Οι λογισμοί έχουν διαφορές μεταξύ τους σε όλα, και άλλοι είναι αναμάρτητοι, ενώ άλλοι όχι. Για παράδειγμα, η λεγόμενη προσβολή, δηλαδή η ενθύμηση του καλού ή του κακού, η οποία ούτε αμοιβή, ούτε κατηγορία έχει. Την ακολουθεί ο λεγόμενος συνδυασμός, δηλαδή η συνομιλία με το λογισμό, ή για συγκατάθεση, ή για αποβολή του λογισμού.
Αν ο λογισμός είναι θεάρεστος, έχει έπαινο, αλλά μικρό, όπως και αν είναι κακός, έχει κατηγορία. Έπειτα είναι η λεγόμενη πάλη με το λογισμό, που ή νικά, ή νικιέται από το νου και προξενεί στεφάνι ή κόλαση, όταν φτάσει στην πράξη.
Όμοια και η συγκατάθεση, που είναι ηδονική κλίση της ψυχής προς αυτό που της παρουσιάστηκε, από την οποία προξενείται η αιχμαλωσία, που οδηγεί με τη βία την καρδιά στην πράξη, χωρίς αυτή να θέλει.
Από το να χρονίζει τώρα ο εμπαθής λογισμός στην ψυχή, γίνεται το λεγόμενο πάθος, το οποίο με τη συνήθεια οδηγεί την ψυχή στην έξη και την κάνει να πηγαίνει από μόνη της προς την πράξη, με τρόπο εκούσιο και οικείο.
Το πάθος σε κάθε περίπτωση, υπόκειται αναμφίβολα ή σε αντίστοιχη μετάνοια, ή στη μέλλουσα κόλαση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος· αυτό δηλαδή, όχι για τον πόλεμο, αλλά για την αμετανοησία.
Γιατί αν δεν ήταν έτσι, λέει ο ίδιος άγιος, δε θα μπορούσαμε οι περισσότεροι να λάβομε άφεση δίχως τέλεια απάθεια∙ επειδή δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλοι απαθείς, δεν είναι όμως αδύνατο να σωθούν όλοι και να συμφιλιωθούν με το Θεό.
Όποιος λοιπόν είναι φρόνιμος, αποδιώχνει τη μητέρα του κακού, την πονηρή προσβολή, για να κόψει με μια όλα τα κακά που την ακολουθούν∙ είναι όμως πάντοτε προετοιμασμένος να δεχτεί την αγαθή προσβολή.
Έτσι η ψυχή και το σώμα αποκτούν έξη της αρετής και λυτρώνονται από τα πάθη με τη χάρη του Χριστού. Γιατί δεν έχομε απολύτως τίποτε, το οποίο δε λάβαμε από Αυτόν (Α΄ Κορ. 4, 7), ούτε τίποτε να του προσφέρομε, παρά μόνο προαίρεση, που αν αστοχήσομε σ' αυτήν, δε βρίσκομε ούτε γνώση, ούτε δύναμη να εργαστούμε το αγαθό.
Αυτό είναι έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, για να μην καταδικαστούμε ως αργοί, επειδή η αργία είναι αρχή κάθε κακίας. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και η ίδια η εργασία του αγαθού χρειάζεται διάκριση, όπως λέει το Γεροντικό.
Μια μοναχή που νήστευε τρώγοντας κάθε έξι μέρες και μελετούσε διαρκώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αν και κατόρθωνε τα δύσκολα, έπεσε στα εύκολα, μ' όλο που θα έπρεπε να είχε αποκτήσει απάθεια ύστερα από τόσους κόπους· αυτό όμως δεν έγινε. Γιατί το καλό δεν είναι καλό, αν δεν έχει σκοπό το θέλημα του Θεού.