72. Να παρατηρείς τη δολιότητα των δαιμόνων, όταν προσεύχεσαι ή ψάλλεις ψαλμούς στον Κύριο. Οι δαίμονες δηλαδή, ή μας εξαπατούν κλέβοντας κρυφά την αίσθηση της ψυχής και μας βάζουν να λέμε άλλα αντ' άλλων, μεταβάλλοντας τους στίχους των ψαλμών σε βλασφημίες, ώστε να βγαίνουν από το στόμα μας λόγια που δεν επιτρέπονται. Ή, αφού αρχίσομε τους ψαλμούς, πηγαίνουν το λόγο μας στο τέλος, και εκείνα που είναι αναμεταξύ τα διασκορπίζουν από το νου. Ή μας στριφογυρίζουν σε ένα στίχο, χωρίς να επιτρέπουν, με τη λήθη που προκαλούν, να θυμηθούμε τη συνέχεια. Ή ενώ είμαστε στη μέση ενός ψαλμού, ξαφνικά σβήνουν από το νου κάθε μνήμη των προηγουμένων στίχων, ώστε ούτε να θυμόμαστε καν τι λέγαμε, ούτε να μπορούμε να τα βρούμε και να τα επαναλάβομε. Αυτά τα κάνουν για να μας προκαλέσουν αμέλεια και ακηδία και να εξουδετερώσουν τους καρπούς της προσευχής, βάζοντας στο νου μας ότι πέρασε η ώρα. Αλλά εσύ ν' αντισταθείς δυναμικά και να εξακολουθήσεις τον ψαλμό με βραδύτερο ρυθμό, για να καρπωθείς από τους στίχους με τη θεωρία την ωφέλεια της προσευχής και να δεχθείς πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος έρχεται στις ψυχές των προσευχομένων.
73. Όταν εκεί που ψάλλεις, εμβαθύνοντας στα όσα λες, σου συμβεί κάτι τέτοιο, μη μικροψυχήσεις και πέσεις στην ακηδία. Ούτε να σκεφτείς το πέρασμα της ώρας και να προτιμήσεις την ανάπαυση του σώματος από την ψυχική ωφέλεια, αλλά όπου νιώσεις το νου σου να αιχμαλωτίζεται από τα νοήματα, εκεί στάσου. Αν αυτό συμβεί στο τέλος του ψαλμού, εσύ ξαναγύρισε με προθυμία στην αρχή. Και αφού ξαναρχίσεις, συνέχισε πάλι τον ψαλμό, με τον ίδιο τρόπο, και αν ακόμη σε βρει πολλές φορές την ίδια ώρα η αιχμαλωσία. Αν κάνεις έτσι, τότε οι δαίμονες, μην αντέχοντας την υπομονή και την καρτερία σου και την ένταση της προθυμίας σου, θα καταντροπιαστούν και θα φύγουν από σένα.
74. Πρέπει να γνωρίζεις ότι αέναη προσευχή είναι σίγουρα εκείνη που δεν σταματά από την ψυχή όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα, και η οποία δε γίνεται αντιληπτή από τους άλλους με την έκταση των χεριών ή με τη στάση του σώματος ή με τον ήχο της γλώσσας, αλλά την καταλαβαίνουν όσοι γνωρίζουν, από τη νοερή μελέτη της εργασίας του νου και της μνήμης του Θεού με επίμονη κατάνυξη.