Και έτσι η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων μας, του χαρίζει την πραότητα, την αρχή της μιμήσεως του Χριστού, δηλαδή την τρίτη εντολή, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι πράοι». Και γίνεται σταθερός σαν βράχος που δεν σαλεύει διόλου από τον άνεμο ή τα κύματα του βίου, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην αφθονία και στη φτώχεια, και στην ευκολία και στη δυσκολία, στην τιμή και στην ατιμία. Και γενικά γνωρίζει σε κάθε περίσταση και κάθε πράξη με τη διάκριση, ότι όλα περνούν, και τα ευχάριστα και τα οδυνηρά, και ότι αυτός ο βίος είναι δρόμος προς τον μέλλοντα αιώνα. Και ότι ίσως και χωρίς να θέλομε, γίνονται εκείνα που γίνονται, ώστε μάταια ταραζόμαστε και χάνομε το στεφάνι της υπομονής και παρουσιαζόμαστε αντίθετοι στο θέλημα του Θεού. Γιατί όλα όσα κάνει ο Θεός είναι πολύ καλά, μα εμείς δεν το γνωρίζομε. Όπως λέει η Γραφή, Αυτός θα οδηγήσει τους πράους με κρίση, ή μάλλον, με τη διάκριση των πραγμάτων.
Αλλά και σε καιρό οργής, ο άνθρωπος αυτός δεν ταράζεται καθόλου. Μάλλον χαίρεται, γιατί βρήκε καιρό κέρδους και φιλοσοφίας, σκεπτόμενος ότι δεν έγινε ο πειρασμός χωρίς αιτία, αλλά θα λύπησε πρωτύτερα συνειδητά ή ασυνείδητα το Θεό ή τον αδελφό ή κανένα άλλο, και ότι μάλλον βρέθηκε αφορμή για τη συγχώρησή του, ώστε τουλάχιστον με την υπομονή να λάβει συγχώρηση των πολλών του αμαρτιών. Σκέφτεται ακόμη ότι αν δεν συγχωρήσει όσα του έφταιξαν οι άλλοι, ούτε ο ουράνιος Πατέρας θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά του, και ότι δεν υπάρχει από αυτήν πιο σύντομη αρετή, δηλαδή την εντολή για την συγχώρηση των άλλων. Γιατί ο Κύριος λέει: «Συγχωρήστε και θα συγχωρηθείτε». Χαίρεται και γιατί αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να τα πράττει κατά μίμηση του Χριστού και να γίνει με τη χάρη της εντολής πράος. Λυπάται όμως για τον αδελφό, επειδή με τις αμαρτίες του μπήκε σε πειρασμό ο αδελφός από τον κοινό εχθρό, το διάβολο, και έγινε φάρμακο για θεραπεία της δικής του ασθένειας. Γιατί κάθε πειρασμός παραχωρείται από το Θεό για τη θεραπεία της ψυχής του αρρώστου, επειδή χαρίζει τη συγχώρηση προηγουμένων και παρόντων κακών και γίνεται εμπόδιο για μελλοντικά. Δεν έχει όμως έπαινο ούτε ο διάβολος, ούτε ο αίτιος του πειρασμού, ούτε ο πειραζόμενος. Γιατί ο διάβολος είναι άξιος μίσους ως κακοποιός, αφού ό,τι κάνει δεν το κάνει για καλό. Ο αίτιος του πειρασμού είναι άξιος να τον ελεήσει ο πειραζόμενος, επειδή ενεργεί όχι από αγάπη, αλλά γιατί εμπαίζεται και ταλαιπωρείται από το διάβολο. Ο πειραζόμενος τέλος, υπομένει τις θλίψεις εξαιτίας των αμαρτιών του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, ώστε να έχει έπαινο- γιατί δεν είναι ο ίδιος αναμάρτητος. Αλλά και να είναι, πράγμα αδύνατο, και πάλι υπομένει με την ελπίδα της ανταποδόσεως και από φόβο κολάσεως. Έτσι είναι μ' αυτούς. Ο Θεός τώρα, επειδή δεν έχει καμιά ανάγκη ή έλλειψη, αλλά σε όλους οικονομεί το συμφέρον, είναι άξιος ευχαριστίας, αφού ανέχεται με μακροθυμία και το διάβολο και τη πονηρία των ανθρώπων, και παρέχει κάθε καλό, και πριν την αμαρτία και μετά την αμαρτία, σε όσους μετανοούν.
Αφού λοιπόν έμαθε κάθε διάκριση εκείνος που αξιώθηκε να γίνει τηρητής της τρίτης εντολής, της πραότητας, δε θα γελαστεί ποια είτε με γνώση του είτε με άγνοιά του, αλλά έχοντας λάβει το χάρισμα της ταπεινώσεως, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι μηδέν. Γιατί η πραότητα είναι το υλικό της ταπεινώσεως, κι αυτή είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια. Μέσω αυτής εισέρχεται στην άπτωτη και τέλεια αγάπη εκείνος που γνωρίζει τη φύση του, δηλαδή τι ήταν πριν γεννηθεί και τι θα γίνει μετά θάνατον. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε, παρά λίγη δυσωδία που χάνεται την ίδια στιγμή, κι απ' όλη την κτίση χειρότερος. Κι αυτό γιατί κανένα άλλο κτίσμα, άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε το θέλημα του Θεού ποτέ, παρά η ανθρώπινη φύση, που δέχεται πολλές ευεργεσίες από το Θεό, κι ωστόσο πάντοτε πού Τον παροργίζει.