Σχετικά μ' αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως».
Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.
Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση.
Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος.
Και γι' αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει.
Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει (Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί (Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει.
Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι' αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη.