Έλα τώρα λοιπόν να πούμε μερικά και για το παράλογο πάθος της οργής
Έλα τώρα λοιπόν να πούμε μερικά και για το παράλογο πάθος της οργής που ερημώνει και συγχίζει και σκοτίζει κάθε ψυχή και αποδεικνύει τον άνθρωπο όμοιο με θηρίο, όταν ενεργεί και μπαίνει σε κίνηση ο θυμός και μάλιστα σ’ εκείνον που είναι ευέξαπτος και κλίνει πολύ στο πάθος αυτό. Αυτό το πάθος στηρίζεται ιδιαίτερα στην υπερηφάνεια και δυναμώνει με αυτή και γίνεται ακατάλυτο. Εφόσον το διαβολικό δένδρο της έχθρας, της οργής και του θυμού ποτίζεται από το πρόστυχο νερό της υπερηφάνειας, ανθεί και θάλλει και φέρνει πολύ καρπό ανομίας. Και έτσι το οικοδόμημα του πονηρού διαβόλου γίνεται ακατάλυτο, γιατί έχει στήριγμα και οχύρωμα τα θεμέλια της υπερηφάνειας. Αν λοιπόν θέλεις το δένδρο της ανομίας, δηλαδή το πάθος της έχθρας, του θυμού και της οργής να ξεραθεί μέσα σου και να γίνει άκαρπο και να έρθει η αξίνη του Πνεύματος να το κόψει και να το ρίξει στη φωτιά(135) και να το σηκώσει μαζί με κάθε κακία, και αν θέλεις το σπίτι της ανομίας που κτίζει ο πονηρός με κακία μέσα στη ψυχή με πέτρες τις διάφορες εύλογες ή παράλογες προφάσεις (που παρουσιάζονται κάθε φορά στους λογισμούς από τα υλικά πράγματα ή λόγια και κτίζει με αυτά οικοδομή κακίας μέσα στην ψυχή) βάζοντας από κάτω για στήριγμα και οχύρωμα τους λογισμούς της υπερηφάνειας. αν λοιπόν θέλεις να κατεδαφιστεί και να κατασκαφτεί αυτή η οικοδομή, να έχεις την ταπείνωση του Κυρίου αλησμόνητη μέσα στην καρδιά σου.
Τι ήταν δηλαδή ο Κύριος και τι έγινε για μας και από ποια φωτεινά ύψη θεότητας που ήταν αποκαλυμμένη ανάλογα με τη δύναμη των επουρανίων ουσιών και που τη δόξαζε κάθε λογική φύση, Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Θρόνοι, Κυριότητες, Αρχές, Εξουσίες, Χερουβείμ και Σεραφείμ και όσες άγνωστες νοερές δυνάμεις, (που τα ονόματά τους δεν έφτασαν σ’ εμάς, όπως υπαινίσσεται ο Απόστολος Παύλος[136]), σε ποιο βάθος ταπεινώσεως ανθρώπων εξαιτίας της άρρητης αγαθότητάς Του κατέβηκε και έγινε σε όλα όμοιος με εμάς που καθόμαστε απελπισμένοι στο σκοτάδι της πλάνης και της ασέβειας και στη σκιά της αμαρτίας και του θανάτου(137), που με την παράβαση του Αδάμ γίναμε αιχμάλωτοι και μας εξουσιάζει ο εχθρός με την ενέργεια των παθών. Σε τέτοια λοιπόν φοβερή και άγρια αιχμαλωσία ενώ βρισκόμαστε και είχαμε κατακτηθεί από τον αόρατο και πικρό θάνατο, δεν ντράπηκε ο Κύριος κάθε ορατής και αόρατης κτίσεως, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό Του και αφού ανέλαβε τον άνθρωπο, που είχε καταδικαστεί κάτω από τα πάθη της ατιμίας και της επιθυμίας με τη δεσποτική απόφαση, έγινε άνθρωπος όμοιος σε όλα με εμάς χωρίς αμαρτία(138), δηλαδή χωρίς τα πάθη της ατιμίας. Γιατί τις τιμωρίες που επιβλήθηκαν από τη δεσποτική απόφαση για την αμαρτία της παραβάσεως στους ανθρώπους, την τιμωρία του θανάτου, τον κόπο, την πείνα, την δίψα και τα λοιπά, όλα τα πήρε επάνω Του ο Κύριος Ιησούς και έγινε ό,τι είμαστε εμείς, για να γίνομε ό,τι είναι Αυτός. Ο Λόγος «σαρξ εγένετο»(139) για να γίνει η σάρκα, Λόγος. Ήταν πλούσιος κι έγινε φτωχός για μας, ώστε να πλουτήσομε με την φτώχεια Εκείνου(140). Έγινε όμοιος με εμάς εξαιτίας της πολλής φιλανθρωπίας, για να γίνομε εμείς όμοιοι με Αυτόν, μέσω κάθε αρετής. Γιατί αφότου ήρθε ο Χριστός, πράγματι ο άνθρωπος που πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοιώσή Του, ανανεώνεται με τη χάρη και τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος και φτάνει στα μέτρα της τέλειας αγάπης, η οποία βγάζει έξω από την ψυχή τον φόβο(141) και η οποία δεν ξεπέφτει ποτέ, γιατί «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»(142). Η αγάπη, όπως λέει ο Ιωάννης, είναι ο Θεός, κι όποιος μένει μέσα στην αγάπη, μένει στο Θεό(143). Σ’ αυτό το μέτρο καταξιώθηκαν και έφτασαν οι Απόστολοι και εκείνοι οι οποίοι άσκησαν την αρετή σαν τους Αποστόλους και παρουσίασαν τους εαυτούς των τέλειους στον Κύριο και ακολούθησαν σε όλη τους τη ζωή με τέλειο πόθο το Χριστό.
Αυτή λοιπόν την τόσο μεγάλη ταπείνωση, την οποία ανέλαβε επάνω Του ο Κύριος για την αγάπη Του προς εμάς από ανέκφραστη φιλανθρωπία, να σκέφτεσαι χωρίς να την ξεχνάς, δηλαδή την κατοίκηση του Θεού Λόγου στη μήτρα της Αειπαρθένου Μαρίας, το ότι έλαβε ανθρώπινη μορφή, τη γέννησή Του από γυναίκα, την αύξησή Του σωματικά, τις ατιμίες, τις βρισιές, τις κατηγορίες, τα περιπαίγματα, τις κακολογίες, τις μάστιγες, τα φτυσίματα, τα γέλια, τον εμπαιγμό, την κόκκινη χλαμύδα, το ακάνθινο στεφάνι, την απόφαση των αρχόντων εναντίον Του, τη φωνή των ανόμων Ιουδαίων, αν και ήταν ομόφυλοί Του: «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν»(144), το σταυρό, τα καρφιά, τη λόγχη, τον ποτισμό με ξύδι και χολή, τον θρίαμβο των εθνικών, τα περιφρονητικά γέλια εκείνων που περνούσαν κοντά στο σταυρό και έλεγαν: «Αν είσαι γιος του Θεού, κατέβα από το σταυρό, και θα σε πιστέψομε»(145), και τα λοιπά πάθη που υπέφερε για χάρη μας, τη σταύρωση, το θάνατο, την τριήμερη ταφή, την κάθοδο στον άδη. Έπειτα να σκέφτεσαι τους καρπούς των παθών του Κυρίου, τι λογής και ποιοι είναι, δηλαδή την ανάσταση από τους νεκρούς, τη λαφυραγώγηση του άδη και του θανάτου από τις ψυχές που ανταμώθηκαν με τον Κύριο, την Ανάληψη στους ουρανούς, το κάθισμά Του στα δεξιά του Πατέρα, την παραπάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα τιμημένο τιμή και δόξα(146), την προσκύνηση από όλους τους αγγέλους(147) του πρωτότοκου των νεκρών εξαιτίας των παθημάτων Του, σύμφωνα με την αποστολική φωνή που λέει: «Ας υπάρχει μέσα σας το φρόνημα της ταπεινώσεως και αυταπαρνήσεως που υπήρχε και στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό, κι ενώ υπήρχε με τη μορφή του Θεού, δε θεώρησε ότι ήταν κάτι που είχε αρπάξει η ισότητά Του με τον Θεό, αλλά απογύμνωσε τον εαυτό Του και μίκρυνε μόνος Του πρόσκαιρα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητός Του και πήρε μορφή δούλου κι έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Και κατά το εξωτερικό σχήμα βρέθηκε ως άνθρωπος, ενώ ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του με το να γίνει υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Για την ταπείνωση Του αυτή και την υπακοή, ο Θεός τον σήκωσε πάρα πολύ ψηλά και ως άνθρωπο, και του χάρισε όνομα που είναι παραπάνω από κάθε άλλο όνομα. Για να λυγίσει ταπεινά στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατο και να προσκυνήσουν λατρευτικά Αυτόν τον Ιησού και οι Άγγελοι στους ουρανούς, και οι άνθρωποι της γης, αλλά και αυτά τα όντα που βρίσκονται στα καταχθόνια κτλ.»(148). Να λοιπόν ποιες είναι οι αιτίες οι οποίες, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του Θεού, ανέβασαν τον Θεάνθρωπο σε τέτοια δόξα και τέτοιο ύψος.
Λοιπόν, αν με πόθο και καλή προαίρεση διατηρείς αυτά αλησμόνητα μέσα στην καρδιά σου, δεν θα σε κυριεύσει το πάθος της έχθρας, της οργής και του θυμού. Επειδή όταν βγουν από κάτω τα θεμέλια της υπερηφάνειας με την ταπείνωση του Χριστού που θα συλλογίζεσαι, όλο το οικοδόμημα της ανομίας του θυμού και της οργής και της λύπης εύκολα και από μόνο του κατεδαφίζεται. Γιατί ποια σκληρή και πέτρινη καρδιά, αν έχει διαρκώς στο νου της την τόση μεγαλειότητα του Μονογενούς Υιού του Θεού που τόσο ταπεινώθηκε για μας και αν θυμάται τα πάθη που απαρίθμησα παραπάνω, δεν συντρίβεται; Δεν έρχεται σε κατάνυξη; Δεν ταπεινώνεται; Πώς δεν θα γίνει θεληματικά στάχτη και χώμα(149) να την πατούν όλοι οι άνθρωποι κατά την Γραφή; Και έτσι όταν ταπεινώνεται και συντρίβεται η ψυχή αποβλέποντας στην ταπείνωση του Χριστού, ποιος θυμός μπορεί να την νικήσει; Ποια οργή; Ποια πικρία μπορεί να υπερισχύσει;