fbpx

Ψαλμοί

ΨΑΛΜΟΣ 20

ΨΑΛΜΟΣ 20 (21) - Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΛΠΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
2 Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου εὐφρανθήσεται ὁ βασιλεὺς καὶ ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου ἀγαλλιάσεται σφόδρα.
2 Κυριε, ο βασιλεύς ευφραίνεται και θα ευφραίνεται χάρις εις την δύναμιν και την ενίσχυσιν, την οποίαν συ του έδωσες. Θα πλημμυρίζη από πολλήν και μεγάλην αγαλλίασιν δια την από τους εχθρούς μας σωτηρίαν και δια την υγείαν, την οποίαν συ του εχάρισες.
2 Κύριε, για τη δύναμή σου χαίρεται ο βασιλιάς· κι η νικηφόρα σου βοήθεια τον γεμίζει ευφροσύνη.
3 τὴν ἐπιθυμίαν τῆς καρδίας αὐτοῦ ἔδωκας αὐτῷ καὶ τὴν θέλησιν τῶν χειλέων αὐτοῦ οὐκ ἐστέρησας αὐτόν. (διάψαλμα).
3 Εδωκες εις αυτόν ο,τι επεθύμησεν η καρδία του και δεν τον υστέρησες από εκείνο, δια το οποίον με τα ίδια του τα χείλη σε παρεκάλεσε.
3 Ό,τι η καρδιά του πόθησε, του το 'δωσες· και δεν αρνήθηκες ό,τι τα χείλη του ζητήσαν. (Διάψαλμα)
4 ὅτι προέφθασας αὐτὸν ἐν εὐλογίαις χρηστότητος, ἔθηκας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ στέφανον ἐκ λίθου τιμίου.
4 Μάλλον δε και πριν σε παρακαλέση έσπευσες συ και τον επρόλαβες με τας ευλογίας των ωφελίμων και αγαθών δωρεών σου. Τον εδόξασες και έθεσες εις την κεφαλήν του λαμπρόν βασιλικόν στέμμα με πολυτίμους λίθους.
4 Έτσι ευλογίες του 'δωσες καλόδεχτες, μαλαματένιο στο κεφάλι του έβαλες στέμμα.
5 ζωὴν ᾐτήσατό σε, καὶ ἔδωκας αὐτῷ, μακρότητα ἡμερῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
5 Σου εζήτησε ζώην και του εχάρισες πλήθος ημερών, εις αυτόν και στους απογόνους του εις αιώνα αιώνος.
5 Ζωή σού ζήτησε και του 'δωσες, μακροβιότητα αιώνια και παντοτινή.
6 μεγάλη ἡ δόξα αὐτοῦ ἐν τῷ σωτηρίῳ σου, δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐπιθήσεις ἐπ᾿ αὐτόν·
6 Μεγάλη είναι η δόξα, την οποίαν συ του εξησφάλισες με την σωτήριον βοήθειάν σου. Οπως δε τώρα, έτσι και στο μέλλον θα περιβάλλης αυτόν με δόξαν και μεγαλοπρέπειαν.
6 Μεγάλωσε τη δόξα του η βοήθειά σου· του 'δωσες λάμψη και μεγαλοσύνη.
7 ὅτι δώσεις αὐτῷ εὐλογίαν εἰς αἰῶνα αἰῶνος, εὐφρανεῖς αὐτὸν ἐν χαρᾷ μετὰ τοῦ προσώπου σου.
7 Διότι θα δίδης εις αυτόν και τους απογόνους του συνεχώς και ακαταπαύστως ευλογίαν. Θα τον ευφραίνης και θα τον πλημμυρίζης από απερίγραπτον χαράν δια της επικοινωνίας, που θα έχη με σέ.
7 Εσύ του δίνεις ευλογίες παντοτινές· κι η παρουσία σου χαρά τον πλημμυρίζει.
8 ὅτι ὁ βασιλεὺς ἐλπίζει ἐπὶ Κύριον καὶ ἐν τῷ ἐλέει τοῦ Ὑψίστου οὐ μὴ σαλευθῇ.
8 Διότι ο βασιλεύς έχει στηρίξει τας ελπίδας του εις σέ, τον Κυριον, και χάρις στο έλεος του Θεού του Υψίστου δεν θα κλονισθή ποτέ, αλλά θα μείνη σταθερός και αμετακίνητος εις τον θρόνον του.
8 Ελπίζει ο βασιλιάς στον Κύριο· και με του Ύψιστου τη χάρη θα 'ναι ασφαλής.
9 εὑρεθείη ἡ χείρ σου πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς σου, ἡ δεξιά σου εὕροι πάντας τοὺς μισοῦντάς σε.
9 “Είθε, ω βασιλεύ, η χείρ σου στιβαρά να ευρεθή εμπρός και εναντίον όλων των εχθρών σου. Είθε η δεξιά σου να συλλάβη όλους εκείνους, οι οποίοι σε μισούν.
9 Θα βρει το χέρι σου όλους τους εχθρούς σου, το δεξί χέρι σου θα βρει αυτούς που σε μισούν.
10 θήσεις αὐτοὺς εἰς κλίβανον πυρὸς εἰς καιρὸν τοῦ προσώπου σου· Κύριος ἐν ὀργῇ αὐτοῦ συνταράξει αὐτούς, καὶ καταφάγεται αὐτοὺς πῦρ.
10 Οταν το πρόσωπόν σου θα είναι αναμμένον από την δικαίαν οργήν σου εναντίον αυτών, θα τους ρίψη εις την πυράν ωσάν ξύλα μέσα εις αναμμένον κλίβανον. Ο Κυριος και Θεός δια σου θα συνταράξη όλους αυτούς και θα τους καταφάγη το πυρ.
10 Σαν το καμίνι της φωτιάς θα αισθάνονται την τιμωρία σου -στης παρουσίας σου, Κύριε, τον καιρό- με την οργή σου θα τους εξοντώσεις και θα τους καταφάει η φωτιά.
11 τὸν καρπὸν αὐτῶν ἀπὸ τῆς γῆς ἀπολεῖς καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων,
11 Τον καρπόν της κοιλίας των, τα παιδιά των, θα τα εξαφανίσης από την χώραν των, όπως επίσης και όλους τους απογόνους των ανάμεσα από τους υιούς των ανθρώπων.
11 Θα εξαφανίσεις απ' τη γη τα τέκνα τους, τους απογόνους τους από την οικουμένη.
12 ὅτι ἔκλιναν εἰς σὲ κακά, διελογίσαντο βουλάς, αἷς οὐ μὴ δύνωνται στῆναι.
12 Διότι εξύφαναν και κατήρτισαν πονηρά σχέδια εναντίον σου. Συνέλαβαν δολίας σκέψεις και αποφάσεις, τας οποίας όμως δεν ημπόρεσαν να πραγματοποιήσουν.
12 Γιατί κακές προθέσεις είχαν εναντίον σου· σκέφτηκαν πονηριές μα ξαστοχήσαν.
13 ὅτι θήσεις αὐτοὺς νῶτον· ἐν τοῖς περιλοίποις σου ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπον αὐτῶν.
13 Διότι συ, πολεμών εναντίον αυτών νικηφόρως, θα τους αναγκάσης, να στρέψουν τις πλάτες των και να φύγουν πανικόβλητοι. Με ολίγους στρατιώτας σου θα τους αντιμετωπίσης κατά πρόσωπον και θα τους τρέψης εις φυγήν”.
13 Σ' άτακτη θα τραπούν φυγή, όταν με τη χορδή του τόξου σου τους σκοπεύσεις κατά πρόσωπο.
14 ὑψώθητι, Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου· ᾄσομεν καὶ ψαλοῦμεν τὰς δυναστείας σου.
14 Κυριε και Θεέ μου, με την ακατανίκητον δύναμίν σου ας υψωθής και ας δοξασθής ισχυρός και ανίκητος ενώπιον των εχθρών μας. Ημείς θα αναπέμψωμεν ωδάς δια του στόματος και ψαλμούς με τα μουσικά μας όργανα δοξολογούντες και ευχαριστούντες σε δια τα μεγάλα και αξιοθαύμαστα αυτά έργα σου.
14 Κύριε, δείξε την ανωτερότητά σου με τη δύναμή σου! Θα τραγουδάμε και θα μεγαλύνουμε τα κατορθώματά σου!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά νίκη τοῦ βασιλιᾶ.
α2 Γιά ἐπιτυχία συμφωνιῶν.
β Γιά τήν βασιλεία καί τήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ
γ Γιά νά μαλακώση ὁ Θεός τίς καρδιές τῶν πλουσίων, νά κάνουν ἐλεημοσύνες στούς φτωχούς.

ΨΑΛΜΟΣ 2

ΨΑΛΜΟΣ 2 - Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΧΡΙΣΕ Ο ΘΕΟΣ

1 Ἱνατί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;
1 Διατί σαν άγρια αχαλίνωτα άλογα ανεστατώθησαν και αφηνίασαν τα ειδωλολατρικά έθνη και διατί αυτοί οι λαοί εμελέτησαν και κατέστρωσαν σχέδια μωρά, αμαρτωλά και απραγματοποίητα;
1 Γιατί στα έθνη ταραχή κι οι λαοί ματαιότητες σιγανοψιθυρίζουν;
2 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ. (διάψαλμα).
2 Παρεστάθησαν απειλητικοί οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνεκεντρώθησαν από συμφώνου στον ίδιον τόπον εναντίον του Κυρίου και Θεού και εναντίον εκείνου, τον οποίον αυτός έχρισε προφήτην, αρχιερέα και βασιλέα.
2 Της γης οι βασιλιάδες συσπειρώθηκαν κι οι άρχοντες μαζεύτηκαν ενάντια στον Κύριο, στον εκλεκτό του ενάντια, και σκέφτονται: (Διάψαλμα)
3 Διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν.
3 Είπαν τα αμαρτωλά αυτά έθνη και οι παράνομοι βασιλείς μεταξύ των· “ας συντρίψωμεν τους δεσμούς, που μας κρατούν υποτεταγμένους στον Κυριον και στον χριστόν αυτού και ας αποτινάξωμεν μακράν από ημάς το ζυγόν των”.
3 «Ας σπάσουμε τα δεσμά τους, τις αλυσίδες τους ας τις αποτινάξουμε».
4 ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς.
4 Αλλά αυτός, που κατοικεί στους ουρανούς, ο παντοδύναμος και δίκαιος Θεός θα τους περιπαίξη και θα τους χλευάση, θα τους κάμη καταγέλαστους ενώπιον όλων.
4 Θ’ αναγελάσει εκείνος που ’χει στους ουρανούς το θρόνο του· θα τους χλευάσει ο Κύριος!
5 τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς.
5 Εις δε τον κατάλληλον χρόνον θα ομιλήση προς αυτούς με την οργήν του και θα τους συγκλονίση επάνω εις την έκρηξιν του δικαίου του θυμού.
5 Θα τους μιλήσει τότε οργισμένος, με το θυμό του θα τους συνταράξει:
6 Ἐγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ Σιὼν ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ
6 Εγώ όμως, ο Χριστός αυτού, παρά τας εχθρικάς ενεργείας των αντιθέτων, ενεθρονίσθην από αυτόν τον Θεόν και πατέρα ως βασιλεύς αιώνιος στο ιερόν όρος Σιών, εις την Ιερουσαλήμ,
6 «Εγώ» –θα πει– «έχρισα στη Σιών το βασιλιά μου, στο άγιο μου βουνό».
7 διαγγέλλων τὸ πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος εἶπε πρός με· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε.
7 δια να διαλαλώ και κηρύττω προς όλον τον κόσμον το πρόσταγμα του Κυρίου. Αυτό δε είναι το πρόσταγμα, με το οποίον με ανεβίβασεν στον θρόνον· ο Κυριος μου είπε· “συ είσαι ο μονογενής Υιός μου, τον οποίον από την ιδικήν μου απειροτελείαν ουσίαν έχω γεννήσει προ πάντων των αιώνων, σήμερον δε και σε ανιστώ ένδοξον από τον τάφον.
7 Διακηρύττω εκείνο που ο Κύριος αποφάσισε. Μου είπε: «Γιος μου είσ’ εσύ· σήμερα εγώ σε γέννησα.
8 αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς.
8 Ζητησε ελεύθερα από μένα με το θάρρος της υιότητος ο,τι θέλεις, και εγώ θα δώσω ως κληρονομίαν σου όλα τα έθνη και θα θέσω υπό την απόλυτον εξουσίαν σου όλην την γην μέχρι των περάτων αυτής.
8 Ζήτα μου και θα σου χαρίσω όλους τους λαούς, στην κατοχή σου θα ’ναι ως και τα πέρατα της γης.
9 ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψεις αὐτούς.
9 Θα τους κυβερνήσης με σιδερένιαν ράβδον, με ακατανίκητον εξουσίαν, αλλά και θα συντρίψης όλους εκείνους, οι οποίοι ανθίστανται εις σέ, με τόσην ευκολίαν, σαν να ήσαν πήλινα εύθραυστα αγγεία κατασκευασμένα από τον κεραμιδάν”.
9 Με σιδερένιο χέρι θα τους κυβερνήσεις, θα τους συντρίψεις σαν να ’ταν καμωμένοι από πηλό».
10 καὶ νῦν, βασιλεῖς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν.
10 Και τώρα, που ακούετε αυτάς τας διακηρύξεις, σεις οι βασιλείς, συνετισθήτε, παιδαγωγηθήτε από τα παθήματά σας, αλλά και όλοι σεις οι άρχοντες, οι οποίοι κυβερνάτε και δικάζετε τους λαούς της γης.
10 Τώρα, λοιπόν, συνετιστείτε, βασιλιάδες· του κόσμου κυβερνήτες διδαχτείτε.
11 δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ.
11 Υπηρετήσατε τον Κυριον με φόβον, δια να δοκιμάσετε εις την καρδίαν σας την αγαλλίασιν, που φέρει η ευλάβεια προς τον Θεόν και ο φόβος, μήπως τυχόν τον παροργίσετε με κάποιαν αμαρτίαν σας.
11 Τον Κύριο με φόβο υπηρετήστε και με τρόμο γιορτάστε γι’ αυτόν.
12 δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας.
12 Εφ' όσον είναι καιρός αρπάξατε με όλην σας την δύναμιν και εγκολπωθήτε και κρατήστε στερεά την παιδαγωγίαν αυτήν εκ μέρους του Κυρίου, μήπως τυχόν δια την αμέλειάν σας οργισθή ο Κυριος εναντίον σας και καταστραφήτε και χαθήτε από την ευθείαν οδόν·
12 Αποδώστε στο γιο του την τιμή που του αξίζει· αλλιώς θα οργιστεί και θα χαθείτε απ’ της ζωής το δρόμο,
13 ὅταν ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ.
13 όταν εντός ολίγου ανάψη ωσάν πολλαπλασίως πυρωμένη κάμινος ο δίκαιος θυμός του Θεού. Αλλά τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι θα είναι, όσοι θα έχουν στηρίξει την ελπίδα και την πεποίθησίν των εις αυτόν.
13 γιατί ο θυμός του θα ξεσπάσει. Μακάριοι όσοι προσφεύγουνε σ’ αυτόν!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ἐπαναστάτης ἄνθρωπος - Ὁ κυρίαρχος Θεός.
α2 Διαβάζεται πρίν ἀπό κάθε ἐργασία.
β Γιά νά κατακρίνῃς τήν κατά τοῦ Χριστοῦ ἐπιβουλή.
γ Γιά νά φωτίσει ὁ Θεός αὐτούς πού πηγαίνουν σέ συνέδρια.
θ Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας.
"Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου".

ΨΑΛΜΟΣ 3

ΨΑΛΜΟΣ 3 - ΜΕ ΚΥΚΛΩΣΑΝ ΕΧΘΡΟΙ

1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
1 Ψαλμός του Δαβίδ όταν τον καταδίωκε ο γιος του ο Αβεσσαλώμ.
2 Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ·
2 Κυριε, εις πόσον αμέτρητον πλήθος έχουν αυξηθή οι εχθροί, που με καταθλίβουν! Πολλοί έχουν εξεγερθή και επαναστατήσει εναντίον μου.
2 Κύριε, πώς πλήθυναν οι εχθροί μου! Πολλοί στρέφονται εναντίον μου.
3 πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα).
3 Πολλοί είναι εκείνοι, που επιβουλεύονται την ζωήν μου και λέγουν· “Δεν υπάρχει πλέον δι' αυτόν καμμία σωτηρία εκ μέρους του Θεού του”.
3 Πολλοί μου λένε: «Απ’ το Θεό για σένα σωτηρία δεν υπάρχει». (Διάψαλμα)
4 σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.
4 Συ όμως, Κυριε, είσαι ο βοηθός και ο προστάτης μου. Συ είσαι η ζωή και η δόξα μου, που θα με δοξάσης πάλιν και θα σηκώσης υψηλά το κεφάλι μου, ενώ τώρα το κρατώ σκυμμένο από την εντροπήν.
4 Εσύ όμως, Κύριε, είσαι ασπίδα προστασίας μου· μου ξαναδίνεις την τιμή γιατί με δικαιώνεις.
5 φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ. (διάψαλμα).
5 Κατά το παρελθόν πολλές φορές, με φωνήν ισχυράν εφώναξα προς τον Κυριον και εζήτησα την βοήθειάν του, και εκείνος με ήκουσεν από το όρος Σιών, από το άγιον αυτού κατοικητήριον (διάψαλμα).
5 Καλώ με τη φωνή μου το Θεό και μ’ αποκρίνεται απ’ το βουνό της αγιότητάς του. (Διάψαλμα)
6 ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου.
6 Δια τούτο και τώρα, βέβαιος ότι ο Κυριος θα εισακούση την προσευχήν μου, εκοιμήθην, έπεσα εις ήρεμον και αναπαυτικόν ύπνον. Εσηκώθηκα από τον ύπνον ειρηνικός και αισιόδοξος, διότι ο Κυριος θα με βοηθήση ασφαλώς και θα με προστατεύση.
6 Εγώ πλάγιασα, αποκοιμήθηκα και ξύπνησα· θα με βοηθήσει ο Κύριος.
7 οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι.
7 Δεν θα φοβηθώ από αναρίθμητα πλήθη εχθρικού λαού, που με έχουν περικυκλώσει από όλα τα σημεία και επιτίθενται όλοι μαζή εναντίον μου.
7 Δε σκιάζομαι πολυάριθμο λαό, που μ’ έχθρα με κυκλώνει.
8 ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
8 Σηκω επάνω, Κυριε, σώσε με από τους εχθρούς μου, συ ο Θεός μου. Διότι είμαι βέβαιος πλέον ότι έχεις συντρίψει όλους αυτούς, που με εχθρεύονται χωρίς λόγον και αιτίαν. Θεωρώ ως τετελεσμένον γεγονός, ότι συνέτριψες τα δόντια των αμαρτωλών, που ωσάν άγρια θηρία έρχονται να με κατασπαράξουν
8 Έλα, Κύριε, σώσε με, Θεέ μου! Τσάκισες των εχθρών μου την ισχύ, των ασεβών τη βιαιότητα τη σύντριψες.
9 τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.
9 Από σε λοιπόν τον Κυριον περιμένω την σωτηρίαν μου, η δε ευλογία σου θα σταλή επάνω στον λαόν, που είναι ιδικός σου.
9 Η σωτηρία ήρθε, Κύριε, από σένα και στο λαό σου η ευλογία σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά φωνή πρός τόν Θεό σέ ὥρα κινδύνου.
α2 Γιά νά λυθοῦν, φιλικῶς, οἰκογενειακές διαφορές.
β Περί θλίψεων καί ὅταν καταδιώκεσαι
γ Γιά νά φύγη ἡ κακία ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιά νά μή βασανίζουν καί θίβουν ἄδικα τούς συνανθρώπους τους.
ε "Ἁρμόζει καί εἰς κάθε χριστιανόν ὁπού πολεμεῖται ἀπό ἐχθρούς ὁρατούς καί ἀοράτους, ἤτοι ἀπό ἀνθρώπους καί δαίμονες".
στ Ὅταν ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του μᾶς στενοχωροῦν, μᾶς ἀπελπίζουν καί φέρουν ἐμπόδια στή ζωή μας.
ζ Ἑωθινή προσευχή.
θ Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.

ΨΑΛΜΟΣ 4

ΨΑΛΜΟΣ 4 - Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ψαλμοῖς· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ.
1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ψαλμοῖς· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ.
1 Στον πρωτοψάλτη, με λαούτο. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσάς μου, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης μου· ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με. οἰκτείρησόν με καὶ εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου.
2 Κυριε ο Θεός, συ με προστατεύεις και αποδίδστο δίκαιόν μου. Οσες φορές προηγουμένως δια της προσευχής σε είχα επικαλεσθή με ήκουσες. Διέλυσες την ψυχικήν μου στενοχωρίαν και έδωσες άνεσιν εις την ψυχήν μου. Και τώρα σπλαγχνίσου μέ, Κυριε· άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου.
2 Στην ικεσία μου αποκρίσου, Θεέ, που κάνεις για μένα ό,τι είναι δίκαιο. Στη θλίψη με ανακούφισες. Ελέησέ με τώρα και πρόσεξε την προσευχή μου.
3 υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος; (διάψαλμα).
3 Ω σεις οι άνθρωποι, που με εχθρεύεσθε, έως πότε θα έχετε σκληράν την καρδίαν σας; Διατί αγαπάτε να διαδίδετε εις βάρος μου ματαίας και ανυποστάτους κατηγορίας και επιζητείτε πάντοτε νέα ψεύδη εναντίον μου;
3 Ω, εσείς σπουδαίοι, ως πότε θα βλασφημείτε τη δόξα μου; Γιατί αγαπάτε τα μηδαμινά, το ψέμα κυνηγάτε; (Διάψαλμα)
4 καὶ γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ· Κύριος εἰσακούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτόν.
4 Μαθετε όμως ότι ο Κυριος κατά θαυμαστόν τρόπον με επροστάτευσεν στο παρελθόν, εμέ τον αφωσιωμένον εις αυτόν. Και τώρα θα εισακούση ο Κυριος την προσευχήν μου, καθώς με όλην μου την ψυχήν κράζω προς αυτόν.
4 Μάθετε ότι ο Κύριος στην πρώτη θέση μ' έβαλε, όπως και κάθε γνήσιο πιστό του· ο Κύριος μ' ακούει όταν βοήθεια του ζητώ.
5 ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἃ λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἐπὶ ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε. (διάψαλμα).
5 Σεις οι εχθροί μου, ας οργιζεσθε επί τέλους εναντίον μου· μη αμαρτάνετε όμως και εναντίον του Θεού. Οσα κακά σχέδια μελετάτε εις τας καρδίας σας και καταστρώνετε εναντίον μου, όταν κοιμάσθε μόνοι σας το εσπέρας, επανεξετάσατέ τα, συντριβήτε δι' αυτά και μετανοήσατε.
5 Να οργιστείτε αλλά μην αμαρτήσετε.#Να... αμαρτήσετε. ʼλλη μετ.: Σεβαστείτε τον Κύριο και δε θα αμαρτάνετε. συλλογιστείτε στο κρεβάτι σας και ησυχάστε. (Διάψαλμα)
6 θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον.
6 Προσφέρετε θυσίας προς τον Θεόν, αι οποίαι να συνοδεύωνται από τα έργα της δικαιοσύνης. Και τώρα στηρίξατε και σεις τας ελπίδας σας στον Θεόν.
6 Προσφέρτε τις θυσίες που του πρέπουν κι έχετε την εμπιστοσύνη σας στον Κύριο.
7 πολλοὶ λέγουσι· τίς δείξει ἡμῖν τὰ ἀγαθά; Ἐσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε.
7 Πολλοί από σας λέγουν· “ποιός θα δείξη εις ημάς και θα δώση τα αγαθά;” Εις ημάς όμως, Κυριε, που πιστεύομεν εις σέ, έλαμψε το φως του προσώπου σου και εδοκιμάσαμεν χαράν.
7 Λένε πολλοί: «Ποιος θα μας δείξει το καλό; Χάθηκε, Κύριε, η χαρά που 'δινε η παρουσία σου».
8 ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου· ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθύνθησαν.
8 Εγέμισες την ίδικήν μου καρδίαν από χαράν και αγαλλίασιν, την οποίαν δεν δοκιμάζουν ποτέ οι αμαρτωλοί αντίπαλοί μου, μολονότι είναι γεμάτοι από τους καρπούς της γης, από σίτον, οίνον και έλαιον.
8 Σ' εμένα όμως έδωσες χαρά, πιότερο απ' αυτήν που έχουν εκείνοι, όταν πληθαίνουν τα γεννήματα και τα κρασιά τους.
9 ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατῴκισάς με.
9 Εγώ όμως με την ελπίδα μου στερεάν προς σε θα κοιμηθώ ήσυχος και ειρηνικός, θα χορτάσω τον ύπνον, διότι συ Κυριε, αν και εγώ είμαι τώρα εγκαταλελειμμένος και μόνος, μου παρέχεις την προστασίαν σου, υπό την σκέπην της οποίας κατοικώ γεμάτος ελπίδα προς σέ.
9 Πλαγιάζω με ειρήνη και θ' αποκοιμηθώ, γιατί μόνο εσύ, Κύριε, κάνεις με σιγουριά να ζω.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά προσευχή γιά τήν νύχτα.
α2 Πρίν ἀπό τόν ὕπνο. Γιά μιά δύσκολη βραδιά. Γιά τήν ψυχική ἡρεμία.
β Γιά τήν εὐχαριστία ἐπειδή σέ βοήθησε ὁ Θεός ὅταν σέ καταδίωκαν.
γ Γιά νά θεραπεύσῃ ὁ Θεός τούς εὐαίσθητους ἀνθρώπους, πού ἀρρώστησαν ἀπό μελαγχολία ἀπό τή συμπεριφορά τῶν σκληροκάρδιων ἀνθρώπων.
ε "Ἁρμόζει εἰς κάθε Χριστιανόν, ὁπού ἐλευθερωθῇ ἀπό κινδύνους".
ζ Ἑσπερινή προσευχή.
Προσεχή ἀπευθυνθεῖσα μετά ἀπό τήν ἀπομάκρυση τοῦ κινδύνου.
Φαίνεται ἡ έλπίδα καί ἡ περιποίηση στό Θεό.
Ἡ ὑψίστη χαρά προέρχεται ἀπό τήν μετά τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία.

ΨΑΛΜΟΣ 5

ΨΑΛΜΟΣ 5 - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ Ν' ΑΠΟΚΡΙΘΕΙ

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς κληρονομούσης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη· με το νεχιλώθ.#νεχιλώθ. Πιθανώς πρόκειται για είδος αυλού. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Τὰ ῥήματά μου ἐνώτισαι, Κύριε, σύνες τῆς κραυγῆς μου·
2 Ακουσε, Κυριε, τα λόγια της προσευχής μου, κατανόησε αυτά, που με αγωνιώδη κραυγήν σου απευθύνω.
2 Κύριε, άκουσε τα λόγια μου· στο θρήνο μου στρέψε την προσοχή σου.
3 πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου, ὁ βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου. ὅτι πρὸς σὲ προσεύξομαι, Κύριε·
3 Δώσε προσοχήν στο περιεχόμενον της δεήσεώς μου, συ, που είσαι ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου, διότι εγώ όχι εις τα άψυχα είδωλα ούτε εις κανένα άλλον, αλλά προς σε θα προσευχηθώ και τώρα, Κυριε.
3 Πρόσεξε την κραυγή μου για βοήθεια, Θεέ μου και βασιλιά μου, γιατί σ' εσένα δέομαι.
4 τὸ πρωΐ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς μου, τὸ πρωΐ παραστήσομαί σοι καὶ ἐπόψει με,
4 Πρωϊ, πριν ακόμη αρχίσω κανένα έργον, συ θα ακούσης το περιεχόμενον της προσευχής μου. Το πρωϊ θα παρουσιασθώ ενώπιόν σου και συ θα ρίψης ευμενές βλέμμα προς εμέ.
4 Κύριε, το πρωί θ' ακούσεις τη φωνή μου, θυσία για σένα θα ετοιμάσω το πρωί, και θα προσμένω απόκριση.
5 ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ παροικήσει σοι πονηρευόμενος,
5 Συ είσαι Θεός, που ποτέ και κατά κανένα τρόπον δεν θέλεις την καταπάτησιν του νόμου Σου και την αδικίαν. Δια τούτο ούτε και προς στιγμήν δεν θα παραμείνη πλησίον σου ως προστατευόμενός σου ασεβής άνθρωπος, ο οποίος μηχανεύεται το κακόν.
5 Γιατί δεν είσ' εσύ Θεός που την ασέβεια θέλει· κοντά σου η πονηριά είν' αδύνατο να φιλοξενηθεί.
6 οὐδὲ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου. ἐμίσησας πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν·
6 Ούτε είναι δυνατόν να σταθούν εμπρός εις τα μάτια σου με θάρρος η με θράσος αυτοί, οι οποίοι καταπατούν τον Νομον σου. Συ εμίσησες όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν ως έργον των να πράττουν την ανομίαν και την αμαρτίαν.
6 Οι άφρονες δεν θα σταθούν αντίκρυ σου· μίσησες όλους που την ανομία πράττουν.
7 ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος.
7 Εν τη δικαιοσύνη σου θα εξολοθρεύσης, Κυριε, όλους εκείνους, οι οποίοι λέγουν ψεύδη. Τον αιμοχαρή άνθρωπον, ο οποίος χύνει αίμα άλλων ανθρώπων, όπως επίσης και τον δόλιον, τους αποστρέφεται μετά βδελυγμίας ο Κυριος.
7 Όλους τους ψεύτες τούς εξόντωσες· αιμοχαρείς και ύπουλους ο Κύριος τους απεχθάνεται.
8 ἐγὼ δὲ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου.
8 Εγώ όμως στηριζόμενος και ελπίζων στο άπειρον έλεός σου θα εισέλθω στο κατοικητήριόν σου. Θα προσκυνήσω Σε με ευλάβειαν και ιερόν δέος στον άγιον ναόν σου.
8 Εγώ, χάρη στην άπειρη ευσπλαχνία σου στον οίκο σου θα μπω, μ' ευσέβεια θα προσκυνήσω στον άγιο σου ναό.
9 Κύριε, ὁδήγησόν με ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου, κατεύθυνον ἐνώπιόν σου τὴν ὁδόν μου.
9 Κυριε, βλέπεις πόσον πολλοί είναι αυτοί που με εχθρεύονται! Δια τούτο συ γίνε εν τη απείρω σου δικαιοσύνη οδηγός μου. Βοήθησέ με, ώστε με σταθερότητα και αποφασιστικότητα να βαδίζω την ευθείαν οδόν ενώπιόν σου.
9 Οδήγησέ με, Κύριε, με τη δικαιοσύνη σου ώστε να λυπηθούν οι εχθροί μου· κοντά σου βόηθα με να 'ρθώ.
10 ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν.
10 Διότι στο στόμα των εχθρών μου δεν υπάρχει ποτέ η αλήθεια. Η καρδιά των σκέπτεται και επιθυμεί πάντοτε μάταια και επιβλαβή. Ο λάρυγξ των είναι τάφος ανοικτός, από τον οποίον εξέρχονται δυσωδίαι· με τας ψευδολόγους δε γλώσσας των εκχύνουν φαρμακεράς δολιότητας.
10 Στο στόμα τους η αλήθεια δεν στεριώνει, μέσα τους έχουν διαφθορά· τάφος ολάνοιχτος ο λάρυγγάς τους και κολακεύει η γλώσσα τους.
11 κρῖνον αὐτούς, ὁ Θεός. ἀποπεσάτωσαν ἀπὸ τῶν διαβουλιῶν αὐτῶν· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν ἔξωσον αὐτούς, ὅτι παρεπίκρανάν σε, Κύριε.
11 Κρίνε και καταδίκασέ τους συ, ω Θεέ μου. Είθε να αστοχήσουν όλαι αι συκοφαντίαι των και όλα τα εναντίον μου διαβούλιά των. Συμφωνα με το πλήθος των ασεβειών των διασκόρπισέ τους και διώξε τους από κοντά σου, διότι εργαζόμενοι αυτοί το κακόν και πολεμούντες τους ιδικούς σου ανθρώπους σε έχουν πικράνει με το παραπάνω, Κυριε.
11 ʼσ' τους, Θεέ, στην καταδίκη τους· ας αποτύχουν τα σχέδιά τους! Διώξ' τους για τις πολλές τους ανομίες, αφού στραφήκαν εναντίον σου.
12 καὶ εὐφρανθείησαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σέ· εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται, καὶ κατασκηνώσεις ἐν αὐτοῖς, καὶ καυχήσονται ἐν σοὶ πάντες οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου.
12 Θα ευφρανθούν δε τότε όλοι, όσοι στηρίζουν τας ελπίδας των εις σέ. Η χαρά των και η αγαλλίασις θα είναι αιωνία και αναφαίρετος. Συ δε θα κατοικήσης εν μέσω αυτών και όλοι εκείνοι, που αγαπούν το Ονομά σου, θα καυχώνται δια την προστασίαν, που τους παρέχεις.
12 Όσοι σ' εσένα ελπίζουν ας ευφραίνονται, ας χαίρονται παντοτινά, γιατί τους προστατεύεις· και τ' όνομά σου όσοι αγαπούν, για σένανε ας καυχιούνται.
13 ὅτι σὺ εὐλογήσεις δίκαιον· Κύριε, ὡς ὅπλῳ εὐδοκίας ἐστεφάνωσας ἡμᾶς.
13 Διότι συ, Κυριε, εν τη απείρω σου αγαθότητι θα ευλογήσης τον δίκαιον. Κυριε, η άπειρος προς ημάς ευμένειά σου και προστασία είναι δι' ημάς ακατανίκητον όπλον και στέφανος δόξης.
13 Τον δίκαιο εσύ, Κύριε, τον ευλογείς· ωσάν ασπίδα η εύνοιά σου τον σκεπάζει.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά πρωϊνή προσευχή.
α2 Ὅταν σέ πολεμοῦν μέ ψέμματα. Ὅταν προσπαθοῦν νά σοῦ καταστρέψουν τήν ἐργασία σου.
β Ὅταν θέλης νά προσευχηθῆς καί νά εἰσακουσθῆ ἡ προ σευχή σου.
Ὅταν θέλης νά δεηθῆς καί νά προσευχηθῆς.
γ Γιά νά θεραπεύσῃ ὁ Θεός τά πληγωμένα, χτυπημένα, μάτια ἀπό τόν κακό ἄνθρωπο.
στ Πρωϊνή παρακλητική προσευχή νά μᾶς φυλάη ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς παγίδες τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καί νά μᾶς ὁδηγῆ μέ ἀσφάλεια στόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου.
ζ Γιά κάθε θεοφιλή ψυχή, πού καλεῖται νά κληρονομήση, ὡς νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τά οὐράνια ἀγαθά.
θ Ἐν καταστἀσει μετανοίας περί πραχθεισῶν ἁμαρτιῶν.
Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας.
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 6

ΨΑΛΜΟΣ 6 - ΚΥΡΙΕ, ΜΗ ΜΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΙΣ

1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη, με οκτάχορδο λαούτο. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.
2 Κυριε, επάνω στον δίκαιον θυμόν σου μη με τιμωρήσης δια τας αμαρτωλάς μου πράξεις, και μη θελήσης επάνω εις την δικαίαν σου οργήν να με παιδαγωγήσης με σκληρότητα.
2 Κύριε, μη με δικάσεις πάνω στο θυμό σου· μες στην οργή σου μη με τιμωρήσεις.
3 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου,
3 Ελέησέ με, Κυριε, διότι είμαι σωματικώς και ψυχικώς ασθενής. Θεράπευσε, Κυριε, εμέ τον ασθενή, διότι και αυτά τα οστά μου έχουν ταραχθή εξ αιτίας των αμαρτιών μου.
3 Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμ' αδύναμος· θεράπευσέ με, Κύριε, γιατί τα κόκαλά μου τρέμουν
4 καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα· καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε;
4 Η δε ψυχή μου επλημμύρισεν από ταραχήν και ανεστατώθη εξ αιτίας της δικαίας σου οργής. Εως πότε όμως, Κυριε, θα στέκης μακράν από εμέ και ωργισμένος θα στρέφης αλλού το πρόσωπόν σου;
4 και πολύ συνταράζεται η ψυχή μου. Αλλά ως πότε, Κύριε, εσύ θα μένεις απαθής;
5 ἐπίστρεψον, Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου, σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου.
5 Στρέψε, Κυριε, το πρόσωπόν σου προς εμέ. Γλύτωσε το σώμα και την ψυχήν μου από τας συμφοράς. Σώσε με, όχι δια τας καλάς μου πράξεις, αλλά δια την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου.
5 Έλα, Κύριε, λύτρωσε τη ζωή μου· σώσε με, χάρη στην ευσπλαχνία σου.
6 ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δὲ τῷ ᾅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;
6 Διότι, εάν αποθάνη κανείς αμετανόητος και καταβή στον άδην, δεν είναι δυνατόν να σε ενθυμήται, Κυριε. Εις τον άδην ποιός αμετανόητος είναι δυνατόν να σε δοξολογήση; Εγώ όμως, Κυριε, μετανοών δια τας παραβάσεις μου κλαίω.
6 Γιατί νεκρός κανείς δε σε θυμάται! Ποιος μες στον άδη σε δοξολογεί;
7 ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.
7 Εκοπίασα, απέκαμα από τους στεναγμούς μου δια τας παρεκτρρπάς μου. Ελουσα και λούζω κάθε νύκτα το κρεββάτι μου και βρέχω με τα άφθονα δάκρυά μου το στρώμα μου.
7 Από τους στεναγμούς μου απόκαμα· στην κλίνη μου όλη τη νύχτα κλαίω, με δάκρυα πλημμυρώ το στρώμα μου.
8 ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπαλαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς μου.
8 Κλαίω συνεχώς εξ αιτίας της οργής σου και από τα δάκρυά μου επόνεσαν τα μάτια μου. Εγινα ασήμαντος, σαν το παληωμένο ένδυμα, και περιφρονημένος από τους εχθρούς μου.
8 Το φως μου απ' την εξάντληση αδυνάτισε· καταρρακώθηκα απ' όλη αυτή τη θλίψη.
9 ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου·
9 Αλλά το έλεος του Κυρίου είναι άπειρον και δια τούτο εις αυτό ελπίζω και φωνάζω προς τους εχθρούς μου· φύγετε μακρυά από μένα κατεντροπιασμένοι, όσοι εργάζεσθε την ανομίαν. Δεν σας φοβούμαι, διότι είμαι βέβαιος ότι ο Κυριος εδέχθη με ευμένειαν την προσευχήν, που με δάκρυα και κλαυθμούς του απηύθυνα.
9 Μακριά από μένα φύγετε της ανομίας οι εργάτες όλοι· γιατί ο Κύριος άκουσε του θρήνου μου τον ήχο.
10 ἤκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς μου, Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο.
10 Ηκουσεν ο Κυριος την δέησίν μου. Ο Κυριος ευηρεστήθη να κάμη δεκτήν την προσευχήν μου.
10 ʼκουσε ο Κύριος τη δέησή μου, δέχτηκε ο Κύριος το αίτημά μου.
11 αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου, ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους.
11 Ας κατεντροπιασθούν και ας κυριευθούν από φόβον και τρόμον οι εχθροί μου. Ας γυρίσουν οπίσω και πανικόβλητοι ας τραπούν εις φυγήν, ας καταισχυνθούν γρήγορα.
11 Θα ντροπιαστούν, θα ταραχτούν πολύ οι εχθροί μου όλοι· θα τραβηχτούνε πίσω, θα καταντροπιαστούνε ξαφνικά.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά κραυγή ἀγωνίας.
α2 Γιά τήν ἀντιμετώπιση δύσκολων ἀσθενειῶν.
β Ἐάν αἰσθάνεσαι τήν ἀπειλή τοῦ Κυρίου λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν.
γ Γιά νά ἐλευθερώσῃ ὁ Θεός τόν μαγεμένο ἄνθρωπο.
δ Ἄν εἶσαι ἄρρωστος ἤ πονᾶς.
στ Παρακλητική προσευχή νά μή μᾶς τιμωρήση ὁ Θεός γιά τίς ἠθικές παρεκτροπές μας καί νά ἐπισπεύση τή λύτρωσή μας ἀπό τά πάθη πού μᾶς βασανίζουν.
ζ Παρουσιάζει ἁμαρτωλό βαρειά ἔνοχο καί αὐστηρά τιμωρημένο, συντετριμμένο ψυχικά καί σωματικά, πού ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
θ Αἴτηση παρά τοῦ Θεοῦ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 7

ΨΑΛΜΟΣ 7 - ΚΥΡΙΕ, ΑΠΟΔΩΣΕ ΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὃν ᾖσε τῷ Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν λόγων Χουσὶ υἱοῦ Ἰεμενεί.
1 -
1 Σιγαϊών #Σιγαϊών. Πιθανώς σημαίνει θρηνητικό ψαλμό. του Δαβίδ. Το έψαλε στον Κύριο για τις πράξεις του Βενιαμινίτη Χους.
2 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με,
2 Κυριε, ο Θεός μου, εις σε εστήριξα όλας μου τας ελπίδας. Σώσε με από όλους τους εχθρούς μου, οι οποίοι με καταδιώκουν και γλύτωσέ με από αυτούς, και μάλιστα από τον αρχηγόν των τον Αβεσσαλώμ,
2 Κύριε, Θεέ μου, σ' εσένα καταφεύγω· σώσε με από τον κάθε διώχτη μου και ελευθέρωσέ με·
3 μήποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος.
3 δια να μη αρπάση αυτός και ως λέων άγριος κατασπαράξη την ζωήν μου, αφού δεν θα υπάρχη στο πλευρόν μου κανείς, δια να με γλυτώση και να με σώση.
3 να μην αρπάξει σαν λιοντάρι τη ζωή μου και την κατασπαράξει, και τότε ούτ' ένας να με σώσει δε θα μπορεί.
4 Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ ἐποίησα τοῦτο, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου,
4 Κυριε και Θεέ μου, εάν διέπραξα αυτό το κακόν, δια τα οποίον με καταδιώκουν, εάν αι χείρες μου έκαμαν κάκοιαν αδικίαν εναντίον των,
4 Κύριε, Θεέ μου, δεν έπραξα αυτό που με κατηγορούν, ούτ' έκανα καμιά παρανομία·
5 εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσί μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν μου κενός·
5 εάν ανταπέδωκα ποτέ κάτι κακόν στους εχθρούς μου, οι οποίοι συνεχώς με καταδιώκουν και με αδικούν, ας χάσω κάθε ελπίδα σωτηρίας από τα χέρια των εχθρών μου, ας πέσω νικημένος από αυτούς, έρημος και γυμνωμένος από κάθε συμπαράστασιν.
5 δεν ανταπόδωσα κακό σ' αυτόν που ειρηνικά μού φέρθηκε, τους εχθρούς μου αναίτια δεν τους λεηλάτησα.
6 καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου καὶ καταλάβοι καὶ καταπατήσαι εἰς γῆν τὴν ζωήν μου καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσαι. (διάψαλμα).
6 Ας με καταδιώξη, μαζή με τους εχθρούς μου, ο αρχηγός των, ας με συλλάβη αιχμάλωτον, ας ποδοπατήση κάτω στο χώμα και ας εξευτελίση την ζωήν μου και ας σκεπάση με το χώμα του τάφου όλην την δόξαν μου.
6 Αλλιώς, ας με καταδιώξουν οι εχθροί μου κι ας με φτάσουν· και τη ζωή μου ας την ποδοπατήσουνε στη γη· στο χώμα ας ρίξουν την ατίμητη ύπαρξή μου. (Διάψαλμα)
7 ἀνάστηθι, Κύριε, ἐν ὀργῇ σου, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν σου. ἐξεγέρθητι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν προστάγματι, ᾧ ἐνετείλω,
7 Αλλ' εγώ, Κυριε, δεν θέλω να εκδικηθώ ο ίδιος τους εχθρούς μου· δια τούτο σε παρακαλώ, σήκω, Κυριε, ωργισμένος εναντίον αυτών. Φανέρωσε το ύψος της ακατανίκητου δυνάμεώς σου έως εις τα πέρατα του στρατοπέδου των εχθρών σου, ώστε κανείς να μη διαφύγη την τιμωρίαν. Κυριε ο Θεός μου, σήκω εις προστασίαν μου, σύμφωνα άλλωστε και με τον Νομον, τον οποίον έχεις σχετικώς διατάξει, να τιμωρούνται δηλαδή οι κακοί, οι δε καλοί να προστατεύωνται και αμείβωνται.
7 Έλα, Κύριε, μέσα στην οργή σου, ορθώσου ενάντια στη μανία των εχθρών μου· υπερασπίσου με στην κρίση που εσύ όρισες.
8 καὶ συναγωγὴ λαῶν κυκλώσει σε, καὶ ὑπὲρ ταύτης εἰς ὕψος ἐπίστρεψον.
8 Και όταν, Κυριε, αποκοααστήσης δικαιοσύνην, τότε πλήθη λαών με πίστιν θα σε περιβάλλουν, προς χάριν δε αυτής της συγκεντρώσεως των πιστών λαών, ανέβα στο μεγαλειώδες βήμα της δικαιοσύνης και αγαθότητάς σου.
8 Θα σε περιστοιχίζει των λαών η σύναξη· στο θρόνο κάθισε ψηλά πάνω απ' αυτούς.
9 Κύριος κρινεῖ λαούς. κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν ἀκακίαν μου ἐπ᾿ ἐμοί.
9 Ο Κυριος θα κρίνη αργά η γρήγορα όλους τους λαούς. Κρίνε και εμέ τώρα, Κυριε, ανάλογα με την δικαιοσύνην, που έως τώρα έχω δείξει· και σύμφωνα με την αθωότητά μου απέναντι των εχθρών μου δείξε εις εμέ την ιδικήν σου αγαθότητα.
9 Εσύ, Κύριε, που κρίνεις τους λαούς. κρίνε με κι ευνόησε το δίκιο μου, την αθωότητά μου.
10 συντελεσθήτω δὴ πονηρία ἁμαρτωλῶν καὶ κατευθυνεῖς δίκαιον, ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός.
10 Θέσε, Κυριε, ένα τέρμα εις την κακίαν των αμαρτωλών ανθρώπων. Ετσι θα οδηγήσης, συ Κυριε, ανενόχλητον και απρόσκοπτον τον δίκαιον στον δρόμον της αρετής, διότι γνωρίζεις τα βάθη των ανθρωπίνων καρδιών, τας σκέψεις και τας επιθυμίας αυτών.
10 Ας σταματήσει πια η κακία των ασεβών· και στέριωσε τον άνθρωπο τον δίκαιο, εσύ που ξέρεις σ' όλο τους το βάθος σκέψεις κι επιθυμίες, δίκαιε Θεέ.
11 δικαία ἡ βοήθειά μου παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ σῴζοντος τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
11 Δικαία θα είναι η προς εμέ βοήθειά σου, Κυριε, διότι συ είσαι Θεός, ο οποίος σώζεις όλους όσοι έχουν ευθείαν και ειλικρινή την καρδίαν.
11 Με προστατεύει ο Θεός, τους τίμιους τους σώζει.
12 ὁ Θεὸς κριτὴς δίκαιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν.
12 Ο Θεός είναι κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος και δεν επιφέρει την οργήν του με καθημερινάς ποινάς και τιμωρίας εναντίον των αμαρτωλών ανθρώπων.
12 Ο Θεός είναι δίκαιος κριτής, τον ένοχο παντοτινά καταδικάζει.
13 ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καὶ ἡτοίμασεν αὐτό·
13 Εάν όμως σεις οι αμαρτωλοί καταφρονήσετε την μακροθυμίαν του Θεού και δεν μετανοήσετε, ο Κυριος θα τροχίση την ρομφαίαν του, το τόξον του το έχει ήδη έτοιμον εναντίον σας.
13 Αν δεν μετανοήσουν οι ασεβείς, θα κάνει πιο βαριά την τιμωρία· τέντωσε τη χορδή του τόξου και σκοπεύει.
14 καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου, τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς καιομένοις ἐξειργάσατο.
14 Και στο τόξον αυτό ο Κυριος ετοποθέτησε τα θανατηφόρα του βέλη, τα οποία ητοίμασε εναντίον των φλογιζομένων και εξαπτομένων από την κακότητα και τα πάθη αμετανοήτων αμαρτωλών.
14 Γι' αυτούς ετοίμασε τα όπλα του θανάτου· πάνω τους ρίχνει βέλη πύρινα.
15 ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν.
15 Ιδού, αυτός ο εχθρός μου εκυριεύθη από ωδίνας δια το κατ' εμού κακόν, συνέλαβεν ετσι εις την ψυχήν του σχέδιον πόνου εναντίον μου, εγέννησε δε την παρανομίαν, η οποία θα εκσπάση εις βάρος του.
15 Να, ο άνομος κυοφορεί· την πονηρία συνέλαβε, γεννοβολάει το ψέμα.
16 λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν εἰργάσατο·
16 Ηνοιξε ωσάν παγίδα λάκκον, δια να με συλλάβη εις αυτόν, όπως συλλαμβάνουν τα άγρια θηρία, τον ανεσκάλευσεν, ώστε να μη φαίνεται. Ομως όχι εγώ, αλλά αυτός θα πέση μέσα στον βόθρον, τον οποίον με τόσην τέχνην κατεσκεύασε.
16 Έσκαψε λάκκο και τον βάθυνε· όμως αυτός θα πέσει στο βόθρο που ετοίμασε.
17 ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται.
17 Σαν πέτρα θα γυρίση από ψηλά και θα πέση εις την κεφαλήν του το κακόν αυτό, που με πονηρίαν και κόπον πολύν ητοίμασεν εναντίον μου. Εις την κορυφήν του θα κατεβή βαρεία και συντριπτική η αδικία του.
17 Πάνω στην κεφαλή του ξαναγυρνά η κακία του, και πέφτει η ανομία του πάνω στο μέτωπό του.
18 ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
18 Εγώ δέ, σωσμένος από την αγαθότητα και δύναμιν του Κυρίου, θα ανυμνολογώ τον Κυριον δια την δικαιοσύνην του αυτήν και θα ψάλλω ύμνους δοξολογίας στο όνομα Κυρίου του Υψιστου.
18 Τον Κύριο θα δοξολογώ για τη δικαιοσύνη του· θα ψάλλω του Κυρίου του ύψιστου την ύπαρξη.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά προσευχή γιά τήν προστασία καί γιά τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν μοχθηρῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων. Ἀντιμετώπιση τῆς πονηριᾶς των. Κατά τῆς μαγείας.
β Ὅταν πληροφορηθῇς τήν ἐπιβουλή ἐναντίον σου, νά ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στό Θεό.
γ Γι' αὐτούς πού ἔπαθαν φοβία ἀπό τίς φοβέρες καί τίς ἀπειλές τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
ε Εἶναι ἱλαστήριος ψ., μέ τόν ὁποῖον ἐξιλεώνει τόν Θεόν καί παρακαλεῖ αὐτόν εἰς βοήθειαν".
στ Διά νά μᾶς σώσει ὁ Θεός ἀπό τόν διάβολο καί τίς παγίδες του.
θ "Αἴτησις βοηθείας παρά τοῦ Θεοῦ ἐν περιστάσεσι".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 8

ΨΑΛΜΟΣ 8 - Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

1 - Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη, όπως το γκιττίθ. #γκιττίθ. Ο όρος σημαίνει το είδος της μελωδίας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να ψάλλεται ο ψαλμός. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
2 Κυριε ο κύριος όλων των ανθρώπων, ιδιαιτέρως δε ημών των πιστών, πόσον ξακουστόν και ολόλαμπρον προβάλλει το όνομά σου εις όλην την γην, εις όλα τα δημιουργήματά σου! Η μεγαλοπρέπειά σου ως δημιουργού είναι ασυγκρίτως λαμπροτέρα από την λαμπρότητα των ουρανίων κόσμων, τους οποίους συ εδημούργησες.
2 Δέσποτα, Κύριέ μας, πόσο είναι θαυμαστή η ύπαρξή σου σ' ολόκληρη τη γη! Τη δόξα σου ως τους ουρανούς θα ψάλλω.
3 ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν.
3 Από τα στόματα και αυτών ακόμη των νηπίων και θηλαζόντων παιδίων ήκουσας και ακούεις τέλειον ύμνον πίστεως και δοξολογίας προς σέ, εις πείσμα των μεγάλων απίστων εχθρών σου και εις καταζευτελισμόν και εξουδένωσιν εκείνου, ο οποίος τολμά να παρουσιασθή εχθρός και αντίδικός σου.
3 Την κραυγή των μικρών και των ανίσχυρων #των μικρών και των ανίσχυρων. Η έκφραση πιθανότατα θα πρέπει να κατανοηθεί μεταφορικά. Πρβλ. Θρ 2 ,18 -19 · 4 ,2 -4 , όπου η Σιών αναφέρεται ως χήρα και ο ηττημένος λαός ως μικρά παιδιά. την κάνεις δύναμη εναντίον των εχθρών σου, ώστε να βουβαθεί ο εχθρός κι ο διώκτης τους.
4 ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ ἐθεμελίωσας·
4 Οταν ανυψώνω τα βλέμματά μου στους ουρανούς και βλέπω τα αναρίθμητα υπέροχα εκεί δημιουργήματά σου, τα οποία χωρίς κόπον σαν με τα δάκτυλα απλώς των χειρών σου έκαμες, την σελήνην δηλαδή και τους αστέρας, τα οποία συ εστερέωσες στο απέραντον χάος του ουρανού, διερωτώμαι και λέγω·
4 Όσες φορές βλέπω στους ουρανούς σου -έργα της αξιοσύνης σου- τ' αστέρια, τη σελήνη, που εσύ τα στέριωσες, αναλογίζομαι:
5 τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;
5 τι είναι αυτός ο άνθρωπος, ο τόσον μικρός και αφανής εμπρός στο μεγαλοπρεπές σύμπαν σου, ώστε συ να καταδέχεσαι να τον ενθυμήσαι; Η τι είναι κάθε απόγονος του ανθρώπου, ώστε συ τόσον πατρικώς και ιδιαιτέρως να φροντίζης δι' αυτόν;
5 Τι τάχα είν' ο άνθρωπος ώστε να τον φροντίζεις; ο κάτοικος της γης ώστε να νοιάζεσαι γι' αυτόν;
6 ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν,
6 Τον εδημιούργησες ολίγον κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν όμως και τιμήν τον έχεις στεφανώσει,
6 Τον έκανες ωστόσο λίγο μικρότερο από σένα· #από σένα. Κατά τους Ο΄: από τους αγγέλους. με δόξα τον στεφάνωσες και με τιμή.
7 καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ,
7 διότι τον εγκατέστησες και τον ανεκήρυξες βασιλέα εις όλα τα έργα των χειρών σου, εις όλα τα επίγεια δημιουργήματά σου.
7 Κύριο τον έκανες πάνω στα πλάσματά σου, όλα στην εξουσία του τα 'δωσες.
8 πρόβατα καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου,
8 Τα πάντα υπέταξες κάτω από την εξουσίαν του, όχι μόνον τα κατοικίδια ζώα, πρόβατα και όλα τα βόϊδια, αλλά και αυτά ακόμη τα άγρια θηρία της υπαίθρου·
8 Όλα τα πρόβατα, τα βόδια, ακόμη και τα ζώα τ' άγρια,
9 τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν.
9 τα ταχύτατα πτηνά, που διασχίζουν τους ουρανούς, τα αναρίθμητα ψάρια της θαλάσσης, τα μεγάλα κήτη, τα οποία τρέχουν δια των υδατίνων δρόμων των ωκεανών.
9 τ' ουρανού τα πετούμενα, της θάλασσας τα ψάρια κι αυτά που πλέουν στους δρόμους των νερών.
10 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ!
10 Κυριε ο Κυριος ημών, πόσον λαμπρόν και μεγαλειώδες προβάλλεται το πανένδοξον όνομά σου εις όλην την γην!
10 Δέσποτα, Κύριέ μας, πόσο είναι θαυμαστή η ύπαρξή σου σ' ολόκληρη τη γη!

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Θεός - καί ἄνθρωπος.
α2 Εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Γιά τό ξεκίνημα κάποιας ἐργασίας.
β Νά εὐχαριστήσῃς τόν Κύριο, βλέποντας τή Χάρη Του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
γ Γι' αὐτούς πού ἔπαθαν κακό ἀπό δαίμονα ἤ κακούς ἀνθρώπους.
στ Προσευχή Ὑμνολογίας καί Δοξολογίας γιά τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ.
θ "Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του".

ΨΑΛΜΟΣ 9

ΨΑΛΜΟΣ 9 - Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΩΝ.

Οι στίχοι 22-39 αντιστοιχούν στο Μασ. 9 & οι 1-18 στο Μασ. 10)

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν κρυφίων τοῦ υἱοῦ· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 -
1 Στον πρωτοψάλτη, για μουθ-λαββέν. #μουθ-λαββέν. Η ακριβής έννοια είναι άγνωστη. Εκ παραδόσεως έχει ερμηνευτεί ότι σημαίνει «ο θάνατος του παιδιού». Πιθανόν όμως να σημαίνει «για ψηλές φωνές αγοριών». Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου·
2 Θα σε δοξολογήσω Κυριε, με όλην μου την καρδίαν, θα διηγηθώ με ευγνωμοσύνην όλα τα θαυμαστά σου έργα.
2 Μ' όλη μου, Κύριε, την καρδιά θα σε δοξολογήσω· τα έργα σου τα θαυμαστά όλα θα τα ιστορήσω.
3 εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί, ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε.
3 Θα πλημμυρίσω από χαράν και αγαλλίασιν αναλογιζόμενος την πατρικήν σου παντοδύναμον προστασίαν. Θα ψάλλω ύμνους δοξολογίας προς το πάντιμον όνομά σου, Υψιστε Κυριε.
3 Θα ευφρανθώ και θα χαρώ μ' εσένα, Ύψιστε· την ύπαρξή σου θ' ανυμνήσω,
4 ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τὸν ἐχθρόν μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καὶ ἀπολοῦνται ἀπὸ προσώπου σου,
4 Οταν κατετροπώθησαν και πανικόβλητοι ετράπησαν εις φυγήν οι εχθροί μου, συνετρίβη η δύναμίς των. Αυτοί εξηφανίσθησαν, εχάθησαν εξ ολοκλήρου, μόλις εφάνη το προστατευτικόν δι' εμέ, το ωργισμένον δι' εκείνους, πρόσωπόν σου.
4 Οι εχθροί μου όλοι θα υποχωρήσουνε, θα σκύψουν, θα εξαφανιστούν από μπροστά σου.
5 ὅτι ἐποίησας τὴν κρίσιν μου καὶ τὴν δίκην μου, ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου ὁ κρίνων δικαιοσύνην.
5 Διότι συ, ως δίκαιος και παντοδύναμος κριτής, έκρινες την υπόθεσίν μου, έκαμες δίκην υπέρ εμού. Εκάθισες στον βασιλικόν δικαστικόν σου θρόνον, συ ο οποίος κρίνστους πάντας και τα πάντα με δικαιοσύνην.
5 Το δίκιο μου και την υπόθεσή μου υποστήριξες, όταν σε θρόνο κάθισες δίκαιου κριτή. (Διάψαλμα)
6 ἐπετίμησας ἔθνεσι, καὶ ἀπώλετο ὁ ἀσεβής· τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξήλειψας εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
6 Εβγαλες καταδικαστικήν απόφασιν κατά των εθνών αυτών, τους ήλεγξες δια τας παρανομίας των και κατεστράφησαν οι ασεβείς αυτοί. Το όνομά των, που δι' άλλους μεν είχε καταντήσει φόβητρον, δι' άλλους δε αξιοζήλευτον, το έσβησες άπαξ δια παντός, ώστε να μη ακουσθή ποτε πλέον.
6 Τους άλλους τους λαούς τους εξουθένωσες, ξολόθρεψες τον ασεβή· την ύπαρξή του για πάντα εξαφάνισες.
7 τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ᾿ ἤχου,
7 Αι πολεμικαί θανατηφόροι μεγάλαι σπάθαι του εχθρού αυτού και αι άλλαι πολεμικαί μηχαναί κατεστράφησαν εξ ολοκλήρου· τας ωχυρωμένας του πόλεις κατεκρήμνισες και η ανάμνησίς του εξηφανίσθη μετά βοής.
7 Η εξόντωση του εχθρού ολοκληρώθηκε, τις πόλεις του ισοπέδωσες· κανένας πια δεν τις θυμάται.
8 καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα μένει. ἡτοίμασεν ἐν κρίσει τὸν θρόνον αὐτοῦ,
8 Ο Κυριος όμως και απειροτέλειος Θεός μένει στον αιώνα. Ητοίμασε και έχει πάντοτε έτοιμον τον βασιλικόν θρόνον της δικαίας του κρίσεως.
8 Ο Κύριος όμως μένει αιώνια· το θρόνο του για κρίση ετοιμάζει.
9 καὶ αὐτὸς κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.
9 Αυτός θα κρίνη και θα δικάση την οικουμένην με δικαιοσύνην, θα κρίνη τους λαούς της γης με απροσωποληψίαν και ευθύτητα.
9 Κι αυτός την οικουμένη θα την κρίνει δίκαια· αμερόληπτα θα κρίνει τους λαούς.
10 καὶ ἐγένετο Κύριος καταφυγὴ τῷ πένητι, βοηθὸς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσι·
10 Ετσι ο Κυριος έγινε καταφύγιον δια τους πτωχούς και τους αδυνάτους. Βοηθός αυτών εις την κατάλληλον στιγμήν, όταν αυτοί ευρίσκωνται υπό το κράτος θλίψεων και αδικιών.
10 Ο Κύριος είναι η προστασία του φτωχού, στους δύσκολους καιρούς το καταφύγιο.
11 καὶ ἐλπισάτωσαν ἐπὶ σοὶ οἱ γινώσκοντες τὸ ὄνομά σου, ὅτι οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἐκζητοῦντάς σε, Κύριε.
11 Εις σέ, λοιπόν, ας έχουν στηριγμένας τας ελπίδας των όσοι σε εγνώρισαν, διότι συ δεν εγκαταλείπεις ποτέ εκείνους, οι οποίοι μετά πόθου σε ζητούν και προς σε καταφεύγουν.
11 Κι όσοι την ύπαρξή σου ξέρουν, σ' εσένα ελπίζουν, Κύριε, γιατί δεν εγκατέλειψες αυτούς που σε ζητάνε.
12 ψάλατε τῷ Κυρίῳ, τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ,
12 Ψαλατε, λοιπόν, όλοι ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Κυριον, ο οποίος μένει στον ιερόν τόπον, εις την Σιών. Διαλαλήσατε εις όλα τα έθνη τα μεγαλουργήματα αυτού.
12 Ψάλτε στον Κύριο, που μένει στη Σιών· κηρύξτε στους λαούς τα θαυμαστά του έργα.
13 ὅτι ἐκζητῶν τὰ αἵματα αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων.
13 Διότι ο Κυριος, ο εκδικητής των αθώων αιμάτων και τιμωρός των εγκληματιών, ενεθυμήθη τους αδικηθέντας, εμακροθύμησε δια τον εγκληματίαν, αλλά δεν ελησμόνησε την ικεσίαν των δεομένων προς αυτόν πτωχών και αδυνάτων και αδικουμένων.
13 Επειδή τους θυμήθηκε, όταν την αιματοχυσία τιμώρησε· δεν ξέχασε των καταπιεσμένων την κραυγή.
14 ἐλέησόν με, Κύριε, ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ ὑψῶν με ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου,
14 Ελέησε με, Κυριε, ίδε τον εξευτελισμόν, τον οποίον υπέστην εκ μέρους των εχθρών μου. Συ, ο οποίος συνεχώς από θανασίμους κινδύνους με σώζεις, συ που με αρπάζεις από αυτάς άκομα τας πύλας του θανάτου, και μου χαρίζεις δόξαν,
14 Ελέησέ με, Κύριε· δες την κατάντια όπου μ' έφεραν οι εχθροί μου, εσύ που με αποτραβάς από τις πύλες του άδη,
15 ὅπως ἂν ἐξαγγείλω πάσας τὰς αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυγατρὸς Σιών. ἀγαλλιάσομαι ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου.
15 δείξε και τώρα την προστασίαν σου, δια να διαλαλήσω, ελεύθερος πλέον και ασφαλής, όλας τας δοξολογίας σου εις τας πύλας της Σιών, την οποίαν ως θυγατέρα σου αγαπάς. Τοτε εγώ θα πλημμυρίσω από αγαλλιασιν δια την σωτηρίαν, που θα μου έχης δώσει.
15 για να ιστορήσω στης Ιερουσαλήμ τις πύλες όλα τα έργα σου τα θαυμαστά. Θ' αναγαλλιάσω για τη σωτηρία που εσύ μου δίνεις.
16 ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ, ᾗ ἐποίησαν, ἐν παγίδι ταύτῃ, ᾗ ἔκρυψαν, συνελήφθη ὁ ποὺς αὐτῶν.
16 Τα εχθρικά όμως ειδωλολατρικά έθνη εβυθίσθησαν και εκόλλησαν στον βόρβορον, ώστε να είναι βεβαία πλέον η καταστροφή των, διότι εις την παγίδα, την οποίαν με πολλήν τέχνην εσκέπασαν, δια να συλλάβη τα ανύποπτα αθώα θύματά των, εις αυτήν, ως εις άλλο δόκανον, επιάστηκαν τα ιδικά των πόδια.
16 Τα έθνη πέσαν μες στο λάκκο που έσκαψαν· μες στην κρυμμένη τους παγίδα πιάστηκε το πόδι τους.
17 γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιῶν, ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλός. (ᾠδὴ διαψάλματος).
17 Με τα θαυμαστά αυτά έργα της δικαιοσύνης σου γίνεται υλοφάνερον και γνωστόν εις όλον τον κόσμον, ότι ο Κυριος πάντοτε δικαίας κρίσεις και αποφάσεις λαμβάνει και εφαρμόζει. Εφερεν εν τη δικαιοσύνη του έτσι τα πράγματα ο Κυριος, ώστε ο αμαρτωλός συλλαμβάνεται ο ίδιος εις τα παγιδευτικά έργα, που έχει στήσει δια τους άλλους.
17 Ο Κύριος γνωρίζεται από τη δίκαιη που κάνει κρίση· και παγιδεύεται ο ασεβής απ' των χεριών του το έργο. (Διάψαλμα)
18 ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην, πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ,
18 Ας καταδικασθούν και ας ριφθούν εις τας οδύνας του άδου οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία λησμονούν και καταφρονούν τον Θεόν.
18 Στον άδη θα επιστρέψουν οι ασεβείς· τα έθνη αυτά που το Θεό ξεχνάνε.
19 ὅτι οὐκ εἰς τέλος ἐπιλησθήσεται ὁ πτωχός, ἡ ὑπομονὴ τῶν πενήτων οὐκ ἀπολεῖται εἰς τέλος.
19 Διότι δεν θα λησμονηθή μέχρι τέλους ο πτωχός και αδύνατος, που πιστεύει και ελπίζει στον Θεόν. Η ελπίδα προς τον Θεόν και η υπομονή, την οποίαν δείχνουν κατά το διάστημα των θλίψεών των οι πένητες, δεν θα χαθή, δεν θα μείνη μέχρι τέλους χωρίς ικανοποίησιν εκ μέρους του Θεού.
19 Γιατί δε θα λησμονηθεί ποτέ ο φτωχός· ποτέ δε χάνεται των δύστυχων η ελπίδα.
20 ἀνάστηθι, Κύριε, μὴ κραταιούσθω ἄνθρωπος, κριθήτωσαν ἔθνη ἐνώπιόν σου.
20 Σηκω επάνω, Κυριε, δίκαιος και ισχυρός, και ας μη υψώνεται και μεγαλοφρονή ο άδικος και εξευτελισμένος άνθρωπος. Ας κριθούν και ας δικασθούν ενώπιόν σου όλα τα ασεβή έθνη.
20 Σήκω, Κύριε! Ας μην υπερισχύσει ο άνθρωπος· και από σένα οι εθνικοί ας κριθούνε.
21 κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἐπ᾿ αὐτούς, γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν. (διάψαλμα).(Μασ. 10, 1-18)
21 Θέσε επάνω εις αυτά αυστηρόν νομοθέτην, που θα τους δεσμεύη με τους δικαίους νόμους και θα τους κρίνη οσάκις τους παραβαίνουν. Από την ιδικήν σου δικαίαν και παντοδύναμον παρέμβασιν, ας μάθουν οι ειδωλολάτραι, οι εθνικοί, ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ασθενείς και ανόητοι άνθρωποι.
21 Δώσε τους φόβο, Κύριε! Οι ειδωλολάτρες ας νιώσουνε πως είναι άνθρωποι. (Διάψαλμα)
22 Ἱνατί, Κύριε, ἀφέστηκας μακρόθεν, ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσιν;
22 Διατί, Κυριε, έχεις σταθή εις την παρούσαν περίστασιν μακράν από ημάς; Διατί δεν μας προσέχεις τώρα, που ευρισκόμεθα εις περιστάσεις θλίψεων;
22 Κύριε, γιατί στέκεσαι μακριά; Στους δύσκολους καιρούς απουσιάζεις.
23 ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός, συλλαμβάνονται ἐν διαβουλίοις, οἷς διαλογίζονται.
23 Καίεται μέσα στο καμίνι θλίψεως και αγωνίας ο ενάρετος πτωχός, εις καιρόν που υπερηφανεύεται αλαζονικά δια την επικράτησίν του ο αμαρτωλός. Συλλαμβάνονται οι ταλαίπωροι πτωχοί εις τας παγίδας, τας οποίας με πανουργίαν ετοιμάζουν εναντίον των οι αμαρτωλοί.
23 Η πανουργία του ασεβή συνθλίβει τον φτωχό -στις πανουργίες που σκέφτηκαν μέσα ας παγιδευτούνε.
24 ὅτι ἐπαινεῖται ὁ ἁμαρτωλὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν ἐνευλογεῖται·
24 Στενοχωρείται ο δίκαιος, διότι βλέπει να καυχάται και να θαυμάζεται από τους ομοίους του ο αμαρτωλός. Βλέπει να εκπληρώνονται αι αμαρτωλαί επιθυμίαι της ψυχής εκείνου και να καλοτυχίζεται ο άδικος από τους ομοίους του.
24 Καυχήθηκε ο ασεβής για της ψυχής του τις βουλές· κι ο πλεονέκτης βλασφημεί, καταφρονεί τον Κύριο.
25 παρώξυνε τὸν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός· κατὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώπιον αὐτοῦ.
25 Με αυτήν όμως την συμπεριφοράν του ο αμαρτωλός, όταν λέγη ότι δεν θα ζητήση ευθύνας δια τας αμαρτίας και τας αδικίας του ο Θεός, εξώργισεν εναντίον του τον Κυριον. Ο αμαρτωλός ζη, ως εάν δεν υπάρχη ενώπιόν του και ως εάν δεν τον βλέπη ο Θεός!
25 Στην έπαρσή του ο ασεβής καταφρονεί τον Κύριο· «διόλου δεν υπάρχει Θεός» είν' όλοι οι λογισμοί του.
26 βεβηλοῦνται αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ἀνταναιρεῖται τὰ κρίματά σου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κατακυριεύσει·
26 Εις κάθε στιγμήν και ώραν είναι ρυπαροί και βρωμεροί οι δρόμοι της ζωής του. Καταφρονεί και καταπατεί ασυστόλως τα προστάγματα και τας εντολάς σου εμπρός εις τα μάτια σου και φαντάζεται εν τη αλαζονία του ότι θα επικρατήση εναντίον όλων των εχθρών του, οι οποίοι εχθροί του είναι οι ιδικοί σου φίλοι.
26 Στον οποιοδήποτε καιρό οι κόποι του αποδίδουν. Είσαι τόσο μακριά, δεν τον τρομάζει η κρίση σου, χλευάζει τους εχθρούς του.
27 εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐ μὴ σαλευθῶ, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ἄνευ κακοῦ.
27 Διότι είπεν από μέσα του· “δεν θα μετακινηθώ ποτέ από κανένα, η ευτυχία μου είναι μόνιμος. Εγώ και οι απόγονοί μου θα ζήσωμεν χωρίς θλίψεις”.
27 Σκέφτεται: «Δε θα κλονιστώ ποτέ· καμιά δε θα μ' αγγίξει δυστυχία».
28 οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου, ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καὶ πόνος.
28 Ετσι σκέπτεται εκείνος, του οποίου το στόμα είναι γεμάτο από κατάραν εναντίον του Θεού, από πικρίαν και δολιότητα κατά του πλησίον του. Εκείνος, κάτω από την γλώσσαν του οποίου φωληάζει και ξεχύνεται η κακότης και η μοχθηρία.
28 Κατάρα γεμάτο είν' το στόμα του, και πανουργία και φοβέρα· κάτω απ' τη γλώσσα του έχει την ανομία και την κακία.
29 ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων, ἐν ἀποκρύφοις τοῦ ἀποκτεῖναι ἀθῷον· οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσιν·
29 Στήνει ενέδραν και παραμονεύει μαζή με άλλους πλουσίους, στήνει καρτέρι εις αποκρύφους τόπους, δια να φονεύση τον αθώον διαβάτην. Οι οφθαλμοί του κακοποιού αυτού στρέφονται άγριοι και απειλητικοί εναντίον του πτωχού και ανυπερασπίστου ανθρώπου.
29 Στήνει ενέδρα έξω απ' τα χωριά κρυφά να θανατώσει τον αθώο· απ' τη ματιά του δεν αφήνει τον αδύνατο.
30 ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχὸν ἐν τῷ ἑλκύσαι αὐτόν·
30 Παραμονεύει εις αποκρύφους τόπους, όπως το ληοντάρι παραφυλάττει κρυμμένο μέσα εις την φωλεάν του, ενεδρεύει, δια να αρπάση τον πτωχόν, να αρπάση τον πτωχόν παρασύρων αυτόν με απατηλούς τρόπους.
30 Καραδοκεί κρυμμένος όπως λιοντάρι στο λημέρι του· καραδοκεί ν' αρπάξει τον αδύνατο, στο δίχτυ του τον σέρνει.
31 ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπεινώσει αὐτόν, κύψει καὶ πεσεῖται ἐν τῷ αὐτὸν κατακυριεῦσαι τῶν πενήτων.
31 Εις την ενέδραν, που στήνει συμμαζεύεται, σκύβει, εξαπλώνεται κάτω στο έδαφος, δια να μπορέση με τον τρόπον αυτόν να ορμήση αιφνιδίως και κατακυριεύση τους ταλαιπωρημένους πτωχούς.
31 Λυγίζει, συσπειρώνεται, τον ρίχνει κάτω· μ' όλη τη δύναμή του πέφτει απάνω στους φτωχούς.
32 εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τέλος.
32 Είπε από μέσα του σύμφωνα με την επιθυμίαν της πονηράς καρδίας του· “ο Θεός μας ελησμόνησε, εγύρισε αλλού το πρόσωπόν του και δεν μας βλέπει καθόλου”.
32 Σκέφτεται: «Ξεχνάει ο Θεός, αδιαφορεί, δεν δίνει προσοχή».
33 ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων.
33 Σηκω, Κυριε και Θεέ μου, εν τη δικαιοσύνη σου. Ας υψωθή η παντοδύναμος δεξιά σου και ας πέση τιμωρός εναντίον εκείνων. Μη λησμονής τους ταλαιπωρημένους, τους πτωχούς.
33 Σήκω, Κύριε και Θεέ! Δείξε τη δύναμή σου, τους δύστυχους μην τους ξεχνάς.
34 ἕνεκεν τίνος παρώργισεν ὁ ἀσεβὴς τὸν Θεόν; εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει.
34 Διατί επροκάλεσε οξείαν την οργήν ο ασεβής; Διότι είπεν από μέσα του, σύμφωνα με τους πόθους της πονηράς καρδίας του· “ο Θεός δεν ζητεί λογαριασμόν και δεν μας καταλογίζει ευθύνας δια τας πράξεις μας”!
34 Ο ασεβής γιατί αψηφάει το Θεό; Σκέφτεται πως δεν του ζητάς το λόγο.
35 βλέπεις, ὅτι σὺ πόνον καὶ θυμὸν κατανοεῖς τοῦ παραδοῦναι αὐτοὺς εἰς χεῖράς σου· σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ πτωχός, ὀρφανῷ σὺ ᾖσθα βοηθός.
35 Αλλά συ, Κυριε, τα βλέπεις όλα· όχι μόνον τας εξωτερικάς πράξστου ανθρώπου, αλλά και αυτάς τας σκέψεις και επιθυμίας των καρδιών. Γνωρίζεις τόσον τους πόνους και τας θλίψστου πτωχού όσον και τον θηριώδη θυμόν του ασεβούς. Τα βλέπεις όλα, δια να παραδώσης εν τη δικαιοσύνη σου τους ασεβείς εις την τιμωρόν δεξιάν σου. Εις την ιδικήν σου όμως προστασίαν έχει ελπίσει και έχει εγκαταλειφθή ο πτωχός. Του ορφανού συ είσαι βοηθός.
35 Είδες -γιατί εσύ ξέρεις- τη δυστυχία και την εξαθλίωση· θ' ανταποδώσεις με τα έργα σου. Σ' εσένα ακουμπά ο φτωχός· βοηθός στα ορφανά εσύ εστάθης.
36 σύντριψον τὸν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πονηροῦ, ζητηθήσεται ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ.
36 Συντριψε συ την καταπιεστικήν δύναμιν του αμαρτωλού και του πονηρού ανθρώπου. Εξάλειψε αυτόν και τας κακάς του πράξεις, ώστε, εάν αναζητηθή το κακόν που έκαμε, να μη ευρεθή ούτε αυτός ούτε εκείνο.
36 Σύντριψε εσύ τη δύναμη του αμαρτωλού και του κακού· τιμώρησε την ανομία του ώστε να μην υπάρχει.
37 βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ἀπολεῖσθε ἔθνη ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.
37 Μονον ο αιώνιος Κυριος θα βασιλεύση στους αιώνας των αιώνων. Σεις οι ειδωλολάτραι θα εξολοθρευθήτε από την γην του Κυρίου.
37 Ο Κύριος είναι βασιλιάς αιώνιος και παντοτινός· θ' αφανιστούν οι άπιστοι από τη γη του.
38 τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε Κύριος, τὴν ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τὸ οὖς σου
38 Ο Κυριος ήκουσε την δικαίαν επιθυμίαν των πτωχών ανθρώπων. Και το αυτί του το έτεινε προσεκτικόν στους δικαίους πόθους της καρδίας των.
38 ʼκουσες, Κύριε, την επιθυμία των φτωχών, κραταίωσες την καρδιά τους, η προσοχή σου όλη γι' αυτούς.
39 κρῖναι ὀρφανῷ καὶ ταπεινῷ, ἵνα μὴ προσθῇ ἔτι τοῦ μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς.
39 Ανέλαβεν αυτός, να κρίνη με δικαιοσύνην επί της υποθέσεως του ορφανού και του πτωχού ανθρώπου, να τους υπερασπίση εν τη παντοδυναμία του, ώστε να μη τολμήση πλέον κανείς άνθρωπος επί της γης να αλαζονευθή εις βάρος αυτών και του Θεού.
39 Θα δικαιώσεις ορφανά και καταπιεσμένους· δε θα μπορέσει πια να τους τρομοκρατήσει ο χωματένιος άνθρωπος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνα τραγούδι δοξολογίας.
α2 Ὅταν πᾶνε στραβά οἱ διάφορες ὑποθέσεις μας
β Γιά τήν κατάργηση τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου) καί τή σωτηρία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ
Ὅταν ἔχης ἀνάγκη νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά πάψουν νά σέ φοβερίζουν οἱ δαίμονες στόν ὕπνο ἤ μέ φαντασίες τήν ἡμέρα.
ε "...ἐξυπνᾶ τήν ἀμέλειαν τῶν ραθύμων, ἀναπαύει καί ξεκουράζει τούς κεκοπιακότα".
στ Ὅταν μᾶς ἀδικοῦν καί μᾶς στενοχωροῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κακοῦ.
θ "Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 10

ΨΑΛΜΟΣ 10 (11) - ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΠΩΣ ΧΑΘΗΚΑΝ

1 Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον;
1 Εγώ έχω στηρίζει την πεττοίθησιν και την ελπίδα μου στον παντοδύναμον Κυριον και πως σεις μου λέγετε· “φύγε, μετανάστευσε από εδώ, πέταξε σαν στρουθίον τρομαγμένον εις τα βουνά, δια να εύρης εκεί την σωτηρίαν σου;”
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ. Στον Κύριο κατέφυγα, και μη μου λέτε εσείς: «Φύγε στα όρη σαν πουλί.
2 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
2 Φυγε, μου λέγουν, διότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι έχουν ετοιμάσει τα βέλη των, δια να τα εκτοξεύσουν με μανίαν από τον σκοτεινόν τόπον, που ενεδρεύουν, εναντίον των απονηρεύτων και εναρέτων ανθρώπων.
2 Κοίτα τους ασεβείς! Τεντώνουνε το τόξο, σαΐτες βάζουν στη χορδή, για να τοξέψουν στο σκοτάδι εκείνους που έχουν τίμια καρδιά.
3 ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε;
3 Ολα όσα, συ Κυριε, σοφώς και δικαίως έχεις νομοθετήσει, αυτοί τα κρημνίζουν και τα καταπατούν. Και επάνω εις την αλαζονείαν των ερωτούν· “ποίον είναι λοιπόν το κέρδος του δικαίου; Κανένα”.
3 Αν τα θεμέλια γκρεμιστούν, ο δίκαιος τι θα κάνει;»
4 Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
4 Ο Κυριος όμως ευρίσκεται ακατανίκητος στον ουρανόν και στον ιερόν ναόν του. Ο Κυριος έχει στήσει τον δικαστικόν του θρόνον υψηλά στον ουρανόν. Από εκεί οι οφθαλμοί του βλέπουν με προσοχήν και με ευμένειαν τον ταλαιπωρούμενον πτωχόν. Διεισδυτικά εξετάζουν και διακρίνουν τους υιούς των ανθρώπων.
4 Ο Κύριος βρίσκετ' εδώ, στον άγιο του ναό, όμως το θρόνο του στον ουρανό τον έχει· βλέπουν τα μάτια του, και τους ανθρώπους ερευνούν τα βλέφαρά του.
5 Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ, ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν.
5 Ο Κυριος εξετάζει και ξεχωρίζει με ακρίβειαν, χωρίς καμμίαν πλάνην, τον δίκαιον και τον ασεβή. Οποιος δε αγαπά την αδικίαν και επιμένει εις αυτήν, αυτός μισεί και βλάπτει κυρίως τον εαυτόν του.
5 Τον δίκαιο και τον ασεβή ο Κύριος εξετάζει, κι εκείνον αποστρέφεται που τ' άδικο αγαπάει.
6 ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν.
6 Ο Κυριος θα εξαπολύση, ωσάν βροχήν, και θα γεμίση με ολεθρίας παγίδας τον δρόμον των αμαρτωλών ανθρώπων, θα ρίψη εναντίον των φωτιάν και θειάφι, θα εξαπολύση βίαιον και ορμητικόν άνεμον, δια να αναρριπίζη την φλόγα. Αυτό θα είναι το ποτήριον της οργής του Θεού κατάπικρον εναντίον των αμαρτωλών ανθρώπων.
6 Στους ασεβείς θα ρίξει θεομηνίες, συμφορές· θειάφι, φωτιά και φλογισμένος άνεμος θα 'ναι η απολαβή τους.
7 ὅτι δίκαιος Κύριος, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.
7 Διότι ο Κυριος είναι δίκαιος και αγαπά δικαιοσύνας, στρέφει τους οφθαλμούς του με ιλαρότητα και ευμένειαν στους ευθείς και αγαθούς ανθρώπους.
7 Ο Κύριος είναι δίκαιος, τη δικαιοσύνη αγαπά· κι ο τίμιος θα ζει κοντά σ' εκείνον.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μιά προσευχή γιά νά ὑπερασπιστῆ ὁ Θεός τόν ἀδύνατο.
α2 Γιά αὐτούς πού ὁδηγοῦνται ἄδικα στά δικαστήρια.
Γιά αὐτούς πού ἔχουν μεγάλη πίκρα.
β Ὅταν σέ συνταράσσουν, νά ἔχης ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο.
γ Γιά σκληρόκαρδα ἀνδρόγυνα, πού μαλώνουν καί χωρίζουν.
Ὅταν βασανίζη ἄδικα ὁ σκληρός ἤ ἡ σκληρή τόν εὐαίσθητο.
θ "Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας".
"Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

Συντομογραφίες:

α1. Ἐξήγηση ψαλμῶν, σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
α2. Χρήση τῶν ψαλμῶν σύμφωνα μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
 β. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, Ἑρμηνευτικά Α, ψαλμοί,πρός Μάρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνεία τῶν ψαλμῶν. Ε.Π.Ε. τόμος 5ος, Θεσ/κη 1975.
 γ. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ἱερομ. Χρυσοστόμου "ὁ Γέρων Παΐσιος, Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 227
 δ. Περιοδικό· " Ὁσία Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ", Ἱ. Μ. Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, Λυκόβρυση Ἀττικῆς, τεῦχος 323, 1988
 ε. Μον. Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· "Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ (150) ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. ἔκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσ/κη 1972
 σ. Χ. Τσολακίδη, Οἱ ψαλμοί γιά κάθε περίσταση, β, ἔκδ. Τσολακίδη, 2, Ἀθῆναι 2003
 ζ. Ιεροῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς, ἔκδ. Ὠφελίμου βιβλίου, Ἀθῆναι 1973, τόμοι 53 -60
 η. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Κατήχήσεις καί λόγοι "Ἀγαλιασώμεθα τῶ Κυρίῳ", τόμ. 3, Ὁρμύλια Χαλκιδικῆς, 1999.
 θ. Ἁγίου Νεκταρίου, "Ψαλτἠριον τοῦ Παντάνακτος Δαυΐδ", ἔκδ. β, ἔκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003


Πηγές