Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει "πτερνιστής" επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως.
Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται.
Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το "άνω αθρέω" (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι' αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του.
Γι' αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ' αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ' εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου.
Και σ' εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ' εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ' εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.
Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή.