐν σκέπῃ τῶν πτερύγων σου σκεπάσεις με
8 Φυλαξέ με ως κόρην οφθαλμού, σκέπασέ με κάτω από την ακατανίκητον προστασίαν των πτερύγων σου, όπως η όρνις σκεπάζει τους νεοσσούς της.
8 Σαν του ματιού την κόρη φύλαξέ με, στον ίσκιο των φτερών σου κρύψε με,
9 ἀπὸ προσώπου ἀσεβῶν τῶν ταλαιπωρησάντων με. οἱ ἐχθροί μου τὴν ψυχήν μου περιέσχον·
9 Διαφύλαξέ με από τους ασεβείς ανθρώπους, οι οποίοι έως τώρα με έχουν ταλαιπωρήσει. Αυτοί οι εχθροί μου, Κυριε, με περιεκύκλωσαν από όλα τα σημεία και απειλούν την ζωήν μου.
9 από τους ασεβείς που με καταδιώκουν, απ' της ζωής μου τους εχθρούς που με περικυκλώνουνε.
10 τὸ στέαρ αὐτῶν συνέκλεισαν, τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν.
10 Εκλεισαν τελείως τα σπλάγχνα των και έγινε σκληρά η καρδία των ανθρώπων αυτών απέναντί μου. Το στόμα αυτών ελάλησε λόγους αλαζονικούς και θρασείς εναντίον μου.
10 Έκλεισε από αναισθησία η καρδιά τους· ανοίξανε το στόμα τους, αγέρωχα μιλήσαν.
11 ἐκβαλόντες με νυνὶ περιεκύκλωσάν με, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἔθεντο ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ.
11 Αφού με έβγαλαν έξω και με εδίωξαν από την πατρίδα μου, με περιεκύκλωσαν με μοχθηρίαν και έστρεψαν ολόγυρά των τα βλέμματά των με φονικήν διάθεσιν εναντίον μου πως θα με ξαπλώσουν νεκρόν κάτω εις την γην.
11 Εκινηθήκαν εναντίον μου. Να, με περικυκλώνουν! τα μάτια τους κοιτάζουν πώς στο χώμα να με ρίξουν.
12 ὑπέλαβόν με ὡσεὶ λέων ἕτοιμος εἰς θήραν καὶ ὡσεὶ σκύμνος οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοις.
12 Με εθεώρησαν και με αντίκρυσαν, όπως ο λέων αντικρύζει το θύμα του και είναι έτοιμος να επιτεθή εναντίον του θηράματός του· σαν νεαρό ορμητικό ληοντάρι, που ενεδρεύει εις αποκρύφους τόπους, δια να συλλάβη την λείαν του.
12 Μοιάζουνε με λιοντάρι άπληστο για τη λεία του, με λιονταράκι που παραμονεύει.
13 ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτοὺς καὶ ὑποσκέλισον αὐτούς, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀσεβοῦς, ῥομφαίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς χειρός σου.
13 Σηκω επάνω, Κυριε, και πρόφθασέ τους, πριν με θανατώσουν. Βαλε τους τρικλοποδιά, ρίξε τους κάτω στο χώμα και γλύτωσε την ζωήν μου από τον ασεβή αρχηγόν των, τον Σαούλ. Παρε στο χέρι σου την ρομφαίαν εναντίον των εχθρών, που ανθίστανται εις σέ.
13 Έλα, Κύριε, αντιμετώπισέ τους! Γονάτισέ τους· σώσε τη ζωή μου με το σπαθί σου από τους ασεβείς.
14 Κύριε, ἀπὸ ὀλίγων ἀπὸ γῆς διαμέρισον αὐτοὺς ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν, καὶ τῶν κεκρυμμένων σου ἐπλήσθη ἡ γαστὴρ αὐτῶν, ἐχορτάσθησαν ὑείων, καὶ ἀφῆκαν τὰ κατάλοιπα τοῖς νηπίοις αὐτῶν.
14 Ω, Κυριε, από τους ολίγους ευσεβείς ξεχώρισε και απομάκρυνε το πλήθος των ασεβών. Διασκόρπισέ τους εις την γην, ενώ ευρίσκονται ακόμη εις την παρούσαν ζωήν. Υλόφρονες και λαίμαργοι, καθώς είναι, εγέμισαν την κοιλίαν των δε όσα αγαθά, συ έχεις αποκρύψει εις τα βάθη της γης και της θαλάσσης. Εχόρτασαν από χριρινά απαγορευμένα κρέατα και αφού οι ίδιοι έφαγαν και έπιαν και εχρρτάσθησαν, αφήκαν τα υπολείμματα του συμποσίου των εις τα νήπιά των.
14 Κύριε, με το χέρι σου λιγόστεψέ τους τη ζωή! Δώσ' τους την τιμωρία που τους φύλαγες. Είν' αρκετή για να γεμίσουν τις κοιλιές τους και τα παιδιά τους να χορτάσουν, να μείνει ακόμα και για τα εγγόνια τους.
15 ἐγὼ δὲ ἐν δικαιοσύνῃ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου.
15 Εγώ όμως θα εργασθώ την αρετήν και με αυτήν θα αξιωθώ της χαράς να ίδω το πρόσωπόν σου, θα χορτάση η ψυχή μου, όταν θα βλέπω, Κυριε, την δόξαν σου.
15 Όμως εγώ, δικαιωμένος, θα δω το πρόσωπό σου· όταν ξυπνήσω θα ευφρανθώ από την παρουσία σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ δρόμος τῆς πίστης.
α2 Κατά τῶν σατανικῶν πομπῶν.
Γιά τή σωτηρία τῶν δαιμονισμένων.
Κατά τῶν πονοκεφάλων.
β Ὅταν ἐχθροί κυκλώνουν τήν ψυχή σου.
γ Γιά μεγάλη συκοφαντία, νά διαβάζεται τρεῖς φορές τήν ἡμέρα ἐπί τρεῖς ἡμέρες.
η "Ὁ Ψαλμωδός εὑρισκόμενον εἰς κίνδυνον φοβερόν ζητεῖ τήν ἐξ ὕψους βοήθειαν διά τήν ἀπαλλαγήν ἐκ τῶν ἐχθρῶν. Ὁ πόνος καί τό πάθος, ἡ μόνη πρός τόν οὐρανόν ὁδός, ὡς καί ἡ ὑπέρβασις αὐτῶν διά τῆς θέας
τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ". θ "Αἴτησις βοηθείας παρά τοῦ Θεοῦ ἐν περιστάσεσι".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 17

ΨΑΛΜΟΣ 17 (18) - Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΗ

1 Εἰς τὸ τέλος· τῷ παιδὶ Κυρίου τῷ Δαυΐδ, ἃ ἐλάλησεν τῷ Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐῤῥύσατο αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ, καὶ εἶπεν·
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη. Ύμνος του Δαβίδ, δούλου του Κυρίου, που τον απήγγειλε στον Κύριο όταν τον έσωσε από το Σαούλ κι από την εξουσία των άλλων εχθρών του.
2 Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου.
2 Παντοτε θα σε αγαπώ, Κυριε, σέ, ο οποίος είσαι η ακατανίκητος ισχύς μου.
2 Τότε ο Δαβίδ είπε: Σε αγαπώ, Κύριε, δύναμή μου!
3 Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ῥύστης μου. Ὁ Θεός μου βοηθός μου, ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας μου καὶ ἀντιλήπτωρ μου.
3 Ο Κυριος είναι το ασάλευτον θεμέλιον, επί του οποίου ακλόνητος έχω στερεωθή. Είναι το οχυρόν καταφύγιόν μου και ο σωτήρ μου. Ο Θεός είναι ο βοηθός μου και εις αυτόν εγώ θα ελπίζω πάντοτε. Αυτός είναι ο υπερασπιστής μου, η ισχυρά δύναμις, η οποία, ως ακατανίκητος παράταξις, εξασφαλίζει την σωτηρίαν μου. Αυτός είναι ο ταχύς προστάτης μου εις κάθε περίστασιν.
3 Εσύ είσαι, Κύριε, το καταφύγιό μου, το φρούριό μου κι ο ελευθερωτής μου. Θεέ μου, είσ' ο βράχος μου, όπου και καταφεύγω· η ασπίδα μου κι η δύναμη που με λυτρώνει· είσαι ο ψηλός ο πύργος μου, το καταφύγιό μου. Είσ' ο σωτήρας που με σώζει από την αδικία.
4 αἰνῶν ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι.
4 Με ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας θα ζητήσω εις βοηθειάν μου τον Κυριον, και με την προστασίαν του θα σωθώ από τους εχθρούς μου.
4 Στον Κύριο ανήκει κάθε ύμνος. Αυτόν καλώ να με βοηθήσει κι απ' τους εχθρούς μου σώζομαι.
5 περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, καὶ χείμαῤῥοι ἀνομίας ἐξετάραξάν με.
5 Ωσάν αφόρητοι πόνοι τοκετού με περιέσφιξαν κίνδυνοι θανάτου, τους οποίους παράνομοι άνθρωποι εξαπέλυσαν, ωσάν ορμητικούς χειμάρρους, εναντίον μου και με συνεκλόνισαν.
5 Κύματα με περικύκλωσαν θανάτου, ποταμοί ολέθρου με κατατρόμαξαν.
6 ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου.
6 Συνταρακτικαί και θανάσιμοι αγωνίαι άδου με έχουν περικυκλώσει, με επρόφθασαν παγίδες, αι οποίαι έκρυπτον τον θάνατον.
6 Με ζώσαν τα δεσμά του άδη, κι ο θάνατος μου 'στησε τις παγίδες του.
7 καὶ ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἐκέκραξα· ἤκουσεν ἐκ ναοῦ ἁγίου αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐνώπιον αὐτοῦ εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ.
7 Αλλά εν μέσω της μεγάλης αυτής οδύνης μου επεκαλέσθην δια της προσευχής τον Κυριον και με κραυγήν μεγάλην εφώναξα προς τον Θεόν. Ο δε Θεός ήκουσε την φωνήν μου από την εις ουρανούς κατοικίαν του και η κραυγή της αγωνίας μου έφθασεν ενώπιόν του, εισήλθεν εις τα ώτα του.
7 Φώναξα μες στη θλίψη μου στον Κύριο απ' το Θεό μου ζήτησα βοήθεια. ʼκουσε τη φωνή μου απ' το ναό του, κι η έκκλησή μου προς εκείνον για βοήθεια έγινε δεκτή.
8 καὶ ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων ἐταράχθησαν καὶ ἐσαλεύθησαν, ὅτι ὠργίσθη αὐτοῖς ὁ Θεός.
8 Ηλθεν εις βοήθειάν μου. Εσείσθη και ήρχισε να τρέμη ολόκληρος η γη, τα θεμέλια των ορέων συνεταράχθησαν και εκλονίσθησαν διότι ωργίσθη εναντίον αυτών ο Θεός.
8 Τότε η γη σαλεύτηκε και άρχισε να τρέμει. Ταράχτηκαν τα ουρανοθέμελα και σείστηκαν, γιατ' ήταν οργισμένος.
9 ἀνέβη καπνὸς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ πῦρ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καταφλεγήσεται, ἄνθρακες ἀνήφθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
9 Ως καπνός ηφαιστείου ανέβη υψηλά ο θυμός του, φωτιάν και λάβαν ηφαιστείου ήναψεν η παρουσία του και εις αναμμένα κάρβουνα μετεβλήθησαν όλα τα γύρω από αυτόν.
9 Βγήκε καπνός απ' τους μυκτήρες του κι από το στόμα του μια καταλυτική φωτιά, ανάμικτη με κάρβουνα αναμμένα.
10 καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ.
10 Εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην. Μαύρον σκοτεινόν νέφος απλώνεται κάτω από τους πόδας του.
10 Χαμήλωσε τα ουράνια και κατέβηκε, κάτω απ' τα πόδια του το σύννεφο του γνόφου.
11 καὶ ἐπέβη ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη, ἐπετάσθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων.
11 Ανέβη και εκάθισεν, ωσάν επάνω εις ουράνιον άρμα, επί των Χερουβίμ και επετούσεν. Επέταξε γρήγορα και έτρεχε, σαν να εφέρετο επί πτερύγων ανέμων.
11 Ανέβηκε στα χερουβίμ και πέταξε, όρμησε με του ανέμου τα φτερά.
12 καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ· κύκλῳ αὐτοῦ ἡ σκηνὴ αὐτοῦ, σκοτεινὸν ὕδωρ ἐν νεφέλαις ἀέρων.
12 Σκότος ήπλωσεν ολόγυρά του και απέκρυψε το άπειρον μεγαλείον του. Γυρω του ηπλώθη η σκηνή του κατασκευασμένη όχι από υφάσματα και δέρματα, αλλά από σκοτεινά νέφη βροχής, τα οποία μεταφέρονται από τους πνέοντας ανέμους.
12 Έκανε το σκοτάδι κάλυμμά του, που τον περιτυλίγει, σκηνή του τα τρισκότεινα νερά και τα πυκνά τα σύννεφα.
13 ἀπὸ τῆς τηλαυγήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ αἱ νεφέλαι διῆλθον, χάλαζα καὶ ἄνθρακες πυρός.
13 Από την απαστράπτουσαν λαμπρότητα της θείας παρουσίας του επερνούσαν τα σύννεφα και εξαπελύθησαν χάλαζα και οι κεραυνοί, αναμμένα κάρβουνα, εναντίον των εχθρών του.
13 Με μια μπροστά του αστραπή πέρασαν σύννεφα πυκνά, χαλάζι κι αναμμένα κάρβουνα.
14 καὶ ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ Ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ·
14 Ο Κυριος έστειλεν από τον ουρανόν τας βροντάς του με τους κεραυνούς του. Ο Υψιστος αφήκε να ακουσθή η τρομερά φωνή του εναντίον των εχθρών του.
14 Και βρόντησε απ' τους ουρανούς ο Κύριος, και τη φωνή του ο Ύψιστος άφησε ν' ακουστεί ωσάν χαλάζι κι αναμμένα κάρβουνα.
15 ἐξαπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτοὺς καὶ ἀστραπὰς ἐπλήθυνε καὶ συνετάραξεν αὐτούς.
15 Εξαπέστειλε τα ιδικά του πύρινα βέλη και τους διεσκόρπισε· πλήθος από αστραπάς και βροντάς και κεραυνούς και τους συνετάραξε.
15 Τα βέλη του ξαπόστειλε και τους εχθρούς του σκόρπισε, τις αστραπές του έστειλε και τους κατατρόμαξε.
16 καὶ ὤφθησαν αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ ἀνεκαλύφθη τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου, Κύριε, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος ὀργῆς σου.
16 Σαν να εστέγνωσαν τα ύδατα της γης, ώστε εφάνησαν αι πηγαί των υδάτων και αι κοίται των ποταμών, οι πυθμένες των ωκεανών και αυτά τα θεμέλια της γης, από τον δριμύν έλεγχόν σου, Κυριε, από μίαν και μόνην πνοήν της συνταρακτικής οργής σου.
16 Τότε οι πυθμένες φάνηκαν της θάλασσας και ξεσκεπάστηκαν της οικουμένης τα θεμέλια από την απειλή σου, Κύριε, κι από την οργισμένη αναπνοή σου.
17 ἐξαπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, προσελάβετό με ἐξ ὑδάτων πολλῶν.
17 Και εν μέσω της τρομεράς αυτής αναστατώσεως ο Κυριος ήπλωσε το χέρι του από τον ουρανόν, με έπιασε και με έφερε πλησίον του, με ανέσυρεν από τους πολλούς κινδύνους, οι οποίοι σαν πολλά ύδατα απειλούσαν να πνίξουν την ζωήν μου.
17 ʼπλωσε από ψηλά το χέρι του και μ' έπιασε, με τράβηξε απ' την πλημμύρα των νερών.
18 ῥύσεταί με ἐξ ἐχθρῶν μου δυνατῶν, καὶ ἐκ τῶν μισούντων με, ὅτι ἐστερεώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
18 Με εγλύτωσε και θα με γλυτώση ο Κυριος από τους ισχυρούς εχθρούς μου, οι οποίοι με μισούν, οσονδήποτε ισχυρότεροι από εμέ και αν είναι αυτοί.
18 Από τους δυνατούς εχθρούς μου μ' ελευθέρωσε από τους αντιπάλους μου, που ήταν από μένα πιο ισχυροί.
19 προέφθασάν με ἐν ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, καὶ ἐγένετο Κύριος ἀντιστήριγμά μου
19 Αυτοί με επρόφθασαν αιφνιδίως εις τας πλέον κρισίμους και περιπετειώδεις στιγμάς της ζωής μου, αλλά ο Κυριος υπήρξε το στήριγμά μου και ο υπερασπιστής μου εναντίον αυτών.
19 Της συμφοράς μου την ημέρα μ' αιφνιδίασαν, αλλά ο Κύριος στάθηκε στήριγμά μου.
20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμόν, ῥύσεταί με, ὅτι ἠθέλησέ με.
20 Από την στενόχωρον θέσιν μου με έβγαλεν εις άνεσιν και αναψυχήν. Με εγλύτωσεν από τους εχθρούς, διότι με ηγάπησεν.
20 Σε τόπο μ' έβγαλε ανοιχτό, με γλίτωσε, γιατί με αποδέχεται με καλοσύνη.
21 καὶ ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταποδώσει μοι,
21 Ο Κυριος έτσι με αντήμειψε δια την αθωότητά μου. Συμφωνα με την καθαρότητα των χειρών μου ο Κυριος μου ανταπέδωσε και θα μου ανταποδώση αμοιβάς και ευεργεσίας,
21 Ο Κύριος με αντάμειψε γιατί του στάθηκα πιστός. μου ανταπέδωσε ό,τι ταιριάζει στην αθωότητά μου.
22 ὅτι ἐφύλαξα τὰς ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου,
22 διότι εγώ εφύλαξα τας εντολάς του Κυρίου, δεν ησέβησα απέναντι του Θεού μου.
22 Γιατί ακολούθησα τους δρόμους που όρισε ο Κύριος και στο Θεό μου δεν ασέβησα.
23 ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ ἐνώπιόν μου, καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ οὐκ ἀπέστησαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
23 Διότι πάντοτε είχα και έχω προ οφθαλμών τας δικαίας του κρίσεις και ποτέ αι εντολαί του δεν απεμακρύνθησαν από την σκέψιν και την καρδίαν μου.
23 Για οδηγό μου είχα όλα του τα προστάγματα, και δεν απομακρύνθηκα απ' τους νόμους του.
24 καὶ ἔσομαι ἄμωμος μετ᾿ αὐτοῦ καὶ φυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου.
24 Ημην και θα είμαι άμωμος και ειλικρινής απέναντί του και θα προφυλαχθώ από κάθε αμαρτίαν.
24 Απέναντί του στάθηκα άψογος, και φυλαγόμουν να μην ανομήσω.
25 καὶ ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
25 Ο Κυριος θα μου ανταποδώση, σύμφωνα με τον αγώνα μου να ζω κατά το θέλημά του και σύμφωνα με την προσπάθειάν μου να διατηρώ τας χείρας μου αγνάς και καθαράς ενώπιον των οφθαλμών του. Ψαλ. 17 ,26 μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ,
25 Ο Κύριος με αντάμειψε γιατί του στάθηκα πιστός, και για την αθωότητά μου, που την ξέρει.
26 μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ,
26 Συ, Κυριε, προς τον αφωσιωμένον εις σε θα φέρεσαι με στοργήν και αγάπην. Προς τον αθώον και ηθικώς άμεμιττον θα δείχνεσαι αθώος και άμεμπτος.
26 Με τον πιστό, Κύριε, είσαι πιστός, τέλειος είσαι με τον τέλειο.
27 καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις.
27 Με τον εκλεκτόν θα είσαι συ πάντοτε εκλεκτός. Απέναντι όμως του διεστραμμένου ανθρώπου θα αλλάζης τρόπον και θα φαίνεται στρεβλή η ιδική σου ευθεία και δικαία συμπεριφορά.
27 Με τον καθάριο καθαρός μα φέρεσαι εχθρικά στον διεστραμμένο.
28 ὅτι σὺ λαὸν ταπεινὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς ὑπερηφάνων ταπεινώσεις.
28 Διότι συ τον ταπεινωμένον και το έλεός σου ζητούντα λαόν τον σώζεις και τον ευλογείς πάντοτε. Ενῷ τους αλαζονικούς οφθαλμούς των υπερηφάνων τους αναγκάζεις να χαμηλώσουν κατησχυμμένοι εις την γην.
28 Σώζεις εσύ όλους τους ταπεινωμένους, μα ταπεινώνεις όσους φέρνονται υπερήφανα.
29 ὅτι σὺ φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τὸ σκότος μου.
29 Συ, Κυριε, ανεζωογόνησες και θα αναζωογονής τον λύχνον της ζωής μου. Συ, Κυριε ο Θεός μου, έρριψες το φως της χαράς και διέλυσες το σκοτάδι της δυστυχίας μου.
29 Εσύ, Κύριε, φως δίνεις στο λυχνάρι μου, και το σκοτάδι μου φωτίζεις, Θεέ μου.
30 ὅτι ἐν σοὶ ῥυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.
30 Με την δύναμίν σου πάντοτε θα σώζωμαι από τους κινδύνους και τους πειρασμούς και με την βοήθειάν σου θα υπερπηδώ κάθε ανυπέρβλητον δια τας ανθρωπίνας δυνάμεις τείχος, κάθε δυσκολίαν.
30 Μαζί μ' εσένα ορμώ σ' εχθρικό στράτευμα, με το Θεό μου διασκελίζω τείχος.
31 ὁ Θεός μου, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὰ λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, ὑπερασπιστής ἐστι πάντων τῶν ἐλπιζόντων ἐπ᾿ αὐτόν.
31 Ο δρόμος και ο τρόπος της ενεργείας του Θεού μου είναι άμεμπτα. Τα λόγια του Κυρίου είναι, πυρ, που φωτίζει και κατακαίει. Είναι υπεραπιστής όλων εκείνων, οι οποίοι ελπίζουν εις αυτόν.
31 Τέλειες είναι του Θεού μου οι ενέργειες, ο λόγος του Κυρίου είν' αξιόπιστος· αυτός ασπίδα γίνεται σ' όλους που καταφεύγουνε σ' αυτόν.
32 ὅτι τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Κυρίου, καὶ τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
32 Διότι, ποιός άλλος Θεός είναι αληθινός και πραγματικός εκτός του Κυρίου μας; Και ποιός Θεός είναι τόσον ισχυρός και αγαθός πλην του Θεού μας;
32 Γιατί ποιος άλλος απ' τον Κύριο είναι Θεός; Ποιος είναι βράχος αν δεν είναι ο Θεός μας;
33 ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου·
33 Αυτός ο αληθινός και παντοδύναμος Θεός με περιέζωσε με μεγάλην και ακατανίκητον δύναμιν, με ανέδειξεν άμεμπτον και καθαρόν στους δρόμους της ζωής μου.
33 Με περιζώνει ο Θεός με δύναμη κάνει να πετυχαίνει ό,τι επιχειρώ.
34 καταρτιζόμενος τοὺς πόδας μου ὡσεὶ ἐλάφου καὶ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἱστῶν με·
34 Αυτός κάμνει ευκίνητα τα πόδια μου, τους δίδει την ταχύτητα της ελάφου, ώστε με ευκολίαν να υπερπηδώ κινδύνους και δυσκολίας. Αυτός με ανεβάζει εις τα όρη τα υψηλά, ασφαλή από κάθε απειλήν.
34 Κάνει τα πόδια μου σαν ελαφίνας γρήγορα και με κρατάει όρθιο στους ψηλούς μου τόπους.
35 διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον καὶ ἔθου τόξον χαλκοῦν τοὺς βραχίονάς μου·
35 Αυτός γυμνάζει και διδάσκει τα χέρια μου, να πολεμούν νικηφόρως. Κατέστησε τους βραχίονάς μου ευκινήτους και ισχυρούς ωσάν χάλκινον τόξον.
35 Γυμνάζει για τον πόλεμο τα χέρια μου, για να τεντώνουν άτρεμα τα μπράτσα μου το τόξο τ' ορειχάλκινο.
36 καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας, καὶ ἡ δεξιά σου ἀντελάβετό μου, καὶ ἡ παιδεία σου ἀνώρθωσέ με εἰς τέλος, καὶ ἡ παιδεία σου αὐτή με διδάξει.
36 Συ, Κυριε, ηυδόκησες να με υπερασπίσης απέναντι των εχθρών μου και να μου χαρίσης την σωτηρίαν. Η προστατευτική δεξιά σου με υπεβάστασε, η πατρική σου παιδαγωγία και καθοδήγησις με ανώρθωσε τελείως. Αυτή η παιδαγωγία σου, Κυριε, θα εξακολουθή να με διδάσκη.
36 Μου 'δωσες, Κύριε, την ασπίδα που μ' αυτήν με σώζεις και το χέρι το δεξί σου με στηρίζει. Στην προσευχή μου η απάντησή σου με κάνει δυνατό.
37 ἐπλάτυνας τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἠσθένησαν τὰ ἴχνη μου.
37 Ανοιξες δρόμους πλατείς και ασφαλείς εις την πορείαν της ζωής μου, Κυριε, και δεν εκουράσθησαν ούτε εξησθένησαν τα πέλματά μου.
37 Ανοίγεις δρόμο μπρος στα βήματά μου και σταθερά τα πόδια μου πατούν.
38 καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ καταλήψομαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀποστραφήσομαι, ἕως ἂν ἐκλίπωσιν·
38 Κατεδίωξα τους εχθρούς μου και τους κατέφθασα, ενώ έφευγαν πανικόβλητοι, και δεν εγύρισα οπίσω, μέχρις ότου εκείνοι εξωντώθησαν και εξέλιπον.
38 Παίρνω κυνήγι τους εχθρούς μου και τους φτάνω, και δε γυρίζω πίσω ώσπου ν' αφανιστούν.
39 ἐκθλίψω αὐτούς, καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι, πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου.
39 Τους συνέθλιψα με την δύναμίν σου και δεν ημπόρεσαν να σταθούν, αλλ' έπεσαν κάτω από τα πόδιά μου.
39 Τους εξοντώνω και δεν μπορούν να σηκωθούν· πέφτουν κάτω απ' τα πόδια μου.
40 καὶ περιέζωσάς με δύναμιν εἰς πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τοὺς ἐπανισταμένους ἐπ᾿ ἐμὲ ὑποκάτω μου.
40 Συ από όλα τα σημεία με ενέδυσες με δύναμιν, δια να πολεμώ πάντοτε νικηφόρως. Περιέπλεξες τα πόδια των και έπεσαν κάτω από τα πόδια μου όλοι εκείνοι, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
40 Με ζώνεις για τον πόλεμο με δύναμη και κάνεις να λυγίζουν κάτωθέ μου όσοι ξεσηκωθήκαν εναντίον μου.
41 καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον καὶ τοὺς μισοῦντάς με ἐξωλόθρευσας.
41 Ετρεψες εις φυγήν τους εχθρούς μου. Πανικόβλητοι εγύρισαν προς εμέ την πλάτην των. Παρέδωκες εις ολοκληρωτικήν καταστροφήν εκείνους, οι οποίοι με εμισούσαν.
41 Σε φυγή τρέπεις τους εχθρούς μου από μπρος μου κι εξολοθρεύω αυτούς που με μισούν.
42 ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ σῴζων, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν.
42 Και επάνω εις την απέλπιδα φυγήν και τον πανικόν των εκραύγασαν ζητούντες την βοήθειάν σου, αλλά δεν υπήρχε δι' αυτούς σωτήρ. Εκραξαν προς σε, αλλά δεν τους εισήκουσες.
42 Ζητούν βοήθεια, μα δε βρίσκουνε σωτήρα· στον Κύριο φωνάζουν, μα δεν τους αποκρίνεται.
43 καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡσεὶ χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, ὡς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς.
43 Με την ιδικήν σου βοήθειαν τους συνέτριψα. Τους έκαμα σαν ανάλαφρο χνούδι, το οποίον διασκορπίζει ο άνεμος. Τους επολτοποίησα ωσάν την λάσπην, που πατούν οι άνθρωποι εις τας πλατείας.
43 Και τους σκορπίζω όπως το χώμα ο άνεμος, όπως τη λάσπη τούς τινάζω, που 'ναι στους δρόμους.
44 ῥύσῃ με ἐξ ἀντιλογίας λαοῦ, καταστήσεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν. λαός, ὃν οὐκ ἔγνων, ἐδούλευσέ μοι,
44 Με εγλύτωσες, γλύτωσέ με και στο μέλλον από αντιθέσεις και εμφυλίους πολέμους του ισραηλιτικού λαού. Με εγκατέστησες κυρίαρχον και εις άλλα- ειδωλολατρικά- έθνη. Λαός, τον οποίον δεν εγνώριζα προηγουμένως, έγινεν υποτελής εις εμέ.
44 Μ' έσωσες απ' τη φιλονεικία του λαού μου, μ' έκανες αρχηγό εθνών· λαοί που δεν τους γνώριζα, έγιναν τώρα υποτελείς μου.
45 εἰς ἀκοὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου· υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι,
45 Οταν ήκουσε την φήμην των κατορθωμάτων και της δόξης μου, έγινεν υπήκοός μου. Ξένοι λαοί ένεκα φόβου υπεκρίθησαν φιλίαν και υποταγήν εις εμέ.
45 Έρχονται ξένοι και με κολακεύουν στον πρώτο λόγο μου γίνονται υπάκουοι.
46 υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὐτῶν.
46 Αλλοεθνείς λαοί εχρηστεύθησαν σαν παλαιά εφθαρμένα ενδύματα, σαν χωλοί εσκόνταφταν στους δρόμους των.
46 Οι ξένοι καταρρέουν και βγαίνουν απ' τα οχυρά τους τρέμοντας.
47 ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός μου καὶ ὑψωθήτω ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου,
47 Ο Κυριος όμως ζη και θριαμβεύει. Ας είναι δοξασμένος και ευλογημένος ο Θεός μου και ας υψώνεται και ας υμνολογήται ο Θεός της σωτηρίας μου,
47 Ο Κύριος ζει! Ο βράχος μου ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός, ο λυτρωτής μου.
48 ὁ Θεὸς ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοί, καὶ ὑποτάξας λαοὺς ὑπ᾿ ἐμέ,
48 διότι ο Θεός μου εξεδικήθη τους εχθρούς μου και υπέταξε λαούς ολοκλήρους κάτω από τα πόδιά μου.
48 Είν' ο Θεός που παίρνει εκδίκηση για χάρη μου που υποτάζει κάτωθέ μου τους λαούς,
49 ὁ ῥύστης μου ἐξ ἐχθρῶν μου ὀργίλων, ἀπὸ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ ὑψώσεις με, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ῥῦσαί με.
49 Αυτός με εγλύτωσεν από εχθρούς γεμάτους οργήν και μανίαν εναντίον μου. Συ, Κυριε, με ανέδειξες νικητήν, με ανύψωσες και με εδόξασες απέναντι εκείνων, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον μου. Λυτρωσέ με και στο μέλλον από κάθε άνδρα δόλιον και άδικον.
49 και που με σώζει απ' τους εχθρούς μου. Κύριε, με υψώνεις πάνω απ' τους αντιπάλους μου, μ' ελευθερώνεις απ' τους βίαιους ανθρώπους.
50 διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ,
50 Δι' όλα αυτά, Κυριε, θα σε δοξολογώ και θα σε ευγνωμονώ. Μεταξύ των εθνών θα ψάλλω και θα υμνολογώ το όνομά σου.
50 Γι' αυτό μέσα στα έθνη θα σε δοξάζω, Κύριε, κι ύμνους θα ψάλλω στ' όνομά σου.
51 μεγαλύνων τὰς σωτηρίας τοῦ βασιλέως αὐτοῦ, καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαυΐδ, καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος.
51 Δοξολογίας και ευχαριστίας θα αναπέμπω προς τον Θεόν μου, ο οποίος επραγματοποίησε μεγαλειώδεις σωτηρίας υπέρ του βασιλέως, που Αυτός τον ανέδειξε και ο οποίος δεικνύει πάντοτε έλεος στον βασιλέα, που έχρισεν, στον Δαυίδ και στους απογόνους του, εις όλας τας κατόπιν γενεάς.
51 Μεγάλες νίκες δίνει στο βασιλιά του ο Κύριος· και δείχνει αγάπη για τον εκλεκτό του, για το Δαβίδ και για τους απογόνους του αιώνια.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἐπίκληση μιᾶς καθαρῆς καρδιᾶς πρός τόν Θεό.
α2 Γιά τούς συκοφάντες. Νά πάψουν νά κατηγοροῦν ἄδικα.
Κατά τῆς γλωσσογαγιᾶς.
Γιά τό κακό μάτι (βασκανία).
β Ὅταν διέφυγες ἀπό τούς διῶκτες σου.
γ Ὅταν γίνεται σεισμός ἤ Θεομηνία.
θ. "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος"

ΨΑΛΜΟΣ 18

ΨΑΛΜΟΣ 18 (19) - Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα.
2 Οι ουρανοί με την αρμονίαν και το κάλλος των διηγούνται εις κάθε άνθρωπον την δόξαν και την σοφίαν του Θεού. Ο ουρανός, που σαν στερεός θόλος περιβάλλει την γην, διακηρύττει, ότι είναι έργον του παντοδυνάμου και πανσόφου δημιουργού.
2 Τα ουράνια φανερώνουνε το μεγαλείο του Θεού και δείχνει το στερέωμα τα έργα που έχει φτιάξει.
3 ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν.
3 Καθε ημέρα βροντοφωνεί εις την επομένην ημέραν και κάθε νυξ αναγγέλλει εις την άλλην νύκτα την γνώσιν δια την ύπαρξιν του απειροτελείου Δημιουργού.
3 Η μια στην άλλη μέρα μεταδίδει αυτό το μήνυμα κι η μια στην άλλη νύχτα μεταφέρει αυτή τη γνώση.
4 οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι, ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν·
4 Οι λόγοι, τους οποίους διαλαλούν οι ουρανοί, δεν είναι σιωπηλοί λόγοι από εκείνους, των οποίων αι φωναί δεν ακούονται παντού.
4 Χωρίς να 'χουν μιλιά και δίχως λόγια· η φωνή τους δεν ακούγεται.
5 εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν.
5 Τουναντίον, εις ολόκληρον την γην εξήλθε και ακούεται η φωνή των. Εφθασαν και εις τα πέρατα της οικουμένης οι λόγοι των.
5 Κι όμως σ' όλη τη γη απλώθηκε η λαλιά τους, οι λέξεις τους στα πέρατα της οικουμένης. Στον ουρανό τον ήλιο εγκατέστησε.
6 ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τὸ σκήνωμα αὐτοῦ· καὶ αὐτὸς ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ παστοῦ αὐτοῦ, ἀγαλλιάσεται ὡς γίγας δραμεῖν ὁδὸν αὐτοῦ.
6 Ο Θεός το φως το απρόσιτον, τον ήλιον, έκαμεν ιδιαίτερον ενδιαίτημά του. Τον διατάσσει να ανατέλλη λαμπρός ωσάν νυμφίος, που εξέρχεται λαμπροστολισμένος από τον νυμφικόν του θάλαμον. Ωσάν γίγας και ακούραστος δρομεύς, με αγαλλίασιν και χωρίς ποτέ να αποκάμη δια μέσου των αιώνων, διατρέχει κάθε ημέραν τον από ανατολών έως δυσμών δρόμον του.
6 Κι αυτός σαν νιόγαμπρος που βγαίνει απ' τον κοιτώνα του· χαίρεται σαν τον αθλητή το δρόμο του που τρέχει.
7 ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ.
7 Από το ένα άκρον του ουρανού γίνεται η έξοδός του και στο άλλο άκρον του ουρανού τελειώνει η πορεία του. Και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα ημπορέση, να διαφύγη την θερμότητά του.
7 Απ' τη μια άκρη τ' ουρανού η ανατολή του κι η τροχιά του ως την άλλη άκρη του· τίποτ' από τη θέρμη του δεν μπορεί να κρυφτεί.
8 ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ἄμωμος, ἐπιστρέφων ψυχάς· ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια.
8 Παραπάνω όμως από τα μεγαλεία, που διηγούνται οι ουρανοί, υπάρχει ο νόμος του Κυρίου, ο άμεμπτος, ο οποίος επιστρέφει πλανωμένας ψυχάς στον δρόμον της σωτηρίας, στον δρόμον του Θεού. Αι εντολαί του Κυρίου, που υπάρχουν εις αυτόν, είναι αληθιναί και πισταί, γεμάται σοφίαν, ικαναί να αναδείξουν σοφά και αυτά ακόμη τα νήπια.
8 Ο νόμος του Κυρίου είναι τέλειος, ανανεώνει τη ζωή· η μαρτυρία του αληθινή, σοφό κάνει τον άσοφο.
9 τὰ δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν· ἡ ἐντολὴ Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς·
9 Αι εντολαί του Κυρίου είναι αληθιναί και τέλειαι. Ευφραίνουν την καρδίαν εκείνου, που τας τηρεί. Σκαρπίζουν μέχρι των πλέον μακρυνών περάτων άπλετον το φως και φωτίζουν τους οφθαλμούς των ανθρώπων.
9 Σωστοί είναι οι δρόμοι του Κυρίου, ευφραίνουν την καρδιά· οι εντολές του καθαρές, φωτίζουν τη διάνοια.
10 ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος· τὰ κρίματα Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα ἐπὶ τὸ αὐτό,
10 Το ιερόν δέος, που διεγείρει εις τας καρδίας των ανθρώπων ο νάμος του Κυρίου και ο ευλαβής φόβος είναι αγνός, ανόθευτος από πλάνην. Εχει αιωνίαν ισχύν και κύρος. Αι κρίσεις και αι αποφάσστου Κυρίου, που περιέχονται εις αυτόν, είναι αληθιναί και επιμαρτυρούνται ως δίκαιαι δια μέσου των αιώνων.
10 Ο λόγος του Κυρίου καθαρός, κρατάει αιώνια· οι αποφάσεις του αληθινές· οι μόνες δίκαιες.
11 ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον.
11 Τα λόγια του Κυρίου δια τους καλοπροαίρετους ανθρώπους είναι επιθυμητά περισσότερον από τον χρυσόν και από πλήθος πολυτίμων λίθων. Είναι γλυκύτερα από το μέλι και από την κηρήθραν.
11 Πιο επιθυμητές απ' το χρυσάφι, κι απ' το πολύ το μάλαμα· από το μέλι πιο γλυκές, κι από κερήθρας στάλαγμα.
12 καὶ γὰρ ὁ δοῦλός σου φυλάσσει αὐτά· ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτὰ ἀνταπόδοσις πολλή.
12 Εγώ εδοκίμασα την γλυκύτητά των, διότι ο δούλος σου, Κυριε, φυλάσσει αυτά τα κρίματά σου. Οποιος τα φυλάσσει, θα έχη μεγάλην ανταπόδοσιν και αμοιβήν.
12 Κι εγώ, ο δούλος του, φωτίστηκα απ' αυτές! Όποιος τις τηρεί, μεγάλη θα 'ναι η ανταμοιβή του.
13 παραπτώματα τίς συνήσει; ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με.
13 Αδύνατον όμως να τηρήση κανείς εξ ολοκλήρου τον Νομον σου. Ποιός ημπορεί να γνωρίση τα παραπτώματα, εις τα οποία και χωρίς να το θέλωμεν υποπίπτομεν; Από τα απόκρυφα αυτά παραπτώματα, που εγώ ίσως δεν τα γνωρίζω και ούτε θέλω ποτέ να έλθουν εις δημοσιότητα, καθάρισόν με, Κυριε.
13 Ποιος συναισθάνεται τα σφάλματά του; Καθάρισέ με, Κύριε, απ' τους κρυφούς διαλογισμούς!
14 καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου· ἐὰν μή μου κατακυριεύσωσι, τότε ἄμωμος ἔσομαι καὶ καθαρισθήσομαι ἀπὸ ἁμαρτίας μεγάλης.
14 Και από ξένα προς τον Νομον σου αισθήματα και έργα προφύλαξε εμέ, τον δούλον σου. Εάν αυτά δεν με κυριεύσουν, τότε εγώ θα είμαι άμεμπτος και έτσι θα διατηρηθώ καθαρός από μεγάλας πτώσεις.
14 Συγκράτησε το δούλο σου, έτσι που η έπαρση να μη με κυριέψει· τότε θα είμαι τέλειος κι ελεύθερος απ' τη μεγάλη πλάνη.
15 καὶ ἔσονται εἰς εὐδοκίαν τὰ λόγια τοῦ στόματός μου καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου ἐνώπιόν σου διὰ παντός, Κύριε, βοηθέ μου καὶ λυτρωτά μου.
15 Τοτε θα είναι ευχάριστοι εις σε και ευπρόσδεκτοι οι λόγοι της προσευχής μου και αι ευλαβείς σκέψεις και οι ιεροί πόθοι της καρδίας μου θα είναι ως θυσία ευπρόσδεκτος και παντοτεινή ενώπιόν σου, Κυριε, βοήθέ μου και λυτρωτά μου.
15 Τα λόγια μου μακάρι να 'ναι ευπρόσδεκτα ενώπιόν σου, όπως κι οι σκέψεις της καρδιάς μου, Κύριε, καταφυγή και λυτρωτή μου!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή στόν Θεό γι' ἀπελευθέρωση.
α2 Γιά τήν εὐημερία τῆς χώρας καί τοῦ λαοῦ.
Γιά νά κυβερνοῦν δίκαια οἱ ἄρχοντες.
β Γιά νά θαυμάζης τήν τάξη τῆς κτίσεως καί τήν φροντίδα τῆς θείας Πρόνοιας.
γ Γιά νά ἐλευθερωθοῦν οἱ μητέρες στήν γέννα τους.
η "Εἶναι δοξολογικός Ψαλμός".
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".
"Ἐκθείασις τῆς ἐξοχότητος καί σημαντικότητος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ".

ΨΑΛΜΟΣ 19

ΨΑΛΜΟΣ 19 (20) - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ἐπακούσαι σου Κύριος ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, ὑπερασπίσαι σου τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ.
2 Είθε ω βασιλεύ να εισακούση ο Κυριος την δέησίν σου κατά την ημέραν αυτήν της μεγάλης θλίψεως· είθε το παντοδύναμον όνομα του Θεού του ισραηλιτικού λαού να σε υπερασπίση εναντίον των εχθρών μας.
2 Ας σου απαντήσει ο Κύριος τη μέρα της ανάγκης· ας σ' ενισχύσει η παρουσία του Θεού του Ιακώβ.
3 ἐξαποστείλαι σοι βοήθειαν ἐξ ἁγίου καὶ ἐκ Σιὼν ἀντιλάβοιτό σου.
3 Είθε να σου στείλη ο Κυριος βοήθειαν από τον ιερόν του ναόν και να σε προστατεύση από το όρος Σιών.
3 Βοήθεια απ' το θυσιαστήριό του ας σου στείλει κι ας σε στηρίξει απ' τη Σιών.
4 μνησθείη πάσης θυσίας σου καὶ τὸ ὁλοκαύτωμά σου πιανάτω. (διάψαλμα).
4 Είθε να ενθυμηθή και να δεχθή ευμενώς όλας τας αιματηράς και αναιμάκτους θυσίας, που του προσέφερες, και να θεωρήση παχύ και ευάρεστον το θύμα, το οποίον αφήκες ολόκληρον να καή επάνω στο θυσιαστήριόν του.
4 Ας θυμηθεί τις προσφορές σου· και τα ολοκαυτώματά σου ας τα δεχτεί. (Διάψαλμα)
5 δῴη σοι Κύριος κατὰ τὴν καρδίαν σου καὶ πᾶσαν τὴν βουλήν σου πληρώσαι.
5 Είθε ο Κυριος να σου δώση σύμφωνα με τας αγίας επιθυμίας της καρδίας σου και να εκπληρώση κάθε αγαθήν επιθυμίαν και απόφασίν σου, χαρίζων εις σε νίκην εναντίον των εχθρών σου.
5 Ας ανταποκριθεί στις προσδοκίες σου· κι ας πραγματώσει όλα τα σχεδιά σου.
6 ἀγαλλιασόμεθα ἐν τῷ σωτηρίῳ σου καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα. πληρώσαι Κύριος πάντα τὰ αἰτήματά σου.
6 Τοτε όλοι θα ευφρανθώμεν και θα χαρώμεν δια την σωτήριον αυτήν νίκην. Και στο όνομα και με την δύναμιν του απείρου Θεού μας θα αναδειχθώμεν μεγάλοι και ένδοξοι. Είθε λοιπόν ο Κυριος να εκπληρώση όλα τα αιτήματα της προσευχής σου”.
6 Στη λύτρωσή σου θα πανηγυρίσουμε -στ' όνομα του Θεού μας τις σημαίες θ' ανεμίσουμε. Ας εκπληρώσει ο Κύριος όλα σου τα αιτήματα.
7 νῦν ἔγνων ὅτι ἔσωσε Κύριος τὸν χριστὸν αὐτοῦ· ἐπακούσεται αὐτοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου αὐτοῦ· ἐν δυναστείαις ἡ σωτηρία τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ.
7 Τωρα εγώ ο ιερεύς, που προσφέρω την ικετήριον αυτήν θυσίαν, έχω την εσωτερικήν πληροφορίαν και εγνώρισα καλά, ότι ο Κυριος θα σώση οπωσδήποτε τον βασιλέα, τον οποίον αυτός έχρισε. Θα ακούση και θα κάμη δεκτά τα αιτήματα της προσευχής του από τον ένδοξον ουράνιον θρόνον του. Με θαυματουργικάς επεμβάσεις της παντοδυνάμου δεξιάς του θα μας δώση την σωτηρίαν και τον θρίαμβον.
7 Τώρα γνωρίζω ότι δίνει ο Κύριος νίκη στον εκλεκτό του· από τον άγιο ουρανό του του αποκρίνεται με τις σωτήριες δυνάμεις της δεξιάς του.
8 οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα.
8 Εκείνοι μεν οι εχθροί επέρχονται εναντίον μας με πολεμικά άρματα και με το φοβερόν ιππικόν των. Ημείς όμως με το παντοδύναμον όνομα του Κυρίου και Θεού μας θα θριαμβεύσωμεν εναντίον των.
8 ʼλλοι ελπίζουν στ' άρματα κι άλλοι στο ιππικό τους· μα εμείς εμπιστευόμαστε στον Κύριο το Θεό μας.
9 αὐτοὶ συνεποδίσθησαν καὶ ἔπεσαν, ἡμεῖς δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνωρθώθημεν.
9 Και ιδού ότι αυτοί επεδικλώθησαν, εσκόνταψαν και έπεσαν, ημείς όμως εσηκώθημεν επάνω, εστάθημεν όρθιοι και έχομεν κάτω από τα πόδια μας νικημένους τους εχθρούς μας.
9 Αυτοί κλονίζονται και πέφτουν· εμείς ορθοί στεκόμαστε, κρατάμε σταθεροί.
10 Κύριε, σῶσον τὸν βασιλέα, καὶ ἐπάκουσον ἡμῶν, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλεσώμεθά σε.
10 Κυριε, σώσον τον βασιλέα και άκουσε την προσευχήν μας εις οιανδήποτε ημέραν και αν σε επικαλεσθώμεν ευλαβώς και με πίστιν.
10 Κύριε, σώζε το βασιλιά κι άκουγέ μας όποτε σε καλούμε.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ θαυμαστή δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί ὁ τέλειος νόμος Του.
α2 Γιά νά συγχωρέση ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες μας.
β Γιά παρηγορία τῶν θλιβομένων.
γ Γιά ἀνδρόγυνα πού δέν γεννοῦν λόγω ἀναπηρίας,ἤ ἀδυναμίας ὥστενά τούς βοηθήση ὁ Θεός γιά νά μήν χωρίσουν.
θ Δοξολογία, ἐπίκληση καί προβολή μεσιτείας.

Συντομογραφίες:

α1. Ἐξήγηση ψαλμῶν, σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
α2. Χρήση τῶν ψαλμῶν σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
 β. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, Ἑρμηνευτικά Α, ψαλμοί,πρός Μάρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν ψαλμῶν. Ε.Π.Ε. τόμος 5ος, Θεσ/κη 1975.
 γ. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ἱερομ. Χρυσοστόμου "ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 227
 δ. Περιοδικό· " Ὁσία Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ", Ἱ. Μ. Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τεῦχος 323, 1988
 ε. Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· "Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. ἔκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσ/κη 1972
 σ. Χ. Τσολακίδη, Οἱ ψαλμοί γιά κάθε περίσταση, β, ἔκδ. Τσολακίδη, 2, Ἀθῆναι 2003
 ζ. Ιεροῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς, ἔκδ. Ὠφελίμου βιβλίου, Ἀθῆναι 1973, τόμοι 53 -60
 η. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Κατήχήσεις καί λόγοι "Ἀγαλιασώμεθα τῶ Κυρίῳ", τόμ. 3, Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς, 1999.
 θ. Ἁγίου Νεκταρίου, "Ψαλτἠριον τοῦ Παντάνακτος Δαυΐδ", ἔκδ. β, ἔκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003


Πηγές