Και είναι ένας κύκλος αιώνιος που αρχίζει από ένα σημείο και καταλήγει στο ίδιο. Γιατί όσο κανείς νοεί, τόσο και επιθυμεί· και όσο επιθυμεί, τόσο απολαμβάνει· και όσο απολαμβάνει, τόσο περισσότερο νοεί και αρχίζει πάλι την ακίνητη κίνηση, ή αλλιώς την ακίνητη ακινησία. Αυτός είναι ο σκοπός μας, όσο μας είναι εφικτό να εννοήσομε· ας εξετάσομε πώς θα φτάσομε σ' αυτόν.
Στις λογικές ψυχές που είναι νοερές ουσίες και λίγο μόνο κατώτερες από τους αγγέλους, ο παρών βίος έχει δοθεί ως αγώνας και τόπος όπου γίνεται προσπάθεια για τη νίκη. Έπαθλο είναι η θεία κατάσταση που αναφέραμε, δώρο αντάξιο της θείας αγαθότητας και δικαιοσύνης, από τη μία, γιατί φαίνεται ότι από τους κόπους του κερδίζει κανείς αυτά τα αγαθά, κι από την άλλη, γιατί η αφθονοπάροχη θεία δύναμη υπερνικά κάθε κόπο. Άλλωστε και το να μπορεί κανείς και το να πράττει το αγαθό, είναι δώρο του Θεού.
Ποιος λοιπόν είναι ο εδώ αγώνας; Η λογική ψυχή έχει ενωθεί με σώμα όμοιο με των ζώων, που έχει την ύπαρξη από τη γη και στρέφεται προς τα κάτω. Και έχει τόσο ενωθεί η ψυχή με το σώμα, ώστε να γίνει ένα από αυτά τα δύο τελείως αντίθετα, χωρίς μεταβολή —προς Θεού— η σύγχυση των μερών, αλλά από τα δύο φυσικά μέρη να γίνει μία υπόσταση με δύο τέλειες φύσεις.
Έτσι λοιπόν σύνθετος από δύο διαφορετικές φύσεις ο άνθρωπος, ενεργεί εκείνα που ανήκουν στην κάθε μία φύση. Και του σώματος αρμόδιο είναι να αποβλέπει προς τα όμοιά του. Ο έρωτας αυτός προς τα όμοια είναι φυσικός στα όντα, γιατί δήθεν βοηθείται από αυτόν η ύπαρξή τους με τη συμβίωση και τη συναναστροφή με αυτά και η απόλαυση αυτών με την αίσθηση.
Ακόμη επειδή είναι βαρύ το σώμα, αγαπά την άνεση. Στη ζωώδη φύση, αυτά είναι κατάλληλα και αγαπητά. Στη λογική όμως ψυχή, επειδή είναι νοερή ουσία, φυσικά και επιθυμητά είναι τα νοητά και η απόλαυσή τους μέσω της νοήσεως. Προπάντων ο έρωτας προς το Θεό είναι εκ φύσεως ριζωμένος μέσα της. Και θέλει να απολαμβάνει το Θεό και τα άλλα νοητά, δεν μπορεί όμως να το κάνει αυτό ανεμπόδιστα.
Ο πρώτος άνθρωπος (ο Αδάμ) μπορούσε ανεμπόδιστα να εννοεί και να απολαμβάνει τα νοητά με το νου, όπως και τα αισθητά με την αίσθηση. Είχε όμως χρέος να ασχολείται όχι με τα χειρότερα, αλλά με τα ανώτερα.
Καθώς μπορούσε να κάνει και τα δύο, στο χέρι του ήταν να βρίσκεται είτε με τα νοητά μέσω του νου, είτε με τα αισθητά μέσω της αισθήσεως. Δε λέω ότι ο Αδάμ δεν έπρεπε να χρησιμοποιεί την αίσθηση (γιατί δεν έφερε μάταια το σώμα)· λέω ότι δεν έπρεπε να προσκολλάται στα αισθητά, αλλά βλέποντας την ομορφιά τους, να οδηγείται προς το Δημιουργό τους.
Και στο εξής να απολαμβάνει το Θεό με θαυμασμό, έχοντας διπλές αφορμές να θαυμάζει τον Κτίστη. Όχι όμως να προσκολληθεί στα αισθητά και αυτά να θαυμάζει και όχι το Δημιουργό τους, παραμελώντας το νοητό κάλλος.
Τέτοιος λοιπόν πλάστηκε ο Αδάμ. Αφού όμως έκανε κακή χρήση της αισθήσεως, θαύμαζε το αισθητό κάλλος· του φάνηκε ο καρπός ωραίος στην όραση και καλός στη γεύση(Γέν. 3, 6), έφαγε απ' αυτόν και άφησε την απόλαυση των νοητών.
Γι' αυτό ο δίκαιος Κριτής, κρίνοντας τον ανάξιο, αφαίρεσε από αυτόν τη θεωρία εκείνων που καταφρόνησε, δηλαδή του Θεού και των όντων, και έβαλε σκότος για να του αποκρύψει τον εαυτό Του(Β΄ Βασ. 22, 12) και τις άυλες ουσίες. Γιατί δεν έπρεπε να αφήνονται τα άγια στους βέβηλους.
Και εκείνα τα οποία πόθησε, αυτά του άφησε να απολαμβάνει, δηλαδή να ζει με την αίσθηση και με ελάχιστα ίχνη των θείων στο νου του.
Από τότε ο αγώνας μας για τα γήινα έγινε βαρύτερος, γιατί δεν έχομε την εξουσία να απολαμβάνομε τα νοητά, όπως τα αισθητά με την αίσθηση, αν και με το βάπτισμα βοηθούμαστε πάρα πολύ, επειδή καθαριζόμαστε και υψωνόμαστε.
Αλλά, όσο είναι δυνατόν πρέπει να ασχολούμαστε με τα νοητά και όχι με τα αισθητά, και εκείνα να θαυμάζομε και να θέλομε. Από τα αισθητά, κανένα να μη θαυμάσομε καθ' εαυτό, ούτε να θελήσομε να απολαύσομε.
...