Υπάρχει ειρήνη, μάλλον φαινομενική παρά πραγματική, όταν το σώμα καλοπερνά, η οποία σηκώνει πολλή ταραχή κατά της ψυχής, ακόμη κι αν τυχόν υποκρίνεται προσωρινά δήθεν ηρεμία. Υπάρχει και άλλη ειρήνη που ακολουθεί τον αποκλεισμό της αισθήσεως και την αποφυγή των πάντων και την ησυχία. Αλλά κι αυτή, αν και είναι ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, δε διαρκεί πολύ. Γιατί όταν η ψυχή ενοχλείται από το λογισμό, είναι φυσικό βέβαια να συμπάσχει και να ενοχλείται και το σώμα και ολόκληρος ο άνθρωπος.
Υπάρχει και ανώτερη από αυτές, τρίτη ειρήνη των αισθήσεων και της ψυχής, η οποία έρχεται όταν ησυχάζουν οι δυνάμεις της ψυχής και ο έσω άνθρωπος με αγωγή και επιμέλεια κατάλληλη· τότε μπορεί κανείς και να προσευχηθεί καθαρότερα και να θρηνήσει γλυκύτερα και να μελετήσει τα θεία λόγια με ηδονή. Αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η τελειότητα της ειρήνης. Εκείνος που παίζει τον αυλό ή την κιθάρα, δεν είναι δυνατό να συνεχίζει να παίζει αδιάκοπα· αναγκαστικά θα κουραστούν τα χέρια του, αλλά θα παρουσιαστεί και κάποια αφορμή από ασθένεια ή ένα οποιοδήποτε πάθημα ώστε ο αυλητής να μην παίζει τον αυλό ή ο κιθαριστής την κιθάρα.
Έτσι και στην ψυχή, η οποία ρυθμίζει τις ουσιώδεις αρμονίες των δυνάμεών της, δε μένει διαρκώς η ατρεψία, αλλά χαλαρώνεται κάπως, είτε το θέλει είτε όχι, από κάτι που της έτυχε ή από το ευμετάβλητό της ή από ακηδία, αφού και η ψυχή είναι ένα από τα κτίσματα κι είναι ενωμένη με σώμα υλικό και τραχύ, κατά τρόπο παράδοξο. Όταν όμως με τη χάρη δεχτεί μέσα της την παρουσία του Ακτίστου που έκτισε τα πάντα και κοινωνήσει το αμετάβλητο και ζωοποιό Πνεύμα, γίνεται θαυμαστή, παίρνει άλλη ζωή και αφού ζωοποιηθεί κατά τη φύση του ζωοποιού Πνεύματος, απολαμβάνει την υπερφυσική ζωή, την πραγματικά αμετάβλητη.