Γιατί ο νους μετασχηματίζεται σε κάθε πράγμα και βάφεται σύμφωνα με τη μορφή κάθε πράγματος που εντυπώνει. Όταν όμως καταξιωθεί να βρεθεί μέσα στον άμορφο και ασχημάτιστο Θεό, τότε κι αυτός γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος.
Έπειτα να θαυμάζει, πώς μπορεί ο νους να διατηρεί κάθε έννοια, και δεν μπορούν τα τελευταία νοήματα να αλλοιώσουν τα προηγούμενα, ούτε τα πρώτα νοήματα να φέρουν κάποια βλάβη στα τελευταία, αλλά όλα η διάνοια τα κατέχει άγρυπνα σαν θησαυρό; Και όταν θέλει ο νους φανερώνει με τη γλώσσα εκείνα που λογίζεται, όχι μόνο τα πρόσφατα, αλλά κι εκείνα που έχει αποθησαυρίσει από πολύ καιρό.
Και πώς πάλι, ενώ εξέρχονται τα λόγια διαρκώς, ο νους παραμένει ίδιος και αμείωτος; Και πάλι, παρατηρώντας το σώμα, θαυμάζει πώς τα μάτια, τα αυτιά και η γλώσσα δέχονται απ' έξω τα ερεθίσματα κατά πώς θέλει η ψυχή; Τα μάτια μέσω του φωτός, τα αυτιά μέσω του αέρα, και καμιά από τις αισθήσεις δεν παρεμποδίζει την άλλη, ούτε μπορεί να κάνει τίποτε έξω από το σκοπό της ψυχής. Και πώς το άψυχο σώμα κατά διαταγή του Θεού ενώθηκε με τη νοερή και λογική ψυχή;
Η οποία δημιουργήθηκε από το Άγιο Πνεύμα, όπως λέει ο Δαμασκηνός, με το εμφύσημα(Γεν. 2,7), αν και μερικοί, επειδή έχουν άγνοια, νομίζουν ότι από την υπερούσια θεότητα προέρχεται, πράγμα αδύνατο. Ο Χρυσόστομος λέει: «Για να μη νομίζει ο ανθρώπινος νους τον εαυτό του θεό, του έδωσε ο Θεός λησμοσύνη και άγνοια, για να αποκτήσει έτσι ταπείνωση».
Και πάλι: «Θέλησε ο Θεός να χωρίζει αυτή τη φυσική σύνθεση της ψυχής και του σώματος». Και όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, η ψυχή απέρχεται ή πάνω, δηλαδή στον ουρανό, ή, αλοίμονο, κάτω στον άδη, ενώ το γήινο σώμα επιστρέφει στη γη από την οποία έχει ληφθεί. Πάλι όμως, με τη χάρη του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, αυτά που χωρίστηκαν, στη δευτέρα παρουσία Του ενώνονται, για να αμοιφθεί καθένας μας σύμφωνα με τα έργα του.
Τι μεγάλο θαύμα! Ποιος θα σκεφτεί λίγο το μυστήριο αυτό και δε θα εκπλαγεί, που ο Θεός ανασταίνει πάλι τον άνθρωπο από τη γη ύστερα από τόσα κακά που έκανε καταφρονώντας τις εντολές Του, και που του χαρίζει την αθανασία, την οποία είχε αρχικά, μα καθώς δε φύλαξε την εντολή που τον φύλαγε από το θάνατο και τη φθορά, αλλά αυθαδίασε, τράβηξε πάνω του το θάνατο.
Θαυμάζοντας λοιπόν κανείς όλα αυτά σχετικά με τον άνθρωπο, που τα διδάσκεται από αγγελική επίδραση, καθώς και αλλά πολλά, κυριεύεται από έκπληξη. Και πάλι θεωρεί την ομορφιά και τη χρησιμότητα του χρυσού και θαυμάζει πώς έγινε από τη γη για μας τέτοιος που οι ασθενείς να ξοδεύουν με την ελεημοσύνη τα χρήματα, κι εκείνοι που δε θέλησαν να ελεούν, να βοηθούνται δίνοντάς τα χωρίς να θέλουν, έπειτα από κάποιους πειρασμούς, για να σωθούν, αν βέβαια υποφέρουν μ' ευχαριστία όσα τους βρίσκουν, και έτσι να σώζονται και οι δύο.
Εκείνοι πάλι που προτιμούν την ακτημοσύνη, θα στεφανωθούν, γιατί μ' αυτό που κάνουν υπερβαίνουν τη φύση, όπως και εκείνοι που ζουν με παρθενία. Και καθώς ο χρυσός είναι φθαρτό και γήινο πράγμα, δεν πρέπει κανείς να τον προτιμά από την εντολή του Θεού· ως δημιούργημα του Θεού όμως και χρήσιμο για τη σωματική ζωή και τη σωτηρία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μίσος, αλλά με εγκράτεια και αγάπη.