Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τόσο ανόητοι, ώστε θέλουν να αποκτήσουν την ουράνια βασιλεία και να κληρονομήσουν την αιώνια ζωή και να βασιλέψουν χωρίς τέλος μαζί με το Χριστό —πράγμα μέγα και πάνω από κάθε έννοια—, χωρίς να πάψουν να ζούνε με τα δικά τους θελήματα και να ακολουθούν αυτά, ή μάλλον εκείνον που σπέρνει αυτά που είναι μάταια και ολοφάνερα βλαβερά.
55. Αυτοί είναι που παραμένουν μέχρι το τέλος άπτωτοι, όποιοι δηλαδή μίσησαν ολότελα όλες τις επιθυμίες του κόσμου και τους εαυτούς των, τις φαντασιώσεις του κόσμου και τις ηδονές και τις κοσμικές ασχολίες. Γιατί αυτό θα πει να απαρνηθείς τον εαυτό σου (Ματθ. 16, 24). Ώστε με τη δική του θέληση ο καθένας διώχνεται από τη βασιλεία, επειδή δηλαδή δεν προτίμησε αληθινά τους κόπους και δεν απαρνήθηκε τον εαυτό του, αλλά θέλει μαζί με το θεϊκό πόθο να δοκιμάζει και μερικές ευχαριστήσεις αυτού του κόσμου και να μην αφήνει το θέλημά του να κλίνει ακέραιο στο Θεό.
Τούτο θα γίνει σαφές μ' ένα παράδειγμα: Εξετάζοντας τα πράγματα καθένας διακρίνει και δεν του διαφεύγει ότι είναι άτοπο αυτό που πάει να κάνει. Πρώτα δηλαδή νιώθει στην καρδιά του την αμφιβολία, και η ζυγαριά της συνειδήσεως κλίνει φανερά προς το μέρος είτε της αγάπης του Θεού είτε της αγάπης του κόσμου, και τότε εκδηλώνεται εξωτερικά.
Φιλονεικεί, ας πούμε, κάποιος με έναν αδελφό και εξετάζοντας διακρίνει, όπως ειπώθηκε, ότι πρώτα συγκρούεται με τον εαυτό του και αντιλέγει: «Να μιλήσω ή να μη μιλήσω; Να απαντήσω σ' αυτές τις βρισιές που μου είπε; Ή καλύτερα να σωπάσω;». Έτσι δηλαδή και τις εντολές του Θεού ακολουθεί, αλλά και δεν εγκαταλείπει τη δική του γνώμη, ούτε προτιμά να απαρνηθεί εντελώς τον εαυτό του.
Αν λοιπόν η ζυγαριά της καρδιάς γείρει έστω και λίγο προς το μέρος της αγάπης του κόσμου, αμέσως ο κακός λόγος φτάνει μέχρι τα χείλη. Κατόπιν ο νους τεντώνεται σαν τόξο από μέσα και χτυπά τον πλησίον με τα λόγια, και το κακό φτάνει στα χέρια, καμιά φορά και σε τραύματα, αλλά και μέχρι το φόνο.
Βλέπομε λοιπόν από που άρχισε και που έφτασε μια μικρή κίνηση της ψυχής. Έτσι συμβαίνει σε κάθε αμάρτημα και πράξη, όπου η κακία κολακεύει και χαϊδεύει το θέλημα της ψυχής με κοσμικές επιθυμίες και σαρκικές ηδονές. Έτσι γίνεται και η μοιχεία, έτσι και η κλοπή, έτσι και η πλεονεξία, έτσι και η κενοδοξία, έτσι το οποιοδήποτε κακό.