Ο άνθρωπος στέκεται ανάμεσα στους δύο αυτούς δρόμους, δηλαδή την αρετή και την αμαρτία, και σ' όποια θέλει βαδίζει και αυτήν πραγματοποιεί. Ο δρόμος τώρα που τον κέρδισε και οι οδηγοί του δρόμου, είτε Άγγελοι είτε δαίμονες και κακοί άνθρωποι, τον τραβούν μέχρι το τέλος και χωρίς να το θέλει. Οι αγαθοί στο Θεό και στη βασιλεία των ουρανών, οι αμαρτωλοί στον διάβολο και στην αιώνια κόλαση. Κανένας δεν είναι αίτιος της απώλειας, παρά το θέλημα του ανθρώπου. Ο Θεός είναι αίτιος της σωτηρίας, ο οποίος μας χάρισε τη ζωή και τη μακαριότητα, τη γνώση και τη δύναμη, τα οποία δεν μπορεί να τα έχει ο άνθρωπος χωρίς τη χάρη του Θεού. Αλλά ούτε και ο διάβολος μπορεί να κάνει τίποτε που να οδηγεί στην απώλεια, όπως λόγου χάρη να προκαλέσει αντίθετη προαίρεση ή αδυναμία ή αθέλητη άγνοια ή οτιδήποτε άλλο, ώστε να βιάσει τον άνθρωπο παρά μόνο βάζει στο νου ενθύμηση του κακού. Εκείνος λοιπόν που εργάζεται το αγαθό πρέπει να αποδώσει τη χάρη στο Θεό, γιατί μετά την ύπαρξη μας δώρισε τα πάντα. Εκείνος πάλι που κάνει το κακό, μόνο τον εαυτό του ας κατηγορεί, γιατί κανείς δεν τον τραβά δια της βίας. Ο Θεός τον έκανε αυτεξούσιο, ώστε να γίνει άξιος για επαίνους εκ μέρους Του, όταν παρουσιάζεται να προτιμά με τη θέλησή του το αγαθό και όχι να μετέχει σ' αυτό από ανάγκη της φύσεως, όπως τα άλογα ζώα και τα άψυχα, αλλά όπως ταιριάζει στο λογικό του, με το οποίο ο Θεός τον τίμησε. Εμείς όμως θεληματικά και με τη γνώμη μας προτιμούμε να κάνομε το κακό, που το μάθαμε από τον εφευρέτη του κακού, και δεν μας βιάζει ο υπεράγαθος Θεός, για να μην παρακούομε παρά τη βία και έχομε βαρύτερη τιμωρία. Ούτε και το αυτεξούσιο μας αφαιρεί, το οποίο καλώς μας χάρισε.
Εκείνος λοιπόν που θέλει να κάνει το καλό, ας ζητά με την προσευχή από το Θεό, και αμέσως του δίνεται η γνώση και η δύναμη, για να φαίνεται ότι δίκαια στέλνει ο Θεός τη χάρη. Γιατί χωρίς προσευχή μπορούσε να τη δωρίσει, όπως το κάμει και μετά την προσευχή. Εκείνος που αναπνέει τον αέρα, γνωρίζοντας ότι χωρίς αυτόν δεν μπορεί να ζήσει, δεν είναι άξιος επαίνου, αλλά μάλλον χρωστά πολλές ευχαριστίες σ' Εκείνον που έκανε τον αέρα και του χάρισε τη δύναμη της αναπνοής και την υγεία, ώστε να αναπνέει και να ζει. Έτσι κι εμείς έχομε χρέος μάλλον να ευχαριστούμε το Θεό, γιατί και την προσευχή και τη γνώση και τη δύναμη και τις αρετές κι εμάς τους ίδιους και τα γύρω μας, όλα τα έκανε κατά χάρη. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και τα πάντα δεν παύει να μηχανεύεται για να νικήσει την κακία τη δική μας και των εχθρών μας των δαιμόνων.
Ο διάβολος, επειδή έχασε τη γνώση του Θεού από αγνωμοσύνη και υπερηφάνεια, έμεινε αναγκαστικά χωρίς γνώση. Γι' αυτό δε γνωρίζει από μόνος του τι να κάνει, αλλά βλέπει τι κάνει ο Θεός για να μας σώσει και πονηρεύεται και κάνει τα αντίθετα για να χαθούμε. Γιατί μισεί το Θεό και μη μπορώντας να τον πολεμήσει, πολεμά εμάς που είμαστε «κατ' εικόνα Θεού», νομίζοντας ότι με αυτό θα εκδικηθεί το Θεό, και μας βρίσκει υπάκουους στο θέλημά του, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Αφού δηλαδή είδε το Θεό που έπλασε την Εύα για βοήθεια του Αδάμ, ο διάβολος την έκανε συνεργό της παρακοής και της παραβάσεως. Έδωσε ο Θεός εντολή στον Αδάμ, ώστε με την τήρησή της να θυμάται τις τόσες δωρεές και να ευγνωμονεί τον Ευεργέτη, κι ο διάβολος έκανε την εντολή να γίνει αφορμή παρακοής και θανάτου. Αντί προφήτες, ο διάβολος κάνει ψευδοπροφήτες. Αντί Αποστόλους, ψευδαποστόλους. Αντί νόμο, παρανομία. Αντί αρετές, κακίες. Αντί εντολές, παραβάσεις. Αντί δικαιοσύνη, σιχαμερές αιρέσεις. Και πάλι βλέποντας το Χριστό να δίνει συγκατάβαση, από άκρα αγαθότητα, και να εμφανίζεται στους αγίους Μάρτυρες και τους οσίους Πατέρες είτε ο ίδιος, είτε μέσω Αγγέλων, είτε με κάποια άλλη ανέκφραστη οικονομία, όπως είπε, άρχισε και ο διάβολος να δείχνει σε μερικούς πολλές πλάνες, για να τους οδηγήσει στην απώλεια. Και γι' αυτό έγραψαν οι Πατέρες που είχαν διάκριση, ότι αυτά δεν πρέπει να τα δεχόμαστε, είτε με εικόνες φανερώνονται, είτε με φως ή με φωτιά, είτε με άλλη πλάνη. Γιατί μηχανεύεται ο πονηρός να μας πλανήσει μ' αυτά είτε στον ύπνο, είτε στην εγρήγορση. Κι αν τα δεχόμαστε, τότε κάνει το νου από υπερηφάνεια και τέλεια αγνωσία να ζωγραφίσει σχήματα ή χρώματα, για να νομίσει ότι είναι φανερώσεις Θεού ή Άγγελου. Πολλές φορές πάλι δείχνει και δαίμονες στον ύπνο ή και στην εγρήγορση, να φεύγουν δήθεν νικημένοι, και γενικά μηχανεύεται τα πάντα για την απώλειά μας όταν πειθόμαστε σ' αυτόν.
Μπορεί να τα κάνει όλα αυτά ο διάβολος και ν' αποτύχει, αν ακούμε τους αγίους Πατέρες που λένε ότι στην ώρα της προσευχής πρέπει να έχομε το νου άμορφο, ασχημάτιστο, άχρωμο, να μη δέχεται τίποτε, είτε φως, είτε φωτιά, ή ο,τιδήποτε άλλο ολωσδιόλου, αλλά μ' όλη μας τη δύναμη να προσηλώνομε τη διάνοια σ' εκείνα που λέμε, γιατί εκείνος που προσεύχεται μόνο με το στόμα, προσεύχεται στον αέρα και όχι στο Θεό επειδή ο Θεός προσέχει στο νου και όχι στα λόγια όπως οι άνθρωποι. Όπως λέει και η Γραφή: «Πρέπει να προσκυνούμε το Θεό πνευματικά και αληθινά», και: «Προτιμώ να πω πέντε λόγια με το νου μου, παρά μύρια λίγα με τη γλώσσα». Όταν λοιπόν ο διάβολος αποτύχει, τότε, μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο μας φέρνει λογισμό απογνώσεως, ότι «Άλλοι καιροί ήταν εκείνοι και άλλοι οι άνθρωποι στους οποίους ο Θεός έδειξε θαύματα για να πιστέψουν. Τώρα δεν είναι ανάγκη να κοπιάσομε. Χριστιανοί είμαστε όλοι και έχομε βαπτιστεί, κι όπως λέει η Γραφή, όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί. Τι ανάγκη λοιπόν έχομε;» Αν πεισθούμε και μείνομε σ' αυτά, θα βρεθούμε έρημοι, έχοντας μόνο το όνομα του χριστιανού και αγνοώντας ότι αυτός που πίστεψε και βαπτίσθηκε, οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Χριστού και, όταν κατορθώσει τα πάντα, να λέει ότι «είμαι άχρηστος δούλος». Ο Κύριος είπε στους Αποστόλους, να διδάσκουν στους ανθρώπους να τηρούν όλα όσα τους διέταξε. Και καθένας που βαπτίζεται, λέει: «Αποτάσσομαι το σατανά και πάσι τοις έργοις αυτού και συντάσσομαι τω Χριστώ και πάσι τοις έργοις Αυτού». Πού είναι η αποταγή μας, αν δεν αφήσομε κάθε πάθος και κάθε αμαρτία που θέλει ο διάβολος; Ή μάλλον, αν δεν τον μισήσομε με την ψυχή μας και δεν αγαπήσομε το Χριστό με την τήρηση των εντολών Του; Και πως θα τηρήσομε τις εντολές Του, αν δεν αρνηθούμε κάθε δικό μας νόημα και θέλημα;